Του ΛΕΑΝΔΡΟΥ ΜΠΟΛΑΡΗ*
Η «εξέγερση των Σπαρτακιστών» δεν ξεκίνησε ως εξέγερση. Ξεκίνησε ως μια καλά υπολογισμένη πρόκληση της σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης στην εργατική τάξη και στην επαναστατική Αριστερά του Βερολίνου.
Η κυβέρνηση είχε προκύψει από την επανάσταση των στρατιωτών και εργατών στις αρχές του Νοέμβρη, που κατέληξε στην ανατροπή του Κάιζερ και στον τερματισμό του πολεμικού σφαγείου. Σε εκατοντάδες σημεία σε όλη τη Γερμανία, οι εργάτες και οι φαντάροι συγκροτούσαν συμβούλια, όπως τα σοβιέτ στη Ρωσία ενάμιση χρόνο πριν.Τα κόμματα που κυριαρχούσαν σε αυτό το κίνημα ήταν το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας (SPD) και το Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (USPD). Οι Ανεξάρτητοι είχαν διαγραφεί το 1917 από το SPD λόγω της εντεινόμενης αντίθεσής τους στη στήριξη που έδινε η κομματική ηγεσία στην κυβέρνηση και στον πόλεμο. Η Ενωση Σπάρτακος, της Ρόζας Λούξεμπουργκ και του Καρλ Λίμπκνεχτ, συμμετείχε ως ιδιαίτερο ρεύμα σε αυτό το κόμμα μέχρι το τέλος του 1918, όταν αποτέλεσε τον κορμό του νέου Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας.
Η ηγεσία του SPD σύρθηκε τον Νοέμβρη στην επανάσταση. Ηταν αποφασισμένη να μην την αφήσει να προχωρήσει περισσότερο από τα όρια μιας κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, αφήνοντας άθικτη την οικονομική εξουσία των καπιταλιστών και τον παλιό κρατικό μηχανισμό. Οι Ανεξάρτητοι Σοσιαλιστές, ενώ αρχικά συμμετέχουν στην κυβέρνηση (των «επιτρόπων του λαού») μαζί με το SPD, κάτω από την πίεση της βάσης τους αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν στις 28-29 Δεκέμβρη. Καθημερινά γίνονταν μαζικές διαδηλώσεις δεκάδων χιλιάδων εργατών και φαντάρων ενάντια στην κυβέρνηση...
Ο στόχος του SPD δεν ήταν ο συμβιβασμός, ήταν η σύγκρουση. Ο Νόσκε, ο υπουργός Αμυνας, είχε ήδη συνεννοηθεί με το Γενικό Επιτελείο για τη συγκέντρωση των μοναρχικών Freikorps («Ελεύθερα Σώματα») έξω από το Βερολίνο.
Η απάντηση στην κυβέρνηση ήταν η κήρυξη μιας γενικής απεργίας, που συνάντησε τεράστια ανταπόκριση. Η συγκέντρωση της 5ης Γενάρη ήταν η μεγαλύτερη από τη μέρα που έπεσε ο Κάιζερ. Πολλοί εργάτες κατέβηκαν οπλισμένοι στη συγκέντρωση. Και ομάδες διαδηλωτών άρχισαν να καταλαμβάνουν κτήρια, όπως τα γραφεία της σοσιαλδημοκρατικής καθημερινής εφημερίδας «Vor-warts» («Εμπρός») και την Πύλη του Βρανδεμβούργου.
Την επόμενη μέρα, η Επαναστατική Επιτροπή κάλεσε σε ανατροπή της κυβέρνησης «Εμπερτ-Σάιντεμαν». Την Επιτροπή αποτελούσαν εκπρόσωποι του USPD, του νεοϊδρυμένου Κομμουνιστικού Κόμματος (KPD-Spartakusbund) και των Revolutionare Obleute (επαναστάτες συνδικαλιστές, αντιπρόσωποι της βάσης), ένα δίκτυο αγωνιστών στα εργοστάσια και τα συνδικάτα που είχε παίξει σημαντικό ρόλο σε αντιπολεμικές απεργίες.
Η ηγεσία του KPD είχε αποφασίσει ομόφωνα ότι πρέπει να αποφευχθεί μια ένοπλη αναμέτρηση - μια και η πλειοψηφία των εργατών εντός και εκτός Βερολίνου είχε αυταπάτες για το χαρακτήρα των δύο σοσιαλιστικών κομμάτων.
Ομως τα περισσότερα μέλη του κόμματος είχαν διαφορετική γνώμη. Κάτω από τέτοιες πιέσεις, ο Λίμπκνεχτ και ο Βίλχελμ Πικ, εκπρόσωποι του κόμματος στην Επαναστατική Επιτροπή, έδωσαν τη συγκατάθεσή τους στην έκκληση για ένοπλη ανατροπή της κυβέρνησης.
Οι ηγέτες των Ανεξάρτητων πίστευαν ότι με ένα μικρό σπρώξιμο η κυβέρνηση θα έπεφτε και θα σχημάτιζαν δική τους. Οταν διαπίστωσαν ότι η κυβέρνηση δεν υποχωρούσε, πανικοβλήθηκαν και προσπάθησαν να ανοίξουν διαπραγματεύσεις με αυτήν.
Οι Σπαρτακιστές έμειναν μόνοι τους. Η συνέχεια ήταν η καταστολή της εξέγερσης. Τις βασικές αποστολές τις έφεραν εις πέρας τα δύο συντάγματα της Δημοκρατικής Φρουράς, που τα αποτελούσαν εθελοντές σοσιαλδημοκράτες φαντάροι. Ομως η κυβέρνηση και το Γενικό Επιτελείο ήθελαν περισσότερα. Στις 11 Γενάρη τα Freikorps άρχισαν να βαδίζουν προς το Βερολίνο. Τους πήρε 36 ώρες. Οταν έφθασαν, έπνιξαν στο αίμα τις τελευταίες εστίες αντίστασης.
Ακολούθησε ένα όργιο τρομοκρατίας, με συλλήψεις, βασανισμούς, συνοπτικές εκτελέσεις. Η επταμελής αντιπροσωπεία που στάλθηκε να διαπραγματευτεί την εκκένωση του κτηρίου της «Vorwarts» εκτελέστηκε επιτόπου. Το ίδιο έγινε με τους άνδρες του Αϊχορν στο αρχηγείο της Αστυνομίας, που παραδόθηκαν.
Στις 15 Γενάρη η Ρόζα Λούξεμπουργκ και ο Καρλ Λίμπκνεχτ συνελήφθησαν στο κρησφύγετό τους. Οδηγήθηκαν στο ξενοδοχείο «Ιντεν», το αρχηγείο των Freikorps. Μετά την ανάκριση, έβγαλαν έξω τον Λίμπκνεχτ, του έσπασαν το κεφάλι με μια κοντακιά και τον πήγαν σε ένα πάρκο όπου τον αποτελείωσαν. Με τον ίδιο τρόπο δολοφόνησαν τη Ρόζα και πέταξαν το πτώμα της σε ένα κανάλι.
* Ιστορικός, συγγραφέας αρκετών βιβλίων για διάφορες πλευρές του επαναστατικού φαινομένου. Στα βιβλία του «Επανάσταση και αντεπανάσταση στην Ελλάδα: Ο εμφύλιος πόλεμος 1946-1949» και «Αντίσταση, η επανάσταση που χάθηκε» επιχειρεί να δώσει απαντήσεις σε καίρια ερωτήματα.
Ρόζα Λούξεμπουργκ και Καρλ Λίμπκνεχτ
Του ΧΡΗΣΤΟΥ ΚΕΦΑΛΗ*
Η ήττα των Γερμανών Σπαρτακιστών στις συγκρούσεις του Ιανουαρίου 1919 σφραγίστηκε με την ωμή δολοφονία των δύο επιφανών ηγετών τους, της Ρόζας Λούξεμπουργκ και του Καρλ Λίμπκνεχτ. Μετά τη σύλληψη και το βασανισμό τους, στις 15 Ιανουαρίου, πυροβολήθηκαν από τα Φράικορπς, με τις ευλογίες του τότε υπουργού Αμυνας, σοσιαλδημοκράτη Γκούσταβ Νόσκε.
Το σώμα της Λούξεμπουργκ πετάχτηκε σε ένα κανάλι του Βερολίνου, ενώ ο Λίμπκνεχτ μεταφέρθηκε ανώνυμα στο νεκροτομείο. Με τη δολοφονία τους, η αντίδραση της εποχής απαλλάχτηκε από τους δύο πιο «επικίνδυνους» σπαρτακιστές ηγέτες που φοβόταν βάσιμα ότι θα έδιναν ώθηση στην επαναστατική εξέλιξη.
Η Λούξεμπουργκ και ο Λίμπκνεχτ γεννήθηκαν κατά μια παράξενη σύμπτωση την ίδια χρονιά, το 1871, χρονιά της παρισινής Κομμούνας. Μετά την έναρξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, το 1914, ξεχώρισαν ως οι κύριοι εκπρόσωποι της επαναστατικής πτέρυγας του Γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD). Σχεδόν όλη η ηγεσία του κόμματος, περιλαμβανόμενου του βασικού θεωρητικού του, του Κάουτσκι, θα υποστηρίξει τότε την πολεμική προσπάθεια, υιοθετώντας μια «σοσιαλπατριωτική» θέση. Η Λούξεμπουργκ και ο Λίμπκνεχτ, αντίθετα, μαζί με την Κλάρα Τσέτκιν, αποκαλύπτουν το χαρακτήρα του πολέμου ως μιας ιμπεριαλιστικής σύγκρουσης, αποτέλεσμα των ανταγωνισμών των μεγάλων δυνάμεων για το μοίρασμα του κόσμου.
Ο Λίμπκνεχτ, γιος του σημαντικού Γερμανού σοσιαλιστή Βίλχελμ Λίμπκνεχτ, ήταν πρώτιστα ένας πολιτικός ηγέτης. Παράγοντας της Αριστεράς του SPD ήδη πριν από τον πόλεμο, έγραψε αρκετές μελέτες για το μιλιταρισμό... Ωστόσο είναι η Ρόζα Λούξεμπουργκ εκείνη που περισσότερο ενέπνευσε τους αγώνες των καταπιεσμένων τις επόμενες δεκαετίες ώς τις μέρες μας. Και αυτό δεν ήταν τυχαίο.
Δαιμόνια επαναστάτρια, προικισμένη με οξυδερκή διάνοια, η πολωνοεβραϊκής καταγωγής Λούξεμπουργκ ήταν πολιτική ηγέτις της πολωνικής και κατόπιν της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας, αλλά ταυτόχρονα επιφανής μαρξίστρια θεωρητικός, οικονομολόγος και φιλόσοφος. Ηδη από τη δεκαετία του 1900 διακρίθηκε στις πολεμικές της ενάντια στη ρεφορμιστική πτέρυγα του SPD, εκπροσωπούμενη αρχικά από τον Μπέρνσταϊν και κατόπιν από τον Κάουτσκι, που μετά το 1910 μετατοπίστηκε προς τα δεξιά. Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η μελέτη της «Η συσσώρευση του κεφαλαίου», που κυκλοφόρησε το 1913, όπως και οι αναλύσεις της για το θέμα της γενικής απεργίας.
Ενάντια στη γραφειοκρατικοποίηση
Τον Αύγουστο του 1914, η Λούξεμπουργκ πήρε θέση ενάντια στον πόλεμο, εκτιμώντας πως η συμβιβαστική στάση του SPD και των άλλων κομμάτων της Β' Σοσιαλιστικής Διεθνούς σήμαινε την ιστορική χρεοκοπία τους. Το αποτέλεσμα ήταν να συλληφθεί και να φυλακιστεί, τον Ιούνιο του 1916. Τότε έγραψε ένα από τα πιο σημαντικά έργα της, την «Μπροσούρα του Γιούνιους». Εκεί ανέλυσε τα αίτια του πολέμου, αποκαλύπτοντας τους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς που είχαν οδηγήσει σε αυτόν και αναπτύσσοντας τις θέσεις της για την τακτική της επαναστατικής πτέρυγας της σοσιαλδημοκρατίας.
Η Λούξεμπουργκ ήρθε σε σύγκρουση και με τον Λένιν, σε έναν αριθμό θεμάτων. Αρκετά διορατική, αντιλήφθηκε τον κίνδυνο του γραφειοκρατικού εκφυλισμού που απειλούσε τη νεαρή Ρωσική Επανάσταση.
Πάνω σε αυτό, επέκρινε τον Λένιν ότι με τη συγκεντρωτική οργανωτική του αντίληψη μπορούσε να υποθάλψει μια τέτοια εξέλιξη (γι' αυτές τις απόψεις της παραγκωνίστηκε και συκοφαντήθηκε αργότερα από τους απολογητές του σταλινισμού). Υπήρξαν όμως και θέσεις της που δεν επαληθεύτηκαν, όπως η εναντίωσή της στην αρχή της αυτοδιάθεσης των εθνών, την οποία στήριζε στο επιχείρημα ότι η τάση του ιμπεριαλισμού για διαρκή όξυνση της καταπίεσης έκανε αδύνατη την εφαρμογή της.
Μετά την απελευθέρωσή της, το 1918, η Λούξεμπουργκ πήρε και αυτή δραστήρια μέρος στα επαναστατικά γεγονότα. Ταυτόχρονα προσπάθησε να προλάβει τις βεβιασμένες ενέργειες των Σπαρτακιστών που οδήγησαν στην πρόωρη σύγκρουση του Ιανουαρίου 1919, με αναπόφευκτη έκβαση την ήττα.
Το τελευταίο άρθρο της, «Τάξη επικρατεί στο Βερολίνο», είναι ένα συνταρακτικό ντοκουμέντο. Διαισθανόμενη το τέλος της να πλησιάζει, μετά το θρίαμβο της αντίδρασης, αναλύει εκεί τα λάθη του κινήματος, χωρίς να εγκαταλείπει ούτε στιγμή την ιστορικά αισιόδοξη προοπτική της. Οικτίρει προκαταβολικά τους διώκτες της:
«Ω, ηλίθιοι λακέδες! Η "τάξη" σας είναι χτισμένη πάνω στην άμμο. Αύριο η επανάσταση θα "σηκωθεί ξανά", υψώνοντας την κλαγγή των όπλων της. Τρομαγμένοι θα ακούσετε το νικητήριο σάλπισμά της: Ημουν, είμαι και θα είμαι!».
* Μέλος της Συντακτικής Επιτροπής του περιοδικού «Μαρξιστική Σκέψη».
Η άγνωστη εργατική επανάσταση στη Γερμανία
FREIHEIT IST IMMER DIE FREIHEIT DER ANDERS DENKENDEN (Ελευθερία νοείται, η ελευθερία του διαφορετικά σκεπτόμενου) Ρόζα Λούξεμπουργκ
Του ΒΛΑΣΗ ΑΓΤΖΙΔΗ*
Στις 15 Ιανουαρίου του 1919 έπεσε η αυλαία για τη μοναδική εργατική επανάσταση του 20ού αιώνα, που ήταν συμβατή με τη μαρξιστική θεώρηση για την κοινωνική εξέλιξη.
3 Νοεμβρίου 1918 ξεκίνησε η εξέγερση των ναυτών στο Κίελο της ΓερμανίαςΙσως γι' αυτό παρέμεινε τόσο πολύ άγνωστη η επανάσταση των «Σπαρτακιστών» στη Γερμανία, σε αντίθεση με πλειάδα άλλων επαναστάσεων και κινημάτων που χαρακτηρίστηκαν εξ αρχής από στρεβλώσεις, απολυταρχικές πρακτικές και περιφρόνηση της δημοκρατικής έκφρασης, θεωρήσεις που υποβάθμιζαν την εργατική τάξη προς όφελος επαγγελματιών κινηματιών, αντιλήψεις που προέκριναν τις κομματικές οργανώσεις και καταργούσαν τα αυθεντικά λαϊκά συμβούλια.
Ο Βίκτορ Σερζ έγραψε: «Η 15η Ιανουαρίου αποτελεί από το 1919 ημέρα πένθους για όλους τους επαναστάτες σ' ολόκληρο τον κόσμο. Στις 15 Ιανουαρίου 1919, η νεαρή γερμανική επανάσταση αποκεφαλίστηκε και η μοίρα της Ευρωπαϊκής Επανάστασης σφραγίστηκε με το διπλό φόνο του Καρλ Λίμπκνεχτ και της Ρόζας Λούξεμπουργκ. Τίποτα από κείνη τη μέρα δεν πρέπει να ξεχαστεί».
Αιτίες της ήττας και η «προδοσία» του Λένιν
Οι εξελίξεις στη Γερμανία του Κάιζερ είχαν ξεκινήσει το Νοέμβρη του 1918 με τη λαϊκή εξέγερση εναντίον του πολέμου. Στην ηγεσία της εξέγερσης είχαν βρεθεί οι σοσιαλδημοκράτες του SPD, καθώς και η αριστερή πτέρυγα των Ανεξάρτητων Σοσιαλιστών, εντός των οποίων δρούσαν και οι «Σπαρτακιστές». Η συντηρητική στάση του SPD, που απέρριψε τις ιδέες για δημιουργία μιας νέας κοινωνικής οργάνωσης βασισμένης στα λαϊκά συμβούλια, οδήγησε στη ρήξη. Η εργατική εξέγερση τελικά θα ηττηθεί.
Γιατί όμως οι επαναστάτες αντιμετώπισαν μόνοι τους εχθρούς τους, ενώ μόλις ένα χρόνο πριν οι σύντροφοί τους είχαν επικρατήσει στη Ρωσία;
Υπάρχει μια πλευρά εκείνης της άτυχης γερμανικής επανάστασης που σχετίζεται με την απόφαση του Λένιν να συνάψει με τους Γερμανούς -λίγους μήνες πριν (Μάρτιος του '18)- μια επονείδιστη ειρήνη στο Μπρεστ-Λιτόφσκ, με το πρόσχημα ότι έτσι σώζει την κυριαρχία του επί της υπόλοιπης Ρωσίας. Παραδίδοντας στο γερμανικό ιμπεριαλισμό τα οικονομικά αναπτυγμένα δυτικά εδάφη (Ουκρανία και Κριμαία) και στους ακροδεξιούς Νεότουρκους μιλιταριστές εδάφη του Καυκάσου (Καρς, Αρνταχάν) και τον Ανατολικό Πόντο, ουσιαστικά εγκαινίασε το μοιραίο δόγμα «σοσιαλισμός σε μία μόνο χώρα».
Ετσι, τη στιγμή της επανάστασης στη Γερμανία, οι μπολσεβίκοι είχαν αποφασίσει να αποχωρήσουν από τις ευρωπαϊκές εξελίξεις, αφήνοντας μόνο και αβοήθητο το ευρωπαϊκό κίνημα. Η απόφαση του Λένιν -μειοψηφική κατ' αρχάς στο στρατόπεδο των επαναστατών- ήταν μοιραία και για το ίδιο το εγχείρημα των μπολσεβίκων, οξύνοντας την κρίση στη Ρωσία, οδηγώντας την στον απολυταρχισμό.
Οι σχέσεις με την αριστερή πτέρυγα διερράγησαν οριστικά και δόθηκε το έναυσμα για τον εμφύλιο πόλεμο. Αντί η ένταση να μεταφερθεί στην καρδιά της Ευρώπης με τη μετατροπή του πολέμου σε επαναστατικό, επιλέχθηκε η εσωστρέφεια και η εγωιστική διατήρηση των «κεκτημένων» του Οκτώβρη.
Οι συνέπειες της ήττας
Το πλήγμα που υπέστη το γερμανικό επαναστατικό κίνημα με την αποτυχία της εξέγερσης των «Σπαρτακιστών» ήταν συντριπτικό.
Παρά τη δημιουργία μιας σύντομης Δημοκρατίας των Σοβιέτ στη Βαυαρία (6 Απριλίου-1 Μαΐου 1918), η ενίσχυση των μοναρχικών και της ακροδεξιάς θα οδηγήσει έπειτα από λίγο καιρό στην εμφάνιση του ναζιστικού κινήματος και στην άνοδο στην καγκελαρία του Αδόλφου Χίτλερ.
* Διδάκτωρ Σύγχρονης Ιστορίας, μαθηματικός,
ttps://kars1918.wordpress.com
enet.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου