Κατερίνα Σεργίδου
Η καταλανική σημαία κυριαρχεί σε όλο τον ξένο Τύπο τις τελευταίες μέρες, με κεντρικό τίτλο ειδήσεων: «Οι Καταλανοί ψήφισαν για την ανεξαρτησία τους».
Πράγματι, στις 27 Σεπτέμβρη πραγματοποιήθηκαν οι καθιερωμένες εκλογές για την αυτόνομη κυβέρνηση της Καταλονίας. Εκλογές που περισσότερο από ποτέ άλλοτε πήραν χαρακτήρα δημοψηφίσματος (Ναι ή Όχι στην απόσχιση και ανεξαρτητοποίηση του καταλανικού κράτους) και που έδωσαν το 47,33% των ψήφων στα δύο κόμματα του Ναι στην ανεξαρτητοποίηση. Συγκεκριμένα, ο φιλελεύθερος, κεντροδεξιός σχηματισμός Junts pel Sí (Μαζί στο ναι) έλαβε 39,6% και παίρνει 62 έδρες στο καταλανικό κοινοβούλιο, και το αριστερό CUP/ Candidatura d’Unitat Popular (Λαϊκή Ενότητα) με 8,2% κατακτά 10 έδρες. Στη δεύτερη θέση οι Ciudadanos (Cs) υποστηρίζοντας το Όχι με 17,93% και 25 έδρες, στην τρίτη θέση οι σοσιαλιστές (PSC) με 12,74% και 16 έδρες, στην τέταρτη θέση το Podemos και η Ενωμένη Αριστερά με το σχηματισμό Cat Sí que es Pot με 8,94% και 11 έδρες. Έντεκα έδρες και για το δεξιό λαϊκό κόμμα του Ραχόι με 8,5%, συμπληρώνοντας έτσι όλοι μαζί τις 135 έδρες του καταλανικού κοινοβουλίου.
Κάποιες παρατηρήσεις σχετικά με τα εκλογικά αποτελέσματα:
Η πρώτη είναι ότι οι Καταλανοί πηγαίνοντας στις κάλπες είχαν να αντιμετωπίσουν την απειλή ότι αν ψήφιζαν τα κόμματα του Ναι αυτό θα σήμαινε ότι ψηφίζουν την έξοδο της Καταλονίας από το ευρώ και την ΕΕ. Οι Καταλανοί δεν φοβήθηκαν, έχοντας φυσικά πίσω τους ένα μεγάλο κίνημα, και απ’ ό,τι φαίνεται όλη αυτή η διάθεση καταρχήν εκφράστηκε από τον σχηματισμό του Junts pel Sí. Την ηγεμονία στο Junts pel Sí έχει το φιλελεύθερο κόμμα Convergencia Democrática de Cataluña (CDC) με ηγέτη τον τωρινό πρόεδρο της Καταλονίας Άρτουρ Μας. Ωστόσο, στο σχηματισμό συμμετέχει και η Esquerra Republicana de Catalunya (ERC), ένα κεντροαριστερό κόμμα με ρίζες από την εποχή του εμφυλίου. Το Junts pel Sí είχε ως μοναδικό θέμα στην πολιτική του ατζέντα την ανεξαρτητοποίηση, και πράγματι κατάφερε να εκφράσει ένα μεγάλο κομμάτι της καταλανικής κοινωνίας, συμπεριλαμβανομένου και ενός προοδευτικού μέρους της που θεωρεί ότι η ανεξαρτητοποίηση είναι αναφαίρετο δημοκρατικό δικαίωμα. Το Junts pel Sí κατάφερε να εκφράσει ως έναν βαθμό το κίνημα ανεξαρτησίας το οποίο κατέγραψε τέσσερις μεγαλειώδεις κινητοποιήσεις ξεκινώντας από το Σεπτέμβριο του 2012 και μετά. Θα πρέπει να λάβουμε επίσης υπόψη ότι ταυτόχρονα με τη λαϊκή διάθεση για καταλανική κυριαρχία υπάρχει και μια ισχυρή μερίδα του καταλανικού καπιταλισμού που θεωρεί ότι η ανεξαρτητοποίηση θα προστατεύσει την ισχυρή καταλανική οικονομία από την κρίση που εξαπλώνεται στην υπόλοιπη Ισπανία.
Η δεύτερη παρατήρηση αφορά το Podemos, το οποίο καταγράφηκε στο στρατόπεδο του Όχι. Η πραγματικότητα είναι ότι το Podemos προσπάθησε ανεπιτυχώς να καλύψει έναν ενδιάμεσο χώρο μεταξύ του Όχι και του Ναι. Το Podemos, χωρίς να υποστηρίζει την ανεξαρτησία της Καταλονίας, υποστήριζε το δικαίωμα των Καταλανών να αποφασίσουν για το είδος της σχέσης που θέλουν με το ισπανικό κράτος. Συγκεκριμένα, ο Πάμπλο Ιγκλέσιας έχει δηλώσει επανειλημμένα ότι αν ήταν πρωθυπουργός θα πραγματοποιούσε δημοψήφισμα για το συγκεκριμένο ζήτημα, κάτι το οποίο αποτελεί πάγιο αίτημα των Καταλανών. Το Podemos και ακόμα πιο θερμά η Αντικαπιταλιστική Αριστερά υποστηρίζουν ότι αυτό που χρειάζεται είναι το άνοιγμα μιας συνταγματικής διαδικασίας η οποία θα περιλαμβάνει ανάμεσα σε άλλα δημοκρατικά ζητήματα και τη μορφή που θα έχουν οι αυτονομίες της Ισπανίας. Μια συνταγματική διαδικασία που θα ικανοποιήσει το αίτημα του κινήματος των πλατειών για δημοκρατία και που ταυτόχρονα θα αποκτήσει έναν κοινωνικό χαρακτήρα συνολικού μετασχηματισμού.
Το Podemos και η Ενωμένη Αριστερά που συναποτελούσαν το σχηματισμό Cat Sí que es Pot (CSQP) είναι οι μεγάλοι χαμένοι. Είχαν να αναμετρηθούν με το εξαιρετικό αποτέλεσμα του σχηματισμού Barcelona en Comú, που εξέλεξε την Άντα Κολάου δήμαρχο της Βαρκελώνης, σε ένα περιβάλλον όπου το πολιτικό διακύβευμα ήταν τελείως διαφορετικό. Έτσι το CSQP στριμώχτηκε μεταξύ του Junts pel Sí και του CUP (Λαϊκή Ενότητα), χάνοντας ψήφους από παντού. Δεν μπόρεσε να παρουσιαστεί, αντιθέτως με το Barcelona en Comú, ως μια δύναμη από τα κάτω, δεν περιέλαβε όλα τα κινήματα και τον πλούτο των δημοτικών εκλογών. Ήταν μια εκλογική συμφωνία από τα πάνω. Επίσης, ενώ το πρόγραμμά του περιελάμβανε τη σωστή πρόταση για μια συνταγματική αλλαγή, αυτό δεν μπόρεσε να το κάνει συγκεκριμένο πείθοντας το ριζοσπαστικό ακροατήριο της Αριστεράς. Επέμεινε στην υπόσχεση για διεξαγωγή δημοψηφίσματος, κάτι που ήταν πίσω από τις ανάγκες της συγκεκριμένης πολιτικής στιγμής. Ο Μας είχε ήδη διεξαγάγει ένα συμβολικό δημοψήφισμα το Νοέμβρη του 2014, στο οποίο υπερίσχυσε το Ναι και για το οποίο απειλείται με κυρώσεις από την ισπανική κυβέρνηση. Το Podemos απέφυγε το ερώτημα, και δεν πρότεινε κάτι που θα μπορούσε να συνεπάρει τις μάζες και να το κατατάξει τελικά στο στρατόπεδο του Ναι.
Προβλήματα όμως θα αντιμετωπίσει και το κόμμα της Λαϊκής Ενότητας, παρ’ όλο που θεωρείται από τους νικητές των εκλογών. Η Λαϊκή Ενότητα εκφράζει περισσότερο απ’ όλους τη ριζοσπαστικοποίηση της ισπανικής κοινωνίας τα τελευταία χρόνια και πιο συγκεκριμένα μετά την εμφάνιση του 15Μ και μετά. Ωστόσο, το πρόγραμμά της ήταν αρκετά γενικόλογο και έμεινε κυρίως στο ζήτημα της ανεξαρτητοποίησης, ενώ επίσης δεν μπόρεσε να έχει μια πολιτική συμμαχιών που θα συμπαρέσυρε ενδεχομένως και το Podemos ή έστω μέρος αυτού. Επιπλέον, πολύ σύντομα θα πρέπει να απαντήσει στο ζήτημα του σχηματισμού κυβέρνησης, κάτι αρκετά δύσκολο αν ο υποψήφιος για την προεδρία συνεχίσει να είναι ο Άρτουρ Μας.
Η τρίτη παρατήρηση αφορά τη συντριβή του Λαϊκού Κόμματος από τη μια και την άνοδο των Ciudadanos (βλέπε το Ποτάμι στην Ελλάδα). Οι Ciudadanos έχουν μετατραπεί στην αξιόπιστη εναλλακτική του συστήματος τόσο στην Καταλονία όσο και σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο. Οι ακραίες νεοφιλελεύθερες θέσεις τους καλυμμένες με τον μανδύα του καινούργιου και του εναλλακτικού χρειάζονται αποκάλυψη, γιατί προς το παρόν πείθουν ένα μέρος της κοινωνίας.
Είναι προφανές ότι σε αυτό το δύσκολο και περίπλοκο σκηνικό χρειάζεται να ενισχυθεί το μέτωπο του Ναι στην ανεξαρτητοποίηση. Οτιδήποτε μπορεί να αποσταθεροποιήσει το ισπανικό σύστημα είναι καλό νέο. Επιπλέον δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ένα από τα δομικά χαρακτηριστικά του φρανκισμού ήταν η καταπίεση των διαφορετικών εθνοτήτων μέσα στην Ισπανία, καθώς και η απαγόρευση των διαφορετικών γλωσσών. Κατά τη διάρκεια της ομαλής μετάβασης από τη δικτατορία στη δημοκρατία, στην οποία η Αριστερά συναίνεσε, αποδέχτηκε δυστυχώς και την ιδέα της «μεγάλης Ισπανίας». Το σύνταγμα του ’78, παρόλο που αναγνωρίζει την αυτονομία των διαφορετικών κοινοτήτων, δεν δίνει το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού στις εθνότητες-κοινότητες. Με αυτή την έννοια η διαδικασία αυτονόμησης έμεινε στη μέση. Ωστόσο, η ανεξαρτητοποίηση από μόνη της δεν λύνει κανένα κοινωνικό ζήτημα, καμία ταξική διεκδίκηση. Το ζήτημα πάντα είναι ποιος την επιλέγει και με τι όρους θα πραγματοποιηθεί. Μια ανεξαρτητοποίηση του καταλανικού κεφαλαίου που θα επιβάλει νέους όρους εκμετάλλευσης στους εργαζόμενους δεν θα σημάνει καμία αλλαγή. Για να πραγματοποιηθούν οι ελπίδες των Καταλανών, για να ικανοποιηθεί το πραγματικό αίτημα για αυτοπροσδιορισμό και δημοκρατία, χρειάζεται μια δύναμη που δεν θα ξεχνάει πως η πρώτη αντίθεση στην κοινωνία είναι η ταξική. Που θα προωθήσει μια διαδικασία συνολικού αυτοπροσδιορισμού των ανθρώπων που θα μπορούν να αποφασίζουν οι ίδιοι για τις ζωές τους σε κοινωνικό, πολιτικό, εργασιακό και κοινοτικό επίπεδο. Οι νεοφιλελεύθερες δυνάμεις του Junts pel Sí δεν έχουν κάτι τέτοιο στο μυαλό τους όταν μιλούν για ανεξαρτησία.
Επιπλέον, η ανεξαρτησία δεν είναι αυτοσκοπός. Αν η Ισπανία είχε μια κυβέρνηση δημοκρατική, αριστερή, που θα εξέφραζε τους από κάτω και το μεγαλειώδες κίνημα των από κάτω, που θα εξασφάλιζε την αξιοπρέπεια, το ψωμί και τη στέγη όλων των ανθρώπων, ενδεχομένως μια ομοσπονδιακή μορφή διακυβέρνησης να αρκούσε.
Σε κάθε περίπτωση, τις περισσότερες φορές η Αριστερά δεν επιλέγει τους όρους με τους οποίους οι άνθρωποι διαλέγουν να συγκρουστούν με το σύστημα και την εκάστοτε εξουσία. Αυτήν τη στιγμή, ακόμα και η συνέχιση μιας ομόσπονδης Ισπανίας περνά μέσα από την ανεξαρτητοποίηση των αυτονομιών, εάν και εφόσον αυτές το επιλέξουν. Το εθνικό και το ταξικό ζήτημα είναι δεμένα στην Ισπανία και δεν μπορεί κανείς να απαντήσει στο ένα αν δεν απαντήσει στο άλλο. Το αίτημα για ανεξαρτητοποίηση και αυτοπροσδιορισμό είναι ένα δημοκρατικό αίτημα και πρέπει να στηριχτεί χωρίς δεύτερη σκέψη. Συνοδευόμενο από ένα πρόγραμμα λαϊκών αναγκών το οποίο θα αναδεικνύει το περιεχόμενο ενός συνολικού αυτοπροσδιορισμού, ανεξαρτητοποίησης από κάθε κεφάλαιο και ελευθερίας για όλους τους ανθρώπους ανεξαρτήτως τάξης, φυλής, έθνους και φύλου.
Η καταλανική σημαία κυριαρχεί σε όλο τον ξένο Τύπο τις τελευταίες μέρες, με κεντρικό τίτλο ειδήσεων: «Οι Καταλανοί ψήφισαν για την ανεξαρτησία τους».
Πράγματι, στις 27 Σεπτέμβρη πραγματοποιήθηκαν οι καθιερωμένες εκλογές για την αυτόνομη κυβέρνηση της Καταλονίας. Εκλογές που περισσότερο από ποτέ άλλοτε πήραν χαρακτήρα δημοψηφίσματος (Ναι ή Όχι στην απόσχιση και ανεξαρτητοποίηση του καταλανικού κράτους) και που έδωσαν το 47,33% των ψήφων στα δύο κόμματα του Ναι στην ανεξαρτητοποίηση. Συγκεκριμένα, ο φιλελεύθερος, κεντροδεξιός σχηματισμός Junts pel Sí (Μαζί στο ναι) έλαβε 39,6% και παίρνει 62 έδρες στο καταλανικό κοινοβούλιο, και το αριστερό CUP/ Candidatura d’Unitat Popular (Λαϊκή Ενότητα) με 8,2% κατακτά 10 έδρες. Στη δεύτερη θέση οι Ciudadanos (Cs) υποστηρίζοντας το Όχι με 17,93% και 25 έδρες, στην τρίτη θέση οι σοσιαλιστές (PSC) με 12,74% και 16 έδρες, στην τέταρτη θέση το Podemos και η Ενωμένη Αριστερά με το σχηματισμό Cat Sí que es Pot με 8,94% και 11 έδρες. Έντεκα έδρες και για το δεξιό λαϊκό κόμμα του Ραχόι με 8,5%, συμπληρώνοντας έτσι όλοι μαζί τις 135 έδρες του καταλανικού κοινοβουλίου.
Κάποιες παρατηρήσεις σχετικά με τα εκλογικά αποτελέσματα:
Η πρώτη είναι ότι οι Καταλανοί πηγαίνοντας στις κάλπες είχαν να αντιμετωπίσουν την απειλή ότι αν ψήφιζαν τα κόμματα του Ναι αυτό θα σήμαινε ότι ψηφίζουν την έξοδο της Καταλονίας από το ευρώ και την ΕΕ. Οι Καταλανοί δεν φοβήθηκαν, έχοντας φυσικά πίσω τους ένα μεγάλο κίνημα, και απ’ ό,τι φαίνεται όλη αυτή η διάθεση καταρχήν εκφράστηκε από τον σχηματισμό του Junts pel Sí. Την ηγεμονία στο Junts pel Sí έχει το φιλελεύθερο κόμμα Convergencia Democrática de Cataluña (CDC) με ηγέτη τον τωρινό πρόεδρο της Καταλονίας Άρτουρ Μας. Ωστόσο, στο σχηματισμό συμμετέχει και η Esquerra Republicana de Catalunya (ERC), ένα κεντροαριστερό κόμμα με ρίζες από την εποχή του εμφυλίου. Το Junts pel Sí είχε ως μοναδικό θέμα στην πολιτική του ατζέντα την ανεξαρτητοποίηση, και πράγματι κατάφερε να εκφράσει ένα μεγάλο κομμάτι της καταλανικής κοινωνίας, συμπεριλαμβανομένου και ενός προοδευτικού μέρους της που θεωρεί ότι η ανεξαρτητοποίηση είναι αναφαίρετο δημοκρατικό δικαίωμα. Το Junts pel Sí κατάφερε να εκφράσει ως έναν βαθμό το κίνημα ανεξαρτησίας το οποίο κατέγραψε τέσσερις μεγαλειώδεις κινητοποιήσεις ξεκινώντας από το Σεπτέμβριο του 2012 και μετά. Θα πρέπει να λάβουμε επίσης υπόψη ότι ταυτόχρονα με τη λαϊκή διάθεση για καταλανική κυριαρχία υπάρχει και μια ισχυρή μερίδα του καταλανικού καπιταλισμού που θεωρεί ότι η ανεξαρτητοποίηση θα προστατεύσει την ισχυρή καταλανική οικονομία από την κρίση που εξαπλώνεται στην υπόλοιπη Ισπανία.
Η δεύτερη παρατήρηση αφορά το Podemos, το οποίο καταγράφηκε στο στρατόπεδο του Όχι. Η πραγματικότητα είναι ότι το Podemos προσπάθησε ανεπιτυχώς να καλύψει έναν ενδιάμεσο χώρο μεταξύ του Όχι και του Ναι. Το Podemos, χωρίς να υποστηρίζει την ανεξαρτησία της Καταλονίας, υποστήριζε το δικαίωμα των Καταλανών να αποφασίσουν για το είδος της σχέσης που θέλουν με το ισπανικό κράτος. Συγκεκριμένα, ο Πάμπλο Ιγκλέσιας έχει δηλώσει επανειλημμένα ότι αν ήταν πρωθυπουργός θα πραγματοποιούσε δημοψήφισμα για το συγκεκριμένο ζήτημα, κάτι το οποίο αποτελεί πάγιο αίτημα των Καταλανών. Το Podemos και ακόμα πιο θερμά η Αντικαπιταλιστική Αριστερά υποστηρίζουν ότι αυτό που χρειάζεται είναι το άνοιγμα μιας συνταγματικής διαδικασίας η οποία θα περιλαμβάνει ανάμεσα σε άλλα δημοκρατικά ζητήματα και τη μορφή που θα έχουν οι αυτονομίες της Ισπανίας. Μια συνταγματική διαδικασία που θα ικανοποιήσει το αίτημα του κινήματος των πλατειών για δημοκρατία και που ταυτόχρονα θα αποκτήσει έναν κοινωνικό χαρακτήρα συνολικού μετασχηματισμού.
Το Podemos και η Ενωμένη Αριστερά που συναποτελούσαν το σχηματισμό Cat Sí que es Pot (CSQP) είναι οι μεγάλοι χαμένοι. Είχαν να αναμετρηθούν με το εξαιρετικό αποτέλεσμα του σχηματισμού Barcelona en Comú, που εξέλεξε την Άντα Κολάου δήμαρχο της Βαρκελώνης, σε ένα περιβάλλον όπου το πολιτικό διακύβευμα ήταν τελείως διαφορετικό. Έτσι το CSQP στριμώχτηκε μεταξύ του Junts pel Sí και του CUP (Λαϊκή Ενότητα), χάνοντας ψήφους από παντού. Δεν μπόρεσε να παρουσιαστεί, αντιθέτως με το Barcelona en Comú, ως μια δύναμη από τα κάτω, δεν περιέλαβε όλα τα κινήματα και τον πλούτο των δημοτικών εκλογών. Ήταν μια εκλογική συμφωνία από τα πάνω. Επίσης, ενώ το πρόγραμμά του περιελάμβανε τη σωστή πρόταση για μια συνταγματική αλλαγή, αυτό δεν μπόρεσε να το κάνει συγκεκριμένο πείθοντας το ριζοσπαστικό ακροατήριο της Αριστεράς. Επέμεινε στην υπόσχεση για διεξαγωγή δημοψηφίσματος, κάτι που ήταν πίσω από τις ανάγκες της συγκεκριμένης πολιτικής στιγμής. Ο Μας είχε ήδη διεξαγάγει ένα συμβολικό δημοψήφισμα το Νοέμβρη του 2014, στο οποίο υπερίσχυσε το Ναι και για το οποίο απειλείται με κυρώσεις από την ισπανική κυβέρνηση. Το Podemos απέφυγε το ερώτημα, και δεν πρότεινε κάτι που θα μπορούσε να συνεπάρει τις μάζες και να το κατατάξει τελικά στο στρατόπεδο του Ναι.
Προβλήματα όμως θα αντιμετωπίσει και το κόμμα της Λαϊκής Ενότητας, παρ’ όλο που θεωρείται από τους νικητές των εκλογών. Η Λαϊκή Ενότητα εκφράζει περισσότερο απ’ όλους τη ριζοσπαστικοποίηση της ισπανικής κοινωνίας τα τελευταία χρόνια και πιο συγκεκριμένα μετά την εμφάνιση του 15Μ και μετά. Ωστόσο, το πρόγραμμά της ήταν αρκετά γενικόλογο και έμεινε κυρίως στο ζήτημα της ανεξαρτητοποίησης, ενώ επίσης δεν μπόρεσε να έχει μια πολιτική συμμαχιών που θα συμπαρέσυρε ενδεχομένως και το Podemos ή έστω μέρος αυτού. Επιπλέον, πολύ σύντομα θα πρέπει να απαντήσει στο ζήτημα του σχηματισμού κυβέρνησης, κάτι αρκετά δύσκολο αν ο υποψήφιος για την προεδρία συνεχίσει να είναι ο Άρτουρ Μας.
Η τρίτη παρατήρηση αφορά τη συντριβή του Λαϊκού Κόμματος από τη μια και την άνοδο των Ciudadanos (βλέπε το Ποτάμι στην Ελλάδα). Οι Ciudadanos έχουν μετατραπεί στην αξιόπιστη εναλλακτική του συστήματος τόσο στην Καταλονία όσο και σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο. Οι ακραίες νεοφιλελεύθερες θέσεις τους καλυμμένες με τον μανδύα του καινούργιου και του εναλλακτικού χρειάζονται αποκάλυψη, γιατί προς το παρόν πείθουν ένα μέρος της κοινωνίας.
Είναι προφανές ότι σε αυτό το δύσκολο και περίπλοκο σκηνικό χρειάζεται να ενισχυθεί το μέτωπο του Ναι στην ανεξαρτητοποίηση. Οτιδήποτε μπορεί να αποσταθεροποιήσει το ισπανικό σύστημα είναι καλό νέο. Επιπλέον δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ένα από τα δομικά χαρακτηριστικά του φρανκισμού ήταν η καταπίεση των διαφορετικών εθνοτήτων μέσα στην Ισπανία, καθώς και η απαγόρευση των διαφορετικών γλωσσών. Κατά τη διάρκεια της ομαλής μετάβασης από τη δικτατορία στη δημοκρατία, στην οποία η Αριστερά συναίνεσε, αποδέχτηκε δυστυχώς και την ιδέα της «μεγάλης Ισπανίας». Το σύνταγμα του ’78, παρόλο που αναγνωρίζει την αυτονομία των διαφορετικών κοινοτήτων, δεν δίνει το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού στις εθνότητες-κοινότητες. Με αυτή την έννοια η διαδικασία αυτονόμησης έμεινε στη μέση. Ωστόσο, η ανεξαρτητοποίηση από μόνη της δεν λύνει κανένα κοινωνικό ζήτημα, καμία ταξική διεκδίκηση. Το ζήτημα πάντα είναι ποιος την επιλέγει και με τι όρους θα πραγματοποιηθεί. Μια ανεξαρτητοποίηση του καταλανικού κεφαλαίου που θα επιβάλει νέους όρους εκμετάλλευσης στους εργαζόμενους δεν θα σημάνει καμία αλλαγή. Για να πραγματοποιηθούν οι ελπίδες των Καταλανών, για να ικανοποιηθεί το πραγματικό αίτημα για αυτοπροσδιορισμό και δημοκρατία, χρειάζεται μια δύναμη που δεν θα ξεχνάει πως η πρώτη αντίθεση στην κοινωνία είναι η ταξική. Που θα προωθήσει μια διαδικασία συνολικού αυτοπροσδιορισμού των ανθρώπων που θα μπορούν να αποφασίζουν οι ίδιοι για τις ζωές τους σε κοινωνικό, πολιτικό, εργασιακό και κοινοτικό επίπεδο. Οι νεοφιλελεύθερες δυνάμεις του Junts pel Sí δεν έχουν κάτι τέτοιο στο μυαλό τους όταν μιλούν για ανεξαρτησία.
Επιπλέον, η ανεξαρτησία δεν είναι αυτοσκοπός. Αν η Ισπανία είχε μια κυβέρνηση δημοκρατική, αριστερή, που θα εξέφραζε τους από κάτω και το μεγαλειώδες κίνημα των από κάτω, που θα εξασφάλιζε την αξιοπρέπεια, το ψωμί και τη στέγη όλων των ανθρώπων, ενδεχομένως μια ομοσπονδιακή μορφή διακυβέρνησης να αρκούσε.
Σε κάθε περίπτωση, τις περισσότερες φορές η Αριστερά δεν επιλέγει τους όρους με τους οποίους οι άνθρωποι διαλέγουν να συγκρουστούν με το σύστημα και την εκάστοτε εξουσία. Αυτήν τη στιγμή, ακόμα και η συνέχιση μιας ομόσπονδης Ισπανίας περνά μέσα από την ανεξαρτητοποίηση των αυτονομιών, εάν και εφόσον αυτές το επιλέξουν. Το εθνικό και το ταξικό ζήτημα είναι δεμένα στην Ισπανία και δεν μπορεί κανείς να απαντήσει στο ένα αν δεν απαντήσει στο άλλο. Το αίτημα για ανεξαρτητοποίηση και αυτοπροσδιορισμό είναι ένα δημοκρατικό αίτημα και πρέπει να στηριχτεί χωρίς δεύτερη σκέψη. Συνοδευόμενο από ένα πρόγραμμα λαϊκών αναγκών το οποίο θα αναδεικνύει το περιεχόμενο ενός συνολικού αυτοπροσδιορισμού, ανεξαρτητοποίησης από κάθε κεφάλαιο και ελευθερίας για όλους τους ανθρώπους ανεξαρτήτως τάξης, φυλής, έθνους και φύλου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου