Ο «Ουρανός» (1962) το αριστούργημα του ποιητή του ελληνικού κινηματογράφου, Τάκη Κανελλόπουλου. Πρόκειται για μια πατριωτική ταινία για το Έπος του ‘40, η οποία όχι μόνο προβάλλεται σπάνια από την ελληνική τηλεόραση, αλλά και μία ταινία το νόημα της οποίας έχει διαστρεβλωθεί από την Αριστερά η οποία την παρουσιάζει ως «αντιμιλιταριστική». Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι να μην έχει αγκαλιαστεί από τους Έλληνες πατριώτες όπως θα της έπρεπε. Ευκαιρία να την δούμε με το αληθινό της νόημα.
Τάκης Κανελλόπουλος: ένας δωρικός σκηνοθέτης
Η ταινία βασίζεται στις αναμνήσεις ανθρώπων που πολέμησαν στο έπος του ‘40 και πολλά γυρίσματα έγιναν στο χωριό Δρυόβουνο του Νομού Κοζάνης. Η μουσική είναι του Αργύρη Κουνάδη, ενώ κιθάρα παίζει ο Δημήτρης Φάμπας, ο οποίος την ίδια περίοδο συνόδευε την Ντόρα Γιαννακοπούλου στο «Γελαστό Παιδί» και τα τραγούδια του «Ομήρου».
Λίγο πριν την 28η Οκτωβρίου σε ένα χωριό της Μακεδονίας, η Ανθούλα (Αιμιλία Πίττα) αγαπά τον στρατιώτη Γιάγκο (Φαίδων Γιωργίτσης), ενώ ένας συνάδελφος του, ο Στράτος (Τάκης Εμμανουήλ) αγαπά την Σοφία (Νίκη Τριανταφυλλίδη). Ο πόλεμος τους χωρίζει και οι βασικοί ήρωες (μαζί με τον λοχία και τον δάσκαλο του χωριού) δεν θα επιζήσουν. Το μέτωπο καταρρέει. Οι Έλληνες γυρίζουν ράκη στα σπίτια τους, ενώ οι Γερμανοί μπαίνουν στην χώρα τραγουδώντας.
Ξεχάστε το επικό και μερικές φορές, πομπώδες στυλ των συνηθισμένων πατριωτικών ταινιών. Ο Κανελλόπουλος ήταν ένας δωρικός σκηνοθέτης που οι λιτές ασπρόμαυρες ταινίες ανέδιδαν μία φοβερή πνευματικότητα. Σε αυτήν την ταινία, ο Θεσσαλονικιός σκηνοθέτης εξυμνεί «την αποφασιστικότητα, την λεβεντιά και την θυσία των Ελλήνων». Όμως δεν απέφυγε να δείξει την τραγικότητα του πολέμου. Όπως σημείωνε και ο ίδιος: «Προσπαθήσαμε να δείξουμε όχι τον πόλεμο, αλλά τον άνθρωπο μέσα στο πόλεμο».
Ο «Ουρανός» και η διαστρέβλωση της Αριστεράς
Αυτό βέβαια έκανε την κυρίαρχη αριστερή κριτική να το θεωρεί ένα αντιπολεμικό αριστούργημα, που έδειχνε το πόσο κακός ήταν ο πόλεμος και πως καταστρέφει τον έρωτα και την ειρηνική ζωή. Για μια ακόμα φορά, η Αριστερά υφάρπαξε ένα καλλιτεχνικό αριστούργημα, διαστρέφοντας το νόημα του. Κατ’ αρχήν η ταινία είναι αφιερωμένη «στους γνωστούς και άγνωστους Έλληνες, που έβαψαν με το αίμα τους το έπος του 1940-1941». Στην αρχή δε του δεύτερου μέρους περιγράφει τους πέντε ήρωες (μαζί με τον ταχυδρόμο, που είναι ο αφηγητής) ως «μία σταγόνα στο ωκεανό δόξας». Άρα η δόξα είναι δεδομένη για τους ήρωες του ‘40.
Επίσης ο Κανελλόπουλος δείχνει επίκαιρα της εποχής, τα οποία η πρόσφατη κριτική τα θέλει ως διαστρέβλωση του αντιπολεμικού πνεύματος του έργου από τον παραγωγό. Όμως ο ίδιος ο Κανελλόπουλος, ουδέποτε ανέφερε κάτι τέτοιο. Τα δε επίκαιρα ταιριάζουν στα λεγόμενα των αφηγητών. Δίπλα δε στον ηρωισμό υπάρχει και η τραγικότητα του πολέμου. Έτσι όταν οι σειρήνες σημαίνουν πόλεμο, μία μητέρα φοβάται για τον γιο της που είναι στα σύνορα, αλλά όταν βλέπει τους φαντάρους να ξεκινούν για τον πόλεμο σαν να πηγαίνουν για διασκέδαση ο φόβος εξαφανίζεται. Επίσης υπάρχει η αφήγηση στρατιώτη: «Περπατάμε ώρες ατελείωτες πάνω στα χιόνια και τις λάσπες. Τα μάτια βαραίνουν από την αϋπνία. Η άγρια πείνα θολώνει το μυαλό μέσα στο φοβερό αγιάζι του αλβανικού χειμώνα». Αυτή έπεται της φράσης «σπιθαμή με σπιθαμή, κορφή με κορφή, ξανακάναμε Ελληνική την Βόρεια Ήπειρο» από την διήγηση ενός άλλου στρατιώτη.
Ηρωισμός και τραγωδία
Το συναμφότερο υπάρχει και στην συμπεριφορά των στρατιωτών. Η συντροφικότητα ανάμεσα στους στρατιώτες συνυπάρχει με το κλέψιμο των αρβύλων του νεκρού λοχία για να αντιμετωπιστεί το κρύο. Η αυστηρότητα ενός ταγματάρχη προς ένα στρατιώτη συνάδει με το κλάμα του σαν μικρό παιδί, όταν αυτός ο στρατιώτης σκοτωθεί.
Όσον αφορά την κινηματογράφηση του ίδιου του έργου έχουμε μία απέραντη γαλήνη του τοπίου στο πρώτο μέρος και υποβλητικά τοπία στο δεύτερο. Η ασπρόμαυρη φωτογραφία δίνει ευκαιρία στον Κανελλόπουλο να παίξει με τα παιχνίδια φωτός και σκιάς, τονίζοντας έτσι ψυχολογικές αντιθέσεις ανάμεσα στους ήρωες και το φυσικό περιβάλλον και δίνοντας καλύτερα τον στοχασμό του για την πορεία της Ιστορίας. Όσο για τις ερμηνείες είναι φυσικές και απλές.
Γιατί όμως είναι πατριωτική ταινία; Στο τελευταίο μέρος οι στρατιώτες θλίβονται γιατί ενώ κέρδιζαν τον πόλεμο, ξαφνικά είναι οι χαμένοι. Ο Στράτος δεν αντέχει την οπισθοχώρηση και αυτοκτονεί. Υπάρχει πιο πατριωτική στάση από αυτήν; Αν η ταινία ήταν αντιπολεμική, δεν θα αυτοκτονούσε, αλλά σκεπτόμενος την Σοφία θα παρέμενε στην ζωή. Το ίδιο ισχύει και για την αντιπαράθεση της αρχής («Πόσο τον αγαπώ Θεέ μου!») και του τέλους («Καημένη Πατρίδα»), όπου ο Κανελλόπουλος δείχνει τι «καίει» τις γυναίκες και τι τους άνδρες. Σε αυτήν την αντιπαράθεση οι στρατιώτες δεν νοιάζονται για τα προσωπικά τους, όπως οι γυναίκες, αλλά για το γενικό δράμα που είναι η κατοχή της Πατρίδας. Καιρός να ανακαλύψουν οι Έλληνες πατριώτες μία πατριωτική ταινία μεγάλου βεληνεκούς και οι αριστεροί να σταματήσουν για μια ακόμα φορά την διαστρέβλωση.
Τάκης Κανελλόπουλος: ένας δωρικός σκηνοθέτης
Η ταινία βασίζεται στις αναμνήσεις ανθρώπων που πολέμησαν στο έπος του ‘40 και πολλά γυρίσματα έγιναν στο χωριό Δρυόβουνο του Νομού Κοζάνης. Η μουσική είναι του Αργύρη Κουνάδη, ενώ κιθάρα παίζει ο Δημήτρης Φάμπας, ο οποίος την ίδια περίοδο συνόδευε την Ντόρα Γιαννακοπούλου στο «Γελαστό Παιδί» και τα τραγούδια του «Ομήρου».
Λίγο πριν την 28η Οκτωβρίου σε ένα χωριό της Μακεδονίας, η Ανθούλα (Αιμιλία Πίττα) αγαπά τον στρατιώτη Γιάγκο (Φαίδων Γιωργίτσης), ενώ ένας συνάδελφος του, ο Στράτος (Τάκης Εμμανουήλ) αγαπά την Σοφία (Νίκη Τριανταφυλλίδη). Ο πόλεμος τους χωρίζει και οι βασικοί ήρωες (μαζί με τον λοχία και τον δάσκαλο του χωριού) δεν θα επιζήσουν. Το μέτωπο καταρρέει. Οι Έλληνες γυρίζουν ράκη στα σπίτια τους, ενώ οι Γερμανοί μπαίνουν στην χώρα τραγουδώντας.
Ξεχάστε το επικό και μερικές φορές, πομπώδες στυλ των συνηθισμένων πατριωτικών ταινιών. Ο Κανελλόπουλος ήταν ένας δωρικός σκηνοθέτης που οι λιτές ασπρόμαυρες ταινίες ανέδιδαν μία φοβερή πνευματικότητα. Σε αυτήν την ταινία, ο Θεσσαλονικιός σκηνοθέτης εξυμνεί «την αποφασιστικότητα, την λεβεντιά και την θυσία των Ελλήνων». Όμως δεν απέφυγε να δείξει την τραγικότητα του πολέμου. Όπως σημείωνε και ο ίδιος: «Προσπαθήσαμε να δείξουμε όχι τον πόλεμο, αλλά τον άνθρωπο μέσα στο πόλεμο».
Ο «Ουρανός» και η διαστρέβλωση της Αριστεράς
Αυτό βέβαια έκανε την κυρίαρχη αριστερή κριτική να το θεωρεί ένα αντιπολεμικό αριστούργημα, που έδειχνε το πόσο κακός ήταν ο πόλεμος και πως καταστρέφει τον έρωτα και την ειρηνική ζωή. Για μια ακόμα φορά, η Αριστερά υφάρπαξε ένα καλλιτεχνικό αριστούργημα, διαστρέφοντας το νόημα του. Κατ’ αρχήν η ταινία είναι αφιερωμένη «στους γνωστούς και άγνωστους Έλληνες, που έβαψαν με το αίμα τους το έπος του 1940-1941». Στην αρχή δε του δεύτερου μέρους περιγράφει τους πέντε ήρωες (μαζί με τον ταχυδρόμο, που είναι ο αφηγητής) ως «μία σταγόνα στο ωκεανό δόξας». Άρα η δόξα είναι δεδομένη για τους ήρωες του ‘40.
Επίσης ο Κανελλόπουλος δείχνει επίκαιρα της εποχής, τα οποία η πρόσφατη κριτική τα θέλει ως διαστρέβλωση του αντιπολεμικού πνεύματος του έργου από τον παραγωγό. Όμως ο ίδιος ο Κανελλόπουλος, ουδέποτε ανέφερε κάτι τέτοιο. Τα δε επίκαιρα ταιριάζουν στα λεγόμενα των αφηγητών. Δίπλα δε στον ηρωισμό υπάρχει και η τραγικότητα του πολέμου. Έτσι όταν οι σειρήνες σημαίνουν πόλεμο, μία μητέρα φοβάται για τον γιο της που είναι στα σύνορα, αλλά όταν βλέπει τους φαντάρους να ξεκινούν για τον πόλεμο σαν να πηγαίνουν για διασκέδαση ο φόβος εξαφανίζεται. Επίσης υπάρχει η αφήγηση στρατιώτη: «Περπατάμε ώρες ατελείωτες πάνω στα χιόνια και τις λάσπες. Τα μάτια βαραίνουν από την αϋπνία. Η άγρια πείνα θολώνει το μυαλό μέσα στο φοβερό αγιάζι του αλβανικού χειμώνα». Αυτή έπεται της φράσης «σπιθαμή με σπιθαμή, κορφή με κορφή, ξανακάναμε Ελληνική την Βόρεια Ήπειρο» από την διήγηση ενός άλλου στρατιώτη.
Ηρωισμός και τραγωδία
Το συναμφότερο υπάρχει και στην συμπεριφορά των στρατιωτών. Η συντροφικότητα ανάμεσα στους στρατιώτες συνυπάρχει με το κλέψιμο των αρβύλων του νεκρού λοχία για να αντιμετωπιστεί το κρύο. Η αυστηρότητα ενός ταγματάρχη προς ένα στρατιώτη συνάδει με το κλάμα του σαν μικρό παιδί, όταν αυτός ο στρατιώτης σκοτωθεί.
Όσον αφορά την κινηματογράφηση του ίδιου του έργου έχουμε μία απέραντη γαλήνη του τοπίου στο πρώτο μέρος και υποβλητικά τοπία στο δεύτερο. Η ασπρόμαυρη φωτογραφία δίνει ευκαιρία στον Κανελλόπουλο να παίξει με τα παιχνίδια φωτός και σκιάς, τονίζοντας έτσι ψυχολογικές αντιθέσεις ανάμεσα στους ήρωες και το φυσικό περιβάλλον και δίνοντας καλύτερα τον στοχασμό του για την πορεία της Ιστορίας. Όσο για τις ερμηνείες είναι φυσικές και απλές.
Γιατί όμως είναι πατριωτική ταινία; Στο τελευταίο μέρος οι στρατιώτες θλίβονται γιατί ενώ κέρδιζαν τον πόλεμο, ξαφνικά είναι οι χαμένοι. Ο Στράτος δεν αντέχει την οπισθοχώρηση και αυτοκτονεί. Υπάρχει πιο πατριωτική στάση από αυτήν; Αν η ταινία ήταν αντιπολεμική, δεν θα αυτοκτονούσε, αλλά σκεπτόμενος την Σοφία θα παρέμενε στην ζωή. Το ίδιο ισχύει και για την αντιπαράθεση της αρχής («Πόσο τον αγαπώ Θεέ μου!») και του τέλους («Καημένη Πατρίδα»), όπου ο Κανελλόπουλος δείχνει τι «καίει» τις γυναίκες και τι τους άνδρες. Σε αυτήν την αντιπαράθεση οι στρατιώτες δεν νοιάζονται για τα προσωπικά τους, όπως οι γυναίκες, αλλά για το γενικό δράμα που είναι η κατοχή της Πατρίδας. Καιρός να ανακαλύψουν οι Έλληνες πατριώτες μία πατριωτική ταινία μεγάλου βεληνεκούς και οι αριστεροί να σταματήσουν για μια ακόμα φορά την διαστρέβλωση.
Άρθρο του Γιώργου Πισσαλίδη
Συντελεστές: Σενάριο Γιώργος Κιτσόπουλος και Τάκης Κανελλόπουλος βασισμένο σε αφηγήσεις ανθρώπων που έζησαν τον πόλεμο Μουσική Αργύρης Κουνάδης Κιθάρα Δημήτρης Φάμπας Σκηνοθεσία Τάκης Κανελλόπουλος
Πρωταγωνιστές Αιμιλία Πίττα, Τάκης Εμμανουήλ, Νίκος Τσαχιρίδης, Φαίδων Γεωργίτσης, Ελένη Ζαφειρίου, Νίκη Τριανταφυλλίδη, Λάζος Τερζάς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου