Σάββατο 12 Σεπτεμβρίου 2015

Ο Τζέρεμι Κόρμπυν και το τέλος των «Νέων Εργατικών»

Γιάννης - Ορέστης Παπαδημητρίου
Η ένταση της προεκλογικής εκστρατείας του Τζέρεμι Κόρμπυν, που κατέληξε στις 12 Σεπτεμβρίου στη σαρωτική του νίκη στον αγώνα για την ηγεσία των Εργατικών της Μ. Βρετανίας, με 59,5% των ψήφων, έχει σχεδόν σβήσει από τη συλλογική μνήμη το μικροπολιτικό «ατύχημα» που τον κατέστησε την τελευταία στιγμή τέταρτο υποψήφιο για την ηγεσία του κόμματος. Αν οι έτεροι τρεις συνυποψήφιοί του δεν είχαν παρεκτραπεί στον πόλεμο λάσπης μεταξύ τους, οι βουλευτές της κοινοβουλευτικής ομάδας δεν θα είχαν αποφασίσει ποτέ να στηρίξουν τον Κόρμπυν, επιτρέποντάς του να συμπληρώσει οριακά το ποσοστό της κοινοβουλευτικής ομάδας που είναι απαραίτητο για τη συμμετοχή στη διεκδίκηση της ηγεσίας. Το –υπερτριπλάσιο από τον δεύτερο– ποσοστό του Κόρμπυν, ωστόσο, δείχνει ότι η υποψηφιότητά του υπήρξε αναγκαία για την άμβλυνση των διενέξεων στο εσωτερικό του κόμματος, αλλά και για την ευρύτερη βρετανική πολιτική σκηνή.

Η εκλογή του Τζέρεμι Κόρμπυν σηματοδοτεί το τέλος μιας μακράς παράδοσης στο ιστορικό κόμμα, που ξεκινάει από την εσωτερική κρίση της δεκαετίας του 1980 και τη συντριβή του στις εκλογές του 1983 απέναντι στη Μάργκαρετ Θάτσερ, περνάει από τη σταδιακή υπεροχή της δεξιάς πτέρυγας του κόμματος και παγιώνεται με τους νεοφιλελεύθερους «Νέους Εργατικούς» του Τόνι Μπλερ τη δεκαετία του 1990. Όμως, η ίδια η μπλερική ανασύνταξη του «Τρίτου Δρόμου», που τους χάρισε την πρωθυπουργία για δεκατρία συναπτά έτη, οπότε και έγιναν πρότυπο για την επανεφεύρεση των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων με τη μορφή του «ακραίου κέντρου», αποσυνθέτει πλέον ταχύτατα το κόμμα μπροστά στις απαιτήσεις του σκηνικού που διαμορφώνουν τα προγράμματα λιτότητας για την αντιμετώπιση της κρίσης στη Μ. Βρετανία.

Η εκλογή του Εντ Μίλιμπαντ στην ηγεσία των Εργατικών το 2010, απέναντι στον μπλερικό αδερφό του, Ντέιβιντ, αποτέλεσε μια πρώτη ένδειξη των εσωκομματικών πιέσεων για αλλαγή παραδείγματος. Παρότι όμως δεν ασπαζόταν τις μάχιμες νεοφιλελεύθερες θέσεις των προκατόχων του, ο Εντ Μίλιμπαντ επέλεξε να κινηθεί μετριοπαθώς, προσπαθώντας να συμβιβάσει τις αντιμαχόμενες τάσεις στο εσωτερικό που είχαν στο μεταξύ οξύνει τις αντιπαραθέσεις τους, ενόσω ο «εύρωστος φιλελευθερισμός» (που στην πραγματικότητα είναι σκληρός νεοφιλελευθερισμός) του Ντέιβιντ Κάμερον προέβαινε στην ιδιωτικοποίηση του Εθνικού Συστήματος Υγείας, την περικοπή ή κατάργηση των επιδομάτων και τον ριζικό περιορισμό των δημοσιονομικών δαπανών.

Η μετριοπαθής γραμμή του Μίλιμπαντ βάθυνε την εσωτερική κρίση. Από τις ελληνικές εκλογές του 2012 και μετά, οι πολιτικοί αναλυτές των Εργατικών, δανειζόμενοι τον όρο από τα καθ” ημάς, αρχίζουν να προειδοποιούν για τον κίνδυνο της «πασοκοποίησης», όπως ονομάζεται η αναπόφευκτη συντριβή των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, όταν εμμένουν στη νεοφιλελεύθερη γραμμή σε καιρούς ύφεσης. Η περίπτωση του Μίλιμπαντ έδειξε στην πράξη το αδιέξοδο των «Νέων Εργατικών»: με τη νεοφιλελεύθερη ατζέντα να έχει υιοθετηθεί επιτυχέστατα από τους συντηρητικούς του Κάμερον, οι Εργατικοί βρέθηκαν στη θέση μιας αδύναμης αντιπολίτευσης με ρευστές θέσεις που ορίζονταν κάθε φορά από τις εκάστοτε ισορροπίες. Χαρακτηριστικές στιγμές της πολιτικής του Μίλιμπαντ είναι η απόφασή του, λίγο πριν τις εκλογές του 2015, να αναθεωρήσει τις μέχρι τότε θέσεις του για το μεταναστευτικό, σε μια προσπάθεια να αποσπάσει την τελευταία στιγμή ψήφους από το ακροδεξιό UKIP και η απόπειρα να δημιουργήσει έναν φιλοευρωπαϊκό αντίλογο στον συντηρητικό ευρωσκεπτικισμό του Κάμερον, απευθυνόμενος στους επιχειρηματίες.

Την παραίτηση Μίλιμπαντ από την ηγεσία λόγω της εκλογικής του αποτυχίας ακολούθησε η αποστασία 48 βουλευτών των Εργατικών που κόντρα στη γραμμή του κόμματος, καταψήφισαν το νομοσχέδιο Κάμερον που προέβλεπε μαζικές περικοπές στο κοινωνικό κράτος τον Ιούλιο του 2015. Ένας ελάχιστα μικρότερος αριθμός είχε καταψηφίσει νωρίτερα το νομοσχέδιο για τα προγράμματα ανταποδοτικής πρόνοιας. Κομβικό ρόλο στις πρωτοβουλίες αυτές έπαιξαν τόσο ο Κόρμπυν, όσο και ο δεύτερος στον αγώνα για την ηγεσία, Μπέρνχαμ, και η συζήτηση για τη στάση των Εργατικών στα εν λόγω νομοσχέδια αποκρυσταλλώνει τον προβληματισμό στους κύκλους του κόμματος για την περίπτωση Κόρμπυν: ενώ η πλειοψηφία του εκλογικού σώματος έδειχνε να τάσσεται υπέρ των νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων του Κάμερον, η βάση του κόμματος πίεζε όλο και περισσότερο προς μια κατεύθυνση «αντι-λιτότητας». Τα αχαρτογράφητα νερά αυτής της νέας κατάστασης έθεσαν επί τάπητος μια συζήτηση περί «εκλεξιμότητας» του σοσιαλιστή υποψήφιου, όπου πολλοί επώνυμοι υποστηρικτές του Κόρμπυν, όπως ο διάσημος μουσικός Μπράιαν Ίνο, θεώρησαν πως είναι σημαντικότερη η διεύρυνση του πολιτικού φάσματος παρά η άμεση δυνατότητα του Κόρμπυν να διεκδικήσει την πρωθυπουργία, ενώ άλλοι αντιμετώπισαν τη ριζοσπαστική ανανέωση των Εργατικών υπό τον Κόρμπυν ως εκλογικό ατού και όχι ως μειονέκτημα.

Η νίκη του Κόρμπυν ίσως να εξηγείται από την πλήρη αντίθεσή του στη μετριοπάθεια του Μίλιμπαντ: οι εξαγγελίες του αφορούν ένα μάχιμο πρόγραμμα κρατικοποιήσεων νευραλγικών τομέων, τον τερματισμό της λιτότητας, τη συγκρότηση ενός συστήματος δημόσιας παιδείας ή ακόμα και πιο ριζοσπαστικά μέτρα, όπως τη θέσπιση ενός «ταβανιού» για τους υψηλότερους μισθούς, τη φορολόγηση των πλουσίων και τη δημιουργία θέσεων εργασίας μέσω προγραμμάτων ποσοτικής χαλάρωσης, καθώς δεν υφίστανται εξωτερικοί περιορισμοί στο τύπωμα χρήματος, παρότι διατυπώνονται ενστάσεις για τις επιπτώσεις μιας τέτοιας κίνησης στον πληθωρισμό.

Δεν είναι σίγουρο ότι σε καιρό ύφεσης θα μπορούσε μια κυβέρνηση υπό τον Κόρμπυν να εφαρμόσει ένα πρόγραμμα που προβλέπει τόσο μεγάλες δημοσιονομικές δαπάνες, βασιζόμενο μόνο στην πάταξη της φοροδιαφυγής και την επιμήκυνση των χρεών. Πολλώ δε μάλλον όταν τα μέτρα λιτότητας στην παρούσα φάση δεν έχουν βρει μέχρι στιγμής ισχυρές αντιστάσεις. Ωστόσο, οι έρευνες για την απήχηση των προτάσεων του Κόρμπυν μέχρι τώρα είναι απρόσμενα θετικές, ενώ δεν γνωρίζουμε τι μετατοπίσεις μπορεί να προκαλέσει στην κοινή γνώμη η αντιπολίτευση των Εργατικών με τη νέα τους σοσιαλιστική φυσιογνωμία. Ήταν αυτό το επίδικο, η φυσιογνωμία, και όχι η προοπτική της διακυβέρνησης, άλλωστε, που οδήγησε σε μία τεταμένη αντι-κορμπυνική εκστρατεία τη δεξιά πτέρυγα του κόμματος και τα συντηρητικά ΜΜΕ.

Ο ίδιος ο Τόνι Μπλερ (με το αμίμητο «Ακόμα κι αν με μισείτε, μην ρίξετε το κόμμα στον γκρεμό»), ο Γκόρντον Μπράουν, αλλά και άλλα επιφανή στελέχη των Νέων Εργατικών παρενέβησαν με κείμενα-εκκλήσεις στη βάση του κόμματος να μην χαρίσουν την ψήφο τους στον Κόρμπυν. Στα ΜΜΕ, ο Κόρμπυν παρουσιάστηκε άλλοτε ως αντισημίτης, άλλοτε ως επικίνδυνος κομμουνιστής και άλλοτε ως έχων σχέσεις με ακαθόριστα «εξτρεμιστικά» στοιχεία στη βάση της δραστηριοποίησής του στα αντιπολεμικά κινήματα και τα κινήματα υπέρ του πυρηνικού αφοπλισμού. Η υποψηφιότητά του υποστηρίχθηκε από τα προσκείμενα στους Εργατικούς συνδικάτα που παραδοσιακά συσπείρωναν την πιο αριστερή πτέρυγα του κόμματος, αλλά πολεμήθηκε με πρωτοφανή ένταση από τα πολιτικά στελέχη. Δεν ήταν μονομερής ο πόλεμος: ο Κόρμπυν έχει διακηρύξει πολλάκις την πρόθεσή του να επαναφέρει στο καταστατικό του κόμματος το άρθρο υπέρ της «κοινής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, κυκλοφορίας και ανταλλαγής» που διεγράφη επί των ημερών του Μπλερ. Ταυτόχρονα, προβλέπει ένα πλαφόν της τάξης του 50% για τη στελέχωση της «σκιώδους κυβέρνησης» από γυναίκες, ενώ η πρώτη δήλωσή του τη μέρα της νίκης του ήταν ότι το ίδιο απόγευμα θα παρευρεθεί στη διαδήλωση του “Refugees Welcome” υπέρ της φιλικής υποδοχής των προσφύγων από τη Συρία.

Η στάση του Κόρμπυν δείχνει μια διάθεση πλήρους διαγραφής του μπλερικού πλαισίου. Αποτελεί κοινό τόπο ότι οι θητείες των Νέων Εργατικών έδωσαν στο κόμμα μεγαλύτερη οργανική διείσδυση σε σημαντικούς τομείς του κράτους, είναι όμως προφανές ότι ακόμα και η μετριοπαθής διασκευή τους με τη μορφή του Μίλιμπαντ ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία. Όσο κι αν αμβλύνει ή «κεντροποιήσει» τις θέσεις του, το αθροιστικό 78,5% το οποίο κέρδισε ο Κόρμπυν μαζί με τον Μπέρνχαμ –αμφότεροι αποστάτες της νεοφιλελεύθερης γραμμής– δείχνει ότι η δημιουργία νέων εκπροσωπήσεων ήταν αναπόφευκτη για τη συνοχή του κόμματος, ενώ τα μέτωπα της λιτότητας, των πολιτικών εντάσεων στη Σκωτία, του μεταναστευτικού και της εξωτερικής πολιτικής στη Μέση Ανατολή, επιζητούν απαραίτητα νέες αφηγήσεις εντός του βρετανικού κοινοβουλίου. Έναν χρόνο μετά τον θάνατο του θρυλικού Τόνι Μπεν, το κόμμα του, εν παραλλήλω με την ιδιαίτερη περίπτωση του Μπέρνι Σάντερς στις ΗΠΑ, φαίνεται να προΐσταται ενός νέου προοδευτικού κι αριστερού μοντέλου εκατέρωθεν του Ατλαντικού, στις δύο εκείνες χώρες όπου ο νεοφιλελευθερισμός έχει ως ιδιαίτερες πατρίδες του – και η επόμενη μέρα αυτής της αναγέννησης, θα έχει σίγουρα ενδιαφέρον.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου