Τρίτη 13 Οκτωβρίου 2015

Συνέντευξη με τον Vladimiro Giacché για το βιβλίο: “Anschluss, η προσάρτηση. Η ενοποίηση της Γερμανίας και το μέλλον της Ευρώπης”m

Μετάφραση Γιώργος Μουρατίδης
Γίνεται πολύς λόγος για το boom στη Γερμανία, ως ένα παράδειγμα προς μίμηση: μια χώρα με τα οικονομικά της σε τάξη, μια ισχυρή οικονομία που βασίζεται στις εξαγωγές υψηλού επιπέδου, χωρίς μεγάλα προβλήματα γραφειοκρατίας και διαφθοράς όπως εδώ στην Ιταλία.
Αναρωτιέμαι καιρό τώρα, αν όντως είναι έτσι, αν πράγματι η Γερμανία τα έχει κάνει όλα σωστά: είναι ικανοί, αποτελεσματικοί, αλλά πάνω απ' όλα κατάφεραν να διατηρήσουν το κοινωνικό αποτύπωμα που κατά το παρελθόν τέθηκε σε αντίθεση με το "αγγλοσαξονικό" μοντέλο της ελεύθερης αγοράς;

Πράγματι το λεγόμενο μοντέλο της Ρηνανίας πριν από λίγα χρόνια ήταν στο στόχαστρο των οπαδών της απορρύθμισης και της χρηματιστικής κυριαρχίας.
Μια μέρα σε ένα συνέδριο στη Ρώμη, βρέθηκα να κάθομαι δίπλα στον Vladimiro Giacché, πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κέντρου Έρευνας. Μετά από λίγες εβδομάδες ακολούθησε άλλη συνάντηση ώσπου τελικά διάβασα το βιβλίο του για τη Γερμανία: Anschluss, την προσάρτηση. Η ενοποίηση της Γερμανίας και το μέλλον της Ευρώπης (Anschluss, l’annessione. L’unificazione della Germania e il futuro dell’Europa Εκδόσεις Imprimatur Reggio Emilia, 2013).

Στο βιβλίο ο Giacché αποδομεί τεκμηριωμένα και με κάθε λεπτομέρεια τον μύθο της επιτυχημένης ενοποίησης, δείχνοντας πόσο καταστροφική ήταν η οικονομική πολιτική της Γερμανίας μετά το 1989 για την πρώην Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας, για την παραγωγικής της βάσης και τον κοινωνικό της ιστό. Α ν δει κανείς τα εκατομμύρια των ανέργων και τη μείωση της βιομηχανικής παραγωγής πάνω από 65%, καθίσταται εμφανές όχι μόνο δεν μπορούμε να αναφερόμαστε στην ενοποίηση ως μια μεγάλη πράξη γενναιοδωρίας, ακόμη περισσότερο να μιλάμε για ένα βαρύ κόστος που έπρεπε να επωμιστεί η Δυτική Γερμανία, αν και πρέπει να αναθεωρηθούν ορισμένες υποθέσεις γύρω από το μοντέλο της «κοινωνικής οικονομίας» στην Ευρώπη, απούσα ίσως εδώ και πολλά χρόνια.

Ο συγγραφέας δεν είναι αντι-γερμανός, ούτε υποστηρικτής είναι του παλαιού συστήματος, στόχος του είναι να δείξει εκείνες τις πολιτικές, ακραίες, νεοφιλελεύθερες και αποικιοκρατικές, με προφανείς επιπτώσεις για την Ιταλία και την Ευρώπη σήμερα. Αν η χώρα που σήμερα θεωρείται παράδειγμα προς μίμηση, παρουσιάζει μια ισχυρή ανισορροπία στο εσωτερικό της καθώς επίσης η επιτυχία της στον ευρωπαϊκό χώρο εξαρτάται και από αυτές τις ανισορροπίες, δημιουργούνται πολλά ερωτηματικά σχετικά με την οικονομική πολιτική στην οποία βασίζεται η Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Αυτό είναι ένα άλλο κομμάτι στην ιστορία της δεκαετίας του ενενήντα, μια περίοδος μεγάλων δυνατοτήτων για την ανασυγκρότηση των ανατολικών χωρών, σε συνεργασία με τον δυτικό κόσμο – δυστυχώς όμως ευνόησε τη μετάβαση προς την κυριαρχία του παγκόσμιου χρηματοοικονομικού συστήματος, πηγή της οικονομικής και στρατηγικής κρίσης που βιώνουμε σήμερα.

Στη μακροσκελή συνέντευξη με τον συγγραφέα θα εμβαθύνουμε στα παρακάτω θέματα:
-Την απόφαση για την εφαρμογή της θεραπείας-σοκ στην πρώην ΛΔΓ, ακόμη και εν γνώσει ότι αυτή θα οδηγήσει σε απότομη αύξηση της ανεργίας. Η επιλογή βασισμένη στη βαθιά πίστη στην αγορά έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τις πολιτικές της μεταπολεμικής περιόδου, σε ένα περιβάλλον πολύ διαφορετικό από το σημερινό.

- Την δολοφονία του Detlev Rohwedder, προέδρου της Treuhandanstalt, το ταμείο διαχειρίστηκε τις ιδιωτικοποιήσεις της πρώην Ανατολικής Γερμανίας. Ο Rohwedder θεωρούσε ότι δεν έπρεπε να προχωρήσει άμεσα η ιδιωτικοποίηση των πάντων, σε αντίθεση με το διάδοχό του Birgit Breuel, ο οποίος έτρεξε μια αποικιοκρατικού τύπου διαδικασία που χαρακτηρίζεται από την διάλυση των βιομηχανιών και από πολυάριθμες περιπτώσεις διαφθοράς.
- Τις Αλλαγές στο εκπαιδευτικό σύστημα οδήγησαν σε μία κατάσταση όπου τα παιδιά και οι οικογένειες αναγκάζονται να επιλέξουν σε νεαρή ηλικία την εκπαιδευτική τους καριέρα, σε αντίθεση με το προηγούμενο χουμπολντιανό σύστημα.
- Τον παραλληλισμό μεταξύ των περιοχών της Ανατολικής Γερμανίας και της Νότιας Ιταλίας. Σαν αποτέλεσμα της οικονομικής κατάρρευσης, το 47% του πληθυσμού στα νέα ομόσπονδα κρατίδια λαμβάνει κρατική βοήθεια.
- Το μύθο για το βαρύ "κόστος" της ενοποίησης. Στην πραγματικότητα, τα χρήματα που δαπανήθηκαν ήταν ένα ισχυρό κίνητρο για τη βιομηχανία της Δυτικής. Γερμανίας, η οποία κέρδισε εκατομμύρια νέους καταναλωτές, συμπεριλαμβανομένων των υπεργολάβων χαμηλού κόστους στις γειτονικές χώρες.
- Την πολιτική των χαμηλών μισθών στη Γερμανία, η οποία επέτρεψε στη χώρα να γίνει πιο ανταγωνιστική στην Ευρώπη. Τα τελευταία 15 χρόνια από την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας οι εργαζόμενοι δεν ευνοήθηκαν καθόλου.
- Τις περιοριστικές πολιτικές της λιτότητας, τις ανισορροπίες στο εσωτερικό της Ευρώπης, και τον κίνδυνο της «ανεξέλεγκτης και καταστροφικής κατάρρευσης» της νομισματικής ένωσης έλλειψη μιας εναλλακτικής στα τρέχοντα οικονομικά κατευθυντήρια.
Andrew Spannaus

Λέγεται ότι η επανένωση έγινε για πολιτικούς κι όχι για οικονομικούς λόγους. Όταν όμως μιλάμε για πολιτικά κίνητρα αυτό παραπέμπει σε σχεδιασμό, σε κρατική παρέμβαση δηλαδή. Ωστόσο η πορεία ήταν εντελώς διαφορετική, αυτή της θεραπείας του σοκ, της ελεύθερης αγοράς.
Στις δεκαετίες του ογδόντα και του ενενήντα γινόταν πολύς λόγος για το Ρηνανικό μοντέλο, η Γερμανία επικρίθηκε - όπως και η Ιταλία - λόγω της εξάπλωσης των μικρών και οικογενειακών επιχειρήσεων. Αυτό το κοινωνικό μοντέλο ήταν στο στόχαστρο των οπαδών της ελεύθερης αγοράς. Στο βιβλίο αντιθέτως βλέπουμε, ότι την ίδια περίοδο η Γερμανία υιοθετεί την οικονομική θεραπεία του σοκ. Την ίδια της σχολών του Λονδίνου, του Χάρβαρντ, του Jeffrey Sachs... ότι δηλαδή έχει εφαρμοστεί στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Μια όμορφη αντίθεση.
Ναι, αυτό επεξεργάστηκε εκείνη την εποχή από την ομάδα εμπειρογνωμόνων του Υπουργείου Οικονομικών της κυβέρνησης Kohl. Θεωρήθηκε αναγκαία μια θεραπεία αυτού του είδους, βασική ιδέα ότι η αγορά από μόνη της είναι σε θέση να δώσει ώθηση στην οικονομία, δημιουργώντας πολλές νέες επιχειρήσεις.
Για να είμαστε ειλικρινείς ήταν σαφές ότι η θεραπεία αυτή θα δημιουργούσε εκατομμύρια ανέργους. Για του λόγου το αληθές υπάρχουν έγγραφα που δημοσιεύω στο βιβλίο μου, δεν είναι μυστικά, ίσως δεν έγιναν ευρέως γνωστά, υπάρχουν επίσης και μαρτυρίες από τους ίδιους τους κύριους πρωταγωνιστές.
Ωστόσο θεωρήθηκε ότι αυτός είναι ο δρόμος προς την ανάπτυξη και το οικονομικό θαύμα. Ο Kohl τη στιγμή του περάσματος της νομισματικής ενοποίησης, αναφερόταν σε κρατίδια σε άνθιση και ακόμη και στην οικονομική έκρηξη που θα λάμβανε χώρα στην πρώην ΛΔΓ τα επόμενα σε δύο χρόνια. Πίστευαν σε μεγάλους ρυθμούς ανάπτυξης σε διάστημα 2-3 χρόνων.
Πιστεύανε πραγματικά ή υπήρχε σκοπιμότητα σ’ αυτό που συνέβη;
Πιστεύω πως ήταν πολύ σημαντικό το ιδεολογικό στοιχείο. Ίσως να υπήρχε βαθιά πίστη στην έννοια της κοινωνικής οικονομίας της αγοράς, σε ένα μύθο δηλαδή ο οποίος ενέχει διπλό μύθο: πρώτον γιατί η γερμανική κυβέρνηση αποδείχτηκε ασυνεπής με τη θεωρία και την πρακτική της οικονομίας κοινωνική οικονομία της αγοράς και δεύτερον γινόταν πολύς λόγος για την κοινωνική οικονομία της αγοράς, χωρίς να παρθούν υπόψη τις πραγματικές συνθήκες υπό τις οποίες αυτή θα μπορούσε να ανθίσει.
Η κοινωνική οικονομία της αγοράς γερμανική γεννιέται σε ένα περιβάλλον που χαρακτηρίζεται έντονα από τρεις παράγοντες: ο πρώτος είναι ότι η Δυτική Γερμανία σταματά από πολύ νωρίς να πληρώνει στη Σοβιετική Ένωση τις πολεμικές αποζημιώσεις και όλο το βάρος αυτών είχε πέσει στην Ανατολική Γερμανία. Το δεύτερο - κρίσιμο - είναι το Σχέδιο Μάρσαλ, το οποίο μια τεράστια εισροή των πιστωτικών και πραγματικών δωρεών από την κυβέρνηση των ΗΠΑ, επέτρεψαν την επανεκκίνηση της γερμανικής οικονομίας με πολύ ταχείς ρυθμούς κατά τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Τρίτο σημείο – όχι πως είναι ο αποφασιστικός αλλά είναι ένας παράγοντας που θα πρέπει να πάρουμε υπόψη - το γεγονός ότι το νόμισμα της Δυτικής Γερμανίας, για δέκα χρόνια, μετά την εμφάνισή του το 1948, δεν είναι μετατρέψιμο. Το γερμανικό μάρκο χτίζει τη δύναμή του σε ένα περιβάλλον μη νομισματικής μετατρεψιμότητας.
Σε αυτή την περίπτωση(ενοποίηση) αξιώνεται ένα μη μετατρέψιμο νόμισμα να μετατραπεί από τη μια μέρα στην άλλη σε ένα άλλο νόμισμα και μάλιστα με ένα ποσοστό ανατίμησης εξαιρετικά επιβαρυντικό.
Επαναλάβω για ακόμα μια , η ανατίμηση του νομίσματος κατά 5% είναι ικανή να βλάψει τις εξαγωγές, ενώ ένα 10% δημιουργεί μεγάλη αναστάτωση. Φανταστείτε τι μπορεί να σημαίνει ένα νόμισμα εν μία νυκτί να ανατιμηθεί κατά 350%.
Φαίνεται ότι δεν ήταν όλοι απόλυτα ταυτισμένοι με αυτή την πολιτική. Στο βιβλίο μιλάει για τον Detlev Rohwedder, ένας από τους προέδρους της Treuhand που ήταν λίγο λιγότερο πιστός στις αρχές της αγοράς, χωρίς να δείχνει διάθεση να ρευστοποιήσει το σύνολο του οικονομικού δυναμικού της ΛΔΓ, ο οποίος δολοφονήθηκε.
Η δολοφονία του Rohwedder ακολουθεί εκείνη του επικεφαλής της Deutsche Bank, του Alfred Herrhausen, σύμβουλος του Khol, ο οποίος συνέταξε ένα σχέδιο για τη βιομηχανική ανάπτυξη της Πολωνίας και μιλούσε συχνά για την ελάφρυνση του χρέους των φτωχών χώρών. Δύο μεγάλα εγκλήματα που ασφαλώς έχουν ενισχύσει τη θέση της θεραπείας σοκ.
Στην Ιταλία έχει αποδειχθεί ότι είχαν παρεισφρήσει μυστικές υπηρεσίες στις τρομοκρατικές ομάδες τόσο στις δεξιές όσο και αριστερές. Γίνεται λόγος στη Γερμανία για παρόμοια σενάρια; Ποια συμφέροντα θα μπορούσαν να εξυπηρετήσουν αυτά τα εγκλήματα;
H δολοφονία του Rohwedder στη δεν διαλευκάνθηκε ποτέ. Για το έγκλημα υπήρξε κατηγορηθηκε η Rote Armee Fraktion, αλλά χωρίς όμως στοιχεία ικανά ώστε να αποδοθούν σαφείς ευθύνες από τα δικαστήρια. Η ευθύνη για τη δολοφονία αποδόθηκε αργότερα σε έναν τρομοκράτη, ο οποίος βέβαια είχε πεθάνει δέκα χρόνια πριν τελειώσει η δίκη, μερικά χρόνια μετά τη δολοφονία του Rohwedder, βασισμένη σε εξαιρετικά ελλιπή αποδεικτικά στοιχεία.
Σίγουρα οι δύο αυτές δολοφονίες είναι αρκετά ξεχωριστές, καθώς πρόκειται για δύο ανθρώπους που παρά το γεγονός ότι ασπάζονται με σαφήνεια τη γραμμή της κυβέρνησης της Δυτικής Γερμανίας προσπαθούσαν να αλλάξουν. Όσον αφορά στο Rohwedder το ζήτημα παραμένει ανοιχτό, αλλά από μερικές του δηλώσεις φαίνεται το δίχως άλλο πως ήταν της άποψης ότι δεν θα έπρεπε να ιδιωτικοποιηθούν τα πάντα, για κάποιες εταιρείες θα έπρεπε να επιληφθεί η πολιτεία να εξυγιανθούν και μετά να κριθεί το μέλλον τους..
Τελικά κατέληξαν να κάνουν το αντίθετο. Η επόμενη πρόεδρος, Birgit Breuel, αποφάσισε εσπευσμένα για αναγκαστική ιδιωτικοποίηση. Ακόμη και οικονομικά κίνητρα έφτασε να δώσει στους τότε αξιωματούχους με βάση τον αριθμό των εταιρειών που θα κατάφερναν να ιδιωτικοποιήσουν. Αυτό επέτρεψε την Treuhandanstalt για να τελειώσει το έργο της μέσα σε λίγα χρόνια - ιδρύθηκε τον Ιούλιο του 90 και έκλεισε το 94 – ταυτόχρονα όμως οδήγησε και σε τρομακτικές απώλειες. Όχι μόνο δεν έπιασε τον αρχικό στόχο των 600 δισεκατομμυρίων γερμανικών μάρκων του Rohwedder αλλά άφησε και μια τρύπα 250 δις στα ταμεία της Δυτικής Γερμανίας. Χρήματα που δόθηκαν σε επιχειρηματίες, ή συχνά σε επιτήδειους, όπως έχουν δείξει πολλές αποφάσεις, στους οποίους δίνονταν μια επιχείρηση η οποία μπορεί να απασχολούσε χιλιάδες εργαζόμενους, στην τιμή του ενός μάρκου, ενώ από δίπλα τους χορηγούσαν 50 εκατομμύρια μάρκα για την επαναλειτουργία της. Συχνά αυτοί οι άνθρωποι δεν ξεκινούσαν τίποτα, περιορίζονταν απλώς στην κατεδάφιση του εργοστάσιου και στα κέρδη που προέκυπταν από την πώληση του οικοπέδου.
Δεν πρόκειται για φήμες αλλά για αποδεδειγμένα γεγονότα. Έχει επίσης αποδειχθεί ότι σε ορισμένες περιπτώσεις η ιδιωτικοποίηση ήταν ένα άμεσο δώρο στις επιχειρήσεις «αγοραστές»(της δυτικής Γερμανίας).
Μιλάμε για πραγματικά εντυπωσιακές περιπτώσεις. Είναι ενδιαφέρουσες γιατί μας δίνουν μια ιδέα για το πώς λειτουργούσαν ορισμένων μηχανισμοί. Η περίπτωση της Ανατολικής Γερμανίας είναι ένα παράδειγμα για το πώς ένα οικονομικό σύστημα μπορεί να αποικίσει ένα άλλο, σε ένα από πιο προηγμένα μέρη του αναπτυγμένου κόσμου, με όπλα του φυσικά την οικονομία, την πολιτική, τις αντιμονοπωλιακές αρχές και τα άλλα θεσμικά όργανα σε συνέργεια για την ολοκληρωτική οικονομική προσάρτηση μιας άλλης χώρας. Και για το πώς αυτό λειτουργεί σε μια κατάσταση όπου δεν υπάρχει κανένα εμπόδιο σε αυτό.
Εντός της Γερμανίας τι λέγεται; Η κοινή γνώμη αποδέχεται τα περί σωτηρίας της Ανατολικής Γερμανίας;
Επιχειρήθηκε η δαιμονοποίηση της άλλης πλευράς, οτιδήποτε θετικό απαξιώθηκε όπως το κράτος πρόνοιας, που στην εν λόγω χώρα υπήρχε, δίνοντας μια παράλογη ιστορικά εικόνα ότι δηλαδή εκεί υπήρχε μια βιομηχανία που δεν λειτουργούσε και άλλες τέτοιες ιστορίες. Μιλάμε για μια χώρα που εξήγαγε περισσότερο από το 50% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος της. Εννοείται πως δεν είναι δυνατόν άνθρωποι σε όλο τον κόσμο να αγοράζουν προϊόντα κατώτερης ποιότητας, χωρίς αυτό να έχει συνέπειες. Κατά συνέπεια η ανοικοδόμηση αυτή δεν θα λειτουργούσε.
Η στάση προς την ενοποίηση μπορεί να ιδωθεί με μεγάλη ελαστικότητα σε σχέση με την πρόθεση ψήφου. Υπάρχει το κόμμα die Linke, εξακολουθεί να είναι πολύ ισχυρό και βαθιά ριζωμένο στην Ανατολική Γερμανία, ένα κόμμα που γεννήθηκε ως κληρονόμος του SED, το κόμμα της εξουσίας στην Ανατολή. Η δυσφορία είναι ακόμα υπαρκτή, και πρέπει να πω ότι οι έρευνες που έχουν γίνει πριν από μερικά χρόνια για το επίπεδο της ικανοποίησης των ανατολικογερμανών για τη σημερινή τους κατάσταση, ήταν πολύ απογοητευτικά για αυτούς που τις έκαναν.
Μου έκανε εντύπωση το πέρασμα στο βιβλίο για την εκπαίδευση, όπου μιλάτε για την κατάργηση του συστήματος του Humboldt στις περιοχές της Ανατολής. Στην Αμερική δεν είναι αναγκασμένοι να επιλέξουν 13 ετών μεταξύ των διαφορετικών σχολείων. Στην Ιταλία αυτό συμβαίνει, αλλά αν κατάλαβα καλά, στην Ανατολική Γερμανία δεν υπήρχε αυτή η διάκριση.
Στην Ιταλία, ακούω πολλούς που μιλούν με καλά λόγια για το γερμανικό σύστημα επαγγελματικής εκπαίδευσης, το οποίο θεωρείται μια βοήθεια για τη δουλειά. Όμως έχω την εντύπωση ότι ένα σύστημα που χωρίζει τόσο νωρίς τη σχολική εκπαίδευση δημιουργεί ένα μπλοκάρισμα στην κοινωνική κινητικότητα. Εσείς τι πιστεύετε;
Αυτό σίγουρα είναι αλήθεια, η κοινωνική κινητικότητα στη Γερμανία δεν ζει τις καλύτερές της στιγμές. Το εκπαιδευτικό σύστημα της Ανατολικής Γερμανίας ήταν εντελώς διαφορετικό. Δεν υπήρχαν διαφορές μεταξύ των ομοσπονδιακών κρατών σε αντίθεση με το σημερινό γερμανικό σύστημα που υπάρχουν ισχυρές διακρίσεις μεταξύ των ομοσπονδιακών κρατών.
Πριν υπήρχε ένα ενιαίο σύστημα με μια πολυτεχνική σχολή όπου επιτρέπονταν μια μεγαλύτερη χρονική ευελιξία στην επιλογή και προφανώς προσέφερε σύνδεση με την αγορά εργασίας με διαφορετικό τρόπο μια. Σήμερα οι γερμανικές εφημερίδες δημοσιεύουν επιστολές από ανθρώπους που γράφουν: είχα τη δυνατότητα να σπουδάσω, τη δεκαετία του πενήντα, όντας γιος ενός απλού εργάτη, ενός αγρότη, , αντιθέτως ο γιος μου σήμερα δεν έχει τη δυνατότητα γιατί το εκπαιδευτικό σύστημα είναι πάρα πολύ ακριβό για να το κάνει, κ.λπ.
Αυτό ήταν ένα από τα δικαιώματα που μαζί με τους παιδικούς σταθμούς ήταν απολύτως εγγυημένα στην Ανατολική Γερμανία. Από μεθοδολογικής άποψης αυτό το εκπαιδευτικό σύστημα χρησιμοποιήθηκε ως μοντέλο από τη Φινλανδία, και κατέλαβε την πρώτη θέση στην Ευρώπη ως προς την εγκυρότητα στον κατάλογο PISA. Παρόλα αυτά - αναγνωρίστηκε επίσης και από Υπουργό Παιδείας της ενοποιημένης Γερμανίας - ισοπεδώθηκε αντί να διατηρηθεί σαν κάτι που άξιζε.
Στο βιβλίο αναφέρεστε στην Ostalgia, το φαινόμενο της νοσταλγίας για την Ανατολική Γερμανία. Τι άλλο θα μπορούσε να σωθεί από την Ανατολική Γερμανία; Η Ostalgia έχει να κάνει και με ιδεολογικούς λόγους ή αφορά κυρίως στο βιοτικό επίπεδο;
Υπάρχει μια πτυχή ιδεολογική, αλλά νομίζω ότι το σημείο κλειδί είναι η ασφάλεια των συνθηκών ζωής. Μιλάμε για έναν κόσμο πολύ διαφορετικό από αυτόν που έχουμε συνηθίσει εμείς. Ήταν ένας κόσμος στον οποίο υπήρχε συνταγματική απαγόρευση στην απόλυση ανθρώπων – κάτι που δημιουργούσε ορισμένες δυσκολίες σε περιπτώσεις απόλυτης έλλειψης επιθυμίας να εργαστεί κάποιος.
Ξαφνικά βρίσκονται μπροστά σε ένα σύστημα όπου οι άνθρωποι απολύονται με τον πιο βάναυσο τρόπο. Ένας τραπεζίτης Ανατολικής Γερμανίας που αργότερα έκανε καριέρα στην Deutsche Bank στα απομνημονεύματα του υπενθυμίζει την περίπτωση της αδελφής του: μία μέρα ήρθαν και αφού ζήτησαν να παραταχθούν όλοι οι εργαζόμενοι στο προαύλιο είπαν: «όποιοι που δεν ακούσουν το όνομά τους μπορούν να πάνε στο σπίτι, από σήμερα δεν εργάζονται πλέον για εμάς.»
Υπήρξαν στις αρχές της δεκαετίας του ενενήντα καταστάσεις που με τίποτα δεν έχουν να κάνουν με τις προστασίες που έχουμε συνηθίσει να δίνουμε στο γερμανικό οικονομικό σύστημα.
Αυτό προφανώς δημιούργησε τραύματα, τραύματα που εξακολουθούν να είναι οδυνηρά, γιατί είναι πολύ σημαντικό να γνωρίζετε ότι όταν καταστρέφεται η παραγωγική ικανότητα, όταν καταστρέφεται η βιομηχανία δεν είναι εύκολη η ανοικοδόμηση της. Δεν μπορείς να πεις «διαλύω αυτή την εταιρεία των 10.000 εργαζομένων, και αύριο θα ιδρύσω δύο άλλες των 5000». Δεν λειτουργεί με αυτόν τον τρόπο.
Η δημιουργική καταστροφή δεν είναι τόσο δημιουργική ....
Ποιο ήταν το αποτέλεσμα; Το 47% των ανθρώπων στην Ανατολή εξακολουθεί να υποστηρίζεται με κρατικές επιδοτήσεις. Οι διάσημες πηγές χρηματοδότησης, υπάρχουν το δίχως άλλο, από τη Δύση προς την Ανατολή πηγαίνουν ουσιαστικά για να χρηματοδοτήσουν την κατανάλωση.
Πράγματι στο βιβλίο γράφει ότι υπάρχει μεγάλο χάσμα μεταξύ των διαφορετικών περιοχών της Γερμανίας - περισσότερο από ότι στην Ιταλία μεταξύ Βορρά και Νότου.
Αυτό που πρέπει να αγοράσουν τα νέα κρατίδια «από το εξωτερικό», αντιπροσωπεύει δηλαδή την ανισορροπία στο εμπορικό ισοζύγιο στο εσωτερικό της χώρας και είναι μεγαλύτερη από εκείνη μεταξύ βορά και νότου στην Ιταλία.
Ποιες είναι οι ομοιότητες μεταξύ της Νότιας Ιταλίας και της Ανατολικής Γερμανίας;
Σύμφωνα με ορισμένους συγγραφείς, κατά την κρατούσα άποψη, η Ανατολική Γερμανία αποτελεί ένα παράδειγμα του πόσο καλά λειτουργεί η ενοποίηση. Κατά τη γνώμη μου, δεν είναι ακριβώς έτσι. Σύμφωνα με άλλους ειδικούς, Γερμανούς πέτυχε χειρότερα αποτελέσματα ακόμη και από αυτά της ενοποίησης στην Ιταλία, κάτι που λέει πολλά. Όμως πέρα από αυτή την κατάταξη, το σημαντικό είναι και αυτό πρέπει να έχετε κατά νου είναι πως σήμερα στην Ευρώπη, δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι μια νομισματική ένωση θα οδηγήσει σε σύγκλιση οικονομίες/μέλη αυτής της ένωσης.
Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό της Νότιας Ιταλίας, όπου οι εισοδηματικές διαφορές στις αρχές του 1861 ήταν μεταξύ 15 και 25%, και η έφτασαν στις παραμονές του Β 'Παγκοσμίου Πολέμου στο 80%. Έτσι, όχι μόνο ένα ενιαίο νόμισμα δεν εγγυάται τη σύγκλιση των οικονομιών, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να δημιουργήσει και απόκλιση.
Η νομισματική ένωση εντός της Γερμανίας, βοήθησε και βοηθάει τις επιχειρήσεις στο Δυτικό κομμάτι γιατί οι μεταβιβάσεις προς τους πολίτες του Ανατολικού τμήματος αυξάνουν την κατανάλωση, καταναλώνουν προϊόντα από Δυτικές εταιρείες. Συνέπεια η συρρίκνωση της παραγωγής στις Ανατολικές περιοχές. Γι 'αυτό στην πραγματικότητα δεν κόστισε στη Γερμανία...
Απολύτως όχι! Δεν κόστισε και κυρίως δεν κόστισε άμεσα. Προκάλεσε αυτό που ακόμη και ο πρόεδρος της Siemens πριν μερικά χρόνια ονόμασε το «μπουμ της ενοποίησης». Εκτιμάται ότι η επανένωση επέτρεψε να δημιουργηθούν στη Δυτική Γερμανία 1 εκατομμύριο 800 χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας μέσα σε πολύ λίγα χρόνια.
Αλλά το πραγματικό όφελος για τη Δυτική Γερμανία ήταν η κατάκτηση όχι της Ανατολικής Γερμανίας αλλά η κατάκτηση των χώρών της Κεντρικής Ευρώπης. Οι οποίες είχαν πολύ ισχυρές εμπορικές σχέσεις με την Ανατολική Γερμανία. Αυτό το κομμάτι των εξαγωγών πηγαίνει στις εταιρείες της Δύσης, στις οποίες είχε ήδη από πριν ανοιχτεί μια αγορά 16 εκατομμυρίων καταναλωτών της Ανατολικής Γερμανίας. Σκεφτείτε τι θα μπορούσε να σημαίνει αυτό για μία οποιαδήποτε χώρα, αν από τη μια ημέρα στην άλλη είχε βρεθεί με επιπλέον 16 εκατομμύρια καταναλωτές οι οποίοι έχουν πολλές ανάγκες, μιλάνε την ίδια γλώσσα και πιθανόν τα ίδια γούστα..
Αυτό είναι το πρώτο βήμα. Το δεύτερο βήμα είναι η σχέση μεταξύ των εταιρειών της Δυτικής Γερμανίας και των επιχειρήσεων των χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης. Είναι εκείνα τα χρόνια που μπαίνουν οι βάσεις για τη δημιουργία γύρω από τη Γερμανία ενός φορντικού συστήματος, μια σειρά χωρών δορυφόρων που λειτουργούν ως πάροχοι ενδιάμεσων αγαθών προς τη γερμανική βιομηχανία, συμβάλλοντας έτσι στη μείωση των τιμών των τελικών προϊόντων της Γερμανίας.
Σύμφωνα, μάλιστα, με ορισμένους γάλλους εμπειρογνώμονες, αυτή η πτυχή ήταν αδιαμφισβήτητα πολύ πιο σημαντική και από τις μεταρρυθμίσεις του Schröder για την έκρηξη των γερμανικών εξαγωγών ανά τον κόσμο.
Οι μεταρρυθμίσεις αυτές και η πολιτική του Schröder, είναι μέρος μιας πολιτικής χαμηλού κόστους στη Γερμανία; Από τη μία πλευρά στο ανατολικό τμήμα έχουμε σχεδόν το μισό πληθυσμό να βασίζεται στην παροχή κρατικής βοήθειας. Από την άλλη στη δυτική Γερμανία υπάρχει, σε μεγάλο βαθμό, επισφαλής και κακοπληρωμένη εργασία, υπάρχουν τα minijobs(μερική απασχόληση). Γκρεμίζεται τρόπον τινά ο μύθος ότι οι Γερμανοί εργαζόμενοι είναι καλοπληρωμένοι.
Είναι τελικά η Γερμανία το Ευρωπαϊκό success story, ή όχι;
Πιστεύω πως όχι, για πολλούς και διάφορους λόγους. Πρώτον αυτό που αναφέρατε εσείς, οι μεταρρυθμίσεις του Schröder δημιούργησαν μια αγορά εργασίας δύο ταχυτήτων, δηλαδή από τη μία πλευρά έχουμε την ασφαλή και σταθερή εργασία όπως παλιά και από την άλλη μια πολύ μεγάλη μερίδα της επισφαλούς εργασίας. Μιλάμε για 7-8 εκατομύρια minijobs, θέσεις εργασίας αμειβόμενες με 450 ευρώ το μήνα, όπου στο κράτος αναλογούν τα υπόλοιπα όπως εισφορές κτλ, μιλάμε λοιπόν για κάτι που θα μπορούσε ίσως να εξεταστεί υπό το πρίσμα των κρατικών ενισχύσεων προς τις επιχειρήσεις. Αλλά σε κάθε περίπτωση δημιουργεί ένα ευρύ φάσμα φτωχών εργαζόμενων, ενισχύοντας με εμφατικό τρόπο τις ανισότητες και άλλα παρόμοια φαινόμενα που υπάρχουν στη Γερμανία.
Ο άλλος λόγος για τον οποίο πιστεύω ότι αυτό το μοντέλο παρουσιάζει προβλήματα είναι ότι αυτή είναι η κλασική μερκαντιλιστική πολιτική, η ιδέα ότι μπορώ να πληρώσω λίγο τους μισθωτούς μου - και η Γερμανία πληρώνει σχετικά λίγο τους εργαζομένους της, ακόμη και αν αυτό μπορεί να φαίνεται αδύνατο σε μια χώρα σαν τη δική μας όπου οι άνθρωποι πληρώνονται ακόμη λιγότερο. Ο υπολογισμός γίνεται λαμβάνοντας υπόψη την αύξηση της παραγωγικότητας. Από το 1999 έως το 2013, η παραγωγικότητα της εργασίας αυξήθηκε κατά 14%, αλλά δεν μεταφέρθηκε τίποτα σε μισθούς, οι μισθοί μειώθηκαν αυτό το χρονικό διάστημα περίπου -1%. Στη Γαλλία, η παραγωγικότητα αυξήθηκε κατά 12% και τα κέρδη μεταφέρθηκαν σε μεγαλύτερο βαθμό τους μισθούς. Αυτός είναι ο λόγος που η Γαλλία παρουσιάζει ελλειμματικό εμπορικό ισοζύγιο σε σχέση με τη Γερμανία.
Βασική προϋπόθεση για το μοντέλο αυτό είναι ότι οι άλλοι δεν θα κάνουν το ίδιο. Η αλήθεια είναι ότι η επιτυχία της Γερμανίας στην Ευρώπη βασίστηκε στα λεγόμενα τζιτζίκια της Νότιας Ευρώπης.
Εάν γενικευθεί η χρήση του μοντέλου δεν λειτουργεί για κανέναν.
Η Γερμανία λοιπόν δεν γίνεται ισχυρή με την κοινωνική οικονομία της αγοράς, αλλά χάρις το εμποροκρατικό σύστημα. Το ίδιο συμβαίνει και σε Ευρωπαϊκό επίπεδο. Η πολιτική της Treuhand, η πολιτική που εφαρμόζεται στην Ευρώπη, στις χώρες που αντιμετωπίζουν μεγαλύτερες δυσκολίες λόγω του δημόσιου και του ιδιωτικού χρέους, είναι οι μειώσεις μισθών, οι ιδιωτικοποιήσεις και οι περικοπές δαπανών, εφαρμόζονται εσωτερικές υποτιμήσεις - στην τελική πρόκειται για την πολιτική του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου γνωστές εδώ και δεκαετίες. Η Ευρώπη τώρα βασίζεται σε αυτή την πολιτική;
Δυστυχώς ναι και τα αποτελέσματα είναι πολύ αρνητικά. Τι πραγματικά συνέβη; Συνέβη ότι ο εξαναγκασμός σε εσωτερικές υποτιμήσεις ορισμένων χωρών είχε ως αποτέλεσμα την κατάρρευση της εγχώριας ζήτησης τους. Πράγματι, ήδη ακόμη και στη Γερμανία, η εγχώρια ζήτηση τα τελευταία χρόνια έχει μειωθεί ως προς το γερμανικό ΑΕΠ, μειώθηκε κατά 10% και είναι ένα πολύ σημαντικό ποσοστό. Μέχρις ότου η διαδικασία αυτή υποστηρίζεται από τις εξαγωγές, τα πράγματα μπορούν ακόμα να συνεχίσουν αξιοπρεπώς. Σε χώρες όμως που βρίσκονται σε κρίση, με δημοσιοοικονομικά προβλήματα, με μειώσεις μισθών και των καθαρών εισοδημάτων για τον πληθυσμό εν μέρει και λόγω της αύξησης των φόρων, αντίθετα οδήγησε σε πραγματική κατάρρευση της εγχώριας ζήτησης. Αυτό έχει πλήξει σοβαρά ορισμένες οικονομίες όπως η Ιταλική π.χ..
Έτσι έχουν τα πράγματα. Αν δούμε την εξέλιξη του ΑΕΠ στην Ιταλία από την αρχή της κρίσης, θα διαπιστώσουμε τα εξής: πτώση κατά την περίοδο 2008-2009, ανάκαμψη για το 2010 και το πρώτο εξάμηνο του 2011, και στη συνέχεια κατάρρευση. Το αποτέλεσμα ήταν απώλεια κατά περίπου 9% του ΑΕΠ. Τα δεδομένα είναι χειρότερα από τα αντίστοιχα 6 χρόνια που ακολούθησαν την κρίση του 1929.
Αναλογιζόμενος τις αλλαγές στη Γερμανία σχετικά με την εγκατάλειψη του μοντέλου της κοινωνικής οικονομίας της αγοράς, το λεγόμενο μοντέλο της Ρηνανίας, το ερώτημα που γεννάται είναι το εξής: η Γερμανία ηγείται αυτής της πολιτικής, ή είναι και η ίδια της όμηρος αυτής;
Σίγουρα οι πολιτικές που προωθεί η Γερμανία τα τελευταία χρόνια, ευνόησαν ορισμένα κοινωνικά στρώματα στο εσωτερικό της χώρας ενώ έφεραν σε μειονεκτική θέση άλλα. Τα κέρδη αυξήθηκαν πάρα πολύ τα τελευταία χρόνια, αυξήθηκαν κατά 40% περίπου. Οι τράπεζες τελούν υπό προστασία. Η ελληνική κρίση αντιμετωπίστηκε κατά τέτοιο τρόπο ώστε να ελαχιστοποιηθούν οι απώλειες που θα είχαν υποστεί οι γερμανικές τράπεζες. Το ίδιο ισχύει και για την Ιρλανδία. Ο Ιρλανδός φορολογούμενος έχει αναλάβει το βάρος της σωτηρίας των τραπεζών αν και γιατί δεν θέλησαν να πληρώσουν τους ξένους ομολογιούχους
Η ύπαρξη σε τόσο μεγάλο βαθμό εκμετάλλευσης των ασθενέστερων περιοχών τι μπορεί να σημαίνει για το μέλλον της Ευρώπης και του ευρώ;
Πρόκειται για ένα περίπλοκο ζήτημα. Σίγουρα αν κοιτάξουμε τους αριθμούς, χωρίς οπαδικό φανατισμό για τη μια ή την άλλη λύση, αυτό που προκύπτει είναι ότι το ενιαίο νόμισμα ωφέλησε μεγάλο βαθμό τη Γερμανία και πολύ λιγότερο τις άλλες χώρες. Το ζήτημα λοιπόν είναι αν όλο αυτό είναι μελλοντικά βιώσιμο, διότι είναι προφανές και μου είναι επιτρεπτό, όπως συνέβη στην Ανατολική Γερμανία, να ισοπεδώσω τη βιομηχανία της χώρας και στη συνέχεια να παρέχω μεταβιβάσεις που θα χρηματοδοτούν την κατανάλωση των κατοίκων της χώρας αυτής, αλλά δεν μπορεί να γίνει αυτό σε μεγαλύτερη κλίμακα στην Ευρώπη. Και αυτό είναι ένα από τα προβλήματα.
Ένα άλλο πρόβλημα είναι βέβαια ότι ενιαίο νόμισμα κατ΄ ουσίαν σημαίνει και ενιαίο επιτόκιο. Τα ενιαία επιτόκια δεν είναι βιώσιμα μεταξύ οικονομιών που διαφέρουν σε μεγάλο βαθμό, και εξακολουθούν να αποκλίνουν. Επειδή κάποια στιγμή τα επιτόκια αυτά δεν θα λειτουργούν ούτε για όποιον είναι σε ευνοϊκή θέση άλλα ούτε και για όποιον είναι σε δυσμενή θέση, θα είναι ακατάλληλα για όλους.
Αυτό είναι ένα πολύ σημαντικό σημείο. Αν δεν σταματήσει αυτή η απόκλιση μεταξύ των ευρωπαϊκών οικονομιών, πιστεύω ότι το ενιαίο νόμισμα στο μέλλον θα είναι καταδικασμένο, καθώς επίσης - και αυτό είναι ίσως να ενδιαφέρει περισσότερο τους ανθρώπους - πολλές χώρες θα είναι καταδικασμένες σε υπανάπτυξη.
Οπότε όπως πολλοί υποστηρίζουν χρειάζεται περισσότερη Ευρώπη; Ή θα πρέπει να επανακτηθούν περιθώρια κυριαρχίας;
Πιστεύω ότι θα χρειαζόταν μια διαφορετική Ευρώπη, μια Ευρώπη με πολύ διαφορετικές πολιτικές. Νομίζω ότι αν δεν υπάρξει αυτή η Ευρώπη θα είναι αναπόφευκτη και πολύ οδυνηρή η κατάρρευση της Ευρωζώνης. Αλήθεια είναι πως μια ανεξέλεγκτη και καταστροφική κατάρρευση είναι πια ένα σενάριο πιο μακρινό από ότι πριν από δύο χρόνια. Αλλά όμως αν κοιτάξει κανείς την πορεία ορισμένων χωρών - υπάρχουν χώρες στην Ευρώπη που έχουν την ανεργία στο 25% και των νέων πάνω από 50% - θα δει καταστάσεις που μακροπρόθεσμα δεν είναι βιώσιμες. Αυτό απαιτεί περαιτέρω επεξεργασία του οικονομικού μοντέλου. Αν δεν αλλάξει κάτι, νομίζω ότι αργά ή γρήγορα η ίδια νομισματική ζώνη, θα βρεθεί σε μια κατάσταση ανεξέλεγκτων πιέσεων.
Υπ αυτή τη έννοια πιστεύω πως θα ήταν θεμιτό, το πιο κοντινό επίπεδο λήψης αποφάσεων στους πολίτες, το κράτος να ανακτήσει μέρος των προνομιών του. Η άποψη αυτή δεν σημαίνει αυτόματα ότι τάσσεται κατά της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Απλά εκφράζει την αντίληψη ότι η νομισματική ένωση όπως χτίστηκε σήμερα έχει καταντήσει η ίδια της ένα από τα πιο σημαντικά εμπόδια για μια εύρυθμη και ισορροπημένη ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.

Πηγή: communisti-italiani.it

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου