www2.rizospastis.gr του Ωμέγα
Με το άρθρο που ακολουθεί συνεχίζουμε τη δημοσίευση κειμένων που εντάσσονται στη μελέτη των μεταβολών που σημειώνονται στα πολιτικά συστήματα των χωρών που εφάρμοσαν τις οικονομικές συνταγές του ΔΝΤ. Είναι μια ενότητα που εγκαινιάσαμε με τη δημοσίευση, στις 16 Οκτωβρίου του 2011, ενός κειμένου υπό τον τίτλο «ΔΝΤ: Το μακρύ χέρι της χρηματιστικής ολιγαρχίας και το αόρατο χέρι των ΗΠΑ»[1]. Στη συνέχεια δημοσιεύτηκαν τρία άρθρα με τον τίτλο «Η προσφυγή της Μεγάλης Βρετανίας στο ΔΝΤ»[2], που αφορούν στη μελέτη των καινούργιων κοινωνικών και πολιτικών δεδομένων που διαμορφώθηκαν στη Μεγάλη Βρετανία μετά το δάνειο του 1976 από το ΔΝΤ. Η εξέλιξη αυτή είχε γενικότερη σημασία όχι μόνο για τη συγκεκριμένη χώρα, αλλά και διεθνώς, καθώς η Μεγάλη Βρετανία δεν παύει ν’ ανήκει στις ηγετικές δυνάμεις του ιμπεριαλισμού, έστω και αν μετά το Β’ παγκόσμιο πόλεμο έχασε την πρωτοκαθεδρία έναντι των ΗΠΑ.
Όπως είδαμε η προσφυγή της Μεγάλης Βρετανίας στο ΔΝΤ στα μέσα της δεκαετίας του ’70 γέννησε –έστω και σε πιο πρωτόγονη μορφή– την επονομαζόμενη ως Θατσερισμό οικονομική πολιτική. Μια πολιτική δηλαδή, ακραιφνώς αγοραία και βαθιά αντικοινωνική, η οποία από τότε και μέχρι τις μέρες μας είναι η κυρίαρχη συνταγή που εφαρμόζεται στον καπιταλιστικό κόσμο, είτε από σοσιαλδημοκρατικές, είτε από συντηρητικές και φιλελεύθερες κυβερνήσεις.
Στην προηγούμενη σειρά των τριών άρθρων για τη Βρετανία είδαμε ότι αυτή η πολιτική διαμόρφωσε νέες κοινωνικές διαιρέσεις στο εσωτερικό της εργατικής τάξης και όχι μόνο, επέδρασε καθοριστικά στην αλλαγή εκλογικής και πολιτικής συμπεριφοράς των μαζών και τελικά οδήγησε στην πλήρη μετάλλαξη του Εργατικού Κόμματος. Έτσι το συγκεκριμένο κόμμα από ένα κλασικό ρεφορμιστικό κόμμα που δημιούργησαν τα συνδικάτα στις αρχές του 20ουαιώνα και στήριζε η εργατική τάξη με την ψήφο της, για να εφαρμόζει κεϊνσιανές πολιτικές, μετατράπηκε στο NewLabour (Νέο Εργατικό), υπό την ηγεσία του Τόνι Μπλερ το 1995.
Στα σειρά αυτή των σημειωμάτων που ακολουθούν θ’ ασχοληθούμε με την πορεία και την κατάσταση του Κομμουνιστικού και Εργατικού κινήματος της Βρετανίας, μετά την προσφυγή στο ΔΝΤ το 1976, από την κυβέρνηση του Εργατικού κόμματος και την άνοδο της Θάτσερ το 1979 στην πρωθυπουργία.
Το Εργατικό κίνημα της Μεγάλης Βρετανίας κατά το 19ο αιώνα
Για να κατανοηθούν καλύτερα οι σύγχρονες εξελίξεις πρέπει να γίνουν μια σειρά σύντομες αναφορές στην ιστορική ανάπτυξη του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος στη Βρετανία. Στις αναφορές αυτές θα ’πρεπε ν’ αναφερθούν πρώτα απ’ όλα οι εργασίες του Μαρξ και του Ένγκελς που στην εποχή τους παρακολουθούσαν συστηματικά επί δεκαετίες όλη την πορεία του εργατικού κινήματος στη Βρετανία και όπου οι παρατηρήσεις τους, τα σχόλια τους, η κριτική και η πολεμική που πολλές φορές άσκησαν στο εργατικό και συνδικαλιστικό κίνημα της Βρετανίας έχουν και στις μέρες μας εξαιρετική σημασία. Θα ξεκινήσουμε λοιπόν με μια απαραίτητη αναδρομή σε ένα όχι και τόσο μακρινό παρελθόν…
Το κίνημα των ΧΑΡΤΙΣΤΩΝ
Η Βρετανία είναι η πρώτη κεφαλαιοκρατική αναπτυγμένη χώρα όπου παρατηρείται μια μακρόχρονη επιρροή της αστικής και μικροαστικής ιδεολογίας και πολιτικής στο εργατικό και συνδικαλιστικό κίνημα. Είναι και η χώρα όπου εκδηλώθηκε από νωρίς η έντονη διαπάλη ανάμεσα στην ρεφορμιστική οπορτουνιστική και την συνεπή επαναστατική πτέρυγα του εργατικού κινήματος.
Οι δυο αυτές τάσεις αποτυπώθηκαν έντονα σ’ ένα από τα πιο μαζικά επαναστατικά κινήματα του 19ου αιώνα που ανέπτυξαν οι άγγλοι εργάτες την περίοδο 1830-1850, το σπουδαίο κίνημα των Χαρτιστών που καθοδηγούταν από τον «Σύνδεσμο Εργατών του Λονδίνου». Η καθοδήγηση του Συνδέσμου συνέταξε ένα υπόμνημα προς τη Βουλή (το Λαϊκό Χάρτη) που δημοσιεύτηκε τον Μάη του 1838 και διατύπωνε ένα πρόγραμμα από 6 σημεία: Γενικό εκλογικό δικαίωμα για τους άντρες που συμπλήρωσαν το 21ο έτος της ηλικίας τους, μυστική ψηφοφορία, ισοδύναμες εκλογικές περιφέρειες με διαίρεση της Αγγλίας σε 200 περιφέρειες που καθεμιά θα είχε τον ίδιο αριθμό κατοίκων, κατάργηση του περιουσιακού ορίου για τους υποψήφιους βουλευτές, αμοιβή βουλευτών, βουλευτικές εκλογές κάθε χρόνο.
Το κίνημα άρχισε τις διεκδικήσεις του με μεγαλειώδεις μαζικές συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις με κύριο σύνθημα την πάλη για την επιβολή του Λαϊκού Χάρτη.
Τον Ιούλη του 1840 ιδρύθηκε και ο «Εθνικός Χαρτιστικός Σύλλογος» που ήταν στην ουσία και το πρώτο μαζικό κόμμα των εργατών στην ιστορία του εργατικού κινήματος.
Τον Μάη του 1842 υποβλήθηκε στη Βουλή δεύτερο υπόμνημα των Χαρτιστών που τώρα είχε μια σειρά αιτήματα κοινωνικού χαρακτήρα όπως μείωση της εργάσιμης μέρας, αύξηση του μεροκάματου, ενώ το πιο σπουδαίο αίτημα που είχε ήταν η κατάργηση της ιδιοκτησίας των κεφαλαιοκρατών πάνω στη γη και τα βιομηχανικά μέσα παραγωγής.
Στη διεκδίκηση αυτών των αιτημάτων εκδηλώθηκαν ουσιαστικές διαφορές. Έτσι υπήρχαν οι οπαδοί της άποψης ότι έπρεπε να επιδιώξουν τη ψήφιση του Χάρτη μόνο με ειρηνικά μέσα και σε συμμαχία με την αστική τάξη που εκείνη την εποχή εμφανιζόταν ιδιαίτερα μαχητική στις διεκδικήσεις της απέναντι στην αριστοκρατία και τους λόρδους. Ήταντο κόμμα της ηθικής δύναμης που συσπείρωνε και πολλούς οπαδούς του Όουεν[3]. Ηγέτης του ήταν ο ξυλουργός Λόβετ. Οι αντίπαλοι του, το ονόμαζαν ειρωνικά «κόμμα του γλυκού νερού» και αποτελούσαν το κόμμα της φυσικής δύναμης που αναγνώριζαν σαν τελευταίο μέσο πάλης την ένοπλη εξέγερση όταν όλα τα άλλα μέσα θα είχαν εξαντληθεί. Ηγέτης του ήταν ο ιρλανδός δικηγόρος Ο’Κόνορ[4].
Οι συγκρούσεις των Χαρτιστών με την αστυνομία ήταν σκληρές και προκάλεσαν την αποχώρηση του Λόβετ και των οπαδών του από το κίνημα.
Η ανάπτυξη των διεκδικήσεων του Χαρτιστικού κινήματος άρχισε να διαμορφώνει επίσης μια επαναστατική, σοσιαλιστική πτέρυγα που σαν ηγέτη είχε τον Χάρνεϊ[5] που ξεκίνησε σαν οπαδός της επαναστατικής ταχτικής των Γιακωβίνων και θαυμαστής του Μαρά και αργότερα δέχτηκε την ισχυρή επιρροή του Μαρξ και του Ένγκελς. Έτσι πρόβαλε μια σειρά προωθημένα μέτρα: αντί του αιτήματος της διανομής της γης σε μικρούς κλήρους που υποστήριζε ο Ο’Κόνορ, πρόβαλε τη δήμευση όλης της γης και τη μετατροπή της σε κρατική ιδιοκτησία, διεκδικούσε 8ωρη εργάσιμη μέρα, απαγόρευση της δουλειάς των ανηλίκων και μια σειρά άλλα μέτρα υπέρ των εργατών.
Η εξέγερση του 1842
Τον Αύγουστο του 1842 εκδηλώθηκαν πολύ έντονα οι διαφορετικοί σκοποί ανάμεσα στην αστική και την εργατική τάξη. Μέχρι τότε, αν και ο Χαρτισμός ήταν από την αρχή του ένα κίνημα ουσιαστικά εργατικό, δεν είχε ακόμα χωριστεί με σαφήνεια από τη ριζοσπαστική αστική τάξη. «Ο εργατικός ριζοσπαστισμός συμβάδιζε με τον αστικό ριζοσπαστισμό»όπως σημείωνε ο Ένγκελς και αρκετές φορές σ’ αυτή τη διαδρομή οι αστοί χρησιμοποιούσαν την αγωνιστικότητα της εργατικής τάξης για να πετύχουν τους δικούς τους σκοπούς ενάντια στους γαιοκτήμονες, την αριστοκρατία και τους λόρδους κι αυτοί έμεναν στο παρασκήνιο.
Κάτι τέτοιο συνέβη και όταν η αστική τάξη τάχθηκε υπέρ της κατάργησης των νόμων για τα σιτηρά[6].
Η Ένωση ενάντια στο νόμο για τα σιτηρά ιδρύθηκε στο Μάντσεστερ από βιομήχανους και είχε ως πρώτη συνέπεια να χαλαρώσουν οι δεσμοί ανάμεσα στη ριζοσπαστική αστική τάξη και το προλεταριάτο. Οι εργάτες είχαν καταλάβει πολύ καλά πως η γρήγορη κατάργηση των νόμων για τα σιτηρά δεν θα αποτελούσε μεγάλο κέρδος γι αυτούς ενώ αντίθετα θα ήταν πολύ επικερδής για την αστική τάξη. Έτσι δεν ήταν ένθερμοι υποστηρικτές του αιτήματος.
Στις αρχές του 1842, ξέσπασε οικονομική κρίση και μέσα στην Ένωση ενάντια στο νόμο για τα σιτηρά εκδηλώθηκε μια τάση ριζοσπαστική, που θεωρούσε την κρίση ως ευκαιρία να πετύχει τον σκοπό της. Οι εφημερίδες που ελέγχονταν απ’ αυτήν και οι προπαγανδιστές της, χρησιμοποιούσαν μια καθαρά επαναστατική γλώσσα που εξηγείται και από το γεγονός πως στην εξουσία από το 1841 βρισκόταν το Συντηρητικό κόμμα. Κατά την διάρκεια μιας κοινής συγκέντρωσης Φιλελεύθερων και Χαρτιστών συντάχτηκε μια κοινή αναφορά όπου ζητιόταν τόσο η κατάργηση του νόμου για τα σιτηρά όσο και η εφαρμογή της Χάρτας. Η αστική τάξη φαινόταν αποφασισμένη να ξεμπερδεύει με το νόμο για τα σιτηρά εκμεταλλευόμενη την κρίση, τη μιζέρια και τη γενική αναταραχή, δέχτηκε ακόμα και την ιδέα των Χαρτιστών που είχε ειπωθεί από το 1839, για μια γενική απεργία όλων των εργατών, ποντάροντας στην αγωνιστικότητα της εργατικής τάξης που υπολόγιζαν να κατέληγε σε μια εξέγερση όπου η αστική τάξη θα παρέμενε ασφαλής στα μετόπισθεν περιμένοντας το αποτέλεσμα δίχως η ίδια να εκτεθεί στον κίνδυνο της αποτυχίας. Με άλλα λόγια έβαζαν τους εργάτες να βγάλουν τα κάστανα από τη φωτιά και να κάψουν τα δάχτυλα τους για κέρδος δικό τους.
Αλλά τα πράγματα δεν ήρθαν όπως τα περίμενε η αστική τάξη. Τον Ιούλη του 1842 άνοιξαν κάπως οι δουλειές, ωστόσο τρεις βιομήχανοι αποφάσισαν να μειώσουν τα μεροκάματα προκαλώντας την άμεση αντίδραση των εργατών. Η αδιαλλαξία μάλιστα του ενός εκ των τριών, προκάλεσε ένα απεργιακό κύμα που επεκτάθηκε αμέσως σε όλα τα εργοστάσια της περιοχής και οργανώθηκαν εργατικές συγκεντρώσεις, όχι όμως για να καταργηθεί ο νόμος για τα σιτηρά όπως ήθελε η αστική τάξη, αλλά με βασικό αίτημα ένα «δίκαιο μεροκάματο για μια δίκαια μέρα εργασίας»[7].
Η εξέγερση επεκτάθηκε σε όλες τις βιομηχανικές περιοχές αλλά τελικά κατέληξε σε αποτυχία. Πρώτα γιατί οι εργάτες είχαν σπρωχτεί στην εξέγερση χωρίς οι ίδιοι να το θέλουν. Οι βιομήχανοι, εκτός από έναν, δεν αντέδρασαν στην απεργία των εργατών –αντίθετα με τις συνήθειες τους- που έδειχνε που το πήγαιναν. Δεύτερο, όλη η απεργία άρχισε δίχως να υπάρχει ένας συγκεκριμένος σκοπός. Ενώ όλοι συμφωνούσαν ότι δεν έπρεπε να θυσιαστούν για κέρδος των αφεντικών τους, άλλοι ήθελαν να εφαρμοστεί άμεσα η Χάρτα του Λαού, κι άλλοι που θεωρούσαν το αίτημα πρόωρο, ήθελαν μόνο να πετύχουν μια αύξηση των μεροκάματων. Οι διαφορές αυτές στις επιδιώξεις και η σύγχυση που προκάλεσαν οδήγησαν την εξέγερση στην αποτυχία.
Όπως σχολίαζε ο Ένγκελς, «αν η εργατική εξέγερση είχε από την αρχή συνειδητοποιημένες επιδιώξεις και σκοπούς, θα είχε επιτύχει. Όμως μάζες, ωθημένες στο δρόμο από τα αφεντικά τους δίχως να το θέλουν και δίχως συγκεκριμένο σκοπό, δεν μπορούσαν τίποτα να κερδίσουν.»[8].
Τρίτο, η αστική τάξη κατάλαβε πολύ γρήγορα ότι η εργατική τάξη δεν ήταν διατεθειμένη να γίνει όργανο της, διατύπωνε τα δικά της αιτήματα, και ακόμα κατάλαβε πως δεν μπορούσε να παίζει με την εξέγερση και την αμφισβήτηση της νομιμότητας γιατί αυτό το παιχνίδι κινδύνευε να γίνει επικίνδυνο για την ίδια. Έτσι τάχτηκε στο πλευρό της κυβέρνησης και στα μέτρα καταστολής ενάντια στους εργάτες που η ίδια είχε ωθήσει στην εξέγερση. Κατάλαβε καλά πως στο εξής κάθε βίαιη αναταραχή από την πλευρά των εργατών θα απειλούσε τη θέση της και έτσι, «δεν θέλησε ποτέ πια να ακούσει για ¨φυσική βίᨻ και «ισχυρίστηκε πως από δω και πέρα θα πραγματοποιούσε τις επιδιώξεις της με την ¨ηθική δύναμ稻.[9] Τέταρτο, η εξέγερση και το αποτέλεσμα που είχε, έκανε επίσης αρκετά καθαρό πως υπήρχε ένας διαχωρισμός σκοπών ανάμεσα στην εργατική και την αστική τάξη που θα εκφραζόταν και στα μέσα διεκδίκησης που θα χρησιμοποιούσαν από τούδε και στο εξής οι δυο τάξεις στις διεκδικήσεις τους.
Πέμπτο, το αποτέλεσμα της εξέγερσης δυνάμωσε επίσης και τις διαφοροποιήσεις μέσα στο ίδιο το κίνημα των Χαρτιστών. Στην Εθνική Συνέλευση που έγινε στο Μπίρμινγχαμ τον Γενάρη του 1843, ο εκπρόσωπος της ριζοσπαστικής αστικής τάξης που συμμετείχε στο κίνημα, πρότεινε να σβηστεί η λέξη «Χάρτα» από το Καταστατικό της οργάνωσης, μια και στον απόηχο της εξέγερσης του 1842, το όνομα αυτό, όπως είπε, έφερνε αναμνήσεις από πράξεις επαναστατικής βίας. Όμως αυτή ήταν πρακτική πολλών χρόνων στο κίνημα και δεν δικαιολογούσε με τίποτα την εγκατάλειψη του ονόματος. Η τοποθέτηση αυτή απλά δήλωνε με τον πιο σαφή τρόπο την αλλαγή στάσης της ριζοσπαστικής αστικής τάξης μετά το 1842 μέσα στο κίνημα των Χαρτιστών και όπου πλέον οι «αναμνήσεις» αυτές της ήταν πολύ φρικαλέες… Η πρόταση καταψηφίστηκε και η μειοψηφούσα ομάδα αποχώρησε. Με την εξέλιξη αυτή, το Χαρτιστικό κίνημα, άρχισε να αποκτά τα χαρακτηριστικά ενός καθαρά εργατικού κινήματος που πρόβαλε τις δικές του απαιτήσεις.
Η καμπή του 1848 στο κίνημα των ΧΑΡΤΙΣΤΩΝ
Το 1848 το Συνέδριο των Χαρτιστών ψήφισε μια νέα Αναφορά με νέα αιτήματα προς το αγγλικό κοινοβούλιο. Στις 10 Απρίλη του 1848 οι Χαρτιστές είχαν αποφασίσει διαδηλώσεις σε όλη την Αγγλία και να πραγματοποιήσουν μια τεράστια διαδήλωση στο Λονδίνο για την υποστήριξη της Αναφοράς. Η κυβέρνηση των Ουίγων (το κατοπινό Φιλελεύθερο κόμμα) με πρωθυπουργό τον Τζον Ράσελ πήρε έκτατα μέτρα. Στην ουσία κήρυξε το Λονδίνο σε κατάσταση έκτατης ανάγκης –τέτοιος ήταν ο φόβος της αστικής τάξης μπροστά στην αναγγελία εκδήλωσης της δύναμης της εργατικής τάξης-, ο στρατός τέθηκε σε επιφυλακή στους στρατώνες και ήταν έτοιμος για μάχη. Επιπλέον δημιουργήθηκε έκτατα μια πολιτοφυλακή από 100.000 οπλισμένους πολίτες που ήταν έτοιμοι να βοηθήσουν το έργο καταστολής της αστυνομίας και του στρατού.
Στους Χαρτιστές την ευθύνη των χειρισμών την είχε ο ηγέτης τους Ο’Κόνορ που τελικά αποφάσισε να μη γίνει η διαδήλωση στο Λονδίνο, μαχητικές διαδηλώσεις όμως έγιναν σ’ άλλες πόλεις όπως στο Μάντσεστερ, όπου οι μάχες με τις δυνάμεις καταστολής κράτησαν τρεις μέρες. Η απόφαση του Ο’Κόνορ, έφερε μεγάλη απογοήτευση στις εργατικές μάζες και μεγάλη διάσταση απόψεων στην ηγεσία του Χαρτιστικού κινήματος. Επιπλέον το κοινοβούλιο απέρριψε για άλλη μια φορά την Αναφορά (Petition) των Χαρτιστών. Άρχισε και ο εκφυλισμός του Χαρτιστικού κινήματος.
ΥΓ: Συνεχίζεται…
[1] http://www.inprecor.gr/index.php/archives/121734
[2] (Α’ μέρος – 30 Οκτωβρίου 2011 ) http://www.inprecor.gr/index.php/archives/127176
(Β’ μέρος – 7 Νοεμβρίου 2011) http://www.inprecor.gr/index.php/archives/129608
(Γ’ μέρος – 19 Νοεμβρίου 2011) http://www.inprecor.gr/index.php/archives/134334
[3] Ρόμπερτ Όουεν (1771-1858): Ένας από τους βασικούς εκπροσώπους του Ουτοπικού Σοσιαλισμού, που έδρασε στη Βρετανία και την Αμερική κατά την περίοδο που αναπτύχθηκε το Χαρτιστικό κίνημα. Στις αντιλήψεις του άσκησαν κριτική, λόγω του ουτοπικού τους χαρακτήρα, ο Μαρξ και ο Ένγκελς αναγνωρίζοντας όμως ταυτόχρονα και τη μεγάλη προσφορά του στο εργατικό κίνημα. Όπως για παράδειγμα σημειώνει χαρακτηριστικά ο Ένγκελς: «Όλα τα κοινωνικά κινήματα, όλες οι πραγματικοί πρόοδοι που έγιναν στην Αγγλία προς όφελος των εργατών συνδέονται με το όνομα του Όουεν». (Ένγκελς: Η εξέλιξη του σοσιαλισμού από την ουτοπία στην επιστήμη, σ. 66, έκδοση Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2011)
[4] Ο’Κόνορ Φίργκους (1794-1855). Από τους μαχητικούς ηγέτες του Χαρτισμού. Ιδρυτής και αρχισυντάκτης της εφημερίδας The Northern Star (Το Βορεινό Αστέρι). Ρεφορμιστής μετά το 1848.
[5] Χάρνεϊ Τζορτζ Τζούλιαν (1817-1897). Από τις ηγετικές φυσιογνωμίες του βρετανικού εργατικού κινήματος και ένας από τους ηγέτες της επαναστατικής πτέρυγας του Χαρτισμού. Ιδρυτής κατά καιρούς πολλών εφημερίδων που προπαγάνδιζαν τις ιδέες του σοσιαλισμού μέσα στο βρετανικό εργατικό κίνημα.
[6] Οι νόμοι για τα Σιτηρά (Corn Laws, 1815,1822 και 1828) στη Μεγάλη Βρετανία πρόβλεπαν εισαγωγικούς δασμούς στα σιτηρά. Οι δασμοί αυτοί είχαν μπει με σκοπό τον περιορισμό ακόμα και την απαγόρευση εισαγωγής σιτηρών από το εξωτερικό προστατεύοντας τους μεγάλους βρετανούς γαιοκτήμονες. Απαγόρευαν την εισαγωγή σιταριού όταν η τιμή του στο εσωτερικό της χώρας έπεφτε κάτω από τα 80 σελίνια το κουάρτερ. Η ανερχόμενη βιομηχανική αστική τάξη απαιτούσε την κατάργηση τους και το 1846 το πέτυχε. Η μείωση της τιμής των σιτηρών που προέκυψε με την κατάργηση των νόμων αυτών μπορεί να μείωσε τις τιμές σε κάποια είδη διατροφής πλατιάς κατανάλωσης αλλά ταυτόχρονα οδήγησε σε μείωση των εργατικών μισθών και σε αύξηση των κερδών της βιομηχανικής αστικής τάξης… Η κατάργηση των νόμων αυτών ήταν ένα ισχυρό πλήγμα για τους μεγάλους γαιοκτήμονες και συνέβαλε στην επιτάχυνση της ανάπτυξης του καπιταλισμού στη Βρετανία.
[7] Στο αίτημα αυτό τόσο ο Μαρξ όσο και ο Ένγκελς με την ανάπτυξη του εργατικού κινήματος, άσκησαν κριτική. Ο Μαρξ στην περίφημη διάλεξη του τον Ιούνη του 1865 στο Γενικό Συμβούλιο της Διεθνούς Ένωσης Εργατών, έλεγε: «Θα πρέπει η εργατική τάξη να καταλάβει ότι, μαζί με όλες τις αθλιότητες που της επιβάλλει, το σημερινό σύστημα εγκυμονεί ταυτόχρονα και τους υλικούς όρους και τις κοινωνικές μορφές που είναι απαραίτητες για έναν οικονομικό μετασχηματισμό της κοινωνίας. Αντί το συντηρητικό σύνθημα: «Ένα δίκαιο μεροκάματο για μια δίκαιη εργάσιμη μέρα», θα πρέπει να γράψει στη σημαία της το επαναστατικό σύνθημα: «Κατάργηση του συστήματος της μισθωτής εργασίας»». (Μαρξ: Μισθός, τιμή και κέρδος, σ.75-76. Έκδοση Σύγχρονη Εποχή, 2008). Τον Μάη του 1881 ο Ένγκελς γράφει χαρακτηριστικά: «Δίκαιο μεροκάματο για μια δίκαιη μέρα εργασίας. Αυτό έχει γίνει τώρα το σύνθημα του αγγλικού εργατικού κινήματος στα τελευταία πενήντα χρόνια. Προσέφερε μεγάλες υπηρεσίες στην εποχή της ανόδου των εργατικών συνδικάτων (Trade Unions) μετά την ανάκληση των διαβόητων Νόμων για τα Σωματεία του 1824*. Προσέφερε ακόμα μεγαλύτερες υπηρεσίες στην εποχή του δοξασμένου Χαρτιστικού κινήματος, όταν οι άγγλοι εργάτες είχαν το προβάδισμα σε σχέση με την ευρωπαϊκή εργατική τάξη. Αλλά οι καιροί προχωρούν και πάρα πολλά πράγματα που ήταν επιθυμητά και αναγκαία, πενήντα ακόμα και τριάντα χρόνια πριν, τώρα είναι απαρχαιωμένα και τελείως άτοπα. (…) το παλιό σύνθημα ξεπεράστηκε και δύσκολα θα μπορούσε να ισχύσει σήμερα.». (Ένγκελς: Δίκαιο μεροκάματο για δίκαιη μέρα εργασίας, σ. 160-161, 164, στο Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς: Για το Ρεφορμισμό. Επιλογή Κειμένων. Έκδοση Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1992).
*Νόμοι που απαγόρευαν κάθε σωματείο και κάθε εργατική οργάνωση.
[8] Μαρξ-Ένγκελς: Για το συνδικαλισμό. Θεωρία Οργάνωση, Δράση, σελ 50. Εκδόσεις Αναγνωστίδη.
[9] Μαρξ-Ένγκελς: Για το συνδικαλισμό. Θεωρία, Οργάνωση, Δράση, σελ 51. Εκδόσεις Αναγνωστίδη.
Με το άρθρο που ακολουθεί συνεχίζουμε τη δημοσίευση κειμένων που εντάσσονται στη μελέτη των μεταβολών που σημειώνονται στα πολιτικά συστήματα των χωρών που εφάρμοσαν τις οικονομικές συνταγές του ΔΝΤ. Είναι μια ενότητα που εγκαινιάσαμε με τη δημοσίευση, στις 16 Οκτωβρίου του 2011, ενός κειμένου υπό τον τίτλο «ΔΝΤ: Το μακρύ χέρι της χρηματιστικής ολιγαρχίας και το αόρατο χέρι των ΗΠΑ»[1]. Στη συνέχεια δημοσιεύτηκαν τρία άρθρα με τον τίτλο «Η προσφυγή της Μεγάλης Βρετανίας στο ΔΝΤ»[2], που αφορούν στη μελέτη των καινούργιων κοινωνικών και πολιτικών δεδομένων που διαμορφώθηκαν στη Μεγάλη Βρετανία μετά το δάνειο του 1976 από το ΔΝΤ. Η εξέλιξη αυτή είχε γενικότερη σημασία όχι μόνο για τη συγκεκριμένη χώρα, αλλά και διεθνώς, καθώς η Μεγάλη Βρετανία δεν παύει ν’ ανήκει στις ηγετικές δυνάμεις του ιμπεριαλισμού, έστω και αν μετά το Β’ παγκόσμιο πόλεμο έχασε την πρωτοκαθεδρία έναντι των ΗΠΑ.
Όπως είδαμε η προσφυγή της Μεγάλης Βρετανίας στο ΔΝΤ στα μέσα της δεκαετίας του ’70 γέννησε –έστω και σε πιο πρωτόγονη μορφή– την επονομαζόμενη ως Θατσερισμό οικονομική πολιτική. Μια πολιτική δηλαδή, ακραιφνώς αγοραία και βαθιά αντικοινωνική, η οποία από τότε και μέχρι τις μέρες μας είναι η κυρίαρχη συνταγή που εφαρμόζεται στον καπιταλιστικό κόσμο, είτε από σοσιαλδημοκρατικές, είτε από συντηρητικές και φιλελεύθερες κυβερνήσεις.
Στην προηγούμενη σειρά των τριών άρθρων για τη Βρετανία είδαμε ότι αυτή η πολιτική διαμόρφωσε νέες κοινωνικές διαιρέσεις στο εσωτερικό της εργατικής τάξης και όχι μόνο, επέδρασε καθοριστικά στην αλλαγή εκλογικής και πολιτικής συμπεριφοράς των μαζών και τελικά οδήγησε στην πλήρη μετάλλαξη του Εργατικού Κόμματος. Έτσι το συγκεκριμένο κόμμα από ένα κλασικό ρεφορμιστικό κόμμα που δημιούργησαν τα συνδικάτα στις αρχές του 20ουαιώνα και στήριζε η εργατική τάξη με την ψήφο της, για να εφαρμόζει κεϊνσιανές πολιτικές, μετατράπηκε στο NewLabour (Νέο Εργατικό), υπό την ηγεσία του Τόνι Μπλερ το 1995.
Στα σειρά αυτή των σημειωμάτων που ακολουθούν θ’ ασχοληθούμε με την πορεία και την κατάσταση του Κομμουνιστικού και Εργατικού κινήματος της Βρετανίας, μετά την προσφυγή στο ΔΝΤ το 1976, από την κυβέρνηση του Εργατικού κόμματος και την άνοδο της Θάτσερ το 1979 στην πρωθυπουργία.
Το Εργατικό κίνημα της Μεγάλης Βρετανίας κατά το 19ο αιώνα
Για να κατανοηθούν καλύτερα οι σύγχρονες εξελίξεις πρέπει να γίνουν μια σειρά σύντομες αναφορές στην ιστορική ανάπτυξη του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος στη Βρετανία. Στις αναφορές αυτές θα ’πρεπε ν’ αναφερθούν πρώτα απ’ όλα οι εργασίες του Μαρξ και του Ένγκελς που στην εποχή τους παρακολουθούσαν συστηματικά επί δεκαετίες όλη την πορεία του εργατικού κινήματος στη Βρετανία και όπου οι παρατηρήσεις τους, τα σχόλια τους, η κριτική και η πολεμική που πολλές φορές άσκησαν στο εργατικό και συνδικαλιστικό κίνημα της Βρετανίας έχουν και στις μέρες μας εξαιρετική σημασία. Θα ξεκινήσουμε λοιπόν με μια απαραίτητη αναδρομή σε ένα όχι και τόσο μακρινό παρελθόν…
Το κίνημα των ΧΑΡΤΙΣΤΩΝ
Η Βρετανία είναι η πρώτη κεφαλαιοκρατική αναπτυγμένη χώρα όπου παρατηρείται μια μακρόχρονη επιρροή της αστικής και μικροαστικής ιδεολογίας και πολιτικής στο εργατικό και συνδικαλιστικό κίνημα. Είναι και η χώρα όπου εκδηλώθηκε από νωρίς η έντονη διαπάλη ανάμεσα στην ρεφορμιστική οπορτουνιστική και την συνεπή επαναστατική πτέρυγα του εργατικού κινήματος.
Οι δυο αυτές τάσεις αποτυπώθηκαν έντονα σ’ ένα από τα πιο μαζικά επαναστατικά κινήματα του 19ου αιώνα που ανέπτυξαν οι άγγλοι εργάτες την περίοδο 1830-1850, το σπουδαίο κίνημα των Χαρτιστών που καθοδηγούταν από τον «Σύνδεσμο Εργατών του Λονδίνου». Η καθοδήγηση του Συνδέσμου συνέταξε ένα υπόμνημα προς τη Βουλή (το Λαϊκό Χάρτη) που δημοσιεύτηκε τον Μάη του 1838 και διατύπωνε ένα πρόγραμμα από 6 σημεία: Γενικό εκλογικό δικαίωμα για τους άντρες που συμπλήρωσαν το 21ο έτος της ηλικίας τους, μυστική ψηφοφορία, ισοδύναμες εκλογικές περιφέρειες με διαίρεση της Αγγλίας σε 200 περιφέρειες που καθεμιά θα είχε τον ίδιο αριθμό κατοίκων, κατάργηση του περιουσιακού ορίου για τους υποψήφιους βουλευτές, αμοιβή βουλευτών, βουλευτικές εκλογές κάθε χρόνο.
Το κίνημα άρχισε τις διεκδικήσεις του με μεγαλειώδεις μαζικές συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις με κύριο σύνθημα την πάλη για την επιβολή του Λαϊκού Χάρτη.
Τον Ιούλη του 1840 ιδρύθηκε και ο «Εθνικός Χαρτιστικός Σύλλογος» που ήταν στην ουσία και το πρώτο μαζικό κόμμα των εργατών στην ιστορία του εργατικού κινήματος.
Τον Μάη του 1842 υποβλήθηκε στη Βουλή δεύτερο υπόμνημα των Χαρτιστών που τώρα είχε μια σειρά αιτήματα κοινωνικού χαρακτήρα όπως μείωση της εργάσιμης μέρας, αύξηση του μεροκάματου, ενώ το πιο σπουδαίο αίτημα που είχε ήταν η κατάργηση της ιδιοκτησίας των κεφαλαιοκρατών πάνω στη γη και τα βιομηχανικά μέσα παραγωγής.
Στη διεκδίκηση αυτών των αιτημάτων εκδηλώθηκαν ουσιαστικές διαφορές. Έτσι υπήρχαν οι οπαδοί της άποψης ότι έπρεπε να επιδιώξουν τη ψήφιση του Χάρτη μόνο με ειρηνικά μέσα και σε συμμαχία με την αστική τάξη που εκείνη την εποχή εμφανιζόταν ιδιαίτερα μαχητική στις διεκδικήσεις της απέναντι στην αριστοκρατία και τους λόρδους. Ήταντο κόμμα της ηθικής δύναμης που συσπείρωνε και πολλούς οπαδούς του Όουεν[3]. Ηγέτης του ήταν ο ξυλουργός Λόβετ. Οι αντίπαλοι του, το ονόμαζαν ειρωνικά «κόμμα του γλυκού νερού» και αποτελούσαν το κόμμα της φυσικής δύναμης που αναγνώριζαν σαν τελευταίο μέσο πάλης την ένοπλη εξέγερση όταν όλα τα άλλα μέσα θα είχαν εξαντληθεί. Ηγέτης του ήταν ο ιρλανδός δικηγόρος Ο’Κόνορ[4].
Οι συγκρούσεις των Χαρτιστών με την αστυνομία ήταν σκληρές και προκάλεσαν την αποχώρηση του Λόβετ και των οπαδών του από το κίνημα.
Η ανάπτυξη των διεκδικήσεων του Χαρτιστικού κινήματος άρχισε να διαμορφώνει επίσης μια επαναστατική, σοσιαλιστική πτέρυγα που σαν ηγέτη είχε τον Χάρνεϊ[5] που ξεκίνησε σαν οπαδός της επαναστατικής ταχτικής των Γιακωβίνων και θαυμαστής του Μαρά και αργότερα δέχτηκε την ισχυρή επιρροή του Μαρξ και του Ένγκελς. Έτσι πρόβαλε μια σειρά προωθημένα μέτρα: αντί του αιτήματος της διανομής της γης σε μικρούς κλήρους που υποστήριζε ο Ο’Κόνορ, πρόβαλε τη δήμευση όλης της γης και τη μετατροπή της σε κρατική ιδιοκτησία, διεκδικούσε 8ωρη εργάσιμη μέρα, απαγόρευση της δουλειάς των ανηλίκων και μια σειρά άλλα μέτρα υπέρ των εργατών.
Η εξέγερση του 1842
Τον Αύγουστο του 1842 εκδηλώθηκαν πολύ έντονα οι διαφορετικοί σκοποί ανάμεσα στην αστική και την εργατική τάξη. Μέχρι τότε, αν και ο Χαρτισμός ήταν από την αρχή του ένα κίνημα ουσιαστικά εργατικό, δεν είχε ακόμα χωριστεί με σαφήνεια από τη ριζοσπαστική αστική τάξη. «Ο εργατικός ριζοσπαστισμός συμβάδιζε με τον αστικό ριζοσπαστισμό»όπως σημείωνε ο Ένγκελς και αρκετές φορές σ’ αυτή τη διαδρομή οι αστοί χρησιμοποιούσαν την αγωνιστικότητα της εργατικής τάξης για να πετύχουν τους δικούς τους σκοπούς ενάντια στους γαιοκτήμονες, την αριστοκρατία και τους λόρδους κι αυτοί έμεναν στο παρασκήνιο.
Κάτι τέτοιο συνέβη και όταν η αστική τάξη τάχθηκε υπέρ της κατάργησης των νόμων για τα σιτηρά[6].
Η Ένωση ενάντια στο νόμο για τα σιτηρά ιδρύθηκε στο Μάντσεστερ από βιομήχανους και είχε ως πρώτη συνέπεια να χαλαρώσουν οι δεσμοί ανάμεσα στη ριζοσπαστική αστική τάξη και το προλεταριάτο. Οι εργάτες είχαν καταλάβει πολύ καλά πως η γρήγορη κατάργηση των νόμων για τα σιτηρά δεν θα αποτελούσε μεγάλο κέρδος γι αυτούς ενώ αντίθετα θα ήταν πολύ επικερδής για την αστική τάξη. Έτσι δεν ήταν ένθερμοι υποστηρικτές του αιτήματος.
Στις αρχές του 1842, ξέσπασε οικονομική κρίση και μέσα στην Ένωση ενάντια στο νόμο για τα σιτηρά εκδηλώθηκε μια τάση ριζοσπαστική, που θεωρούσε την κρίση ως ευκαιρία να πετύχει τον σκοπό της. Οι εφημερίδες που ελέγχονταν απ’ αυτήν και οι προπαγανδιστές της, χρησιμοποιούσαν μια καθαρά επαναστατική γλώσσα που εξηγείται και από το γεγονός πως στην εξουσία από το 1841 βρισκόταν το Συντηρητικό κόμμα. Κατά την διάρκεια μιας κοινής συγκέντρωσης Φιλελεύθερων και Χαρτιστών συντάχτηκε μια κοινή αναφορά όπου ζητιόταν τόσο η κατάργηση του νόμου για τα σιτηρά όσο και η εφαρμογή της Χάρτας. Η αστική τάξη φαινόταν αποφασισμένη να ξεμπερδεύει με το νόμο για τα σιτηρά εκμεταλλευόμενη την κρίση, τη μιζέρια και τη γενική αναταραχή, δέχτηκε ακόμα και την ιδέα των Χαρτιστών που είχε ειπωθεί από το 1839, για μια γενική απεργία όλων των εργατών, ποντάροντας στην αγωνιστικότητα της εργατικής τάξης που υπολόγιζαν να κατέληγε σε μια εξέγερση όπου η αστική τάξη θα παρέμενε ασφαλής στα μετόπισθεν περιμένοντας το αποτέλεσμα δίχως η ίδια να εκτεθεί στον κίνδυνο της αποτυχίας. Με άλλα λόγια έβαζαν τους εργάτες να βγάλουν τα κάστανα από τη φωτιά και να κάψουν τα δάχτυλα τους για κέρδος δικό τους.
Αλλά τα πράγματα δεν ήρθαν όπως τα περίμενε η αστική τάξη. Τον Ιούλη του 1842 άνοιξαν κάπως οι δουλειές, ωστόσο τρεις βιομήχανοι αποφάσισαν να μειώσουν τα μεροκάματα προκαλώντας την άμεση αντίδραση των εργατών. Η αδιαλλαξία μάλιστα του ενός εκ των τριών, προκάλεσε ένα απεργιακό κύμα που επεκτάθηκε αμέσως σε όλα τα εργοστάσια της περιοχής και οργανώθηκαν εργατικές συγκεντρώσεις, όχι όμως για να καταργηθεί ο νόμος για τα σιτηρά όπως ήθελε η αστική τάξη, αλλά με βασικό αίτημα ένα «δίκαιο μεροκάματο για μια δίκαια μέρα εργασίας»[7].
Η εξέγερση επεκτάθηκε σε όλες τις βιομηχανικές περιοχές αλλά τελικά κατέληξε σε αποτυχία. Πρώτα γιατί οι εργάτες είχαν σπρωχτεί στην εξέγερση χωρίς οι ίδιοι να το θέλουν. Οι βιομήχανοι, εκτός από έναν, δεν αντέδρασαν στην απεργία των εργατών –αντίθετα με τις συνήθειες τους- που έδειχνε που το πήγαιναν. Δεύτερο, όλη η απεργία άρχισε δίχως να υπάρχει ένας συγκεκριμένος σκοπός. Ενώ όλοι συμφωνούσαν ότι δεν έπρεπε να θυσιαστούν για κέρδος των αφεντικών τους, άλλοι ήθελαν να εφαρμοστεί άμεσα η Χάρτα του Λαού, κι άλλοι που θεωρούσαν το αίτημα πρόωρο, ήθελαν μόνο να πετύχουν μια αύξηση των μεροκάματων. Οι διαφορές αυτές στις επιδιώξεις και η σύγχυση που προκάλεσαν οδήγησαν την εξέγερση στην αποτυχία.
Όπως σχολίαζε ο Ένγκελς, «αν η εργατική εξέγερση είχε από την αρχή συνειδητοποιημένες επιδιώξεις και σκοπούς, θα είχε επιτύχει. Όμως μάζες, ωθημένες στο δρόμο από τα αφεντικά τους δίχως να το θέλουν και δίχως συγκεκριμένο σκοπό, δεν μπορούσαν τίποτα να κερδίσουν.»[8].
Τρίτο, η αστική τάξη κατάλαβε πολύ γρήγορα ότι η εργατική τάξη δεν ήταν διατεθειμένη να γίνει όργανο της, διατύπωνε τα δικά της αιτήματα, και ακόμα κατάλαβε πως δεν μπορούσε να παίζει με την εξέγερση και την αμφισβήτηση της νομιμότητας γιατί αυτό το παιχνίδι κινδύνευε να γίνει επικίνδυνο για την ίδια. Έτσι τάχτηκε στο πλευρό της κυβέρνησης και στα μέτρα καταστολής ενάντια στους εργάτες που η ίδια είχε ωθήσει στην εξέγερση. Κατάλαβε καλά πως στο εξής κάθε βίαιη αναταραχή από την πλευρά των εργατών θα απειλούσε τη θέση της και έτσι, «δεν θέλησε ποτέ πια να ακούσει για ¨φυσική βίᨻ και «ισχυρίστηκε πως από δω και πέρα θα πραγματοποιούσε τις επιδιώξεις της με την ¨ηθική δύναμ稻.[9] Τέταρτο, η εξέγερση και το αποτέλεσμα που είχε, έκανε επίσης αρκετά καθαρό πως υπήρχε ένας διαχωρισμός σκοπών ανάμεσα στην εργατική και την αστική τάξη που θα εκφραζόταν και στα μέσα διεκδίκησης που θα χρησιμοποιούσαν από τούδε και στο εξής οι δυο τάξεις στις διεκδικήσεις τους.
Πέμπτο, το αποτέλεσμα της εξέγερσης δυνάμωσε επίσης και τις διαφοροποιήσεις μέσα στο ίδιο το κίνημα των Χαρτιστών. Στην Εθνική Συνέλευση που έγινε στο Μπίρμινγχαμ τον Γενάρη του 1843, ο εκπρόσωπος της ριζοσπαστικής αστικής τάξης που συμμετείχε στο κίνημα, πρότεινε να σβηστεί η λέξη «Χάρτα» από το Καταστατικό της οργάνωσης, μια και στον απόηχο της εξέγερσης του 1842, το όνομα αυτό, όπως είπε, έφερνε αναμνήσεις από πράξεις επαναστατικής βίας. Όμως αυτή ήταν πρακτική πολλών χρόνων στο κίνημα και δεν δικαιολογούσε με τίποτα την εγκατάλειψη του ονόματος. Η τοποθέτηση αυτή απλά δήλωνε με τον πιο σαφή τρόπο την αλλαγή στάσης της ριζοσπαστικής αστικής τάξης μετά το 1842 μέσα στο κίνημα των Χαρτιστών και όπου πλέον οι «αναμνήσεις» αυτές της ήταν πολύ φρικαλέες… Η πρόταση καταψηφίστηκε και η μειοψηφούσα ομάδα αποχώρησε. Με την εξέλιξη αυτή, το Χαρτιστικό κίνημα, άρχισε να αποκτά τα χαρακτηριστικά ενός καθαρά εργατικού κινήματος που πρόβαλε τις δικές του απαιτήσεις.
Η καμπή του 1848 στο κίνημα των ΧΑΡΤΙΣΤΩΝ
Το 1848 το Συνέδριο των Χαρτιστών ψήφισε μια νέα Αναφορά με νέα αιτήματα προς το αγγλικό κοινοβούλιο. Στις 10 Απρίλη του 1848 οι Χαρτιστές είχαν αποφασίσει διαδηλώσεις σε όλη την Αγγλία και να πραγματοποιήσουν μια τεράστια διαδήλωση στο Λονδίνο για την υποστήριξη της Αναφοράς. Η κυβέρνηση των Ουίγων (το κατοπινό Φιλελεύθερο κόμμα) με πρωθυπουργό τον Τζον Ράσελ πήρε έκτατα μέτρα. Στην ουσία κήρυξε το Λονδίνο σε κατάσταση έκτατης ανάγκης –τέτοιος ήταν ο φόβος της αστικής τάξης μπροστά στην αναγγελία εκδήλωσης της δύναμης της εργατικής τάξης-, ο στρατός τέθηκε σε επιφυλακή στους στρατώνες και ήταν έτοιμος για μάχη. Επιπλέον δημιουργήθηκε έκτατα μια πολιτοφυλακή από 100.000 οπλισμένους πολίτες που ήταν έτοιμοι να βοηθήσουν το έργο καταστολής της αστυνομίας και του στρατού.
Στους Χαρτιστές την ευθύνη των χειρισμών την είχε ο ηγέτης τους Ο’Κόνορ που τελικά αποφάσισε να μη γίνει η διαδήλωση στο Λονδίνο, μαχητικές διαδηλώσεις όμως έγιναν σ’ άλλες πόλεις όπως στο Μάντσεστερ, όπου οι μάχες με τις δυνάμεις καταστολής κράτησαν τρεις μέρες. Η απόφαση του Ο’Κόνορ, έφερε μεγάλη απογοήτευση στις εργατικές μάζες και μεγάλη διάσταση απόψεων στην ηγεσία του Χαρτιστικού κινήματος. Επιπλέον το κοινοβούλιο απέρριψε για άλλη μια φορά την Αναφορά (Petition) των Χαρτιστών. Άρχισε και ο εκφυλισμός του Χαρτιστικού κινήματος.
ΥΓ: Συνεχίζεται…
[1] http://www.inprecor.gr/index.php/archives/121734
[2] (Α’ μέρος – 30 Οκτωβρίου 2011 ) http://www.inprecor.gr/index.php/archives/127176
(Β’ μέρος – 7 Νοεμβρίου 2011) http://www.inprecor.gr/index.php/archives/129608
(Γ’ μέρος – 19 Νοεμβρίου 2011) http://www.inprecor.gr/index.php/archives/134334
[3] Ρόμπερτ Όουεν (1771-1858): Ένας από τους βασικούς εκπροσώπους του Ουτοπικού Σοσιαλισμού, που έδρασε στη Βρετανία και την Αμερική κατά την περίοδο που αναπτύχθηκε το Χαρτιστικό κίνημα. Στις αντιλήψεις του άσκησαν κριτική, λόγω του ουτοπικού τους χαρακτήρα, ο Μαρξ και ο Ένγκελς αναγνωρίζοντας όμως ταυτόχρονα και τη μεγάλη προσφορά του στο εργατικό κίνημα. Όπως για παράδειγμα σημειώνει χαρακτηριστικά ο Ένγκελς: «Όλα τα κοινωνικά κινήματα, όλες οι πραγματικοί πρόοδοι που έγιναν στην Αγγλία προς όφελος των εργατών συνδέονται με το όνομα του Όουεν». (Ένγκελς: Η εξέλιξη του σοσιαλισμού από την ουτοπία στην επιστήμη, σ. 66, έκδοση Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2011)
[4] Ο’Κόνορ Φίργκους (1794-1855). Από τους μαχητικούς ηγέτες του Χαρτισμού. Ιδρυτής και αρχισυντάκτης της εφημερίδας The Northern Star (Το Βορεινό Αστέρι). Ρεφορμιστής μετά το 1848.
[5] Χάρνεϊ Τζορτζ Τζούλιαν (1817-1897). Από τις ηγετικές φυσιογνωμίες του βρετανικού εργατικού κινήματος και ένας από τους ηγέτες της επαναστατικής πτέρυγας του Χαρτισμού. Ιδρυτής κατά καιρούς πολλών εφημερίδων που προπαγάνδιζαν τις ιδέες του σοσιαλισμού μέσα στο βρετανικό εργατικό κίνημα.
[6] Οι νόμοι για τα Σιτηρά (Corn Laws, 1815,1822 και 1828) στη Μεγάλη Βρετανία πρόβλεπαν εισαγωγικούς δασμούς στα σιτηρά. Οι δασμοί αυτοί είχαν μπει με σκοπό τον περιορισμό ακόμα και την απαγόρευση εισαγωγής σιτηρών από το εξωτερικό προστατεύοντας τους μεγάλους βρετανούς γαιοκτήμονες. Απαγόρευαν την εισαγωγή σιταριού όταν η τιμή του στο εσωτερικό της χώρας έπεφτε κάτω από τα 80 σελίνια το κουάρτερ. Η ανερχόμενη βιομηχανική αστική τάξη απαιτούσε την κατάργηση τους και το 1846 το πέτυχε. Η μείωση της τιμής των σιτηρών που προέκυψε με την κατάργηση των νόμων αυτών μπορεί να μείωσε τις τιμές σε κάποια είδη διατροφής πλατιάς κατανάλωσης αλλά ταυτόχρονα οδήγησε σε μείωση των εργατικών μισθών και σε αύξηση των κερδών της βιομηχανικής αστικής τάξης… Η κατάργηση των νόμων αυτών ήταν ένα ισχυρό πλήγμα για τους μεγάλους γαιοκτήμονες και συνέβαλε στην επιτάχυνση της ανάπτυξης του καπιταλισμού στη Βρετανία.
[7] Στο αίτημα αυτό τόσο ο Μαρξ όσο και ο Ένγκελς με την ανάπτυξη του εργατικού κινήματος, άσκησαν κριτική. Ο Μαρξ στην περίφημη διάλεξη του τον Ιούνη του 1865 στο Γενικό Συμβούλιο της Διεθνούς Ένωσης Εργατών, έλεγε: «Θα πρέπει η εργατική τάξη να καταλάβει ότι, μαζί με όλες τις αθλιότητες που της επιβάλλει, το σημερινό σύστημα εγκυμονεί ταυτόχρονα και τους υλικούς όρους και τις κοινωνικές μορφές που είναι απαραίτητες για έναν οικονομικό μετασχηματισμό της κοινωνίας. Αντί το συντηρητικό σύνθημα: «Ένα δίκαιο μεροκάματο για μια δίκαιη εργάσιμη μέρα», θα πρέπει να γράψει στη σημαία της το επαναστατικό σύνθημα: «Κατάργηση του συστήματος της μισθωτής εργασίας»». (Μαρξ: Μισθός, τιμή και κέρδος, σ.75-76. Έκδοση Σύγχρονη Εποχή, 2008). Τον Μάη του 1881 ο Ένγκελς γράφει χαρακτηριστικά: «Δίκαιο μεροκάματο για μια δίκαιη μέρα εργασίας. Αυτό έχει γίνει τώρα το σύνθημα του αγγλικού εργατικού κινήματος στα τελευταία πενήντα χρόνια. Προσέφερε μεγάλες υπηρεσίες στην εποχή της ανόδου των εργατικών συνδικάτων (Trade Unions) μετά την ανάκληση των διαβόητων Νόμων για τα Σωματεία του 1824*. Προσέφερε ακόμα μεγαλύτερες υπηρεσίες στην εποχή του δοξασμένου Χαρτιστικού κινήματος, όταν οι άγγλοι εργάτες είχαν το προβάδισμα σε σχέση με την ευρωπαϊκή εργατική τάξη. Αλλά οι καιροί προχωρούν και πάρα πολλά πράγματα που ήταν επιθυμητά και αναγκαία, πενήντα ακόμα και τριάντα χρόνια πριν, τώρα είναι απαρχαιωμένα και τελείως άτοπα. (…) το παλιό σύνθημα ξεπεράστηκε και δύσκολα θα μπορούσε να ισχύσει σήμερα.». (Ένγκελς: Δίκαιο μεροκάματο για δίκαιη μέρα εργασίας, σ. 160-161, 164, στο Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς: Για το Ρεφορμισμό. Επιλογή Κειμένων. Έκδοση Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1992).
*Νόμοι που απαγόρευαν κάθε σωματείο και κάθε εργατική οργάνωση.
[8] Μαρξ-Ένγκελς: Για το συνδικαλισμό. Θεωρία Οργάνωση, Δράση, σελ 50. Εκδόσεις Αναγνωστίδη.
[9] Μαρξ-Ένγκελς: Για το συνδικαλισμό. Θεωρία, Οργάνωση, Δράση, σελ 51. Εκδόσεις Αναγνωστίδη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου