της Ελένης Αστερίου Δημοσιεύτκε στο περιοδικό Μαρξιστική Σκέψη, τ. 5, Απρίλιος – Μάιος 2012. Το “πήραμε” από το blog ‘εδώ και τώρα‘
Ήδη τη δεκαετία του 1980 η ιστοριογραφική σκηνή για το θέμα του φασισμού είχε αρχίσει να αλλάζει ριζικά και ο φασισμός άρχισε να εξαφανίζεται από τον λόγο των ακαδημαϊκών ιστορικών. Οι ανατροπές στην ΕΣΣΔ και την Ανατολική Ευρώπη μετά το 1989 επέτειναν αυτή την αλλαγή. Οικείες έννοιες και ζητήματα κυριολεκτικά εκτοπίστηκαν, η ταξική θεωρία υποχώρησε, ο μεταμοντερνισμός έφθασε στο απόγειό του στον ακαδημαϊκό λόγο.Στη δεκαετία του 1980 ο συντηρητικός Γερμανός ιστορικός Ερνστ Νόλτε προκάλεσε τη λεγόμενη διαμάχη των ιστορικών με τις θέσεις του για τον ναζισμό και την Τελική Λύση. Ο Νόλτε είναι διαβόητος για τη θέση του ότι η εισβολή του Χίτλερ στη Σοβιετική Ένωση ήταν αμυντική ενέργεια εναντίον της απειλής του κομμουνισμού και των εβραίων και ότι το Ολοκαύτωμα ή, όπως το θέτει ο ίδιος, «η λεγόμενη εξόντωση των εβραίων» ήταν αντίδραση ή ακόμη και μίμηση των υπερβολών της σοβιετικής ταξικής πάλης. Ο Νόλτε κατηγορήθηκε τότε ότι σχετικοποιούσε και ακόμη εξανθρώπιζε τον ναζισμό και τα εγκλήματά του μέσα από αυτή τη σύγκριση. Σε αυτό ο Νόλτε απαντούσε ότι μέσα από τη σύγκριση με παρόμοια μαζικά εγκλήματα του αιώνα θέλει να σταματήσει «τη δαιμονοποίηση του Τρίτου Ράιχ» και να απελευθερώσει τους Γερμανούς από την «παθολογική κατάστασή» τους να ζουν ακόμη στη σκιά του εθνικοσοσιαλισμού και έτσι να βοηθήσει τη Γερμανία, με καθαρή συνείδηση, «να ξαναγίνει πνευματικό ζωτικό έθνος».1Έκτοτε πολύ νερό κύλησε στο αυλάκι.
Η σχετικοποίηση του ναζισμού και του φασισμού δεν σοκάρει πια, αλλά αντίθετα έγινε δημόσιο δόγμα της «Ευρώπης» μέσα από την ταύτιση και την από κοινού καταδίκη του κομμουνισμού και του φασισμού. Ο «αναθεωρητισμός» στην ιστοριογραφία του φασισμού και του ναζισμού κυριαρχεί. Η περίπτωση του Ντέιβιντ Ίρβινγκ, αρνητή του Ολοκαυτώματος, είναι ακραία αλλά ταυτοχρόνως και βολική στην ομόφωνη καταδίκη της. Όμως πλάι της ανθεί μια ολόκληρη ιστοριογραφία που εντάσσει το Ολοκαύτωμα στο γενικό πλαίσιο των γενοκτονιών του αιώνα μας, στην πραγματικότητα μορφή σχετικοποίησης τόσο της συστηματικής εξόντωσης των έξι εκατομμυρίων εβραίων της Ευρώπης όσο και του ίδιου του ναζιστικού εγκλήματος.
Η σύγχρονη ιστοριογραφία για το θέμα έχει ένα κοινό: τη συστηματική προσπάθεια να αποταξικοποιηθεί το ζήτημα του φασισμού και του ναζισμού, να αποδεσμευτεί από το κοινωνικό σύστημα που τον γέννησε, να παραμεριστεί το καίριο ζήτημα του ποια κοινωνική τάξη υπηρέτησε και εναντίον ποιας κοινωνικής τάξης στρεφόταν, η οποία υπήρξε και το κύριο θύμα της βίας και της κτηνωδίας του.
Το υπόβαθρο εμφάνισης του φασισμού
Η ίδια η κρίση του καπιταλισμού στην ιμπεριαλιστική φάση του και η όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων είχαν οδηγήσει ήδη στο σφαγείο του πρώτου παγκόσμιου πολέμου. Η Οκτωβριανή επανάσταση είχε θέσει στην ημερήσια διάταξη την προλεταριακή επανάσταση σε ευρωπαϊκή κλίμακα. Η σταθεροποίηση του καπιταλισμού μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο ήταν μερική και ασταθής προμηνύοντας ακόμη βαθύτερη κρίση, η οποία δεν άργησε να εκδηλωθεί με το κραχ του 1929 και τη διεθνή οικονομική κρίση που ακολούθησε· ακόμη μεγαλύτερη ένταση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, η οποία θα οδηγούσε τελικά στην πρωτοφανή βαρβαρότητα του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου.
Σ’ αυτό το υπόβαθρο της γενικευμένης κρίσης του καπιταλισμού και της σύγκρουσης ανάμεσα στην επανάσταση και την αντεπανάσταση σε ευρωπαϊκή κλίμακα κατά τον μεσοπόλεμο αναπτύχθηκε ο φασισμός ως ευρωπαϊκό φαινόμενο. Η ιστορική ήττα της εργατικής τάξης από τον φασισμό σε μια σειρά χώρες άνοιξε τον δρόμο για τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και τις φρικαλεότητές του.
Το κεφάλαιο προσέφυγε στη λύση του φασισμού ως αποφασιστικού όπλου εναντίον της απειλής την οποία αντιπροσώπευε το εργατικό κίνημα αλλά και ως λύση στα προβλήματα του ίδιου του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος, ως προσπάθεια να ξεπεράσει τον σιδερένιο κλοιό των ίδιων του των αντιφάσεων.
Στην Ευρώπη η κοινοβουλευτική δημοκρατία ήταν η συνηθέστερη μορφή πολιτικού καθεστώτος της αστικής τάξης. Είναι αλήθεια ότι σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες με κοινοβουλευτικό καθεστώς ενισχύονταν οι τάσεις προς το «ισχυρό κράτος» τόσο για να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα της χρόνιας κρίσης που αντιμετώπιζε το κεφάλαιο μέσα από τη στήριξη του κράτους όσο και για να κτυπηθούν οι εργατικοί αγώνες. Σε ορισμένες χώρες, όπως στην Ιταλία και στη Γερμανία, οι οποίες ανήλθαν καθυστερημένα στη σκηνή του ιμπεριαλισμού και αντιμετώπιζαν μια κατάσταση στην οποία οι καλύτερες θέσεις ήταν κατειλημμένες από άλλους ιμπεριαλισμούς, η ανάγκη ισχυρού κράτους με τη μορφή του φασισμού τέθηκε επιτακτικά. Για να ξαναμπεί σε κίνηση ο μηχανισμός του καπιταλιστικού κέρδους, η εργατική τάξη και οι οργανώσεις της έπρεπε να συντριβούν και να δεθούν χειροπόδαρα, να καταλυθούν ο κοινοβουλευτισμός και κάθε δημοκρατική ελευθερία που τον συνοδεύει.
Η μικροαστική αντεπανάσταση
Όπως γράφει ο Τρότσκι στο Η στροφή της Κομμουνιστικής Διεθνούς και η κατάσταση στη Γερμανία (26 Σεπτεμβρίου 1930): «Για να μπορέσει η κοινωνική κρίση να καταλήξει στην προλεταριακή αντεπανάσταση είναι απαραίτητο, εκτός από τις άλλες συνθήκες, οι μικροαστικές τάξεις να κλίνουν αποφασιστικά στην πλευρά του προλεταριάτου. Αυτό επιτρέπει στο προλεταριάτο να μπει επικεφαλής του έθνους και να το διευθύνει.»2
Η μικροαστική τάξη, που η ανάπτυξη του καπιταλισμού και των μονοπωλίων υπονόμευε τις συνθήκες της ύπαρξής της, πτωχευμένη από την κρίση και σε απόγνωση, αποτέλεσε την πρώτη ύλη των φασιστικών κινημάτων. Η πολιτική τέχνη του φασισμού έγκειται στο ότι κατάφερε να συνενώσει τα ετερόκλιτα στοιχεία των ενδιάμεσων στρωμάτων σε μια κοινή εχθρότητα ενάντια στην εργατική τάξη. «Ανίσχυρη μπροστά στο κεφάλαιο, η μικρομπουρζουαζία ελπίζει με την καταστροφή των εργατών να ξανακερδίσει πάλι μια κοινωνική αξιοπρέπεια.»3
Η εργατική τάξη και τα μικροαστικά στρώματα έχουν κοινά αλλά όχι ταυτόσημα συμφέροντα απέναντι στο μεγάλο κεφάλαιο. Σε περιόδους βαθιάς κρίσης όλου του κοινωνικού συστήματος το προλεταριάτο μπορεί να κερδίσει τα μεσαία στρώματα όχι απαρνούμενο το σοσιαλιστικό πρόγραμμά του, αλλά πείθοντάς τα για την ικανότητά του να οδηγήσει την κοινωνία σε έναν νέο δρόμο.
Αυτός ο συνδυασμός της βαθιάς κρίσης του καπιταλιστικού συστήματος και της αδυναμίας των εργατικών οργανώσεων αποτέλεσε το έδαφος στο οποίο ενδιάμεσα στρώματα, βαθιά δυσαρεστημένα από την υλική και ηθική κατάστασή τους και προσβλέποντας σε ριζική αλλαγή, στράφηκαν στον φασισμό, ως έκφραση της αντεπαναστατικής απελπισίας τους.
«Στο παρελθόν έχουμε παρατηρήσει (Ιταλία, Γερμανία) μιαν απότομη ενίσχυση του φασισμού, νικηφόρου ή τουλάχιστον απειλητικού, ύστερ’ από μιαν εξαντλημένη ή αποτυχημένη επαναστατική κατάσταση, στο τέλος μιας επαναστατικής κρίσης στη διάρκεια της οποίας η προλεταριακή πρωτοπορία φανέρωσε την ανικανότητά της να μπει επικεφαλής του έθνους για να αλλάξει την τύχη όλων των τάξεων, μαζί και της μικρομπουρζουαζίας. Ακριβώς αυτό επέτρεψε στο φασισμό στην Ιταλία να αποκτήσει τεράστια δύναμη. Μα σήμερα στη Γερμανία δεν έχουμε το τέλος μιας επαναστατικής κατάστασης, αλλά τον ερχομό της. (…) Το γεγονός ότι [ο φασισμός] είχε τη δυνατότητα να καταλάβει μια τόσο ισχυρή βάση αφετηρίας στις παραμονές μιας επαναστατικής περιόδου και όχι στο τέρμα της – αυτό αποτελεί όχι το ασθενικό σημείο του φασισμού, αλλά το ασθενικό σημείο του κομμουνισμού.»4
Οι εξελίξεις στην Ευρώπη του μεσοπολέμου επιβεβαίωσαν με τραγικό τρόπο την κρίση της Κλάρας Τσέτκιν το 1923: «Ο φασισμός είναι η τιμωρία που κτυπά το προλεταριάτο, επειδή δεν συνέχισε την επανάσταση που άρχισε στη Ρωσία.»
Ποιοι στήριξαν τον Μουσολίνι
Αρχικά το κεφάλαιο χρησιμοποίησε τις φασιστικές συμμορίες ως ένοπλες ομάδες ενάντια στο οργανωμένο εργατικό κίνημα. Τόσο στην Ιταλία όσο και στη Γερμανία η βία των φασιστικών συμμοριών ασκούνταν με την ανοχή, την κάλυψη και τη στήριξη της αστυνομίας και του στρατού.
Ακόμη και πριν από την άνοδο των φασιστών στην εξουσία η ανάπτυξη του φασιστικού κόμματος του Μουσολίνι και του ναζιστικού κόμματος του Χίτλερ θα ήταν αδύνατες χωρίς την οικονομική στήριξη του μεγάλου κεφαλαίου.
Ας πάρουμε το παράδειγμα των Ιταλών φασιστών.
Η έκθεση του γενικού επιθεωρητή της αστυνομίας προς το υπουργείο Εσωτερικών στις 4 Ιουνίου 1919 για τα Fasci di combattimento του Μουσολίνι ανέφερε μεταξύ των πηγών χρηματοδότησής τους την εταιρεία Pirelli και την Ansaldo, εταιρεία πυρομαχικών.
Μεταξύ των σημαντικών χρηματοδοτών του Μουσολίνι περιλαμβάνονταν ο Τζιοβάνι Ανιέλι της Fiat, ο οποίος έγινε γερουσιαστής λίγο μετά την άνοδο του Μουσολίνι στην εξουσία και του οποίου τη συμβολή στην άνοδο του φασισμού αναγνώρισε δημοσίως ο Ντούτσε.
Η διαδικασία με την οποία η στήριξη της αστικής τάξης και του αστικού πολιτικού κατεστημένου στις φασιστικές ομάδες του Μουσολίνι ως συμμορίες εναντίον του εργατικού κινήματος μετατράπηκε σε ανάθεση της πολιτικής εξουσίας στον φασισμό υπήρξε πολύ πιο σύντομη από την αντίστοιχη στη Γερμανία. Aς υπενθυμίσουμε ότι η διαδικασία ανόδου του φασισμού στην εξουσία συντελείται στο έδαφος της ατελέσφορης επαναστατικής κινητοποίησης του ιταλικού προλεταριάτου το 1920.
Τον Μάιο του 1921 ο πρωθυπουργός Τζολίτι διέλυσε τη βουλή και προκήρυξε εκλογές. Περιέλαβε τους φασίστες στα ψηφοδέλτια του κυβερνητικού εκλογικού συνασπισμού («Εθνικό Μπλοκ»). Έτσι οι φασίστες εκπροσωπούνταν πλέον στη βουλή με 38 βουλευτές, στους οποίους περιλαμβανόταν ο Μουσολίνι. Η προεκλογική εκστρατεία του Μουσολίνι, που συνοδευόταν από όργιο βίας και δολοφονιών, είχε την οικονομική στήριξη της Confindustria, της ένωσης των βιομηχάνων, η οποία είχε ιδρυθεί τον προηγούμενο χρόνο. Από την πλευρά της η Ένωση Τραπεζών ενίσχυσε το φασιστικό κίνημα του Μουσολίνι με 20 εκατομμύρια λιρέτες.
Το ειδύλλιο ανάμεσα στους καπιταλιστές και τους φασίστες του Μουσολίνι ήταν αμοιβαίο. Στις 14 Ιανουαρίου 1921 η εφημερίδα του Μουσολίνι Popolo d’Italia διακήρυσσε ότι ο καπιταλισμός βρισκόταν μόλις στην αρχή της ιστορίας του.
Τον Νοέμβριο του 1921 στη Ρώμη το φασιστικό κίνημα γινόταν κόμμα στο ιδρυτικό συνέδριο του Εθνικού Φασιστικού Κόμματος. Το συνέδριο καλούσε για ένα ισχυρό ιταλικό κράτος και υιοθετούσε τον ιταλικό ιμπεριαλισμό. «Το οικονομικό πρόγραμμα του κόμματος ήταν υπέρ της παραγωγικότητας και του “οικονομικού φιλελευθερισμού”, σε αντίθεση με την ταξικότητα και τον κολεκτιβισμό.»5
Τα ερείσματα των φασιστών μέσα στον στρατό ενισχύονταν συνεχώς. «Στις 7 Οκτωβρίου [1922] δύο ανώτατοι στρατηγοί ενημέρωσαν τον Βίκτωρα Εμμανουήλ τον ΙΙΙ ότι ο στρατός διέκειτο μάλλον φιλικά προς το φασισμό. (…) Ο νέος Πάπας, ο Πίος ΧΙ, που εκλέχθηκε τον Φεβρουάριο του 1922, υιοθέτησε μια παρόμοια ευνοϊκή στάση, ενώ ο αρχιεπίσκοπος του Μιλάνου αναρτούσε φασιστικές σημαίες στον καθεδρικό ναό.» Ο ιός του φασισμού εξαπλωνόταν και στα αστικά κόμματα. Ο ηγέτης του Φιλελεύθερου Κόμματος, Αντόνιο Σαλάντρα, «δήλωνε πολύ ευτυχής να αποκαλείται “Επίτιμος φασίστας”».6
Ήδη από το 1922 ο Μουσολίνι είχε αρχίσει τις επαφές με το Βατικανό, που αργότερα θα κατέληγαν στο κονκορδάτο του φασιστικού καθεστώτος με την Καθολική Εκκλησία. Τον Σεπτέμβριο του 1922 σε ομιλία του στο Ούντινε, εγκαταλείποντας την προγενέστερη ρητορική του υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας, ο Μουσολίνι δήλωνε τη συμπάθειά του για τη μοναρχία.7
Με τη στήριξη των βιομηχάνων και των τραπεζιτών, του στρατού και της αστυνομίας, της μοναρχίας και του Βατικανού ο δρόμος για την άνοδο των φασιστών στην εξουσία ήταν ανοιχτός. Μετά από πρόσκληση του βασιλιά Βίκτωρα Εμμανουήλ τη νύχτα της 29ης Οκτωβρίου 1922 ο Μουσολίνι έφθανε με τρένο στη Ρώμη το πρωί της 30ης Οκτωβρίου και οριζόταν πρωθυπουργός. Η διαβόητη πορεία στη Ρώμη των μελανοχιτώνων του θα έφθανε μετά το γεγονός και θα παρήλαυνε για τη νίκη του φασισμού την επόμενη ημέρα, μια νίκη αδύνατη χωρίς τη στήριξη του μεγάλου κεφαλαίου και του αστικού πολιτικού κατεστημένου. Σχηματίζοντας την κυβέρνησή του ο Μουσολίνι θα έδινε το υπουργείο Βιομηχανίας και Εμπορίου στον πολυεκατομμυριούχο επιχειρηματία Τεόφιλο Ρόσι. Σύντομα θα ακολουθούσαν η διάλυση του κοινοβουλίου στις 3 Ιανουαρίου του 1925, η απαγόρευση όλων των κομμάτων, η κατάργηση όλων των ελευθεριών και η επιβολή της ανοιχτής φασιστικής δικτατορίας.
Εκκαθάριση των πληβείων φασιστών – φασιστικοποίηση του κράτους
Στην πρώτη κυβέρνηση του Μουσολίνι πάνω από τους μισούς υπουργούς ανήκουν στο παλιό πολιτικό προσωπικό της αστικής τάξης. Όμως αρχίζει ήδη η φασιστικοποίηση του κράτους. Τον Ιανουάριο του 1923 ο Μουσολίνι δημιουργεί πλάι στο υπουργικό συμβούλιο το φασιστικό «Μεγάλο Συμβούλιο». Την περίοδο 1925 έως 1926 απομακρύνεται από τη σκηνή το παλιό αστικό πολιτικό προσωπικό. Άλλοι προσχωρούν στον φασισμό, άλλοι αποσύρονται από την πολιτική ζωή, κάποιοι παίρνουν ή εξαναγκάζονται να πάρουν τον δρόμο της εξορίας. Από το 1925 η κυβέρνηση αποτελείται αποκλειστικά από φασίστες.
Νόμος του Δεκεμβρίου του 1925 δίνει στον αρχηγό της κυβέρνησης τη δυνατότητα να απομακρύνει από τη θέση τους δημοσίους υπαλλήλους και στρατιωτικούς που οι ενέργειές τους είναι «ασυμβίβαστες με τις πολιτικές αρχές της κυβέρνησης». Με τον νόμο της 9ης Δεκεμβρίου 1928 ολοκληρώνεται η οικοδόμηση του ολοκληρωτικού κράτους. Το «Μεγάλο Συμβούλιο» γίνεται το «ανώτατο όργανο επιφορτισμένο να συντονίζει όλες τις δραστηριότητες του καθεστώτος». Το φασιστικό κόμμα συγχωνεύεται με το κράτος. Στο εξής ο γραμματέας του κόμματος ορίζεται με κυβερνητικό διάταγμα και κατέχει λειτουργία υπουργού.
Όμως αυτή η διαδικασία απορρόφησης του κράτους από το φασιστικό κόμμα συνοδεύτηκε παράλληλα ήδη από το 1923 από τη διαδικασία καθυπόταξης του κόμματος στο φασιστικό κράτος. «Χρειάστηκε τον πρώτο χρόνο να απαλλαγώ από 150.000 φασίστες για να δώσω μεγαλύτερη ένταση στο κόμμα», έλεγε ο Μουσολίνι στον Έμιλ Λούντβιχ. «Μόνο αργότερα μπόρεσα να αρχίσω να προσελκύω μια ελίτ, για να μετασχηματίσω όλο και περισσότερο τη βία σε τάξη.»8
Το φασιστικό κόμμα εκκαθαρίζεται από εκείνα τα πληβειακά στοιχεία, χρήσιμα για να μετατρέψουν το φασιστικό κίνημα σε υπολογίσιμη δύναμη, που είχαν πάρει στα σοβαρά τη φασιστική αντιπλουτοκρατική δημαγωγία και διαμαρτύρονταν για το imborghesimento (αστικοποίηση) του φασιστικού κόμματος. Ένα δεύτερο κύμα εκκαθαρίσεων του φασιστικού κόμματος πραγματοποιείται το 1925-26. Μια ακόμη φουρνιά παλιών φασιστών πετιέται έξω από το κόμμα, ενώ στη συνέχεια ο Φαρινάτσι απομακρύνεται από τη θέση του γραμματέα του κόμματος. Το 1928 είναι η σειρά του Ροσόνι, γενικού γραμματέα της φασιστικής συνομοσπονδίας, και των πληβείων «συνδικαλιστών» τους οποίους είχε τοποθετήσει σε διάφορα πόστα της οργάνωσης. Στην πραγματικότητα ο Μουσολίνι αποφασίζει τη συγχώνευση του φασιστικού κόμματος και του κράτους μόνο όταν το κόμμα έχει μετατραπεί σε διοικητική μηχανή πιστή στις διαταγές του. Με βάση τον ίδιο τον νόμο του 1928 το φασιστικό κόμμα είναι «πολιτοφυλακή στην υπηρεσία του κράτους».
Όσο για τις ένοπλες φασιστικές ομάδες, ήδη από το 1924 ο Μουσολίνι θέτει επικεφαλής τους αξιωματικούς του στρατού. Μέρος τους μετατρέπεται σε «εφεδρικές δυνάμεις». Οι μονάδες της φασιστικής πολιτοφυλακής που συμμετέχουν ως τέτοιες σε πολεμικές επιχειρήσεις εντάσσονται σε σώματα στρατού και είναι υπό τις διαταγές των αξιωματικών τους. Αυτό ισχύει για τους μελανοχίτωνες που συμμετέχουν στον πόλεμο της Αβησυνίας.
Ενώ το πρώτο διάστημα οι φασιστικές πολιτοφυλακές είναι επιφορτισμένες με την εσωτερική τάξη και την υπεράσπιση του φασιστικού καθεστώτος, αυτό το καθήκον περνά όλο και περισσότερο στους καραμπινιέρους, οι οποίοι υπάγονται στον στρατό και διοικούνται από στρατηγό του στρατού.
Παράλληλα με αυτή την εξέλιξη ο στρατός αποκτά όλο και πιο κυρίαρχη θέση στο καθεστώς, ιδίως μετά τη νίκη στην Αιθιοπία του στρατηγού Μπαντόλιο, ο οποίος προάγεται σε στρατάρχη. «Ο στρατός», έγραφε η εφημερίδα Giornale d’ Italia, «γίνεται, με τη θέληση του φασισμού, η νέα αριστοκρατία του έθνους.»9 Βέβαια ο ίδιος ο στρατός υφίσταται διαδικασία φασιστικοποίησης. Από το 1934 σε όλες τις σχολές αξιωματικών και υπαξιωματικών γίνονται μαθήματα «φασιστικής παιδείας», ενώ διάφορα μέτρα διευκολύνουν την είσοδο των αξιωματικών στο φασιστικό κόμμα.
Οι μελανοχίτωνες πληβείοι υπήρξαν οι αντεπαναστατικές συμμορίες που με τη βία τους αποδυνάμωσαν το εργατικό κίνημα και αποτέλεσαν τη δύναμη κρούσης που συνέβαλε στην άνοδο του φασισμού στην εξουσία. Όμως η φασιστική «επανάσταση» δεν έφερε στην πολιτική εξουσία τα πληβειακά στοιχεία.
Παρουσιάζοντας κάπως μονομερώς αυτή τη διαδικασία, ο Στάνλεϊ Πέιν γράφει ότι με εξαίρεση τα ανώτερα κλιμάκια του κράτους που επανδρώθηκαν από ηγετικά στελέχη του φασιστικού κόμματος, «ο δικαστικός και διοικητικός μηχανισμός της ιταλικής κυβέρνησης παρέμεινε άθικτος. (…) Η επίσημη θέση του καθεστώτος του Μουσολίνι ήταν ότι μέλη του φασιστικού κόμματος δεν ήταν ανάγκη να κατέχουν τις κυβερνητικές και γραφειοκρατικές θέσεις, αλλά ότι το πνεύμα και η πολιτική της κυβέρνησης, καθώς και φυσικά οι υπάρχοντες γραφειοκράτες της, απλά θα φασιστικοποιούνταν (fascistizzato) και θα ακολουθούσαν τα δόγματα του κόμματος.»10
Εδώ ας κάνουμε μια μικρή αναφορά στην ταξική σύνθεση του ιταλικού φασιστικού κόμματος, η οποία έχει ιδιαίτερη σημασία σήμερα, γιατί έχει προβληθεί ακόμη και η άποψη ότι τα φασιστικά κινήματα πάτησαν στην εργατική τάξη και στους προερχόμενους από αυτή ανέργους. Το 1927 το 75% των μελών του ιταλικού φασιστικού κόμματος προέρχονταν από τη μικροαστική και τη μεσοαστική τάξη, το 15% από την εργατική τάξη (ενώ το ποσοστό της εργατικής τάξης στον πληθυσμό ανερχόταν σε 41,5%) και το 10% από την ελίτ. Όσον αφορά την ηγεσία του, το 80% των μελών της προερχόταν από τα μεσαία στρώματα.
Καταστολή και υπερεκμετάλλευση της εργατικής τάξης
Υπό το φασιστικό καθεστώς η τάξη των καπιταλιστών διατήρησε την αυτονομία της. Τώρα χάρη στην καταστολή, στην αστυνόμευση της δημόσιας ζωής, στη διάλυση όλων των εργατικών οργανώσεων, στην απαγόρευση των απεργιών, οι καπιταλιστές εξασφάλιζαν όρους πειθάρχησης και υπερεκμετάλλευσης της εργατικής τάξης. Επιπλέον, η ιμπεριαλιστική πολιτική και οι κατακτητικοί πόλεμοι του μουσολινικού καθεστώτος ικανοποιούσαν τις επιδιώξεις της ιταλικής αστικής τάξης για αποικιακές κατακτήσεις.
Τον Αύγουστο του 1923 το Μεγάλο Φασιστικό Συμβούλιο καλεί την Confindustria, τη συνομοσπονδία των βιομηχάνων, να έρθει σε μόνιμη σχέση με τα φασιστικά συνδικάτα. Τον Δεκέμβριο του 1923 συνάπτεται η λεγόμενη συμφωνία του Ανακτόρου Σίγκι, με την οποία η Confindustria αναγνωρίζει επισήμως τα φασιστικά συνδικάτα, με τα οποία συγκροτεί μόνιμη κοινή επιτροπή με στόχο την «εναρμόνιση» της πολιτικής τους. Όμως παρά την πίεση και τη φασιστική τρομοκρατία οι εργάτες αντιστέκονται και η πρόοδος των φασιστικών συνδικάτων είναι μικρή. Θα χρειαστεί η επιβολή της ολοκληρωτικής δικτατορίας του φασισμού το 1925 για να επιτευχθεί η πλήρης διάλυση των εργατικών συνδικάτων. Στις 2 Οκτωβρίου 1925 με τη λεγόμενη συμφωνία του Ανακτόρου Βιντόνι η Confindustria αναγνωρίζει στα φασιστικά συνδικάτα το αποκλειστικό μονοπώλιο. Στο εξής η εργοδοσία παρακρατεί από τους μισθούς των εργαζομένων τις «συνδικαλιστικές εισφορές» για τα φασιστικά συνδικάτα, ενώ η περιουσία των εργατικών συνδικάτων κατάσχεται και μεταβιβάζεται στα φασιστικά συνδικάτα.
Στην πραγματικότητα τα φασιστικά συνδικάτα δεν είναι παρά όργανα διοίκησης του κράτους. Σε ομιλία του στις 11 Μαρτίου 1926 ο Μουσολίνι δηλώνει: «Ο φασιστικός συνδικαλισμός είναι ένα ισχυρό μαζικό κίνημα, πλήρως ελεγχόμενο από τον φασισμό και την κυβέρνηση, ένα μαζικό κίνημα που υπακούει.»11 Τα φασιστικά συνδικάτα είναι όργανα πολιτικής πειθαρχίας για την επιβολή στους εργαζομένους των συνθηκών εργασίας και των μισθών που ορίζει η εργοδοσία.
Οι κορπορατίστικοι θεσμοί τους οποίους επιβάλλει το φασιστικό κράτος στο όνομα της «ενότητας του έθνους» δεν είναι παρά μέσα μετατροπής της θέλησης της εργοδοσίας σε αποφάσεις της «διαιτησίας» του φασιστικού κράτους. Ο Μουσολίνι δηλώνει στον πρόεδρο της Confindustria: «Διαβεβαιώνω τον κ. Μπένι ότι όσο είμαι στην εξουσία, οι εργοδότες δεν έχουν να φοβούνται τίποτα από το δικαστήριο εργατικής διαιτησίας.»12 Το δικαστήριο εργατικής διαιτησίας καθιερώθηκε το 1926.
Οι καπιταλιστές διαθέτουν πλέον ένα ισχυρό κράτος, που με μια σειρά οικονομικά και κοινωνικά μέτρα θα εξασφαλίσει τα κέρδη τους και τη διεύρυνσή τους. Χάρη στις συνθήκες τις οποίες επιβάλλει το φασιστικό κράτος, με τη διάλυση και τις διώξεις εις βάρος των εργατικών οργανώσεων, την απαγόρευση των απεργιών, την κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων, την αποκατάσταση του εργοδοτικού απολυταρχισμού στο εσωτερικό της επιχείρησης, είναι δυνατή η σφαγή των μισθών. Το φασιστικό κράτος χρησιμοποιεί τα μέσα που έχει στη διάθεσή του για να εμποδίζει οποιαδήποτε ανεξάρτητη οργάνωση στο εσωτερικό των εργατικών μαζών. Τα φασιστικά συνδικάτα δεν είναι παρά οργανώσεις αστυνομικής επιτήρησης των εργατών. Στο εξής η πάλη εναντίον της εργοδοσίας θεωρείται πάλη εναντίον του κράτους, η θέληση των εργοδοτών μετατρέπεται σε αποφάσεις της φασιστικής εξουσίας οι οποίες επιβάλλονται στους εργάτες με τα μέσα της αστυνομικής δικτατορίας.
Οι εργάτες που αρνούνται να εφαρμόσουν τις αποφάσεις της «διαιτησίας» τιμωρούνται με φυλάκιση ενός μηνός έως ενός έτους και με πρόστιμο 100 έως 10.000 λιρέτες. Η απεργία θεωρείται έγκλημα «εναντίον της κοινωνικής συλλογικότητας» και τιμωρείται με φυλάκιση έως τριών ετών, ενώ οι υποκινητές υπόκεινται σε ποινές φυλάκισης μέχρι επτά ετών.
Το κράτος επικυρώνει τους μισθούς που πληρώνουν οι εργοδότες στους μισθωτούς τους. Το υπουργείο των Συντεχνιών στη Ρώμη συντάσσει με βάση τις οδηγίες της εργοδοσίας «συμβάσεις», τις οποίες στη συνέχεια υπογράφουν οι διορισμένοι ηγέτες των φασιστικών συνδικάτων. Εδώ ας σημειώσουμε ότι διάταγμα της 22ης Νοεμβρίου 1928 διαλύει τη φασιστική συνομοσπονδία και καθιερώνει 13 ομοσπονδίες βιομηχανικών κλάδων.
Διάταγμα της 30ης Ιουνίου 1934 επαναφέρει το βιβλιάριο εργασίας, στο οποίο οι αρχές σημειώνουν αν η συμπεριφορά του κατόχου του είναι «ικανοποιητική από εθνική άποψη» και ο εργοδότης υποδεικνύει σε περίπτωση απόλυσης αν ο εργαζόμενος είναι «άξιος εμπιστοσύνης» ή όχι. Από τον Ιανουάριο του 1936 το βιβλιάριο περιλαμβάνει όλες τις μορφές δραστηριότητας του πολίτη από την ηλικία των 11 έως 32 ετών και αποτελεί απαραίτητο έγγραφο για να μπορεί κάποιος να βρει δουλειά.
Νόμος της 16ης Αυγούστου 1935 υποτάσσει το προσωπικό των εργοστασίων που συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με την πολεμική βιομηχανία σε στρατιωτική πειθαρχία. Όποιος δεν πηγαίνει στη δουλειά για πάνω από πέντε ημέρες θεωρείται λιποτάκτης και υπόκειται σε ποινή φυλάκισης δύο έως εννιά ετών. Κάθε παραβίαση της πειθαρχίας εντός του εργοστασίου τιμωρείται με ποινή φυλάκισης από έξι μήνες έως εννιά χρόνια. Το 1938 580.000 μισθωτοί που δουλεύουν σε επιχειρήσεις οι οποίες «εργάζονται για την εθνική άμυνα» υπόκεινται σε αυτόν τον νόμο.
Σύμφωνα με στοιχεία του ίδιου του ιταλικού τύπου της εποχής, οι ονομαστικοί μισθοί μειώθηκαν κατά το ήμισυ την περίοδο 1927-1932.13 Το 1935 οι μισθοί σπάνια φθάνουν τους μισθούς πριν από το 1914. Ακόμη και σε αυτούς τους ισχνούς μισθούς επιβάλλονται ποικίλες κρατήσεις εκτός από τους φόρους: υποχρεωτική εισφορά για τα φασιστικά συνδικάτα, κρατήσεις για τη βοήθεια στους ανέργους, εισφορά για το φασιστικό κόμμα, για το Dopolavoro (Μετά την Εργασία, δηλαδή για την αναψυχή των εργατών).
Τον Νοέμβριο του 1934 υπογράφεται συμφωνία ανάμεσα στην Confindustria και τα φασιστικά συνδικάτα βάσει της οποίας οι εργοδότες μπορούν να απολύουν νέους και γυναίκες και στη θέση τους να προσλαμβάνουν ενηλίκους άρρενες πληρώνοντάς τους τους μισθούς πείνας τους οποίους έδιναν προηγουμένως στους νέους και στις γυναίκες. Σε ορισμένες βιομηχανίες καθιερώνεται η εκ περιτροπής εργασία με αντίστοιχη μείωση των αμοιβών. Επιπλέον οι άνεργοι που απασχολούνται σε δημόσια έργα πληρώνονται μισθούς πείνας. Όλοι αυτοί οι παράγοντες συμβάλλουν στην μείωση του κόστους του εργατικού δυναμικού για το κεφάλαιο. Σε όλα αυτά θα πρέπει να προσθέσουμε την αύξηση του ρυθμού εργασίας και των ωρών εργασίας, κυρίως στην πολεμική βιομηχανία, χωρίς αντίστοιχη αύξηση μισθών.
Οι καπιταλιστές διατηρούν την αυτονομία τους υπό το φασιστικό καθεστώς
Το όνειρο των πληβείων φασιστών συνδικαλιστών υπό την ηγεσία του Ροσόνι (οι οποίοι θα εκκαθαριστούν από το φασιστικό καθεστώς με το διάταγμα του 1928 που διαλύει τη φασιστική συνδικαλιστική συνομοσπονδία) για την κορπορατίστικη οργάνωση της ιταλικής κοινωνίας με μικτές οργανώσεις εργαζομένων και εργοδοτών δεν θα πραγματοποιηθεί ποτέ. Η τάξη των καπιταλιστών θέλει να χρησιμοποιήσει το φασιστικό κίνημα για τα συμφέροντά της, αλλά με κανέναν τρόπο δεν είναι διατεθειμένη να χάσει την αυτονομία της. Μπροστά στην άρνηση των βιομηχάνων και των μεγάλων γαιοκτημόνων ο Μουσολίνι περνά από το Μεγάλο Φασιστικό Συμβούλιο απόφαση που καταδικάζει τα μικτά συνδικάτα. Ο Αλφρέντο Ρόκο, υπουργός Δικαιοσύνης του φασιστικού καθεστώτος από το 1925 έως το 1932 γράφει: «Κατανοούμε ότι η ιδέα μιας ενιαίας οργάνωσης, μιας ενιαίας πειθαρχίας της εργασίας και της παραγωγής θα τρόμαζε τους εργοδότες, αν η κορπορατίστικη οργάνωση συγκροτούνταν έξω από το κράτος, σε καθεστώς ελευθερίας γεμάτο κινδύνους.»14 Με άλλα λόγια, το φασιστικό καθεστώς είναι εδώ για να προστατεύει τους εργοδότες από τους «κινδύνους» της ελευθερίας.
Ο νόμος της 3ης Απριλίου 1926 (ο οποίος συμπληρώνεται με τον κανονισμό της 1ης Ιουλίου 1926) για τη συντεχνιακή οργάνωση (κορπορατισμός) ορίζει: «Οι ενώσεις των εργοδοτών και οι ενώσεις των εργατών μπορούν να συνενωθούν μέσω κεντρικών οργάνων σύνδεσης σε μια κοινή ανώτερη ιεραρχία. (…) Οι οργανώσεις οι οποίες συνδέονται με αυτόν τον τρόπο αποτελούν μια συντεχνία.» (άρθρο 3). Όμως αυτές οι συντεχνίες υπάρχουν μόνο στην κορυφή, σε εθνικό επίπεδο. Ο ίδιος νόμος διαφυλάσσει προσεκτικά την αυτονομία των εργοδοτικών οργανώσεων, αφού το άρθρο 3 ορίζει ότι μένει «άθικτη η διακριτή εκπροσώπηση των εργοδοτών και των εργατών». Επιπλέον όχι μόνο οι συντεχνίες δεν απορροφούν το κράτος, όπως ονειρεύονταν οι πληβείοι φασίστες, αλλά αντίθετα με βάση τον νόμο: «Η συντεχνία δεν έχει νομική προσωπικότητα, αλλά αποτελεί διοικητικό όργανο του κράτους.»
Η Χάρτα Εργασίας του επόμενου έτους δείχνει ξεκάθαρα το πραγματικό περιεχόμενο της «συντεχνιακής» οργάνωσης: «Ο εργαζόμενος είναι δραστήριος συνεργάτης της οικονομικής επιχείρησης», της οποίας όμως «η διεύθυνση, καθώς και η ευθύνη ανήκουν στον εργοδότη». Οι καπιταλιστές, αφού χάρη στη φασιστική εξουσία απαλλάχθηκαν από τις ελευθερίες του κοινοβουλευτικού καθεστώτος θυσιάζοντας το παλιό πολιτικό προσωπικό τους, από τα εργατικά κόμματα και τα συνδικάτα, τις εργοστασιακές επιτροπές και τις απεργίες, μπορούν χάρη στην ολοκληρωτική αστυνομική δικτατορία να είναι απόλυτοι αφέντες στην επιχείρησή τους.
Η ίδια λογική διέπει τους θεσμούς οργάνωσης του «συντεχνιακού κράτους». Τα μέλη του Εθνικού Συμβουλίου των Συντεχνιών ορίζονται από τον δικτάτορα. Παρόμοια όσον αφορά τη Βουλή των Συντεχνιών: τα μέλη της επιλέγονται από το φασιστικό καθεστώς στη βάση ενός καταλόγου που παρουσιάζουν τα φασιστικά συνδικάτα. Στο επίπεδο των 22 συντεχνιών που συγκροτούνται πειθήνιοι υπάλληλοι της φασιστικής δικτατορίας, μετά την εκκαθάριση των πληβείων φασιστών, υποτίθεται ότι εκπροσωπούν τους εργαζομένους πλάι στους εκπροσώπους της εργοδοσίας. Εξάλλου σε κάθε περίπτωση συμμετέχουν και τρεις επίσημοι εκπρόσωποι του φασιστικού κράτους για την απίθανη περίπτωση δημαγωγικής στάσης των «εκπροσώπων» των εργαζομένων.
Ναζισμός και μεγάλο κεφάλαιο
Και στην περίπτωση της Γερμανίας το αστικό πολιτικό κατεστημένο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και το μεγάλο κεφάλαιο είναι συνένοχοι για την άνοδο του ναζισμού στην εξουσία.Η ανάπτυξη του ναζιστικού κινήματος δέχεται αποφασιστική ώθηση στο έδαφος της βαθιάς κρίσης της γερμανικής οικονομίας, η οποία είχε αρχίσει να εκδηλώνεται και πριν από το κραχ της Γουόλ Στριτ τον Οκτώβριο του 1929.
Το σχέδιο Γιανγκ (από το όνομα του Αμερικανού τραπεζίτη ο οποίος προεδρεύει της επιτροπής των εμπειρογνωμόνων) για τις πολεμικές αποζημιώσεις της Γερμανίας, που εγκρίνεται τον Ιούνιο του 1929, προσφέρει μια ευκαιρία για την προπαγάνδα των ναζιστών, αλλά και για να συνάψουν δεσμούς με τομείς του μεγάλου κεφαλαίου. Ο Άλφρεντ Χούγκενμπεργκ, ηγέτης του DNVP (Γερμανικό Εθνικό Λαϊκό Κόμμα), του κύριου εθνικιστικού κόμματος στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, και βαρόνος καπιταλιστής στον χώρο του τύπου, οργανώνει την «Επιτροπή για το αίτημα του γερμανικού λαού» με στόχο την απόρριψη του σχεδίου Γιανγκ. Ο Χίτλερ θα συμμετάσχει σε αυτή την επιτροπή συντροφιά με μεγιστάνες της βιομηχανίας, όπως ο Φριτς Τύσεν. Επωφελείται από τη δωρεάν δημοσιότητα την οποία του προσφέρουν τα έντυπα του Χούγκενμπεργκ και αποκτά επαφές με πηγές χρηματοδότησης. Αυτό θα αντανακλαστεί στο συλλαλητήριο του ναζιστικού κόμματος τον Αύγουστο του 1929 στη Νυρεμβέργη. Τριάντα πέντε ειδικά τρένα μεταφέρουν 25.000 άνδρες των SA και των SS στη Νυρεμβέργη, ενώ στη συγκέντρωση συμμετέχουν μεταξύ άλλων ο Τέοντορ Ντουέστερμπεργκ, αναπληρωτής ηγέτης των Χαλυβδόκρανων, και ο μεγαλοβιομήχανος του Ρουρ Έμιλ Κίρντοφ, αφεντικό του ισχυρού κονσόρτσιουμ της μεταλλουργίας Gelsenkirchen.
Την περίοδο 1924-1929 η γερμανική βιομηχανία αναδιοργανώνεται με τη βοήθεια αμερικανικών δανείων και ξένων επενδύσεων. Χάρη στα αμερικανικά δάνεια, η γερμανική βιομηχανία αυξάνει κατά ένα τρίτο την παραγωγική ικανότητά της. Ήδη ο εκσυγχρονισμός της βιομηχανίας οδηγεί στην αύξηση της τεχνικής ανεργίας. Η εντεινόμενη καρτελοποίηση επιτρέπει στα μονοπώλια να αυξάνουν αυθαίρετα τις τιμές πώλησης υπονομεύοντας την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών. Οι μεγιστάνες της βιομηχανίας στοχεύουν κυρίως στη διεθνή αγορά.
Όμως ενώ ετοιμάζονται για την κατάκτηση των διεθνών αγορών, ξεσπά η παγκόσμια οικονομική κρίση. Ο δείκτης παραγωγής από 101,4 το 1929 (με δείκτη 100 το 1928) πέφτει στο 60 στα τέλη του 1931. Τον Φεβρουάριο του 1931 ο αριθμός των ανέργων ξεπερνά τα 4 εκατομμύρια.15 Η βιομηχανική κρίση συνοδεύεται από ανάλογη κρίση του τραπεζικού συστήματος και την απαρχή χρεωκοπιών τραπεζών. Η άνοδος των προεξοφλητικών επιτοκίων παραλύει τη γερμανική οικονομία.
Οι μεγιστάνες του κεφαλαίου θίγονται ιδιαιτέρως από αυτή την καταστροφή. Μόνο η βοήθεια του ισχυρού κράτους μπορεί να ξαναβάλει μπροστά τον μηχανισμό αναπαραγωγής του κεφαλαίου και αναγέννησης των κερδών τους. Για να το πετύχουν θα πρέπει να συντριβούν οι μισθοί και οι εργατικές κατακτήσεις, να διαλυθούν οι πολιτικές και συνδικαλιστικές εργατικές οργανώσεις. Θα πρέπει να καταργηθούν οι «κοινωνικές δαπάνες». Το κράτος θα πρέπει να στηρίξει οικονομικά τις επιχειρήσεις, να ξαναβάλει μπροστά την παραγωγή τους μέσω κρατικών παραγγελιών. Η κρίση θίγει και τη γεωργία και οι μεγάλοι γαιοκτήμονες απαιτούν και αυτοί τη συνδρομή του κράτους για την αντιμετώπιση της κρίσης.
Aυτό είναι το υπόβαθρο της απόφασης των μεγιστάνων της βιομηχανίας και των τραπεζών να στηρίξουν το Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα του Αδόλφου Χίτλερ και τελικά να το ωθήσουν στην εξουσία.
Ενίσχυση των τάσεων για ισχυρό κράτος και προεδρική δημοκρατία στη Γερμανία
Η κρίση προκαλεί τη ριζοσπαστικοποίηση του εκλογικού σώματος προς τα δεξιά και προς τα αριστερά. Ήδη στις εκλογές του 1928 είχε καταγραφεί αύξηση των ψήφων για τη σοσιαλδημοκρατία και το Κομμουνιστικό Κόμμα, με αντίστοιχη αποδυνάμωση των δεξιών και κεντρώων κομμάτων.
Από το 1930 το αστικό πολιτικό κατεστημένο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης ανοίγει τον δρόμο για την κατάλυση του κοινοβουλευτισμού και την άνοδο του ναζισμού στην εξουσία. Στις 27 Μαρτίου 1930 πέφτει ο σοσιαλδημοκράτης καγκελάριος Μύλερ. Το επίμαχο ζήτημα που οδηγεί στην πτώση του είναι το ζήτημα της αύξησης των εισφορών των εργαζομένων για την ασφάλιση κατά της ανεργίας. O κυβερνητικός εταίρος του SPD, το DVP (Γερμανικό Λαϊκό Κόμμα), με στενούς δεσμούς με τις μεγάλες επιχειρήσεις, ανήσυχο από την εργατική αναταραχή στις συνθήκες της αυξανόμενης ανεργίας, εξαπολύει γενική επίθεση ενάντια στο «κράτος πρόνοιας» της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης.
Η τάση προς το «ισχυρό κράτος» είχε μπει ήδη σε κίνηση. Στις 30 Μαρτίου 1930 ο στρατάρχης φον Χίντενμπουργκ, πρόεδρος της Δημοκρατίας από το 1925, διορίζει καγκελάριο τον Μπρύνινγκ, κοινοβουλευτικό ηγέτη του καθολικού κόμματος Zentrum (Κέντρο). Εγκαινιάζεται η άσκηση της εξουσίας μέσω προεδρικών διαταγμάτων. Όταν ένα τέτοιο διάταγμα για την περικοπή των δημόσιων δαπανών απορρίπτεται από το Ράιχσταγκ, ο Μπρύνινγκ πετυχαίνει μέσω του προέδρου τη διάλυση του Ράιχσταγκ και την προκήρυξη εκλογών στις 14 Σεπτεμβρίου 1930.
Η κατάσταση είναι ευνοϊκή για το ναζιστικό κόμμα. Στο έδαφος του βαθέματος της κρίσης κατεστραμμένα μικροαστικά στρώματα, αγρότες, ντεκλασέ στοιχεία θεωρούν ότι η δημοκρατία τους πρόδωσε και το σύστημα πρέπει να καταργηθεί και επανδρώνουν τις οργανώσεις του ναζιστικού κόμματος. Στην προεκλογική εκστρατεία του Χίτλερ κυριαρχούν το θέμα της ανάγκης «ζωτικού χώρου» για τη Γερμανία έναντι του διεθνούς ανταγωνισμού στην αγορά και η επίθεση ενάντια στην κοινοβουλευτική και κομματική δημοκρατία που διαιρεί τον λαό, κατάσταση την οποία μόνο το ναζιστικό κόμμα μπορεί να υπερβεί δημιουργώντας μια καινούργια ενότητα του Volk (λαού). H προεκλογική καμπάνια του ναζιστικού κόμματος, χάρη και στα τεράστια υλικά μέσα που του παρέχουν οι καπιταλιστές, στέφεται με την εκλογή 107 ναζιστών βουλευτών στο Ράιχσταγκ (18,25% των ψήφων έναντι 2,6% στις εκλογές του 1928). Μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου αυξάνονται τα μέλη του ναζιστικού κόμματος. «Η προτεσταντική μεσαία τάξη ήταν, όπως και ανάμεσα στους ψηφοφόρους, αυτή που υπερτερούσε αριθμητικά.»16
Oι μεγάλοι χαμένοι των εκλογών είναι τα αστικά κόμματα της δεξιάς και του κέντρου. Το DNVP έπεσε στο 7% σε φθίνουσα πορεία από το 20,4% των ψήφων το 1924, το DVP έπεσε στο 4,7% από 10,1%. Ένας στους τρεις ψηφοφόρους του DNVP και ένας στους τέσσερις ψηφοφόρους των φιλελεύθερων κομμάτων έχουν ψηφίσει τους ναζιστές.17 Η εκλογική βάση των εργατικών κομμάτων, του SPD και του KPD (που γνωρίζει άνοδο στο 13,1% των ψήφων), είναι η μόνη που αντιστέκεται στην πίεση των ναζιστών, και σε μικρότερο βαθμό εκείνη του καθολικού κόμματος του Κέντρου, που γνωρίζει μικρές απώλειες.
H εκλογική επιτυχία των ναζιστών διευρύνει το ενδιαφέρον της επιχειρηματικής κοινότητας. Από τα τέλη του 1930 οι συναντήσεις του Χίτλερ με μεγάλους επιχειρηματίες πολλαπλασιάζονται. Μέσω του Κίρντοφ συναντιέται με βιομηχάνους του Ρουρ, ενώ ο Βάλτερ Φουνκ, εκδότης της οικονομικής εφημερίδας Berliner Börsen-Zeitung, κανονίζει συναντήσεις με ηγέτες του χώρου των επιχειρήσεων, «στις οποίες συγκεντρώθηκαν αρκετά χρήματα για την αντιμετώπιση ενός υποτιθέμενου πραξικοπήματος της Αριστεράς.»18
Στο Ράιχσταγκ που προκύπτει από τις εκλογές του Σεπτεμβρίου 1930 το SPD παραμένει το ισχυρότερο κόμμα. Όμως η σοσιαλδημοκρατία στο όνομα του «μικρότερου κακού» επιλέγει να στηρίξει τη συνέχιση της διακυβέρνησης Μπρύνινγκ. Η Τolerierungspolitik (πολιτική της ανοχής) επικυρώνεται από το συνέδριο του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος στη Λειψία (31 Μαΐου-5 Ιουνίου 1931), το οποίο τάσσεται υπέρ της υποστήριξης του Μπρύνινγκ «για όσο καιρό είναι αποφασισμένος να απωθεί τις φασιστικές βλέψεις και είναι σε θέση να το κάνει».
Αρχίζει η περίοδος της αποκαλούμενης προεδρικής δημοκρατίας, μιας και η εξουσία ασκείται στη βάση προεδρικών διαταγμάτων χωρίς την έγκριση της βουλής σύμφωνα με το άρθρο 48 του συντάγματος της Βαϊμάρης. Οι εργασίες της βουλής αναστέλλονται για ένα εξάμηνο, καταργώντας ακόμη και τα υπολείμματα του κοινοβουλευτικού ελέγχου που διατηρούνταν.
Ενώ η ανεργία αυξάνεται, διάταγμα του Δεκεμβρίου 1930 και ο προϋπολογισμός του 1931 επιβάλλουν δραστικές περικοπές στη βοήθεια προς τους ανέργους. Ταυτοχρόνως η κυβέρνηση παραχωρεί φοροαπαλλαγές στη βιομηχανία και επιδοτεί επιχειρήσεις. Οι καπιταλιστές αξιοποιώντας τις στρατιές των ανέργων επιβάλλουν μειώσεις μισθών. Οι εργατικές κινητοποιήσεις αντιμετωπίζουν τη βία της αστυνομίας και των SA (Oμάδες Εφόδου) των ναζιστών.
Η χρεωκοπία της Danatbank, μιας από τις τέσσερις μεγαλύτερες τράπεζες της Γερμανίας, και της Dresner Bank σηματοδοτούν μια νέα φάση της κρίσης. Το κράτος στηρίζει με μισό δισεκατομμύριο Reichmark το τραπεζικό σύστημα. Μέσω της στήριξης των τραπεζών το κράτος στηρίζει τη μεγάλη βιομηχανία, που έχει πιεστική ανάγκη από πιστώσεις. Το 1932 οι τράπεζες κατέχουν τα δύο τρίτα του μετοχικού κεφαλαίου των βιομηχανικών επιχειρήσεων έναντι του 50% το 1913.
Η Deutsche Eisen- und Stahlindustrie, επιθεώρηση των βιομηχάνων της σιδηροβιομηχανίας, που αντιμετωπίζουν μεγάλες οικονομικές δυσκολίες, γράφει: «Η κατάσταση συνεπάγεται για το κράτος την ηθική υποχρέωση να παρέμβει και να δεσμεύσει δημόσια κονδύλια.»19 Η κυβέρνηση Μπρύνινγκ με δημόσια κονδύλια επιδοτεί σιδηροβιομηχανίες «κοινωνικοποιώντας» με αυτόν τον τρόπο τις ζημιές τους. Το ίδιο διάστημα μέρος αυτών των βιομηχάνων χρηματοδοτούν το ναζιστικό κόμμα.
Στις 29 Σεπτεμβρίου 1931 η Reichsverband der deutschen Industrie, η ένωση των Γερμανών βιομηχάνων, απευθύνει τελεσίγραφο στον Μπρύνινγκ με το οποίο απαιτεί νέα μείωση των μισθών, μείωση των κοινωνικών δαπανών, νέες φοροαπαλλαγές για το κεφάλαιο. Στις 9 Οκτωβρίου ο Μπρύνινγκ προχωρά σε κυβερνητικό ανασχηματισμό αναθέτοντας το υπουργείο Οικονομικών στον Βάρμπολντ, αφεντικό της IG Farben, και το υπουργείο Εσωτερικών στον στρατηγό Γκρένερ, ήδη υπουργό της Reichswehr.
Το DNVP και οι Χαλυβδόκρανοι ανανεώνουν τη συμμαχία τους με τον Χίτλερ συγκροτώντας την Εθνική Αντιπολίτευση. Στη συγκέντρωση της Εθνικής Αντιπολίτευσης στο Bad Harzburg τον Οκτώβριο του 1931 κάνει αίσθηση η παρουσία του Σαχτ, ο οποίος τον Μάρτιο του 1930 είχε παραιτηθεί από τη θέση του προέδρου της Reichsbank διαμαρτυρόμενος για την εφαρμογή του Σχεδίου Γιανγκ. Ο Σαχτ ήταν ιδρυτικό στέλεχος του φιλελεύθερου DDP (Γερμανικό Δημοκρατικό Κόμμα), αλλά από τον Δεκέμβριο του 1930 έχει εκφράσει δημοσίως τον θαυμασμό του για το NSDAP. Στη συγκέντρωση συμμετέχουν επίσης η Διοικούσα Επιτροπή της Reichslandbund, της σημαντικότερης ένωσης των μεγάλων γαιοκτημόνων, μεγιστάνες της βιομηχανίας όπως ο Φριτς Τύσεν, ο Πένσγκεν της Vereinigte Stahlwerke, ο Μπλομ των ναυπηγείων Blohm & Voss του Αμβούργου.
Οι σχέσεις του Χίτλερ με τα επιχειρηματικά περιβάλλοντα εντείνονται. Στις 27 Ιανουαρίου 1932 στη Λέσχη της Βιομηχανίας του Ντύσελντορφ σε ακροατήριο 300 επιχειρηματιών ο Χίτλερ πρότεινε στους συνομιλητές του μια απολυταρχική κυβέρνηση που θα συνέτριβε τους κομμουνιστές και θα απαιτούσε «ένα μεγάλο ζωτικό χώρο με μεγάλη εσωτερική αγορά και την προστασία της οικονομίας στο εξωτερικό χάρη στη συγκεντροποίηση της γερμανικής δύναμης».20 Στις 30 Οκτωβρίου 1931 στο Bond-Club της Νέας Υόρκης ο Ζήμενς, το αφεντικό της κραταιάς μέχρι σήμερα Siemens, υπογράμμιζε μπροστά στους Αμερικανούς βιομηχάνους και τραπεζίτες τη σημασία του ναζιστικού κόμματος «του οποίου ο κύριος στόχος ήταν ο αγώνας εναντίον του σοσιαλισμού και της λογικής κατάληξής του, του κομμουνισμού» και αντιπαρέθετε την πολιτική σεβασμού της νομιμότητας από τη μεριά του Χίτλερ στην απειλή κομμουνιστικής επανάστασης.21
Η θητεία του προέδρου Χίντενμπουργκ έληγε στις αρχές του 1932. Στις προεδρικές εκλογές τον Μάρτιο του 1932 η σοσιαλδημοκρατία, πάντα στο όνομα του μικρότερου κακού, στηρίζει τον Χίντενμπουργκ. Στον πρώτο γύρο των εκλογών ο Χίντενμπουργκ θα κερδίσει το 49,6% των ψήφων, ο Χίτλερ το 30,1%, ο Ταίλμαν, ο υποψήφιος του Κομμουνιστικού Κόμματος το 13,2%. Στον δεύτερο γύρο ο Χίντεμπουργκ επανεκλέγεται με το 53% των ψήφων, αλλά ο Χίτλερ κερδίζει άλλα δύο εκατομμύρια ψήφους (36,8%).
Στα παρασκήνια προετοιμάζεται η απομάκρυνση της κυβέρνησης Μπρύνινγκ. Στις 6 Μαΐου 1932 ο Βάρμπολντ, εκπρόσωπος της μεγάλης βιομηχανίας στην κυβέρνηση, παραιτείται, ενέργεια που δείχνει ότι η κυβέρνηση Μπρύνινγκ έχει χάσει μέρος της υποστήριξης του επιχειρηματικού κόσμου. Σε μερικές εβδομάδες ο Βάρμπολντ θα επανέλθει στη νέα κυβέρνηση φον Πάπεν. Γεγονός αποκαλυπτικό της συμμετοχής των βιομηχάνων στις πολιτικές αλλαγές την άνοιξη του 1932. O Σλάιχερ είναι ήδη σε επαφή με τον Χίτλερ. Στις 8 Μαΐου ο Γκαίμπελς σημειώνει στο ημερολόγιό του: «Ο Μπρύνινγκ θα πέσει σε μερικές ημέρες». Στις 24 Μαΐου σημειώνει στο ημερολόγιό του το όνομα του νέου καγκελάριου: φον Πάπεν.22 Αυτές οι επαφές δείχνουν ότι οι πολιτικοί σχηματισμοί και οι άνδρες στην εξουσία αντιμετωπίζουν το ναζιστικό κόμμα σαν ένα κόμμα όπως όλα τα άλλα. Και όμως το 1932 είναι χρονιά έξαρσης της βίας των SA και των SS.
Στις 29 Μαΐου ο Χίντενμπουργκ θέτει τους όρους του στον Μπρύνινγκ: διάλυση του Ράιχσταγκ, άρση της απαγόρευσης των SA, εγκατάλειψη των σχεδίων του Μπρύνινγκ για εποικισμό με αγρότες μεγάλων υποθηκευμένων αγροκτημάτων. Έχοντας απωλέσει την εμπιστοσύνη του προέδρου, ο Μπρύνινγκ, που η κυβέρνησή του στηριζόταν στις προεδρικές εξουσίες, δεν έχει άλλη δυνατότητα παρά να υποβάλει την παραίτησή του στις 30 Μαΐου.
Νέος καγκελάριος ορίζεται ο φον Πάπεν, αξιωματικός και βουλευτής από παλιά του καθολικού κόμματος του Κέντρου, ανήκοντας στη δεξιά πτέρυγά του. Στη νέα κυβέρνηση ο Βάρμπολντ κατέχει όχι μόνο το υπουργείο Οικονομίας αλλά και το υπουργείο Εργασίας, ενώ ο στρατηγός Σλάιχερ κατέχει το υπουργείο της Reichswehr. Στις 17 Ιουνίου αίρεται η απαγόρευση των SA. Ήδη στις 30 Μαΐου στη συνάντησή του με τον Χίντενμπουργκ ο Χίτλερ είχε θέσει δύο όρους για να αποδεχθεί τη νέα κυβέρνηση: άρση της απαγόρευσης των SA και διάλυση του Ράιχσταγκ. Ο φον Πάπεν, προετοιμάζοντας νέα μέτρα κατά των κοινωνικών επιδομάτων σε μια χώρα που αριθμεί έξι εκατομμύρια ανέργους, κατηγορεί τις προηγούμενες κυβερνήσεις ότι «μετέτρεψαν το κράτος σε φιλανθρωπικό ίδρυμα και έτσι αποδυνάμωσαν τις ηθικές δυνάμεις του έθνους».23 Την επαύριον της συγκρότησής της η νέα κυβέρνηση φον Πάπεν ανακοινώνει στις 4 Ιουνίου τη διάλυση του Ράιχσταγκ και εκλογές στις 31 Ιουλίου.
Στις 20 Ιουλίου 1932 καθαιρείται πραξικοπηματικά η σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση της Πρωσίας και ο φον Πάπεν ορnaziίζεται Επίτροπος του Ράιχ για την Πρωσία.
Στις εκλογές της 31ης Ιουλίου 1932 οι εθνικοσοσιαλιστές αναδεικνύονται στο πρώτο κόμμα στο Ράιχσταγκ, με δεύτερο κόμμα το SPD. Τα κέρδη των ναζιστών πραγματοποιούνται εις βάρος των παραδοσιακών κομμάτων της δεξιάς και των διαφόρων σχηματισμών του κέντρου, οι οποίοι ουσιαστικά εξαφανίζονται από τον πολιτικό χάρτη. Το μόνο αστικό κόμμα που διατηρεί την εκλογική δύναμή του είναι το κόμμα του Κέντρου. Οι ψήφοι της αριστεράς διατηρούνται σταθεροί και συνεχίζεται η μετατόπιση από τη σοσιαλδημοκρατία στο Κομμουνιστικό Κόμμα (5.370.000 ψήφοι για το KPD και 7.960.000 για το SPD). Υπάρχει μια σχετική ισορροπία ανάμεσα στο 37,7% για τους εθνικοσοσιαλιστές και στο 35,9% για το KPD και το SPD μαζί.
Οι εκλογικές επιτυχίες των ναζιστών συνοδεύονται από την ενίσχυση της ναζιστικής τρομοκρατίας, κυρίως μετά την άρση της απαγόρευσης των SA από τον φον Πάπεν. Οι επιδρομές των SA στις κόκκινες γειτονιές αφήνουν πάντα πίσω τους νεκρούς και τραυματίες. Τώρα οι ναζιστές απαιτούν την καγκελαρία.
Το Ράιχσταγκ που συγκαλείται στις 12 Σεπτεμβρίου καταψηφίζει την κυβέρνηση φον Πάπεν με 512 ψήφους έναντι 42 υπέρ και 5 αποχών.
Ποιοι ανέβασαν τον Χίτλερ στην εξουσία
Το σημαντικότερο στοιχείο των αποτελεσμάτων των νέων εκλογών στις 6 Νοεμβρίου 1932 είναι η υποχώρηση των ναζιστών, οι οποίοι μέσα σε τρεις μήνες χάνουν πάνω από δύο εκατομμύρια ψήφους και 34 βουλευτικές έδρες. Το KPD καταγράφει νέα άνοδο κερδίζοντας σχεδόν 6.000.000 ψήφους (16,9%), το SPD με 7.251.000 ψήφους χάνει 700.000 ψήφους, οι οποίες όμως αντισταθμίζονται από τα κέρδη των κομμουνιστών. Τα δύο εργατικά κόμματα μαζί κερδίζουν το 37,3% και 221 έδρες έναντι 33,1% και 196 εδρών για το εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα, το οποίο καταγράφει τα χαμηλότερα ποσοστά του στις μεγάλες πόλεις και τα υψηλότερα στις αγροτικές περιοχές.
Την 1η Δεκεμβρίου 1932 ο Χίντενμπουργκ αναθέτει στον Σλάιχερ τον σχηματισμό κυβέρνησης. Στις 6 Δεκεμβρίου το Ράιχσταγκ αναστέλλει εκ νέου τις εργασίες του αναθέτοντας στο γραφείο του την εκ νέου σύγκλησή του. Στις 6 Δεκεμβρίου η παραίτηση του Γκρέγκορ Στράσερ, οργανωτικού υπεύθυνου του NSDAP, προκαλεί αναταραχή στους κόλπους των ναζιστών.
Στις 8 Δεκεμβρίου η Deutsche Allgemeine Zeitung, που εκφράζει τα περιβάλλοντα της βιομηχανίας, γράφει ότι υπάρχει κίνδυνος «το ισχυρότερο κόμμα της δεξιάς να απεξαρθρωθεί πριν να εκπληρώσει το ιστορικό καθήκον του, που είναι να πραγματοποιήσει, μαζί με άλλες δυνάμεις του μετώπου της δεξιάς, την εξυγίανση του εθνικού κράτους.»24
Οι Γερμανοί μεγιστάνες της βιομηχανίας και των τραπεζών αποφασίζουν να ρίξουν όλο το βάρος τους για την άνοδο του Χίτλερ και των ναζιστών στην εξουσία. Θεωρούν ότι μόνο η δύναμη του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος εγγυάται μια σταθερή κυβέρνηση, ικανή να εξασφαλίσει την «κοινωνική ειρήνη» συντρίβοντας το εργατικό κίνημα. Επιπλέον το πρόγραμμα των ναζιστών για αναθεώρηση των συνόρων και για «ζωτικό χώρο» μπορούσε να τους εξασφαλίσει νέες αγορές. Σε διεθνές επίπεδο η φάση του ειρηνικού ανταγωνισμού λήγει ανοίγοντας τον δρόμο της προετοιμασίας για ένα νέο μοίρασμα του κόσμου με τη δύναμη των όπλων. Η πολιτική επανεξοπλισμού της Γερμανίας την οποία υποστηρίζει ο Χίτλερ είναι προς άμεσο όφελος των Γερμανών βιομηχάνων.
Τον Νοέμβριο του 1932 με πρωτοβουλία του τραπεζίτη Σαχτ απευθύνεται στον πρόεδρο Χίντενμπουργκ μια έκκληση με τις υπογραφές των Γερμανών μεγιστάνων: Κρουπ, Κούνο, Ρόυς, Xάνιελ, Σίλβερμπεργκ, Ζήμενς, Τύσεν, Μπος, κλπ. Η έκκληση ζητά «να ανατεθεί η ευθύνη της εξουσίας στον αρχηγό του σημαντικότερου εθνικού κόμματος.»
Στις 4 Ιανουαρίου 1933 στην έπαυλη του τραπεζίτη Σραίντερ στην Κολωνία και με δική του πρωτοβουλία συναντιούνται ο φον Πάπεν με τον Χίτλερ, οι οποίοι καταλήγουν στη συμφωνία η οποία θα εφαρμοστεί στις 30 Ιανουαρίου: ο Χίτλερ καγκελάριος, ο φον Πάπεν αντικαγκελάριος, το εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα θα μοιραζόταν την εξουσία με το παραδοσιακό εθνικιστικό κόμμα DNVP.
Oι ναζιστές κάνουν επίδειξη δύναμης στο Βερολίνο με συγκεντρώσεις στο Sportpalast και με διαδήλωση των SA, υπό την προστασία της αστυνομίας, μπροστά στα κεντρικά γραφεία του Κομμουνιστικού Κόμματος στις 22 Ιανουαρίου. Την ίδια μέρα γίνεται νέα συνάντηση φον Πάπεν και Χίτλερ, αυτή τη φορά με τη συμμετοχή του Όσκαρ φον Χίντενμπουργκ, γιου του προέδρου. Το βράδυ της 29ης Ιανουαρίου ο φον Πάπεν υποβάλλει στον πρόεδρο τον κατάλογο της νέας κυβέρνησης: ο Χίτλερ καγκελάριος, ο Φρικ υπουργός Εσωτερικών, ο Γκέρινγκ υπουργός Αεροπορίας και υπουργός Εσωτερικών της Πρωσίας. Ο φον Πάπεν παίρνει τη θέση του αντικαγκελάριου. Τα υπόλοιπα υπουργεία μοιράζονται στην παραδοσιακή εθνικιστική δεξιά. Το υπουργείο της Reichswehr ανατίθεται στον στρατηγό φον Μπλόμπεργκ, που διάκειται ευνοϊκά προς τους ναζιστές. Στις 30 Ιανουαρίου ο Χίτλερ είναι καγκελάριος της Γερμανίας. Την 1η Φεβρουαρίου 1933 ο Χίντενμπουργκ διαλύει το Ράιχσταγκ, στο οποίο η νέα κυβέρνηση δεν είχε την πλειοψηφία, και ορίζει εκλογές για τις 5 Μαρτίου.
Η Reichsverband der deutschen Industrie υποσχόταν στην κυβέρνηση την πλήρη υποστήριξη των εργοδοτών διαβεβαιώνοντάς την ότι «θα έκανε τα πάντα για να τη βοηθήσει στο δύσκολο έργο της». Τα συγχαρητήρια του Κρουπ, προέδρου της εργοδοτικής ένωσης, προς τον Χίτλερ είναι χαρακτηριστικά: «Η εξέλιξη της πολιτικής κατάστασης ανταποκρίνεται στις ευχές τις οποίες είχαμε εκφράσει εδώ και καιρό εγώ ο ίδιος και η διοικούσα επιτροπή.»25
Στις 20 Φεβρουαρίου 1933 στη βίλα του Γκέρινγκ ο Χίτλερ συναντιόταν με ομάδα εικοσιπέντε ηγετών της γερμανικής βιομηχανίας, στους οποίους περιλαμβάνονταν ο Γκέοργκ φον Σνίτσλερ, της χημικής βιομηχανίας IG Farben, ο Κρουπ φον Μπόλεν, της αυτοκρατορίας Κρουπ και πρόεδρος της Ένωσης των Γερμανών βιομηχάνων, ο Άλμπερτ Βέγκλερ, της Vereinigte Stahlwerke, της δεύτερης μεγαλύτερης εταιρείας χάλυβα στον κόσμο. Ο Χίτλερ δήλωνε ξεκάθαρα τους στόχους του. Σχεδίαζε να βάλει τέλος στην κοινοβουλευτική δημοκρατία. Στόχευε να συντρίψει την αριστερά και για αυτόν τον στόχο ήταν διατεθειμένος να χρησιμοποιήσει φυσική βία. Είχε έρθει η ώρα «να συντριβεί πλήρως η άλλη πλευρά». Και ο Γκέρινγκ αποκάλυπτε τον άμεσο στόχο της συνάντησης. Εφόσον τα συμφέροντα των γερμανικών επιχειρήσεων συνδέονταν άμεσα με την πάλη κατά της αριστεράς, θα έπρεπε να συμβάλουν οικονομικά: «Οι θυσίες», επισήμαινε ο Γκέρινγκ, «θα είναι πολύ ευκολότερες… αν η [βιομηχανία] αντιλαμβανόταν ότι οι εκλογές της 5ης Μαρτίου θα είναι σίγουρα οι τελευταίες για τα επόμενα δέκα χρόνια, πιθανόν ακόμη και για τα επόμενα εκατό χρόνια.» Ο Κρουπ φον Μπόλεν, ο ορισμένος εκπρόσωπος της επιχειρηματικής πλευράς, δήλωνε ότι όλοι οι παρόντες σίγουρα συμφωνούν για την ταχύτερη δυνατή λύση της πολιτικής κατάστασης, ότι ο επιχειρηματικός κόσμος υποστήριζε ότι μόνο υπό ένα ισχυρό και ανεξάρτητο κράτος θα μπορούσαν η οικονομία και οι επιχειρήσεις «να αναπτυχθούν και να ανθήσουν». Τις επόμενες τρεις εβδομάδες ο Σαχτ θα συγκέντρωνε για λογαριασμό του ναζιστικού κόμματος οικονομικές ενισχύσεις από 17 διαφορετικές επιχειρηματικές ομάδες. Οι μεγαλύτερες συνεισφορές προήλθαν από την IG Farben (400.000 Reichsmark), την Deutsche Bank (200.000 Reichsmark), την ένωση ιδιοκτητών ορυχείων (400.000 Reichsmark) και μια ομάδα εταιρειών παραγωγής ηλεκτρικών μηχανών που περιλάμβανε τις Telefunken, AEG και Accumulatoren Fabrik. Τα επόμενα χρόνια το Adolf Hitler Spende θα θεσμοθετούνταν ως μόνιμη συνεισφορά για τα προσωπικά έξοδα του Χίτλερ.26
Μερικές εβδομάδες νωρίτερα ο Χίτλερ μιλώντας στους Γερμανούς στρατηγούς είχε αναφερθεί ανοιχτά «στον επανεξοπλισμό και στην ανάγκη εδαφικής επέκτασης.»27 Ο Χίτλερ είχε εξασφαλίσει την εύνοια της στρατιωτικής ιεραρχίας. Στις 23 Σεπτεμβρίου 1933 στο συνέδριο του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος στη Νυρεμβέργη ο Χίτλερ διατυπώνει αυτό το αδιαμφισβήτητο γεγονός όταν θα πει: «Αν την ώρα της επανάστασης ο στρατός δεν είχε τοποθετηθεί στο πλευρό μας, δεν θα είμαστε εδώ που είμαστε σήμερα.»28
Στις 4 Φεβρουαρίου ο Χίτλερ εξασφαλίζει από τον πρόεδρο Χίντενμπουργκ διάταγμα «για την προστασία του λαού» στη βάση του οποίου αρχίζει η εκκαθάριση της διοίκησης και της αστυνομίας και η τοποθέτηση σίγουρων ατόμων στις θέσεις κλειδιά. Στην Πρωσία τα SA, τα SS και οι Χαλυβρόκρανοι κηρύσσονται «βοηθητικοί αστυνομικοί σχηματισμοί», που τα μέλη τους μπορούν να κάνουν έρευνες σε σπίτια και γραφεία και να προβαίνουν σε συλλήψεις. Οι εφημερίδες και οι συγκεντρώσεις των εργατικών κομμάτων απαγορεύονται. Στις 23 Φεβρουαρίου η αστυνομία καταλαμβάνει τα κεντρικά γραφεία του KPD στο Βερολίνο.
Στις 19 Φεβρουαρίου ο υπουργός Εσωτερικών Φρικ δηλώνει ότι «το KPD πρέπει να συντριβεί με άλλον τρόπο και όχι με μια απλή απαγόρευση». Το πρόσχημα θα είναι η προβοκάτσια της πυρκαγιάς του Ράιχσταγκ στις 27 Φεβρουαρίου. Ο Χίτλερ δηλώνει αμέσως: «Η κυβέρνηση θα πάρει τώρα τα αναγκαία μέτρα για την ολοκληρωτική εξάλειψη αυτού του κινδύνου, του τρομερότερου κινδύνου [του κομμουνισμού] που απειλεί όχι μόνο τη Γερμανία, αλλά την Ευρώπη.»29
Την ίδια νύχτα η αστυνομία προχωρά σε μαζικές συλλήψεις κομμουνιστών. Ο Χίντενμπουργκ εκδίδει τρία νέα διατάγματα. Το ένα επιτρέπει τις αυθαίρετες συλλήψεις. Το άλλο δίνει το δικαίωμα στην κεντρική κυβέρνηση να καθαιρεί τις κυβερνήσεις των κρατιδίων. Το άλλο προβλέπει την ποινή του θανάτου για προδοσία, εμπρησμό, κλπ. Αυτά τα προεδρικά διατάγματα μαζί με εκείνα της 4ης και της 23ης Φεβρουαρίου, που καταλύουν όλες τις ελευθερίες, δίνουν ανεξέλεγκτες εξουσίες στην αστυνομία και επιτρέπουν όλα τα εγκλήματα, θα διατηρηθούν μέχρι το 1945.
Όμως παρά τις απαγορεύσεις και τη ναζιστική τρομοκρατία οι εκλογές της 5ης Μαρτίου δεν δίνουν την απόλυτη πλειοψηφία στον Χίτλερ. Οι κομμουνιστές διατηρούν παρά τις διώξεις και τις συλλήψεις 81 έδρες, οι σοσιαλδημοκράτες χάνουν μόνο μία έδρα. Το καθολικό κόμμα του Κέντρου κερδίζει τρεις έδρες. Νέο διάταγμα επιβάλλει τη διάλυση του Κομμουνιστικού Κόμματος (καταργώντας έτσι και τις βουλευτικές έδρες του) και δημεύει την περιουσία του. Η Reichsbanner, η πολιτοφυλακή του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, απαγορεύεται. Στα κρατίδια στα οποία ο κυβερνητικός συνασπισμός δεν έχει την πλειοψηφία ο Χίτλερ ορίζει Reichsstatthalter (επιτρόπους του Ράιχ) με διευρυμένες εξουσίες. Οι ελάχιστες εφημερίδες που είχαν διατηρήσει κάποια ανεξαρτησία απαγορεύονται ή εκκαθαρίζονται. Αντισημιτική βία ξεσπά σε όλη τη Γερμανία. Τα SA και τα SS έχουν πλήρη ελευθερία δράσης. Στις 20 Μαρτίου ο διοικητής της αστυνομίας του Μονάχου αναγγέλλει το άνοιγμα του πρώτου στρατοπέδου συγκέντρωσης στο Νταχάου για 5.000 πολιτικούς κρατουμένους. Είναι η απαρχή της φρίκης των ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης.
Στις 23 Μαρτίου 1933 το Ράιχσταγκ ψηφίζει με 441 ψήφους υπέρ έναντι 94 κατά την ανάθεση της πλήρους εξουσίας στην κυβέρνηση για τέσσερα χρόνια. Μόνο οι παρόντες σοσιαλδημοκράτες βουλευτές καταψηφίζουν. Έντεκα βουλευτές του SPD έχουν ήδη συλληφθεί. Στη συνέχεια το Ράιχσταγκ διαλύεται. Είναι και το τυπικό τέλος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Έχουν σημάνει μεσάνυχτα στον αιώνα όχι μόνο για τη Γερμανία αλλά σε λίγα χρόνια για όλη την Ευρώπη.
Σε σύντομο διάστημα το SPD, στις 22 Ιουνίου, θα ακολουθήσει την τύχη του KPD. Ήδη στις 2 Μαΐου το καθεστώς έχει συλλάβει την ηγεσία της συνδικαλιστικής συνομοσπονδίας. Ο Χούγκενμπεργκ παραιτείται από την κυβέρνηση και στις 28 Ιουνίου το κόμμα του, το Γερμανικό Εθνικό Λαϊκό Κόμμα, διαλύεται. Στις 5 Ιουλίου το καθολικό κόμμα του Κέντρου αυτοδιαλύεται υποτασσόμενο στο Κονκορδάτο του Χίτλερ με το Βατικανό. Η κυβέρνηση του Ράιχ αποτελείται πλέον μόνο από ναζιστές. Ο νόμος της 15ης Ιουλίου 1933 προβλέπει βαριές ποινές για όποιον προσπαθήσει να ανασυγκροτήσει τα κόμματα που έχουν διαλυθεί ή να δημιουργήσει καινούργιο κόμμα. Με βάση τον ίδιο νόμο το ναζιστικό κόμμα είναι το μοναδικό κόμμα στη Γερμανία. Ο Ρούντολφ Ες, αναπληρωτής του Χίτλερ στην ηγεσία του κόμματος, και ο Ρεμ, ηγέτης των Ταγμάτων Εφόδου, γίνονται υπουργοί άνευ χαρτοφυλακίου. Στις 2 Αυγούστου 1934, την ημέρα θανάτου του Χίντενμπουργκ, με απλό διάταγμα ο Χίτλερ γίνεται εκτός από καγκελάριος και αρχηγός του κράτους. Την ίδια ημέρα ο υπουργός της Reichswehr αναγγέλλει ότι η Reichswehr έδωσε όρκο πίστης στον Χίτλερ, που έγινε ανώτατος αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων.
Σοσιαλδημοκρατία, ρεφορμιστικά συνδικάτα, ΚPD
Παρότι το ζήτημα των ευθυνών των ηγεσιών των εργατικών κομμάτων για την άνοδο του ναζισμού στην εξουσία δεν είναι το κύριο θέμα αυτού του άρθρου, θα πρέπει να κάνουμε μια αναφορά στους εσωτερικούς ως προς το εργατικό κίνημα παράγοντες που συνέβαλαν στην αποδυνάμωσή του και επέτρεψαν την ήττα του από τον ναζισμό.
Πίσω από την τακτική της «ανοχής», του «μικρότερου κακού» την οποία ακολουθεί η γερμανική σοσιαλδημοκρατία όλη την περίοδο από το 1930 έως το 1933 υπάρχει μια βαθύτερη ουσία. Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης γεννήθηκε στο έδαφος της ήττας της προλεταριακής επανάστασης, στην οποία συνέβαλε καθοριστικά η σοσιαλδημοκρατία. Η αστική τάξη χάρη στη σοσιαλδημοκρατία έσωσε το οικονομικό και κοινωνικό σύστημα της. Παρότι για το μεγάλο κεφάλαιο και σημαντικούς τομείς του στρατού και του αστικού κρατικού μηχανισμού η Δημοκρατία της Βαϊμάρης δεν ήταν η λύση της επιλογής τους (με συνέπεια να περικλείει εξαρχής τα σπέρματα της αποσταθεροποίησής της), ήταν η πολιτική λύση την οποία επέβαλε ο ταξικός συσχετισμός ο οποίος υπήρχε.
Η σοσιαλδημοκρατία ήταν σημαντικός πυλώνας του αστικού συστήματος, αναγκαίος όσο καιρό η αστική τάξη είχε ανάγκη τη διαμεσολάβηση της σοσιαλδημοκρατικής ηγεσίας, πολιτικής και συνδικαλιστικής, στις σχέσεις της με την εργατική τάξη. Σε αυτό το πλαίσιο, που καθορίστηκε από την ήττα της εργατικής τάξης το 1918-19 και ξανά το 1923, αλλά σε ένα έδαφος στο οποίο η εργατική τάξη διατηρούσε τις δυνάμεις της και την πολιτική και συνδικαλιστική ισχύ μέσα από την οργάνωσή της στο SPD, στο KPD και στα συνδικάτα, υπήρχαν οι εργατικές κοινωνικές κατακτήσεις, οι συλλογικές συμβάσεις, τα εργοστασιακά συμβούλια. Αυτή ήταν η βάση της δύναμης των συνδικάτων, ως οργανώσεων της τάξης και υπεράσπισης των συμφερόντων της, αλλά και της δυνατότητας της ρεφορμιστικής ηγεσίας της ADGB, της συνδικαλιστικής συνομοσπονδίας, να συνδιαλέγεται με την εργοδοσία.
Με το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης στα τέλη του 1929 αυτή η κατάσταση αλλάζει ριζικά. Οι τάσεις για το «ισχυρό κράτος», που εγκαινιάζονται με το τέλος της κυβέρνησης του σοσιαλδημοκράτη Μύλερ, επιτείνονται συνεχώς. Η εργοδοσία δεν μπορεί πλέον να ανεχθεί τις εργατικές κατακτήσεις και περνά σε μετωπική επίθεση.
H ηγεσία της ADGB, στο όνομα της υπεράσπισης των συλλογικών συμβάσεων, αποδέχεται τις μειώσεις μισθών τις οποίες επιβάλλει η εργοδοσία. Η σοσιαλδημοκρατική πολιτική και συνδικαλιστική ηγεσία αποδέχεται την καπιταλιστική προπαγάνδα ότι η καπιταλιστική κρίση είναι ένα είδος φυσικής καταστροφής που αφορά όλο το έθνος, εργοδότες και εργάτες εξίσου. Είναι μια πολιτική που σπέρνει την απογοήτευση στους εργάτες και διαιρεί τις γραμμές του εργατικού κινήματος.
Ήδη από το 1929 ο ηγέτης του SPD Σέβερινγκ, υπουργός Εσωτερικών της Πρωσίας από το 1920 μέχρι το 1932 με διάλειμμα δύο ετών, χρησιμοποιεί το επιχείρημα του «υπέρτερου συμφέροντος της χώρας» ενάντια στις κινητοποιήσεις και τις απεργίες της εργατικής τάξης: «Η εργατική τάξη έχει το μεγαλύτερο συμφέρον, με όλα τα άλλα στρώματα του πληθυσμού, να ελαφρύνει τη χρηματοοικονομική κατάσταση του Ράιχ.»30
Το Κομμουνιστικό Κόμμα αντιτάσσεται σε αυτή την προπαγάνδα. Η μαχητικότητα των αγωνιστών του αντιμετωπίζεται με απολύσεις από την εργοδοσία. Συχνά οι συνδικαλιστικές ηγεσίες διαγράφουν από τα συνδικάτα τους κομμουνιστές οι οποίοι οργανώνουν την κινητοποίηση των εργατών χωρίς την έγκριση της συνδικαλιστικής ηγεσίας, διαγραφές που αποδυναμώνουν τις συνδικαλιστικές οργανώσεις.
Από την υποστήριξη στον Μπρύνινγκ σε εκείνη του Χίντενμπουργκ στο όνομα του μικρότερου κακού, η σοσιαλδημοκρατική ηγεσία δεν έχει να προσφέρει στην εργατική τάξη άλλη εναλλακτική λύση: Μπρύνινγκ ή Χίτλερ, Χίντενμπουργκ ή Χίτλερ. Δεμένη με την αστική τάξη και το κεφάλαιο θα συνοδεύσει μέχρι τέλους τη θνήσκουσα Δημοκρατία της Βαϊμάρης, που έχει χάσει πια κάθε περιεχόμενο, ενώ το μεγάλο κεφάλαιο και το αστικό πολιτικό κατεστημένο ανοίγουν τον δρόμο στην άνοδο του ναζισμού στην εξουσία. Από «ανοχή» σε «ανοχή» καλλιεργεί την παθητικότητα στις εργατικές μάζες και στο όνομα της απόκρουσης του ναζιστικού κινδύνου διευκολύνει την άνοδο του ναζισμού στην εξουσία.
Τον Δεκέμβριο του 1931 το SPD δημιουργεί το Σιδερένιο Μέτωπο (Εiserne Front) ενάντια στον φασισμό μαζί με «δημοκράτες» αστούς. «Οι αστοί σύμμαχοί τους χρησιμεύουν στους σοσιαλδημοκράτες ηγέτες ως χαλινάρι στον σβέρκο των εργατικών οργανώσεων», γράφει ο Τρότσκι τον Ιανουάριο του 1932 στο Και μετά τι; Ζωτικά προβλήματα για το γερμανικό προλεταριάτο. Η σοσιαλδημοκρατική ηγεσία όχι μόνο δεν θα προσφύγει ποτέ στη δύναμη και στην κινητοποίηση των εργατικών μαζών για να συγκρουστεί με τον ναζισμό, αλλά θα εναποθέτει μέχρι τέλους την αντιμετώπιση των ναζιστών σε εκείνους που τους ανοίγουν τον δρόμο. H υποστήριξη στην άγρια πολιτική λιτότητας του Μπρύνινγκ δεν μπορεί να εμπνεύσει τους εργαζομένους ούτε τα συσσίτια μπορούν να αποτελούν προοπτική για τους ανέργους. Η στήριξη την οποία δίνει η σοσιαλδημοκρατία στις εκλογές στον Χίντενμπουργκ ακυρώνει το Σιδερένιο Μέτωπο ως οργάνωση πάλης ενάντια στον ναζισμό.
Όταν τον Ιούλιο του 1932 ο φον Πάπεν καθαιρεί τη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση της Πρωσίας, οι σοσιαλδημοκράτες αποδέχονται παθητικά την καθαίρεσή τους χωρίς ούτε στιγμή να διανοηθούν να προσφύγουν στην κινητοποίηση των μαζών για την υποστήριξή τους. Αρκούνται στη διαμαρτυρία «εναντίον της παραβίασης του συντάγματος» της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, η οποία είχε χάσει πλέον και κάθε νομιμότητα, και προσφεύγουν στο ανώτατο δικαστήριο της Λειψίας.
Ακόμη και όταν ο Χίτλερ γίνεται καγκελάριος στις 30 Ιανουαρίου 1933, η Vorwärts, η εφημερίδα του SPD, γράφει σε ειδική έκδοσή της: «Απέναντι στην κυβέρνηση που απειλεί με πραξικόπημα, η σοσιαλδημοκρατία παραμένει με τα δύο πόδια στο έδαφος του συντάγματος και της νομιμότητας.»31 Όπως και τα αστικά κόμματα, η σοσιαλδημοκρατία θέλει να τρέφει την αυταπάτη ότι θα έχει τη δυνατότητα να παραμείνει ως αντιπολίτευση υπό τον Χίτλερ. Εθνική συνδιάσκεψη του SPD στις 27 Απριλίου 1933 αποφασίζει να «συνεχίσει το έργο του στο πλαίσιο των νόμιμων δυνατοτήτων».32
Πιστή στην αστική φύση της η ηγεσία της σοσιαλδημοκρατίας θα παραμένει μέχρι τέλους προσκολλημένη στην αστική τάξη, ακόμη και όταν η τελευταία όχι μόνο δεν έχει πια ανάγκη τις υπηρεσίες της, αλλά ετοιμάζεται για τη διάλυση και την καταστολή του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος και τη σύλληψη των ηγετών του.
H ρεφορμιστική ηγεσία της ADGB υπό τον Λάιπαρτ προχώρησε ακόμη παραπέρα. Κατ’ αρχάς διαρρηγνύει τους δεσμούς της με το SPD. Επιχειρεί να συνδιαλλαγεί με το καθεστώς του Χίτλερ. Στις 10 Μαρτίου 1933 δηλώνει: «Δεν είναι αρμοδιότητα των συνδικάτων να πάρουν θέση για τις πολιτικές συνέπειες αυτών των εκλογών.»33 Στις 20 Μαρτίου η συνομοσπονδιακή ηγεσία εκδίδει ένα μανιφέστο: «Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις είναι η έκφραση μιας αναντίρρητης κοινωνικής ανάγκης, απαραίτητο στοιχείο της ίδιας της κοινωνικής τάξης πραγμάτων. (…) Λόγω της φυσικής τάξης των πραγμάτων ενσωματώνονται όλο και περισσότερο στο κράτος. (…) Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις δεν προτίθενται να επηρεάσουν άμεσα την πολιτική του κράτους.» Στις 7 Απριλίου 1933 ο Λάιπαρτ δηλώνει ότι τα συνδικάτα «επιδιώκουν τον ίδιο μεγάλο στόχο με την κυβέρνηση ο οποίος είναι να θεμελιωθεί η εσωτερική και εξωτερική ελευθερία του έθνους πάνω στην παραγωγική δύναμη όλου του λαού».34 Η συνομοσπονδιακή ηγεσία καλεί τα μέλη των συνδικάτων να συμμετάσχουν στην οργανωμένη από τους ναζιστές «εθνική γιορτή» την 1η Μάη 1933.
Αυτή η στάση δεν γλυτώνει ούτε την ADGB από την απαγόρευση και τη διάλυση, ούτε τους συνδικαλιστές από τις δολοφονικές επιθέσεις των Ταγμάτων Εφόδου αλλά ούτε και τον ίδιο τον Λάιπαρτ από τη σύλληψή του.
Την περίοδο 1930-32 το Κομμουνιστικό Κόμμα γνωρίζει σημαντική αύξηση τόσο των μελών του όσο και των ψηφοφόρων του. Από 143.000 μέλη το 1927 αριθμεί περίπου 360.000 μέλη στα τέλη του 1932. Από 13,1% των ψήφων τον Σεπτέμβριο του 1930, κερδίζει 700.000 επιπλέον ψήφους (14,3%) τον Ιούλιο του 1932 και ακόμη 700.000 νέους ψηφοφόρους (16,9%) τον Νοέμβριο του 1932. Είναι σαφές ότι στη νέα κατάσταση σημαντικά τμήματα εργατών που στήριζαν τη σοσιαλδημοκρατία στρέφονται προς το κομμουνιστικό κόμμα.
Είναι αλήθεια ότι την ίδια περίοδο το ποσοστό των ανέργων μελών του κομμουνιστικού κόμματος αυξάνεται σε τέτοιο βαθμό που ορισμένοι χαρακτηρίζουν το KPD αυτής της περιόδου «κόμμα ανέργων». Όμως η ίδια η Γερμανία είναι «χώρα ανέργων», οι οποίοι δεν παύουν να αποτελούν κομμάτι της εργατικής τάξης.
Εξάλλου το χαρακτηριστικό αυτής της περιόδου είναι ότι ενώ έχουμε όξυνση της πολιτικής ταξικής πάλης, που αντανακλάται και στην ενίσχυση του KPD, η δύναμη της εργατικής τάξης στην αγορά εργασίας είναι εξαιρετικά εξασθενημένη λόγω της μαζικής ανεργίας. Είναι σαφές ότι τα ζητήματα δεν μπορούν να λυθούν ούτε στο επίπεδο του ρεφορμιστικού συνδικαλισμού ούτε στο επίπεδο του κοινοβουλίου. Η πάλη κατά του φασισμού δεν μπορεί να διεξαχθεί μέσω της υπεράσπισης της ετοιμοθάνατης Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, αλλά στο επίπεδο της μαζικής κινητοποίησης, της σύγκρουσης με τον φασισμό στο έδαφος της εργατικής τάξης και της προοπτικής της.
Η άλλη πλευρά το αντιλαμβάνεται, για αυτό και όλη η αντιμπολσεβίκικη υστερία που εξαπολύεται στη Γερμανία αυτή την περίοδο. Για αυτό οι κομμουνιστές είναι μόνιμος στόχος της βίας των ναζιστικών συμμοριών.
Οι αγωνιστές της Roter Frontkämpferbund (Ένωση Κόκκινου Μετώπου Μαχητών) δίνουν με κουράγιο την πάλη κατά των φαιοχιτώνων στη βάση του συνθήματος: Κτυπάτε τους φασίστες παντού όπου τους βρίσκετε.
Στις 28 Σεπτεμβρίου 1930 ιδρύεται η Kampfbund gegen den Faschismus (Ένωση πάλης κατά του φασισμού), η οποία ήταν ανοιχτή σε «όλες τις οργανώσεις και τα άτομα που είναι διατεθειμένα να διεξάγουν μαζική πολιτική και ιδεολογική πάλη εναντίον του φασισμού, ιδιαιτέρως εναντίον του εθνικοσοσιαλισμού.»35
Όμως η πολιτική του «σοσιαλφασισμού» που κυριαρχεί στην πολιτική του KPD αυτής της περιόδου είναι εμπόδιο για την πραγματοποίηση του ενιαίου εργατικού μετώπου. Την ώρα που υπάρχει διάθεση από την πλευρά των εργατών οι οποίοι στηρίζουν τη σοσιαλδημοκρατία να δώσουν την πάλη κατά του φασισμού, η πολιτική του «σοσιαλφασισμού» υψώνει τείχη ανάμεσα στους κομμουνιστές και τους σοσιαλδημοκράτες στη βάση. Έτσι παρά την κίνηση εργατών από το SPD προς το KPD, παρά την εμφάνιση στελεχών της σοσιαλδημοκρατίας που τάσσονται υπέρ του μετώπου με το KPD ενάντια στη γραμμή της ηγεσίας του SPD, η γραμμή του σοσιαλφασισμού και του «μετώπου στη βάση» δεν επιτρέπει την πραγματοποίηση της ενότητας της εργατικής τάξης, η οποία παραμένει διαιρεμένη απέναντι στον ναζισμό.
Την άνοιξη του 1932 πραγματοποιείται μια στροφή στην πολιτική του KPD. Στις 25 Απριλίου η ΚΕ εκδίδει έκκληση προς όλους τους σοσιαλδημοκράτες και συνδικαλισμένους εργάτες: «Είμαστε έτοιμοι να παλέψουμε μαζί με κάθε οργάνωση στην οποία συσπειρώνονται εργαζόμενοι και η οποία θέλει πραγματικά να δώσει την πάλη εναντίον της μείωσης των μισθών.»36 Στις 25 Μαΐου η ΚΕ απευθύνει νέα έκκληση «να φράξουμε στον χιτλερικό φασισμό τον δρόμο για την εξουσία.»37
Στις 4 Ιουνίου εσωτερική εγκύκλιος προς τους υπεύθυνους των οργανώσεων του κόμματος διευκρινίζει:
«Η διαφορά ανάμεσα στις δύο πτέρυγες του αστικού-καπιταλιστικού ταξικού μετώπου σε σχέση με τις μεθόδους της αστικής δικτατορίας –παρότι ανάμεσα στις δύο πτέρυγες δεν υπάρχει καμιά ταξική διαφορά ή αντίθεση– μπορεί ωστόσο να οδηγήσει σε βίαιες συγκρούσεις ανάμεσα στις δύο πτέρυγες. Έτσι ο χιτλερικός φασισμός έχει το μεγαλύτερο συμφέρον να αποδυναμώσει όσο το δυνατόν περισσότερο τις οργανώσεις στις οποίες στηρίζεται η επιρροή της σοσιαλδημοκρατίας.(…) Ο στρατηγικός προσανατολισμός του κύριου κτυπήματος εναντίον της σοσιαλδημοκρατίας δεν σημαίνει εντούτοις ότι στη ζύμωσή μας βάζουμε πριν από κάθε ζήτημα την καταγγελία του SPD με χονδροειδή και σχηματικό τρόπο.»38
Στο πρακτικό πεδίο αυτή η γραμμή εκφράζεται με την οικοδόμηση στις επιχειρήσεις και στις συνοικίες της «Αντιφασιστικής Δράσης». Στις 10 Ιουλίου στο περιφερειακό συνέδριο του Βερολίνου-Βρανδεμβούργου της Αντιφασιστικής Δράσης συμμετέχουν 1.500 αντιπρόσωποι, εκ των οποίων 954 χωρίς κόμμα, 132 από το SPD και τη Reichsbanner. To συνέδριο εκδίδει ένα μανιφέστο: «Η Αντιφασιστική Δράση δεν ανέχεται να εγκαθιδρυθεί στη Γερμανία η φασιστική δικτατορία, να καταστραφούν και να απαγορευτούν οι ταξικές οργανώσεις του προλεταριάτου, να καταπατηθούν όλα τα δικαιώματα της εργατικής τάξης, να καταργηθούν οι κοινωνικές ασφαλίσεις και όλες οι κατακτήσεις της εργατικής τάξης.»39 Το σύνθημα του μανιφέστου είναι «Ένας εχθρός, ένα μέτωπο, μία πάλη». Αντιπαρατάσσεται στο σύνθημα των χιτλερικών «Ein Volk, ein Reich, ein Führer» (ένας λαός, ένα Ράιχ, ένας φύρερ).
Όμως η στροφή κρατά για σύντομο διάστημα. Με παρέμβαση της Μόσχας το KPD επαναφέρεται στην «τάξη» και στην παλιά γραμμή. Τον Αύγουστο του 1932 ο Νόυμαν, εκφραστής της παραπάνω στροφής, καθαιρείται από το Πολιτικό Γραφείο κατηγορούμενος για «αποδυνάμωση της πάλης κατά της σοσιαλδημοκρατίας» και για προσπάθεια «να στρέψει τους συντρόφους του κόμματος εναντίον της ηγεσίας, να τη δυσφημήσει και να αντιπαρατάξει τους νέους στο κόμμα». Ο σύντροφός του Ρέμελε περιθωριοποιείται.
Σε ομιλία της στο Ράιχσταγκ η Κλάρα Τσέτκιν στις 30 Αυγούστου 1932 σημείωνε: «Η πολιτική του “μικρότερου κακού” ενίσχυσε στους αντιδραστικούς το αίσθημα της δύναμής τους και είχε ως αποτέλεσμα το μεγαλύτερο από όλα τα κακά, να συνηθίσει τις μάζες στην παθητικότητα.»40
Πράγματι αυτή ήταν η συνέπεια της πολιτικής της σοσιαλδημοκρατίας. Όμως η πολιτική του KPD δεν επέτρεψε να ξεπεραστεί αυτή η παθητικότητα την οποία καλλιέργησε η σοσιαλδημοκρατία και να πραγματοποιηθεί η μαχητική ενότητα της εργατικής τάξης για να φράξει τον δρόμο στον ναζισμό.
Η νύχτα των μεγάλων μαχαιριών
Την επαύριον της ανόδου του στην εξουσία ο Χίτλερ προσπαθεί να ελέγξει τις πληβειακές δυνάμεις τις οποίες ο ίδιος εξαπέλυσε. Στο κάτω κάτω η αστική τάξη θυσίασε το παλιό πολιτικό προσωπικό της και έδωσε όλη την εξουσία στους ναζιστές, προκειμένου να υπηρετήσουν πειθήνια τα συμφέροντά της. Δεν μπορεί να ανεχθεί τη δημαγωγία της «δεύτερης εθνικοσοσιαλιστικής επανάστασης.»
Σε συγκέντρωση αρχηγών των SS και των SA στη Βαυαρία την 1η και 2η Ιουλίου 1933 ο Χίτλερ δηλώνει: «Θα αντιταχθώ με όλη μου την ενεργητικότητα σε μια δεύτερη επανάσταση…» Στις 10 Ιουλίου οι εφημερίδες δημοσιεύουν την άποψη της κυβέρνησης: «Το να μιλά κάποιος για συνέχιση της επανάστασης ή ακόμη και για δεύτερη επανάσταση… αυτά τα λόγια αποτελούν σαμποτάζ της εθνικής επανάστασης και θα τιμωρηθούν σοβαρά.»41
Το πνεύμα της «δεύτερης επανάστασης» είναι ιδιαίτερα έντονο μεταξύ των πληβείων φαιοχιτώνων των Ταγμάτων Εφόδου υπό την ηγεσία του Ρεμ.
Ιδιαιτέρως η στρατιωτική ιεραρχία είναι εχθρική στα σχέδια του Ρεμ να μετατρέψει τα Τάγματα Εφόδου σε εθνική πολιτοφυλακή. Τις ίδιες ανησυχίες για τις ανεξέλεγκτες δυνάμεις των SA εκφράζουν οι μεγιστάνες του κεφαλαίου. Η ένταση γι’ αυτό το ζήτημα είναι ανερχόμενη κατά το πρώτο ήμισυ του 1934.
Στις 28 Ιουνίου 1934 ο Χίτλερ επισκέπτεται τον Κρουπ στο Έσεν. Στις 29 Ιουνίου ο Μπλόμπεργκ, υπουργός της Reichswehr κηρύσσει τον στρατό σε κατάσταση επιφυλακής. Την νύχτα της 29ης Ιουνίου ο Χίτλερ είναι στο Μόναχο, όπου η Reichswehr έχει καταλάβει τα γραφεία των SA. Ο Χίτλερ καθαιρεί την ηγεσία τους. Η εκκαθάριση έχει αρχίσει.
Την επομένη συλλαμβάνεται ο Ρεμ στο Μπαντ Βήσεε. Με τη σειρά τους συλλαμβάνονται και οι άλλοι ηγέτες των SA, τους οποίους είχε συγκαλέσει για εκείνη την ημέρα ο Ρεμ. Εκατοντάδες μέλη και ηγέτες των SA, μεταξύ των οποίων ο Ρεμ και οι υπαρχηγοί του Χάινες και Ερνστ, εκτελούνται με συνοπτικές διαδικασίες από την αστυνομία και αποσπάσματα των SS του Χίμλερ. Αυτή η σφαγή έμεινε γνωστή ως η «Νύχτα των μεγάλων μαχαιριών». Στο πλαίσιό της ο Χίτλερ διατάζει και τη σφαγή του Σλάιχερ και του συνεργάτη του, στρατηγού φον Μπρέντοβ, καθώς και του Γκρέγκορ Στράσερ, αποστάτη του εθνικοσιαλιστικού κόμματος.
Ο Χίντενμπουργκ με τηλεγράφημά του ευχαριστεί τον Χίτλερ για την κατάπνιξη της συνωμοσίας. Στις 5 Ιουλίου η εφημερίδα των ιδιοκτητών των ανθρακωρυχείων Deutsche Bergwerkszeitung καταγγέλλει την κλίκα των φιλόδοξων που ήθελαν να εξαπολύσουν έναν νέο αγώνα για την εξουσία και συγχαίρει το καθεστώς «για την ταχεία επέμβαση της 30ης Ιουνίου που μας έσωσε από αυτόν τον κίνδυνο». Στις 6 Αυγούστου 1934 στη Paris-Soir ο στρατηγός φον Ράιχεναου, υφυπουργός του Μπλόμπεργκ, δηλώνει: «Ο Καγκελάριος τήρησε τον λόγο του καταπνίγοντας εν τη γενέσει της την προσπάθεια του Ρεμ να ενσωματώσει τα SA στη Reichswehr.»42
Ο νόμος σύμφωνα με τον οποίο ο αρχηγός των SA γίνεται υπουργός του Ράιχ καταργείται. Το εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα εκκαθαρίζεται από εκείνα τα μέλη που δεν υποτάσσονται ανεπιφύλακτα στη ναζιστική εξουσία. Στο συνέδριο του κόμματος το 1935 ο Χίτλερ αναγγέλλει: «Τα μέλη μας υποβλήθηκαν σε σοβαρή εκκαθάριση.» Το ναζιστικό κόμμα υποτάσσεται στη ναζιστική κρατική εξουσία. Τον Νοέμβριο του 1934 αποφασίζεται με διάταγμα ότι «όλες οι δημόσιες συγκεντρώσεις και όλες οι διαδηλώσεις του κόμματος… πρέπει να εγκρίνονται από την αρμόδια αρχή.»43
Ταυτοχρόνως το ίδιο το κράτος και ο στρατός ναζιστικοποιούνται. Η διδασκαλία του εθνικοσοσιαλιστικού δόγματος εισάγεται στον στρατό, όπως και η ρήτρα της «αρίας φυλής». Στρατιώτες και αξιωματικοί πρέπει να χαιρετούν στρατιωτικά τους αρχηγούς του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος όταν φορούν στολή. Στρατιώτες και ναύτες φέρουν τον αγκυλωτό σταυρό στη στολή τους και τον Νοέμβριο του 1935 η παλιά σημαία του στρατού αντικαθίσταται από ειδική σημαία με τον αγκυλωτό σταυρό.Ταυτοχρόνως το ίδιο το κράτος και ο στρατός ναζιστικοποιούνται. Η διδασκαλία του εθνικοσοσιαλιστικού δόγματος εισάγεται στον στρατό, όπως και η ρήτρα της «αρίας φυλής». Στρατιώτες και αξιωματικοί πρέπει να χαιρετούν στρατιωτικά τους αρχηγούς του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος όταν φορούν στολή. Στρατιώτες και ναύτες φέρουν τον αγκυλωτό σταυρό στη στολή τους και τον Νοέμβριο του 1935 η παλιά σημαία του στρατού αντικαθίσταται από ειδική σημαία με τον αγκυλωτό σταυρό.
Ναζιστική εξουσία: δικτατορία του μεγάλου κεφαλαίου
Η κατάλυση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, η καταστροφή των πολιτικών και συνδικαλιστικών οργανώσεων της εργατικής τάξης, η τρομοκρατία της ναζιστικής εξουσίας εξασφάλισαν μια «ειρήνευση» των μαζών που δεν υπήρχε στη Γερμανία από την εποχή της βιομηχανικής επανάστασης τον δέκατο ένατο αιώνα. Ήταν το ιδανικό περιβάλλον για την άνθηση των Γερμανών καπιταλιστών.
Ο Χίτλερ, που τον ανέβασαν στην εξουσία οι μεγιστάνες της βιομηχανίας και οι τραπεζίτες, ήταν ξεκάθαρος στην ομιλία του στο Ράιχσταγκ τον Μάρτιο του 1933 επιβάλλοντας τη ναζιστική δικτατορία: «Είναι αρχή της κυβέρνησης όσον αφορά τη διαφύλαξη των οικονομικών συμφερόντων
του γερμανικού λαού: δεν θα ασκήσουμε κρατικοποιημένη και γραφειοκρατική οικονομία, θα ενθαρρύνουμε στο μέγιστο την ιδιωτική πρωτοβουλία και αναγνωρίζουμε τα δικαιώματα της ιδιοκτησίας.»
Καθησυχάζοντας τους βιομηχάνους, oι οποίοι παραπονιούνται για τη στάση εκείνων των στοιχείων των ναζιστικών οργανώσεων που είχαν πάρει στα σοβαρά την «αντιπλουτοκρατική» δημαγωγία του ναζισμού, ο Χίτλερ διευκρινίζει στις 6 Ιουλίου 1933 σε συγκέντρωση Reichsstatthalter (επιτρόπων του Ράιχ) και ηγετών των SA: «Είμαι αντίθετος στο να αντικαταστήσουμε καλούς ηγέτες της οικονομίας με εθνικοσοσιαλιστές που δεν καταλαβαίνουν τίποτα από οικονομικά προβλήματα.»44 Διάταγμα του υπουργού Εσωτερικών Φρικ στις 11 Ιουλίου 1933 υπογράμμιζε την αναγκαιότητα σεβασμού της κρατικής εξουσίας και προειδοποιούσε εναντίον της παρέμβασης ανεύθυνων στοιχείων στην οικονομία.
Από το 1933 και μετά τα κέρδη των βιομηχάνων αυξάνονται ταχέως.
Το παρακάτω διάγραμμα της εξέλιξης της απόδοσης του κεφαλαίου (της σχέσης μεταξύ των κερδών και του κεφαλαίου) στη γερμανική βιομηχανία την περίοδο 1925-1941 δείχνει πόσο ευνόησε το ναζιστικό καθεστώς το κεφάλαιο.
ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΑΠΟ TOOZE, ΣΕΛ. 109
Πηγή: Adam Τooze, The Wages of Destruction, σ. 109.
Αυτή η άνοδος των κερδών βοήθησε αρχικά τους βιομηχάνους να ξεπεράσουν τις ζημιές τις οποίες είχαν υποστεί λόγω της κρίσης και στη συνέχεια χρηματοδότησε μια «εξαιρετική άνθηση των επενδύσεων, τέτοια που δεν είχε γνωρίσει ποτέ στην ιστορία της η γερμανική βιομηχανία. (…) η γερμανική βιομηχανία συνέχισε να ασκεί εξουσία στο Τρίτο Ράιχ.»45
Η τάξη των καπιταλιστών διατηρεί την αυτονομία της υπό το ναζιστικό καθεστώς. Σύμφωνα με νόμο της 27ης Νοεμβρίου 1934 όλες οι επιχειρήσεις συγκεντρώνονται σε έξι εθνικές ομάδες (Reichsgruppen): βιομηχανία, βιοτεχνία, εμπόριο, τράπεζες, ασφαλιστικές εταιρείες, ενέργεια. Επικεφαλής των έξι ομάδων είναι πάντα ένας μεγάλος εργοδότης. Η διεύθυνση της Reichsgruppe Industrie ανατίθεται στον Κρουπ, κατόπιν στον Τένγκελμαν του κοντσέρν Flick, στη συνέχεια στον βιομήχανο Βίλχελμ Ζάνγκεν. Αναλαμβάνοντας αυτή τη θέση το 1938 ο Ζάνγκεν δηλώνει ενώπιον του υπουργού Φουνκ ότι «η αρχή της αυτονομίας της οικονομίας διατηρείται… γεγονός που διαφοροποιεί μια ιδιωτική οικονομία καθοδηγούμενη από το κράτος από μια κρατική οικονομία. Η οικονομία θα αναπτύξει ελεύθερα τη μεγαλύτερη πρωτοβουλία στο πλαίσιο των καθηκόντων που ορίζει το κράτος και όλο το έθνος θα έχει το μεγαλύτερο κέρδος.»46 Βέβαια όπου οικονομία και έθνος διάβαζε τάξη των καπιταλιστών.
Το 1932 το κράτος είχε στηρίξει την ισχυρή εταιρεία Gelsenkirchen, η οποία αντιμετώπιζε προβλήματα λόγω της κρίσης, αγοράζοντας μετοχές της αξίας 125 εκατομμυρίων Reichsmark, αποκτώντας έτσι τον έλεγχο των «Ενωμένων Χαλυβουργείων». Το χιτλερικό καθεστώς επιστρέφει το 1936 στα «Ενωμένα Χαλυβουργεία» το πακέτο των μετοχών που είχε στα χέρια του. Τον Μάρτιο του 1936 το κράτος δίνει την πλειοψηφία των μετοχών της ναυπηγικής εταιρείας Deutscher Schiff und Maschinenbau τις οποίες κατείχε σε ομάδα εμπόρων της Βρέμης, καθώς και μετοχές αξίας 8 εκατομμυρίων Reichsmark (σε σύνολο 10 εκατομμυρίων) της ναυτιλιακής εταιρείας Ηamburg Süd Amerika σε ένα κονσόρτσιουμ του Αμβούργου.
Το ίδιο συνέβη και στον τομέα των τραπεζών. Μετά το τραπεζικό κραχ το κράτος είχε αποκτήσει το 90% του κεφαλαίου της Dresdner Bank και της Danat (που είχαν συγχωνευτεί), το 70% του κεφαλαίου της Commerz- und Privatbank, το 35% της Deutsche Diskonto-Bank. Τον Δεκέμβριο του 1933 ο υπουργός Οικονομίας του Τρίτου Ράιχ ανακοινώνει ότι το κράτος προτίθεται να εγκαταλείψει τα σημαντικά μερίδια που κατέχει τα τελευταία δύο χρόνια στο κεφάλαιο ορισμένων πιστωτικών ιδρυμάτων. Τον Μάρτιο του 1937 η Deutsche Diskonto-Bank αναγγέλλει ότι έχει ανακτήσει από το κράτος το σύνολο των μετοχών της και έχει ξαναγίνει εξ ολοκλήρου ιδιωτική τράπεζα. Τον Αύγουστο του 1937 η Commerz- und Privatbank αναγγέλλει ότι το μεγαλύτερο μέρος του μετοχικού κεφαλαίου της έχει επανέλθει στα χέρια ιδιωτών και λίγο αργότερα η Dresdner Bank αναγγέλλει ότι ξανάγινε εξ ολοκλήρου ιδιωτική.
Το κεφάλαιο ορεγόταν από παλιά τις δημοτικές επιχειρήσεις. Την ημέρα διορισμού του στο υπουργείο Οικονομίας ο Σαχτ αναγγέλλει ότι θα επιταχύνει τη διάλυση των δημοτικών επιχειρήσεων. Νόμος της 13ης Δεκεμβρίου καταργεί τον νόμο του 1919 για την «κοινωνικοποίηση» της παραγωγής ενέργειας με στόχο η παραγωγή και η διανομή ενέργειας να περάσουν στα χέρια ιδιωτών.47
Το κράτος υποκαθιστά την ιδιωτική πρωτοβουλία μόνο στις περιπτώσεις δημιουργίας μη αποδοτικών επιχειρήσεων. Δίνει σε αυτές τις επιχειρήσεις, όπως και στην περίπτωση ανάλογων επιχειρήσεων στην Ιταλία, τη μορφή εταιρειών μικτής οικονομίας: το κράτος εγγυάται ένα ορισμένο μέρισμα στο επενδυμένο κεφάλαιο και το ίδιο επωμίζεται όλα τα ρίσκα. Με αυτόν τον τρόπο συγκροτούνται οι Hermann Goering Reichswerke fur Erzbergbau und Eisenhütten για την εκμετάλλευση σιδηρομεταλλευμάτων χαμηλής απόδοσης. Το εθνικοσοσιαλιστικό κράτος και οι ιδιώτες βιομήχανοι και τραπεζίτες διαχειρίζονται από κοινού αυτές τις ανώνυμες εταιρείες. Ας πάρουμε το παράδειγμα της σύνθεσης του συμβουλίου της μεγάλης εταιρείας Rheinmetall-Börsig που ενσωματώνεται στα Goering-Werke: ο Μ. Μ. Μπέρσιγκ, ο Καρλ Μπος (της IG Farben), ένας εκπρόσωπος της Deutsche Bank και ένας εκπρόσωπος της Dresner Bank, ένας εκπρόσωπος της παλιάς αριστοκρατίας, δύο εκπρόσωποι του κράτους, ένας εκπρόσωπος του στρατού, δύο εκπρόσωποι των Goering-Werke και ένας εκπρόσωπος του Reichskreditgesellschaft, ημιδημόσιου πιστωτικού ιδρύματος.
Ο νόμος του 1934 που περιορίζει σε 6% του κεφαλαίου τα μερίσματα που διανέμονται στους μετόχους ευνοεί την επανεπένδυση των κερδών στην επιχείρηση, δηλαδή την αυτοχρηματοδότηση. Το ποσό των κερδών που δεν διανεμήθηκαν στους μετόχους από 175 εκατομμύρια το 1932 ανέρχεται σε 5 δισεκατομμύρια μάρκα το 1938.48 Έτσι περισσότερα κεφάλαια από τις τράπεζες και τα ταμιευτήρια είναι διαθέσιμα για χρήση από το κράτος. Εδώ ας σημειώσουμε ότι το κράτος στη ναζιστική Γερμανία δανείζεται από τις τράπεζες με υψηλότερα επιτόκια απ’ ό,τι ισχύει για τον κρατικό δανεισμό άλλων ιμπεριαλιστικών χωρών εκείνη την εποχή.
Τα κεφάλαια που χρησιμοποιεί το κράτος τόσο για μεγάλα δημόσια έργα όσο και για την προετοιμασία της Γερμανίας για τον πόλεμο δίνουν τεράστια ώθηση στην ανάπτυξη της γερμανικής βιομηχανίας.
Συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου
Η οργάνωση της ναζιστικής οικονομίας επιταχύνει τη συγκέντρωση και τη συγκεντροποίηση του κεφαλαίου.
Από το 1933 έως το 1937 ο αριθμός των επιχειρήσεων μειώνεται κατά 9%, αλλά το μέσο κεφάλαιο των ανώνυμων εταιρειών ανέρχεται από 2,3 εκατομμύρια το 1933, σε 3,8 εκατομμύρια το 1939 και σε 5,5 εκατομμύρια το 1943. Το 1939 εκατόν ενενήντα πέντε εταιρείες έχουν μετοχικό κεφάλαιο 20 και άνω εκατομμυρίων μάρκων (έναντι 174 το 1933) και αντιπροσωπεύουν σχεδόν το 58% του συνόλου του μετοχικού κεφαλαίου του Τρίτου Ράιχ. Από το 1933 έως το 1939 ο αριθμός των επιχειρήσεων που απασχολούν πάνω από 50 εργαζομένους διπλασιάζεται. Οι επιχειρήσεις με πάνω από 50 εργαζομένους απασχολούσαν το 47% του εργατικού δυναμικού το 1925, το 1939 απασχολούσαν το 80% του εργατικού δυναμικού.
Nόμος του 1937 για τις ανώνυμες εταιρείες επιβάλλει ελάχιστο κεφάλαιο 500.000 μάρκων για κάθε νέα εταιρεία. Οι μικρές ανώνυμες εταιρείες (με κεφάλαιο κάτω των 100.000 μάρκων) τείνουν να εξαφανιστούν. Ο αριθμός τους μειώνεται από 2.720 το 1933 σε 328 το 1942. Την ίδια περίοδο ο αριθμός των εταιρειών με κεφάλαιο μεταξύ 100.000 και 500.000 μάρκων μειώνεται από 3.340 σε 1.515.
Ενώ οι μισθοί παγώνουν, οι τιμές ανεβαίνουν. Διάταγμα της 26ης Νοεμβρίου 1936 παγώνει τις τιμές, αλλά στην πράξη η αύξησή τους συνεχίζεται. Όμως οι τιμές χοντρικής πώλησης καθορίζονται στη βάση συζήτησης με το καρτέλ του κλάδου. Περιορίζεται κυρίως το κέρδος των μικρεμπόρων, των βιοτεχνών, του μικρού επιχειρηματία.49
Παρά τη δημαγωγία των ναζιστών πριν από την άνοδό τους στην εξουσία κατά των μεγάλων πολυκαταστημάτων (Karstadt, Tietz), το ναζιστικό καθεστώς όχι μόνο δεν παίρνει κανένα μέτρο εναντίον τους, αλλά αντίθετα τα ενισχύει με εκατομμύρια. Oι μικρέμποροι συντρίβονται ανάμεσα στην άνοδο των τιμών χοντρικής πώλησης και το μπλοκάρισμα των τιμών λιανικής πώλησης μη αντέχοντας τον ανταγωνισμό των μεγάλων πολυκαταστημάτων. Χιλιάδες μικρά καταστήματα κλείνουν.
Αντεπαναστατικό κίνημα των μικροαστικών στρωμάτων, τα οποία συσπειρώνει στη βάση μιας αντιπλουτοκρατικής δημαγωγίας και της εχθρότητας εναντίον της εργατικής τάξης, ο ναζισμός στην εξουσία, όπως και ο φασισμός στην Ιταλία, ασκεί μια πολιτική που ενισχύει το μεγάλο κεφάλαιο εις βάρος των πιο αδυνάμων επιχειρηματιών και των μικροαστικών στρωμάτων.
NSBO, Γερμανικό Εργατικό Μέτωπο και εργοδοσία
Ο Σαρλ Μπετελέμ σημειώνει στο έργο του L’ économie allemande sous le nazisme (H γερμανική οικονομία υπό τον ναζισμό): «Το γεγονός ότι μια περίοδος οικονομικής ανάκαμψης, επέκτασης της απασχόλησης, ανόδου του κόστους ζωής και αύξησης των κερδών δεν συνοδεύτηκε από καμιά άνοδο των μισθών είναι μοναδικό φαινόμενο στην ιστορία της μισθωτής εργασίας. Αυτό το γεγονός κατέστη εφικτό μετά τη διάλυση των εργατικών οργανώσεων.»
Πράγματι το ναζιστικό καθεστώς καταστρέφοντας τις εργατικές οργανώσεις και επιβάλλοντας την τρομοκρατία του παραδίδει τους εργαζομένους δεμένους χειροπόδαρα στο κεφάλαιο.
Και οι ναζιστικές οργανώσεις για τον έλεγχο της εργατικής τάξης υφίστανται εκκαθάριση από τα πληβειακά στοιχεία που έχουν πάρει στα σοβαρά τη φασιστική δημαγωγία. Το 1928 ο Ράινχολντ Μούσοβ, ναζιστής εργατικής προέλευσης, είχε ιδρύσει την Οργάνωση Εθνικοσοσιαλιστικών Επιχειρησιακών Πυρήνων (ΝSBO). Η επιτυχία τους, όσο υπάρχουν εργατικά συνδικάτα, είναι πολύ περιορισμένη. Ακόμη και τον Μάρτιο του 1933 με τον Χίτλερ στην εξουσία κερδίζουν μόλις το 3% σε εκλογές για εργοστασιακά συμβούλια.
Την επαύριον της Πρωτομαγιάς του 1933 οι εθνικοί ηγέτες της συνδικαλιστικής συνομοσπονδίας ADGB συλλαμβάνονται. Ομάδες των SA σε όλη τη Γερμανία επιτίθενται στα γραφεία των συνδικάτων, βασανίζουν και σκοτώνουν συνδικαλιστές.
Η περιουσία των συνδικάτων μεταβιβάζεται στο Γερμανικό Εργατικό Μέτωπο (DAF), που ιδρύεται στις 10 Μαΐου υπό την ηγεσία του Λέυ. Στις 16 Μαΐου καταργείται το δικαίωμα της απεργίας και στις 19 Μαΐου το δικαίωμα των συλλογικών συμβάσεων. Το Γερμανικό Εργατικό Μέτωπο επιφορτίζεται με την «πλύση εγκεφάλου» και τον αστυνομικό έλεγχο των εργατών.
Προς μεγάλη απογοήτευσή της δεν είναι η ΝSBO που διαδέχεται τα εργατικά συνδικάτα αλλά το Γερμανικό Εργατικό Μέτωπο. Τα μέλη της ΝSBO δεν έχουν κανένα ιδιαίτερο προνόμιο έναντι των άλλων μελών του Γερμανικού Εργατικού Μετώπου. Επιπλέον η ΝSBO χάνει την οικονομική αυτονομία της και ο προϋπολογισμός της υπάγεται στο ταμείο του Γερμανικού Εργατικού Μετώπου.
Οι εργοδότες αντιδρούν στην όποια παρέμβαση της ΝSBO στις υποθέσεις τους. Στις 22 και στις 25 Ιουνίου 1934 απαγορεύεται στην ΝSBO να συγκεντρώνει συνδρομές και να οργανώνει δημόσιες συγκεντρώσεις. Η νύχτα των μεγάλων μαχαιριών στις 30 Ιουνίου 1934 δεν σηματοδοτεί μόνο την οριστική ήττα των Ταγμάτων Εφόδου αλλά και της ΝSBO, της οποίας ο εθνικός ηγέτης εκτελείται.
Οι εργοδότες δεν ανέχονται καμιά δημαγωγία από την πλευρά του Γερμανικού Εργατικού Μετώπου. Τον Ιούλιο του 1934 ορισμένοι μεγιστάνες της βιομηχανίας ζητούν από τον Χίτλερ να αποπέμψει τον Λέυ, «του οποίου η δημαγωγική ζύμωση συνεχίζει να αναστατώνει την οικονομία». Τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου ξεσπά σύγκρουση ανάμεσα στον Σαχτ και τον Λέυ. Ο Σαχτ δεν κρύβει την εχθρότητά του για «τις σοσιαλίζουσες τάσεις του Εργατικού Μετώπου». Το Γερμανικό Εργατικό Μέτωπο στερείται την καθημερινή εφημερίδα του Der Deutsche. To συνέδριο του Γερμανικού Εργατικού Μετώπου στη Λειψία (26-30 Μαρτίου 1935) είναι η οριστική ταφόπλακα της όποιας πληβειακής φασιστικής δημαγωγίας. Ο Σαχτ αναγγέλλει στο συνέδριο ότι στο εξής το Γερμανικό Εργατικό Μέτωπο θα είναι υπό τον άμεσο έλεγχο της εργοδοσίας: «Ένας εργοδότης θα οριστεί ως αναπληρωτής του ηγέτη κάθε οργάνου του Εργατικού Μετώπου.» Το Εργατικό Μέτωπο δεν θα μπορεί να ασκεί καμιά εποπτεία στην επιχείρηση χωρίς τη συναίνεση της εργοδοσίας.50
Η τάξη των καπιταλιστών έχει τον τελευταίο λόγο, για να επιβεβαιωθεί για μια ακόμη φορά ότι κανένα πολιτικό καθεστώς δεν μπορεί να κυβερνά χωρίς τη στήριξη της τάξης η οποία κατέχει την οικονομική εξουσία. Η ναζιστική δικτατορία ήταν δικτατορία των αφεντικών.
O νόμος για την οργάνωση της εθνικής εργασίας του 1934
«Ο Χίτλερ είναι διάσημος για το ότι είπε πως δεν υπήρχε καμιά ανάγκη να εθνικοποιήσει τις γερμανικές επιχειρήσεις, αν μπορούσε να εθνικοποιηθεί ο ίδιος ο πληθυσμός.»51
Η ανάλυση του νόμου για την οργάνωση της εθνικής εργασίας (Αrbeitsordnungsgesetz ή AOG) φωτίζει τι σήμαινε η «εθνικοποίηση» του πληθυσμού υπό το ναζιστικό καθεστώς. Αυτός ο νόμος, που υιοθετείται τον Ιανουάριο του 1934, ήταν από τα πλέον αυστηρά νομοθετήματα του καθεστώτος και έφερε τη σφραγίδα της ναζιστικής ιδεολογίας.
Με βάση τον νόμο το κεντρικό στοιχείο της νέας τάξης πραγμάτων είναι η Βetriebsgemeinschaft (εργοστασιακή κοινότητα). Επικεφαλής του εργατικού δυναμικού είναι ο Betriebsführer (ο Φύρερ του εργοστασίου). Οι εργάτες, που αποκαλούνται Gefolgschaft (ακόλουθοι) είναι υποχρεωμένοι να ορκίζονται «πίστη και υπακοή» στον Betriebsführer, ο οποίος «λαμβάνει αποφάσεις για λογαριασμό των ακολούθων για όλες τις υποθέσεις του εργοστασίου». Το έργο του Betriebsführer στηρίζει ένα Vertrauensrat (συμβούλιο εμπιστοσύνης), του οποίου καθήκον είναι να «βαθαίνει την αμοιβαία εμπιστοσύνη εντός της εργοστασιακής κοινότητας». Αυτό το συμβούλιο «εκλέγεται» στη βάση ενός καταλόγου τον οποίο συντάσσει ο ηγέτης του εργοστασίου μαζί με τον εκπρόσωπο του Γερμανικού Εργατικού Μετώπου. Το συμβούλιο δεν έχει καμιά αρμοδιότητα όταν απουσιάζει ο ηγέτης του εργοστασίου, δηλαδή ο νόμος του απαγορεύει να δρα ως εκπρόσωπος των εργατών. Από τον νόμο απουσιάζει σχεδόν κάθε αναφορά στο Γερμανικό Εργατικό Μέτωπο.52
Αυτή η έμφαση του νόμου στον Betriebsführer εναρμονιζόταν με την έννοια της Unternehmertum (επιχειρηματική ηγεσία) που κατά τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης είχε γίνει της μόδας στους επιχειρηματικούς κύκλους ενάντια στη δύναμη των συνδικάτων, την εργατική νομοθεσία και τις θεσμοθετημένες κοινωνικές κατακτήσεις.
Όλη την περίοδο από το ξέσπασμα της κρίσης έως την άνοδο των ναζιστών στην εξουσία οι ενώσεις των βιομηχάνων διεξάγουν πάλη εναντίον του συστήματος των συλλογικών διαπραγματεύσεων και των κατά βιομηχανικό κλάδο συλλογικών συμβάσεων. Αιχμή του δόρατος αυτής της επίθεσης είναι η απαίτηση για επιστροφή στον καθορισμό των μισθών στο επίπεδο της επιχείρησης.
Ο νόμος για την οργάνωση της εθνικής εργασίας, δίνοντας έμφαση στο ατομικό εργοστάσιο, ανταποκρίνεται σε αυτή την απαίτηση όλων των κλάδων της γερμανικής οικονομίας και αυτή την πλευρά της νέας ρύθμισης τονίζει ο υπουργός Οικονομικών του Ράιχ, Σμιτ, παρουσιάζοντας τον νόμο στην κυβέρνηση.
Το καθεστώς είχε παγώσει τους μισθούς και τα ημερομίσθια στο επίπεδο που ήταν το καλοκαίρι του 1933, επίπεδα πολύ κατώτερα από εκείνα του 1929. Ο νόμος για την οργάνωση της εθνικής εργασίας επέτρεπε στους καπιταλιστές να καθορίζουν στο επίπεδο της επιχείρησής τους όλη τη δομή των μισθών στη βάση των ήδη χαμηλών κατώτερων μισθών. Επιπλέον διάταγμα του Οκτωβρίου 1935 εξουσιοδοτούσε τους Επιτρόπους Εργασίας να μειώνουν ακόμη και τους κατώτερους μισθούς σε ειδικές συνθήκες. Ο θεσμός των Επιτρόπων Εργασίας (Τreuhänder der Arbeit) είχε καθιερωθεί με νόμο της 29ης Μαΐου 1933. Οι Επίτροποι Εργασίας ήταν κρατικοί υπάλληλοι υπό το υπουργείο Εργασίας και το καθήκον τους ήταν να διατηρούν την «εργασιακή ειρήνη» στους χώρους εργασίας. Στις περιπτώσεις παραβίασης από τους εργαζομένους αυτής της «ειρήνης», αυτό ήταν αρμοδιότητα της Γκεστάπο, των φυλακών, των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Οι Επίτροποι Εργασίας έπρεπε να παρεμβαίνουν όσο το δυνατόν λιγότερο στις εσωτερικές υποθέσεις της βιομηχανικής κοινότητας, ενώ το Γερμανικό Εργατικό Μέτωπο δεν μπορούσε να παρεμβαίνει καθόλου.
Στόχος του νόμου για την οργάνωση της εθνικής εργασίας ήταν να υποτάξει την εργατική τάξη σε πλήρη ανημποριά και να δώσει στην ηγεσία της επιχείρησης τη μεγαλύτερη δυνατή αυτονομία για τον καθορισμό των εργασιακών συνθηκών και των μισθών στην επιχείρησή της. Υπέτασσε τους εξατομικευμένους εργάτες στην απόλυτη εξουσία του εργοδότη, εξουσία την οποία στήριζε η πανταχού παρούσα τρομοκρατία του ναζιστικού καθεστώτος.
Ο Μάνσφελντ, από τους κύριους συντάκτες του νόμου για την οργάνωση της εθνικής εργασίας, σχολιάζοντας τον νόμο το 1941 έγραφε:
«… Η σχέση πίστης [Τreueverhältnis] ανάμεσα στον ηγέτη και στους ακολούθους… είναι το θεμέλιο της κοινής δραστηριότητάς τους. (…) Όμως η συμβατική σχέση με αμοιβαία και αλληλεξαρτώμενα δικαιώματα και καθήκοντα έχει εξαλειφθεί από τη σχέση ανάμεσα στον επιχειρηματία και στους ακολούθους του.»53
Το ιστορικό του Βέρνερ Μάνσφελντ και του στενού συνεργάτη του, Βόλφγκανγκ Πολ, είναι χαρακτηριστικό. Ο Μάνσφελντ υπήρξε μέλος των Freikorps, ήταν σύμβουλος της εργοδοτικής Ένωσης Ανθρακωρυχείων στο Έσσεν από το 1924 έως το 1933. Ειδικευόταν στο εργατικό δίκαιο και εκπροσωπούσε την Ένωση στις διαπραγματεύσεις με τα συνδικάτα. Ήταν διευθυντικό στέλεχος του υπουργείου Εργασίας από το 1933 έως το 1942. Ο Βόλφγκανγκ Πολ ήταν επίσης στέλεχος στο υπουργείο Εργασίας από τον Ιούλιο του 1933. Στο παρελθόν είχε εργαστεί στο τμήμα κοινωνικής πολιτικής της εταιρείας ΑEG και ως συντάκτης στην εφημερίδα Deutsche Allgemeine Zeitung.
Μέχρι το τέλος του ναζιστικού καθεστώτος η κύρια πηγή ανησυχίας για τους κατόχους της εξουσίας, η μόνη απειλητική για το καθεστώς συλλογικότητα θεωρούνταν η εργατική τάξη, η οποία αντιμετωπιζόταν και αναλόγως.
Το 1945 μετά την ήττα της ναζιστικής Γερμανίας μιλώντας σε θέατρο του Μονάχου ο Γερμανός λογοτέχνης Ερνστ Βήχερτ, ο οποίος είχε πληρώσει την αντίστασή του στον ναζισμό με τον εγκλεισμό του στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Μπούχενβαλτ, αναφερόμενος στο ότι εκείνοι που μαρτύρησαν για την αντίστασή τους στο ναζιστικό καθεστώς προέρχονταν κυρίως από τις γραμμές της εργατικής τάξης, έλεγε: «Για πολλές δεκαετίες ο Γερμανός εργάτης υπέστη πολυάριθμες ταπεινώσεις, την πείνα και τα βάσανα, αλλά ποτέ δεν σήκωσε ένα τόσο βαρύ φορτίο όσο αυτά τα δώδεκα χρόνια. Ποτέ δεν σήκωσε τέτοιο φορτίο με όλο και πιο ένδοξο τρόπο και κανένα χέρι από κάποιο σκοτεινό ή φωτεινό μέλλον δεν θα μπορέσει να σβήσει από το μέτωπο του Γερμανού εργάτη αυτή την αιώνια λάμψη.»54
Σημειώσεις
1. Ε. Νolte, Between Myth and Revisionism, στο Η. W. Koch (επιμ.), Aspects of the Third Reich, St. Martins, 1985, σσ. 17-38.
2. Στο Λέον Τρότσκι, Γερμανία: ο φασισμός και το εργατικό κίνημα, Πρωτοποριακή Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 1978, σ. 12.
3. Λέον Τρότσκι, Τι είναι ο εθνικοσοσιαλισμός;, στο Λέον Τρότσκι, όπ.π., σ. 90.
4. Λέον Τρότσκι, Η στροφή της Κομμουνιστικής Διεθνούς και η κατάσταση στη Γερμανία, στο Λέον Τρότσκι, όπ.π., σσ. 12-13.
5. Στάνλεϊ Πέιν, Η ιστορία του φασισμού, μετάφραση, Κώστας Γεώρμας, εκδ. Φιλίστωρ, Αθήνα, 1995, σ. 157.
6. Στάνλει Πέιν, όπ.π., σ. 164.
7. Andrew Hale, Μussolini’s Supporters, στο The Observer supplement, Μάιος 1972.
8. Ε. Ludwig, Entretiens avec Mussolini, Παρίσι, 1932, παρατίθεται στο Daniel Guérin, Fascisme et grand capital, εκδόσεις Μaspero, Παρίσι, 1971, σ. 139.
9. Παρατίθεται στο Daniel Guérin, όπ.π., σ. 141.
10. Στάνλει Πέιν, όπ.π., σσ. 176, 179.
11. Παρατίθεται στο Daniel Guérin, όπ.π., σ. 171.
12. Παρατίθεται στο Daniel Guérin, όπ.π., σ. 173.
13. Corriere della sera, 29 Μαρτίου 1932, Lavoro Fascista, 25 Ιουλίου 1936, παρατίθενται στο Daniel Guérin, όπ.π., σ. 185.
14. Α. Rocco, La Nouova Disciplina, παρατίθεται στο Daniel Guérin, όπ.π., σ. 190.
15. Daniel Guérin, όπ.π., σ. 35.
16. Ian Kershaw, Xίτλερ 1889-1936, Ύβρις, μετάφραση Στέφανος Ροζάνης, εκδόσεις Scripta, Αθήνα, 2000, σ. 379.
17. Ian Kershaw, όπ.π., σ. 378.
18. Ian Kershaw, όπ.π., σ. 403.
19. Gilbert Badia, Histoire de l’Allemagne contemporaine, Éditions Sociales, Παρίσι, 1964, τ. 1, σ. 285.
20. Οtto Dietrich, Mit Hitler in die Macht, παρατίθεται στο Gilbert Badia, όπ.π., τ. 1, σ. 317. Ο Οtto Dietrich ήταν υπεύθυνος τύπου του Χίτλερ.
21. Gilbert Badia, όπ.π., τ. 1, σ. 317.
22. Παρατίθενται στο Gilbert Badia, όπ.π., τ. 1, σ. 295.
23. Παρατίθενται στο Gilbert Badia, όπ.π., τ. 1, σ. 298.
24. Παρατίθενται στο Gilbert Badia, όπ.π., τ. 1, σ. 318.
Η σχετικοποίηση του ναζισμού και του φασισμού δεν σοκάρει πια, αλλά αντίθετα έγινε δημόσιο δόγμα της «Ευρώπης» μέσα από την ταύτιση και την από κοινού καταδίκη του κομμουνισμού και του φασισμού. Ο «αναθεωρητισμός» στην ιστοριογραφία του φασισμού και του ναζισμού κυριαρχεί. Η περίπτωση του Ντέιβιντ Ίρβινγκ, αρνητή του Ολοκαυτώματος, είναι ακραία αλλά ταυτοχρόνως και βολική στην ομόφωνη καταδίκη της. Όμως πλάι της ανθεί μια ολόκληρη ιστοριογραφία που εντάσσει το Ολοκαύτωμα στο γενικό πλαίσιο των γενοκτονιών του αιώνα μας, στην πραγματικότητα μορφή σχετικοποίησης τόσο της συστηματικής εξόντωσης των έξι εκατομμυρίων εβραίων της Ευρώπης όσο και του ίδιου του ναζιστικού εγκλήματος.
Η σύγχρονη ιστοριογραφία για το θέμα έχει ένα κοινό: τη συστηματική προσπάθεια να αποταξικοποιηθεί το ζήτημα του φασισμού και του ναζισμού, να αποδεσμευτεί από το κοινωνικό σύστημα που τον γέννησε, να παραμεριστεί το καίριο ζήτημα του ποια κοινωνική τάξη υπηρέτησε και εναντίον ποιας κοινωνικής τάξης στρεφόταν, η οποία υπήρξε και το κύριο θύμα της βίας και της κτηνωδίας του.
Το υπόβαθρο εμφάνισης του φασισμού
Η ίδια η κρίση του καπιταλισμού στην ιμπεριαλιστική φάση του και η όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων είχαν οδηγήσει ήδη στο σφαγείο του πρώτου παγκόσμιου πολέμου. Η Οκτωβριανή επανάσταση είχε θέσει στην ημερήσια διάταξη την προλεταριακή επανάσταση σε ευρωπαϊκή κλίμακα. Η σταθεροποίηση του καπιταλισμού μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο ήταν μερική και ασταθής προμηνύοντας ακόμη βαθύτερη κρίση, η οποία δεν άργησε να εκδηλωθεί με το κραχ του 1929 και τη διεθνή οικονομική κρίση που ακολούθησε· ακόμη μεγαλύτερη ένταση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, η οποία θα οδηγούσε τελικά στην πρωτοφανή βαρβαρότητα του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου.
Σ’ αυτό το υπόβαθρο της γενικευμένης κρίσης του καπιταλισμού και της σύγκρουσης ανάμεσα στην επανάσταση και την αντεπανάσταση σε ευρωπαϊκή κλίμακα κατά τον μεσοπόλεμο αναπτύχθηκε ο φασισμός ως ευρωπαϊκό φαινόμενο. Η ιστορική ήττα της εργατικής τάξης από τον φασισμό σε μια σειρά χώρες άνοιξε τον δρόμο για τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και τις φρικαλεότητές του.
Το κεφάλαιο προσέφυγε στη λύση του φασισμού ως αποφασιστικού όπλου εναντίον της απειλής την οποία αντιπροσώπευε το εργατικό κίνημα αλλά και ως λύση στα προβλήματα του ίδιου του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος, ως προσπάθεια να ξεπεράσει τον σιδερένιο κλοιό των ίδιων του των αντιφάσεων.
Στην Ευρώπη η κοινοβουλευτική δημοκρατία ήταν η συνηθέστερη μορφή πολιτικού καθεστώτος της αστικής τάξης. Είναι αλήθεια ότι σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες με κοινοβουλευτικό καθεστώς ενισχύονταν οι τάσεις προς το «ισχυρό κράτος» τόσο για να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα της χρόνιας κρίσης που αντιμετώπιζε το κεφάλαιο μέσα από τη στήριξη του κράτους όσο και για να κτυπηθούν οι εργατικοί αγώνες. Σε ορισμένες χώρες, όπως στην Ιταλία και στη Γερμανία, οι οποίες ανήλθαν καθυστερημένα στη σκηνή του ιμπεριαλισμού και αντιμετώπιζαν μια κατάσταση στην οποία οι καλύτερες θέσεις ήταν κατειλημμένες από άλλους ιμπεριαλισμούς, η ανάγκη ισχυρού κράτους με τη μορφή του φασισμού τέθηκε επιτακτικά. Για να ξαναμπεί σε κίνηση ο μηχανισμός του καπιταλιστικού κέρδους, η εργατική τάξη και οι οργανώσεις της έπρεπε να συντριβούν και να δεθούν χειροπόδαρα, να καταλυθούν ο κοινοβουλευτισμός και κάθε δημοκρατική ελευθερία που τον συνοδεύει.
Η μικροαστική αντεπανάσταση
Όπως γράφει ο Τρότσκι στο Η στροφή της Κομμουνιστικής Διεθνούς και η κατάσταση στη Γερμανία (26 Σεπτεμβρίου 1930): «Για να μπορέσει η κοινωνική κρίση να καταλήξει στην προλεταριακή αντεπανάσταση είναι απαραίτητο, εκτός από τις άλλες συνθήκες, οι μικροαστικές τάξεις να κλίνουν αποφασιστικά στην πλευρά του προλεταριάτου. Αυτό επιτρέπει στο προλεταριάτο να μπει επικεφαλής του έθνους και να το διευθύνει.»2
Η μικροαστική τάξη, που η ανάπτυξη του καπιταλισμού και των μονοπωλίων υπονόμευε τις συνθήκες της ύπαρξής της, πτωχευμένη από την κρίση και σε απόγνωση, αποτέλεσε την πρώτη ύλη των φασιστικών κινημάτων. Η πολιτική τέχνη του φασισμού έγκειται στο ότι κατάφερε να συνενώσει τα ετερόκλιτα στοιχεία των ενδιάμεσων στρωμάτων σε μια κοινή εχθρότητα ενάντια στην εργατική τάξη. «Ανίσχυρη μπροστά στο κεφάλαιο, η μικρομπουρζουαζία ελπίζει με την καταστροφή των εργατών να ξανακερδίσει πάλι μια κοινωνική αξιοπρέπεια.»3
Η εργατική τάξη και τα μικροαστικά στρώματα έχουν κοινά αλλά όχι ταυτόσημα συμφέροντα απέναντι στο μεγάλο κεφάλαιο. Σε περιόδους βαθιάς κρίσης όλου του κοινωνικού συστήματος το προλεταριάτο μπορεί να κερδίσει τα μεσαία στρώματα όχι απαρνούμενο το σοσιαλιστικό πρόγραμμά του, αλλά πείθοντάς τα για την ικανότητά του να οδηγήσει την κοινωνία σε έναν νέο δρόμο.
Αυτός ο συνδυασμός της βαθιάς κρίσης του καπιταλιστικού συστήματος και της αδυναμίας των εργατικών οργανώσεων αποτέλεσε το έδαφος στο οποίο ενδιάμεσα στρώματα, βαθιά δυσαρεστημένα από την υλική και ηθική κατάστασή τους και προσβλέποντας σε ριζική αλλαγή, στράφηκαν στον φασισμό, ως έκφραση της αντεπαναστατικής απελπισίας τους.
«Στο παρελθόν έχουμε παρατηρήσει (Ιταλία, Γερμανία) μιαν απότομη ενίσχυση του φασισμού, νικηφόρου ή τουλάχιστον απειλητικού, ύστερ’ από μιαν εξαντλημένη ή αποτυχημένη επαναστατική κατάσταση, στο τέλος μιας επαναστατικής κρίσης στη διάρκεια της οποίας η προλεταριακή πρωτοπορία φανέρωσε την ανικανότητά της να μπει επικεφαλής του έθνους για να αλλάξει την τύχη όλων των τάξεων, μαζί και της μικρομπουρζουαζίας. Ακριβώς αυτό επέτρεψε στο φασισμό στην Ιταλία να αποκτήσει τεράστια δύναμη. Μα σήμερα στη Γερμανία δεν έχουμε το τέλος μιας επαναστατικής κατάστασης, αλλά τον ερχομό της. (…) Το γεγονός ότι [ο φασισμός] είχε τη δυνατότητα να καταλάβει μια τόσο ισχυρή βάση αφετηρίας στις παραμονές μιας επαναστατικής περιόδου και όχι στο τέρμα της – αυτό αποτελεί όχι το ασθενικό σημείο του φασισμού, αλλά το ασθενικό σημείο του κομμουνισμού.»4
Οι εξελίξεις στην Ευρώπη του μεσοπολέμου επιβεβαίωσαν με τραγικό τρόπο την κρίση της Κλάρας Τσέτκιν το 1923: «Ο φασισμός είναι η τιμωρία που κτυπά το προλεταριάτο, επειδή δεν συνέχισε την επανάσταση που άρχισε στη Ρωσία.»
Ποιοι στήριξαν τον Μουσολίνι
Αρχικά το κεφάλαιο χρησιμοποίησε τις φασιστικές συμμορίες ως ένοπλες ομάδες ενάντια στο οργανωμένο εργατικό κίνημα. Τόσο στην Ιταλία όσο και στη Γερμανία η βία των φασιστικών συμμοριών ασκούνταν με την ανοχή, την κάλυψη και τη στήριξη της αστυνομίας και του στρατού.
Ακόμη και πριν από την άνοδο των φασιστών στην εξουσία η ανάπτυξη του φασιστικού κόμματος του Μουσολίνι και του ναζιστικού κόμματος του Χίτλερ θα ήταν αδύνατες χωρίς την οικονομική στήριξη του μεγάλου κεφαλαίου.
Ας πάρουμε το παράδειγμα των Ιταλών φασιστών.
Η έκθεση του γενικού επιθεωρητή της αστυνομίας προς το υπουργείο Εσωτερικών στις 4 Ιουνίου 1919 για τα Fasci di combattimento του Μουσολίνι ανέφερε μεταξύ των πηγών χρηματοδότησής τους την εταιρεία Pirelli και την Ansaldo, εταιρεία πυρομαχικών.
Μεταξύ των σημαντικών χρηματοδοτών του Μουσολίνι περιλαμβάνονταν ο Τζιοβάνι Ανιέλι της Fiat, ο οποίος έγινε γερουσιαστής λίγο μετά την άνοδο του Μουσολίνι στην εξουσία και του οποίου τη συμβολή στην άνοδο του φασισμού αναγνώρισε δημοσίως ο Ντούτσε.
Η διαδικασία με την οποία η στήριξη της αστικής τάξης και του αστικού πολιτικού κατεστημένου στις φασιστικές ομάδες του Μουσολίνι ως συμμορίες εναντίον του εργατικού κινήματος μετατράπηκε σε ανάθεση της πολιτικής εξουσίας στον φασισμό υπήρξε πολύ πιο σύντομη από την αντίστοιχη στη Γερμανία. Aς υπενθυμίσουμε ότι η διαδικασία ανόδου του φασισμού στην εξουσία συντελείται στο έδαφος της ατελέσφορης επαναστατικής κινητοποίησης του ιταλικού προλεταριάτου το 1920.
Τον Μάιο του 1921 ο πρωθυπουργός Τζολίτι διέλυσε τη βουλή και προκήρυξε εκλογές. Περιέλαβε τους φασίστες στα ψηφοδέλτια του κυβερνητικού εκλογικού συνασπισμού («Εθνικό Μπλοκ»). Έτσι οι φασίστες εκπροσωπούνταν πλέον στη βουλή με 38 βουλευτές, στους οποίους περιλαμβανόταν ο Μουσολίνι. Η προεκλογική εκστρατεία του Μουσολίνι, που συνοδευόταν από όργιο βίας και δολοφονιών, είχε την οικονομική στήριξη της Confindustria, της ένωσης των βιομηχάνων, η οποία είχε ιδρυθεί τον προηγούμενο χρόνο. Από την πλευρά της η Ένωση Τραπεζών ενίσχυσε το φασιστικό κίνημα του Μουσολίνι με 20 εκατομμύρια λιρέτες.
Το ειδύλλιο ανάμεσα στους καπιταλιστές και τους φασίστες του Μουσολίνι ήταν αμοιβαίο. Στις 14 Ιανουαρίου 1921 η εφημερίδα του Μουσολίνι Popolo d’Italia διακήρυσσε ότι ο καπιταλισμός βρισκόταν μόλις στην αρχή της ιστορίας του.
Τον Νοέμβριο του 1921 στη Ρώμη το φασιστικό κίνημα γινόταν κόμμα στο ιδρυτικό συνέδριο του Εθνικού Φασιστικού Κόμματος. Το συνέδριο καλούσε για ένα ισχυρό ιταλικό κράτος και υιοθετούσε τον ιταλικό ιμπεριαλισμό. «Το οικονομικό πρόγραμμα του κόμματος ήταν υπέρ της παραγωγικότητας και του “οικονομικού φιλελευθερισμού”, σε αντίθεση με την ταξικότητα και τον κολεκτιβισμό.»5
Τα ερείσματα των φασιστών μέσα στον στρατό ενισχύονταν συνεχώς. «Στις 7 Οκτωβρίου [1922] δύο ανώτατοι στρατηγοί ενημέρωσαν τον Βίκτωρα Εμμανουήλ τον ΙΙΙ ότι ο στρατός διέκειτο μάλλον φιλικά προς το φασισμό. (…) Ο νέος Πάπας, ο Πίος ΧΙ, που εκλέχθηκε τον Φεβρουάριο του 1922, υιοθέτησε μια παρόμοια ευνοϊκή στάση, ενώ ο αρχιεπίσκοπος του Μιλάνου αναρτούσε φασιστικές σημαίες στον καθεδρικό ναό.» Ο ιός του φασισμού εξαπλωνόταν και στα αστικά κόμματα. Ο ηγέτης του Φιλελεύθερου Κόμματος, Αντόνιο Σαλάντρα, «δήλωνε πολύ ευτυχής να αποκαλείται “Επίτιμος φασίστας”».6
Ήδη από το 1922 ο Μουσολίνι είχε αρχίσει τις επαφές με το Βατικανό, που αργότερα θα κατέληγαν στο κονκορδάτο του φασιστικού καθεστώτος με την Καθολική Εκκλησία. Τον Σεπτέμβριο του 1922 σε ομιλία του στο Ούντινε, εγκαταλείποντας την προγενέστερη ρητορική του υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας, ο Μουσολίνι δήλωνε τη συμπάθειά του για τη μοναρχία.7
Με τη στήριξη των βιομηχάνων και των τραπεζιτών, του στρατού και της αστυνομίας, της μοναρχίας και του Βατικανού ο δρόμος για την άνοδο των φασιστών στην εξουσία ήταν ανοιχτός. Μετά από πρόσκληση του βασιλιά Βίκτωρα Εμμανουήλ τη νύχτα της 29ης Οκτωβρίου 1922 ο Μουσολίνι έφθανε με τρένο στη Ρώμη το πρωί της 30ης Οκτωβρίου και οριζόταν πρωθυπουργός. Η διαβόητη πορεία στη Ρώμη των μελανοχιτώνων του θα έφθανε μετά το γεγονός και θα παρήλαυνε για τη νίκη του φασισμού την επόμενη ημέρα, μια νίκη αδύνατη χωρίς τη στήριξη του μεγάλου κεφαλαίου και του αστικού πολιτικού κατεστημένου. Σχηματίζοντας την κυβέρνησή του ο Μουσολίνι θα έδινε το υπουργείο Βιομηχανίας και Εμπορίου στον πολυεκατομμυριούχο επιχειρηματία Τεόφιλο Ρόσι. Σύντομα θα ακολουθούσαν η διάλυση του κοινοβουλίου στις 3 Ιανουαρίου του 1925, η απαγόρευση όλων των κομμάτων, η κατάργηση όλων των ελευθεριών και η επιβολή της ανοιχτής φασιστικής δικτατορίας.
Εκκαθάριση των πληβείων φασιστών – φασιστικοποίηση του κράτους
Στην πρώτη κυβέρνηση του Μουσολίνι πάνω από τους μισούς υπουργούς ανήκουν στο παλιό πολιτικό προσωπικό της αστικής τάξης. Όμως αρχίζει ήδη η φασιστικοποίηση του κράτους. Τον Ιανουάριο του 1923 ο Μουσολίνι δημιουργεί πλάι στο υπουργικό συμβούλιο το φασιστικό «Μεγάλο Συμβούλιο». Την περίοδο 1925 έως 1926 απομακρύνεται από τη σκηνή το παλιό αστικό πολιτικό προσωπικό. Άλλοι προσχωρούν στον φασισμό, άλλοι αποσύρονται από την πολιτική ζωή, κάποιοι παίρνουν ή εξαναγκάζονται να πάρουν τον δρόμο της εξορίας. Από το 1925 η κυβέρνηση αποτελείται αποκλειστικά από φασίστες.
Νόμος του Δεκεμβρίου του 1925 δίνει στον αρχηγό της κυβέρνησης τη δυνατότητα να απομακρύνει από τη θέση τους δημοσίους υπαλλήλους και στρατιωτικούς που οι ενέργειές τους είναι «ασυμβίβαστες με τις πολιτικές αρχές της κυβέρνησης». Με τον νόμο της 9ης Δεκεμβρίου 1928 ολοκληρώνεται η οικοδόμηση του ολοκληρωτικού κράτους. Το «Μεγάλο Συμβούλιο» γίνεται το «ανώτατο όργανο επιφορτισμένο να συντονίζει όλες τις δραστηριότητες του καθεστώτος». Το φασιστικό κόμμα συγχωνεύεται με το κράτος. Στο εξής ο γραμματέας του κόμματος ορίζεται με κυβερνητικό διάταγμα και κατέχει λειτουργία υπουργού.
Όμως αυτή η διαδικασία απορρόφησης του κράτους από το φασιστικό κόμμα συνοδεύτηκε παράλληλα ήδη από το 1923 από τη διαδικασία καθυπόταξης του κόμματος στο φασιστικό κράτος. «Χρειάστηκε τον πρώτο χρόνο να απαλλαγώ από 150.000 φασίστες για να δώσω μεγαλύτερη ένταση στο κόμμα», έλεγε ο Μουσολίνι στον Έμιλ Λούντβιχ. «Μόνο αργότερα μπόρεσα να αρχίσω να προσελκύω μια ελίτ, για να μετασχηματίσω όλο και περισσότερο τη βία σε τάξη.»8
Το φασιστικό κόμμα εκκαθαρίζεται από εκείνα τα πληβειακά στοιχεία, χρήσιμα για να μετατρέψουν το φασιστικό κίνημα σε υπολογίσιμη δύναμη, που είχαν πάρει στα σοβαρά τη φασιστική αντιπλουτοκρατική δημαγωγία και διαμαρτύρονταν για το imborghesimento (αστικοποίηση) του φασιστικού κόμματος. Ένα δεύτερο κύμα εκκαθαρίσεων του φασιστικού κόμματος πραγματοποιείται το 1925-26. Μια ακόμη φουρνιά παλιών φασιστών πετιέται έξω από το κόμμα, ενώ στη συνέχεια ο Φαρινάτσι απομακρύνεται από τη θέση του γραμματέα του κόμματος. Το 1928 είναι η σειρά του Ροσόνι, γενικού γραμματέα της φασιστικής συνομοσπονδίας, και των πληβείων «συνδικαλιστών» τους οποίους είχε τοποθετήσει σε διάφορα πόστα της οργάνωσης. Στην πραγματικότητα ο Μουσολίνι αποφασίζει τη συγχώνευση του φασιστικού κόμματος και του κράτους μόνο όταν το κόμμα έχει μετατραπεί σε διοικητική μηχανή πιστή στις διαταγές του. Με βάση τον ίδιο τον νόμο του 1928 το φασιστικό κόμμα είναι «πολιτοφυλακή στην υπηρεσία του κράτους».
Όσο για τις ένοπλες φασιστικές ομάδες, ήδη από το 1924 ο Μουσολίνι θέτει επικεφαλής τους αξιωματικούς του στρατού. Μέρος τους μετατρέπεται σε «εφεδρικές δυνάμεις». Οι μονάδες της φασιστικής πολιτοφυλακής που συμμετέχουν ως τέτοιες σε πολεμικές επιχειρήσεις εντάσσονται σε σώματα στρατού και είναι υπό τις διαταγές των αξιωματικών τους. Αυτό ισχύει για τους μελανοχίτωνες που συμμετέχουν στον πόλεμο της Αβησυνίας.
Ενώ το πρώτο διάστημα οι φασιστικές πολιτοφυλακές είναι επιφορτισμένες με την εσωτερική τάξη και την υπεράσπιση του φασιστικού καθεστώτος, αυτό το καθήκον περνά όλο και περισσότερο στους καραμπινιέρους, οι οποίοι υπάγονται στον στρατό και διοικούνται από στρατηγό του στρατού.
Παράλληλα με αυτή την εξέλιξη ο στρατός αποκτά όλο και πιο κυρίαρχη θέση στο καθεστώς, ιδίως μετά τη νίκη στην Αιθιοπία του στρατηγού Μπαντόλιο, ο οποίος προάγεται σε στρατάρχη. «Ο στρατός», έγραφε η εφημερίδα Giornale d’ Italia, «γίνεται, με τη θέληση του φασισμού, η νέα αριστοκρατία του έθνους.»9 Βέβαια ο ίδιος ο στρατός υφίσταται διαδικασία φασιστικοποίησης. Από το 1934 σε όλες τις σχολές αξιωματικών και υπαξιωματικών γίνονται μαθήματα «φασιστικής παιδείας», ενώ διάφορα μέτρα διευκολύνουν την είσοδο των αξιωματικών στο φασιστικό κόμμα.
Οι μελανοχίτωνες πληβείοι υπήρξαν οι αντεπαναστατικές συμμορίες που με τη βία τους αποδυνάμωσαν το εργατικό κίνημα και αποτέλεσαν τη δύναμη κρούσης που συνέβαλε στην άνοδο του φασισμού στην εξουσία. Όμως η φασιστική «επανάσταση» δεν έφερε στην πολιτική εξουσία τα πληβειακά στοιχεία.
Παρουσιάζοντας κάπως μονομερώς αυτή τη διαδικασία, ο Στάνλεϊ Πέιν γράφει ότι με εξαίρεση τα ανώτερα κλιμάκια του κράτους που επανδρώθηκαν από ηγετικά στελέχη του φασιστικού κόμματος, «ο δικαστικός και διοικητικός μηχανισμός της ιταλικής κυβέρνησης παρέμεινε άθικτος. (…) Η επίσημη θέση του καθεστώτος του Μουσολίνι ήταν ότι μέλη του φασιστικού κόμματος δεν ήταν ανάγκη να κατέχουν τις κυβερνητικές και γραφειοκρατικές θέσεις, αλλά ότι το πνεύμα και η πολιτική της κυβέρνησης, καθώς και φυσικά οι υπάρχοντες γραφειοκράτες της, απλά θα φασιστικοποιούνταν (fascistizzato) και θα ακολουθούσαν τα δόγματα του κόμματος.»10
Εδώ ας κάνουμε μια μικρή αναφορά στην ταξική σύνθεση του ιταλικού φασιστικού κόμματος, η οποία έχει ιδιαίτερη σημασία σήμερα, γιατί έχει προβληθεί ακόμη και η άποψη ότι τα φασιστικά κινήματα πάτησαν στην εργατική τάξη και στους προερχόμενους από αυτή ανέργους. Το 1927 το 75% των μελών του ιταλικού φασιστικού κόμματος προέρχονταν από τη μικροαστική και τη μεσοαστική τάξη, το 15% από την εργατική τάξη (ενώ το ποσοστό της εργατικής τάξης στον πληθυσμό ανερχόταν σε 41,5%) και το 10% από την ελίτ. Όσον αφορά την ηγεσία του, το 80% των μελών της προερχόταν από τα μεσαία στρώματα.
Καταστολή και υπερεκμετάλλευση της εργατικής τάξης
Υπό το φασιστικό καθεστώς η τάξη των καπιταλιστών διατήρησε την αυτονομία της. Τώρα χάρη στην καταστολή, στην αστυνόμευση της δημόσιας ζωής, στη διάλυση όλων των εργατικών οργανώσεων, στην απαγόρευση των απεργιών, οι καπιταλιστές εξασφάλιζαν όρους πειθάρχησης και υπερεκμετάλλευσης της εργατικής τάξης. Επιπλέον, η ιμπεριαλιστική πολιτική και οι κατακτητικοί πόλεμοι του μουσολινικού καθεστώτος ικανοποιούσαν τις επιδιώξεις της ιταλικής αστικής τάξης για αποικιακές κατακτήσεις.
Τον Αύγουστο του 1923 το Μεγάλο Φασιστικό Συμβούλιο καλεί την Confindustria, τη συνομοσπονδία των βιομηχάνων, να έρθει σε μόνιμη σχέση με τα φασιστικά συνδικάτα. Τον Δεκέμβριο του 1923 συνάπτεται η λεγόμενη συμφωνία του Ανακτόρου Σίγκι, με την οποία η Confindustria αναγνωρίζει επισήμως τα φασιστικά συνδικάτα, με τα οποία συγκροτεί μόνιμη κοινή επιτροπή με στόχο την «εναρμόνιση» της πολιτικής τους. Όμως παρά την πίεση και τη φασιστική τρομοκρατία οι εργάτες αντιστέκονται και η πρόοδος των φασιστικών συνδικάτων είναι μικρή. Θα χρειαστεί η επιβολή της ολοκληρωτικής δικτατορίας του φασισμού το 1925 για να επιτευχθεί η πλήρης διάλυση των εργατικών συνδικάτων. Στις 2 Οκτωβρίου 1925 με τη λεγόμενη συμφωνία του Ανακτόρου Βιντόνι η Confindustria αναγνωρίζει στα φασιστικά συνδικάτα το αποκλειστικό μονοπώλιο. Στο εξής η εργοδοσία παρακρατεί από τους μισθούς των εργαζομένων τις «συνδικαλιστικές εισφορές» για τα φασιστικά συνδικάτα, ενώ η περιουσία των εργατικών συνδικάτων κατάσχεται και μεταβιβάζεται στα φασιστικά συνδικάτα.
Στην πραγματικότητα τα φασιστικά συνδικάτα δεν είναι παρά όργανα διοίκησης του κράτους. Σε ομιλία του στις 11 Μαρτίου 1926 ο Μουσολίνι δηλώνει: «Ο φασιστικός συνδικαλισμός είναι ένα ισχυρό μαζικό κίνημα, πλήρως ελεγχόμενο από τον φασισμό και την κυβέρνηση, ένα μαζικό κίνημα που υπακούει.»11 Τα φασιστικά συνδικάτα είναι όργανα πολιτικής πειθαρχίας για την επιβολή στους εργαζομένους των συνθηκών εργασίας και των μισθών που ορίζει η εργοδοσία.
Οι κορπορατίστικοι θεσμοί τους οποίους επιβάλλει το φασιστικό κράτος στο όνομα της «ενότητας του έθνους» δεν είναι παρά μέσα μετατροπής της θέλησης της εργοδοσίας σε αποφάσεις της «διαιτησίας» του φασιστικού κράτους. Ο Μουσολίνι δηλώνει στον πρόεδρο της Confindustria: «Διαβεβαιώνω τον κ. Μπένι ότι όσο είμαι στην εξουσία, οι εργοδότες δεν έχουν να φοβούνται τίποτα από το δικαστήριο εργατικής διαιτησίας.»12 Το δικαστήριο εργατικής διαιτησίας καθιερώθηκε το 1926.
Οι καπιταλιστές διαθέτουν πλέον ένα ισχυρό κράτος, που με μια σειρά οικονομικά και κοινωνικά μέτρα θα εξασφαλίσει τα κέρδη τους και τη διεύρυνσή τους. Χάρη στις συνθήκες τις οποίες επιβάλλει το φασιστικό κράτος, με τη διάλυση και τις διώξεις εις βάρος των εργατικών οργανώσεων, την απαγόρευση των απεργιών, την κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων, την αποκατάσταση του εργοδοτικού απολυταρχισμού στο εσωτερικό της επιχείρησης, είναι δυνατή η σφαγή των μισθών. Το φασιστικό κράτος χρησιμοποιεί τα μέσα που έχει στη διάθεσή του για να εμποδίζει οποιαδήποτε ανεξάρτητη οργάνωση στο εσωτερικό των εργατικών μαζών. Τα φασιστικά συνδικάτα δεν είναι παρά οργανώσεις αστυνομικής επιτήρησης των εργατών. Στο εξής η πάλη εναντίον της εργοδοσίας θεωρείται πάλη εναντίον του κράτους, η θέληση των εργοδοτών μετατρέπεται σε αποφάσεις της φασιστικής εξουσίας οι οποίες επιβάλλονται στους εργάτες με τα μέσα της αστυνομικής δικτατορίας.
Οι εργάτες που αρνούνται να εφαρμόσουν τις αποφάσεις της «διαιτησίας» τιμωρούνται με φυλάκιση ενός μηνός έως ενός έτους και με πρόστιμο 100 έως 10.000 λιρέτες. Η απεργία θεωρείται έγκλημα «εναντίον της κοινωνικής συλλογικότητας» και τιμωρείται με φυλάκιση έως τριών ετών, ενώ οι υποκινητές υπόκεινται σε ποινές φυλάκισης μέχρι επτά ετών.
Το κράτος επικυρώνει τους μισθούς που πληρώνουν οι εργοδότες στους μισθωτούς τους. Το υπουργείο των Συντεχνιών στη Ρώμη συντάσσει με βάση τις οδηγίες της εργοδοσίας «συμβάσεις», τις οποίες στη συνέχεια υπογράφουν οι διορισμένοι ηγέτες των φασιστικών συνδικάτων. Εδώ ας σημειώσουμε ότι διάταγμα της 22ης Νοεμβρίου 1928 διαλύει τη φασιστική συνομοσπονδία και καθιερώνει 13 ομοσπονδίες βιομηχανικών κλάδων.
Διάταγμα της 30ης Ιουνίου 1934 επαναφέρει το βιβλιάριο εργασίας, στο οποίο οι αρχές σημειώνουν αν η συμπεριφορά του κατόχου του είναι «ικανοποιητική από εθνική άποψη» και ο εργοδότης υποδεικνύει σε περίπτωση απόλυσης αν ο εργαζόμενος είναι «άξιος εμπιστοσύνης» ή όχι. Από τον Ιανουάριο του 1936 το βιβλιάριο περιλαμβάνει όλες τις μορφές δραστηριότητας του πολίτη από την ηλικία των 11 έως 32 ετών και αποτελεί απαραίτητο έγγραφο για να μπορεί κάποιος να βρει δουλειά.
Νόμος της 16ης Αυγούστου 1935 υποτάσσει το προσωπικό των εργοστασίων που συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με την πολεμική βιομηχανία σε στρατιωτική πειθαρχία. Όποιος δεν πηγαίνει στη δουλειά για πάνω από πέντε ημέρες θεωρείται λιποτάκτης και υπόκειται σε ποινή φυλάκισης δύο έως εννιά ετών. Κάθε παραβίαση της πειθαρχίας εντός του εργοστασίου τιμωρείται με ποινή φυλάκισης από έξι μήνες έως εννιά χρόνια. Το 1938 580.000 μισθωτοί που δουλεύουν σε επιχειρήσεις οι οποίες «εργάζονται για την εθνική άμυνα» υπόκεινται σε αυτόν τον νόμο.
Σύμφωνα με στοιχεία του ίδιου του ιταλικού τύπου της εποχής, οι ονομαστικοί μισθοί μειώθηκαν κατά το ήμισυ την περίοδο 1927-1932.13 Το 1935 οι μισθοί σπάνια φθάνουν τους μισθούς πριν από το 1914. Ακόμη και σε αυτούς τους ισχνούς μισθούς επιβάλλονται ποικίλες κρατήσεις εκτός από τους φόρους: υποχρεωτική εισφορά για τα φασιστικά συνδικάτα, κρατήσεις για τη βοήθεια στους ανέργους, εισφορά για το φασιστικό κόμμα, για το Dopolavoro (Μετά την Εργασία, δηλαδή για την αναψυχή των εργατών).
Τον Νοέμβριο του 1934 υπογράφεται συμφωνία ανάμεσα στην Confindustria και τα φασιστικά συνδικάτα βάσει της οποίας οι εργοδότες μπορούν να απολύουν νέους και γυναίκες και στη θέση τους να προσλαμβάνουν ενηλίκους άρρενες πληρώνοντάς τους τους μισθούς πείνας τους οποίους έδιναν προηγουμένως στους νέους και στις γυναίκες. Σε ορισμένες βιομηχανίες καθιερώνεται η εκ περιτροπής εργασία με αντίστοιχη μείωση των αμοιβών. Επιπλέον οι άνεργοι που απασχολούνται σε δημόσια έργα πληρώνονται μισθούς πείνας. Όλοι αυτοί οι παράγοντες συμβάλλουν στην μείωση του κόστους του εργατικού δυναμικού για το κεφάλαιο. Σε όλα αυτά θα πρέπει να προσθέσουμε την αύξηση του ρυθμού εργασίας και των ωρών εργασίας, κυρίως στην πολεμική βιομηχανία, χωρίς αντίστοιχη αύξηση μισθών.
Οι καπιταλιστές διατηρούν την αυτονομία τους υπό το φασιστικό καθεστώς
Το όνειρο των πληβείων φασιστών συνδικαλιστών υπό την ηγεσία του Ροσόνι (οι οποίοι θα εκκαθαριστούν από το φασιστικό καθεστώς με το διάταγμα του 1928 που διαλύει τη φασιστική συνδικαλιστική συνομοσπονδία) για την κορπορατίστικη οργάνωση της ιταλικής κοινωνίας με μικτές οργανώσεις εργαζομένων και εργοδοτών δεν θα πραγματοποιηθεί ποτέ. Η τάξη των καπιταλιστών θέλει να χρησιμοποιήσει το φασιστικό κίνημα για τα συμφέροντά της, αλλά με κανέναν τρόπο δεν είναι διατεθειμένη να χάσει την αυτονομία της. Μπροστά στην άρνηση των βιομηχάνων και των μεγάλων γαιοκτημόνων ο Μουσολίνι περνά από το Μεγάλο Φασιστικό Συμβούλιο απόφαση που καταδικάζει τα μικτά συνδικάτα. Ο Αλφρέντο Ρόκο, υπουργός Δικαιοσύνης του φασιστικού καθεστώτος από το 1925 έως το 1932 γράφει: «Κατανοούμε ότι η ιδέα μιας ενιαίας οργάνωσης, μιας ενιαίας πειθαρχίας της εργασίας και της παραγωγής θα τρόμαζε τους εργοδότες, αν η κορπορατίστικη οργάνωση συγκροτούνταν έξω από το κράτος, σε καθεστώς ελευθερίας γεμάτο κινδύνους.»14 Με άλλα λόγια, το φασιστικό καθεστώς είναι εδώ για να προστατεύει τους εργοδότες από τους «κινδύνους» της ελευθερίας.
Ο νόμος της 3ης Απριλίου 1926 (ο οποίος συμπληρώνεται με τον κανονισμό της 1ης Ιουλίου 1926) για τη συντεχνιακή οργάνωση (κορπορατισμός) ορίζει: «Οι ενώσεις των εργοδοτών και οι ενώσεις των εργατών μπορούν να συνενωθούν μέσω κεντρικών οργάνων σύνδεσης σε μια κοινή ανώτερη ιεραρχία. (…) Οι οργανώσεις οι οποίες συνδέονται με αυτόν τον τρόπο αποτελούν μια συντεχνία.» (άρθρο 3). Όμως αυτές οι συντεχνίες υπάρχουν μόνο στην κορυφή, σε εθνικό επίπεδο. Ο ίδιος νόμος διαφυλάσσει προσεκτικά την αυτονομία των εργοδοτικών οργανώσεων, αφού το άρθρο 3 ορίζει ότι μένει «άθικτη η διακριτή εκπροσώπηση των εργοδοτών και των εργατών». Επιπλέον όχι μόνο οι συντεχνίες δεν απορροφούν το κράτος, όπως ονειρεύονταν οι πληβείοι φασίστες, αλλά αντίθετα με βάση τον νόμο: «Η συντεχνία δεν έχει νομική προσωπικότητα, αλλά αποτελεί διοικητικό όργανο του κράτους.»
Η Χάρτα Εργασίας του επόμενου έτους δείχνει ξεκάθαρα το πραγματικό περιεχόμενο της «συντεχνιακής» οργάνωσης: «Ο εργαζόμενος είναι δραστήριος συνεργάτης της οικονομικής επιχείρησης», της οποίας όμως «η διεύθυνση, καθώς και η ευθύνη ανήκουν στον εργοδότη». Οι καπιταλιστές, αφού χάρη στη φασιστική εξουσία απαλλάχθηκαν από τις ελευθερίες του κοινοβουλευτικού καθεστώτος θυσιάζοντας το παλιό πολιτικό προσωπικό τους, από τα εργατικά κόμματα και τα συνδικάτα, τις εργοστασιακές επιτροπές και τις απεργίες, μπορούν χάρη στην ολοκληρωτική αστυνομική δικτατορία να είναι απόλυτοι αφέντες στην επιχείρησή τους.
Η ίδια λογική διέπει τους θεσμούς οργάνωσης του «συντεχνιακού κράτους». Τα μέλη του Εθνικού Συμβουλίου των Συντεχνιών ορίζονται από τον δικτάτορα. Παρόμοια όσον αφορά τη Βουλή των Συντεχνιών: τα μέλη της επιλέγονται από το φασιστικό καθεστώς στη βάση ενός καταλόγου που παρουσιάζουν τα φασιστικά συνδικάτα. Στο επίπεδο των 22 συντεχνιών που συγκροτούνται πειθήνιοι υπάλληλοι της φασιστικής δικτατορίας, μετά την εκκαθάριση των πληβείων φασιστών, υποτίθεται ότι εκπροσωπούν τους εργαζομένους πλάι στους εκπροσώπους της εργοδοσίας. Εξάλλου σε κάθε περίπτωση συμμετέχουν και τρεις επίσημοι εκπρόσωποι του φασιστικού κράτους για την απίθανη περίπτωση δημαγωγικής στάσης των «εκπροσώπων» των εργαζομένων.
Ναζισμός και μεγάλο κεφάλαιο
Και στην περίπτωση της Γερμανίας το αστικό πολιτικό κατεστημένο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και το μεγάλο κεφάλαιο είναι συνένοχοι για την άνοδο του ναζισμού στην εξουσία.Η ανάπτυξη του ναζιστικού κινήματος δέχεται αποφασιστική ώθηση στο έδαφος της βαθιάς κρίσης της γερμανικής οικονομίας, η οποία είχε αρχίσει να εκδηλώνεται και πριν από το κραχ της Γουόλ Στριτ τον Οκτώβριο του 1929.
Το σχέδιο Γιανγκ (από το όνομα του Αμερικανού τραπεζίτη ο οποίος προεδρεύει της επιτροπής των εμπειρογνωμόνων) για τις πολεμικές αποζημιώσεις της Γερμανίας, που εγκρίνεται τον Ιούνιο του 1929, προσφέρει μια ευκαιρία για την προπαγάνδα των ναζιστών, αλλά και για να συνάψουν δεσμούς με τομείς του μεγάλου κεφαλαίου. Ο Άλφρεντ Χούγκενμπεργκ, ηγέτης του DNVP (Γερμανικό Εθνικό Λαϊκό Κόμμα), του κύριου εθνικιστικού κόμματος στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, και βαρόνος καπιταλιστής στον χώρο του τύπου, οργανώνει την «Επιτροπή για το αίτημα του γερμανικού λαού» με στόχο την απόρριψη του σχεδίου Γιανγκ. Ο Χίτλερ θα συμμετάσχει σε αυτή την επιτροπή συντροφιά με μεγιστάνες της βιομηχανίας, όπως ο Φριτς Τύσεν. Επωφελείται από τη δωρεάν δημοσιότητα την οποία του προσφέρουν τα έντυπα του Χούγκενμπεργκ και αποκτά επαφές με πηγές χρηματοδότησης. Αυτό θα αντανακλαστεί στο συλλαλητήριο του ναζιστικού κόμματος τον Αύγουστο του 1929 στη Νυρεμβέργη. Τριάντα πέντε ειδικά τρένα μεταφέρουν 25.000 άνδρες των SA και των SS στη Νυρεμβέργη, ενώ στη συγκέντρωση συμμετέχουν μεταξύ άλλων ο Τέοντορ Ντουέστερμπεργκ, αναπληρωτής ηγέτης των Χαλυβδόκρανων, και ο μεγαλοβιομήχανος του Ρουρ Έμιλ Κίρντοφ, αφεντικό του ισχυρού κονσόρτσιουμ της μεταλλουργίας Gelsenkirchen.
Την περίοδο 1924-1929 η γερμανική βιομηχανία αναδιοργανώνεται με τη βοήθεια αμερικανικών δανείων και ξένων επενδύσεων. Χάρη στα αμερικανικά δάνεια, η γερμανική βιομηχανία αυξάνει κατά ένα τρίτο την παραγωγική ικανότητά της. Ήδη ο εκσυγχρονισμός της βιομηχανίας οδηγεί στην αύξηση της τεχνικής ανεργίας. Η εντεινόμενη καρτελοποίηση επιτρέπει στα μονοπώλια να αυξάνουν αυθαίρετα τις τιμές πώλησης υπονομεύοντας την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών. Οι μεγιστάνες της βιομηχανίας στοχεύουν κυρίως στη διεθνή αγορά.
Όμως ενώ ετοιμάζονται για την κατάκτηση των διεθνών αγορών, ξεσπά η παγκόσμια οικονομική κρίση. Ο δείκτης παραγωγής από 101,4 το 1929 (με δείκτη 100 το 1928) πέφτει στο 60 στα τέλη του 1931. Τον Φεβρουάριο του 1931 ο αριθμός των ανέργων ξεπερνά τα 4 εκατομμύρια.15 Η βιομηχανική κρίση συνοδεύεται από ανάλογη κρίση του τραπεζικού συστήματος και την απαρχή χρεωκοπιών τραπεζών. Η άνοδος των προεξοφλητικών επιτοκίων παραλύει τη γερμανική οικονομία.
Οι μεγιστάνες του κεφαλαίου θίγονται ιδιαιτέρως από αυτή την καταστροφή. Μόνο η βοήθεια του ισχυρού κράτους μπορεί να ξαναβάλει μπροστά τον μηχανισμό αναπαραγωγής του κεφαλαίου και αναγέννησης των κερδών τους. Για να το πετύχουν θα πρέπει να συντριβούν οι μισθοί και οι εργατικές κατακτήσεις, να διαλυθούν οι πολιτικές και συνδικαλιστικές εργατικές οργανώσεις. Θα πρέπει να καταργηθούν οι «κοινωνικές δαπάνες». Το κράτος θα πρέπει να στηρίξει οικονομικά τις επιχειρήσεις, να ξαναβάλει μπροστά την παραγωγή τους μέσω κρατικών παραγγελιών. Η κρίση θίγει και τη γεωργία και οι μεγάλοι γαιοκτήμονες απαιτούν και αυτοί τη συνδρομή του κράτους για την αντιμετώπιση της κρίσης.
Aυτό είναι το υπόβαθρο της απόφασης των μεγιστάνων της βιομηχανίας και των τραπεζών να στηρίξουν το Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα του Αδόλφου Χίτλερ και τελικά να το ωθήσουν στην εξουσία.
Ενίσχυση των τάσεων για ισχυρό κράτος και προεδρική δημοκρατία στη Γερμανία
Η κρίση προκαλεί τη ριζοσπαστικοποίηση του εκλογικού σώματος προς τα δεξιά και προς τα αριστερά. Ήδη στις εκλογές του 1928 είχε καταγραφεί αύξηση των ψήφων για τη σοσιαλδημοκρατία και το Κομμουνιστικό Κόμμα, με αντίστοιχη αποδυνάμωση των δεξιών και κεντρώων κομμάτων.
Από το 1930 το αστικό πολιτικό κατεστημένο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης ανοίγει τον δρόμο για την κατάλυση του κοινοβουλευτισμού και την άνοδο του ναζισμού στην εξουσία. Στις 27 Μαρτίου 1930 πέφτει ο σοσιαλδημοκράτης καγκελάριος Μύλερ. Το επίμαχο ζήτημα που οδηγεί στην πτώση του είναι το ζήτημα της αύξησης των εισφορών των εργαζομένων για την ασφάλιση κατά της ανεργίας. O κυβερνητικός εταίρος του SPD, το DVP (Γερμανικό Λαϊκό Κόμμα), με στενούς δεσμούς με τις μεγάλες επιχειρήσεις, ανήσυχο από την εργατική αναταραχή στις συνθήκες της αυξανόμενης ανεργίας, εξαπολύει γενική επίθεση ενάντια στο «κράτος πρόνοιας» της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης.
Η τάση προς το «ισχυρό κράτος» είχε μπει ήδη σε κίνηση. Στις 30 Μαρτίου 1930 ο στρατάρχης φον Χίντενμπουργκ, πρόεδρος της Δημοκρατίας από το 1925, διορίζει καγκελάριο τον Μπρύνινγκ, κοινοβουλευτικό ηγέτη του καθολικού κόμματος Zentrum (Κέντρο). Εγκαινιάζεται η άσκηση της εξουσίας μέσω προεδρικών διαταγμάτων. Όταν ένα τέτοιο διάταγμα για την περικοπή των δημόσιων δαπανών απορρίπτεται από το Ράιχσταγκ, ο Μπρύνινγκ πετυχαίνει μέσω του προέδρου τη διάλυση του Ράιχσταγκ και την προκήρυξη εκλογών στις 14 Σεπτεμβρίου 1930.
Η κατάσταση είναι ευνοϊκή για το ναζιστικό κόμμα. Στο έδαφος του βαθέματος της κρίσης κατεστραμμένα μικροαστικά στρώματα, αγρότες, ντεκλασέ στοιχεία θεωρούν ότι η δημοκρατία τους πρόδωσε και το σύστημα πρέπει να καταργηθεί και επανδρώνουν τις οργανώσεις του ναζιστικού κόμματος. Στην προεκλογική εκστρατεία του Χίτλερ κυριαρχούν το θέμα της ανάγκης «ζωτικού χώρου» για τη Γερμανία έναντι του διεθνούς ανταγωνισμού στην αγορά και η επίθεση ενάντια στην κοινοβουλευτική και κομματική δημοκρατία που διαιρεί τον λαό, κατάσταση την οποία μόνο το ναζιστικό κόμμα μπορεί να υπερβεί δημιουργώντας μια καινούργια ενότητα του Volk (λαού). H προεκλογική καμπάνια του ναζιστικού κόμματος, χάρη και στα τεράστια υλικά μέσα που του παρέχουν οι καπιταλιστές, στέφεται με την εκλογή 107 ναζιστών βουλευτών στο Ράιχσταγκ (18,25% των ψήφων έναντι 2,6% στις εκλογές του 1928). Μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου αυξάνονται τα μέλη του ναζιστικού κόμματος. «Η προτεσταντική μεσαία τάξη ήταν, όπως και ανάμεσα στους ψηφοφόρους, αυτή που υπερτερούσε αριθμητικά.»16
Oι μεγάλοι χαμένοι των εκλογών είναι τα αστικά κόμματα της δεξιάς και του κέντρου. Το DNVP έπεσε στο 7% σε φθίνουσα πορεία από το 20,4% των ψήφων το 1924, το DVP έπεσε στο 4,7% από 10,1%. Ένας στους τρεις ψηφοφόρους του DNVP και ένας στους τέσσερις ψηφοφόρους των φιλελεύθερων κομμάτων έχουν ψηφίσει τους ναζιστές.17 Η εκλογική βάση των εργατικών κομμάτων, του SPD και του KPD (που γνωρίζει άνοδο στο 13,1% των ψήφων), είναι η μόνη που αντιστέκεται στην πίεση των ναζιστών, και σε μικρότερο βαθμό εκείνη του καθολικού κόμματος του Κέντρου, που γνωρίζει μικρές απώλειες.
H εκλογική επιτυχία των ναζιστών διευρύνει το ενδιαφέρον της επιχειρηματικής κοινότητας. Από τα τέλη του 1930 οι συναντήσεις του Χίτλερ με μεγάλους επιχειρηματίες πολλαπλασιάζονται. Μέσω του Κίρντοφ συναντιέται με βιομηχάνους του Ρουρ, ενώ ο Βάλτερ Φουνκ, εκδότης της οικονομικής εφημερίδας Berliner Börsen-Zeitung, κανονίζει συναντήσεις με ηγέτες του χώρου των επιχειρήσεων, «στις οποίες συγκεντρώθηκαν αρκετά χρήματα για την αντιμετώπιση ενός υποτιθέμενου πραξικοπήματος της Αριστεράς.»18
Στο Ράιχσταγκ που προκύπτει από τις εκλογές του Σεπτεμβρίου 1930 το SPD παραμένει το ισχυρότερο κόμμα. Όμως η σοσιαλδημοκρατία στο όνομα του «μικρότερου κακού» επιλέγει να στηρίξει τη συνέχιση της διακυβέρνησης Μπρύνινγκ. Η Τolerierungspolitik (πολιτική της ανοχής) επικυρώνεται από το συνέδριο του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος στη Λειψία (31 Μαΐου-5 Ιουνίου 1931), το οποίο τάσσεται υπέρ της υποστήριξης του Μπρύνινγκ «για όσο καιρό είναι αποφασισμένος να απωθεί τις φασιστικές βλέψεις και είναι σε θέση να το κάνει».
Αρχίζει η περίοδος της αποκαλούμενης προεδρικής δημοκρατίας, μιας και η εξουσία ασκείται στη βάση προεδρικών διαταγμάτων χωρίς την έγκριση της βουλής σύμφωνα με το άρθρο 48 του συντάγματος της Βαϊμάρης. Οι εργασίες της βουλής αναστέλλονται για ένα εξάμηνο, καταργώντας ακόμη και τα υπολείμματα του κοινοβουλευτικού ελέγχου που διατηρούνταν.
Ενώ η ανεργία αυξάνεται, διάταγμα του Δεκεμβρίου 1930 και ο προϋπολογισμός του 1931 επιβάλλουν δραστικές περικοπές στη βοήθεια προς τους ανέργους. Ταυτοχρόνως η κυβέρνηση παραχωρεί φοροαπαλλαγές στη βιομηχανία και επιδοτεί επιχειρήσεις. Οι καπιταλιστές αξιοποιώντας τις στρατιές των ανέργων επιβάλλουν μειώσεις μισθών. Οι εργατικές κινητοποιήσεις αντιμετωπίζουν τη βία της αστυνομίας και των SA (Oμάδες Εφόδου) των ναζιστών.
Η χρεωκοπία της Danatbank, μιας από τις τέσσερις μεγαλύτερες τράπεζες της Γερμανίας, και της Dresner Bank σηματοδοτούν μια νέα φάση της κρίσης. Το κράτος στηρίζει με μισό δισεκατομμύριο Reichmark το τραπεζικό σύστημα. Μέσω της στήριξης των τραπεζών το κράτος στηρίζει τη μεγάλη βιομηχανία, που έχει πιεστική ανάγκη από πιστώσεις. Το 1932 οι τράπεζες κατέχουν τα δύο τρίτα του μετοχικού κεφαλαίου των βιομηχανικών επιχειρήσεων έναντι του 50% το 1913.
Η Deutsche Eisen- und Stahlindustrie, επιθεώρηση των βιομηχάνων της σιδηροβιομηχανίας, που αντιμετωπίζουν μεγάλες οικονομικές δυσκολίες, γράφει: «Η κατάσταση συνεπάγεται για το κράτος την ηθική υποχρέωση να παρέμβει και να δεσμεύσει δημόσια κονδύλια.»19 Η κυβέρνηση Μπρύνινγκ με δημόσια κονδύλια επιδοτεί σιδηροβιομηχανίες «κοινωνικοποιώντας» με αυτόν τον τρόπο τις ζημιές τους. Το ίδιο διάστημα μέρος αυτών των βιομηχάνων χρηματοδοτούν το ναζιστικό κόμμα.
Στις 29 Σεπτεμβρίου 1931 η Reichsverband der deutschen Industrie, η ένωση των Γερμανών βιομηχάνων, απευθύνει τελεσίγραφο στον Μπρύνινγκ με το οποίο απαιτεί νέα μείωση των μισθών, μείωση των κοινωνικών δαπανών, νέες φοροαπαλλαγές για το κεφάλαιο. Στις 9 Οκτωβρίου ο Μπρύνινγκ προχωρά σε κυβερνητικό ανασχηματισμό αναθέτοντας το υπουργείο Οικονομικών στον Βάρμπολντ, αφεντικό της IG Farben, και το υπουργείο Εσωτερικών στον στρατηγό Γκρένερ, ήδη υπουργό της Reichswehr.
Το DNVP και οι Χαλυβδόκρανοι ανανεώνουν τη συμμαχία τους με τον Χίτλερ συγκροτώντας την Εθνική Αντιπολίτευση. Στη συγκέντρωση της Εθνικής Αντιπολίτευσης στο Bad Harzburg τον Οκτώβριο του 1931 κάνει αίσθηση η παρουσία του Σαχτ, ο οποίος τον Μάρτιο του 1930 είχε παραιτηθεί από τη θέση του προέδρου της Reichsbank διαμαρτυρόμενος για την εφαρμογή του Σχεδίου Γιανγκ. Ο Σαχτ ήταν ιδρυτικό στέλεχος του φιλελεύθερου DDP (Γερμανικό Δημοκρατικό Κόμμα), αλλά από τον Δεκέμβριο του 1930 έχει εκφράσει δημοσίως τον θαυμασμό του για το NSDAP. Στη συγκέντρωση συμμετέχουν επίσης η Διοικούσα Επιτροπή της Reichslandbund, της σημαντικότερης ένωσης των μεγάλων γαιοκτημόνων, μεγιστάνες της βιομηχανίας όπως ο Φριτς Τύσεν, ο Πένσγκεν της Vereinigte Stahlwerke, ο Μπλομ των ναυπηγείων Blohm & Voss του Αμβούργου.
Οι σχέσεις του Χίτλερ με τα επιχειρηματικά περιβάλλοντα εντείνονται. Στις 27 Ιανουαρίου 1932 στη Λέσχη της Βιομηχανίας του Ντύσελντορφ σε ακροατήριο 300 επιχειρηματιών ο Χίτλερ πρότεινε στους συνομιλητές του μια απολυταρχική κυβέρνηση που θα συνέτριβε τους κομμουνιστές και θα απαιτούσε «ένα μεγάλο ζωτικό χώρο με μεγάλη εσωτερική αγορά και την προστασία της οικονομίας στο εξωτερικό χάρη στη συγκεντροποίηση της γερμανικής δύναμης».20 Στις 30 Οκτωβρίου 1931 στο Bond-Club της Νέας Υόρκης ο Ζήμενς, το αφεντικό της κραταιάς μέχρι σήμερα Siemens, υπογράμμιζε μπροστά στους Αμερικανούς βιομηχάνους και τραπεζίτες τη σημασία του ναζιστικού κόμματος «του οποίου ο κύριος στόχος ήταν ο αγώνας εναντίον του σοσιαλισμού και της λογικής κατάληξής του, του κομμουνισμού» και αντιπαρέθετε την πολιτική σεβασμού της νομιμότητας από τη μεριά του Χίτλερ στην απειλή κομμουνιστικής επανάστασης.21
Η θητεία του προέδρου Χίντενμπουργκ έληγε στις αρχές του 1932. Στις προεδρικές εκλογές τον Μάρτιο του 1932 η σοσιαλδημοκρατία, πάντα στο όνομα του μικρότερου κακού, στηρίζει τον Χίντενμπουργκ. Στον πρώτο γύρο των εκλογών ο Χίντενμπουργκ θα κερδίσει το 49,6% των ψήφων, ο Χίτλερ το 30,1%, ο Ταίλμαν, ο υποψήφιος του Κομμουνιστικού Κόμματος το 13,2%. Στον δεύτερο γύρο ο Χίντεμπουργκ επανεκλέγεται με το 53% των ψήφων, αλλά ο Χίτλερ κερδίζει άλλα δύο εκατομμύρια ψήφους (36,8%).
Στα παρασκήνια προετοιμάζεται η απομάκρυνση της κυβέρνησης Μπρύνινγκ. Στις 6 Μαΐου 1932 ο Βάρμπολντ, εκπρόσωπος της μεγάλης βιομηχανίας στην κυβέρνηση, παραιτείται, ενέργεια που δείχνει ότι η κυβέρνηση Μπρύνινγκ έχει χάσει μέρος της υποστήριξης του επιχειρηματικού κόσμου. Σε μερικές εβδομάδες ο Βάρμπολντ θα επανέλθει στη νέα κυβέρνηση φον Πάπεν. Γεγονός αποκαλυπτικό της συμμετοχής των βιομηχάνων στις πολιτικές αλλαγές την άνοιξη του 1932. O Σλάιχερ είναι ήδη σε επαφή με τον Χίτλερ. Στις 8 Μαΐου ο Γκαίμπελς σημειώνει στο ημερολόγιό του: «Ο Μπρύνινγκ θα πέσει σε μερικές ημέρες». Στις 24 Μαΐου σημειώνει στο ημερολόγιό του το όνομα του νέου καγκελάριου: φον Πάπεν.22 Αυτές οι επαφές δείχνουν ότι οι πολιτικοί σχηματισμοί και οι άνδρες στην εξουσία αντιμετωπίζουν το ναζιστικό κόμμα σαν ένα κόμμα όπως όλα τα άλλα. Και όμως το 1932 είναι χρονιά έξαρσης της βίας των SA και των SS.
Στις 29 Μαΐου ο Χίντενμπουργκ θέτει τους όρους του στον Μπρύνινγκ: διάλυση του Ράιχσταγκ, άρση της απαγόρευσης των SA, εγκατάλειψη των σχεδίων του Μπρύνινγκ για εποικισμό με αγρότες μεγάλων υποθηκευμένων αγροκτημάτων. Έχοντας απωλέσει την εμπιστοσύνη του προέδρου, ο Μπρύνινγκ, που η κυβέρνησή του στηριζόταν στις προεδρικές εξουσίες, δεν έχει άλλη δυνατότητα παρά να υποβάλει την παραίτησή του στις 30 Μαΐου.
Νέος καγκελάριος ορίζεται ο φον Πάπεν, αξιωματικός και βουλευτής από παλιά του καθολικού κόμματος του Κέντρου, ανήκοντας στη δεξιά πτέρυγά του. Στη νέα κυβέρνηση ο Βάρμπολντ κατέχει όχι μόνο το υπουργείο Οικονομίας αλλά και το υπουργείο Εργασίας, ενώ ο στρατηγός Σλάιχερ κατέχει το υπουργείο της Reichswehr. Στις 17 Ιουνίου αίρεται η απαγόρευση των SA. Ήδη στις 30 Μαΐου στη συνάντησή του με τον Χίντενμπουργκ ο Χίτλερ είχε θέσει δύο όρους για να αποδεχθεί τη νέα κυβέρνηση: άρση της απαγόρευσης των SA και διάλυση του Ράιχσταγκ. Ο φον Πάπεν, προετοιμάζοντας νέα μέτρα κατά των κοινωνικών επιδομάτων σε μια χώρα που αριθμεί έξι εκατομμύρια ανέργους, κατηγορεί τις προηγούμενες κυβερνήσεις ότι «μετέτρεψαν το κράτος σε φιλανθρωπικό ίδρυμα και έτσι αποδυνάμωσαν τις ηθικές δυνάμεις του έθνους».23 Την επαύριον της συγκρότησής της η νέα κυβέρνηση φον Πάπεν ανακοινώνει στις 4 Ιουνίου τη διάλυση του Ράιχσταγκ και εκλογές στις 31 Ιουλίου.
Στις 20 Ιουλίου 1932 καθαιρείται πραξικοπηματικά η σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση της Πρωσίας και ο φον Πάπεν ορnaziίζεται Επίτροπος του Ράιχ για την Πρωσία.
Στις εκλογές της 31ης Ιουλίου 1932 οι εθνικοσοσιαλιστές αναδεικνύονται στο πρώτο κόμμα στο Ράιχσταγκ, με δεύτερο κόμμα το SPD. Τα κέρδη των ναζιστών πραγματοποιούνται εις βάρος των παραδοσιακών κομμάτων της δεξιάς και των διαφόρων σχηματισμών του κέντρου, οι οποίοι ουσιαστικά εξαφανίζονται από τον πολιτικό χάρτη. Το μόνο αστικό κόμμα που διατηρεί την εκλογική δύναμή του είναι το κόμμα του Κέντρου. Οι ψήφοι της αριστεράς διατηρούνται σταθεροί και συνεχίζεται η μετατόπιση από τη σοσιαλδημοκρατία στο Κομμουνιστικό Κόμμα (5.370.000 ψήφοι για το KPD και 7.960.000 για το SPD). Υπάρχει μια σχετική ισορροπία ανάμεσα στο 37,7% για τους εθνικοσοσιαλιστές και στο 35,9% για το KPD και το SPD μαζί.
Οι εκλογικές επιτυχίες των ναζιστών συνοδεύονται από την ενίσχυση της ναζιστικής τρομοκρατίας, κυρίως μετά την άρση της απαγόρευσης των SA από τον φον Πάπεν. Οι επιδρομές των SA στις κόκκινες γειτονιές αφήνουν πάντα πίσω τους νεκρούς και τραυματίες. Τώρα οι ναζιστές απαιτούν την καγκελαρία.
Το Ράιχσταγκ που συγκαλείται στις 12 Σεπτεμβρίου καταψηφίζει την κυβέρνηση φον Πάπεν με 512 ψήφους έναντι 42 υπέρ και 5 αποχών.
Ποιοι ανέβασαν τον Χίτλερ στην εξουσία
Το σημαντικότερο στοιχείο των αποτελεσμάτων των νέων εκλογών στις 6 Νοεμβρίου 1932 είναι η υποχώρηση των ναζιστών, οι οποίοι μέσα σε τρεις μήνες χάνουν πάνω από δύο εκατομμύρια ψήφους και 34 βουλευτικές έδρες. Το KPD καταγράφει νέα άνοδο κερδίζοντας σχεδόν 6.000.000 ψήφους (16,9%), το SPD με 7.251.000 ψήφους χάνει 700.000 ψήφους, οι οποίες όμως αντισταθμίζονται από τα κέρδη των κομμουνιστών. Τα δύο εργατικά κόμματα μαζί κερδίζουν το 37,3% και 221 έδρες έναντι 33,1% και 196 εδρών για το εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα, το οποίο καταγράφει τα χαμηλότερα ποσοστά του στις μεγάλες πόλεις και τα υψηλότερα στις αγροτικές περιοχές.
Την 1η Δεκεμβρίου 1932 ο Χίντενμπουργκ αναθέτει στον Σλάιχερ τον σχηματισμό κυβέρνησης. Στις 6 Δεκεμβρίου το Ράιχσταγκ αναστέλλει εκ νέου τις εργασίες του αναθέτοντας στο γραφείο του την εκ νέου σύγκλησή του. Στις 6 Δεκεμβρίου η παραίτηση του Γκρέγκορ Στράσερ, οργανωτικού υπεύθυνου του NSDAP, προκαλεί αναταραχή στους κόλπους των ναζιστών.
Στις 8 Δεκεμβρίου η Deutsche Allgemeine Zeitung, που εκφράζει τα περιβάλλοντα της βιομηχανίας, γράφει ότι υπάρχει κίνδυνος «το ισχυρότερο κόμμα της δεξιάς να απεξαρθρωθεί πριν να εκπληρώσει το ιστορικό καθήκον του, που είναι να πραγματοποιήσει, μαζί με άλλες δυνάμεις του μετώπου της δεξιάς, την εξυγίανση του εθνικού κράτους.»24
Οι Γερμανοί μεγιστάνες της βιομηχανίας και των τραπεζών αποφασίζουν να ρίξουν όλο το βάρος τους για την άνοδο του Χίτλερ και των ναζιστών στην εξουσία. Θεωρούν ότι μόνο η δύναμη του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος εγγυάται μια σταθερή κυβέρνηση, ικανή να εξασφαλίσει την «κοινωνική ειρήνη» συντρίβοντας το εργατικό κίνημα. Επιπλέον το πρόγραμμα των ναζιστών για αναθεώρηση των συνόρων και για «ζωτικό χώρο» μπορούσε να τους εξασφαλίσει νέες αγορές. Σε διεθνές επίπεδο η φάση του ειρηνικού ανταγωνισμού λήγει ανοίγοντας τον δρόμο της προετοιμασίας για ένα νέο μοίρασμα του κόσμου με τη δύναμη των όπλων. Η πολιτική επανεξοπλισμού της Γερμανίας την οποία υποστηρίζει ο Χίτλερ είναι προς άμεσο όφελος των Γερμανών βιομηχάνων.
Τον Νοέμβριο του 1932 με πρωτοβουλία του τραπεζίτη Σαχτ απευθύνεται στον πρόεδρο Χίντενμπουργκ μια έκκληση με τις υπογραφές των Γερμανών μεγιστάνων: Κρουπ, Κούνο, Ρόυς, Xάνιελ, Σίλβερμπεργκ, Ζήμενς, Τύσεν, Μπος, κλπ. Η έκκληση ζητά «να ανατεθεί η ευθύνη της εξουσίας στον αρχηγό του σημαντικότερου εθνικού κόμματος.»
Στις 4 Ιανουαρίου 1933 στην έπαυλη του τραπεζίτη Σραίντερ στην Κολωνία και με δική του πρωτοβουλία συναντιούνται ο φον Πάπεν με τον Χίτλερ, οι οποίοι καταλήγουν στη συμφωνία η οποία θα εφαρμοστεί στις 30 Ιανουαρίου: ο Χίτλερ καγκελάριος, ο φον Πάπεν αντικαγκελάριος, το εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα θα μοιραζόταν την εξουσία με το παραδοσιακό εθνικιστικό κόμμα DNVP.
Oι ναζιστές κάνουν επίδειξη δύναμης στο Βερολίνο με συγκεντρώσεις στο Sportpalast και με διαδήλωση των SA, υπό την προστασία της αστυνομίας, μπροστά στα κεντρικά γραφεία του Κομμουνιστικού Κόμματος στις 22 Ιανουαρίου. Την ίδια μέρα γίνεται νέα συνάντηση φον Πάπεν και Χίτλερ, αυτή τη φορά με τη συμμετοχή του Όσκαρ φον Χίντενμπουργκ, γιου του προέδρου. Το βράδυ της 29ης Ιανουαρίου ο φον Πάπεν υποβάλλει στον πρόεδρο τον κατάλογο της νέας κυβέρνησης: ο Χίτλερ καγκελάριος, ο Φρικ υπουργός Εσωτερικών, ο Γκέρινγκ υπουργός Αεροπορίας και υπουργός Εσωτερικών της Πρωσίας. Ο φον Πάπεν παίρνει τη θέση του αντικαγκελάριου. Τα υπόλοιπα υπουργεία μοιράζονται στην παραδοσιακή εθνικιστική δεξιά. Το υπουργείο της Reichswehr ανατίθεται στον στρατηγό φον Μπλόμπεργκ, που διάκειται ευνοϊκά προς τους ναζιστές. Στις 30 Ιανουαρίου ο Χίτλερ είναι καγκελάριος της Γερμανίας. Την 1η Φεβρουαρίου 1933 ο Χίντενμπουργκ διαλύει το Ράιχσταγκ, στο οποίο η νέα κυβέρνηση δεν είχε την πλειοψηφία, και ορίζει εκλογές για τις 5 Μαρτίου.
Η Reichsverband der deutschen Industrie υποσχόταν στην κυβέρνηση την πλήρη υποστήριξη των εργοδοτών διαβεβαιώνοντάς την ότι «θα έκανε τα πάντα για να τη βοηθήσει στο δύσκολο έργο της». Τα συγχαρητήρια του Κρουπ, προέδρου της εργοδοτικής ένωσης, προς τον Χίτλερ είναι χαρακτηριστικά: «Η εξέλιξη της πολιτικής κατάστασης ανταποκρίνεται στις ευχές τις οποίες είχαμε εκφράσει εδώ και καιρό εγώ ο ίδιος και η διοικούσα επιτροπή.»25
Στις 20 Φεβρουαρίου 1933 στη βίλα του Γκέρινγκ ο Χίτλερ συναντιόταν με ομάδα εικοσιπέντε ηγετών της γερμανικής βιομηχανίας, στους οποίους περιλαμβάνονταν ο Γκέοργκ φον Σνίτσλερ, της χημικής βιομηχανίας IG Farben, ο Κρουπ φον Μπόλεν, της αυτοκρατορίας Κρουπ και πρόεδρος της Ένωσης των Γερμανών βιομηχάνων, ο Άλμπερτ Βέγκλερ, της Vereinigte Stahlwerke, της δεύτερης μεγαλύτερης εταιρείας χάλυβα στον κόσμο. Ο Χίτλερ δήλωνε ξεκάθαρα τους στόχους του. Σχεδίαζε να βάλει τέλος στην κοινοβουλευτική δημοκρατία. Στόχευε να συντρίψει την αριστερά και για αυτόν τον στόχο ήταν διατεθειμένος να χρησιμοποιήσει φυσική βία. Είχε έρθει η ώρα «να συντριβεί πλήρως η άλλη πλευρά». Και ο Γκέρινγκ αποκάλυπτε τον άμεσο στόχο της συνάντησης. Εφόσον τα συμφέροντα των γερμανικών επιχειρήσεων συνδέονταν άμεσα με την πάλη κατά της αριστεράς, θα έπρεπε να συμβάλουν οικονομικά: «Οι θυσίες», επισήμαινε ο Γκέρινγκ, «θα είναι πολύ ευκολότερες… αν η [βιομηχανία] αντιλαμβανόταν ότι οι εκλογές της 5ης Μαρτίου θα είναι σίγουρα οι τελευταίες για τα επόμενα δέκα χρόνια, πιθανόν ακόμη και για τα επόμενα εκατό χρόνια.» Ο Κρουπ φον Μπόλεν, ο ορισμένος εκπρόσωπος της επιχειρηματικής πλευράς, δήλωνε ότι όλοι οι παρόντες σίγουρα συμφωνούν για την ταχύτερη δυνατή λύση της πολιτικής κατάστασης, ότι ο επιχειρηματικός κόσμος υποστήριζε ότι μόνο υπό ένα ισχυρό και ανεξάρτητο κράτος θα μπορούσαν η οικονομία και οι επιχειρήσεις «να αναπτυχθούν και να ανθήσουν». Τις επόμενες τρεις εβδομάδες ο Σαχτ θα συγκέντρωνε για λογαριασμό του ναζιστικού κόμματος οικονομικές ενισχύσεις από 17 διαφορετικές επιχειρηματικές ομάδες. Οι μεγαλύτερες συνεισφορές προήλθαν από την IG Farben (400.000 Reichsmark), την Deutsche Bank (200.000 Reichsmark), την ένωση ιδιοκτητών ορυχείων (400.000 Reichsmark) και μια ομάδα εταιρειών παραγωγής ηλεκτρικών μηχανών που περιλάμβανε τις Telefunken, AEG και Accumulatoren Fabrik. Τα επόμενα χρόνια το Adolf Hitler Spende θα θεσμοθετούνταν ως μόνιμη συνεισφορά για τα προσωπικά έξοδα του Χίτλερ.26
Μερικές εβδομάδες νωρίτερα ο Χίτλερ μιλώντας στους Γερμανούς στρατηγούς είχε αναφερθεί ανοιχτά «στον επανεξοπλισμό και στην ανάγκη εδαφικής επέκτασης.»27 Ο Χίτλερ είχε εξασφαλίσει την εύνοια της στρατιωτικής ιεραρχίας. Στις 23 Σεπτεμβρίου 1933 στο συνέδριο του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος στη Νυρεμβέργη ο Χίτλερ διατυπώνει αυτό το αδιαμφισβήτητο γεγονός όταν θα πει: «Αν την ώρα της επανάστασης ο στρατός δεν είχε τοποθετηθεί στο πλευρό μας, δεν θα είμαστε εδώ που είμαστε σήμερα.»28
Στις 4 Φεβρουαρίου ο Χίτλερ εξασφαλίζει από τον πρόεδρο Χίντενμπουργκ διάταγμα «για την προστασία του λαού» στη βάση του οποίου αρχίζει η εκκαθάριση της διοίκησης και της αστυνομίας και η τοποθέτηση σίγουρων ατόμων στις θέσεις κλειδιά. Στην Πρωσία τα SA, τα SS και οι Χαλυβρόκρανοι κηρύσσονται «βοηθητικοί αστυνομικοί σχηματισμοί», που τα μέλη τους μπορούν να κάνουν έρευνες σε σπίτια και γραφεία και να προβαίνουν σε συλλήψεις. Οι εφημερίδες και οι συγκεντρώσεις των εργατικών κομμάτων απαγορεύονται. Στις 23 Φεβρουαρίου η αστυνομία καταλαμβάνει τα κεντρικά γραφεία του KPD στο Βερολίνο.
Στις 19 Φεβρουαρίου ο υπουργός Εσωτερικών Φρικ δηλώνει ότι «το KPD πρέπει να συντριβεί με άλλον τρόπο και όχι με μια απλή απαγόρευση». Το πρόσχημα θα είναι η προβοκάτσια της πυρκαγιάς του Ράιχσταγκ στις 27 Φεβρουαρίου. Ο Χίτλερ δηλώνει αμέσως: «Η κυβέρνηση θα πάρει τώρα τα αναγκαία μέτρα για την ολοκληρωτική εξάλειψη αυτού του κινδύνου, του τρομερότερου κινδύνου [του κομμουνισμού] που απειλεί όχι μόνο τη Γερμανία, αλλά την Ευρώπη.»29
Την ίδια νύχτα η αστυνομία προχωρά σε μαζικές συλλήψεις κομμουνιστών. Ο Χίντενμπουργκ εκδίδει τρία νέα διατάγματα. Το ένα επιτρέπει τις αυθαίρετες συλλήψεις. Το άλλο δίνει το δικαίωμα στην κεντρική κυβέρνηση να καθαιρεί τις κυβερνήσεις των κρατιδίων. Το άλλο προβλέπει την ποινή του θανάτου για προδοσία, εμπρησμό, κλπ. Αυτά τα προεδρικά διατάγματα μαζί με εκείνα της 4ης και της 23ης Φεβρουαρίου, που καταλύουν όλες τις ελευθερίες, δίνουν ανεξέλεγκτες εξουσίες στην αστυνομία και επιτρέπουν όλα τα εγκλήματα, θα διατηρηθούν μέχρι το 1945.
Όμως παρά τις απαγορεύσεις και τη ναζιστική τρομοκρατία οι εκλογές της 5ης Μαρτίου δεν δίνουν την απόλυτη πλειοψηφία στον Χίτλερ. Οι κομμουνιστές διατηρούν παρά τις διώξεις και τις συλλήψεις 81 έδρες, οι σοσιαλδημοκράτες χάνουν μόνο μία έδρα. Το καθολικό κόμμα του Κέντρου κερδίζει τρεις έδρες. Νέο διάταγμα επιβάλλει τη διάλυση του Κομμουνιστικού Κόμματος (καταργώντας έτσι και τις βουλευτικές έδρες του) και δημεύει την περιουσία του. Η Reichsbanner, η πολιτοφυλακή του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, απαγορεύεται. Στα κρατίδια στα οποία ο κυβερνητικός συνασπισμός δεν έχει την πλειοψηφία ο Χίτλερ ορίζει Reichsstatthalter (επιτρόπους του Ράιχ) με διευρυμένες εξουσίες. Οι ελάχιστες εφημερίδες που είχαν διατηρήσει κάποια ανεξαρτησία απαγορεύονται ή εκκαθαρίζονται. Αντισημιτική βία ξεσπά σε όλη τη Γερμανία. Τα SA και τα SS έχουν πλήρη ελευθερία δράσης. Στις 20 Μαρτίου ο διοικητής της αστυνομίας του Μονάχου αναγγέλλει το άνοιγμα του πρώτου στρατοπέδου συγκέντρωσης στο Νταχάου για 5.000 πολιτικούς κρατουμένους. Είναι η απαρχή της φρίκης των ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης.
Στις 23 Μαρτίου 1933 το Ράιχσταγκ ψηφίζει με 441 ψήφους υπέρ έναντι 94 κατά την ανάθεση της πλήρους εξουσίας στην κυβέρνηση για τέσσερα χρόνια. Μόνο οι παρόντες σοσιαλδημοκράτες βουλευτές καταψηφίζουν. Έντεκα βουλευτές του SPD έχουν ήδη συλληφθεί. Στη συνέχεια το Ράιχσταγκ διαλύεται. Είναι και το τυπικό τέλος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Έχουν σημάνει μεσάνυχτα στον αιώνα όχι μόνο για τη Γερμανία αλλά σε λίγα χρόνια για όλη την Ευρώπη.
Σε σύντομο διάστημα το SPD, στις 22 Ιουνίου, θα ακολουθήσει την τύχη του KPD. Ήδη στις 2 Μαΐου το καθεστώς έχει συλλάβει την ηγεσία της συνδικαλιστικής συνομοσπονδίας. Ο Χούγκενμπεργκ παραιτείται από την κυβέρνηση και στις 28 Ιουνίου το κόμμα του, το Γερμανικό Εθνικό Λαϊκό Κόμμα, διαλύεται. Στις 5 Ιουλίου το καθολικό κόμμα του Κέντρου αυτοδιαλύεται υποτασσόμενο στο Κονκορδάτο του Χίτλερ με το Βατικανό. Η κυβέρνηση του Ράιχ αποτελείται πλέον μόνο από ναζιστές. Ο νόμος της 15ης Ιουλίου 1933 προβλέπει βαριές ποινές για όποιον προσπαθήσει να ανασυγκροτήσει τα κόμματα που έχουν διαλυθεί ή να δημιουργήσει καινούργιο κόμμα. Με βάση τον ίδιο νόμο το ναζιστικό κόμμα είναι το μοναδικό κόμμα στη Γερμανία. Ο Ρούντολφ Ες, αναπληρωτής του Χίτλερ στην ηγεσία του κόμματος, και ο Ρεμ, ηγέτης των Ταγμάτων Εφόδου, γίνονται υπουργοί άνευ χαρτοφυλακίου. Στις 2 Αυγούστου 1934, την ημέρα θανάτου του Χίντενμπουργκ, με απλό διάταγμα ο Χίτλερ γίνεται εκτός από καγκελάριος και αρχηγός του κράτους. Την ίδια ημέρα ο υπουργός της Reichswehr αναγγέλλει ότι η Reichswehr έδωσε όρκο πίστης στον Χίτλερ, που έγινε ανώτατος αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων.
Σοσιαλδημοκρατία, ρεφορμιστικά συνδικάτα, ΚPD
Παρότι το ζήτημα των ευθυνών των ηγεσιών των εργατικών κομμάτων για την άνοδο του ναζισμού στην εξουσία δεν είναι το κύριο θέμα αυτού του άρθρου, θα πρέπει να κάνουμε μια αναφορά στους εσωτερικούς ως προς το εργατικό κίνημα παράγοντες που συνέβαλαν στην αποδυνάμωσή του και επέτρεψαν την ήττα του από τον ναζισμό.
Πίσω από την τακτική της «ανοχής», του «μικρότερου κακού» την οποία ακολουθεί η γερμανική σοσιαλδημοκρατία όλη την περίοδο από το 1930 έως το 1933 υπάρχει μια βαθύτερη ουσία. Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης γεννήθηκε στο έδαφος της ήττας της προλεταριακής επανάστασης, στην οποία συνέβαλε καθοριστικά η σοσιαλδημοκρατία. Η αστική τάξη χάρη στη σοσιαλδημοκρατία έσωσε το οικονομικό και κοινωνικό σύστημα της. Παρότι για το μεγάλο κεφάλαιο και σημαντικούς τομείς του στρατού και του αστικού κρατικού μηχανισμού η Δημοκρατία της Βαϊμάρης δεν ήταν η λύση της επιλογής τους (με συνέπεια να περικλείει εξαρχής τα σπέρματα της αποσταθεροποίησής της), ήταν η πολιτική λύση την οποία επέβαλε ο ταξικός συσχετισμός ο οποίος υπήρχε.
Η σοσιαλδημοκρατία ήταν σημαντικός πυλώνας του αστικού συστήματος, αναγκαίος όσο καιρό η αστική τάξη είχε ανάγκη τη διαμεσολάβηση της σοσιαλδημοκρατικής ηγεσίας, πολιτικής και συνδικαλιστικής, στις σχέσεις της με την εργατική τάξη. Σε αυτό το πλαίσιο, που καθορίστηκε από την ήττα της εργατικής τάξης το 1918-19 και ξανά το 1923, αλλά σε ένα έδαφος στο οποίο η εργατική τάξη διατηρούσε τις δυνάμεις της και την πολιτική και συνδικαλιστική ισχύ μέσα από την οργάνωσή της στο SPD, στο KPD και στα συνδικάτα, υπήρχαν οι εργατικές κοινωνικές κατακτήσεις, οι συλλογικές συμβάσεις, τα εργοστασιακά συμβούλια. Αυτή ήταν η βάση της δύναμης των συνδικάτων, ως οργανώσεων της τάξης και υπεράσπισης των συμφερόντων της, αλλά και της δυνατότητας της ρεφορμιστικής ηγεσίας της ADGB, της συνδικαλιστικής συνομοσπονδίας, να συνδιαλέγεται με την εργοδοσία.
Με το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης στα τέλη του 1929 αυτή η κατάσταση αλλάζει ριζικά. Οι τάσεις για το «ισχυρό κράτος», που εγκαινιάζονται με το τέλος της κυβέρνησης του σοσιαλδημοκράτη Μύλερ, επιτείνονται συνεχώς. Η εργοδοσία δεν μπορεί πλέον να ανεχθεί τις εργατικές κατακτήσεις και περνά σε μετωπική επίθεση.
H ηγεσία της ADGB, στο όνομα της υπεράσπισης των συλλογικών συμβάσεων, αποδέχεται τις μειώσεις μισθών τις οποίες επιβάλλει η εργοδοσία. Η σοσιαλδημοκρατική πολιτική και συνδικαλιστική ηγεσία αποδέχεται την καπιταλιστική προπαγάνδα ότι η καπιταλιστική κρίση είναι ένα είδος φυσικής καταστροφής που αφορά όλο το έθνος, εργοδότες και εργάτες εξίσου. Είναι μια πολιτική που σπέρνει την απογοήτευση στους εργάτες και διαιρεί τις γραμμές του εργατικού κινήματος.
Ήδη από το 1929 ο ηγέτης του SPD Σέβερινγκ, υπουργός Εσωτερικών της Πρωσίας από το 1920 μέχρι το 1932 με διάλειμμα δύο ετών, χρησιμοποιεί το επιχείρημα του «υπέρτερου συμφέροντος της χώρας» ενάντια στις κινητοποιήσεις και τις απεργίες της εργατικής τάξης: «Η εργατική τάξη έχει το μεγαλύτερο συμφέρον, με όλα τα άλλα στρώματα του πληθυσμού, να ελαφρύνει τη χρηματοοικονομική κατάσταση του Ράιχ.»30
Το Κομμουνιστικό Κόμμα αντιτάσσεται σε αυτή την προπαγάνδα. Η μαχητικότητα των αγωνιστών του αντιμετωπίζεται με απολύσεις από την εργοδοσία. Συχνά οι συνδικαλιστικές ηγεσίες διαγράφουν από τα συνδικάτα τους κομμουνιστές οι οποίοι οργανώνουν την κινητοποίηση των εργατών χωρίς την έγκριση της συνδικαλιστικής ηγεσίας, διαγραφές που αποδυναμώνουν τις συνδικαλιστικές οργανώσεις.
Από την υποστήριξη στον Μπρύνινγκ σε εκείνη του Χίντενμπουργκ στο όνομα του μικρότερου κακού, η σοσιαλδημοκρατική ηγεσία δεν έχει να προσφέρει στην εργατική τάξη άλλη εναλλακτική λύση: Μπρύνινγκ ή Χίτλερ, Χίντενμπουργκ ή Χίτλερ. Δεμένη με την αστική τάξη και το κεφάλαιο θα συνοδεύσει μέχρι τέλους τη θνήσκουσα Δημοκρατία της Βαϊμάρης, που έχει χάσει πια κάθε περιεχόμενο, ενώ το μεγάλο κεφάλαιο και το αστικό πολιτικό κατεστημένο ανοίγουν τον δρόμο στην άνοδο του ναζισμού στην εξουσία. Από «ανοχή» σε «ανοχή» καλλιεργεί την παθητικότητα στις εργατικές μάζες και στο όνομα της απόκρουσης του ναζιστικού κινδύνου διευκολύνει την άνοδο του ναζισμού στην εξουσία.
Τον Δεκέμβριο του 1931 το SPD δημιουργεί το Σιδερένιο Μέτωπο (Εiserne Front) ενάντια στον φασισμό μαζί με «δημοκράτες» αστούς. «Οι αστοί σύμμαχοί τους χρησιμεύουν στους σοσιαλδημοκράτες ηγέτες ως χαλινάρι στον σβέρκο των εργατικών οργανώσεων», γράφει ο Τρότσκι τον Ιανουάριο του 1932 στο Και μετά τι; Ζωτικά προβλήματα για το γερμανικό προλεταριάτο. Η σοσιαλδημοκρατική ηγεσία όχι μόνο δεν θα προσφύγει ποτέ στη δύναμη και στην κινητοποίηση των εργατικών μαζών για να συγκρουστεί με τον ναζισμό, αλλά θα εναποθέτει μέχρι τέλους την αντιμετώπιση των ναζιστών σε εκείνους που τους ανοίγουν τον δρόμο. H υποστήριξη στην άγρια πολιτική λιτότητας του Μπρύνινγκ δεν μπορεί να εμπνεύσει τους εργαζομένους ούτε τα συσσίτια μπορούν να αποτελούν προοπτική για τους ανέργους. Η στήριξη την οποία δίνει η σοσιαλδημοκρατία στις εκλογές στον Χίντενμπουργκ ακυρώνει το Σιδερένιο Μέτωπο ως οργάνωση πάλης ενάντια στον ναζισμό.
Όταν τον Ιούλιο του 1932 ο φον Πάπεν καθαιρεί τη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση της Πρωσίας, οι σοσιαλδημοκράτες αποδέχονται παθητικά την καθαίρεσή τους χωρίς ούτε στιγμή να διανοηθούν να προσφύγουν στην κινητοποίηση των μαζών για την υποστήριξή τους. Αρκούνται στη διαμαρτυρία «εναντίον της παραβίασης του συντάγματος» της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, η οποία είχε χάσει πλέον και κάθε νομιμότητα, και προσφεύγουν στο ανώτατο δικαστήριο της Λειψίας.
Ακόμη και όταν ο Χίτλερ γίνεται καγκελάριος στις 30 Ιανουαρίου 1933, η Vorwärts, η εφημερίδα του SPD, γράφει σε ειδική έκδοσή της: «Απέναντι στην κυβέρνηση που απειλεί με πραξικόπημα, η σοσιαλδημοκρατία παραμένει με τα δύο πόδια στο έδαφος του συντάγματος και της νομιμότητας.»31 Όπως και τα αστικά κόμματα, η σοσιαλδημοκρατία θέλει να τρέφει την αυταπάτη ότι θα έχει τη δυνατότητα να παραμείνει ως αντιπολίτευση υπό τον Χίτλερ. Εθνική συνδιάσκεψη του SPD στις 27 Απριλίου 1933 αποφασίζει να «συνεχίσει το έργο του στο πλαίσιο των νόμιμων δυνατοτήτων».32
Πιστή στην αστική φύση της η ηγεσία της σοσιαλδημοκρατίας θα παραμένει μέχρι τέλους προσκολλημένη στην αστική τάξη, ακόμη και όταν η τελευταία όχι μόνο δεν έχει πια ανάγκη τις υπηρεσίες της, αλλά ετοιμάζεται για τη διάλυση και την καταστολή του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος και τη σύλληψη των ηγετών του.
H ρεφορμιστική ηγεσία της ADGB υπό τον Λάιπαρτ προχώρησε ακόμη παραπέρα. Κατ’ αρχάς διαρρηγνύει τους δεσμούς της με το SPD. Επιχειρεί να συνδιαλλαγεί με το καθεστώς του Χίτλερ. Στις 10 Μαρτίου 1933 δηλώνει: «Δεν είναι αρμοδιότητα των συνδικάτων να πάρουν θέση για τις πολιτικές συνέπειες αυτών των εκλογών.»33 Στις 20 Μαρτίου η συνομοσπονδιακή ηγεσία εκδίδει ένα μανιφέστο: «Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις είναι η έκφραση μιας αναντίρρητης κοινωνικής ανάγκης, απαραίτητο στοιχείο της ίδιας της κοινωνικής τάξης πραγμάτων. (…) Λόγω της φυσικής τάξης των πραγμάτων ενσωματώνονται όλο και περισσότερο στο κράτος. (…) Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις δεν προτίθενται να επηρεάσουν άμεσα την πολιτική του κράτους.» Στις 7 Απριλίου 1933 ο Λάιπαρτ δηλώνει ότι τα συνδικάτα «επιδιώκουν τον ίδιο μεγάλο στόχο με την κυβέρνηση ο οποίος είναι να θεμελιωθεί η εσωτερική και εξωτερική ελευθερία του έθνους πάνω στην παραγωγική δύναμη όλου του λαού».34 Η συνομοσπονδιακή ηγεσία καλεί τα μέλη των συνδικάτων να συμμετάσχουν στην οργανωμένη από τους ναζιστές «εθνική γιορτή» την 1η Μάη 1933.
Αυτή η στάση δεν γλυτώνει ούτε την ADGB από την απαγόρευση και τη διάλυση, ούτε τους συνδικαλιστές από τις δολοφονικές επιθέσεις των Ταγμάτων Εφόδου αλλά ούτε και τον ίδιο τον Λάιπαρτ από τη σύλληψή του.
Την περίοδο 1930-32 το Κομμουνιστικό Κόμμα γνωρίζει σημαντική αύξηση τόσο των μελών του όσο και των ψηφοφόρων του. Από 143.000 μέλη το 1927 αριθμεί περίπου 360.000 μέλη στα τέλη του 1932. Από 13,1% των ψήφων τον Σεπτέμβριο του 1930, κερδίζει 700.000 επιπλέον ψήφους (14,3%) τον Ιούλιο του 1932 και ακόμη 700.000 νέους ψηφοφόρους (16,9%) τον Νοέμβριο του 1932. Είναι σαφές ότι στη νέα κατάσταση σημαντικά τμήματα εργατών που στήριζαν τη σοσιαλδημοκρατία στρέφονται προς το κομμουνιστικό κόμμα.
Είναι αλήθεια ότι την ίδια περίοδο το ποσοστό των ανέργων μελών του κομμουνιστικού κόμματος αυξάνεται σε τέτοιο βαθμό που ορισμένοι χαρακτηρίζουν το KPD αυτής της περιόδου «κόμμα ανέργων». Όμως η ίδια η Γερμανία είναι «χώρα ανέργων», οι οποίοι δεν παύουν να αποτελούν κομμάτι της εργατικής τάξης.
Εξάλλου το χαρακτηριστικό αυτής της περιόδου είναι ότι ενώ έχουμε όξυνση της πολιτικής ταξικής πάλης, που αντανακλάται και στην ενίσχυση του KPD, η δύναμη της εργατικής τάξης στην αγορά εργασίας είναι εξαιρετικά εξασθενημένη λόγω της μαζικής ανεργίας. Είναι σαφές ότι τα ζητήματα δεν μπορούν να λυθούν ούτε στο επίπεδο του ρεφορμιστικού συνδικαλισμού ούτε στο επίπεδο του κοινοβουλίου. Η πάλη κατά του φασισμού δεν μπορεί να διεξαχθεί μέσω της υπεράσπισης της ετοιμοθάνατης Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, αλλά στο επίπεδο της μαζικής κινητοποίησης, της σύγκρουσης με τον φασισμό στο έδαφος της εργατικής τάξης και της προοπτικής της.
Η άλλη πλευρά το αντιλαμβάνεται, για αυτό και όλη η αντιμπολσεβίκικη υστερία που εξαπολύεται στη Γερμανία αυτή την περίοδο. Για αυτό οι κομμουνιστές είναι μόνιμος στόχος της βίας των ναζιστικών συμμοριών.
Οι αγωνιστές της Roter Frontkämpferbund (Ένωση Κόκκινου Μετώπου Μαχητών) δίνουν με κουράγιο την πάλη κατά των φαιοχιτώνων στη βάση του συνθήματος: Κτυπάτε τους φασίστες παντού όπου τους βρίσκετε.
Στις 28 Σεπτεμβρίου 1930 ιδρύεται η Kampfbund gegen den Faschismus (Ένωση πάλης κατά του φασισμού), η οποία ήταν ανοιχτή σε «όλες τις οργανώσεις και τα άτομα που είναι διατεθειμένα να διεξάγουν μαζική πολιτική και ιδεολογική πάλη εναντίον του φασισμού, ιδιαιτέρως εναντίον του εθνικοσοσιαλισμού.»35
Όμως η πολιτική του «σοσιαλφασισμού» που κυριαρχεί στην πολιτική του KPD αυτής της περιόδου είναι εμπόδιο για την πραγματοποίηση του ενιαίου εργατικού μετώπου. Την ώρα που υπάρχει διάθεση από την πλευρά των εργατών οι οποίοι στηρίζουν τη σοσιαλδημοκρατία να δώσουν την πάλη κατά του φασισμού, η πολιτική του «σοσιαλφασισμού» υψώνει τείχη ανάμεσα στους κομμουνιστές και τους σοσιαλδημοκράτες στη βάση. Έτσι παρά την κίνηση εργατών από το SPD προς το KPD, παρά την εμφάνιση στελεχών της σοσιαλδημοκρατίας που τάσσονται υπέρ του μετώπου με το KPD ενάντια στη γραμμή της ηγεσίας του SPD, η γραμμή του σοσιαλφασισμού και του «μετώπου στη βάση» δεν επιτρέπει την πραγματοποίηση της ενότητας της εργατικής τάξης, η οποία παραμένει διαιρεμένη απέναντι στον ναζισμό.
Την άνοιξη του 1932 πραγματοποιείται μια στροφή στην πολιτική του KPD. Στις 25 Απριλίου η ΚΕ εκδίδει έκκληση προς όλους τους σοσιαλδημοκράτες και συνδικαλισμένους εργάτες: «Είμαστε έτοιμοι να παλέψουμε μαζί με κάθε οργάνωση στην οποία συσπειρώνονται εργαζόμενοι και η οποία θέλει πραγματικά να δώσει την πάλη εναντίον της μείωσης των μισθών.»36 Στις 25 Μαΐου η ΚΕ απευθύνει νέα έκκληση «να φράξουμε στον χιτλερικό φασισμό τον δρόμο για την εξουσία.»37
Στις 4 Ιουνίου εσωτερική εγκύκλιος προς τους υπεύθυνους των οργανώσεων του κόμματος διευκρινίζει:
«Η διαφορά ανάμεσα στις δύο πτέρυγες του αστικού-καπιταλιστικού ταξικού μετώπου σε σχέση με τις μεθόδους της αστικής δικτατορίας –παρότι ανάμεσα στις δύο πτέρυγες δεν υπάρχει καμιά ταξική διαφορά ή αντίθεση– μπορεί ωστόσο να οδηγήσει σε βίαιες συγκρούσεις ανάμεσα στις δύο πτέρυγες. Έτσι ο χιτλερικός φασισμός έχει το μεγαλύτερο συμφέρον να αποδυναμώσει όσο το δυνατόν περισσότερο τις οργανώσεις στις οποίες στηρίζεται η επιρροή της σοσιαλδημοκρατίας.(…) Ο στρατηγικός προσανατολισμός του κύριου κτυπήματος εναντίον της σοσιαλδημοκρατίας δεν σημαίνει εντούτοις ότι στη ζύμωσή μας βάζουμε πριν από κάθε ζήτημα την καταγγελία του SPD με χονδροειδή και σχηματικό τρόπο.»38
Στο πρακτικό πεδίο αυτή η γραμμή εκφράζεται με την οικοδόμηση στις επιχειρήσεις και στις συνοικίες της «Αντιφασιστικής Δράσης». Στις 10 Ιουλίου στο περιφερειακό συνέδριο του Βερολίνου-Βρανδεμβούργου της Αντιφασιστικής Δράσης συμμετέχουν 1.500 αντιπρόσωποι, εκ των οποίων 954 χωρίς κόμμα, 132 από το SPD και τη Reichsbanner. To συνέδριο εκδίδει ένα μανιφέστο: «Η Αντιφασιστική Δράση δεν ανέχεται να εγκαθιδρυθεί στη Γερμανία η φασιστική δικτατορία, να καταστραφούν και να απαγορευτούν οι ταξικές οργανώσεις του προλεταριάτου, να καταπατηθούν όλα τα δικαιώματα της εργατικής τάξης, να καταργηθούν οι κοινωνικές ασφαλίσεις και όλες οι κατακτήσεις της εργατικής τάξης.»39 Το σύνθημα του μανιφέστου είναι «Ένας εχθρός, ένα μέτωπο, μία πάλη». Αντιπαρατάσσεται στο σύνθημα των χιτλερικών «Ein Volk, ein Reich, ein Führer» (ένας λαός, ένα Ράιχ, ένας φύρερ).
Όμως η στροφή κρατά για σύντομο διάστημα. Με παρέμβαση της Μόσχας το KPD επαναφέρεται στην «τάξη» και στην παλιά γραμμή. Τον Αύγουστο του 1932 ο Νόυμαν, εκφραστής της παραπάνω στροφής, καθαιρείται από το Πολιτικό Γραφείο κατηγορούμενος για «αποδυνάμωση της πάλης κατά της σοσιαλδημοκρατίας» και για προσπάθεια «να στρέψει τους συντρόφους του κόμματος εναντίον της ηγεσίας, να τη δυσφημήσει και να αντιπαρατάξει τους νέους στο κόμμα». Ο σύντροφός του Ρέμελε περιθωριοποιείται.
Σε ομιλία της στο Ράιχσταγκ η Κλάρα Τσέτκιν στις 30 Αυγούστου 1932 σημείωνε: «Η πολιτική του “μικρότερου κακού” ενίσχυσε στους αντιδραστικούς το αίσθημα της δύναμής τους και είχε ως αποτέλεσμα το μεγαλύτερο από όλα τα κακά, να συνηθίσει τις μάζες στην παθητικότητα.»40
Πράγματι αυτή ήταν η συνέπεια της πολιτικής της σοσιαλδημοκρατίας. Όμως η πολιτική του KPD δεν επέτρεψε να ξεπεραστεί αυτή η παθητικότητα την οποία καλλιέργησε η σοσιαλδημοκρατία και να πραγματοποιηθεί η μαχητική ενότητα της εργατικής τάξης για να φράξει τον δρόμο στον ναζισμό.
Η νύχτα των μεγάλων μαχαιριών
Την επαύριον της ανόδου του στην εξουσία ο Χίτλερ προσπαθεί να ελέγξει τις πληβειακές δυνάμεις τις οποίες ο ίδιος εξαπέλυσε. Στο κάτω κάτω η αστική τάξη θυσίασε το παλιό πολιτικό προσωπικό της και έδωσε όλη την εξουσία στους ναζιστές, προκειμένου να υπηρετήσουν πειθήνια τα συμφέροντά της. Δεν μπορεί να ανεχθεί τη δημαγωγία της «δεύτερης εθνικοσοσιαλιστικής επανάστασης.»
Σε συγκέντρωση αρχηγών των SS και των SA στη Βαυαρία την 1η και 2η Ιουλίου 1933 ο Χίτλερ δηλώνει: «Θα αντιταχθώ με όλη μου την ενεργητικότητα σε μια δεύτερη επανάσταση…» Στις 10 Ιουλίου οι εφημερίδες δημοσιεύουν την άποψη της κυβέρνησης: «Το να μιλά κάποιος για συνέχιση της επανάστασης ή ακόμη και για δεύτερη επανάσταση… αυτά τα λόγια αποτελούν σαμποτάζ της εθνικής επανάστασης και θα τιμωρηθούν σοβαρά.»41
Το πνεύμα της «δεύτερης επανάστασης» είναι ιδιαίτερα έντονο μεταξύ των πληβείων φαιοχιτώνων των Ταγμάτων Εφόδου υπό την ηγεσία του Ρεμ.
Ιδιαιτέρως η στρατιωτική ιεραρχία είναι εχθρική στα σχέδια του Ρεμ να μετατρέψει τα Τάγματα Εφόδου σε εθνική πολιτοφυλακή. Τις ίδιες ανησυχίες για τις ανεξέλεγκτες δυνάμεις των SA εκφράζουν οι μεγιστάνες του κεφαλαίου. Η ένταση γι’ αυτό το ζήτημα είναι ανερχόμενη κατά το πρώτο ήμισυ του 1934.
Στις 28 Ιουνίου 1934 ο Χίτλερ επισκέπτεται τον Κρουπ στο Έσεν. Στις 29 Ιουνίου ο Μπλόμπεργκ, υπουργός της Reichswehr κηρύσσει τον στρατό σε κατάσταση επιφυλακής. Την νύχτα της 29ης Ιουνίου ο Χίτλερ είναι στο Μόναχο, όπου η Reichswehr έχει καταλάβει τα γραφεία των SA. Ο Χίτλερ καθαιρεί την ηγεσία τους. Η εκκαθάριση έχει αρχίσει.
Την επομένη συλλαμβάνεται ο Ρεμ στο Μπαντ Βήσεε. Με τη σειρά τους συλλαμβάνονται και οι άλλοι ηγέτες των SA, τους οποίους είχε συγκαλέσει για εκείνη την ημέρα ο Ρεμ. Εκατοντάδες μέλη και ηγέτες των SA, μεταξύ των οποίων ο Ρεμ και οι υπαρχηγοί του Χάινες και Ερνστ, εκτελούνται με συνοπτικές διαδικασίες από την αστυνομία και αποσπάσματα των SS του Χίμλερ. Αυτή η σφαγή έμεινε γνωστή ως η «Νύχτα των μεγάλων μαχαιριών». Στο πλαίσιό της ο Χίτλερ διατάζει και τη σφαγή του Σλάιχερ και του συνεργάτη του, στρατηγού φον Μπρέντοβ, καθώς και του Γκρέγκορ Στράσερ, αποστάτη του εθνικοσιαλιστικού κόμματος.
Ο Χίντενμπουργκ με τηλεγράφημά του ευχαριστεί τον Χίτλερ για την κατάπνιξη της συνωμοσίας. Στις 5 Ιουλίου η εφημερίδα των ιδιοκτητών των ανθρακωρυχείων Deutsche Bergwerkszeitung καταγγέλλει την κλίκα των φιλόδοξων που ήθελαν να εξαπολύσουν έναν νέο αγώνα για την εξουσία και συγχαίρει το καθεστώς «για την ταχεία επέμβαση της 30ης Ιουνίου που μας έσωσε από αυτόν τον κίνδυνο». Στις 6 Αυγούστου 1934 στη Paris-Soir ο στρατηγός φον Ράιχεναου, υφυπουργός του Μπλόμπεργκ, δηλώνει: «Ο Καγκελάριος τήρησε τον λόγο του καταπνίγοντας εν τη γενέσει της την προσπάθεια του Ρεμ να ενσωματώσει τα SA στη Reichswehr.»42
Ο νόμος σύμφωνα με τον οποίο ο αρχηγός των SA γίνεται υπουργός του Ράιχ καταργείται. Το εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα εκκαθαρίζεται από εκείνα τα μέλη που δεν υποτάσσονται ανεπιφύλακτα στη ναζιστική εξουσία. Στο συνέδριο του κόμματος το 1935 ο Χίτλερ αναγγέλλει: «Τα μέλη μας υποβλήθηκαν σε σοβαρή εκκαθάριση.» Το ναζιστικό κόμμα υποτάσσεται στη ναζιστική κρατική εξουσία. Τον Νοέμβριο του 1934 αποφασίζεται με διάταγμα ότι «όλες οι δημόσιες συγκεντρώσεις και όλες οι διαδηλώσεις του κόμματος… πρέπει να εγκρίνονται από την αρμόδια αρχή.»43
Ταυτοχρόνως το ίδιο το κράτος και ο στρατός ναζιστικοποιούνται. Η διδασκαλία του εθνικοσοσιαλιστικού δόγματος εισάγεται στον στρατό, όπως και η ρήτρα της «αρίας φυλής». Στρατιώτες και αξιωματικοί πρέπει να χαιρετούν στρατιωτικά τους αρχηγούς του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος όταν φορούν στολή. Στρατιώτες και ναύτες φέρουν τον αγκυλωτό σταυρό στη στολή τους και τον Νοέμβριο του 1935 η παλιά σημαία του στρατού αντικαθίσταται από ειδική σημαία με τον αγκυλωτό σταυρό.Ταυτοχρόνως το ίδιο το κράτος και ο στρατός ναζιστικοποιούνται. Η διδασκαλία του εθνικοσοσιαλιστικού δόγματος εισάγεται στον στρατό, όπως και η ρήτρα της «αρίας φυλής». Στρατιώτες και αξιωματικοί πρέπει να χαιρετούν στρατιωτικά τους αρχηγούς του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος όταν φορούν στολή. Στρατιώτες και ναύτες φέρουν τον αγκυλωτό σταυρό στη στολή τους και τον Νοέμβριο του 1935 η παλιά σημαία του στρατού αντικαθίσταται από ειδική σημαία με τον αγκυλωτό σταυρό.
Ναζιστική εξουσία: δικτατορία του μεγάλου κεφαλαίου
Η κατάλυση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, η καταστροφή των πολιτικών και συνδικαλιστικών οργανώσεων της εργατικής τάξης, η τρομοκρατία της ναζιστικής εξουσίας εξασφάλισαν μια «ειρήνευση» των μαζών που δεν υπήρχε στη Γερμανία από την εποχή της βιομηχανικής επανάστασης τον δέκατο ένατο αιώνα. Ήταν το ιδανικό περιβάλλον για την άνθηση των Γερμανών καπιταλιστών.
Ο Χίτλερ, που τον ανέβασαν στην εξουσία οι μεγιστάνες της βιομηχανίας και οι τραπεζίτες, ήταν ξεκάθαρος στην ομιλία του στο Ράιχσταγκ τον Μάρτιο του 1933 επιβάλλοντας τη ναζιστική δικτατορία: «Είναι αρχή της κυβέρνησης όσον αφορά τη διαφύλαξη των οικονομικών συμφερόντων
του γερμανικού λαού: δεν θα ασκήσουμε κρατικοποιημένη και γραφειοκρατική οικονομία, θα ενθαρρύνουμε στο μέγιστο την ιδιωτική πρωτοβουλία και αναγνωρίζουμε τα δικαιώματα της ιδιοκτησίας.»
Καθησυχάζοντας τους βιομηχάνους, oι οποίοι παραπονιούνται για τη στάση εκείνων των στοιχείων των ναζιστικών οργανώσεων που είχαν πάρει στα σοβαρά την «αντιπλουτοκρατική» δημαγωγία του ναζισμού, ο Χίτλερ διευκρινίζει στις 6 Ιουλίου 1933 σε συγκέντρωση Reichsstatthalter (επιτρόπων του Ράιχ) και ηγετών των SA: «Είμαι αντίθετος στο να αντικαταστήσουμε καλούς ηγέτες της οικονομίας με εθνικοσοσιαλιστές που δεν καταλαβαίνουν τίποτα από οικονομικά προβλήματα.»44 Διάταγμα του υπουργού Εσωτερικών Φρικ στις 11 Ιουλίου 1933 υπογράμμιζε την αναγκαιότητα σεβασμού της κρατικής εξουσίας και προειδοποιούσε εναντίον της παρέμβασης ανεύθυνων στοιχείων στην οικονομία.
Από το 1933 και μετά τα κέρδη των βιομηχάνων αυξάνονται ταχέως.
Το παρακάτω διάγραμμα της εξέλιξης της απόδοσης του κεφαλαίου (της σχέσης μεταξύ των κερδών και του κεφαλαίου) στη γερμανική βιομηχανία την περίοδο 1925-1941 δείχνει πόσο ευνόησε το ναζιστικό καθεστώς το κεφάλαιο.
ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΑΠΟ TOOZE, ΣΕΛ. 109
Πηγή: Adam Τooze, The Wages of Destruction, σ. 109.
Αυτή η άνοδος των κερδών βοήθησε αρχικά τους βιομηχάνους να ξεπεράσουν τις ζημιές τις οποίες είχαν υποστεί λόγω της κρίσης και στη συνέχεια χρηματοδότησε μια «εξαιρετική άνθηση των επενδύσεων, τέτοια που δεν είχε γνωρίσει ποτέ στην ιστορία της η γερμανική βιομηχανία. (…) η γερμανική βιομηχανία συνέχισε να ασκεί εξουσία στο Τρίτο Ράιχ.»45
Η τάξη των καπιταλιστών διατηρεί την αυτονομία της υπό το ναζιστικό καθεστώς. Σύμφωνα με νόμο της 27ης Νοεμβρίου 1934 όλες οι επιχειρήσεις συγκεντρώνονται σε έξι εθνικές ομάδες (Reichsgruppen): βιομηχανία, βιοτεχνία, εμπόριο, τράπεζες, ασφαλιστικές εταιρείες, ενέργεια. Επικεφαλής των έξι ομάδων είναι πάντα ένας μεγάλος εργοδότης. Η διεύθυνση της Reichsgruppe Industrie ανατίθεται στον Κρουπ, κατόπιν στον Τένγκελμαν του κοντσέρν Flick, στη συνέχεια στον βιομήχανο Βίλχελμ Ζάνγκεν. Αναλαμβάνοντας αυτή τη θέση το 1938 ο Ζάνγκεν δηλώνει ενώπιον του υπουργού Φουνκ ότι «η αρχή της αυτονομίας της οικονομίας διατηρείται… γεγονός που διαφοροποιεί μια ιδιωτική οικονομία καθοδηγούμενη από το κράτος από μια κρατική οικονομία. Η οικονομία θα αναπτύξει ελεύθερα τη μεγαλύτερη πρωτοβουλία στο πλαίσιο των καθηκόντων που ορίζει το κράτος και όλο το έθνος θα έχει το μεγαλύτερο κέρδος.»46 Βέβαια όπου οικονομία και έθνος διάβαζε τάξη των καπιταλιστών.
Το 1932 το κράτος είχε στηρίξει την ισχυρή εταιρεία Gelsenkirchen, η οποία αντιμετώπιζε προβλήματα λόγω της κρίσης, αγοράζοντας μετοχές της αξίας 125 εκατομμυρίων Reichsmark, αποκτώντας έτσι τον έλεγχο των «Ενωμένων Χαλυβουργείων». Το χιτλερικό καθεστώς επιστρέφει το 1936 στα «Ενωμένα Χαλυβουργεία» το πακέτο των μετοχών που είχε στα χέρια του. Τον Μάρτιο του 1936 το κράτος δίνει την πλειοψηφία των μετοχών της ναυπηγικής εταιρείας Deutscher Schiff und Maschinenbau τις οποίες κατείχε σε ομάδα εμπόρων της Βρέμης, καθώς και μετοχές αξίας 8 εκατομμυρίων Reichsmark (σε σύνολο 10 εκατομμυρίων) της ναυτιλιακής εταιρείας Ηamburg Süd Amerika σε ένα κονσόρτσιουμ του Αμβούργου.
Το ίδιο συνέβη και στον τομέα των τραπεζών. Μετά το τραπεζικό κραχ το κράτος είχε αποκτήσει το 90% του κεφαλαίου της Dresdner Bank και της Danat (που είχαν συγχωνευτεί), το 70% του κεφαλαίου της Commerz- und Privatbank, το 35% της Deutsche Diskonto-Bank. Τον Δεκέμβριο του 1933 ο υπουργός Οικονομίας του Τρίτου Ράιχ ανακοινώνει ότι το κράτος προτίθεται να εγκαταλείψει τα σημαντικά μερίδια που κατέχει τα τελευταία δύο χρόνια στο κεφάλαιο ορισμένων πιστωτικών ιδρυμάτων. Τον Μάρτιο του 1937 η Deutsche Diskonto-Bank αναγγέλλει ότι έχει ανακτήσει από το κράτος το σύνολο των μετοχών της και έχει ξαναγίνει εξ ολοκλήρου ιδιωτική τράπεζα. Τον Αύγουστο του 1937 η Commerz- und Privatbank αναγγέλλει ότι το μεγαλύτερο μέρος του μετοχικού κεφαλαίου της έχει επανέλθει στα χέρια ιδιωτών και λίγο αργότερα η Dresdner Bank αναγγέλλει ότι ξανάγινε εξ ολοκλήρου ιδιωτική.
Το κεφάλαιο ορεγόταν από παλιά τις δημοτικές επιχειρήσεις. Την ημέρα διορισμού του στο υπουργείο Οικονομίας ο Σαχτ αναγγέλλει ότι θα επιταχύνει τη διάλυση των δημοτικών επιχειρήσεων. Νόμος της 13ης Δεκεμβρίου καταργεί τον νόμο του 1919 για την «κοινωνικοποίηση» της παραγωγής ενέργειας με στόχο η παραγωγή και η διανομή ενέργειας να περάσουν στα χέρια ιδιωτών.47
Το κράτος υποκαθιστά την ιδιωτική πρωτοβουλία μόνο στις περιπτώσεις δημιουργίας μη αποδοτικών επιχειρήσεων. Δίνει σε αυτές τις επιχειρήσεις, όπως και στην περίπτωση ανάλογων επιχειρήσεων στην Ιταλία, τη μορφή εταιρειών μικτής οικονομίας: το κράτος εγγυάται ένα ορισμένο μέρισμα στο επενδυμένο κεφάλαιο και το ίδιο επωμίζεται όλα τα ρίσκα. Με αυτόν τον τρόπο συγκροτούνται οι Hermann Goering Reichswerke fur Erzbergbau und Eisenhütten για την εκμετάλλευση σιδηρομεταλλευμάτων χαμηλής απόδοσης. Το εθνικοσοσιαλιστικό κράτος και οι ιδιώτες βιομήχανοι και τραπεζίτες διαχειρίζονται από κοινού αυτές τις ανώνυμες εταιρείες. Ας πάρουμε το παράδειγμα της σύνθεσης του συμβουλίου της μεγάλης εταιρείας Rheinmetall-Börsig που ενσωματώνεται στα Goering-Werke: ο Μ. Μ. Μπέρσιγκ, ο Καρλ Μπος (της IG Farben), ένας εκπρόσωπος της Deutsche Bank και ένας εκπρόσωπος της Dresner Bank, ένας εκπρόσωπος της παλιάς αριστοκρατίας, δύο εκπρόσωποι του κράτους, ένας εκπρόσωπος του στρατού, δύο εκπρόσωποι των Goering-Werke και ένας εκπρόσωπος του Reichskreditgesellschaft, ημιδημόσιου πιστωτικού ιδρύματος.
Ο νόμος του 1934 που περιορίζει σε 6% του κεφαλαίου τα μερίσματα που διανέμονται στους μετόχους ευνοεί την επανεπένδυση των κερδών στην επιχείρηση, δηλαδή την αυτοχρηματοδότηση. Το ποσό των κερδών που δεν διανεμήθηκαν στους μετόχους από 175 εκατομμύρια το 1932 ανέρχεται σε 5 δισεκατομμύρια μάρκα το 1938.48 Έτσι περισσότερα κεφάλαια από τις τράπεζες και τα ταμιευτήρια είναι διαθέσιμα για χρήση από το κράτος. Εδώ ας σημειώσουμε ότι το κράτος στη ναζιστική Γερμανία δανείζεται από τις τράπεζες με υψηλότερα επιτόκια απ’ ό,τι ισχύει για τον κρατικό δανεισμό άλλων ιμπεριαλιστικών χωρών εκείνη την εποχή.
Τα κεφάλαια που χρησιμοποιεί το κράτος τόσο για μεγάλα δημόσια έργα όσο και για την προετοιμασία της Γερμανίας για τον πόλεμο δίνουν τεράστια ώθηση στην ανάπτυξη της γερμανικής βιομηχανίας.
Συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου
Η οργάνωση της ναζιστικής οικονομίας επιταχύνει τη συγκέντρωση και τη συγκεντροποίηση του κεφαλαίου.
Από το 1933 έως το 1937 ο αριθμός των επιχειρήσεων μειώνεται κατά 9%, αλλά το μέσο κεφάλαιο των ανώνυμων εταιρειών ανέρχεται από 2,3 εκατομμύρια το 1933, σε 3,8 εκατομμύρια το 1939 και σε 5,5 εκατομμύρια το 1943. Το 1939 εκατόν ενενήντα πέντε εταιρείες έχουν μετοχικό κεφάλαιο 20 και άνω εκατομμυρίων μάρκων (έναντι 174 το 1933) και αντιπροσωπεύουν σχεδόν το 58% του συνόλου του μετοχικού κεφαλαίου του Τρίτου Ράιχ. Από το 1933 έως το 1939 ο αριθμός των επιχειρήσεων που απασχολούν πάνω από 50 εργαζομένους διπλασιάζεται. Οι επιχειρήσεις με πάνω από 50 εργαζομένους απασχολούσαν το 47% του εργατικού δυναμικού το 1925, το 1939 απασχολούσαν το 80% του εργατικού δυναμικού.
Nόμος του 1937 για τις ανώνυμες εταιρείες επιβάλλει ελάχιστο κεφάλαιο 500.000 μάρκων για κάθε νέα εταιρεία. Οι μικρές ανώνυμες εταιρείες (με κεφάλαιο κάτω των 100.000 μάρκων) τείνουν να εξαφανιστούν. Ο αριθμός τους μειώνεται από 2.720 το 1933 σε 328 το 1942. Την ίδια περίοδο ο αριθμός των εταιρειών με κεφάλαιο μεταξύ 100.000 και 500.000 μάρκων μειώνεται από 3.340 σε 1.515.
Ενώ οι μισθοί παγώνουν, οι τιμές ανεβαίνουν. Διάταγμα της 26ης Νοεμβρίου 1936 παγώνει τις τιμές, αλλά στην πράξη η αύξησή τους συνεχίζεται. Όμως οι τιμές χοντρικής πώλησης καθορίζονται στη βάση συζήτησης με το καρτέλ του κλάδου. Περιορίζεται κυρίως το κέρδος των μικρεμπόρων, των βιοτεχνών, του μικρού επιχειρηματία.49
Παρά τη δημαγωγία των ναζιστών πριν από την άνοδό τους στην εξουσία κατά των μεγάλων πολυκαταστημάτων (Karstadt, Tietz), το ναζιστικό καθεστώς όχι μόνο δεν παίρνει κανένα μέτρο εναντίον τους, αλλά αντίθετα τα ενισχύει με εκατομμύρια. Oι μικρέμποροι συντρίβονται ανάμεσα στην άνοδο των τιμών χοντρικής πώλησης και το μπλοκάρισμα των τιμών λιανικής πώλησης μη αντέχοντας τον ανταγωνισμό των μεγάλων πολυκαταστημάτων. Χιλιάδες μικρά καταστήματα κλείνουν.
Αντεπαναστατικό κίνημα των μικροαστικών στρωμάτων, τα οποία συσπειρώνει στη βάση μιας αντιπλουτοκρατικής δημαγωγίας και της εχθρότητας εναντίον της εργατικής τάξης, ο ναζισμός στην εξουσία, όπως και ο φασισμός στην Ιταλία, ασκεί μια πολιτική που ενισχύει το μεγάλο κεφάλαιο εις βάρος των πιο αδυνάμων επιχειρηματιών και των μικροαστικών στρωμάτων.
NSBO, Γερμανικό Εργατικό Μέτωπο και εργοδοσία
Ο Σαρλ Μπετελέμ σημειώνει στο έργο του L’ économie allemande sous le nazisme (H γερμανική οικονομία υπό τον ναζισμό): «Το γεγονός ότι μια περίοδος οικονομικής ανάκαμψης, επέκτασης της απασχόλησης, ανόδου του κόστους ζωής και αύξησης των κερδών δεν συνοδεύτηκε από καμιά άνοδο των μισθών είναι μοναδικό φαινόμενο στην ιστορία της μισθωτής εργασίας. Αυτό το γεγονός κατέστη εφικτό μετά τη διάλυση των εργατικών οργανώσεων.»
Πράγματι το ναζιστικό καθεστώς καταστρέφοντας τις εργατικές οργανώσεις και επιβάλλοντας την τρομοκρατία του παραδίδει τους εργαζομένους δεμένους χειροπόδαρα στο κεφάλαιο.
Και οι ναζιστικές οργανώσεις για τον έλεγχο της εργατικής τάξης υφίστανται εκκαθάριση από τα πληβειακά στοιχεία που έχουν πάρει στα σοβαρά τη φασιστική δημαγωγία. Το 1928 ο Ράινχολντ Μούσοβ, ναζιστής εργατικής προέλευσης, είχε ιδρύσει την Οργάνωση Εθνικοσοσιαλιστικών Επιχειρησιακών Πυρήνων (ΝSBO). Η επιτυχία τους, όσο υπάρχουν εργατικά συνδικάτα, είναι πολύ περιορισμένη. Ακόμη και τον Μάρτιο του 1933 με τον Χίτλερ στην εξουσία κερδίζουν μόλις το 3% σε εκλογές για εργοστασιακά συμβούλια.
Την επαύριον της Πρωτομαγιάς του 1933 οι εθνικοί ηγέτες της συνδικαλιστικής συνομοσπονδίας ADGB συλλαμβάνονται. Ομάδες των SA σε όλη τη Γερμανία επιτίθενται στα γραφεία των συνδικάτων, βασανίζουν και σκοτώνουν συνδικαλιστές.
Η περιουσία των συνδικάτων μεταβιβάζεται στο Γερμανικό Εργατικό Μέτωπο (DAF), που ιδρύεται στις 10 Μαΐου υπό την ηγεσία του Λέυ. Στις 16 Μαΐου καταργείται το δικαίωμα της απεργίας και στις 19 Μαΐου το δικαίωμα των συλλογικών συμβάσεων. Το Γερμανικό Εργατικό Μέτωπο επιφορτίζεται με την «πλύση εγκεφάλου» και τον αστυνομικό έλεγχο των εργατών.
Προς μεγάλη απογοήτευσή της δεν είναι η ΝSBO που διαδέχεται τα εργατικά συνδικάτα αλλά το Γερμανικό Εργατικό Μέτωπο. Τα μέλη της ΝSBO δεν έχουν κανένα ιδιαίτερο προνόμιο έναντι των άλλων μελών του Γερμανικού Εργατικού Μετώπου. Επιπλέον η ΝSBO χάνει την οικονομική αυτονομία της και ο προϋπολογισμός της υπάγεται στο ταμείο του Γερμανικού Εργατικού Μετώπου.
Οι εργοδότες αντιδρούν στην όποια παρέμβαση της ΝSBO στις υποθέσεις τους. Στις 22 και στις 25 Ιουνίου 1934 απαγορεύεται στην ΝSBO να συγκεντρώνει συνδρομές και να οργανώνει δημόσιες συγκεντρώσεις. Η νύχτα των μεγάλων μαχαιριών στις 30 Ιουνίου 1934 δεν σηματοδοτεί μόνο την οριστική ήττα των Ταγμάτων Εφόδου αλλά και της ΝSBO, της οποίας ο εθνικός ηγέτης εκτελείται.
Οι εργοδότες δεν ανέχονται καμιά δημαγωγία από την πλευρά του Γερμανικού Εργατικού Μετώπου. Τον Ιούλιο του 1934 ορισμένοι μεγιστάνες της βιομηχανίας ζητούν από τον Χίτλερ να αποπέμψει τον Λέυ, «του οποίου η δημαγωγική ζύμωση συνεχίζει να αναστατώνει την οικονομία». Τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου ξεσπά σύγκρουση ανάμεσα στον Σαχτ και τον Λέυ. Ο Σαχτ δεν κρύβει την εχθρότητά του για «τις σοσιαλίζουσες τάσεις του Εργατικού Μετώπου». Το Γερμανικό Εργατικό Μέτωπο στερείται την καθημερινή εφημερίδα του Der Deutsche. To συνέδριο του Γερμανικού Εργατικού Μετώπου στη Λειψία (26-30 Μαρτίου 1935) είναι η οριστική ταφόπλακα της όποιας πληβειακής φασιστικής δημαγωγίας. Ο Σαχτ αναγγέλλει στο συνέδριο ότι στο εξής το Γερμανικό Εργατικό Μέτωπο θα είναι υπό τον άμεσο έλεγχο της εργοδοσίας: «Ένας εργοδότης θα οριστεί ως αναπληρωτής του ηγέτη κάθε οργάνου του Εργατικού Μετώπου.» Το Εργατικό Μέτωπο δεν θα μπορεί να ασκεί καμιά εποπτεία στην επιχείρηση χωρίς τη συναίνεση της εργοδοσίας.50
Η τάξη των καπιταλιστών έχει τον τελευταίο λόγο, για να επιβεβαιωθεί για μια ακόμη φορά ότι κανένα πολιτικό καθεστώς δεν μπορεί να κυβερνά χωρίς τη στήριξη της τάξης η οποία κατέχει την οικονομική εξουσία. Η ναζιστική δικτατορία ήταν δικτατορία των αφεντικών.
O νόμος για την οργάνωση της εθνικής εργασίας του 1934
«Ο Χίτλερ είναι διάσημος για το ότι είπε πως δεν υπήρχε καμιά ανάγκη να εθνικοποιήσει τις γερμανικές επιχειρήσεις, αν μπορούσε να εθνικοποιηθεί ο ίδιος ο πληθυσμός.»51
Η ανάλυση του νόμου για την οργάνωση της εθνικής εργασίας (Αrbeitsordnungsgesetz ή AOG) φωτίζει τι σήμαινε η «εθνικοποίηση» του πληθυσμού υπό το ναζιστικό καθεστώς. Αυτός ο νόμος, που υιοθετείται τον Ιανουάριο του 1934, ήταν από τα πλέον αυστηρά νομοθετήματα του καθεστώτος και έφερε τη σφραγίδα της ναζιστικής ιδεολογίας.
Με βάση τον νόμο το κεντρικό στοιχείο της νέας τάξης πραγμάτων είναι η Βetriebsgemeinschaft (εργοστασιακή κοινότητα). Επικεφαλής του εργατικού δυναμικού είναι ο Betriebsführer (ο Φύρερ του εργοστασίου). Οι εργάτες, που αποκαλούνται Gefolgschaft (ακόλουθοι) είναι υποχρεωμένοι να ορκίζονται «πίστη και υπακοή» στον Betriebsführer, ο οποίος «λαμβάνει αποφάσεις για λογαριασμό των ακολούθων για όλες τις υποθέσεις του εργοστασίου». Το έργο του Betriebsführer στηρίζει ένα Vertrauensrat (συμβούλιο εμπιστοσύνης), του οποίου καθήκον είναι να «βαθαίνει την αμοιβαία εμπιστοσύνη εντός της εργοστασιακής κοινότητας». Αυτό το συμβούλιο «εκλέγεται» στη βάση ενός καταλόγου τον οποίο συντάσσει ο ηγέτης του εργοστασίου μαζί με τον εκπρόσωπο του Γερμανικού Εργατικού Μετώπου. Το συμβούλιο δεν έχει καμιά αρμοδιότητα όταν απουσιάζει ο ηγέτης του εργοστασίου, δηλαδή ο νόμος του απαγορεύει να δρα ως εκπρόσωπος των εργατών. Από τον νόμο απουσιάζει σχεδόν κάθε αναφορά στο Γερμανικό Εργατικό Μέτωπο.52
Αυτή η έμφαση του νόμου στον Betriebsführer εναρμονιζόταν με την έννοια της Unternehmertum (επιχειρηματική ηγεσία) που κατά τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης είχε γίνει της μόδας στους επιχειρηματικούς κύκλους ενάντια στη δύναμη των συνδικάτων, την εργατική νομοθεσία και τις θεσμοθετημένες κοινωνικές κατακτήσεις.
Όλη την περίοδο από το ξέσπασμα της κρίσης έως την άνοδο των ναζιστών στην εξουσία οι ενώσεις των βιομηχάνων διεξάγουν πάλη εναντίον του συστήματος των συλλογικών διαπραγματεύσεων και των κατά βιομηχανικό κλάδο συλλογικών συμβάσεων. Αιχμή του δόρατος αυτής της επίθεσης είναι η απαίτηση για επιστροφή στον καθορισμό των μισθών στο επίπεδο της επιχείρησης.
Ο νόμος για την οργάνωση της εθνικής εργασίας, δίνοντας έμφαση στο ατομικό εργοστάσιο, ανταποκρίνεται σε αυτή την απαίτηση όλων των κλάδων της γερμανικής οικονομίας και αυτή την πλευρά της νέας ρύθμισης τονίζει ο υπουργός Οικονομικών του Ράιχ, Σμιτ, παρουσιάζοντας τον νόμο στην κυβέρνηση.
Το καθεστώς είχε παγώσει τους μισθούς και τα ημερομίσθια στο επίπεδο που ήταν το καλοκαίρι του 1933, επίπεδα πολύ κατώτερα από εκείνα του 1929. Ο νόμος για την οργάνωση της εθνικής εργασίας επέτρεπε στους καπιταλιστές να καθορίζουν στο επίπεδο της επιχείρησής τους όλη τη δομή των μισθών στη βάση των ήδη χαμηλών κατώτερων μισθών. Επιπλέον διάταγμα του Οκτωβρίου 1935 εξουσιοδοτούσε τους Επιτρόπους Εργασίας να μειώνουν ακόμη και τους κατώτερους μισθούς σε ειδικές συνθήκες. Ο θεσμός των Επιτρόπων Εργασίας (Τreuhänder der Arbeit) είχε καθιερωθεί με νόμο της 29ης Μαΐου 1933. Οι Επίτροποι Εργασίας ήταν κρατικοί υπάλληλοι υπό το υπουργείο Εργασίας και το καθήκον τους ήταν να διατηρούν την «εργασιακή ειρήνη» στους χώρους εργασίας. Στις περιπτώσεις παραβίασης από τους εργαζομένους αυτής της «ειρήνης», αυτό ήταν αρμοδιότητα της Γκεστάπο, των φυλακών, των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Οι Επίτροποι Εργασίας έπρεπε να παρεμβαίνουν όσο το δυνατόν λιγότερο στις εσωτερικές υποθέσεις της βιομηχανικής κοινότητας, ενώ το Γερμανικό Εργατικό Μέτωπο δεν μπορούσε να παρεμβαίνει καθόλου.
Στόχος του νόμου για την οργάνωση της εθνικής εργασίας ήταν να υποτάξει την εργατική τάξη σε πλήρη ανημποριά και να δώσει στην ηγεσία της επιχείρησης τη μεγαλύτερη δυνατή αυτονομία για τον καθορισμό των εργασιακών συνθηκών και των μισθών στην επιχείρησή της. Υπέτασσε τους εξατομικευμένους εργάτες στην απόλυτη εξουσία του εργοδότη, εξουσία την οποία στήριζε η πανταχού παρούσα τρομοκρατία του ναζιστικού καθεστώτος.
Ο Μάνσφελντ, από τους κύριους συντάκτες του νόμου για την οργάνωση της εθνικής εργασίας, σχολιάζοντας τον νόμο το 1941 έγραφε:
«… Η σχέση πίστης [Τreueverhältnis] ανάμεσα στον ηγέτη και στους ακολούθους… είναι το θεμέλιο της κοινής δραστηριότητάς τους. (…) Όμως η συμβατική σχέση με αμοιβαία και αλληλεξαρτώμενα δικαιώματα και καθήκοντα έχει εξαλειφθεί από τη σχέση ανάμεσα στον επιχειρηματία και στους ακολούθους του.»53
Το ιστορικό του Βέρνερ Μάνσφελντ και του στενού συνεργάτη του, Βόλφγκανγκ Πολ, είναι χαρακτηριστικό. Ο Μάνσφελντ υπήρξε μέλος των Freikorps, ήταν σύμβουλος της εργοδοτικής Ένωσης Ανθρακωρυχείων στο Έσσεν από το 1924 έως το 1933. Ειδικευόταν στο εργατικό δίκαιο και εκπροσωπούσε την Ένωση στις διαπραγματεύσεις με τα συνδικάτα. Ήταν διευθυντικό στέλεχος του υπουργείου Εργασίας από το 1933 έως το 1942. Ο Βόλφγκανγκ Πολ ήταν επίσης στέλεχος στο υπουργείο Εργασίας από τον Ιούλιο του 1933. Στο παρελθόν είχε εργαστεί στο τμήμα κοινωνικής πολιτικής της εταιρείας ΑEG και ως συντάκτης στην εφημερίδα Deutsche Allgemeine Zeitung.
Μέχρι το τέλος του ναζιστικού καθεστώτος η κύρια πηγή ανησυχίας για τους κατόχους της εξουσίας, η μόνη απειλητική για το καθεστώς συλλογικότητα θεωρούνταν η εργατική τάξη, η οποία αντιμετωπιζόταν και αναλόγως.
Το 1945 μετά την ήττα της ναζιστικής Γερμανίας μιλώντας σε θέατρο του Μονάχου ο Γερμανός λογοτέχνης Ερνστ Βήχερτ, ο οποίος είχε πληρώσει την αντίστασή του στον ναζισμό με τον εγκλεισμό του στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Μπούχενβαλτ, αναφερόμενος στο ότι εκείνοι που μαρτύρησαν για την αντίστασή τους στο ναζιστικό καθεστώς προέρχονταν κυρίως από τις γραμμές της εργατικής τάξης, έλεγε: «Για πολλές δεκαετίες ο Γερμανός εργάτης υπέστη πολυάριθμες ταπεινώσεις, την πείνα και τα βάσανα, αλλά ποτέ δεν σήκωσε ένα τόσο βαρύ φορτίο όσο αυτά τα δώδεκα χρόνια. Ποτέ δεν σήκωσε τέτοιο φορτίο με όλο και πιο ένδοξο τρόπο και κανένα χέρι από κάποιο σκοτεινό ή φωτεινό μέλλον δεν θα μπορέσει να σβήσει από το μέτωπο του Γερμανού εργάτη αυτή την αιώνια λάμψη.»54
Σημειώσεις
1. Ε. Νolte, Between Myth and Revisionism, στο Η. W. Koch (επιμ.), Aspects of the Third Reich, St. Martins, 1985, σσ. 17-38.
2. Στο Λέον Τρότσκι, Γερμανία: ο φασισμός και το εργατικό κίνημα, Πρωτοποριακή Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 1978, σ. 12.
3. Λέον Τρότσκι, Τι είναι ο εθνικοσοσιαλισμός;, στο Λέον Τρότσκι, όπ.π., σ. 90.
4. Λέον Τρότσκι, Η στροφή της Κομμουνιστικής Διεθνούς και η κατάσταση στη Γερμανία, στο Λέον Τρότσκι, όπ.π., σσ. 12-13.
5. Στάνλεϊ Πέιν, Η ιστορία του φασισμού, μετάφραση, Κώστας Γεώρμας, εκδ. Φιλίστωρ, Αθήνα, 1995, σ. 157.
6. Στάνλει Πέιν, όπ.π., σ. 164.
7. Andrew Hale, Μussolini’s Supporters, στο The Observer supplement, Μάιος 1972.
8. Ε. Ludwig, Entretiens avec Mussolini, Παρίσι, 1932, παρατίθεται στο Daniel Guérin, Fascisme et grand capital, εκδόσεις Μaspero, Παρίσι, 1971, σ. 139.
9. Παρατίθεται στο Daniel Guérin, όπ.π., σ. 141.
10. Στάνλει Πέιν, όπ.π., σσ. 176, 179.
11. Παρατίθεται στο Daniel Guérin, όπ.π., σ. 171.
12. Παρατίθεται στο Daniel Guérin, όπ.π., σ. 173.
13. Corriere della sera, 29 Μαρτίου 1932, Lavoro Fascista, 25 Ιουλίου 1936, παρατίθενται στο Daniel Guérin, όπ.π., σ. 185.
14. Α. Rocco, La Nouova Disciplina, παρατίθεται στο Daniel Guérin, όπ.π., σ. 190.
15. Daniel Guérin, όπ.π., σ. 35.
16. Ian Kershaw, Xίτλερ 1889-1936, Ύβρις, μετάφραση Στέφανος Ροζάνης, εκδόσεις Scripta, Αθήνα, 2000, σ. 379.
17. Ian Kershaw, όπ.π., σ. 378.
18. Ian Kershaw, όπ.π., σ. 403.
19. Gilbert Badia, Histoire de l’Allemagne contemporaine, Éditions Sociales, Παρίσι, 1964, τ. 1, σ. 285.
20. Οtto Dietrich, Mit Hitler in die Macht, παρατίθεται στο Gilbert Badia, όπ.π., τ. 1, σ. 317. Ο Οtto Dietrich ήταν υπεύθυνος τύπου του Χίτλερ.
21. Gilbert Badia, όπ.π., τ. 1, σ. 317.
22. Παρατίθενται στο Gilbert Badia, όπ.π., τ. 1, σ. 295.
23. Παρατίθενται στο Gilbert Badia, όπ.π., τ. 1, σ. 298.
24. Παρατίθενται στο Gilbert Badia, όπ.π., τ. 1, σ. 318.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου