Κηδεύεται σήμερα στις 3 το μεσημέρι στο νεκροταφείο της Νέας Σμύρνης η Δόμνα Σαμίου. Η μεγάλη κυρία του παραδοσιακού μας τραγουδιού έφυγε το Σάββατο από τη ζωή σε ηλικία 84 ετών, μετά από προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε το τελευταίο διάστημα.
Το άγγελμα του φευγιού
ακολουθούν θλίψη, στεναχώρια, αποχαιρετισμός. Κι όμως, κάποιοι άνθρωποι δεν φεύγουν ποτέ από κοντά μας. Μόνο για λίγο, ταξιδεύουν κι επιστρέφουν... Η Κυρία Δόμνα Σαμίου είναι ένας από αυτούς. Ένας άνθρωπος δικός μας. Αποτελεί μέρος της παράδοσης και του πολιτισμού μας. Ένα παρακλάδι από τις ρίζες μας. Δεν κόβονται οι ρίζες μας...
ακολουθούν θλίψη, στεναχώρια, αποχαιρετισμός. Κι όμως, κάποιοι άνθρωποι δεν φεύγουν ποτέ από κοντά μας. Μόνο για λίγο, ταξιδεύουν κι επιστρέφουν... Η Κυρία Δόμνα Σαμίου είναι ένας από αυτούς. Ένας άνθρωπος δικός μας. Αποτελεί μέρος της παράδοσης και του πολιτισμού μας. Ένα παρακλάδι από τις ρίζες μας. Δεν κόβονται οι ρίζες μας...
Θυμάται η κυρία Δόμνα Σαμίου: "Φυσικό είναι, όλοι οι γείτονές μου ήτανε Μικρασιάτες. Αυτοί οι άνθρωποι που ήρθαν από κει, παρόλο τον καημό που είχανε, παρόλο τον πόνο που χάσανε την πατρίδα τους και τα σπίτια τους και τα έχει τους, βρήκανε δουλειά σιγά σιγά εδώ και το κέφι δεν τους έλειπε. Πήγαιναν στις ταβέρνες που δημιουργήθηκαν εκεί γύρω, πίναν το κρασάκι τους, το ουζάκι τους, τραγουδούσανε. Ήτανε πάρα πολύ εγκάρδιοι. Γινόταν, ας πούμε, ένας γάμος. Όλοι μαζί βοηθούσαν στο γάμο, στρώνανε τα τραπέζια στην αυλή, φορούσανε στη μέση τους οι άντρες τραπεζομάντιλα και κάνανε τα γκαρσόνια.
Ή αν γεννούσε μια γυναίκα, τρέχανε όλες οι γειτόνισσες να βοηθήσουνε τη λεχώνα να γεννήσει, να της πλύνουν τα ρούχα, να της πλύνουν τα πιάτα, να μαγειρέψουνε. Ή αν γινότανε κηδεία πάλι όλοι τρέχανε να βοηθήσουνε. Δεν είναι αυτό το σημερινό, που μένεις σε μια πολυκατοικία και δεν ξέρεις ποιος κάθεται από πάνω, ποιος κάθεται από κάτω, ποιος κάθεται πλάι. Εκεί γνώριζε ο ένας τον άλλον στη γειτονιά και όλοι συντρέχανε ο ένας τον άλλον, να βοηθήσουνε.
Είχαμε διάφορους τύπους εκεί στο συνοικισμό. Πρώτα πρώτα θυμάμαι τον πεσβάντη. Ο πεσβάντης είναι προφανώς λέξη τούρκικη. Λοιπόν τώρα αυτός ο νυχτοφύλακας φορούσε μια χακί κιλότα, όπως φοράνε οι Κρητικοί και μαύρα στιβάνια που φορούσαν κυρίως οι Βουρλιώτες -γιατί είχαμε στη γειτονιά κι έναν άλλον γείτονα από τα Βουρλά και φορούσε το ίδιο ρούχο. Αυτός λοιπόν γύριζε τις νύχτες τρεις φορές, κατά τις έντεκα, κατά τη μία και κατά τις τρεις.
Ούτε μίλαγε ούτε φώναζε, απλώς κρατούσε ένα στρογγυλό ξύλο, μια μπαστούνα στρογγυλή χοντρή και όπου είχε επισημάνει πέτρες κάτω στο χώμα, σήκωνε ψηλά τη μπαστούνα για να κάνει μπάπ δυο τρεις φορές ώστε ο κλέφτης που τον άκουγε να φύγει. Κρατούσε λοιπόν τη μπαστούνα πρώτον για να ειδοποιήσει τον κλέφτη, «φύγε γιατί έρχομαι», και φαντάζομαι την είχε και σαν αμυντικό όπλο ή σαν επιθετικό.Τις Κυριακές τα μεσημέρια γύριζε και του δίναμε από μια δραχμή, αυτή ήταν η αμοιβή του.
Τον μόνο «κλέφτη» που θυμάμαι ήταν ο «Ψαχούλας». Αυτός ο κακομοίρης, τα καλοκαίρια επειδή έκανε πολύ ζέστη μες στην παράγκα, οι περισσότεροι άνθρωποι κοιμόντουσαν έξω, στρώνανε κάτω ή βγάζανε μικρά ντιβανάκια ή αν είχανε κάνει κάποιο μικρό πεζουλάκι έξω από το σπίτι, στρώνανε εκεί πέρα και κοιμόντουσαν ή αφήνανε τις πόρτες και τα παράθυρα ανοιχτά. Αυτός ο Ψαχούλας δεν έκλεβε τίποτα, απλώς πήγαινε όπου είχε κυρίες ή κοπέλες και έβαζε το χεράκι του κάτω από τα σεντόνια κι έπιανε κάνα πόδι, κάνα μπούτι και λέγανε, «ο Ψαχούλας παρουσιάστηκε πάλι απόψε».
Ένας άλλος τύπος ήταν ο τελάλης. Αυτό που έχουμε σήμερα και μας τρελαίνουν τ’ αυτιά τηλεόραση και ραδιόφωνο με διαφημίσεις που έχουν γίνει πια επιστήμη, τότε ήταν ένας αόμματος -τον θυμάμαι πολύ καλά- τον κουβαλούσε ένα παιδάκι και με το μπαστούνι του και πήγαινε στις γωνίες των τετραγώνων στις γειτονιές και διαφήμιζε και τον πλήρωνε φαντάζομαι ο διαφημιζόμενος. Είχαμε ένα χασάπικο στην Καισαριανή, πολύ γνωστό, του Στραβαρίδη, και φώναζε ο τελάλης, κυρίως τα Σάββατα, γιατί το Σάββατο πήγαινε ο κόσμος και ψώνιζε: «Σήμερα στου Στραβαρίδη το χασάπικο θα βρείτε βοδινό με τριάντα δραχμές ή αρνί με τόσο» ή «χάθηκε ένα παιδάκι και όποιος το βρει να το φέρει στην αστυνομία».
Όχι μόνο εμείς αλλά όλοι εκεί οι άνθρωποι δεν είχαμε την ευχέρεια την οικονομική να τρώμε το κρέας που τρώνε σήμερα. Παίρναμε λοιπόν μια φορά την εβδομάδα, δηλαδή η Κυριακή ήταν μεγάλη μέρα για μας: την Κυριακή έπρεπε να βάλουμε τα καλά μας ρούχα, την Κυριακή έπρεπε να ξυριστεί ο πατέρας μου για να πάει στην εκκλησία, άλλαζε όλη η ψυχική μας διάθεση.
Eνώ τις καθημερινές τρώγαμε όσπρια, πρασόρυζο, σπανακόρυζο, ρέγγες που τις έκαναν στην εφημερίδα, κάποια σαλάτα, σούπες διάφορες, μπακαλιάρο ξερό, αυτά ήταν τα φαγιά, αυτά θυμάμαι. Βέβαια το καλοκαίρι ήτανε οι μελιτζάνες, οι μπάμιες, όλα αυτά, αλλά όχι όπως τα κάνουν τώρα όλα τουρλού, το τουρλού δεν το ξέραμε, μελιτζάνες χωριστά, μπάμιες χωριστά, δηλαδή ένα τσουκάλι με ένα είδος φαγητού.
Από γλυκά η μάνα μου έκανε του κουταλιού. Ραβανί, μπακλαβάδες και τέτοια δεν έκανε. Το καλοκαίρι έπαιρνε σταφύλι και έκανε σταφύλι γλυκό ή έπαιρνε καρπούζι ή το φλούδι από το νεράντζι και το έκανε ρολό, καρουλάκι το έλεγε. Επίσης η μάνα μου έκανε κάτι άλλο. Το καλοκαίρι έπαιρνε μελιτζάνες μακρουλές, τις έκοβε στη μέση, τις άδειαζε και τις περνούσε με μια βελόνα, αρμαθιές, έπαιρνε μπάμιες τις περνούσε από το κεφαλάκι με τη βελόνα και τα κρεμούσε, τα ξέραινε και τα είχε για το χειμώνα. Τα ζεμάταγε και τα μαγείρευε.
Επίσης κάναμε τραχανάδες, κάναμε ντοματοπελτέ, παίρναν ντομάτες οι γυναίκες και το καλοκαίρι όλη η γειτονιά μύριζε ξυνή ντομάτα, γιατί πάνω στις στέγες από τις παράγκες -που έτσι να κάνανε έφταναν τη σκεπή- απλώνανε απάνω εκεί τα ταψιά. Κάνανε λοιπόν τον τραχανά, τον πελτέ και κάνανε και φιδέ, κάνανε ζυμάρι με αλεύρι και είχανε τα καλμπούρια, τα κόσκινα τα λέγαμε καλμπούρια. Επίσης η μάνα μου έκανε και ελιές τσακιστές που τις αγόραζε στη λαϊκή αγορά. Υπήρχε λαϊκή αγορά στο Παγκράτι και πηγαίνανε εκεί οι γυναίκες και κουβαλάγανε πράγματα, μάλιστα η χαρά μου σαν παιδάκι ήταν να με πάρουν στη λαϊκή αγορά, διασκέδαζα πάρα πολύ. Έκανε ακόμη γαύρο, τον έκανε παστό.
Οι γυναίκες πλέκανε, βέβαια, το πιτσίνι το λεγόμενο. Η θεία Ελενίτσα, αυτή συνεχώς με το βελονάκι έκανε ροδέλες και τις ροδέλες τις ένωνε και δεν ξέρω τι άλλο τις έκανε. Η μάνα μου είχε κουρτινάκια στο παράθυρο, στην εταζερίτσα είχε. Κάτω υπήρχανε κουρελούδες."
Οικοδόμος
Ή αν γεννούσε μια γυναίκα, τρέχανε όλες οι γειτόνισσες να βοηθήσουνε τη λεχώνα να γεννήσει, να της πλύνουν τα ρούχα, να της πλύνουν τα πιάτα, να μαγειρέψουνε. Ή αν γινότανε κηδεία πάλι όλοι τρέχανε να βοηθήσουνε. Δεν είναι αυτό το σημερινό, που μένεις σε μια πολυκατοικία και δεν ξέρεις ποιος κάθεται από πάνω, ποιος κάθεται από κάτω, ποιος κάθεται πλάι. Εκεί γνώριζε ο ένας τον άλλον στη γειτονιά και όλοι συντρέχανε ο ένας τον άλλον, να βοηθήσουνε.
Είχαμε διάφορους τύπους εκεί στο συνοικισμό. Πρώτα πρώτα θυμάμαι τον πεσβάντη. Ο πεσβάντης είναι προφανώς λέξη τούρκικη. Λοιπόν τώρα αυτός ο νυχτοφύλακας φορούσε μια χακί κιλότα, όπως φοράνε οι Κρητικοί και μαύρα στιβάνια που φορούσαν κυρίως οι Βουρλιώτες -γιατί είχαμε στη γειτονιά κι έναν άλλον γείτονα από τα Βουρλά και φορούσε το ίδιο ρούχο. Αυτός λοιπόν γύριζε τις νύχτες τρεις φορές, κατά τις έντεκα, κατά τη μία και κατά τις τρεις.
Ούτε μίλαγε ούτε φώναζε, απλώς κρατούσε ένα στρογγυλό ξύλο, μια μπαστούνα στρογγυλή χοντρή και όπου είχε επισημάνει πέτρες κάτω στο χώμα, σήκωνε ψηλά τη μπαστούνα για να κάνει μπάπ δυο τρεις φορές ώστε ο κλέφτης που τον άκουγε να φύγει. Κρατούσε λοιπόν τη μπαστούνα πρώτον για να ειδοποιήσει τον κλέφτη, «φύγε γιατί έρχομαι», και φαντάζομαι την είχε και σαν αμυντικό όπλο ή σαν επιθετικό.Τις Κυριακές τα μεσημέρια γύριζε και του δίναμε από μια δραχμή, αυτή ήταν η αμοιβή του.
Τον μόνο «κλέφτη» που θυμάμαι ήταν ο «Ψαχούλας». Αυτός ο κακομοίρης, τα καλοκαίρια επειδή έκανε πολύ ζέστη μες στην παράγκα, οι περισσότεροι άνθρωποι κοιμόντουσαν έξω, στρώνανε κάτω ή βγάζανε μικρά ντιβανάκια ή αν είχανε κάνει κάποιο μικρό πεζουλάκι έξω από το σπίτι, στρώνανε εκεί πέρα και κοιμόντουσαν ή αφήνανε τις πόρτες και τα παράθυρα ανοιχτά. Αυτός ο Ψαχούλας δεν έκλεβε τίποτα, απλώς πήγαινε όπου είχε κυρίες ή κοπέλες και έβαζε το χεράκι του κάτω από τα σεντόνια κι έπιανε κάνα πόδι, κάνα μπούτι και λέγανε, «ο Ψαχούλας παρουσιάστηκε πάλι απόψε».
Ένας άλλος τύπος ήταν ο τελάλης. Αυτό που έχουμε σήμερα και μας τρελαίνουν τ’ αυτιά τηλεόραση και ραδιόφωνο με διαφημίσεις που έχουν γίνει πια επιστήμη, τότε ήταν ένας αόμματος -τον θυμάμαι πολύ καλά- τον κουβαλούσε ένα παιδάκι και με το μπαστούνι του και πήγαινε στις γωνίες των τετραγώνων στις γειτονιές και διαφήμιζε και τον πλήρωνε φαντάζομαι ο διαφημιζόμενος. Είχαμε ένα χασάπικο στην Καισαριανή, πολύ γνωστό, του Στραβαρίδη, και φώναζε ο τελάλης, κυρίως τα Σάββατα, γιατί το Σάββατο πήγαινε ο κόσμος και ψώνιζε: «Σήμερα στου Στραβαρίδη το χασάπικο θα βρείτε βοδινό με τριάντα δραχμές ή αρνί με τόσο» ή «χάθηκε ένα παιδάκι και όποιος το βρει να το φέρει στην αστυνομία».
Όχι μόνο εμείς αλλά όλοι εκεί οι άνθρωποι δεν είχαμε την ευχέρεια την οικονομική να τρώμε το κρέας που τρώνε σήμερα. Παίρναμε λοιπόν μια φορά την εβδομάδα, δηλαδή η Κυριακή ήταν μεγάλη μέρα για μας: την Κυριακή έπρεπε να βάλουμε τα καλά μας ρούχα, την Κυριακή έπρεπε να ξυριστεί ο πατέρας μου για να πάει στην εκκλησία, άλλαζε όλη η ψυχική μας διάθεση.
Eνώ τις καθημερινές τρώγαμε όσπρια, πρασόρυζο, σπανακόρυζο, ρέγγες που τις έκαναν στην εφημερίδα, κάποια σαλάτα, σούπες διάφορες, μπακαλιάρο ξερό, αυτά ήταν τα φαγιά, αυτά θυμάμαι. Βέβαια το καλοκαίρι ήτανε οι μελιτζάνες, οι μπάμιες, όλα αυτά, αλλά όχι όπως τα κάνουν τώρα όλα τουρλού, το τουρλού δεν το ξέραμε, μελιτζάνες χωριστά, μπάμιες χωριστά, δηλαδή ένα τσουκάλι με ένα είδος φαγητού.
Από γλυκά η μάνα μου έκανε του κουταλιού. Ραβανί, μπακλαβάδες και τέτοια δεν έκανε. Το καλοκαίρι έπαιρνε σταφύλι και έκανε σταφύλι γλυκό ή έπαιρνε καρπούζι ή το φλούδι από το νεράντζι και το έκανε ρολό, καρουλάκι το έλεγε. Επίσης η μάνα μου έκανε κάτι άλλο. Το καλοκαίρι έπαιρνε μελιτζάνες μακρουλές, τις έκοβε στη μέση, τις άδειαζε και τις περνούσε με μια βελόνα, αρμαθιές, έπαιρνε μπάμιες τις περνούσε από το κεφαλάκι με τη βελόνα και τα κρεμούσε, τα ξέραινε και τα είχε για το χειμώνα. Τα ζεμάταγε και τα μαγείρευε.
Επίσης κάναμε τραχανάδες, κάναμε ντοματοπελτέ, παίρναν ντομάτες οι γυναίκες και το καλοκαίρι όλη η γειτονιά μύριζε ξυνή ντομάτα, γιατί πάνω στις στέγες από τις παράγκες -που έτσι να κάνανε έφταναν τη σκεπή- απλώνανε απάνω εκεί τα ταψιά. Κάνανε λοιπόν τον τραχανά, τον πελτέ και κάνανε και φιδέ, κάνανε ζυμάρι με αλεύρι και είχανε τα καλμπούρια, τα κόσκινα τα λέγαμε καλμπούρια. Επίσης η μάνα μου έκανε και ελιές τσακιστές που τις αγόραζε στη λαϊκή αγορά. Υπήρχε λαϊκή αγορά στο Παγκράτι και πηγαίνανε εκεί οι γυναίκες και κουβαλάγανε πράγματα, μάλιστα η χαρά μου σαν παιδάκι ήταν να με πάρουν στη λαϊκή αγορά, διασκέδαζα πάρα πολύ. Έκανε ακόμη γαύρο, τον έκανε παστό.
Οι γυναίκες πλέκανε, βέβαια, το πιτσίνι το λεγόμενο. Η θεία Ελενίτσα, αυτή συνεχώς με το βελονάκι έκανε ροδέλες και τις ροδέλες τις ένωνε και δεν ξέρω τι άλλο τις έκανε. Η μάνα μου είχε κουρτινάκια στο παράθυρο, στην εταζερίτσα είχε. Κάτω υπήρχανε κουρελούδες."
Οικοδόμος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου