[Η Ιταλία, όπως και η Ελλάδα, είναι μία από τις χώρες όπου φανερώνεται πολύ έντονα το πόσο το πολιτικό-κομματικό κατεστημένο έχει στραφεί ενάντια στις κοινωνικές ανάγκες και διαθέσεις της λαϊκής πλειοψηφίας και έχει γίνει η δύναμη επιβολής του ευρω-καθεστώτος. Μέσα στις ιταλικές λαϊκές τάξεις υπάρχει πλειοψηφική αποδοκιμασία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ευρώ, με χαρακτηριστική την απόρριψη της ΕΕ από τις νεότερες γενιές, αλλά το θέμα αυτό καταπνίγεται σήμερα και από τα τυχάρπαστα «ευρωσκεπτικιστικά» κόμματα που έβγαλε στον αφρό η κρίση της Ευρωζώνης όσο γίνεται ορατή η προσέγγισή τους στην κυβερνητική εξουσία. Έτσι, ενώ το θέμα του ευρώ ήταν στο επίκεντρο της ιταλικής δημόσιας συζήτησης τα τελευταία χρόνια, όσο πλησιάζουν οι εκλογές εξαφανίζεται από το προσκήνιο. Εν τέλει, τα γεγονότα δείχνουν σαφέστατα ότι τόσο τη συζήτηση όσο κυρίως τους
αγώνες για την αποδέσμευση από την ασφυξία του ευρώ και της ΕΕ μπορούν να τα φέρουν σε πέρας μόνο οι δυνάμεις που αποβλέπουν στη χειραφέτηση των εργαζομένων από το κεφάλαιο και τις υπερεθνικές ενώσεις του, στην κοινωνική απελεύθερωσή τους. Όλοι οι άλλοι είναι «περαστικοί», ή κερδοσκόποι για αλλότριους σκοπούς όπως η ακροδεξιά, της συντριβής που βιώνουν οι λαοί υπό το ευρω-καθεστώς.]
Καθώς ο Ιταλός πρόεδρος έχει προκηρύξει κοινοβουλευτικές εκλογές για τις 4 Μαρτίου, ο διεθνής επιχειρηματικός Τύπος παρουσιάζει μια πολύ οικεία αφήγηση: η Ιταλία ήταν η τελευταία χώρα που η ψήφος υπέρ των λαϊκιστικών δυνάμεων θα απειλούσε με αναταραχή την Ευρωζώνη. Ο Economist προειδοποίησε για μια «Νέα αβεβαιότητα στην Ευρώπη» , ενώ ο κύριος τίτλος του Forbes έγραφε ότι «Η Ευρώπη οπλίζεται με θάρρος ενώπιον των ιταλικών εκλογών». Ένας αρθρογράφος των Financial Times εξέφρασε τη γνώμη ότι ο πιθανός θρίαμβος του Κινήματος των Πέντε Αστέρων και της ακροδεξιάς Λέγκας του Βορρά θα προκαλούσε «καρδιακή προσβολή στους διεθνείς επενδυτές».
Όπως με την ήττα του Ματέο Ρέντσι στο περί συντάγματος δημοψήφισμα του Δεκεμβρίου του 2016, τα διεθνή ΜΜΕ είδαν τις επερχόμενες εκλογές στην Ιταλία μέσα από το πρίσμα της ευρύτερης ευρωπαϊκής πολιτικής, όπου ορίζονται ως μέρος μιας αφήγησης περί ανερχόμενου λαϊκισμού. Αλλά το μέλλον της Ευρωζώνης δεν αποτελεί θέμα της κεντρικής εκλογικής καμπάνιας στην Ιταλία. Στην πραγματικότητα, αυτό το τόσο κρίσιμο ζήτημα για την ίδια τη ζωή στην Ιταλία είναι αξιοσημείωτα απόν, αφού ακόμη και οι κάποτε ευρωσκεπτικιστές σήμερα υπαναχωρούν από τη ρήξη με το ευρώ.
Για να δείξουμε αδρά το πώς η όλη υπόθεση περί λαϊκισμού έχει αναστραφεί, αρκεί απλώς να σημειώσουμε την επανάκαμψη του Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Το 2011, ως πρωθυπουργός, είχε εκδιωχθεί από την κυβέρνηση εντελώς παράτυπα με τη συνέργια των Ευρωπαίων αξιωματούχων, θεωρούμενος ως ένας δημαγωγός που εμποδίζει την επίλυση της κρίσης στην Ευρωζώνη. Το 2018, επανήλθε ως ο προμαχώνας ενάντια στον λαϊκισμό στην Ευρώπη, και μάλιστα με τις ευλογίες της Άνγκελα Μέρκελ, πρόσφατα.
Και το πιο σημαντικό είναι ότι ακόμη και οι λαϊκιστές τους οποίους ισχυρίζεται ο Μπερλουσκόνι ότι αντιμάχεται εγκατέλειψαν τα σχέδια για την έξοδο από το ευρώ. Όντας πιο κοντά από ποτέ στην κυβερνητική εξουσία, ο ηγέτης του Κινήματος των Πέντε Αστέρων Λουίτζι ντι Μάγιο αυτοπροσδιορίζεται σήμερα ως πολέμιος της «ακραίας, λαϊκιστικής αντιευρωπαϊκής» πολιτικής. Ενώ το κόμμα του αφιέρωσε όλη την προηγούμενη δεκαετία σε εκκλήσεις για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για τη έξοδο από το ευρώ, ο Ντι Μάγιο απέκλεισε ρητά και κατηγορηματικά το σχετικό δημοψήφισμα. Το ίδιο ισχύει για την ακροδεξιά Λέγκα του Βορρά που εντάχθηκε στον συνασπισμό του Μπερλουσκόνι.
Εν απουσία κάποιας δύναμης η οποία να εξετάζει έστω το ενδεχόμενο δημοψηφίσματος για το ευρώ και που πιθανώς θα εκπροσωπηθεί κοινοβουλευτικά, οι διεθνείς επενδυτές δεν χρειάζεται ακόμη να χρησιμοποιήσουν απινιδωτές [για να συνέλθουν από την καρδιακή προσβολή]. Ωστόσο, η Ιταλία είναι επίσης μια χώρα με δυσοίωνες οικονομικές προοπτικές στην οποία αμφισβητείται πραγματικά η μακροπρόθεσμη δέσμευση στην Ευρωζώνη – ή, τουλάχιστον, η συναίνεση του λαού σ’ αυτήν. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η λαϊκή υποστήριξη του ευρώ είναι πιο μικρή από οποιοδήποτε άλλο κράτος-μέλος. Λιγότεροι από τους μισούς Ιταλούς θεωρούν το ευρώ «καλό για τη χώρα» και το ένα τρίτο τάσσεται υπέρ της επιστροφής στη λιρέτα, το ιταλικό νόμισμα πριν από το 2002.
Σ’ αυτή τη γενικότερη εικόνα, το πιο αξιοσημείωτο όλων είναι η δραματική διακύμανση της υποστήριξης του ευρώ μεταξύ των γενεών. Αυτή ειδικά η διαίρεση φανερώνει κάτι πολύ διαφορετικό από έναν ευρωσκεπτικισμό που βασίζεται στη νοσταλγία ή στον επαρχιωτισμό. Διότι ενώ οι ηλικίας σαράντα πέντε και άνω επιθυμούν την παραμονή στην Ευρωζώνη σε αναλογία τριών προς έναν, η αποχώρηση από το ευρώ είναι ελαφρώς πλειοψηφική μεταξύ των νεότερων Ιταλών. Αυτή η γενιά, που έχει πληγεί σκληρά από την κρίση, δεν αισθάνεται καθόλου δεσμευμένη στη συναίνεση που ένωσε τόσο τις [λεγόμενες] κεντροαριστερές όσο και τις [λεγόμενες] κεντροδεξιές κυβερνήσεις από τη δεκαετία του 1990.
Αν και οι αμφιβολίες των νέων Ιταλών για το νόμισμα αντιπροσωπεύουν μια ευρύτερη αποξένωση από τη θεσμική ζωή, οι νέοι αυτοί είναι στενά συνδεδεμένοι επίσης με τον ειδικό ρόλο του ευρωπαϊσμού στον ιταλικό δημόσιο λόγο. Όταν εισήλθε η Ιταλία στην Ευρωζώνη, το 2002, οι πολιτικές της ελίτ υποσχέθηκαν ότι το ενιαίο νόμισμα θα σηματοδοτούσε μια νέα εποχή σταθερότητας και οικονομικής μεγέθυνσης. Οι ισχυρισμοί αυτοί αποδείχθηκαν κενοί περιεχομένου στην περίοδο μετά την κρίση του 2008, καθώς η ανεργία των νέων εκτοξεύτηκε στο 40%. Καθώς η ιταλική οικονομία εισήλθε σε ύφεση, η ένταξη στο ευρώ σήμαινε λιτότητα όπως επίσης δημοσιονομικούς και νομισματικούς περιορισμούς που την ώθησαν σε έναν κύκλο χρέους και στασιμότητας.
Παρατηρώντας τη χαμηλή παραγωγικότητα και τις ανεπαρκείς υποδομές της Ιταλίας στη μετά το 2002 περίοδο, μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι μια απλή επιστροφή στη λιρέτα δεν θα πρόσφερε αυτόματη λύση στα διαρθρωτικά προβλήματα της χώρας. Αλλά ταυτόχρονα είναι δύσκολο να δούμε οποιαδήποτε προοδευτική εξέλιξη εντός του πλαισίου της Ευρωζώνης – δεδομένης, ιδίως, της ασφυκτικής επιρροής που ασκεί στην ιταλική πολιτική ζωή. Η συμμόρφωση με τους κανόνες της Ευρωζώνης παρείχε ιδεολογική κάλυψη στις «τεχνοκρατικές» και τις κυβερνήσεις των «μεγάλων συνασπισμών» για πάνω από έξι χρόνια. Το ευρώ έχει πλέον ταυτιστεί με μια εντεινόμενη αίσθηση δημοκρατικού ελλείμματος.
Η εμπειρία της Ιταλίας μέσα στην Ευρωζώνη επιδείνωσε την προϋπάρχουσα πολιτική αναταραχή. Η Ευρώπη όχι μόνο δεν θεράπευσε τις εγχώριες ασθένειες, αντιθέτως η χώρα έγινε πειραματικό εργαστήριο καταστροφικών μεταρρυθμίσεων που επιβλήθηκαν με την αγνόηση ακόμη και με την απροκάλυπτη περιφρόνηση της λαϊκής συγκατάθεσης. Το ευρώ τροφοδότησε την έλλειψη εμπιστοσύνης των νέων Ιταλών στην κεντρώα συναίνεση και οδήγησε ανυπότακτες δυνάμεις προς τα δεξιά. Η διακυβέρνηση του ευρω-καθεστώτος δεν παρέλυσε απλώς την κυβερνητική δράση, υπονόμευσε και την πίστη των Ιταλών στην ίδια την πολιτική. Ανεξαρτήτως του ποιος θα επικρατήσει στις επερχόμενες γενικές εκλογές, αυτή η διαδικασία πιθανότατα θα βαθύνει.
Το όνειρο της Ευρώπης
Το ευρώ εισάχθηκε στην Ιταλία στα τέλη της δεκαετίας του 1990 με μια προπαγάνδα που θα μπορούσε να περιγραφεί ως προβολή μιας αχαλίνωτα αισιόδοξης προοπτικής. Εκείνη την εποχή υπήρχε ενθουσιώδης υποστήριξη της ένταξης στην Ευρωζώνη από όλα τα κοινοβουλευτικά κόμματα, ενώ το μέγιστο μέρος της νομικής προπαρασκευής για την ένταξη έγινε, στα 1996-2001, υπό τις κυβερνήσεις του Κόμματος της Ελιάς, ενός κεντροαριστερού συνασπισμού, προδρόμου του σημερινού Δημοκρατικού Κόμματος. Για το Κόμμα της Ελιάς, η ιταλική υπογραφή, το 1997, στο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, που υπαγορεύει τους κρατικούς προϋπολογισμούς των κρατών-μελών, και στη συνέχεια η ένταξη στην Ευρωζώνη ισοδυναμούσαν με τον ενστερνισμό της «Ευρώπης» ως ενός νέου οράματος προόδου. Για τους πρώην κομμουνιστές που συμμετείχαν στον συνασπισμό αυτόν, το μαρξιστικό όραμα ενός κόσμου χωρίς κράτη και χρήμα είχε δώσει τη θέση του στην προοπτική ενός υπερκράτους και ενός ενιαίου νομίσματος.
Καθώς πρώην κομμουνιστές συμμάχησαν με πρώην χριστιανοδημοκράτες για να σχηματίσουν το Δημοκρατικό Κόμμα, ο ευρωπαϊσμός αποτέλεσε την ιδεολογική συγκολλητική ουσία, αντικαθιστώντας τα βασισμένα στις κοινωνικές τάξεις πολιτικά οράματα του 20ού αιώνα. Από την προσέγγιση του κομμουνιστή ηγέτη Ενρίκο Μπερλιγκουέρ με την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία , τη δεκαετία του 1980, μέχρι τις κεντροαριστερές κυβερνήσεις της δεκαετίας του 1990 και την υιοθέτηση του «τρίτου δρόμου», η εγκατάλειψη του κοινωνικού μετασχηματισμού στην Ιταλία συμβάδιζε με την υιοθέτηση του ευρω-φεντεραλισμού ως πολιτικού ορίζοντα. Με την υποχώρηση του εργατικού κινήματος και την άνοδο της ιδεολογίας της κοινωνικής αγοράς, η αριστερά της Ιταλίας συνέπραξε με πλήθος Ευρωπαίων σοσιαλδημοκρατών που θεωρούσαν τις Βρυξέλλες σύμμαχο στον αγώνα ενάντια στις εγχώριες αντιδραστικές δυνάμεις .Ο ενστερνισμός της Ευρωζώνης ήταν το τελευταίο στάδιο αυτής της ιδεολογικής πορείας.
Η πορεία αυτή συνεχίστηκε ακάθεκτα τα τελευταία χρόνια. Επιτομή της αποτελεί η προσπάθεια του επικεφαλής του Δημοκρατικού Κόμματος Ματέο Ρέντσι να επανασχεδιάσει την πολιτική σκακιέρα, αντικαθιστώντας τη δυαδικότητα αριστερά-δεξιά με μια άλλη που θέτει τους "κεντρώους" ευρωπαϊστές ενάντια στους «λαϊκιστές» ευρωσκεπτικιστές. Αν και κάποια στοιχεία αυτής της κατασκευής αποτελούν δάνειο από τον Εμανουέλ Μακρόν, είναι ενδεικτική η μακροχρόνια πίστη των ιταλικών ελίτ στο ότι το «μάντρωμα» της Ιταλίας σε κάποιο ευρύτερο πλαίσιο θα μπορούσε να μετριάσει ή να κατανικήσει την υποτιθέμενη ροπή της προς την αστάθεια. Υπ’ αυτό το πρίσμα, η «Ευρώπη» είναι το σύμβολο του εκσυγχρονισμού και της δημοκρατίας και οι υπερασπιστές της οι πρωτοπόροι της προσπάθειας να γίνει η Ιταλία μια «κανονική χώρα».
Στην πραγματικότητα, ενώ η κεντροαριστερά συχνά περιέγραφε τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι ως την επιτομή της ίδιας της «ανωμαλίας», δεν υπήρχαν διαφωνίες μεταξύ τους στο ζήτημα της ένταξης στην Ευρωζώνη. Επιστρέφοντας στην κυβερνητική εξουσία τον Μάιο του 2001, ο δισεκατομμυριούχος μεγιστάνας έσπευσε να δηλώσει πίστη στο ευρώ. Εκείνα τα Χριστούγεννα, ο πρωθυπουργός Μπερλουσκόνι, με προσωπική του δαπάνη, ταχυδρόμησε στους Ιταλούς είκοσι εκατομμύρια αριθμομηχανές για τη μετατροπή του νομίσματος , συνοδευόμενες με ενυπόγραφη επιστολή του. Ακόμη κι όταν ήταν στην αντιπολίτευση των κεντροαριστερών κυβερνήσεων , τη δεκαετία του 1990, ο Μπερλουσκόνι υποστήριζε αναφανδόν την ένταξη της Ιταλίας στο ευρώ: όπως είπε στις 25/3/1998, «Εμείς [της Forza Italia] μπορούμε να διεκδικήσουμε μεγάλο μέρος των ευσήμων για την ένταξη της Ιταλίας στο ευρώ: πάντα δείχναμε πόσο υπεύθυνοι είμαστε».
Όπως παρατήρησε ο Μάρκο Τραβάλιο, ο Μπερλουσκόνι χαιρέτισε κατ’ αρχάς το ευρώ ως δύναμη επιβολής της τάξης. Μετά τη νίκη του στις εκλογές, τον Μάιο του 2001, έσπευσε να βεβαιώσει ότι ήταν υπερήφανος που η Ιταλία εντάχθηκε στο ευρώ υπό την καθοδήγηση ενός «μεγάλου ευρωπαϊστή» ως κεφαλής του κράτους. Πράγματι, ο πρόεδρος Κάρλο Αζέλιο Κιάμπι εξέφρασε την πεποίθηση ότι το ευρώ , περισσότερο από ένα οικονομικό σχέδιο, ήταν μια νέα αυγή: η δημιουργία του ήταν ένα ιστορικό γεγονός, η πραγματοποίηση ενός ονείρου, συνώνυμου με τη θεραπεία της οικονομίας, τη νομισματική σταθερότητα, τα χαμηλά επιτόκια, τη διαφάνεια όσον αφορά τα αγαθά και τις υπηρεσίες και άρα τη μεγαλύτερη ελευθερία των καταναλωτών, αλλά πάνω απ’ όλα ήταν συνώνυμο με τη γέννηση της Ευρώπης ως πολιτικού υποκειμένου.
Στις 15 Ιανουαρίου του 2002, μόλις δύο εβδομάδες εντός της Ευρωζώνης, ο Μπερλουσκόνι είπε στους τηλεθεατές ότι «το ευρώ λειτουργεί, αυτή είναι μια αδιαφιλονίκητη αλήθεια».
Ακόμη και στις τελευταίες του ομιλίες από τη θέση της κυβέρνησης, ο Μπερλουσκόνι , όπως και η κεντροαριστερή αντιπολίτευση, παρουσίασε την Ευρωζώνη ως μια εξωτερική εγγύηση για τη διόρθωση των οικονομικών δεινών της Ιταλίας. Μιλώντας στις 22/2/2009, ο δισεκατομμυριούχος πρωθυπουργός σημείωνε:
Εάν η Ευρώπη είναι σήμερα ικανή να αντιδράσει αποτελεσματικά στις συνέπειες της χρηματοπιστωτικής κρίσης, μέσω εθνικού σχεδιασμού κατά της κρίσης, αυτό οφείλεται στη σταθερότητα του ευρώ και στην αποκατάσταση της ευελιξίας του προϋπολογισμού.
Στην πραγματικότητα όμως, η κρίση έκανε ακόμη πιο ασφυκτικά τα δεσμά του ευρώ. Η ιταλική κυβέρνηση, μην μπορώντας να χρησιμοποιήσει τη νομισματική πολιτική για να μειώσει το χρέος ή , στην πραγματικότητα, για να δώσει ώθηση στις επενδύσεις, ήταν έρμαιο των διαθέσεων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) όταν ξέσπασε η κρίση.
Κατά τη δεκαετία του 2000, ο Μπερλουσκόνι περιστασιακά ρίσκαρε λέγοντας ότι η μετατροπή της λιρέτας σε ευρώ, κατά το πρώτο διάστημα πραγματικής εφαρμογής, είχε αυξήσει τις τιμές και είχε μειώσει τις αποταμιεύσεις των Ιταλών, φτάνοντας μέχρι το σημείο να χαρακτηρίσει το νόμισμα ως το «ευρώ του Πρόντι», μια κοροϊδευτική αναφορά στον πρώην πρωθυπουργό του Κόμματος της Ελιάς. Ήταν η κρίση της Ευρωζώνης, στις αρχές της δεκαετίας του 2010, που τον διαχώρισε από την ευρωπαϊστική συναίνεση, όταν καταβυθίστηκε η εμπιστοσύνη των επενδυτών στις νοτιοευρωπαϊκές οικονομίες. Οι διοικητές της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Ζαν-Κλοντ Τρισέ και Μάριο Ντράγκι χρησιμοποίησαν την κρίση για να αναγκάσουν τις εκλεγμένες κυβερνήσεις της Ελλάδας και της Ιταλίας να συμμορφωθούν με το απλοϊκό δόγμα ότι η κρίση οφειλόταν στο μεγάλο δημόσιο χρέος, το οποίο έπρεπε να πληρωθεί μέσω περικοπών στους προϋπολογισμούς. Επιδοκίμαζαν ηχηρά τη θέση του αντιπολιτευόμενου Δημοκρατικού Κόμματος που έριχνε την ευθύνη στην «ανευθυνότητα» του Μπερλουσκόνι.
Την παρέμβαση των Τρισέ-Ντράγκι συμβόλισε κυρίως η επιστολή τους προς την κυβέρνηση της Ρώμης [https://www.reuters.com/article/us-italy-ecb/trichets-letter-to-rome-published-urged-cuts-idUSTRE78S4MK20110929] τον Αύγουστο του 2011, με την οποία απαιτούσαν δραστικές περικοπές στον ιταλικό προϋπολογισμό, χωρίς τις οποίες η ΕΚΤ θα σταματούσε να αγοράζει ιταλικά ομόλογα. Η επιστολή δεν ήταν μια παρέμβαση για να σταματήσει η κρίση, αλλά μια κίνηση για να ωθηθεί η Ιταλία πιο κοντά στο χείλος της κρίσης, προκειμένου να επιβληθεί πολιτική αλλαγή. Ήδη ο πρόεδρος Ναπολιτάνο (άνθρωπος του Δημοκρατικού Κόμματος και βετεράνος της δεξιάς πτέρυγας του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος) είχε εν αναμονή μια νέα κυβέρνηση. Ο Μπερλουσκόνι δεν είχε πολιτικά και οικονομικά εργαλεία για να αντιδράσει στις αυξανόμενες πιέσεις της αγοράς και τον Νοέμβριο ο Ναπολιτάνο διόρισε το σύμβουλο της Goldman Sachs Μάριο Μόντι ως πρωθυπουργό μιας κυβέρνησης μη εκλεγμένων τεχνοκρατών. Ο Μπερλουσκόνι παραπονέθηκε ότι έγινε «πραξικόπημα».
Νέες αντιπολιτεύσεις
Μετά τις αναστατώσεις του 2011, η κεντροδεξιά άρχισε να ξαναγράφει την ιστορία ως προς τη στάση της έναντι της Ευρωζώνης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης γενικότερα. Ο Μπερλουσκόνι παρουσίασε τον εαυτό του ως αντίπαλο του ασύνετου ευρωπαϊσμού που είχε οδηγήσει τη χώρα στο ενιαίο νόμισμα, κατηγορώντας αποκλειστικά το Δημοκρατικό Κόμμα. Λίγο πριν την έξωσή του από την κυβέρνηση, τον Νοέμβριο του 2011, ο Μπερλουσκόνι δήλωσε ότι «αυτό το παράξενο νόμισμα δεν έπεισε κανέναν». Στα τέλη του 2012, προειδοποίησε ότι «αν τα επιτόκια δεν μειωθούν, θα αναγκαστούμε να φύγουμε από το ευρώ και να επιστρέψουμε στο εθνικό μας νόμισμα για να γίνουμε ανταγωνιστικοί». Και αργότερα πρότεινε να επανεισαχθεί η λιρέτα παράλληλα με το ευρώ, μια πρόταση που απορρίφθηκε μετά πολλών επιπλήξεων από τις Βρυξέλλες. [Όλες οι αναφορές στους παρακάτω συνδέσμους κατά σειρά: http://www.telegraph.co.uk/finance/financialcrisis/8859135/Debt-crisis-as-it-happened-October-28-2011.html http://atlanticsentinel.com/2012/12/berlusconi-threatens-italian-eurozone-exit-rises-in-polls/https://www.bloomberg.com/news/articles/2017-03-09/enter-berlusconi-a-man-a-ban-and-his-plan-to-restore-the-lira]
Παρόλο που η ρητορική του Μπερλουσκόνι αναγνώριζε ότι μειωνόταν η υποστήριξη του κοινού προς το ευρώ, η κεντροδεξιά δεν είχε καμιά πρόθεση να αμφισβητήσει τους υφιστάμενους κανόνες της Ευρωζώνης. Από τον Νοέμβριο του 2011 μέχρι τις εκλογές του Φεβρουαρίου του 2013, το κόμμα του Μπερλουσκόνι, όπως και το Δημοκρατικό Κόμμα, υποστήριξαν κοινοβουλευτικά την κυβέρνηση του Μ. Μόντι. Ακόμη και μετά από τις εκλογές του 2013, στην Ιταλία υπήρξαν επί πέντε χρόνια κυβερνήσεις που υποστηρίζονταν από το Δημοκρατικό Κόμμα και στοιχεία της κεντροδεξιάς, αλλά χωρίς τον Μπερλουσκόνι. * Αυτές οι κυβερνήσεις συμμορφώθηκαν χωρίς καμιά εξαίρεση σε μια παρόμοια ατζέντα, εφόσον τα πακέτα αναχρηματοδότησης της ΕΚΤ επέβαλλαν συγκεκριμένες οικονομικές «μεταρρυθμίσεις», που περιλάμβαναν από περικοπές του προϋπολογισμού μέχρι την αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης.
Η κατάσταση βελτιώθηκε κάπως μετά το 2015, όταν η ΕΚΤ αύξησε την αγορά ιταλικών ομολόγων, στο πλαίσιο μιας μορφής ποσοτικής χαλάρωσης. Εντούτοις, η ΕΚΤ σχεδιάζει να μειώσει κατά το ήμισυ τη στήριξή της μετά τον Ιανουάριο του 2018 [https://www.theguardian.com/business/2017/oct/26/ecb-to-halve-bond-buying-as-it-plans-to-scale-back-quantitative-easing]. Η μείωση της αγοράς ομολόγων θα προκαλέσει αύξηση των επιτοκίων στα ιταλικά ομόλογα, αναγκάζοντας την ιταλική κυβέρνηση να μειώσει τις δημόσιες δαπάνες για να συμμορφωθεί με τους αυστηρούς περί προϋπολογισμών κανόνες που επιβάλλει το Δημοσιονομικό Σύμφωνο. Η χώρα, συνεπώς, είναι στο έλεος της δημοσιονομικής πολιτικής που επιβάλλουν τα δόγματα του γερμανικής παραλλαγής φιλελευθερισμού (ordo-liberal dogmas), ανεξαρτήτως της επιλογής των ψηφοφόρων στις 4 Μαρτίου.
Ο ασφυκτικός ευρωζωνικός περιορισμός των πολιτικών επιλογών βασίζεται στη μακρά ιστορία των «τεχνοκρατικών» κυβερνήσεων της Ιταλίας που διαχωρίζουν την οικονομική πολιτική από τη βούληση των ψηφοφόρων και τοποθετούν την εκτελεστική εξουσία πάνω από τις διακυμάνσεις της πολιτικής των κομμάτων. Στην πραγματικότητα, το κλισέ ότι το πολιτικό σύστημα της Ιταλίας είναι χαοτικό αποκρύπτει την πιο ουσιώδη πραγματικότητα μιας κρατικής μηχανής ανθεκτικής στη λαϊκή πίεση, η οποία επίσης βασίζεται ως προς αυτό στις έξωθεν εγγυήσεις. Πέντε δεκαετίες μετά το φασισμό, ο δυισμός του Ψυχρού Πολέμου διατήρησε τη χριστιανοδημοκρατική τάξη πραγμάτων, χωρίς καμιά διακοπή στην άσκηση της εξουσίας. Μετά τη δεκαετία του 1990, και την κατάρρευση αυτής της ψευδούς σταθερότητας, η Ευρωζώνη πρόσφερε στα [λεγόμενα] κεντρώα κόμματα ένα νέο καθεστώς συνεχούς διακυβέρνησης.
Η απαξίωση αυτής της τάξης πραγμάτων τη δεκαετία του 2000 δημιούργησε το πλαίσιο μέσα στο οποίο εμφανίστηκε το Κίνημα των Πέντε Αστέρων (M5S) για να αμφισβητήσει τα κατεστημένα κόμματα. Το M5S, που ιδρύθηκε το 2007-8, υποσχόταν επί μακρόν ότι θα εκδιώξει την «κάστα», θα βάλει στην άκρη το Popolo della Libertà (PdL –Λαό της Ελευθερίας) του Μπερλουσκόνι, όπως και το «Δημοκρατικό Κόμμα χωρίς L” του Ματέο Ρέντσι. Εκτός από την ισχυρή ρητορική του κατά της διαφθοράς, από την ίδρυσή του μία από τις βασικές πολιτικές επιλογές του M5S ήταν η επαναφορά της λιρέτας για να ανακτήσει η Ιταλία την «οικονομική κυριαρχία» της. Με την κατάρρευση της αριστεράς το 2008, (μετά την υποστήριξη της κυβέρνησης του κεντρώου συνασπισμού από την Κομμουνιστική Επανίδρυση), το M5S εμφανίστηκε ως η βασική δύναμη πολιτικής ανανέωσης.
Ομαλοποίηση
Οι δυνάμεις που τροφοδότησαν το M5S είναι προφανείς. Η έλλειψη πολιτικών επιλογών, μια περιχαρακωμένη και διεφθαρμένη πολιτική τάξη και οι δεινές οικονομικές συνθήκες, ιδίως για τους νέους, συνέβαλαν στην εξάπλωση της απογοήτευσης. Σε αντίθεση με τα κατεστημένα κόμματα και με τους κρατικούς θεσμούς που δεν είναι δεκτικοί στην λαϊκή πίεση, το M5S πρόσφερε «άμεση δημοκρατία» σε όποιον ήθελε να ενταχθεί στις γραμμές του μέσω του διαδικτυακού συστήματος ψηφοφοριών. Υποσχόταν να αλλάξει όχι μόνο τα αποτελέσματα, αλλά και το πώς ασκείται η πολιτική στην Ιταλία, ένα μήνυμα που φαινόταν να συντονίζεται με μια ζορισμένη γενιά νεαρών ψηφοφόρων. Σήμερα, πάνω από το ένα τρίτο των κάτω των 45 ετών υποστηρίζουν το M5S. Για πολλούς από αυτούς, το M5S είναι η απάντηση στη συνεχιζόμενη ανεργία και στα προβλήματα των νέων μεταξύ 18 και 34 ετών, το 68% των οποίων δεν μπορεί να ζήσει ανεξάρτητα και καθηλώνεται στο οικογενειακό σπίτι.
Εκτός από τις τεράστιες οικονομικές ανισότητες, η διαίρεση των γενεών συσχετίζεται και με έναν ιδεολογικό διαχωρισμό που αφορά την Ευρώπη. Μετά το 1945, οι ιταλικές ελίτ ως επί το πλείστον θεωρούσαν το ευρωπαϊκό σχέδιο κλειδί για την αντιμετώπιση των ιστορικών κακοδαιμονιών της χώρας και τον φεντεραλισμό [την υποστήριξη του ομοσπονδιακού συστήματος] ως την υψηλότερη ένδειξη των δημοκρατικών και εκσυγχρονιστικών διαπιστευτηρίων της χώρας. Αν και κάποιοι αντιφασίστες της εποχής του πολέμου, όπως ο Αλτιέρο Σπινέλι, είχαν εκφράσει την επιθυμία για ηπειρωτική ενότητα, αυτό αργότερα συγχωνεύτηκε σε έναν μύθο που έδενε άμεσα την αναγέννηση της ιταλικής δημοκρατίας με τον ευρω-φεντεραλισμό. Είναι αποκαλυπτικό το ότι , στις 25 Απριλίου 2017, στην πορεία για τη νίκη κατά του ναζισμού, το Δημοκρατικό Κόμμα του Μιλάνου έφερε σημαίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και κομματικά πανό χρωματισμένα με τα μπλε και κίτρινα χρώματα της ΕΕ, αντί για την ιταλική τρίχρωμη πράσινη-κόκκινη-άσπρη σημαία.
Ο ενθουσιασμός για το ευρωπαϊκό σχέδιο έχει μια ορισμένη απήχηση στους συνταξιούχους οπαδούς του Δημοκρατικού Κόμματος, αλλά πολύ λιγότερη στους νέους ψηφοφόρους που πιθανότατα θα ψηφίσουν M5S (αν πάνε καν να ψηφίσουν). Οι νέοι δεν είναι απλώς απομακρυσμένοι από τις μνήμες του πολέμου και των αρχικών υποσχέσεων του ευρωπαϊκού σχεδίου, αλλά και πολύ λιγότερο προσκολλημένοι στα κεντρώα κόμματα, που τα πρόσφατα χρόνια αποδείχθηκαν ανίκανα να δώσουν την ελπίδα ότι τούτη η γενιά θα τα καταφέρει καλύτερα από ό,τι οι προηγούμενες. Πολλοί νέοι ψηφοφόροι δεν έχουν ζήσει καμιά άλλη εποχή πλην της τρέχουσας εποχής της κρίσης, τόσο όσον αφορά την εγχώρια όσο και την ευρωπαϊκή πολιτική. Με αυτή την έννοια, δεν εκπλήττεται κανείς που διακατέχονται από πολύ πιο έντονο ευρωσκεπτικισμό σε σχέση με τους γονείς τους, σε όλο το φάσμα της διαίρεσης δεξιάς-αριστεράς.
Ακολουθώντας αυτές τις κοινωνικές τάσεις, ήταν εύκολο για το M5S να υιοθετήσει το κάλεσμα για αποχώρηση από το ευρώ, ιδίως στην αρχική φάση διαμαρτυρίας. Αρχίζοντας με τις διαδηλώσεις της Ημέρας V (v για vaffanculo ή «Άντε γαμηθείτε!») του τέλους της δεκαετίας του 2000, η προσπάθεια του M5S να εκφράσει την οργή απέναντι στις κυβερνητικές αρχές ταίριαζε εύκολα με την αντιπάθεια για την απόμακρη εξουσία της ΕΕ και της ΕΚΤ. Ωστόσο, αυτή η προσέγγιση συχνά στερείται πολιτικής σαφήνειας, εφόσον το M5S ουδέποτε περιέγραψε ένα σχέδιο για το πώς ακριβώς θα πραγματοποιούνταν η επιστροφή στη λιρέτα. Αυτό φάνηκε καθαρά σε μια τηλεοπτική εμφάνιση βουλευτίνας του M5S (μια εμφάνιση που χλευάστηκε πολύ) τον Δεκέμβριο του 2017, όταν υποστήριξε ότι το δημοψήφισμα για την έξοδο από το ευρώ είναι αναγκαίο, αλλά η ίδια δεν μπορούσε να πει τι θα ψήφιζε.
Καθώς το M5S προσεγγίζει την κυβερνητική εξουσία, προσπαθεί να γίνει «πιο κατεστημένο», ιδίως υιοθετώντας μια πιο ήπια στάση στο θέμα του ευρώ. Ενώ ήταν επί μακρό χρονικό διάστημα μέλος της ευρωκοινοβουλευτικής ομάδας «Ευρώπη της Ελευθερίας και της Άμεσης Δημοκρατίας» (EFDD – μιας ακραίας δεξιάς ομαδοποίησης της οποίας ο πιο εξέχων εκπρόσωπος είναι ο Νάιτζελ Φάρατζ), τον Ιανουάριο του 2017, ο ηγέτης του, Μπέπε Γκρίλο, αναφέρθηκε σε μια αλλαγή πολιτικής. Κάλεσε τα μέλη να ψηφίσουν υπέρ της ένταξης στη «Συμμαχία Φιλελεύθερων και Δημοκρατών για την Ευρώπη» (ALDE), την ευρωκοινοβουλευτική ομάδα των φεντεραλιστών στην οποία συμμετέχουν προσωπικότητες όπως ο Γκι Φερχόφστατ και οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες. Ωστόσο, και αφού το 78% των μελών υποστήριξε την πρόταση, η ALDE απέκρουσε τον Γκρίλο, αναγκάζοντάς τον σε έναν καινούργιο εναγκαλισμό με τον Φάρατζ.
Παρόλο που επιχείρησε να ενταχθεί στην ALDE, το M5S συνέχισε να ζητά δημοψήφισμα για το ευρώ, αλλά καθώς πλησιάζουν οι εκλογές του Μαρτίου απομακρύνεται απ’ αυτή τη θέση του. Τον Σεπτέμβριο του 2017, ο υποψήφιός του για την πρωθυπουργία Λουίτζι ντι Μάγιο απευθύνθηκε στο επιχειρηματικό φόρουμ Cernobbio, διαβεβαιώνοντας τους βιομήχανους ότι δεν ήθελε μια «ακραία, λαϊκιστική, αντι-ευρωπαϊκή» κυβέρνηση και ότι σχεδίαζε το δημοψήφισμα για το ευρώ μόνο ως «έσχατη λύση». Στις 18 Δεκεμβρίου, ο Ντι Μάγιο δήλωσε ότι ενώ αυτός θα επέλεγε την έξοδο από το ευρώ εάν ετίθετο αυτό το θέμα σε ψηφοφορία, ένα τέτοιο δημοψήφισμα θα ήταν αναγκαίο μόνο αν η Ευρωζώνη αποτύγχανε να μεταρρυθμιστεί.
Αυτή η μετατόπιση ολοκληρώθηκε με τη δημοσίευση του προγράμματος του M5S στις 21 Ιανουαρίου, στο οποίο δεν υπάρχει καν αναφορά στην ΕΕ ή στην Ευρωζώνη. Με το κόμμα του πιο κοντά από ποτέ στην κυβερνητική εξουσία, ο Ντι Μάγιο επέλεξε να αφοπλίσει αυτό που θα μπορούσε να αποτελέσει μια βόμβα στα θεμέλια της κυβέρνησής του. Ταυτόχρονα, ακόμη και οι δυνητικοί εκ δεξιών εταίροι στο συνασπισμό του M5S υπαναχώρησαν σ’ αυτό το θέμα, ανάγοντας την υπέρ του Italexit στάση τους σε μια καταδίκη της αποτυχίας του ευρώ.
Η άκρα δεξιά
Όπως σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, η συζήτηση για το ευρώ παραμορφώνεται εφόσον συνδέεται με μια πιο γενική διαμάχη για την πολιτισμική ταυτότητα, στην οποία το Δημοκρατικό Κόμμα και οι σύμμαχοί του παρουσιάζουν τις αμφιβολίες για το νόμισμα ως μια «λαϊκιστική» ή «φασιστική» απόρριψη του φιλελεύθερου κοσμοπολιτισμού. Υπό μία έννοια, αυτό όντως αντανακλά τις απόψεις της ιταλικής ακροδεξιάς για το ευρώ και την ΕΕ. Αλλά η υπόθεση του ιταλικού εθνικισμού είναι, όπως πάντα, πολύ πιο περίπλοκη. Όπως ακριβώς μια ευρω-φεντεραλίστρια του Δημοκρατικού Κόμματος σαν την Πατρίσια Πρεστιπίνο μπορεί να μιλά για την «υπεράσπιση της ιταλικής φυλής» [PD's Prestipino: Support for mums to continue Italian 'race' http://www.italianinsider.it/?q=node/5685] με την αντίσταση στην πολυπολιτισμικότητα, μια ακροδεξιά δύναμη όπως οι Fratelli d’Italia μπορούν να παρουσιάζουν τις εντάσεις που προκαλεί το ευρώ ως απειλή για την ενοποιημένη ευρωπαϊκή ταυτότητα.
Σε όλη την Ευρώπη, νέες πολιτικές δυνάμεις που επιζητούν να ριζώσουν στις παλιές βιομηχανικές ζώνες έχουν αναγνωρίσει την εναντίωση στο ευρώ ως μέσο αποδυνάμωσης των παλιών αριστερών κομμάτων στο «κοινωνικό» πεδίο, ενώ ταυτόχρονα προσαρμόζουν την αποβιομηχάνιση και την αποστέρηση σε μια ευρύτερη εθνικιστική αφήγηση. Ο Φλοριάν Φιλιπό, σύμβουλος της Μαρίν Λεπέν, εξέφρασε με τον καλύτερο τρόπο αυτή την προσπάθεια κατά τη διάρκεια της γαλλικής προεδρικής εκστρατείας του 2017, προωθώντας μια πιο κοινωνική οικονομική ατζέντα παράλληλα με ισχυρή συνηγορία υπέρ της εξόδου από το ευρώ. Έτσι, πριν από τις ιταλικές εκλογές της 4ης Μαρτίου, βλέπουμε έναν οικονομολόγο που είναι κατ’ όνομα υπέρ μιας «υπό την αριστερή έννοια κυριαρχίας», όπως ο Αλμπέρτο Μπανάι, να μετακινείται [ως υποψήφιος] στη Λέγκα του Βορρά.
Ωστόσο, ενώ ακόμη και πολύ πρόσφατα ο ηγέτης της Λέγκα Ματέο Σαλβίνι χαρακτήρισε το ευρώ «αποτυχημένο πείραμα», το μεγαλύτερο ακροδεξιό κόμμα της Ιταλίας δεν προτείνει πλέον αμετάκλητη ρήξη. Αυτό οφείλεται στη συμφωνία του με τη Forza Italia του Μπερλουσκόνι και άλλα μικρότερα κόμματα που παρουσιάζονται ως ο «κεντροδεξιός συνασπισμός» στις εκλογές της 4ης Μαρτίου. Ο Μπερλουσκόνι, που, στη σύνοδο του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος στη Μάλτα το 2017, υποσχέθηκε στην Άνγκελα Μέρκελ πως θα «αντισταθεί στον λαϊκισμό», ενσωμάτωσε σκληροπυρηνικές αντιδραστικές δυνάμεις σε έναν εκλογικό συνασπισμό (αν και όχι αναγκαία σε μια κυβερνητική συμμαχία) με τη δέσμευση της παραμονής στο ευρώ.
Ενώ η εκλογική καμπάνια της Λέγκας βασίζεται άκαμπτα στη φυλή, τη μετανάστευση και στον χειρισμό εκ μέρους της ΕΕ της προσφυγικής κρίσης, η προοπτική της κυβερνητικής εξουσίας απαίτησε να παραγκωνίσει το ζήτημα της Ευρωζώνης. Έτσι, με τα δύο κόμματα , τη Λέγκα και το Κίνημα των Πέντε Αστερων, να έχουν εγκαταλείψει τις θέσεις τους για δημοψήφισμα ( ο αριστερός συνασπισμός Potere al Popolo –Εξουσία στο Λαό είναι η μόνη δύναμη που υποστηρίζει τη «ρήξη με τις ευρωπαϊκές συνθήκες») η κύρια συζήτηση περιστρέφεται γύρω από τους όρους συμμετοχής της Ιταλίας. Κανένα κόμμα δεν προτείνει ουσιαστική ευρύτερη μεταρρύθμιση της Ευρωζώνης, συνεπώς το βασικό πεδίο διαφωνιών είναι απλώς το όριο που θέτει η Ευρωζώνη στα ελλείμματα του προϋπολογισμού.
Η Λέγκα, όπως και το Κίνημα των Πέντε Αστέρων, διακηρύσσοντας ότι αποτελεί εμπόδιο στις κρατικές επενδύσεις, επιμένει ότι δεν αναγνωρίζει το όριο του 3% και υποστηρίζει τη θέση να αποφασίσει η επόμενη κυβέρνηση με τον δικό της τρόπο τις δαπάνες, προκειμένου να μειώσει το κρατικό χρέος. Ταυτόχρονα, το Δημοκρατικό Κόμμα έχει υποσχεθεί να «αγγίξει το όριο» του 3% διατηρώντας ένα έλλειμμα 2,9% για να υποστηρίξει τις επενδύσεις. Ο Μπερλουσκόνι κατά καιρούς επιδίωξε να δώσει διαβεβαιώσεις για την υπευθυνότητά του: μιλώντας πρόσφατα στις Βρυξέλλες [https://www.reuters.com/article/eurozone-italy-berlusconi/berlusconi-backs-eu-rules-on-deficits-ahead-of-election-idUSB5N1JD02C] έδωσε έμφαση στην «ανάγκη να τιμούμε τις δεσμεύσεις μας προς την Ευρώπη, περιλαμβανομένου του ορίου του 3%», αν και αργότερα, σε μια συνέντευξη σε ιταλικό ραδιόφωνο, πρόσθεσε ότι αυτό το όριο θα έπρεπε να γίνει σεβαστό «εάν είναι δυνατόν». Όπως πάντα, η στρατηγική του γηραιού μαέστρου είναι να λέει σε όλους ό,τι θέλουν να ακούσουν, διατηρώντας ανοικτές τις επιλογές του.
Αποκαλυπτικό από αυτή την άποψη ήταν το ρεπορτάζ της εφημερίδας La Repubblica στις 28 Ιανουαρίου [τρέχοντος έτους] για μια συνάντηση ανάμεσα στον Μπερλουσκόνι και τον πρόεδρο της Κομισιόν Ζαν-Κλοντ Γιουνκέρ. Ο μεγιστάνας είχε ήδη ενσωματώσει τη Λέγκα και το μεταφασιστικό μόρφωμα Fratelli d’Italia στο συνασπισμό του, εξασφαλίζοντας ότι μια κυβέρνηση της δεξιάς θα κρατούσε την Ιταλία μέσα στο ευρώ. Στη συνάντηση όμως, είπε, καθώς λέγεται, στον Γιουνκέρ ότι , αφού είχε φιμώσει την αντίθεση αυτών των δυνάμεων στο ευρώ, έλπιζε να τις εγκαταλείψει μετά τις εκλογές. Ένας τέτοιος ελιγμός θα έμοιαζε με τις κινήσεις του μετά τις εκλογές του 2013, όταν, αφού είχε συμπαραταχθεί μ’ αυτές τις ίδιες δυνάμεις, τις εγκατέλειψε στηρίζοντας τον μεγάλο συνασπισμό με το Δημοκρατικό Κόμμα [μέχρι τον Νοέμβριο εκείνου του έτους].
Το δημοκρατικό έλλειμμα
Η προσπάθεια του Μπερλουσκόνι να περιορίσει την εκστρατεία των εταίρων του σχετικά με το ευρώ, αφού είχε καλλιεργήσει επί αρκετά χρόνια ο ίδιος την αμφιβολία για τη βιωσιμότητα του ενιαίου νομίσματος, απέδωσε καρπούς, σπρώχνοντας το θέμα της Ευρωζώνης στο περιθώριο της εκλογικής συζήτησης. Ο βετεράνος περφόρμερ πέτυχε, υπ’ αυτή την έννοια, να πραγματοποιήσει μια κλασική ταχυδακτυλουργική εξαφάνιση: ρίχνεται η αφετηριακή βολή, ο καπνός διαλύεται και ο ελέφαντας εξαφανίζεται πίσω από την κουρτίνα του μάγου. Όμως, όταν σιγάσουν τα χειροκροτήματα, μπορεί να ακούσει κανείς το κουρασμένο γηραιό θηρίο να αγκομαχά στα παρασκήνια. Σε όσα τεχνάσματα κι αν καταφύγει ο Μπερλουσκόνι, για να αφοπλίσει το θέμα του ευρώ, η χαρακτηριστική μυρωδιά της κοπριάς του ελέφαντα ακόμη υπάρχει στον αέρα.
Ενώ το όριο των ελλειμμάτων δείχνει με τυπικό τρόπο τον οικονομικό ζουρλομανδύα που φοράει η Ευρωζώνη στα κράτη-μέλη, η συζήτηση γι’ αυτό το θέμα απλώς ξύνει ελαφρά την επιφάνεια των περιορισμών που επιβάλλει η Ευρωζώνη. Το κρίσιμο ζήτημα δεν είναι οι μικροπαραλλαγές της πολιτικής των δαπανών που προβάλλουν τα κατεστημένα κόμματα, αλλά το ότι η ένταξη σ’ αυτήν απαγορεύει στην Ιταλία να ακολουθεί ανεξάρτητη νομισματική πολιτική. Παρόλο που η μόνιμη υποτίμηση της λιρέτας , εκτός από τις περιόδους σταθερών ισοτιμιών, δεν ήταν ακριβώς μια χρυσή εποχή (η λιρέτα ήταν, πάν’ απ’ όλα, ασταθής), οι κυβερνήσεις στη Ρώμη είχαν τουλάχιστον τη δυνατότητα αυξανόμενων νομισματικών προσαρμογών, μειώνοντας τα χρέη σε λιρέτα και, το πιο σημαντικό, χρησιμοποιώντας τις υποτιμήσεις για να διατηρήσουν ανταγωνιστικές τις ιταλικές εξαγωγές.
Συνεπώς, τα προβλήματα υπερβαίνουν κατά πολύ τους συγκεκριμένους κανόνες του ευρώ ή αφορούν ακόμη λιγότερο τις τιμές μετατροπής του 2002. Το ενιαίο νόμισμα είναι ένας μηχανισμός που έχει ωφελήσει τις γερμανικές εξαγωγικές βιομηχανίες και τα κρατικά οικονομικά εις βάρος της περιφέρειας της ευρωπαϊκής ηπείρου. Η εξασφάλιση τεχνητά χαμηλής συναλλαγματικής ισοτιμίας (σε σχέση με το γερμανικό μάρκο) επέτρεψε στις γερμανικές εταιρείες να βυθίσουν τους αντιπάλους τους σε χώρες όπως η Ιταλία κάτω από ένα τεράστιο κύμα φθηνών εξαγωγών. Και αφού έπνιξαν τις ιταλικές βιομηχανίες, ο γερμανικός χρηματοπιστωτικός τομέας ήταν ελεύθερος να πετάξει τη σωσίβια λέμβο: ανακυκλώνοντας τα πρωτοφανή πλεονάσματα της Γερμανίας ως φθηνή πίστωση τόσο στο κράτος όσο και στους καταναλωτές. Με τη σειρά της η Ιταλία αναγκάστηκε να εκδώσει τα χρέη της σε ένα νόμισμα το οποίο είναι ουσιαστικό ξένο. Οι κοινωνικές συνέπειες αυτής της δυναμικής είναι καταστροφικές.
Οι οικονομικά καταστροφικές συνέπειες της Ευρωζώνης δεν φάνηκαν τόσο δραματικά στην Ιταλία όσο στην Ελλάδα. Υπάρχει στασιμότητα και αργή έξοδος των νέων Ιταλών, αντί μιας δραματικής κατάρρευσης. Ωστόσο, μακροπρόθεσμα, η επίδραση αυτού του νομισματικού συστήματος είναι διαβρωτική όχι μόνο για τις προοπτικές οικονομικές μεγέθυνσης της Ιταλίας, αλλά και για τη δημοκρατική πολιτική. Η παγίδευση σε ένα χρεοκοπημένο οικονομικό «πιστεύω» το μόνο που θα επιφέρει είναι το μίσος των λαϊκών στρωμάτων. Και οποιαδήποτε σοβαρή πρόταση για την εκ βάθρων αλλαγή της ιταλικής οικονομίας θα πρέπει να αντιμετωπίσει αυτή την κατάσταση.
Στην πορεία προς τις εκλογές της 4ης Μαρτίου, η Λέγκα και το M5S υπαναχώρησαν από τις αντι-ευρώ θέσεις τους και αυτή η υπαναχώρηση δεν αντιστοιχεί στην αύξηση της λαϊκής υποστήριξης προς το ευρώ. Πράγματι, είναι δύσκολο να θεωρήσει κανείς ότι η Ευρωζώνη θα αντιμετώπιζε την επόμενη κρίση με καλύτερο τρόπο [για τα λαϊκά στρώματα] από ό,τι την προηγούμενη. Βεβαίως, τα δεινά της Ιταλίας χρονολογούνται πριν από το 2002. Όμως μια επιστροφή στη λιρέτα προσφέρει, κυρίως, την ευκαιρία να μειωθούν οι εξασθενητικές αποπληρωμές του χρέους και να επαναληφθούν οι δημόσιες επενδύσεις. Η αποδοχή της Ευρωζώνης, όπως είναι συγκροτημένη, ουσιαστικά σημαίνει ότι η Ιταλία αποδέχεται να μείνει παγιδευμένη στον σημερινό φαύλο κύκλο, με τη μαζική μετανάστευση των Ιταλών να αποτελεί τη μοναδική βαλβίδα αποσυμπίεσης της μόνιμης στασιμότητας.
Υπ’ αυτή την έννοια, στην Ιταλία η μάχη για το ευρώ δεν είναι απλώς μια μάχη ανάμεσα στην εθνική κυριαρχία και το ευρωπαϊκό σχέδιο ή ανάμεσα στις ουτοπικές ιδέες του παρελθόντος και τη δυστοπική πραγματικότητα του παρόντος. Συμπυκνώνει το όλο πρόβλημα του νεοφιλελεύθερου «πιστεύω», την ουσία --ή μάλλον την επιμονή των κυρίαρχων δυνάμεων-- ότι «δεν υπάρχει εναλλακτική». Οι παθιασμένες διαμάχες μεταξύ των βασικών κομμάτων, που στην πράξη συμμαχούν στο βαθμό που αυξάνεται η μεταξύ τους σύγκλιση όσον αφορά τα οικονομικά και πολιτικά θέματα, διαμορφώνουν ένα πλαίσιο στο οποίο η σύγκρουση ταυτοτήτων αντικαθιστά τις ελπίδες για οποιαδήποτε αλλαγή που να έχει νόημα. Σ’ αυτές τις εκλογές, πιθανόν θα δούμε την περαιτέρω εξασθένηση των κομμάτων του λεγόμενου κέντρου, αλλά και μια πτώση στη συμμετοχή ίσως στο 60%, σε μια χώρα όπου επί πολλά χρόνια η συμμετοχή στις εκλογές ξεπερνούσε το 90%.
Η Ιταλία, παρά το 36% της ανεργίας στους νέους και μια αυξανόμενη απώλεια πίστης προς την πολιτική, δεν μπορεί να θεωρείται μια ξεχαρβαλιασμένη παλιά δύναμη που αδυνατεί να ακολουθήσει τον βηματισμό της προόδου. Στην πραγματικότητα, αφότου κατέρρευσαν τα κόμματα που βασίζονταν στις κοινωνικές τάξεις, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, το πολιτικό της σύστημα έγινε παιδί της παρούσας στιγμής, ο κατακερματισμός του αντανακλά πιστά την επικρατούσα ιδέα της εξατομίκευσης. Η ρητορική είναι μανιασμένη, η προσκόλληση στις ταυτότητες είναι βαθιά και η έλλειψη επιλογών έκδηλη. Αλλά καθώς τα ιστορικά κόμματα του γαλλικού κέντρου καταρρέουν και η Γερμανία μπαίνει σε μια περίοδο ενός πιο αδύναμου μεγάλου συνασπισμού, η Ιταλία δεν φαίνεται καθόλου σαν κάτι το διαφορετικό. Τα γεγονότα στη Ρώμη δεν συνιστούν παρέκκλιση, αλλά συμπύκνωση μιας άκρως ευρωπαϊκής κρίσης.
----
* Ο Μπερλουσκόνι επανίδρυσε, τον Ιούνιο του 2013, το κόμμα Forza Italia και απέσυρε τη στήριξη προς την κυβέρνηση «μεγάλου συνασπισμού» του Ενρίκο Λέτα τον Νοέμβριο του ίδιου έτους, δεν στήριξε επίσης τις επόμενες παρόμοιου τύπου κυβερνήσεις του Ματέο Ρέντσι (2014-2016) και του Πάολο Τζεντιλόνι (2017) -- η ομάδα που αποσπάστηκε από το κόμμα του, ιδρύοντας το κόμμα Νέα Κεντροδεξιά, υπό τον Α. Αλφάνο συμμετείχε σ' αυτές. (Σ.τ.Μ.)
Πηγή:https://jacobinmag.com/2018/02/italian-elections-berlusconi-five-star-movement-italexit
*Ο Ντέιβιντ Μπρόντερ είναι ιστορικός του ιταλικού και γαλλικού κομμουνισμού.
Μετάφραση: Αριάδνη Αλαβάνου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου