Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2014

Για την Ουκρανική εξέγερση και τα πραγματικά διλήμματα


Εδώ και τρεις μήνες πλέον οι πλατείες του Κιέβου γεμίζουν με διαδηλωτές διαφόρων πεποιθήσεων (κυρίως όμως φιλελεύθερους ευρωπαϊστές και φανατικούς ακροδεξιούς) οι οποίοι, με σκοπό να εκφράσουν την δυσαρέσκειά τους στην απόφαση της κυβέρνησης Γιανουκόβιτς να παγώσει τις διαδικασίες για εμπορική σύνδεση με την Ευρωπαϊκή Ένωση και να μην υπογράψει την ιστορική συμφωνία στρέφοντας το βλέμμα της προς τη Ρωσία, ξεχύθηκαν στους δρόμους. Η κλιμάκωση των ταραχών και η γενίκευση των συγκρούσεων με τις δυνάμεις καταστολής είχε ως αποτέλεσμα ο αριθμός των νεκρών να ξεπεράσει τους 50. Όπως
όμως όλα δείχνουν οι κινητοποιήσεις έχουν πλέον για τα καλά παραδοθεί στο έλεος παραστρατιωτικών φασιστικών ομάδων, κάτι που άλλωστε ήταν εμφανές και από την αρχή. Αντίθετα με την περίπτωση της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης όπου μόλις πριν από μερικές ημέρες ένα ποτάμι οργής (εργαζόμενων, φοιτητών και διαφόρων άλλων κοινωνικών ομάδων) καταδίκασε τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές, φτάνοντας μέχρι και στο σημείο να πυρπολήσει κυβερνητικά κτήρια σε διάφορες πόλεις της χώρας – και ως απάντηση στον ξεσηκωμό η πολιτική ηγεσία της χώρας απειλεί με αιματοκύλισμα δηλώνοντας έτοιμη να ζητήσει στρατιωτικές ενισχύσεις από την Ευρωπαϊκή Ένωση με στόχο την καταστολή των εξεγέρσεων – αντίθετα και πάλι με τις μεγάλες διαδηλώσεις στην Ελλάδα (2011-2012) που αντιμετωπίστηκαν με χλευασμό, ειρωνικά, υποτιμητικά και ρατσιστικά σχόλια για ολόκληρο τον ελληνικό λαό από τις Ευρωπαϊκές δημοσιογραφικές ελίτ, στην περίπτωση της Ουκρανίας η στάση των Ευρωπαίων ηγετών είναι ήπια έως θετική. Κανείς πλέον δεν κάνει λόγο για «βάνδαλους που καταστρέφουν δημόσια κτίρια» ή για «τεμπέληδες που αντί να αναλάβουν την ευθύνη για την κατάσταση στην οποία βρίσκονται και να επιστρέψουν στις δουλειές τους απεργούν και διαδηλώνουν». Τί και αν ομάδες νεοναζί έχουν φτάσει στο σημείο ενεργά να απειλούν με κατάληψη της εξουσίας, ο ΟΗΕ και οι δημόσιοι οργανισμοί ξαφνικά σιωπούν ενώ οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων – όπως για παράδειγμα η Διεθνής Αμνηστία – προσφεύγουν και πάλι το παιχνίδι της ακατάσχετης φλυαρίας καλώντας την κυβέρνηση της Ουκρανίας να επιδείξει σεβασμό στους διαδηλωτές, μην παίρνοντας ιδιαίτερα στα σοβαρά την ύπαρξη ένοπλων παραστρατιωτικών φασιστικών ομάδων επανδρωμένων με χούλιγκανς, λούμπεν στοιχεία και ποινικούς εγκληματίες (τον λεγόμενο «Δεξιό Τομέα») που πλέον ελέγχουν το μεγαλύτερο κομμάτι των διαδηλώσεων.

Το βασικό ερώτημα που τίθεται εδώ είναι το εξής: πώς η ακροδεξιά απέκτησε βήμα, καταφέρνοντας όχι μόνο να ηγηθεί (σχεδόν) των διαδηλώσεων αλλά και να καταστεί κυρίαρχη δύναμη στα γεγονότα; Κάποιοι/ες θα καταφύγουν στη γνωστή συνωμοσιολογία λέγοντας ότι οι διαδηλώσεις αυτές ήταν υποκινούμενες και σχεδιασμένες από την ΕΕ και τις ΗΠΑ ή ότι χρηματοδοτούνται από ιμπεριαλιστικά σκοτεινά κέντρα εξουσίας. Παρά του ότι κανείς/μια δεν μπορεί με βεβαιότητα να αποδείξει κάτι τέτοιο – ούτε φυσικά και το αντίθετο – η εμμονή στις αστυνομικού τύπου προσεγγίσεις της εν γένει πραγματικότητας επισκιάζουν μια πολύ σημαντική πτυχή στα γεγονότα, τους ιστορικο-πολιτικούς παράγοντες που διαμόρφωσαν το σύγχρονο πολιτικο-κοινωνικό γίγνεσθαι της χώρας, όπως η άνθηση ακραίων αντιδραστικών συμμοριών στην ευρύτερη περιοχή της Ουκρανίας κατά τη διάρκεια της προ-επαναστατικής περιόδου – στην ουσία επρόκειτο για λούμπεν στοιχεία που επάνδρωναν δολοφονικές ομάδες κρούσης – που κινητοποίησαν μαζικά πογκρόμ εναντίον του εγχώριου Εβραϊκού πληθυσμού, με αποκορύφωμα τα γνωστά Πογκρόμ της Οδησσού επί σειρά ετών, 1821, 1859, 1871, 1881, 1886, και 1905. Πρόκειται για ορόσημο στην ιστορία του Ευρωπαϊκού αντισημιτισμού, όπου και σημαντικό ρόλο έπαιξαν και Έλληνες Χριστιανοί φονταμενταλιστές της διασποράς. Εκατοντάδες Εβραίοι κυνηγήθηκαν, σφαγιάστηκαν από τον όχλο είτε εκτοπίστηκαν (Weinberg 1992: Cesarani 2002, σ.168: Ψαρράς 2013, 74-114). Αυτός ο ιδιαίτερα έντονος – και βαθιά ριζωμένος – αντισημιτισμός των Ουκρανών εξτρεμιστών είχε προ πολλού κινήσει και το ενδιαφέρον του Χίτλερ ο οποίος ήδη στο βιβλίο του «Ο αγώνας μου» θεωρούσε την Ουκρανία ως περιοχή «ζωτικής σημασίας» για τους Γερμανούς. Μια από τις ηγετικές φυσιογνωμίες του Ουκρανικού αντισημιτισμού υπήρξε και ο Στεπάν Μπαντέρα που κατά τη διάρκεια της εισβολής στην ΕΣΣΔ ασπάστηκε τον εθνικοσοσιαλισμό συμμαχώντας με τον στρατό του Χίτλερ. Οι ομάδες του Στεπάν είχε ειδικευτεί στην εξόντωση Εβραίων, Πολωνών και άλλων μειονοτήτων (τσιγγάνων, Τουρκο-ρώσσων και μουσουλμάνων). Λίγα χρόνια πριν την εισβολή όμως των Γερμανών η Ουκρανία βρίσκεται αντιμέτωπη με έναν από τους χειρότερους λιμούς που γνώρισε ποτέ. Πρόκειται για τη γνωστή γενοκτονία του Holodomor που ούτε λίγο ούτε πολύ αποδίδεται στις οικονομικές πολιτικές του Στάλιν οι οποίες οδήγησαν στον θάνατο εκατομμύρια πολίτες, πράγμα που αναζωπύρωσε τον Ουκρανικό αντικομουνιστικό αντισημιτισμό με βάση τον οποίο οι πολιτικές της ηγεσίας του Στάλιν επιβεβαίωναν τις υποψίες περί συνωμοσίας μεταξύ Εβραίων και κομμουνιστών με στόχο τον αφανισμό των εθνών και την πλήρη υποταγή της ανθρωπότητας.

Με τη διάλυση της ΕΣΣΔ και την πτώση των κομμουνιστικών καθεστώτων (ακόμα και στις χώρες-δορυφόρους) η παραδοσιακή αντισημιτική και πρώην «καταπιεσμένη» (από τον κομμουνισμό) ακροδεξιά επιστρέψει δριμύτερη, επιθετικότερη και πάνω απ’ όλα θυματοποιημένη. Στην Ουκρανία όμως αποκτά ένα ακόμη χαρακτηριστικό: δεν είναι μονάχα ο αντικομουνισμός και ο κατάφωρος αντισημιτισμός των Ουκρανών φασιστών που καταφέρνουν να κινητοποιούν τον όχλο αλλά και ο έντονος αντί-Ρωσισμός τους, δεδομένου ότι συγχέουν την τραγωδία του Holodomor με την πολιτική ηγεμονία της Ρωσίας, ως κυρίαρχη δύναμη στο σύμπλεγμα της ΕΣΣΔ[1] και, ως εκ τούτου, υπεύθυνη για τους εκατομμύρια θανάτους [2]. Έτσι η Ουκρανική ακροδεξιά δεν θα έχανε την ευκαιρία να αντιδράσει στην απόφαση της διεφθαρμένης κυβέρνησης Γιανουκόβιτς να στραφεί προς την Ρωσία – την οποία θεωρεί πηγή κάθε κακού – μια αντίδραση που βρήκε σύμφωνους όμως και τους ευρωπαϊστές φιλελεύθερους που βλέπουν την ένταξη της χώρας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα ως μοναδική λύση για την απαγκίστρωσή της από τις συντηρητικές πολιτικές του Ρώσου προέδρου, Βλαντιμίρ Πούτιν[3]. Παρά της δεδομένης ευρωσκεπτικιστικής τάσης των ακροδεξιών στην Ευρώπη (οι πιο ήπιοι, με μπροστάρη τον θλιβερό Βρετανό τσαρλατάνο Nigel Farage, θεωρούν την Ε.Ε. ως μια αναδυόμενη κομμουνιστική δεσποτική υπερδύναμη που οι λαοί πρέπει να αντιπαλέψουν ενώ οι πιο ακραίες εκφάνσεις της, όπως το Ουγγρικό Jobbik και η Χρυσή Αυγή, βλέπουν πίσω από τα Ευρωπαϊκά σύμβολα την υλοποίηση των υποτιθέμενων Εβραϊκών συνωμοσιών εναντίον ολόκληρης της ανθρωπότητας), η Ουκρανική ακροδεξιά βρέθηκε μπροστά σε μεγάλο δίλημμα: τί ήταν πιο σημαντικό για αυτήν; Ο αντιευρωπαϊκός λόγος (δηλαδή ο αντικομουνισμός και ο αντισημιτισμός) ή το μίσος της για τους Ρώσους (στους οποίους χρεώνουν όχι μόνο το Σταλινικό μαρτύριο αλλά και την χρόνια αρνητική και καταπιεστική τους στάση απέναντι στο δικαίωμα της αυτοδιάθεσης των Ουκρανών); Παρομοίως η Ε.Ε. δυσκολεύεται να καταδικάσει τη βία των φασιστών, όχι μόνο γιατί φοβάται μην – στην προσπάθεια αυτήν – πάρει η μπάλα και τους ένθερμους διαδηλωτές που φωνάζουν υπέρ της, αλλά (και) πάνω απ’ όλα γιατί γνωρίζει πως η καταδίκη των νεοναζί εύκολα θα μπορούσε να μεταφραστεί ως χείρα βοηθείας προς τη Ρωσία, η οποία πάντοτε παρέμενε σιωπηλός εχθρός και ανταγωνιστής των Ευρωπαίων ηγετών.

Ποιό είναι το δίδαγμα λοιπόν αυτής της ιστορίας; Πού θα μπορούσε να εξελιχθεί ολόκληρη η κατάσταση αυτή αν όλες αυτές οι ένοπλες φασιστικές γκρούπες φτάσουν στο σημείο να καταλύσουν κάθε εξουσία; Δεν είναι υπερβολή να μιλάμε για άνοδο ενός νέου ολοκληρωτικού καθεστώτος στην αποσταθεροποιημένη Ουκρανία, ούτε βέβαια αν κάτι τέτοιο συμβεί θα πρόκειται για τυχαίο γεγονός (φυσικά με τεράστιες συνέπειες για την υπόλοιπη Ευρώπη, όπου ακροδεξιά αντιδραστικά κόμματα ποντάροντας στον δημαγωγικό λαϊκισμό και την συνωμοσιολογία κερδίζουν έδαφος κάθε μέρα όλο και περισσότερο). Τί θα μπορούσε να συνεπάγεται μια δικτατορική εκτροπή; Τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο από έναν πιθανό μαζικό σφαγιασμό πολιτικών αντιπάλων ή την εκδίωξη Εβραϊκών και μειονοτικών πληθυσμών. Συνεπώς, αν λοιπόν θα έπρεπε να προφυλαχθούν έστω και στο ελάχιστο τα ανθρώπινα δικαιώματα τότε ίσως το μοναδικό που απομένει είναι η συντριβή της εξέγερσης ακόμα και με τη βία των όπλων – πράγμα που δεν φαίνεται να επιθυμεί κανείς, πόσο μάλλον η Ε.Ε. Φυσικά, τίποτα δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι μια τόσο αφελής κίνηση θα λύτρωνε τη χώρα από τις δολοφονικές φασιστικές συμμορίες. Επιπλέον τέτοιου είδους ομάδες έχουν λαϊκό έρεισμα (όπως άλλωστε και φιλορώσος πρόεδρος Γιανουκόβιτς, ο οποίος δεν φαίνεται να εγκαταλείπει εύκολα το παιχνίδι), κάτι που επιβεβαιώνεται όχι μόνο από τα υψηλά ποσοστά της ακροδεξιάς ή το ιστορικό παρελθόν της Ουκρανίας, αλλά και (πάνω απ’ όλα) από το γεγονός ότι οι ίδιοι οι (μή ακροδεξιών πεποιθήσεων) διαδηλωτές δεν προέβησαν σε καμία ενέργεια απώθησης τέτοιων οργανώσεων από τους δρόμους και τα οδοφράγματα (και αν κάτι τέτοιο συνέβη ίσως πρόκειται περί μεμονωμένων περιστατικών). Συνεπώς, η βίαιη καταστολή των ταραχών όχι μόνο δεν αποτελεί λύση στο πρόβλημα αλλά απεναντίας δίνει έναυσμα για βιαιότερα ακροδεξιά μελλοντικά ξεσπάσματα όταν με την πρώτη ευκαιρία διαδηλωτές θα ξεχυθούν και πάλι στους δρόμους[4]. Στη συγκεκριμένη περίπτωση λοιπόν καμία κυβέρνηση και κανένας στρατός δεν θα μπορέσει να τερματίσει τον παροξυσμό των ναζιστικών ορδών, των οποίων οι πεποιθήσεις έχουν βαθιές γενεαλογικές ρίζες. Απεναντίας, στην περίπτωση αυτή μια εμφύλια σύρραξη θα φάνταζε αναπόφευκτη (με ότι αυτό συνεπάγεται).

Στην πραγματικότητα, ούτε η εκεχειρία μήτε οι δεσμεύσεις της κυβέρνησης για συνταγματικές αλλαγές και εκλογές θα μπορούσαν να στήσουν αναχώματα στο τυφλό μίσος των ένοπλων φασιστικών ομάδων που αργά η γρήγορα θα πλημμυρίσει και πάλι τους δρόμους και τις πλατείες. Αν και δεν μπορεί κανείς/μια να γνωρίζει τί τέλος θα έχει όλη αυτή η ιστορία, ακόμα και αν εκλάβουμε το χειρότερο σενάριο, οι Ουκρανοί να οδηγηθούν σε εμφύλιο πόλεμο ή σε μια δικτατορική εκτροπή στο άμεσο μέλλον, πάλι καμία δύναμη δεν φαίνεται ικανή να αποτρέψει κάτι τέτοιο. Όπως και να’ χει όμως ο μόνος ζημιωμένος απ’ όλη αυτήν την ιστορία θα είναι ο ίδιος ο Ουκρανικός λαός, για του οποίου την ευημερία δεν θα ενδιαφερθεί κανείς, ούτε οι Ευρωπαίοι ηγέτες (όπως περίτρανα μας έδειξαν με την περίπτωση της Ισπανίας, της Ελλάδας, της Ιταλίας και της Πορτογαλίας) ούτε οι Ρώσοι ολιγάρχες, πόσο μάλλον οι ακροδεξιοί δημαγωγοί και οι οπλισμένες φρουρές τους. Η λεγόμενη σλαβική αλληλεγγύη επίσης δεν είναι τίποτα περισσότερο από παραμύθι για μικρά παιδιά, πράγμα που έχει αποδειχθεί πολλές φορές στο παρελθόν – κυρίως μέσα από την τραγωδία στα Βαλκάνια με τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας ή όπως άλλωστε φανερώνει και η αντί-Ρωσική στάση των Πολωνών εθνικιστών. Μόνο η πραγματικά δημοκρατική κινητοποίηση των πολιτών μπορεί να φρενάρει όλη αυτήν την κατρακύλα, μόνο η σαφή ρήξη – με άλλα λόγια – με τις αξίες του εθνικιστικού παραλογισμού και η αναγέννηση νέων επαναστατικών συλλογικών προταγμάτων που θα εμπεριέχουν μέσα τους σπέρματα αυτονομίας (και συνεπώς θα δώσουν έναυσμα για περαιτέρω δημοκρατικές διεκδικήσεις). Κάτι τέτοιο όμως, όπως όλα δείχνουν, για την ώρα φαντάζει αδιανόητο στις περισσότερες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Μέχρι όμως που επαναστατικά προτάγματα θα αναγεννηθούν από τις στάχτες των ηττημένων κοινωνικών αγώνων του προηγούμενου αιώνα οι λύσεις για όλα αυτά τα τερατώδη προβλήματα θα εξακολουθούν να είναι προσωρινές και παιδαριώδεις.

[1] Ο πρόεδρος του «Δεξιού Τομέα» σε συνάντησή του με τον Αμερικανό γερουσιαστή (και πρώην υποψήφιου για την προεδρία της ΗΠΑ) Τζον Μακέιν Ολέγκ δήλωσε ότι «για την κακοδαιμονία της Ουκρανίας ο υπ’ αριθμόν ένα υπεύθυνος είναι η «ρωσοεβραϊκή μαφία»».

[2] Πολλοί ισχυρίζονται ότι το Holodomor ήταν το κατεξοχήν αποτέλεσμα του αρνητικού κλίματος που καλλιεργούσε ο Ρωσικός εθνικισμός – ο οποίος αναβίωσε με την ανάληψη της ηγεσίας του ΚΚΣΕ από τον Στάλιν, προωθούμενος κάτω από τον μανδύα ενός πανσλαβισμού (Arendt 1976) - αναφορικά με το Ουκρανικό Ζήτημα, προς το δικαίωμα δηλαδή των Ουκρανών να μην ταυτίζονται με το Ρωσικό στοιχείο. Δεν είναι παράλογο να ισχυριστεί κανείς/μια ότι ο Στάλιν έβλεπε την Ουκρανία ως εχθρό του, φοβούμενος κατά πάσα πιθανότητα α) την ύπαρξη αποσχιστικών κινημάτων που θα προκαλούσαν ντόμινο και σε άλλες περιοχές υπό την επήρεια της κυβέρνησής του, θέτοντας έτσι σε κίνδυνο την ενότητα των Σοβιετικών χωρών (στην ουσία την Ρωσική ηγεμονία), και β) τις έντονες και ακραίες φιλοτσαρικές και αντικομμουνιστικές τάσεις που για χρόνια επιβίωναν και θα μπορούσαν ανά πάσα στιγμή να προσφέρουν βοήθεια σε μια πιθανή αντισοβιετική φιλογερμανική ναζιστική έκρηξη εντός της Ουκρανίας. Έπειτα, οι Ουκρανοί αναρχικοί ήταν οι πρώτοι που με οργανωμένο τρόπο αντιστάθηκαν στην μπολσεβίκικη καταπίεση (όπως φυσικά και στην κτηνωδία των Τσαρικών δολοφόνων) κατά τη διάρκεια του Ρωσικού εμφυλίου. Όλα αυτά σίγουρα προκαλούσαν έντονη αμηχανία στην ηγεσία του ΚΚΣΕ η οποία με την πρώτη ευκαιρία δεν δίστασε να λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα εναντίον του Ουκρανικού πληθυσμού που με σκοπό να τον καταστήσει ανίκανο να αντιδράσει τον βύθισε στην πείνα και την εξαθλίωση.

[3] Άλλωστε η Ουκρανία ζει και αυτή μέσα στις εσωτερικές της αντιφάσεις: από τη μια το ανατολικό της κομμάτι διατηρεί ισχυρούς δεσμούς με τη Ρωσία, «ιδιαίτερα η Κριμαία και άλλες περιοχές που έχουν ταυτιστεί με τη ρωσική ιστορία στη διάρκεια πολλών αιώνων. Από την άλλη, η δυτική Ουκρανία είναι δυτικόστροφη και πολιτισμικά διαφοροποιημένη από την ανατολική. Με άλλα λόγια, πρόκειται για μια διχασμένη χώρα, με μεγάλα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα…».

[4] Άλλωστε τα έκτροπα που ακολούθησαν έπειτα από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας αποτελούν ένα ακόμη ζωντανό παράδειγμα, ότι ο φασισμός, ο ακραίος εθνικισμός και οι εξτρεμιστικές τάσεις των δεξιών δημαγωγών δεν μπορούν να καταπολεμηθούν με καταστολή και βία. Κατά τη διάρκεια του καθεστώτος Τίτο ξεκίνησε ο πόλεμος ενάντια στον εθνικισμό, που οδήγησε σε εκκαθαρίσεις περίπου χιλίων εξακοσίων εθνοκομμουνιστών από τις έξι Γιουγκοσλαβικές χώρες που ζητούσαν την ανεξαρτησία τους από τη Γιουγκοσλαβία (MacDonald 2002, σ.99). Ο Τίτο στην προσπάθειά του να ενώσει όλες τις εθνοτικές ομάδες, με στόχο να οικοδομηθεί μια ενιαία και ισχυρή «σοσιαλιστική» πατρίδα, κατέπνιξε βίαια κάθε φωνή που έκανε λόγο για το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης, πράγμα που οδήγησε (όπως ακριβώς και στην ΕΣΣΔ) σε βίαιη καταστολή των όλων θρησκειών που θεωρούνταν κατάλοιπο της αντίδρασης (Coward & Smith 2004, σ.220). Η πτώση του καθεστώτος, όμως, και η φιλελευθεροποίηση υπήρξε αφορμή ώστε όλες αυτές οι καταπιεσμένες εθνικιστικές φωνές να οδηγήσουν στην διαμόρφωση βίαιων αποσχιστικών κινημάτων, οδηγώντας σε έναν αιματηρό και αδυσώπητο πόλεμο.

Βιβλιοαναφορές
- Ψαρρά., Δ., 2013. Το μπεστ σέλερ του μίσους. Αθήνα: Πόλις.
- Arendt, H., 1976. The Origins of Totalitarianism. 6th ed. USA: A Harvest Book.
- Cesarani D., 2002. Port Jews: Jewish Communities in Cosmopolitan Maritime Trading Centres, 1550-1950. Great Britain: Frank Class Publishers.
- Coward H., & Smith G., 2004. Religion and peacebuilding. New York: State University.
- MacDonald D., B., 2002. Balkan holocausts?: Serbian and Croatian victim-centred propaganda and the war in Yugoslavia. Manchester: Manchester University Press.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου