Του Τάσου Κ. Κοντογιαννίδη
Εκατοντάδες κάτοικοι των Καλαβρύτων θ’ ανηφορίσουν και σήμερα 13 Δεκεμβρίου 2015, όπως κάθε χρόνο, στο χωράφι του Καππή, στον τόπο της θυσίας, για να τιμήσουν και να θρηνήσουν τη μαζική εξόντωση χωρίς οίκτο 1.300 αρρένων κατοίκων της μαρτυρικής πόλεως από τα ναζιστικά στρατεύματα κατοχής.
Καλάβρυτα, Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου 1943. Εκείνο τα ζεστό πρωινό με τη χαμηλή ομίχλη, έκανε την εμφάνισή του στους άδειους δρόμους ένα πεζοπόρο τάγμα της 117ης γερμανικής μεραρχίας, ενώ άλλα δύο τάγματα με βαρύ οπλισμό έχουν ακροβολιστεί, δημιουργώντας έναν ασφυκτικό κλοιό γύρω από την πόλη.
Το επιθετικό χτύπημα της καμπάνας ξυπνά τους ανύποπτους κατοίκους. Οι Γερμανοί τούς καλούν να συγκεντρωθούν στην πλατεία. Τον άρρενα πληθυσμό από ηλικίας 14 ετών και άνω, τρεις ολόκληρες γενιές, τους οδηγούν, όπως το κοπάδι τα πρόβατα, στον λόφο του Καππή, ενώ τα γυναικόπαιδα στοιβάζονται στο σχολείο. Την ίδια στιγμή, η εμπρηστική ομάδα της γερμανικής μεραρχίας αρχίζει να βάζει φωτιά και να καίει αδιακρίτως σπίτια, εκκλησιές και καταστήματα της μαρτυρικής πόλης.
Οι αντάρτες
Είναι η εφαρμογή της «Επιχείρησης Καλάβρυτα». Είναι τα αντίποινα για την εκτέλεση περίπου 80 αιχμαλώτων Γερμανών στρατιωτών και 3 τραυματιών, στις 7 Δεκεμβρίου, από τον ΕΛΑΣ. Οι αντάρτες, αφού σκότωσαν τους αιχμαλώτους κοντά στο Μάζι, πέταξαν τα πτώματά τους σε φαράγγι του Χελμού, ενώ τους τρεις τραυματίες τούς σκότωσαν και τους πέταξαν σε πηγάδι.
Οι Γερμανοί τα ανακαλύπτουν και γίνονται θηρία. Ενα σύνταγμα από το Αίγιο ξεκινά και βομβαρδίζει ανηλεώς όλα τα γύρω χωριά, που μετρούν το καθένα πολλούς νεκρούς. Οι εκτελέσεις ανύποπτων πολιτών είναι καθημερινό φαινόμενο. Και τώρα ήρθε η σειρά των Καλαβρύτων, με άνδρες κάθε ηλικίας να στέκονται απέναντι στα πολυβόλα.
Στην πρώτη σειρά ο παπα-Καλός, έτσι έλεγαν τον ιερέα τους Παναγιώτη Δημόπουλο, που τους έδινε κουράγιο. Και ο καθηγητής Κώστας Αθανασιάδηςτολμά και ρωτά τον ταγματάρχη Τένερ: «Θα μας σκοτώσετε;». «Οχι» απαντά εκείνος. Κι όλοι ανάσαναν με ανακούφιση. Ξαφνικά, κάτω από την πόλη που την τύλιξαν οι φλόγες και οι καπνοί, μια φωτοβολίδα δίδει το σύνθημα για το τι πρόκειται ν’ ακολουθήσει. Ο ταγματάρχης Τένερ σηκώνει το χέρι του και δίδει το σύνθημα. Πυρ!!!
Γύρω στα δέκα μυδράλια άρχισαν να ξεχύνουν φωτιά και σίδερο. Απέλπιδες φωνές και κλάματα ακούγονται από τους μελλοθάνατους. Σε λίγο απόλυτη σιγή. Η μυρωδιά του θανάτου αναδύεται στη βουνοπλαγιά και οι δολοφόνοι, περιφερόμενοι, ρίχνουν τη χαριστική βολή σε όποιον σαλεύει…
Δεκατρείς σώθηκαν απ’ το μακελειό. Σαν να γύρισαν από τον Αδη. Ο Πάνος Νικολαΐδης, απόστρατος αξιωματικός που σώθηκε κάνοντας τον πεθαμένο, είχε αφηγηθεί παλιά το μακάβριο έργο των δημίων: «Ακουσα το παιδί του Αντώνη Δημόπουλου να τρέχει πάνω στα πτώματα και να φωνάζει “βοήθεια, θέλω να ζήσω. Είμαι μαθητής, μη με σκοτώνετε…”». Ενας πυροβολισμός σταμάτησε τις φωνές του δωδεκάχρονου παιδιού!..
Χαριστική βολή
Διασωθείς και ο 17χρονος Αργύρης Φερλελής, που πέθανε τον Φλεβάρη του 2005, στα 77 του χρόνια. Δεκαπέντε χρόνια πριν, σε μια επέτειο της τραγωδίας, μας είχε αφηγηθεί: «Είχα μείνει ζωντανός. Πλησίασαν οι Γερμανοί με τα πόδια να βουλιάζουν στο αίμα και σ’ έναν έναν έδιναν τη χαριστική βολή… Δίπλα μου ένας γείτονας, που ζούσε ακόμα, μου λέει: “έρχεται η σειρά μας”. Εμένα είχε πιαστεί η αναπνοή και δεν μπορούσα να μιλήσω. Φτάνoυν σε μας, δίνουν δύο πιστoλιές στον γείτονά μου, στο κεφάλι, τον αποτέλειωσαν. Πετάχτηκαν τα αίματά του απάνω μου. Εμένα, όπως είχα το χέρι στο κεφάλι, με πυροβόλησαν, η σφαίρα τρύπησε το χέρι μου και με λάβωσε στο μέτωπο. Λέω “πάλι τη γλίτωσα. Δεν πέθανα”. Επειτα από καμιά δεκαριά λεπτά, έρχεται άλλος, με γραπώνει απ’ τον γιακά, μου γυρίζει το πρόσωπο και μου δίνει άλλη μια πιστολιά. Να, εδώ, στην κoρφή… Εμεινα για λίγο αναίσθητος. Οταν φύγανε οι Γερμανοί, ανασηκώθηκα ανάμεσα στους σκοτωμένους, κοιτάω και βλέπω στο δρομάκι, ερχόταν η μάνα μου η Μαριγώ. Μου λέει: “Πού είναι οι άλλοι;”. Τ’ αδέρφια μου, ο Βασίλης και ο Κίμων, ήταν παραδίπλα σκοτωμένοι. Εφυγα πατώντας στο αίμα που κύλαγε στο ποτάμι και το πόδι μου βούλιαζε…».
Τον γυναικόκοσμο που ήταν στο σχολείο, το ένστικτο οδηγεί σε κακές σκέψεις που δεν απέχουν από την πραγματικότητα. Και μέσα σε λίγη ώρα ακούγονται κραυγές φρίκης, τρόμου και απόγνωσης. Στριγγλιές φόβου και απελπισίας. Οιμωγές σπαραγμού και οδύνης. Και οι Γερμανοί στρατιώτες, αφού κουράστηκαν να εκτελούν αθώους σε σταθερό στόχο, κάθονται τώρα ν’ αναπαυθούν, να ψυχαγωγηθούν, να διασκεδάσουν για το απαίσιο έγκλημά τους…
Θεία δίκη για τους δολοφόνους
Λίγο μετά το μακελειό, ο κατοχικός πρωθυπουργός Ιωάννης Ράλλης στέλνει διάβημα στον Γερμανό διοικητή των γερμανικών δυνάμεων στην Ελλάδα, πτέραρχο Σπάϊντελ: «Πληροφορούμαι ότι ο άρρην πληθυσμός των Καλαβρύτων εξετελέσθη και όλαι αι οικείαι των κατοίκων εκάησαν. Άνω των 650 κατοίκων εκτελέσθηκαν…».
Η απάντηση του Σπάιντελ υπήρξε προφορική και καθησυχαστική. Παρέπεμψε την επιστολή στην Ανωτάτη Γερμανική Στρατιωτική Διοίκηση στο Βερολίνο, η οποία διέταξε ανακρίσεις. Τρεις αξιωματικοί παραπέμφθηκαν σε δίκη στο Έκτακτο Στρατοδικείο για υπέρβαση διαταγών…
Πάντως, οι Γερμανοί αξιωματικοί που έδωσαν τη διαταγή για την εκτέλεση των κατοίκων φαίνεται πως δεν έμειναν ατιμώρητοι. Ο στρατηγός Καρλ Φον Λε Σουίρ βρήκε τραγικό θάνατο στο ρωσικό μέτωπο, όπως και άλλοι χαμηλόβαθμοι αξιωματικοί…
Και η πιο διεστραμμένη ψυχή δεν θα ’ταν δυνατόν να συλλάβει την εκτέλεση κακουργήματος τέτοιας εκτάσεως. Τα Καλάβρυτα δεν έπρεπε να ξανακτισθούν! Τα ερείπια έπρεπε να μείνουν προσκύνημα των ελεύθερων ανθρώπων. Μια νεκρή πολιτεία! Γιατί πάνω σ’ αυτήν έβαλε τη σφραγίδα της η σαδιστική κραιπάλη των βανδάλων Ούννων του 20ού αιώνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου