To δίλημμα το έθεσε ο Παπαδήμ(ι)ος στη Βουλή και από εκεί θα ξεκινήσουμε: ''Τι προτιμάτε; ανοιχτές επιχειρήσεις με χαμηλότερες αποδοχές ή κλειστές επιχειρήσεις;'' Μεταφράζουμε: ''τι προτιμάτε; κινέζικα μεροκάματα ή ανεργία;''. Πριν βιαστεί κάποιος να δηλώσεις αγανακτισμένος με τον ψυχρό τραπεζίτη, πρέπει να υπενθυμίσουμε
ότι το δίλημμα αυτό το θέτει η ίδια η ΕΕ, στο πλαίσιο του ''Συμφώνου για το ευρώ'' και την ''νέα οικονομική διακυβέρνηση''. Σαφώς τίθεται θέμα καθορισμού των μισθών με παρεμβάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, με κριτήριο την ανταγωνιστικότητα ως προς τους βασικούς ανταγωνιστές της ΕΕ, δηλαδή τις αναπτυσσόμενες χώρες τύπου Κίνας. Δεν αρκεί να πούμε ότι το δίλημμα είναι κυνικό, ωμό και εκβιαστικό. Είναι ακόμη χειρότερα, καθώς είναι και ψεύτικο. Δεν υπάρχει δίλημμα. Στο νέο τοπίο της μετα-μνημονιακής ερήμου στην Ελλάδα, θα έχουμε και εφιαλτικά επίπεδα ανεργίας και κινέζικα μεροκάματα.
Αν δεν τους ανατρέψουμε, θα έχουμε μια πραγματική κοινωνική καταβύθιση, με πρώτο θύμα το παραγωγικό κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας, δηλαδή την εργατικά στρώματα στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα. Μαζί με αυτούς και όλο το λαό, πλην της οικονομικής και πολιτικής ολιγαρχίας. Μην ξεχνάμε ότι για πρώτη φορά από τη δεκαετία του 60 ο οικονομικά μη ενεργός πληθυσμός υπερτερεί του οικονομικά ενεργού.
Θα τους αφήσουμε; Η απάντηση αυτή δεν θα δοθεί και δε θα κριθεί στις εκλογές όποτε και αν γίνουν σύντομα. Είναι βαθιά νυχτωμένος όποιος πιστεύει το αντίθετο. Ή αναλαμβάνει βαριές ευθύνες, σε μια στιγμή εξαιρετικά σοβαρή για τις τύχες των εργαζομένων.
Μπαίνει συχνά το ερώτημα από κόσμο της αριστεράς: ''Μα γιατί δεν ξεσηκώνονται, με όλα αυτά;'' Έχει κάποιο πρόβλημα αυτή η συλλογιστική. Είμαστε σε περίοδο πολιτικών διεργασιών. Χωνεύονται πολιτικά ερωτήματα και απαντήσεις. Πήρε δύο χρόνια στον κόσμο να συνειδητοποιήσει την ουσία με την κρίση του ελληνικού χρέους. Και τώρα αντιλαμβάνεται ότι κινδυνεύει το ευρώ, η ίδια η ΕΕ. Ότι πάει μακριά η βαλίτσα, με μια βαθιά καπιταλιστική κρίση. Μπορεί ακόμη και να βρεθεί η Ελλάδα έξω από την ευρωζώνη. Χρεοκοπημένη με τους όρους των δανειστών και των τοκογλύφων. Με ρημαγμένο τον παραγωγικό ιστό, τα εργασιακά και κοινωνικά δικαιώματα, αλλά και τη δημοκρατία.
Χρειάζονται πολιτικές απαντήσεις και συνολικές πολιτικές διέξοδοι.
Ανατροπή, πως, προς τα πού και με ποιο μέλλον;
Η αριστερά, οφείλει να κοιταχτεί στον καθρέφτη, αντί να αναζητεί άλλοθι στην ''απάθεια'' του κόσμου. Έχει μεγάλη ευθύνη και για το ''χάσιμο'' και για το ''φόβο'' των λαϊκών στρωμάτων. Διότι, αυτή η ίδια, δεν έχει τολμήσει να δει κατάματα την πραγματικότητα και να προβάλλει μια πραγματικά διαφορετική κοινωνική διέξοδο.
Υπάρχει μια συνηθισμένη τακτική της λεγόμενης ''ευρωπαϊκής αριστεράς'' που οδηγεί σε διαρκείς ήττες. Αυτή συνίσταται στη συσπείρωση και άμυνα, γύρω από την εκάστοτε τελευταία φάση ή μορφή της αντεργατικής επίθεσης. ‘’Τώρα πολεμάμε αυτό το νέο αντι-ασφαλιστικό νόνο’’... Ξεχνάμε τα προηγούμενα, ούτε αναλογιζόμαστε τα επόμενα. ‘’Τώρα ασχολούμαστε με το Μνημόνιο Ι’’. Μετά με το μεσοπρόθεσμο. Έπειτα με τη δανειακή συνθήκη. Ζει και βασιλεύει ένα απίστευτο δόγμα, πως αν επικεντρώσει κανείς σε αυτό που είναι μπροστά στη μύτη μας σε μια ορισμένη στιγμή, τότε ενώνεται μαζικά ο κόσμος. Ενώ, δήθεν, αν μπουν ερωτήματα για τη συνολική στρατηγική του αντιπάλου και για την αντίστοιχη σχεδιασμένη, ζυγιασμένη, στρατηγική απάντηση των λαϊκών δυνάμεων, διασπάται ο αγώνας και σκορπίζει ο κόσμος.
Ο φόβος της κοινοβουλευτικής αριστεράς να απαντήσει με συνεκτικό, τολμηρό τρόπο το ερώτημα της συνολικής πολιτικής διεξόδου, αποτελεί το υπόβαθρο της ''πολιτικής δωματίου΄΄, στην οποία καταφεύγει. Στο εσωτερικό της συζητάει διάφορα, από τον κομμουνισμό έως την αντικαπιταλιστική πάλη, αλλά για τον κόσμο, προσφεύγει στο σεχταρισμό του ελάχιστου, του άμεσου, του συγκυριακού, πάντα με στόχο την ‘’μέγιστη δυνατή συσπείρωση’’.
Ο αντίπαλος όμως είναι απέναντι και είναι συγκεκριμένος. Μας περιγελά και μας προκαλεί. Ναι ή όχι στην παραμονή στην ευρωζώνη και την ΕΕ; ''Ρήξη'' απαντά ντροπαλά η ευρωπαϊκή αριστερά. Και αυτό στην καλή περίπτωση. Γιατί υπάρχει και ο Αλέξης Τσίπρας, που θα υμνολογεί το ευρώ ακόμη και αν καταργηθεί. Ναι ή όχι στον καπιταλιστικό ανταγωνισμό και την διεκδίκηση ανταγωνιστικότητας; Η απάντηση ''να επανέλθουν στο δημόσιο οι πρώην ΔΕΚΟ'' και ''δημόσιες τράπεζες'', είναι τουλάχιστον ανεπαρκής, χωρίς θέση απέναντι στην ατομική ιδιοκτησία και ιδιοποίηση των αγαθών.
Με αυτές τις τοποθετήσεις, οι βαυκαλισμοί για ''αριστερή πλειοψηφία'' και για ''αριστερή κυβέρνηση'', εκτός από χίμαιρες που ενώνουν αλογοπορτόκαλα, θα μπορούσε να είναι ο οριστικός τάφος και εξευτελισμός της αριστεράς, όπως έγινε στην προ-Μπερλουσκόνι περίοδο στην Ιταλία ή στην Γαλλία, ή όπως γίνεται τώρα στην Κύπρο.
Φυσικά υπάρχει και το συμμετρικό ανάλογο αυτής της κλασσικής ηττοπαθούς τακτικής. Είναι ηαντικατάσταση του πολιτικού αγώνα για την ανατροπή της επίθεσης, με τον επαναστατικό διδακτισμό. ''Με λαϊκή εξουσία θα πετύχουμε αποδέσμευση από ΕΕ, θα διαγράψουμε το χρέος'' και γενικά θα λύσουμε τα προβλήματα. Δηλαδή, τα βασικά ζητήματα που κρίνουν τη ζωή και το μέλλον των εργαζομένων, δεν μπορούν να είναι κρίκοι πολιτικής συγκρότησης του κινήματος τους, στόχοι διεκδίκησης εδώ και τώρα, δρόμοι ανόδου της πολιτικοποίησης και της αντικαπιταλιστικής πάλης, συγκρότησης με άλλα λόγια του υποκειμένου. Θα είναι, αντίθετα, υπόσχεση και αποτέλεσμα της πολιτικής μιας ''λαϊκής εξουσίας'', η οποία θα προκύψει με ένα άγνωστο τρόπο και σίγουρα χωρίς ανατροπή ή επανάσταση, που έχει εξαφανιστεί από το λεξιλόγιο του ΚΚΕ. Ο λαός περιγελά εύστοχα αυτή τη λογική: ‘’κάντε με εμένα πρωθυπουργό για μια μέρα, και θα δεις…’’.
Υπάρχουν δυστυχώς κοινά στοιχεία σε αυτές τις θεωρήσεις και ας κρατεί καλά ο πόλεμος ανάμεσά τους.
Υπάρχει έλλειψη πολιτικής εμπιστοσύνης αυτής της αριστεράς στις πολιτικές δυνατότητες των εργαζομένων και ενός ανασυγκροτημένου κινήματος τους.
Είναι εμφανής η εξαφάνιση της ανατροπής και της επανάστασης, ως ποιοτικού στοιχείου της πολιτικής τους πρότασης στο σήμερα.
Κυριαρχεί η αναγόρευση των κομματικών συσχετισμών, μέσω της κοινοβουλευτικής αντιπαράθεσης, ως του βασικού κριτηρίου προχωρήματος της λαϊκής αντίστασης. Όλα τελικά εκεί συνοψίζονται. Ενισχυμένο ΚΚΕ. Δυνατός ΣΥΡΙΖΑ ή/και ''ενότητα της αριστεράς''.
Τα καλέσματα εν τέλει συντείνουν στο απλούστατο: ΨΗΦΙΣΤΕ ΜΑΣ!
Κατά τη γνώμη μας, η απάντηση της αριστεράς, κέντρο της πρέπει να έχει, αυτό που χρειάζονται οι εργαζόμενοι, οι άνεργοι, οι φτωχοί, αυτή την πολιτική στιγμή: ΑΝΑΤΡΕΨΤΕ ΤΟΥΣ!
Το ζητούμενο είναι η αντικαπιταλιστική ανατροπή της επίθεσης.
Οφείλουμε να εξηγήσουμε.
Ξεκινάμε από το ουσιαστικό. Εμείς μιλάμε για ανατροπή. Δεν έχουμε μια συνηθισμένη κυβέρνηση απέναντι μας. Είναι η χούντα ΔΝΤ, ΕΕ, κεφαλαίου, δανειστών και τραπεζών. Δεν πέφτουν, αν δεν τους ρίξουμε. Ανατροπή, με λαϊκή εξέγερση.
Γιατί όμως μιλάμε για αντικαπιταλιστική ανατροπή; Δεν είναι ούτε ιδεολογική εμμονή ούτε επιμονή σε κάποια πλειοδοσία.
Πρώτα απ΄ όλα γιατί απέναντι μας έχουμε ακριβώς τον καπιταλισμό και την κρίση του, ως βασική αιτία του παροξυσμού των κοινωνικών και δημοκρατικών ζητημάτων. Και με τη γενική έννοια και με την ειδικότερη, της κρίσης δηλαδή της καπιταλιστικής περιφερειακής ολοκλήρωσης που ακούει στο όνομα ΕΕ.
Δεύτερον, θέλουμε να επισημάνουμε το χαρακτήρα των μέτρων, το πρόσημο της πολιτικής, που θα απαντά στην κρίση προς όφελος των εργαζομένων και της κοινωνίας. Πρέπει να είναι βήματα σε αντίθετη κατεύθυνση από το σημερινό δρόμο της καταστροφής. Θεωρούμε απαραίτητη την εθνικοποίηση-κοινωνικοποίηση των μεγάλων τομέων της οικονομίας. Δεν υπάρχει φιλολαϊκή διέξοδος από την κρίση χωρίς χτύπημα της μεγάλης ατομικής ιδιοκτησίας και της ατομικής ιδιοποίησης. Προτείνουμε, στην ίδια κατεύθυνση, ακριβώς το αντίθετο, από αυτό που προωθεί η κυβέρνηση: Υπερφορολόγηση και όχι φοροαπαλλαγή του κεφαλαίου, ως στοιχειώδους μέτρου ανακατανομής του κοινωνικού πλούτου. Προτάσσουμε την ανάγκη να σπάσει ο δεσμός αντιλαϊκού συμφέροντος και αίματος ανάμεσα στην ελληνική αστική τάξη και την ΕΕ, με αποχώρηση της χώρας από αυτήν. Διεκδικούμε, μια συνολική ανατροπή της σχέσης μισθών/κερδών προς όφελος των εργαζομένων, κόντρα στη ψευδολογία ότι ‘’οι έλληνες εργαζόμενοι δεν παράγουν τίποτα και κάνουν μόνο απεργίες’’.
Είναι αλήθεια ότι σκοπός και μέσα αλληλοσυνδέονται και αλληλοκαθορίζονται. Αν σκοπός μας πρέπει να είναι ο εξευμενισμός του κεφαλαίου, μαζί με οριακά μέτρα ‘’ανακούφισης των εργαζομένων’’, τότε πρέπει να κοιτάξουμε προς μια προοδευτικότερη βουλή και ένα ‘’αποκαθαρμένο’’ πολιτικό σύστημα.
Αν σκοπός μας είναι να ζήσει η εργατική τάξη και ο λαός, μια ζωή αξιοβίωτη, όπως τους αξίζει, μέσω της ανατροπής και της κυβέρνησης και του σάπιου πολιτικού συστήματος, τότε πρέπει να εργαστούμε για ένα μέτωπο ρήξης και ανατροπής, μέσα από σκληρό κοινωνικό και πολιτικό αγώνα.
Κέντρο αυτό του μετώπου ένα ανασυγκροτημένο εργατικό κίνημα. Ικανό να ηγεμονεύσει και να εμπνεύσει μια ευρύτερη κοινωνική συμμαχία αγώνα ενάντια στο μεγάλο κεφάλαιο, την ΕΕ, το ΔΝΤ. Αγωνία της αριστεράς, θα πρέπει να είναι η ευρύτατη αγωνιστική συμπόρευσηόλων των ζωντανών δυνάμεων πάνω σε αυτό το στόχο, με πρώτη έκφραση μια αδιαπραγμάτευτηκοινή δράση της αριστεράς.
Αποτελεί ειρωνεία και πρόκληση μαζί, την ώρα που όλες οι δυνάμεις της αριστεράς ή και άλλες δυνάμεις (πχ ΕΠΑΜ), μιλάνε για ‘’μέτωπο’’ ή ‘’ενότητα’’, να προτάσσουν κομματικά πολιτικά σχέδια, με το μάτι στις κάλπες, σπρώχνοντας και συκοφαντώντας ο ένας τον άλλο, χωρίς μια ειλικρινή αγωνία για κοινά αγωνιστικά βήματα που θα εμπνεύσουν τον κόσμο.
Δεν αρκεί όμως ο στόχος της ανατροπής. Οι εργαζόμενοι και οι άνεργοι, δεν μπορούν να τρώνε ‘’ανατροπή’’. Όποιος εννοεί το στόχο της ανατροπής και δεν συνθηματολογεί, πρέπει να τον προβάλλει καθαρά και αξεχώριστα με την πρόταση για μια άλλη πορεία έξω από την ΕΕ και τον καπιταλισμό. Η αριστερά όχι μόνο απαντά θετικά στο εύλογο ερώτημα αν αυτή η πορεία είναι εφικτή και ρεαλιστική, αλλά την θεωρεί και μονόδρομο για τα εργατικά και λαϊκά συμφέροντα.
Κόντρα στις σκόπιμες και υστερόβουλες ψευδολογίες, το αξιολογότατο εργατικό και επιστημονικό δυναμικό στην Ελλάδα, έχει την εμπειρία και τη γνώση να αποτελέσει το κέντρο μιας αντικαπιταλιστικής πορείας και ανασυγκρότησης της οικονομίας, με κριτήριο τις κοινωνικές ανάγκες. Οι τομείς της αγροτικής παραγωγής, της βιομηχανίας, του τουρισμού και των υπηρεσιών, μπορούν να ανασχεδιαστούν με κριτήρια τη μέγιστη δυνατή αξιοποίηση των εγχώριων παραγωγικών και ενεργειακών δυνατοτήτων, την κάλυψη των εσωτερικών αναγκών, την προστασία του περιβάλλοντος.
Σημαντικότερο στοιχείο εκσυγχρονισμού τους, αποτελεί ακριβώς η εθνικοποίηση -κοινωνικοποίηση τους, η απελευθέρωση τους από τα καπιταλιστικά δεσμά και τους περιορισμούς της ΕΕ. Η κατεύθυνση αυτή δεν παραπέμπει σε καμία λογική εθνικής ‘’αυτάρκειας’’. Αυτή είναι αδύνατη ακόμη και για μεγαλύτερες και πλουσιότερες χώρες. Μπορεί όμως να συνοδεύεται με την αναζήτηση ισότιμων σχέσεων και ανταλλαγών με τις γειτονικές χώρες της Μεσογείου, της Μέσης Ανατολής και των Βαλκανίων. Έξω φυσικά από τη φυλακή του ΝΑΤΟ και τη θανατηφόρα συμμαχία με το κράτος-τρομοκράτη του Ισραήλ.
Στο κάτω κάτω, είναι ρεαλιστικότερο να έχεις σχετικά επωφελείς σχέσεις με χώρες παρόμοιου επιπέδου ανάπτυξης και με κοινή ιστορική και πολιτισμική διαδρομή αιώνων, από την αυταπάτη ότι θα τύχεις του σεβασμού της …Γερμανίας.
Αυτή η μοναδική επωφελής για το λαό πορεία, έρχεται κόντρα στα συμφέροντα της οικονομικής ολιγαρχίας και του πολιτικού της συστήματος. Ο κόσμος καταλαβαίνει ότι απαιτείται ένας μη-συνηθισμένος αγώνας για να επιβληθεί. Έχει ως προϋπόθεση τελικά να είναι οι εργαζόμενοι στο τιμόνι των κοινωνικών και πολιτικών εξελίξεων. Δεν έχει πραγματικά νόημα να αφαιρέσεις την ιδιοκτησία της ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΧΑΛΥΒΟΥΡΓΙΑΣ από τον Μάνεση και να έχεις στην θέση του ένα δικό ‘’του’’ πρωθυπουργό και πολύ περισσότερο ένα δικό ‘’του’’ κράτος και πολιτικό σύστημα εξουσίας.
Η ουσία της επαναστατικής πολιτικής για τους κομμουνιστές και την αριστερά, χρήσιμης πραγματικά για το λαό, είναι να συμβάλλει στην ωρίμανση, μέσα στον αγώνα, αυτού του συμπεράσματος. Να γίνει συμπέρασμα του αγωνιζόμενου λαού και όχι των πρωτοποριών του. Να γίνει εν γένει κίνημα ανατροπής εδώ και τώρα και όχι απλά μαξιλάρι εκλογικής τοποθέτησης.
Εδώ απαιτείται η τόλμη. Η αριστερά πρέπει να θέσει τη δική της συνολική πολιτική διέξοδο. Την δική της πρόταση εξουσίας για το λαό. Αυτή αναγνωρίζεται εύκολα από τον κόσμο του αγώνα. Τρία είναι τα στοιχεία της, με βάση και τα προηγούμενα.
Πρώτον, πρέπει να υπάρξει ανατροπή κυβέρνησης, τροϊκανής χούντας και σάπιου πολιτικού συστήματος.
Δεύτερο, να ηγεμονεύσει ένα αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα με κριτήριο τις κοινωνικές ανάγκες, στο πλαίσια μιας άλλης πορείας έξω από την ΕΕ και σε σύγκρουση με τον καπιταλισμό.
Τρίτο, ο εργαζόμενος λαός, πρέπει να είναι οργανωμένος, σε νέες κοινωνικές και πολιτικές μορφές που θα επιβάλλουν τη θέληση του και θα οργανώνουν δημοκρατικά την κοινωνία και τις σχέσεις της.
Η ‘’αριστερή κυβέρνηση’’, αποτελεί τη γελοιογραφία της πρότασης εξουσίας της αριστεράς. Υποδηλώνει είτε την αφέλεια, είτε το σκόπιμο αποπροσανατολισμό. Στην αντίληψη αυτή , το κράτος είναι άλογο που το καβαλάς και όχι συμπύκνωση ταξικών συσχετισμών, σχέσεων και πολιτικών. Χωρίς ανατροπή και χωρίς οργανωμένο λαό σε αγώνα άλλης ποιότητας, οι προτάσεις για αριστερή κυβέρνηση, απλά θυμίζουν το ανέκδοτο: ‘’Αν είχαμε αυγά θα κάναμε αυγά με μπέικον. Αλλά δεν έχουμε και μπέικον’’.
Συνεπώς, υπάρχει ή όχι ελπίδα; Σαφέστατα ναι και εξηγούμαστε. Έχουμε λόγους να αισιοδοξούμε.
Υπάρχει μια ισχυρή τάση αντικαπιταλιστικής αριστεράς με κύρια μορφή την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, που συνειδητά υποστηρίζει μια τέτοια κατεύθυνση.
Αναπτύσσονται διεργασίες κρίσης στους χώρους της κοινοβουλευτικής αριστεράς ή/και του δημοκρατικού ‘’πατριωτικού χώρου’’, με δυνατότητες θετικών επανατοποθετήσεων, ειδικά σε ότι αφορά τη Λυδία λίθο που ακούει στο όνομα ‘’στάση απέναντι στην έξοδο από ευρωζώνη και ΕΕ’’.
Ωριμάζουν ανακατατάξεις μέσα σε αγωνιστικές ζώνες των εργαζομένων και του λαού και αυτό είναι ο αποφασιστικότερος και δυναμικότερος παράγοντας.
Το επόμενο διάστημα θα είναι εξαιρετικά κρίσιμο για την έκβαση αυτών των πολιτικών τάσεων.
ΠΗΓΗ: aristero blog
Παναγιώτης Μαυροειδής
ότι το δίλημμα αυτό το θέτει η ίδια η ΕΕ, στο πλαίσιο του ''Συμφώνου για το ευρώ'' και την ''νέα οικονομική διακυβέρνηση''. Σαφώς τίθεται θέμα καθορισμού των μισθών με παρεμβάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, με κριτήριο την ανταγωνιστικότητα ως προς τους βασικούς ανταγωνιστές της ΕΕ, δηλαδή τις αναπτυσσόμενες χώρες τύπου Κίνας. Δεν αρκεί να πούμε ότι το δίλημμα είναι κυνικό, ωμό και εκβιαστικό. Είναι ακόμη χειρότερα, καθώς είναι και ψεύτικο. Δεν υπάρχει δίλημμα. Στο νέο τοπίο της μετα-μνημονιακής ερήμου στην Ελλάδα, θα έχουμε και εφιαλτικά επίπεδα ανεργίας και κινέζικα μεροκάματα.
Αν δεν τους ανατρέψουμε, θα έχουμε μια πραγματική κοινωνική καταβύθιση, με πρώτο θύμα το παραγωγικό κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας, δηλαδή την εργατικά στρώματα στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα. Μαζί με αυτούς και όλο το λαό, πλην της οικονομικής και πολιτικής ολιγαρχίας. Μην ξεχνάμε ότι για πρώτη φορά από τη δεκαετία του 60 ο οικονομικά μη ενεργός πληθυσμός υπερτερεί του οικονομικά ενεργού.
Θα τους αφήσουμε; Η απάντηση αυτή δεν θα δοθεί και δε θα κριθεί στις εκλογές όποτε και αν γίνουν σύντομα. Είναι βαθιά νυχτωμένος όποιος πιστεύει το αντίθετο. Ή αναλαμβάνει βαριές ευθύνες, σε μια στιγμή εξαιρετικά σοβαρή για τις τύχες των εργαζομένων.
Μπαίνει συχνά το ερώτημα από κόσμο της αριστεράς: ''Μα γιατί δεν ξεσηκώνονται, με όλα αυτά;'' Έχει κάποιο πρόβλημα αυτή η συλλογιστική. Είμαστε σε περίοδο πολιτικών διεργασιών. Χωνεύονται πολιτικά ερωτήματα και απαντήσεις. Πήρε δύο χρόνια στον κόσμο να συνειδητοποιήσει την ουσία με την κρίση του ελληνικού χρέους. Και τώρα αντιλαμβάνεται ότι κινδυνεύει το ευρώ, η ίδια η ΕΕ. Ότι πάει μακριά η βαλίτσα, με μια βαθιά καπιταλιστική κρίση. Μπορεί ακόμη και να βρεθεί η Ελλάδα έξω από την ευρωζώνη. Χρεοκοπημένη με τους όρους των δανειστών και των τοκογλύφων. Με ρημαγμένο τον παραγωγικό ιστό, τα εργασιακά και κοινωνικά δικαιώματα, αλλά και τη δημοκρατία.
Χρειάζονται πολιτικές απαντήσεις και συνολικές πολιτικές διέξοδοι.
Ανατροπή, πως, προς τα πού και με ποιο μέλλον;
Η αριστερά, οφείλει να κοιταχτεί στον καθρέφτη, αντί να αναζητεί άλλοθι στην ''απάθεια'' του κόσμου. Έχει μεγάλη ευθύνη και για το ''χάσιμο'' και για το ''φόβο'' των λαϊκών στρωμάτων. Διότι, αυτή η ίδια, δεν έχει τολμήσει να δει κατάματα την πραγματικότητα και να προβάλλει μια πραγματικά διαφορετική κοινωνική διέξοδο.
Υπάρχει μια συνηθισμένη τακτική της λεγόμενης ''ευρωπαϊκής αριστεράς'' που οδηγεί σε διαρκείς ήττες. Αυτή συνίσταται στη συσπείρωση και άμυνα, γύρω από την εκάστοτε τελευταία φάση ή μορφή της αντεργατικής επίθεσης. ‘’Τώρα πολεμάμε αυτό το νέο αντι-ασφαλιστικό νόνο’’... Ξεχνάμε τα προηγούμενα, ούτε αναλογιζόμαστε τα επόμενα. ‘’Τώρα ασχολούμαστε με το Μνημόνιο Ι’’. Μετά με το μεσοπρόθεσμο. Έπειτα με τη δανειακή συνθήκη. Ζει και βασιλεύει ένα απίστευτο δόγμα, πως αν επικεντρώσει κανείς σε αυτό που είναι μπροστά στη μύτη μας σε μια ορισμένη στιγμή, τότε ενώνεται μαζικά ο κόσμος. Ενώ, δήθεν, αν μπουν ερωτήματα για τη συνολική στρατηγική του αντιπάλου και για την αντίστοιχη σχεδιασμένη, ζυγιασμένη, στρατηγική απάντηση των λαϊκών δυνάμεων, διασπάται ο αγώνας και σκορπίζει ο κόσμος.
Ο φόβος της κοινοβουλευτικής αριστεράς να απαντήσει με συνεκτικό, τολμηρό τρόπο το ερώτημα της συνολικής πολιτικής διεξόδου, αποτελεί το υπόβαθρο της ''πολιτικής δωματίου΄΄, στην οποία καταφεύγει. Στο εσωτερικό της συζητάει διάφορα, από τον κομμουνισμό έως την αντικαπιταλιστική πάλη, αλλά για τον κόσμο, προσφεύγει στο σεχταρισμό του ελάχιστου, του άμεσου, του συγκυριακού, πάντα με στόχο την ‘’μέγιστη δυνατή συσπείρωση’’.
Ο αντίπαλος όμως είναι απέναντι και είναι συγκεκριμένος. Μας περιγελά και μας προκαλεί. Ναι ή όχι στην παραμονή στην ευρωζώνη και την ΕΕ; ''Ρήξη'' απαντά ντροπαλά η ευρωπαϊκή αριστερά. Και αυτό στην καλή περίπτωση. Γιατί υπάρχει και ο Αλέξης Τσίπρας, που θα υμνολογεί το ευρώ ακόμη και αν καταργηθεί. Ναι ή όχι στον καπιταλιστικό ανταγωνισμό και την διεκδίκηση ανταγωνιστικότητας; Η απάντηση ''να επανέλθουν στο δημόσιο οι πρώην ΔΕΚΟ'' και ''δημόσιες τράπεζες'', είναι τουλάχιστον ανεπαρκής, χωρίς θέση απέναντι στην ατομική ιδιοκτησία και ιδιοποίηση των αγαθών.
Με αυτές τις τοποθετήσεις, οι βαυκαλισμοί για ''αριστερή πλειοψηφία'' και για ''αριστερή κυβέρνηση'', εκτός από χίμαιρες που ενώνουν αλογοπορτόκαλα, θα μπορούσε να είναι ο οριστικός τάφος και εξευτελισμός της αριστεράς, όπως έγινε στην προ-Μπερλουσκόνι περίοδο στην Ιταλία ή στην Γαλλία, ή όπως γίνεται τώρα στην Κύπρο.
Φυσικά υπάρχει και το συμμετρικό ανάλογο αυτής της κλασσικής ηττοπαθούς τακτικής. Είναι ηαντικατάσταση του πολιτικού αγώνα για την ανατροπή της επίθεσης, με τον επαναστατικό διδακτισμό. ''Με λαϊκή εξουσία θα πετύχουμε αποδέσμευση από ΕΕ, θα διαγράψουμε το χρέος'' και γενικά θα λύσουμε τα προβλήματα. Δηλαδή, τα βασικά ζητήματα που κρίνουν τη ζωή και το μέλλον των εργαζομένων, δεν μπορούν να είναι κρίκοι πολιτικής συγκρότησης του κινήματος τους, στόχοι διεκδίκησης εδώ και τώρα, δρόμοι ανόδου της πολιτικοποίησης και της αντικαπιταλιστικής πάλης, συγκρότησης με άλλα λόγια του υποκειμένου. Θα είναι, αντίθετα, υπόσχεση και αποτέλεσμα της πολιτικής μιας ''λαϊκής εξουσίας'', η οποία θα προκύψει με ένα άγνωστο τρόπο και σίγουρα χωρίς ανατροπή ή επανάσταση, που έχει εξαφανιστεί από το λεξιλόγιο του ΚΚΕ. Ο λαός περιγελά εύστοχα αυτή τη λογική: ‘’κάντε με εμένα πρωθυπουργό για μια μέρα, και θα δεις…’’.
Υπάρχουν δυστυχώς κοινά στοιχεία σε αυτές τις θεωρήσεις και ας κρατεί καλά ο πόλεμος ανάμεσά τους.
Υπάρχει έλλειψη πολιτικής εμπιστοσύνης αυτής της αριστεράς στις πολιτικές δυνατότητες των εργαζομένων και ενός ανασυγκροτημένου κινήματος τους.
Είναι εμφανής η εξαφάνιση της ανατροπής και της επανάστασης, ως ποιοτικού στοιχείου της πολιτικής τους πρότασης στο σήμερα.
Κυριαρχεί η αναγόρευση των κομματικών συσχετισμών, μέσω της κοινοβουλευτικής αντιπαράθεσης, ως του βασικού κριτηρίου προχωρήματος της λαϊκής αντίστασης. Όλα τελικά εκεί συνοψίζονται. Ενισχυμένο ΚΚΕ. Δυνατός ΣΥΡΙΖΑ ή/και ''ενότητα της αριστεράς''.
Τα καλέσματα εν τέλει συντείνουν στο απλούστατο: ΨΗΦΙΣΤΕ ΜΑΣ!
Κατά τη γνώμη μας, η απάντηση της αριστεράς, κέντρο της πρέπει να έχει, αυτό που χρειάζονται οι εργαζόμενοι, οι άνεργοι, οι φτωχοί, αυτή την πολιτική στιγμή: ΑΝΑΤΡΕΨΤΕ ΤΟΥΣ!
Το ζητούμενο είναι η αντικαπιταλιστική ανατροπή της επίθεσης.
Οφείλουμε να εξηγήσουμε.
Ξεκινάμε από το ουσιαστικό. Εμείς μιλάμε για ανατροπή. Δεν έχουμε μια συνηθισμένη κυβέρνηση απέναντι μας. Είναι η χούντα ΔΝΤ, ΕΕ, κεφαλαίου, δανειστών και τραπεζών. Δεν πέφτουν, αν δεν τους ρίξουμε. Ανατροπή, με λαϊκή εξέγερση.
Γιατί όμως μιλάμε για αντικαπιταλιστική ανατροπή; Δεν είναι ούτε ιδεολογική εμμονή ούτε επιμονή σε κάποια πλειοδοσία.
Πρώτα απ΄ όλα γιατί απέναντι μας έχουμε ακριβώς τον καπιταλισμό και την κρίση του, ως βασική αιτία του παροξυσμού των κοινωνικών και δημοκρατικών ζητημάτων. Και με τη γενική έννοια και με την ειδικότερη, της κρίσης δηλαδή της καπιταλιστικής περιφερειακής ολοκλήρωσης που ακούει στο όνομα ΕΕ.
Δεύτερον, θέλουμε να επισημάνουμε το χαρακτήρα των μέτρων, το πρόσημο της πολιτικής, που θα απαντά στην κρίση προς όφελος των εργαζομένων και της κοινωνίας. Πρέπει να είναι βήματα σε αντίθετη κατεύθυνση από το σημερινό δρόμο της καταστροφής. Θεωρούμε απαραίτητη την εθνικοποίηση-κοινωνικοποίηση των μεγάλων τομέων της οικονομίας. Δεν υπάρχει φιλολαϊκή διέξοδος από την κρίση χωρίς χτύπημα της μεγάλης ατομικής ιδιοκτησίας και της ατομικής ιδιοποίησης. Προτείνουμε, στην ίδια κατεύθυνση, ακριβώς το αντίθετο, από αυτό που προωθεί η κυβέρνηση: Υπερφορολόγηση και όχι φοροαπαλλαγή του κεφαλαίου, ως στοιχειώδους μέτρου ανακατανομής του κοινωνικού πλούτου. Προτάσσουμε την ανάγκη να σπάσει ο δεσμός αντιλαϊκού συμφέροντος και αίματος ανάμεσα στην ελληνική αστική τάξη και την ΕΕ, με αποχώρηση της χώρας από αυτήν. Διεκδικούμε, μια συνολική ανατροπή της σχέσης μισθών/κερδών προς όφελος των εργαζομένων, κόντρα στη ψευδολογία ότι ‘’οι έλληνες εργαζόμενοι δεν παράγουν τίποτα και κάνουν μόνο απεργίες’’.
Είναι αλήθεια ότι σκοπός και μέσα αλληλοσυνδέονται και αλληλοκαθορίζονται. Αν σκοπός μας πρέπει να είναι ο εξευμενισμός του κεφαλαίου, μαζί με οριακά μέτρα ‘’ανακούφισης των εργαζομένων’’, τότε πρέπει να κοιτάξουμε προς μια προοδευτικότερη βουλή και ένα ‘’αποκαθαρμένο’’ πολιτικό σύστημα.
Αν σκοπός μας είναι να ζήσει η εργατική τάξη και ο λαός, μια ζωή αξιοβίωτη, όπως τους αξίζει, μέσω της ανατροπής και της κυβέρνησης και του σάπιου πολιτικού συστήματος, τότε πρέπει να εργαστούμε για ένα μέτωπο ρήξης και ανατροπής, μέσα από σκληρό κοινωνικό και πολιτικό αγώνα.
Κέντρο αυτό του μετώπου ένα ανασυγκροτημένο εργατικό κίνημα. Ικανό να ηγεμονεύσει και να εμπνεύσει μια ευρύτερη κοινωνική συμμαχία αγώνα ενάντια στο μεγάλο κεφάλαιο, την ΕΕ, το ΔΝΤ. Αγωνία της αριστεράς, θα πρέπει να είναι η ευρύτατη αγωνιστική συμπόρευσηόλων των ζωντανών δυνάμεων πάνω σε αυτό το στόχο, με πρώτη έκφραση μια αδιαπραγμάτευτηκοινή δράση της αριστεράς.
Αποτελεί ειρωνεία και πρόκληση μαζί, την ώρα που όλες οι δυνάμεις της αριστεράς ή και άλλες δυνάμεις (πχ ΕΠΑΜ), μιλάνε για ‘’μέτωπο’’ ή ‘’ενότητα’’, να προτάσσουν κομματικά πολιτικά σχέδια, με το μάτι στις κάλπες, σπρώχνοντας και συκοφαντώντας ο ένας τον άλλο, χωρίς μια ειλικρινή αγωνία για κοινά αγωνιστικά βήματα που θα εμπνεύσουν τον κόσμο.
Δεν αρκεί όμως ο στόχος της ανατροπής. Οι εργαζόμενοι και οι άνεργοι, δεν μπορούν να τρώνε ‘’ανατροπή’’. Όποιος εννοεί το στόχο της ανατροπής και δεν συνθηματολογεί, πρέπει να τον προβάλλει καθαρά και αξεχώριστα με την πρόταση για μια άλλη πορεία έξω από την ΕΕ και τον καπιταλισμό. Η αριστερά όχι μόνο απαντά θετικά στο εύλογο ερώτημα αν αυτή η πορεία είναι εφικτή και ρεαλιστική, αλλά την θεωρεί και μονόδρομο για τα εργατικά και λαϊκά συμφέροντα.
Κόντρα στις σκόπιμες και υστερόβουλες ψευδολογίες, το αξιολογότατο εργατικό και επιστημονικό δυναμικό στην Ελλάδα, έχει την εμπειρία και τη γνώση να αποτελέσει το κέντρο μιας αντικαπιταλιστικής πορείας και ανασυγκρότησης της οικονομίας, με κριτήριο τις κοινωνικές ανάγκες. Οι τομείς της αγροτικής παραγωγής, της βιομηχανίας, του τουρισμού και των υπηρεσιών, μπορούν να ανασχεδιαστούν με κριτήρια τη μέγιστη δυνατή αξιοποίηση των εγχώριων παραγωγικών και ενεργειακών δυνατοτήτων, την κάλυψη των εσωτερικών αναγκών, την προστασία του περιβάλλοντος.
Σημαντικότερο στοιχείο εκσυγχρονισμού τους, αποτελεί ακριβώς η εθνικοποίηση -κοινωνικοποίηση τους, η απελευθέρωση τους από τα καπιταλιστικά δεσμά και τους περιορισμούς της ΕΕ. Η κατεύθυνση αυτή δεν παραπέμπει σε καμία λογική εθνικής ‘’αυτάρκειας’’. Αυτή είναι αδύνατη ακόμη και για μεγαλύτερες και πλουσιότερες χώρες. Μπορεί όμως να συνοδεύεται με την αναζήτηση ισότιμων σχέσεων και ανταλλαγών με τις γειτονικές χώρες της Μεσογείου, της Μέσης Ανατολής και των Βαλκανίων. Έξω φυσικά από τη φυλακή του ΝΑΤΟ και τη θανατηφόρα συμμαχία με το κράτος-τρομοκράτη του Ισραήλ.
Στο κάτω κάτω, είναι ρεαλιστικότερο να έχεις σχετικά επωφελείς σχέσεις με χώρες παρόμοιου επιπέδου ανάπτυξης και με κοινή ιστορική και πολιτισμική διαδρομή αιώνων, από την αυταπάτη ότι θα τύχεις του σεβασμού της …Γερμανίας.
Αυτή η μοναδική επωφελής για το λαό πορεία, έρχεται κόντρα στα συμφέροντα της οικονομικής ολιγαρχίας και του πολιτικού της συστήματος. Ο κόσμος καταλαβαίνει ότι απαιτείται ένας μη-συνηθισμένος αγώνας για να επιβληθεί. Έχει ως προϋπόθεση τελικά να είναι οι εργαζόμενοι στο τιμόνι των κοινωνικών και πολιτικών εξελίξεων. Δεν έχει πραγματικά νόημα να αφαιρέσεις την ιδιοκτησία της ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΧΑΛΥΒΟΥΡΓΙΑΣ από τον Μάνεση και να έχεις στην θέση του ένα δικό ‘’του’’ πρωθυπουργό και πολύ περισσότερο ένα δικό ‘’του’’ κράτος και πολιτικό σύστημα εξουσίας.
Η ουσία της επαναστατικής πολιτικής για τους κομμουνιστές και την αριστερά, χρήσιμης πραγματικά για το λαό, είναι να συμβάλλει στην ωρίμανση, μέσα στον αγώνα, αυτού του συμπεράσματος. Να γίνει συμπέρασμα του αγωνιζόμενου λαού και όχι των πρωτοποριών του. Να γίνει εν γένει κίνημα ανατροπής εδώ και τώρα και όχι απλά μαξιλάρι εκλογικής τοποθέτησης.
Εδώ απαιτείται η τόλμη. Η αριστερά πρέπει να θέσει τη δική της συνολική πολιτική διέξοδο. Την δική της πρόταση εξουσίας για το λαό. Αυτή αναγνωρίζεται εύκολα από τον κόσμο του αγώνα. Τρία είναι τα στοιχεία της, με βάση και τα προηγούμενα.
Πρώτον, πρέπει να υπάρξει ανατροπή κυβέρνησης, τροϊκανής χούντας και σάπιου πολιτικού συστήματος.
Δεύτερο, να ηγεμονεύσει ένα αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα με κριτήριο τις κοινωνικές ανάγκες, στο πλαίσια μιας άλλης πορείας έξω από την ΕΕ και σε σύγκρουση με τον καπιταλισμό.
Τρίτο, ο εργαζόμενος λαός, πρέπει να είναι οργανωμένος, σε νέες κοινωνικές και πολιτικές μορφές που θα επιβάλλουν τη θέληση του και θα οργανώνουν δημοκρατικά την κοινωνία και τις σχέσεις της.
Η ‘’αριστερή κυβέρνηση’’, αποτελεί τη γελοιογραφία της πρότασης εξουσίας της αριστεράς. Υποδηλώνει είτε την αφέλεια, είτε το σκόπιμο αποπροσανατολισμό. Στην αντίληψη αυτή , το κράτος είναι άλογο που το καβαλάς και όχι συμπύκνωση ταξικών συσχετισμών, σχέσεων και πολιτικών. Χωρίς ανατροπή και χωρίς οργανωμένο λαό σε αγώνα άλλης ποιότητας, οι προτάσεις για αριστερή κυβέρνηση, απλά θυμίζουν το ανέκδοτο: ‘’Αν είχαμε αυγά θα κάναμε αυγά με μπέικον. Αλλά δεν έχουμε και μπέικον’’.
Συνεπώς, υπάρχει ή όχι ελπίδα; Σαφέστατα ναι και εξηγούμαστε. Έχουμε λόγους να αισιοδοξούμε.
Υπάρχει μια ισχυρή τάση αντικαπιταλιστικής αριστεράς με κύρια μορφή την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, που συνειδητά υποστηρίζει μια τέτοια κατεύθυνση.
Αναπτύσσονται διεργασίες κρίσης στους χώρους της κοινοβουλευτικής αριστεράς ή/και του δημοκρατικού ‘’πατριωτικού χώρου’’, με δυνατότητες θετικών επανατοποθετήσεων, ειδικά σε ότι αφορά τη Λυδία λίθο που ακούει στο όνομα ‘’στάση απέναντι στην έξοδο από ευρωζώνη και ΕΕ’’.
Ωριμάζουν ανακατατάξεις μέσα σε αγωνιστικές ζώνες των εργαζομένων και του λαού και αυτό είναι ο αποφασιστικότερος και δυναμικότερος παράγοντας.
Το επόμενο διάστημα θα είναι εξαιρετικά κρίσιμο για την έκβαση αυτών των πολιτικών τάσεων.
ΠΗΓΗ: aristero blog
Παναγιώτης Μαυροειδής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου