Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της αίτησης ακύρωσης (απ’ όπου απουσιάζουν τα στοιχεία διεύθυνσης των προσφευγόντων προσώπων, πέραν του Συλλόγου)
Π Ρ Ο Σ Τ Ο Σ Υ Μ Β Ο Υ Λ Ι Ο Τ Η Σ Ε Π Ι Κ Ρ Α Τ Ε Ι Α Σ
Α Ι Τ Η Σ Η Α Κ Υ Ρ Ω Σ Ε Ω Σ
1). Του Σωματείου με την επωνυμία «Έλληνες Φορολογούμενοι», νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου, που εδρεύει στη Αθήνα, οδός Μνησικλέους 2 & Μητροπόλεως 43 και εκπροσωπείται νόμιμα
2). Της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «Eurocapital ανώνυμη εταιρεία επενδυτικής διαμεσολάβησης», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός xxxxxxx και εκπροσωπείται νόμιμα.
3). Του Σιάτρα Ιωάννη του Κωνσταντίνου, κατοίκου Αμαρουσίου Αττικής, οδός xxxxxx
Κ Α Τ Α
1). Του Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπουμένου από τον Υπουργό Οικονομικών.
2). Της υπ΄ αριθ. ΠΟΛ 1211/10-10-2011 (ΦΕΚ 2298/B΄/13-10-2011) απόφασης του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών για την επιβολή του Έκτακτου Ειδικού Τέλους Ηλεκτροδοτούμενων Δομημένων Επιφανειών (Ε.Ε.Τ.Η.Δ.Ε.) που θεσπίζεται με τις διατάξεις του άρθρου 53 του Ν. 4021/2011.
3). Κάθε άλλης, συναφούς προς την ανωτέρω, προγενέστερης ή μεταγενέστερης πράξεως ή παραλείψεως της Διοικήσεως.
Προσφεύγουμε με έννομο συμφέρον ενώπιον του Δικαστηρίου Σας και ζητούμε την ακύρωση της υπ΄ αριθ. ΠΟΛ 1211/10-10-2011 (ΦΕΚ 2298/Β΄/13-10-2011) απόφασης του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών για την επιβολή του Έκτακτου Ειδικού Τέλους Ηλεκτροδοτούμενης Επιφάνειας Ακινήτων που θεσπίζεται με τις διατάξεις του άρθρου 53 του Ν. 4021/2011 (ΦΕΚ 218/Α΄/03-10-2011), καθώς και κάθε άλλης, συναφούς προς την ανωτέρω, προγενέστερης ή μεταγενέστερης πράξεως ή παραλείψεως της Διοικήσεως, για τους κάτωθι προβαλλομένους νομίμους, βασίμους και αληθείς λόγους, καθώς και όσους επιφυλασσόμεθα να προσθέσουμε στο μέλλον με ιδιαίτερο δικόγραφο πρόσθετων λόγων.
ΙΣΤΟΡΙΚΟ – ΕΝΝΟΜΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ
Ο Σύλλογος «ΕΛΛΗΝΕΣ ΦΟΡΟΛΟΓΟΥΜΕΝΟΙ» είναι ένας ανεξάρτητος, μη κυβερνητικός και μη κερδοσκοπικός οργανισμός.
Το Καταστατικό του Συλλόγου υπογράφηκε από τα ιδρυτικά του μέλη στις 21 Μαρτίου 2010 και εγκρίθηκε από το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, στις 8 Φεβρουαρίου 2011, με την υπ' αριθμόν 556/2011 απόφασή του και καταχωρήθηκε στα Βιβλία Σωματείων του Πρωτοδικείου Αθηνών με αύξοντα αριθμό 28450/18-03-2011.
Σύμφωνα με το άρθρο 2 του Καταστατικού του, οι σκοποί του Συλλόγου μας είναι οι εξής:
α) Η προστασία των συμφερόντων του έλληνα φορολογούμενου.
β) Η ενημέρωση, εκπαίδευση και σωστή πληροφόρησή του έλληνα φορολογούμενου.
γ) Η υποβοήθηση των φορολογούμενων στην κατανόηση των φορολογικών υποχρεώσεων και διαδικασιών και των ζητημάτων κοινωνικής ασφάλισης.
δ) Η εμπέδωση της φορολογικής συνείδησης στους έλληνες πολίτες.
ε) Η υποβολή προτάσεων και πραγματοποίηση παρεμβάσεων σε θέματα φορολογίας και γενικά θεμάτων που άπτονται της λειτουργίας της οικονομίας.
στ) Η εκπροσώπηση των μελών του στα όργανα, τα οποία παίρνουν αποφάσεις που τον αφορούν, καθώς και στα όργανα της Δικαιοσύνης.
ζ) Η ανάληψη ενεργειών που θα βοηθούν στην αποτελεσματικότερη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης και στη βελτίωση των παρεχόμενων υπηρεσιών.
η) Ο κοινωνικός έλεγχος των δαπανών της δημόσιας διοίκησης.
θ) Η γενικότερη προώθηση των συμφερόντων του έλληνα φορολογούμενου και της ελληνικής οικονομίας.
Η δεύτερη αιτούσα ανώνυμη εταιρεία «Eurocapital ανώνυμη εταιρεία επενδυτικής διαμεσολάβησης», δραστηριοποιείται στο χώρο παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και ιδρύθηκε το 1998 (άδεια σύστασης και έγκρισης καταστατικού ΦΕΚ 4601/23-06-1998) και είναι καταχωρημένη στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών με Α.Μ.Α.Ε.: 4735/01/Β/98/287. Η αιτούσα εταιρεία είναι, κατά ποσοστό 98% εξ’ αδιαιρέτου, κύρια, νομέας και κάτοχος ενός ακινήτου (πολυκατοικίας) ολικού εμβαδού πεντακοσίων τεσσάρων (504) τ.μ., τριών (3) ορόφων, που βρίσκεται στην Αθήνα, στην οδό xxxxxxxxxxxx.
Ο τρίτος αιτών Σιάτρας Ιωάννης είμαι κατά το υπόλοιπο 2 % εξ’ αδιαιρέτου κύριος, νομέας και κάτοχος του ανωτέρω περιγραφόμενου ακινήτου, ιδιοκτησίας κατά 98% εξ΄ αδιαιρέτου της εταιρείας “Eurocapital ανώνυμη εταιρεία επενδυτικής διαμεσολάβησης”.
Στις 03-10-2011 δημοσιεύθηκε στο Φύλλο Εφημερίδας της Κυβέρνησης ο Νόμος υπ΄ αριθ. 4021/2011 (ΦΕΚ 218/Α΄/03-10-2011). Στο άρθρο 53 του Ν. 4021/2011 προβλέπεται η επιβολή του λεγόμενου “ Έκτακτου Ειδικού Τέλους Ηλεκτροδοτούμενων Δομημένων Επιφανειών (Ε.Ε.Τ.Η.Δ.Ε.)”.
Ειδικότερα το άρθρο 53 του Νόμου 4021/2011 ορίζει τα εξής για το Τέλος:
«1. Για επιτακτικούς λόγους εθνικού συμφέροντος που συνίστανται στην άμεση μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος, επιβάλλεται ειδικό τέλος υπέρ του Δημοσίου στις ηλεκτροδοτούμενες για οικιστική ή εμπορική χρήση δομημένες επιφάνειες των ακινήτων που υπάγονται κατά τη 17η Σεπτεμβρίου κάθε έτους στο τέλος ακίνητης περιουσίας που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 24 του Ν. 2130/1993 (Α΄ 62) σύμφωνα με τις επόμενες διατάξεις του παρόντος άρθρου.
2. Για τον υπολογισμό του τέλους της παραγράφου 1 λαμβάνεται υπόψη το εμβαδό της δομημένης επιφάνειας, το ύψος της τιμής ζώνης και η παλαιότητα του ακινήτου, όπως αυτά αναγράφονται στο λογαριασμό της Δ.Ε.Η. ή τους εναλλακτικούς προμηθευτές ηλεκτρικού ρεύματος με βάση τα οποία λογίστηκε κατά τη 17.9.2011 το τέλος ακίνητης περιουσίας της παρ. 1 του άρθρου 24 του Ν. 2130/1993, καθώς και συντελεστής προσαύξησης αντιστρόφως ανάλογος προς την παλαιότητα του ακινήτου και συντελεστής προσδιορισμού του τέλους σε ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο σύμφωνα με τους ακόλουθους πίνακες:
α)
Συντελεστής ειδικού τέλους (ευρώ/τ.μ.)
Τιμή ζώνης
0,5
Πολύτεκνοι και ανάπηροι της παρ. 6, με ακίνητα που ιδιοχρησιμοποιούν σε περιοχές με τιμή ζώνης από 0 - 3.000 ευρώ
3
μέχρι 500 ευρώ
4
501 - 1.000 ευρώ
5
1.001 - 1.500 ευρώ
6
1.501 -2.000 ευρώ
8
2.001 - 2.500 ευρώ
10
2.501 - 3.000 ευρώ
12
3.001 - 4.000 ευρώ
14
4.001 - 5.000 ευρώ
16
άνω των 5.001 ευρώ
β)
Παλαιότητα
Συντελεστής
μέχρι και 26 έτη
1
25 μέχρι και 20 έτη
1,05
19 μέχρι και 15
1,10
14 μέχρι και 10
1,15
9 μέχρι και 5
1,20
4 έως 0
1,25
Ανεξαρτήτως παλαιότητας προκειμένου για ακίνητα ιδιοκτησίας πολύτεκνων και αναπήρων της παρ. 6, που ιδιοχρησιμοποιούν σε περιοχές με τιμή ζώνης από 0 - 3.000 ευρώ
1
3. Το ποσό του τέλους προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό των τετραγωνικών μέτρων των ηλεκτροδοτούμενων δομημένων επιφανειών για τις οποίες υπολογίστηκε από τη Δ.Ε.Η. ή τους εναλλακτικούς προμηθευτές ηλεκτρικού ρεύματος το τέλος της παρ. 1 του άρθρου 24 του Ν. 2130/1993, επί το συντελεστή του ειδικού τέλους που αντιστοιχεί στην τιμή ζώνης του ακινήτου και επί το συντελεστή προσαύξησης που αντιστοιχεί στην παλαιότητα του ακινήτου σύμφωνα με τους πίνακες της προηγούμενης παραγράφου.
Ειδικά για τα ηλεκτροδοτούμενα ακίνητα για τα οποία δεν έχει καθοριστεί τιμή ζώνης και δεν έχει υπολογιστεί το τέλος του άρθρου 24 του Ν. 2130/1993, εφόσον δεν υπάρχει απαλλαγή σύμφωνα με την παράγραφο 5 του παρόντος, το ειδικό τέλος του παρόντος άρθρου υπολογίζεται με πολλαπλασιασμό των τετραγωνικών μέτρων του ακινήτου επί συντελεστή τρία (3). Στην περίπτωση που δεν υπάρχει και το εμβαδόν του ακινήτου, το ειδικό τέλος υπολογίζεται, κατά τα οριζόμενα στο προηγούμενο εδάφιο, με βάση τα τετραγωνικά μέτρα που ελήφθησαν υπόψη για τον υπολογισμό των δημοτικών τελών.
4. Το τέλος βαρύνει για μεν το 2011 τον κατά τη 17.9.2011 κύριο του ακινήτου της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου και σε περίπτωση επικαρπίας τον επικαρπωτή, για δε το 2012 τον κατά την 28.4.2012 κύριο ή επικαρπωτή αντίστοιχα.
Σε περίπτωση συνιδιοκτησίας το ποσό του τέλους υπολογίζεται κατά το λόγο της μερίδας κάθε συνιδιοκτήτη.
5. Στο ειδικό τέλος του παρόντος άρθρου δεν υπόκεινται τα ακίνητα που ανήκουν:
α) στο Ελληνικό Δημόσιο, στα Ν.Π.Δ.Δ., στους Ο.Τ.Α. και τις δημοτικές επιχειρήσεις,
β) στα θρησκευτικά νομικά πρόσωπα της περίπτωσης ιγ΄ της παρ. 1 του άρθρου 29 του Ν. 3842/2010 (Α΄ 58) αποκλειστικά για τα ακίνητα που χρησιμοποιούν για να επιτελούν το λατρευτικό, εκπαιδευτικό, θρησκευτικό και κοινωφελές έργο τους,
γ) στα νομικά πρόσωπα της περίπτωσης ε΄ της παρ. 7 του άρθρου 24 του Ν. 2130/1993 για τα ακίνητα που χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για την εκπλήρωση των θρησκευτικών, εκκλησιαστικών, φιλανθρωπικών, εκπαιδευτικών, καλλιτεχνικών ή κοινωφελών σκοπών τους,
δ) στα νομικά πρόσωπα της περίπτωσης στ΄ της παρ. 7 του άρθρου 24 του Ν. 2130/1993 για τα ακίνητα τα οποία χρησιμοποιούνται αποκλειστικά ως γήπεδα ή χώροι αθλητικών εγκαταστάσεων για την πραγματοποίηση των αθλητικών τους σκοπών και
ε) τα ακίνητα ξένων κρατών, όταν αυτά χρησιμοποιούνται για την εγκατάσταση πρεσβειών και προξενείων υπό τον όρο της αμοιβαιότητας.
Επίσης απαλλάσσονται από το έκτακτο ειδικό τέλος: α) Οι κοινόχρηστοι χώροι πολυκατοικιών και ξενοδοχειακών καταλυμάτων.
β) Τα ακίνητα που έχουν χαρακτηρισθεί:
- ως διατηρητέα, με απόφαση του αρμόδιου Υπουργού, και δεν ιδιοχρησιμοποιούνται ή δεν αποφέρουν εισόδημα, - ως χώροι ιστορικών ή αρχαιολογικών μνημείων και
γ) Τα ακίνητα που έχουν αποκλειστικά γεωργική ή κτηνοτροφική ή βιοτεχνική ή βιομηχανική χρήση.
6. Κατ΄ εξαίρεση των παραγραφών 2 και 3, το ειδικό τέλος του παρόντος άρθρου ισούται με 0,5 ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο, ανεξάρτητα από την τιμή ζώνης και την παλαιότητα του ακινήτου, για ένα ακίνητο που ιδιοκατοικείται και ανήκει κατά κυριότητα ή επικαρπία σε:
α) πολύτεκνο, κατά την έννοια των παραγράφων 1 έως 3 του άρθρου πρώτου του Ν. 1910/1944, εφόσον τα τέκνα, που ορίζονται στις προαναφερόμενες διατάξεις του Ν. 1910/1944, τον βαρύνουν φορολογικά, σύμφωνα με το άρθρο 7 του Κώδικα φορολογίας Εισοδήματος (Ν. 2238/1994, Α΄ 151), κατά το οικονομικό έτος 2011, με οικογενειακό εισόδημα κατά το προηγούμενο έτος, του έτους επιβολής του τέλους, μέχρι 30.000 ευρώ, ή
β) σε πρόσωπο που είναι το ίδιο ή πρόσωπο που το βαρύνει φορολογικά, σύμφωνα με το άρθρο 7 του KΦΕ, ανάπηρο, κατά την έννοια της περίπτωσης θ΄ της παραγράφου 5 του άρθρου 6 του KΦΕ. Ομοίως κατ΄ εξαίρεση των παραγράφων 2 και 3 δεν οφείλεται το ειδικό τέλος του παρόντος άρθρου για ένα ακίνητο που ιδιοκατοικείται και ανήκει κατά κυριότητα ή επικαρπία σε μακροχρόνια άνεργο, εγγεγραμμένο στα μητρώα του ΟΑΕΔ ή στους καταλόγους προσφερομένων προς εργασία του Γραφείου Ευρέσεως Ναυτικής Εργασίας και των παραρτημάτων του ή του λογαριασμού ανεργίας προσωπικού ημερήσιων εφημερίδων Αθηνών και Θεσσαλονίκης ή του λογαριασμού ανεργίας τεχνικών τύπου Αθηνών και Θεσσαλονίκης, καθώς και άνεργο που επιδοτήθηκε λόγω τακτικής επιδότησης από τους ως άνω φορείς και λογαριασμούς κατά τους έξι (6) τουλάχιστον από τους δώδεκα (12) μήνες που προηγούνται κάθε φορά της ημερολογιακής βάσης υπολογισμού του τέλους, όπως αυτή ορίζεται με την κανονιστική απόφαση που προβλέπεται στην παράγραφο 13 του παρόντος άρθρου. Η απαλλαγή του προηγούμενου εδαφίου δεν παρέχεται εφόσον το οικογενειακό εισόδημα κατά το προηγούμενο έτος, του έτους επιβολής του τέλους, υπερβαίνει το ποσό των 12.000 ευρώ, το οποίο προσαυξάνεται κατά 4.000 ευρώ για κάθε προστατευόμενο τέκνο. Οι προηγούμενες διατάξεις της παρούσας παραγράφου για το μειωμένο συντελεστή τέλους και την απαλλαγή από αυτό, δεν ισχύουν και το τέλος υπολογίζεται όπως ορίζεται στις παραγράφους 2 και 3: α) αν η αξία της ακίνητης περιουσίας του δικαιούχου, με βάση τα στοιχεία ακινήτων του έτους 2008, υπερβαίνει τις 150.000 ευρώ, η οποία προσαυξάνεται κατά 10.000 ευρώ για κάθε προστατευόμενο τέκνο, ή β) αν το ιδιοκατοικούμενο ακίνητο βρίσκεται σε ζώνη με τιμή άνω των 3.000 ευρώ, καθώς και γ) για το πλέον των 120 τ. μ. εμβαδόν του ιδιοκατοικούμενου ακινήτου, το οποίο προσαυξάνεται κατά 20 τ.μ. για κάθε προστατευόμενο τέκνο και μέχρι τα 200 τ.μ..
7. Για την εφαρμογή της προηγούμενης παραγράφου, ο δικαιούχος του μειωμένου συντελεστή υποβάλλει αίτηση στη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων (Γ.Γ.Π.Σ.) του Υπουργείου Οικονομικών, είτε ηλεκτρονικά είτε μέσω των Κ.Ε.Π.. Με την απόφαση που εκδίδεται κατ΄ εξουσιοδότηση της παραγράφου 13, ρυθμίζεται και κάθε αναγκαίο θέμα σχετικό με το χρόνο υποβολής και τον έλεγχο των υποβαλλόμενων αιτήσεων, την επιβεβαίωση της συνδρομής των προϋποθέσεων εφαρμογής του μειωμένου συντελεστή της προηγούμενης παραγράφου, τον τρόπο ενημέρωσης της Δ.Ε.Η. και των εναλλακτικών προμηθευτών ηλεκτρικού ρεύματος από τη Γ.Γ.Π.Σ. για τους δικαιούχους του μειωμένου τέλους, οι προϋποθέσεις, ο τρόπος και το αρμόδιο όργανο επιστροφής του επιπλέον τέλους που τυχόν καταβλήθηκε από τον δικαιούχο και κάθε αναγκαίο ζήτημα για την εφαρμογή της προηγούμενης παραγράφου.
8. Η βεβαίωση του ειδικού τέλους συντελείται με την εγγραφή στις 17.9.2011 του ηλεκτροδοτούμενού ακινήτου στις μηχανογραφικές καταστάσεις της Δ.Ε.Η. και των λοιπών εναλλακτικών προμηθευτών ηλεκτρικού ρεύματος και ο κατάλογος αυτός αποτελεί τον τίτλο βεβαίωσης για το Ελληνικό Δημόσιο και τον αντίστοιχο χρηματικό κατάλογο των αρμόδιων Δ.Ο.Υ..
Αρμόδιος προϊστάμενος Δ.Ο.Υ. είναι ο προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. φορολογίας εισοδήματος του κυρίου ή επικαρπωτή του ακινήτου κατά την ημερομηνία αρχικής έκδοσης του λογαριασμού της Δ.Ε.Η. και των εναλλακτικών προμηθευτών ηλεκτρικού ρεύματος κατ΄ έτος. Η βεβαίωση του τέλους από την αρμόδια Δ.Ο.Υ., αν δεν καταβληθεί το τέλος μέσω του λογαριασμού κατανάλωσης του ηλεκτρικού ρεύματος, διενεργείται μέσα σε προθεσμία τεσσάρων (4) μηνών από τη γνωστοποίηση που προβλέπεται στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 11, όπως ειδικότερα ορίζεται με την υπουργική απόφαση που εκδίδεται κατ΄ εξουσιοδότηση της παραγράφου 13 του παρόντος άρθρου.
9. Το ειδικό τέλος του παρόντος άρθρου συνεισπράττεται από τη Δ.Ε.Η. και τους εναλλακτικούς προμηθευτές ηλεκτρικού ρεύματος για το έτος 2011 σε δύο (2) ισόποσες δόσεις που εκδίδονται από αυτούς από τον Οκτώβριο του τρέχοντος έτους μέχρι τον Ιανουάριο του 2012.
10. Τα ποσά του ειδικού τέλους που εισπράττονται από τη Δ.Ε.Η. και τους εναλλακτικούς προμηθευτές ηλεκτρικού ρεύματος αποδίδονται στο Ελληνικό Δημόσιο μέσα σε διάστημα είκοσι ημερών από τη λήξη του μήνα στον οποίο εισπράχθηκαν οι σχετικοί λογαριασμοί, όπως ειδικότερα καθορίζεται με την υπουργική απόφαση της παραγράφου 13. Η Δ.Ε.Η. και οι εναλλακτικοί προμηθευτές ηλεκτρικού ρεύματος μπορεί να δίνουν στο Ελληνικό Δημόσιο χρηματικές προκαταβολές έναντι των ποσών που πρέπει να αποδοθούν από τις εισπράξεις του τέλους και μέχρι 25% του προς είσπραξη ποσού. Για την αντιμετώπιση των δαπανών είσπραξης του ανωτέρω τέλους η Δ.Ε.Η. και οι εναλλακτικοί προμηθευτές ηλεκτρικού ρεύματος παρακρατούν από τις εισπράξεις ποσοστό 0,25%. Η Δ.Ε.Η. και οι εναλλακτικοί προμηθευτές ηλεκτρικού ρεύματος υποχρεούνται να θέτουν στη διάθεση της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων (Γ.Γ.Π.Σ.) του Υπουργείου Οικονομικών ηλεκτρονικά αρχεία που τηρούν και τους ζητούνται από τη Γ.Γ.Π.Σ. και η Γ.Γ.Π.Σ. δικαιούται να προβαίνει σε περαιτέρω επεξεργασία των αρχείων αυτών για τους σκοπούς των διατάξεων του παρόντος άρθρου.
11. Αν δεν καταβληθεί το τέλος, η Δ.Ε.Η. και οι εναλλακτικοί προμηθευτές ηλεκτρικού ρεύματος προβαίνουν στην έκδοση εντολής διακοπής του ρεύματος του καταναλωτή προς τον Διαχειριστή του Δικτύου, ο οποίος προβαίνει σε διακοπή της σύνδεσης και δεν το επαναχορηγούν μέχρι να εξοφληθεί το οφειλόμενο τέλος, σύμφωνα με όσα ορίζονται ειδικότερα με την υπουργική απόφαση της παραγράφου 13. Αν δεν ζητηθεί η επαναχορήγηση του ηλεκτρικού ρεύματος, η Δ.Ε.Η. και οι εναλλακτικοί προμηθευτές ηλεκτρικού ρεύματος, αφού διαγράψουν τον υπόχρεο καταναλωτή, γνωστοποιούν τη διαγραφή στο Ελληνικό Δημόσιο, ώστε να μεριμνήσει για την είσπραξη του οφειλόμενου τέλους, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα για την Είσπραξη Δημοσίων Εσόδων (Κ.Ε.Δ.Ε.). Αν δεν εξοφληθεί προηγουμένως το ειδικό τέλος του παρόντος άρθρου, δεν επιτρέπεται η αλλαγή προμηθευτή ηλεκτρικού ρεύματος. Αν δεν ζητηθεί η διακοπή της σύνδεσης, με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών επιβάλλεται σε βάρος της Δ.Ε.Η. ή του εναλλακτικού προμηθευτή ηλεκτρικού ρεύματος και υπέρ του Δημοσίου, πρόστιμο ίσο με το τέλος που δεν καταβλήθηκε προσαυξημένο κατά 25%.
12. Υπόχρεος για την καταβολή του τέλους είναι ο χρήστης του ακινήτου, ο οποίος καταβάλλει το τέλος μαζί με το λογαριασμό κατανάλωσης του ηλεκτρικού ρεύματος. Αν ο χρήστης είναι μισθωτής, με την καταβολή επέρχεται αυτοδικαίως συμψηφισμός με οφειλόμενα ή μελλοντικά μισθώματα. Η διάταξη του προηγούμενου εδαφίου κατισχύει κάθε άλλης αντίθετης συμφωνίας των συμβαλλόμενων μερών.
13. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ρυθμίζεται ο ειδικότερος τρόπος και η διαδικασία για: α) την είσπραξη του τέλους μέσω των, λογαριασμών κατανάλωσης του ηλεκτρικού ρεύματος, β) τη βεβαίωση και είσπραξη του τέλους κατά τις διατάξεις του Κ.Ε.Δ.Ε. από τον κύριο ή επικαρπωτή του ακινήτου σε περίπτωση μη καταβολής του μέσω των λογαριασμών κατανάλωσης του ηλεκτρικού ρεύματος, γ) τις προϋποθέσεις επιστροφής του ειδικού τέλους από την αρμόδια Δ.Ο.Υ., εφόσον το ακίνητο υπόκειται στις εξαιρέσεις της παραγράφου 5 ή στο μειωμένο συντελεστή της παραγράφου 6, καθώς και τον τρόπο και τη διαδικασία βεβαίωσης και είσπραξης του ειδικού τέλους στις περιπτώσεις που διαπιστωθεί ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις απαλλαγής ή ότι εφαρμόστηκε εσφαλμένος συντελεστής προσδιορισμού του, δ) τις ειδικότερες προϋποθέσεις και τη διαδικασία για την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 6, ε) τα ζητήματα που ορίζονται στην παράγραφο 7 και το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 11 και κάθε αναγκαίο θέμα για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου».
Με την παράγραφο 13 του άρθρου 53 του Ν. 4021/2011 δόθηκε ρητή νομοθετική εξουσιοδότηση στον κ. Υπουργό Οικονομικών να καθορίσει με απόφασή του την ειδικότερη διαδικασία για την είσπραξη του τέλους μέσω, των λογαριασμών κατανάλωσης του ηλεκτρικού ρεύματος, τη βεβαίωσή του, τις προϋποθέσεις επιστροφής του και τις ειδικότερες διαδικασίες για την εφαρμογή του Νόμου. Ο Αναπληρωτής Υπουργός Οικονομικών εξέδωσε την υπ΄ αριθ. 1211/10-10-2011 Απόφασή του (δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ με αριθμό 2298/Β΄/13-10-2011 και ημερομηνία πραγματικής κυκλοφορίας την 18-10-2011) με θέμα: «Καθορισμός του τρόπου και της διαδικασίας για: α) την είσπραξη του έκτακτου ειδικού τέλους ηλεκτροδοτούμενων δομημένων επιφανειών μέσω των λογαριασμών του κατανάλωσης του ηλεκτρικού ρεύματος, β) τη βεβαίωση και είσπραξη του τέλους κατά τις διατάξεις του Κ.Ε.Δ.Ε. από τον κύριο ή επικαρπωτή του ακινήτου σε περίπτωση μη καταβολής του μέσω των λογαριασμών κατανάλωσης του ηλεκτρικού ρεύματος, γ) τη βεβαίωση και είσπραξη του τέλους σε περίπτωση μη συνδρομής των προϋποθέσεων απαλλαγής και δ) την εφαρμογή των διατάξεων των παραγράφων 6,7, του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 11 καθώς και των προϋποθέσεων επιστροφής του ειδικού τέλους από την αρμόδια Δ.Ο.Υ., για το έτος 2011».
Το άρθρο 1 της υπ΄ αριθ. 1211/2011 Κανονιστικής Απόφασης του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών αφορά την επιβολή του “ Έκτακτου Ειδικού Τέλους Ηλεκτροδοτούμενων Δομημένων Επιφανειών (Ε.Ε.Τ.Η.Δ.Ε.)”. Το άρθρο 2 αναφέρεται στη διαδικασία χορήγησης απαλλαγών της παραγράφου 5 του άρθρου 53 του Ν. 4021/2011 και τα δικαιολογητικά απαλλαγής. Το άρθρο 3 αναφέρεται στον καθορισμό της διαδικασίας για την εφαρμογή των διατάξεων της παρ. 6 περί απαλλαγής από το έκτακτο ειδικό τέλος ηλεκτροδοτούμενων δομημένων επιφανειών ή επιβολής αυτού με μειωμένο συντελεστή 0,5 (διαδικασία χορήγησης μειωμένου συντελεστή ή απαλλαγής ηλεκτρονικά και διαδικασία χορήγησης απαλλαγών από τη Δ.Ο.Υ.). Το άρθρο 4 αναφέρεται στη διαδικασία βεβαίωσης του Ε.Ε.Τ.Η.Δ.Ε. (ενέργειες Δ.Ε.Η. και εναλλακτικών προμηθευτών ηλεκτρικού ρεύματος, ενέργειες της Γ.Γ.Π.Σ. και ενέργειες των Δ.Ο.Υ.). Το άρθρο 5 αναφέρεται στη διαδικασία απόδοσης του Ε.Ε.Τ.Η.Δ.Ε. από την Δ.Ε.Η. στο Ελληνικό Δημόσιο.
Επειδή σκοπός του Σωματείου μας είναι η προστασία και γενικότερη προώθηση των συμφερόντων του έλληνα φορολογούμενου και της ελληνικής οικονομίας και η υποβολή προτάσεων και πραγματοποίηση παρεμβάσεων σε θέματα φορολογίας και η προστασία των έννομων συμφερόντων των φορολογουμένων αφορά και την προστασία των συνταγματικά κατοχυρωμένων ατομικών δικαιωμάτων των φορολογούμενων. Επειδή μέλη του Σωματείου μας είναι και ιδιοκτήτες ακινήτων, όπως ο τρίτος αιτών, που υφίστανται οικονομική βλάβη από την επιβολή Έκτακτου Ειδικού Τέλους Ηλεκτροδοτούμενων Δομημένων Επιφανειών (Ε.Ε.Τ.Η.Δ.Ε.)” και ως εκ τούτου έχουμε έννομο συμφέρον για την προστασία των έννομων συμφερόντων και των δικαιωμάτων και των μελών μας.
Επειδή η δεύτερη αιτούσα εταιρεία και ο τρίτος αιτών είμαστε ιδιοκτήτες ακινήτων (ηλεκτροδοτούμενων δομημένων επιφανειών) και καλούμαστε να καταβάλλουμε το αναλογούν στις ιδιοκτησίες μας Έκτακτο Ειδικό Τέλος Ηλεκτροδοτούμενων Δομημένων Επιφανειών (Ε.Ε.Τ.Η.Δ.Ε.)” για το οικονομικό έτος 2011 και για τα επόμενα οικονομικά έτη και υφιστάμεθα οικονομική βλάβη από την επιβολή του επιβολή του «Έκτακτου Ειδικού Τέλους Ηλεκτροδοτούμενων Δομημένων Επιφανειών (Ε.Ε.Τ.Η.Δ.Ε)» και ως εκ τούτου το έννομο συμφέρον μας είναι προφανές,
Προσφεύγουμε όλοι από κοινού, νόμιμα και εμπρόθεσμα ενώπιον του Δικαστηρίου Σας, με προφανές έννομο συμφέρον, και ζητούμε την ακύρωση της προσβαλλομένης υπ΄ αριθ. 1211/10-10-2011 Υπουργικής Αποφάσεως, που αφορά την επιβολή του “Έκτακτου Ειδικού Τέλους Ηλεκτροδοτούμενων Δομημένων Επιφανειών (Ε.Ε.Τ.Η.Δ.Ε.)”, για τους κάτωθι προβαλλόμενους νόμιμους, βάσιμους και αληθείς λόγους και για όσους άλλους επιφυλασσόμεθα να προσθέσουμε στο μέλλον με ιδιαίτερο δικόγραφο πρόσθετων λόγων.
ΛΟΓΟΙ ΑΚΥΡΩΣΕΩΣ:
Α). Κατά παράβαση του άρθρου 1 παρ. 3 και άρθρου 26 παρ. 2 του Συντάγματος:
Η παράγραφος 11 του άρθρου 53 του Ν. 4021/2011, κατά παράβαση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών, αναθέτει ένα πλέγμα αρμοδιοτήτων της εκτελεστικής εξουσίας και δη των φορολογικών αρχών (υπολογισμός και είσπραξη τέλους ακινήτων, βεβαίωση παράβασης για μη πληρωμή και επιβολή διοικητικών κυρώσεων σε ιδιώτες) τόσο στην Δ.Ε.Η., η οποία αποτελεί ανώνυμη εταιρεία και νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, όσο και σε ιδιωτικές εταιρείες παροχής ηλεκτροδότησης (εναλλακτικούς παρόχους τους ονομάζει).
Η μνημονευμένη παράγραφος 11 του άρθρου 53 του Νόμου 4021/2011 κατά το μέρος που προβλέπει ευθέως ή επιτρέπει την ανάθεση φορολογικής φύσεως αρμοδιοτήτων (υπολογισμός και είσπραξη του τέλους, βεβαίωση παράβασης για μη πληρωμή του, επιβολή διοικητικών κυρώσεων σε ιδιώτες) σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, αντίκεινται στις θεμελιώδεις διατάξεις του άρθ. 1 παρ. 3 και 26 παρ. 2 του Συντάγματος, κατά την έννοια των οποίων, η φορολογική εξουσία, ως κατεξοχήν δημόσια εξουσία και έκφραση κυριαρχίας, ασκείται, διά των φορολογικών αρχών, μόνο από το κράτος (και νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου που και αυτά είναι αποκεντρωμένες καθ’ ύλην κρατικές υπηρεσίες) και όχι από ιδιώτες (Ολομέλεια ΣτΕ 1934/1998).
Η οποιαδήποτε ανάθεση άσκησης δημόσιας εξουσίας σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου (όπως είναι η Δ.Ε.Η. και οι άλλες ιδιωτικές εταιρείες παροχής ρεύματος) αντίκειται στο άρθρο 26 παρ. 2 του Συντάγματός μας, καθώς η άσκηση της δημόσιας εξουσίας αποτελεί την κατ΄ εξοχήν έκφραση κυριαρχίας του Κράτους και ασκείται μόνο από το Δημόσιο και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (Ολομέλεια ΣτΕ 1934/1998).
Τόσον η είσπραξη φόρων, όσο και η βεβαίωση παραβάσεων και επιβολή διοικητικών κυρώσεων σε ιδιώτες λόγω της άρνησης πληρωμής φόρων, αποτελούν στοιχεία άσκησης δημόσιας εξουσίας, η οποία ασκείται μόνο από τα όργανα της εκτελεστικής εξουσίας, κατά το άρθρο 26 παρ. 2 του Συντάγματος. Η άσκηση δημόσιας εξουσίας από ιδιώτες νοθεύει και την γενική αρχή του δημοκρατικού μας πολιτεύματος, όπως αυτή εκφράζεται στο άρθρο 1 παρ. 3 του Συντάγματος που ορίζει: «Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού και του Έθνους και ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα».
Ως δε άσκηση της δημόσιας εξουσίας η οποία αντισυνταγματικώς ανατίθεται σε ιδιώτες θεωρούμε αφενός μεν την εξουσία κατάστρωσης του καταλόγου των προσώπων από τα οποία θα ζητηθεί ο φόρος, αφετέρου δε την εξουσία καταναγκασμού σε πληρωμή, ήτοι την διαδικασία διοικητικής εκτέλεσης, του φόρου αυτού. Συνεπώς, το άρθρο 53 του Ν. 4021/2011 αντίκειται στις ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 3 και 26 παρ. 2 του Συντάγματος, διατάξεις δηλαδή υπερνομοθετικής ισχύος, και η προσβαλλόμενη υπ΄ αριθ. 1211/10-10-2011 κανονιστική Υπουργική Απόφαση, που εκδόθηκε κατ’ εφαρμογή της εξουσιοδοτικής διατάξεως του άρθρου 53 παρ. 13 του Ν. 4021/2011, τυγχάνει για αυτόν το λόγο ακυρωτέα.
Β) Κατά παράβαση της αρχής της νομιμότητας του φόρου (άρθρο 78 παρ. 1 και 4 του Συντάγματος):
Το άρθρο 78 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζει: "Κανένας φόρος δεν επιβάλλεται ούτε εισπράττεται χωρίς τυπικό νόμο που καθορίζει το υποκείμενο της φορολογίας και το εισόδημα, το είδος της περιουσίας, τις δαπάνες και τις συναλλαγές ή τις κατηγορίες τους, στις οποίες αναφέρεται ο φόρος." Δυνάμει της συνταγματικής αυτής διάταξης, είναι αντισυνταγματική μια διάταξη που ορίζει ότι η βάση υπολογισμού του φόρου δεν καθορίζεται από τον νόμο όπως αυτός θα εφαρμοστεί από διοικητικές αρχές, αλλά θα καθοριστεί (ή έχει ήδη καθοριστεί) από την ΔΕΗ ή τους εναλλακτικούς προμηθευτές ηλεκτρικού ρεύματος. Η χρήση της μεθόδου υπολογισμού που ακολουθεί η ΔΕΗ συνιστά σιωπηρή αλλά ξεκάθαρη εξουσιοδότηση προς νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου να καθορίσει το αντικείμενο του φόρου, το οποίο παρέλειψε να προσδιορίσει με επάρκεια ο φορολογικός νομοθέτης. Η ρύθμιση αυτή δεν έρχεται σε αντίθεση μόνο με την ανωτέρω διάταξη που επιβάλλει να είναι καθορισμένο το αντικείμενο του φόρου από τον νόμο, αλλά έρχεται σε μείζονα λόγω και με την απαγόρευση εξουσιοδότησης προς την διοίκηση, πολλώ δε μάλλον σε ιδιώτη ή Ν.Π.Ι.Δ., να καθορίσει ένα από τα στοιχεία του φόρου, και εν προκειμένω την βάση υπολογισμού που είναι η επιφάνεια του ακινήτου που θα φορολογηθεί.
Ο νόμος 2130/1993, που αναθέτει στην Δ.Ε.Η. την είσπραξη των δημοτικών τελών, στηρίζεται σε ένα τελείως διαφορετικό νομικό σύστημα φορολογίας: την επιβολή ανταποδοτικών τελών από ΟΤΑ. Στην συγκεκριμένη κατηγορία δημοσιονομικών εσόδων, ανταποδοτικά τέλη, επιτρέπεται η νομοθετική εξουσιοδότηση προς όργανα της διοίκησης (Η Δ.Ε.Η. και οι άλλες εταιρείες παροχής ηλεκτροδότησης δεν θα μπορούσαν να συμπεριληφθούν σε αυτά). Όμως στα πλαίσια του συστήματος αυτού, οι διατάξεις επιβολής του ειδικού τέλους ακινήτων ελέγχονται από πλευράς υπάρξεως ή όχι ανταποδοτικότητας.
Όταν το Τέλος δεν έχει ανταποδοτικό χαρακτήρα αποτελεί φόρο κατά την έννοια του άρθρου 78 του Συντάγματος (ΣΤΕ 60/2010, 2462/1999, 1923/2009). Στην προκειμένη περίπτωση το λεγόμενο «Τέλος Ακινήτων» αποτελεί στην ουσία φόρο καθώς απουσιάζουν από αυτό όλα εκείνα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν ένα ανταποδοτικό τέλος. Το άρθρο 53 του Ν. 4021/2011 και η προσβαλλόμενη υπ΄ αριθ. 1211/2011 Υπουργική Απόφαση (άρθρα 1 έως 5) χρησιμοποιούν τον εύσχημο τίτλο «Έκτακτο Ειδικό Τέλος Ηλεκτροδοτούμενων Δομημένων Επιφανειών (Ε.Ε.Τ.Η.Δ.Ε.)» χωρίς να το ονομάζουν φόρο. Είναι αυτονόητο, ότι το ζήτημα, αν ένα οικονομικό βάρος αποτελεί "φόρο" ή "ανταποδοτικό τέλος", δεν κρίνεται από το πώς το χαρακτηρίζει η σχετική διάταξη, όπως στην προκείμενη περίπτωση, αλλά από τη φύση και το σκοπό που υπηρετούν. Ο σκοπός αυτός και η φύση του οικονομικού βάρους κρίνονται τελικώς από το αν η συγκεκριμένη υπηρεσία, η οποία παρέχεται από το κράτος ή άλλο νομικό πρόσωπο δημόσιου δικαίου και για την οποία επιβλήθηκε το οικονομικό βάρος, θεσπίστηκε αποκλειστικώς υπέρ του γενικού συμφέροντος, οπότε πρόκειται για φόρο, ή, συγχρόνως, και υπέρ του συμφέροντος ορισμένου κύκλου προσώπων, τα οποία θα την χρησιμοποιήσουν ή υπέρ των οποίων θα λειτουργήσει, οπότε μπορεί να θεωρηθεί ανταποδοτικό τέλος.
Όπως παγίως γίνεται δεκτό από τη νομολογία (ΣτΕ 2462/1999, ΣτΕ 649/1981 και ΑΕΔ 5/1984, ΣτΕ 950/1981) και τη δημοσιονομική θεωρία, το ανταποδοτικό τέλος διακρίνεται επίσης από τον φόρο κατά το ότι αποτελεί μεν και αυτό, όπως ο φόρος, αναγκαστική οικονομική παροχή, καταβάλλεται όμως, έναντι ειδικής αντιπαροχής, δηλαδή έναντι ειδικώς παρεχόμενης δημόσιας υπηρεσίας, προς την οποία μάλιστα τελεί σε σχέση αντιστοιχίας, καθώς αποσκοπεί στην κάλυψη του κόστους παροχής της. Η δημόσια δε αυτή υπηρεσία, χάριν της οποίας επιβάλλεται το ανταποδοτικό τέλος, παρέχεται μεν χάριν δημοσίου σκοπού, εξυπηρετούνται όμως με αυτήν ταυτοχρόνως και όποιοι τη χρησιμοποιούν, που φέρουν και το βάρος των δαπανών της. Πρόκειται δηλαδή για μονομερώς επιβαλλόμενες χρηματικές υποχρεώσεις, διακρινόμενες από τους φόρους, κατά το ότι η καταβολή αυτών, συνδέεται με την παροχή ειδικής ωφέλειας.
Ανταποδοτικά τέλη θεσπίζονται δηλαδή για την αντιμετώπιση των δαπανών και του κόστους που έχει μια παρεχόμενη υπηρεσία ή ένα έργο ή γενικότερα, μια ειδική αντιπαροχή προς μια κατηγορία προσώπων. Η νομιμότητα της επιβολής των ανταποδοτικών τελών συναρτάται με την ύπαρξη μίας, προσεγγιστικά αναλογικής σχέσης μεταξύ εσόδων και απαιτούμενων, για την παροχή της ειδικής ωφέλειας, δαπανών. Η διάθεση όλων ή μέρους των εσόδων των ανταποδοτικών τελών για σκοπούς μη άμεσα συναρτόμενους με την παροχή των υπηρεσιών αυτών, δεν είναι σύννομη, καθότι ακυρώνει την αναλογικότητα της σχέσης αυτής (αρχή της ανταποδοτικότητας), και, σε αυτή την περίπτωση, υποκρύπτεται φορολογία.
Μολονότι η αιτιολογική έκθεση του Νόμου προσπαθεί ανεπιτυχώς να δώσει στοιχεία εμμέσου ανταποδοτικότητας στο Τέλος Ακινήτων, εντούτοις η παράγραφος 1 του άρθρου 53 ορίζει ότι το έκτακτο ειδικό τέλος επιβάλλεται από επιτακτικούς λόγους εθνικού συμφέροντος που συνίστανται στην άμεση μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος (!). Συνεπώς, τα έσοδα από το έκτακτο ειδικό τέλος προορίζονται για δημοσιονομικούς σκοπούς μη άμεσα συναρτόμενους με την παροχή κάποιας ειδικής ωφέλειας στους ιδιοκτήτες των ακινήτων. Κατά συνέπεια, το ειδικό τέλος ακινήτου αποτελεί φόρο περιουσίας, κατά το άρθρο 78 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως άλλωστε ρητώς αποδέχεται και η Αιτιολογική Έκθεση της τροπολογίας.
Ο νομοθέτης προσπαθεί να μεταφέρει την ευχέρεια της δυνατότητας καθορισμού του αντικειμένου του τέλους με εξουσιοδότηση, σε ένα τελείως διαφορετικό νομικό πλαίσιο στο οποίο δεν είναι ανεκτός συνταγματικά ο κατ' εξουσιοδότηση καθορισμός της βάσης του φόρου. Η σιωπηρή αλλά ξεκάθαρη εξουσιοδότηση προς νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου να καθορίσει το αντικείμενο του φόρου, αντίκειται στο άρθρο 78 παρ. 4 του Συντάγματος που ορίζει ότι: «Το αντικείμενο της φορολογίας, ο φορολογικός συντελεστής, οι απαλλαγές ή οι εξαιρέσεις από τη φορολογία δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο νομοθετικής εξουσιοδότησης». Στην προκειμένη περίπτωση αντικείμενο του φόρου είναι η επιφάνεια το ακινήτου ενώ ο φορολογικός συντελεστής δεν είναι καθορισμένος σε επίπεδο νόμου.
Πράγματι, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί συνταγματικά ανεκτός ο καθορισμός του αντικειμένου του φόρου από ιδιώτη, όπως εν προκειμένω συμβαίνει με την χρήση της ιδιωτικής καταγραφής της ΔΕΗ προκειμένου να επιβληθεί φόρος. Η μόνη καταγραφή περιουσιακών στοιχείων με την θεσμική εγγύηση του κράτους είναι αυτή που έχει λάβει χώρα στα λειτουργούντα κτηματολογικά γραφεία. Όλες οι άλλες καταγραφές δεν πληρούν στοιχεία θεσμικής εγγύησης και πραγματικής ορθότητας περεταίρω δε δεν μπορούν να αποτελέσουν βάσεις υπολογισμού του φόρου «κατά παραπομπήν».
Άλλωστε και οι τιμές ζώνης, οι οποίες αποτελούν στοιχείο απαραίτητο για τον προσδιορισμό του συντελεστή του φόρου δεν καθορίζονται από διάταξη τυπικού νόμου αλλά από υπουργικές αποφάσεις που εκδίδονται βάσει εξουσιοδοτικής διάταξης. Είναι προφανές ότι ουσιώδες στοιχείο του αντικειμένου του φόρου, ήτοι η τιμή ζώνης, είναι αντικείμενο νομοθετικής εξουσιοδότησης, κατά παράβαση σαφούς συνταγματικής επιταγής.
Συνεπώς, το άρθρο 53 του Ν. 4021/2011 αντίκειται στις διατάξεις του άρθρου 78 παρ. 1 και 4 του Συντάγματος και η προσβαλλόμενη υπ΄ αριθ. 1211/10-10-2011 κανονιστική Υπουργική Απόφαση, που εκδόθηκε κατ’ εφαρμογή της εξουσιοδοτικής διατάξεως του άρθρου 53 παρ. 13 του Ν. 4021/2011, τυγχάνει και για αυτόν το λόγο ακυρωτέα.
Γ). Κατά παράβαση της αρχής της φοροδοτικής ικανότητας κατά το άρθρο 4 παρ. 5 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος:
Με τις διατάξεις αυτές του Συντάγματος καθιερώνονται ορισμένες γενικές αρχές, με τις οποίες επιδιώκεται από το συνταγματικό νομοθέτη η πραγμάτωση των κανόνων της φορολογικής δικαιοσύνης και του κράτους δικαίου γενικότερα. Οι αρχές αυτές είναι η καθολικότητα της επιβάρυνσης και η ισότητα αυτής έναντι των βαρυνομένων, εξειδικευόμενη με τον, κατ΄ αρχήν, βάσει ορισμένης φοροδοτικής ικανότητας, καθορισμό του φορολογικού βάρους (ΣτΕ 91/2011).
Οι διατάξεις αυτές, όπως παγίως έχουν ερμηνευθεί, δεν αποκλείουν την εκ μέρους του κοινού νομοθέτη διαφορετική φορολογική μεταχείριση κατηγοριών φορολογουμένων, εφόσον η μεταχείριση αυτή δεν είναι αυθαίρετη, αλλά στηρίζεται σε γενικά και αντικειμενικά κριτήρια, ανταποκρινόμενα στις ιδιαίτερες συνθήκες υπό τις οποίες τελεί κάθε κατηγορία (ΣτΕ 1135/1991).
Η φορολογική υποχρέωση πρέπει να είναι ανάλογη της φοροδοτικής ικανότητας του κάθε πολίτη. Η όποια φορολογική επιβάρυνση πρέπει να συνάπτεται με γενικό και αντικειμενικό κριτήριο, από το οποίο να τεκμαίρεται, κατά την κοινή πείρα, η ύπαρξη αντίστοιχης οικονομικής δυνατότητας και, επομένως, φοροδοτικής ικανότητας των επιβαρυνόμενων.
Η φοροδοτική ικανότητα του φορολογούμενου θα πρέπει να προκύπτει επίσης με συνδυασμό αντικειμενικών στοιχείων, σε συνάρτηση δηλαδή με τον προσδιορισμό της φορολογητέας ύλης, και υποκειμενικών στοιχείων, δηλαδή να διαπιστώνεται εάν άτομα που ανήκουν στην ίδια επαγγελματική ή κοινωνική τάξη έχουν και την ίδια φοροδοτική ικανότητα.
Η διάταξη του άρθρου 53 Ν. 4021/2011 και η προσβαλλόμενη Υπουργική Απόφαση παραβιάζουν την αρχή της φορολογικής ισότητας, δηλαδή της φορολόγησης με βάση την φοροδοτική ικανότητα, διότι επιβάλει αδιακρίτως τον ίδιο φόρο (τέλος ακινήτων) σε όλους τους ιδιοκτήτες ακινήτων (δομημένων επιφανειών), με μόνα κριτήρια την τιμή ζώνης και την παλαιότητα του ηλεκτροδοτούμενου ακινήτου, χωρίς να συνυπολογίσει και το πραγματικό ετήσιο εισόδημα του καθενός ιδιοκτήτη ακινήτου, το οποίο κατά κοινή πείρα είναι ουσιωδώς διαφορετικό. Το γεγονός ότι δύο φορολογούμενοι ιδιοκτήτες ακινήτων έχουν ένα ακίνητο της ίδιας αντικειμενικής αξίας και παλαιότητας με το ίδιο εμβαδό τετραγωνικών μέτρων δεν σημαίνει, άνευ ετέρου, ότι έχουν και την ίδια οικονομική δυνατότητα να καταβάλλουν και τον ίδιο ετήσιο φόρο (!), λαμβανομένου υπόψιν ότι το ακίνητο δεν τους αποφέρει εισόδημα.
Δε λαμβάνονται δηλαδή καθόλου υπόψιν, πριν την επιβολή του εν λόγω Τέλους Ακινήτου, οι ιδιαίτερες συνθήκες και περιστάσεις υπό τις οποίες τελεί ο κάθε υπόχρεος ιδιοκτήτης ακινήτου ούτως ώστε να του επιβάλλεται ο φόρος στο ύψος που πραγματικά του αναλογεί. Ο φόρος όμως για να είναι αναλογικός και συμβατός με το Σύνταγμά μας πρέπει να είναι ανάλογος με τη φοροδοτική ικανότητα του καθενός, κατά το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος και άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος. Η αρχή της φορολογικής ισότητας επιβάλλει την κατανομή των φορολογικών βαρών, με βάση τη φοροδοτική ικανότητα εκάστου, η οποία ικανότητα λαμβάνεται υπόψη όχι μόνο με βάση τα τετραγωνικά μέτρα της οικίας (!) του ιδιοκτήτη, αλλά γενικότερα με βάση την οικονομική δύναμη του κάθε φορολογούμενου.
Η προσβαλλόμενη Υπουργική Απόφαση παραβιάζει τα άρθρα 17 παρ. 1, 4 παρ. 5 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος, καθώς, η φορολόγηση της ακίνητης περιουσίας, κατά τις ως άνω διατάξεις του Συντάγματος, είναι νοητή εφόσον η περιουσία αυτή φέρει κάποια πρόσοδο ή υπεραξία και προσδιορίζεται η φορολογητέα ωφέλεια κατά το χρόνο της φορολογίας (ΣτΕ 850/2001). Όταν δηλαδή παράγει, αμέσως ή εμμέσως, κάποιο εισόδημα. Έτσι π.χ. είναι συνταγματικώς επιτρεπτή η φορολόγηση του τιμήματος πώλησης ή του εισοδήματος από ενοικίαση, μακροχρόνια μίσθωση ή άλλη επενδυτική δραστηριότητα σχετική με το ακίνητο. Η φορολόγηση της απρόσοδης ακίνητης περιουσίας, και δη σε μόνιμη ετήσια βάση, αντιστοιχεί σε δρομολογημένη δήμευση της ατομικής ιδιοκτησίας, η οποία προσβάλλει ευθέως το Σύνταγμα και την αρχή της φορολογικής ισότητας, ιδιαίτερη έκφανση της οποίας είναι η αρχή της φορολόγησης με βάση της φοροδοτική ικανότητα του καθενός.
Κατά συνέπεια, αυτή η φορολόγηση των ιδιοκτητών δομημένων επιφανειών ακινήτων συνεπάγεται μία ανισότητα των φορολογουμένων στη συμμετοχή στα δημόσια βάρη ανάλογα με τις δυνάμεις τους, κατά παράβαση της συνταγματικής αρχής της φορολογικής ισότητας που καθιερώνεται από τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος και της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας που καθιερώνεται από τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 του Συντάγματος.
Συνεπώς, το άρθρο 53 του Ν. 4021/2011 αντίκειται στις διατάξεις του άρθρου 78 παρ. 1 και 4 του Συντάγματος και η προσβαλλόμενη υπ΄ αριθ. 1211/10-10-2011 κανονιστική Υπουργική Απόφαση, που εκδόθηκε κατ’ εφαρμογή της εξουσιοδοτικής διατάξεως του άρθρου 53 παρ. 13 του Ν. 4021/2011, τυγχάνει και για αυτόν το λόγο ακυρωτέα.
Δ). Κατά παράβαση του άρθρου 17 του Συντάγματος και του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτόκολλου της Ε.Σ.Δ.Α. που κατοχυρώνουν την προστασία του δικαιώματος της ιδιοκτησίας.
Το δικαίωμα της ιδιοκτησίας με βάση το άρθρο 17 του Συντάγματος και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, και σύμφωνα με τη σχετική νομολογία, προϋποθέτει την ελευθερία απόλαυσης της ιδιοκτησίας («δικαίωμα να απολαύει» «is entitled to the peaceful enjoyment of his possessions», κατά το άρθρ. 1,1ου Πρωτ. της ΕΣΔΑ), την αξιοποίηση ή μη αυτής, την πώληση ή μη αυτής, ανάλογα με την επιθυμία του ιδιοκτήτη. Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.) και το Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ κυρώθηκαν από την Ελλάδα με το Ν.Δ. 53/1974 (ΦΕΚ 256/1974) και έχει αυξημένη τυπική ισχύ κατά το άρθρο 28 του Συντάγματος και υπερισχύει πάσης άλλης αντιθέτου διατάξεως τυπικού νόμου και αυτού ακόμη του Συντάγματος όταν τίθεται θέμα ευρύτερης προστασίας των δικαιωμάτων και των ελευθεριών που προστατεύονται από την ΕΣΔΑ. Η ιδιοκτησία του ακινήτου αποτελεί απόλυτο εμπράγματο δικαίωμα. Μάλιστα το δικαίωμα στην ατομική ιδιοκτησία αποτελεί ένα από τα θεμελιώδη και απαράγραπτα δικαιώματα του ανθρώπου και προστατεύεται και από την Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το άρθρο 17 της Οικουμενικής Διακήρυξης ορίζει: «Κάθε άτομο μόνο του, ή με άλλους μαζί, έχει το δικαίωμα της ιδιοκτησίας. Κανείς δεν μπορεί να στερηθεί αυθαίρετα την ιδιοκτησία του».
Το λεγόμενο Έκτακτο Ειδικό Τέλος Ηλεκτροδοτούμενων Δομημένων Επιφανειών προσβάλλει τον πυρήνα του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος της ιδιοκτησίας καθώς η ενδεχόμενη αδυναμία καταβολής του φόρου από κάποιον ιδιοκτήτη οδηγεί σε de facto δήμευση και στέρηση της ατομικής ιδιοκτησίας του διότι τον οδηγεί στον εξαναγκασμό πώλησης ή αξιοποίησης ιδιοκτησίας παρά τη θέληση του ιδιοκτήτη. Εμποδίζει τον ιδιοκτήτη από το να ασκεί το συνταγματικό δικαίωμα του για ιδιοκτησία όπως αυτός θέλει.
Επίσης με το Τέλος παραβιάζεται και η αρχή της απαγορεύσεως της διπλής φορολογίας (ΣΤΕ 1500/1986), δηλαδή της φορολογήσεως της ίδιας φορολογητέας ύλης για την ίδια αιτία (non bis in idem). Η επιβολή του νέου ειδικού τέλους ακινήτων αποτελεί δεύτερη φορολόγηση των ιδιοκτητών ακινήτων για την ίδια αιτία (επί της ουσίας δεύτερος φόρος ακίνητης περιουσίας) και για την ίδια φορολογητέα ύλη (τα ίδια ακίνητα), δεδομένου ότι ήδη οι κάτοχοι ακίνητης περιουσίας, με αξία άνω των 200.000 Ευρώ, έχουν καταβάλει και τον Φόρο Ακίνητης Περιουσίας και μάλιστα για το ίδιο οικονομικό έτος (2011).
Εκτός από την διπλή φορολόγηση μέσα στο ίδιο δημοσιονομικό έτος, το επίδικο τέλος αποτελεί την τέταρτη σωρευτικά επιβαλλόμενη επιβάρυνση της ακίνητης περιουσίας στην Ελλάδα μετά το Φόρο Ακίνητης Περιουσίας (ΦΑΠ), ο οποίος αντικατέστησε το Ειδικό Τέλος Ακινήτων, το δημοτικό Τέλος Ακίνητης Περιουσίας (ΤΑΠ), και το συμπληρωματικό φόρο εισοδήματος στα εισοδήματα από ακίνητα, μη υπολογιζομένων των δημοτικών τελών καθαριότητας και φωτισμού και του τέλους χαρτοσήμου 3,6% στις επαγγελματικές μισθώσεις. Σε συνδυασμό με τους φόρους που προβλέπονται για την απόκτηση του ακινήτου, δηλαδή το Φόρο Μεταβίβασης Ακινήτων (ΦΜΑ), το Φόρο Προστιθέμενης Αξίας στα νεόδμητα Ακίνητα (ΦΠΑ) και τους φόρους κληρονομίας ή δωρεάς, η επιβολή του προσβαλλόμενου τέλους, το οποίο αρχικώς ανακοινώθηκε διετές, στη συνέχεια επιμηκύνθηκε σε τετραετές, για να καταλήξει έκτακτο τέλος «αορίστου χρόνου», οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην καταβολή, μέσα σε λίγα χρόνια, του ισόποσου της αξίας του ακινήτου σε φόρους. Η διπλή φορολόγηση μέσα στο ίδιο έτος ή η πολλαπλή φορολόγηση αντίκειται και στο άρθρο 17 του Συντάγματός μας, αλλά και στο Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ που προστατεύουν την ιδιοκτησία και τα εν γένει περιουσιακά δικαιώματα του ατόμου, δεδομένου ότι αυτή η πολλαπλή φορολόγηση του ιδιοκτήτη ακινήτου είναι υπερβολική και δυσανάλογη με τον επιδιωκόμενο νόμιμο σκοπό, κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας, καθώς το υπερφορολογηθέν ακίνητο πολλές φορές δεν παράγει κανένα εισόδημα για τον ιδιοκτήτη του.
Σύμφωνα με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων η υπερβολική φορολόγηση ενός ιδιοκτήτη αντίκειται στο άρθρο 1 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (Di Belmonte κατά Ιταλίας, Shchokin κατά Ουκρανίας). Κατά το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης της Ρώμης (Ε.Σ.Δ.Α) επιβάλλεται η διαμόρφωση μιάς δίκαιης ισορροπίας μεταξύ των απαιτήσεων του δημόσιου συμφέροντος υπέρ του κοινωνικού συνόλου και της επιτασσόμενης προστασίας της ιδιοκτησίας ως ατομικού δικαιώματος. Προς εκτίμηση δε, αν σε μία συγκεκριμένη περίπτωση διαμορφώνεται μία τέτοια δίκαιη ισορροπία και δεν επιβάλλεται στους θιγόμενους ένα υπέρμετρο βάρος στην ιδιοκτησία τους, εξετάζεται εάν υπάρχει άλλο εναλλακτικό και λιγότερο πιεστικό μέτρο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού. Σε περίπτωση που υπάρχει άλλο εναλλακτικό μέτρο τότε η επιβάρυνση της περιουσίας του ατόμου αποτελεί δυσανάλογα επαχθές μέτρο, κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας, και αποτελεί παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Στην συγκεκριμένη περίπτωση το Υπουργείο Οικονομικών επιβάλει ένα φορολογικό μέτρο στους ιδιοκτήτες ακινήτων που είναι δυσανάλογα επαχθές και τους στερεί το δικαίωμα της ελεύθερης χρήσης της ιδιοκτησίας και οδηγεί τους οικονομικά ασθενέστερους ιδιοκτήτες είτε σε αναγκαστική εκποίηση της ιδιοκτησίας τους είτε στην απώλεια της παροχής ηλεκτροδότησης η οποία είναι ζωτικής σημασίας για την επιβίωση του ανθρώπου. Ο επιδιωκόμενος σκοπός (κάλυψη δημοσιονομικών ελλειμμάτων και αύξηση ταμειακών εσόδων του Δημοσίου) θα μπορούσε να επιτευχθεί με λιγότερο επαχθή φορολογικά μέτρα και όχι με την φορολόγηση των οικιών και την διακοπή της ηλεκτροδότησης σε οικίες που θα οδηγήσει σε έσχατη εξαθλίωση οικονομικά και κοινωνικά ευπαθείς ομάδες και θα θέσει σε κίνδυνο την επιβίωσή τους (!). Εξάλλου, μόνο το ταμειακό συμφέρον του Δημοσίου δεν ταυτίζεται με το δημόσιο συμφέρον και δεν μπορεί να δικαιολογήσει την παραβίαση του δικαιώματος του ιδιώτη για προστασία της περιουσίας του (βλ. Ολομέλεια ΣΤΕ 1663/2009 και Ε.Δ.Δ.Α. Μεϊδάνης κατά Ελλάδος, σκέψεις 30, 31).
Συνεπώς, το άρθρο 53 του Ν. 4021/2011 αντίκειται στο άρθρο 17 του Συντάγματος και το Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της Ε.Σ.Δ.Α. και η προσβαλλόμενη υπ΄ αριθ. 1211/10-10-2011 κανονιστική Υπουργική Απόφαση, που εκδόθηκε κατ’ εφαρμογή της εξουσιοδοτικής διατάξεως του άρθρου 53 παρ. 13 του Ν. 4021/2011, τυγχάνει και για αυτόν το λόγο ακυρωτέα.
Ε) Κατά παράβαση της αρχής της βεβαιότητας του φόρου:
Έκφανση της αρχής της βεβαιότητας του φόρου είναι η ύπαρξη δυνατότητας προσδιορισμού ανά πάσα στιγμή του υποκειμένου της φορολογικής ενοχής. Είναι απαραίτητο να είναι σαφές σε επίπεδο νόμου το ποιο θα είναι το πρόσωπο σε βάρος του οποίου θα γίνεται η βεβαίωση του φόρου. Στην προκείμενη διάταξη του άρθρου 53 του Ν. 4021/2011 γίνεται λόγος για βαρυνόμενο πρόσωπο, το οποίο θεωρεί ο νομοθέτης ότι θα πρέπει να επιβαρυνθεί το κόστος του φόρου (τέλους ακινήτων), δεν προσδιορίζεται με σαφήνεια όμως η έννοια του προσώπου που θα πρέπει να καταβάλλει τον φόρο. Ειδικότερα το άρθρο 53 παρ. 12 του Ν. 4021/2011 κάνει λόγο για την καινοφανή νομικώς έννοια "χρήστης του ακινήτου", το περιεχόμενο της οποίας είναι ασαφές. Στην πράξη ο νομοθέτης θέλει να αποκτήσει ένα εργαλείο βεβαίωσης φόρων σε βάρος κάθε προσώπου που πληρώνει λογαριασμό ηλεκτρικού ρεύματος. Η καινοφανής έννοια αυτή όμως έχει προβλήματα: ανά πάσα στιγμή μπορεί να αμφισβητηθεί η ιδιότητα αυτή (του χρήστη ακινήτου), δεδομένου ότι το πρόσωπο που πληρώνει τον λογαριασμό, και σε βάρος του οποίου θα γίνει η βεβαίωση, είναι ένα πρόσωπο το οποίο έχει συνάψει ενοχική σύμβαση παροχής υπηρεσιών με τον πάροχο του ηλεκτρικού ρεύματος, και είναι σφόδρα πιθανό να μπορεί να αποδείξει δικαστικώς ότι δεν είναι ο "χρήστης του ακινήτου". Η αβεβαιότητα αυτή ως προς το πρόσωπο του οφειλέτη θα λειτουργήσει αρνητικά για τα σκοπούμενα δημοσιονομικά αποτελέσματα με την έννοια της γένεσης μεγάλου αριθμού δικαστικών αμφισβητήσεων της ιδιότητας του "χρήστη το ακινήτου". Επομένως με την διάταξη του άρθρου 53 παρ. 12 του Νόμου δημιουργείται ανασφάλεια ως προς το πρόσωπο του οφειλέτη του φόρου από την εφαρμογή αυτού του μέτρου, με την άκριτη βεβαίωση φόρου σε βάρος προσώπων που θα μπορούν να αποδείξουν ότι δεν είναι "χρήστες ακινήτων" αλλά μόνο συμβαλλόμενοι με την ΔΕΗ, και η επιβολή, κατ΄ αυτόν τον τρόπο, μιας φορολογικής ενοχής της οποίας το υποκείμενο δεν είναι προσδιορισμένο με ακρίβεια, είναι αντίθετη στην αρχή της βεβαιότητας του φόρου. Συνεπώς, το άρθρο 53 του Ν. 4021/2011 αντίκειται στην αρχή της βεβαιότητας του φόρου και η προσβαλλόμενη υπ΄ αριθ. 1211/10-10-2011 κανονιστική Υπουργική Απόφαση, που εκδόθηκε κατ’ εφαρμογή της εξουσιοδοτικής διατάξεως του άρθρου 53 παρ. 13 του Ν. 4021/2011, τυγχάνει και για αυτόν το λόγο ακυρωτέα.
ΣΤ). Προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος:
Με το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζεται ότι: "ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της πολιτείας". Η διάταξη αυτή, η οποία βρίσκεται στο Τμήμα Α΄ του πρώτου μέρους του Συντάγματος, που φέρει τον τίτλο "Μορφή του Πολιτεύματος", δεν θεσπίζει "ατομικό δικαίωμα", αλλά χαρακτηρίζει το δημοκρατικό μας πολίτευμα ως ανθρωποκεντρικό, με θεμέλιο την αξία του ανθρώπου. Ο σεβασμός της αναγορεύεται σε ύπατο κριτήριο της έκφρασης και δράσης των οργάνων της πολιτείας. Στην αξία του ανθρώπου περιλαμβάνεται πρωτίστως η ανθρώπινη προσωπικότητα ως εσωτερικό συναίσθημα τιμής και ως κοινωνική αναγνώριση υπόληψης. Με βάση τη διάταξη αυτή του άρθρου 2, που δεν αποτελεί απλή διακήρυξη, αλλά κανόνα δικαίου συνταγματικού επιπέδου, η πολιτεία, δηλαδή όλα τα πολιτειακά όργανα, οφείλουν όχι μόνο να "σέβονται" αλλά και να "προστατεύουν" την αξία αυτή (Ολ ΑΠ 40/1998).
Πρόκειται για μία θεμελιώδη συνταγματική διάταξη που εξαιρείται από τις υποκείμενες σε αναθεώρηση ή αναστολή διατάξεις (άρθρο 110 παρ. 1 και άρθρο 48 παρ. 1 του Συντάγματος).
Το τέλος ακινήτων αντίκειται στην αρχή του σεβασμού και της προστασίας της αξίας του ανθρώπου διότι:
1). Υποβαθμίζει τον φορολογούμενο ιδιοκτήτη, ακόμη και τον άνεργο και τον οικονομικά ασθενέστερο, σε αντικείμενο επίτευξης «εκτάκτων» δημοσιονομικών στόχων για τη μείωση ελλειμμάτων.
2). Η διακοπή της ηλεκτροδότησης σε άτομα που αδυνατούν να καταβάλλουν τον φόρο τους οδηγεί σε έσχατη εξαθλίωση και θέτει σε κίνδυνο την υγεία και την επιβίωσή τους.
3). Ασκεί ένα είδος ψυχολογικής βίας και απειλής σε οικονομικά ασθενέστερα άτομα, τέτοια που δεν συνάδει με τα θεμελιώδη ατομικά δικαιώματα του Συντάγματός μας και τις δημοκρατικές παραδόσεις της χώρας μας.
Και ναι μεν η αποτροπή της χρεωκοπίας της Χώρας ενδεχομένως να αποτελεί εύλογο σκοπό επιβολής φορολογικών επιβαρύνσεων, δεν επιτρέπει όμως το Σύνταγμά μας, ως μέσο εξαναγκασμού στην καταβολή των επιβαρύνσεων αυτών, την επιβολή μέτρων που καταλήγουν στην προσβολή της ίδιας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Συνεπώς, το άρθρο 53 του Ν. 4021/2011 αντίκειται στην θεμελιώδη συνταγματική διάταξη και αρχή του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος για την προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και η προσβαλλόμενη υπ΄ αριθ. 1211/10-10-2011 κανονιστική Υπουργική Απόφαση, που εκδόθηκε κατ’ εφαρμογή της εξουσιοδοτικής διατάξεως του άρθρου 53 παρ. 13 του Ν. 4021/2011, τυγχάνει και για αυτόν το λόγο ακυρωτέα.
Ζ). Κατά παράβαση της αρχής της ελευθερίας των συναλλαγών και της οικονομικής ελευθερίας κατά το άρθρο 5 παρ. 1 και 106 του Συντάγματος σε συνδυασμό με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.
Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 5 του Συντάγματος, "1. Καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη. 2 ... 3. Η προσωπική ελευθερία είναι απαραβίαστη. Κανείς δεν ... περιορίζεται, παρά μόνο όταν και όπως ορίζει ο νόμος". Σύμφωνα δε με το άρθρο 106 παρ. 2 του Συντάγματος, "Η ιδιωτική οικονομική πρωτοβουλία δεν επιτρέπεται να αναπτύσσεται σε βάρος της ελευθερίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, ή προς βλάβη της εθνικής οικονομίας".
Κατά τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 του Συντάγματος «καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική και οικονομική ζωή της χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη».
Με τη διάταξη αυτή ανάγεται σε δικαίωμα (ατομικό) η συμμετοχή στην οικονομική ζωή της χώρας και κατοχυρώνεται η οικονομική ελευθερία. Η ελευθερία αυτή περιλαμβάνει την ελευθερία των συμβάσεων (ελευθερία σύναψης και καταγγελίας της σύμβασης, ελευθερία επιλογής του αντισυμβαλλομένου, ελευθερία διαμόρφωσης του περιεχομένου της σύμβασης κλπ), όπως προβλέπεται ειδικότερα στη διάταξη του άρθρου 361 του Αστικού Κώδικα (Ολ ΑΠ 33/2002). Με την ελευθερία των συμβάσεων, ως εκδήλωση του δικαιώματος της οικονομικής ελευθερίας, δεν συμβιβάζεται κατ' αρχήν, μεταγενέστερη επέμβαση του νομοθέτη, περιοριστική της ελευθερίας αυτής, εκτός από τις περιπτώσεις κατά τις οποίες η ελευθερία αυτή προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων ή ασκείται κατά παραβίαση του Συντάγματος ή ενέχει προσβολή των χρηστών ηθών, καθώς επίσης κατά τις περιπτώσεις που ασκείται εις βάρος της Εθνικής Οικονομίας (άρθρ. 5 παρ. 1, 25 παρ. 3 και 106 παρ. 2 του Συντάγματος, σχ. Ολ. ΑΠ 4/1998, Ολ. ΑΠ 33/2002). Η επιβολή του φόρου ακινήτων μέσω των λογαριασμών της ΔΕΗ παραβιάζει τόσο το σύνταγμα όσο και τους όρους της σύμβασης ιδιωτικού δικαίου που υπέγραψε η ανώνυμη εταιρεία (είτε η Δ.Ε.Η. είτε άλλες εταιρείες) με τον κάθε καταναλωτή. Οι αιτήσεις και οι συμβάσεις ηλεκτροδότησης που υπογράφηκαν καθορίζουν ρητώς τις υποχρεώσεις των συμβαλλόμενων. Δεν προκύπτει καμία άλλη υποχρέωση για τους καταναλωτές πέραν της πληρωμής του κόστους του ρεύματος που κατανάλωσαν, ενδεχομένως και των δημοτικών τελών. Οι παράγραφοι 1 και 11 του άρθρου 53 του Ν. 4021/2011 που επιβάλλουν να πληρώσουν οι καταναλωτές έναν φόρο σε τρίτο μη συμβαλλόμενο φορέα (το Δημόσιο δηλαδή), και τη διακοπή της ηλεκτροδότησης (της σύμβασης δηλαδή) σε περίπτωση μη πληρωμής του φόρου, παραβιάζει αφενός τους όρους της σύμβασης και αφετέρου τη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της ελευθερίας των συναλλαγών και την οικονομική ελευθερία. Η Πολιτεία δεν έχει δικαίωμα, με μεταγενέστερη της σύμβασης νομοθετική ρύθμιση, να ακυρώσει μονομερώς τις συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου που έχουν υπογραφεί για την παροχή ηλεκτροδότησης.
Η Τροπολογία του άρθρου 53 του Ν.4021/2011 (παράγραφοι 1 και 11) ακυρώνει συμβόλαια παροχής ηλεκτροδότησης του έχουν υπογράψει ιδιώτες καταναλωτές ακόμη και με 100% ιδιωτικές εταιρείες παροχής ηλεκτροδότησης. Η διακοπή της ηλεκτροδότησης σε περίπτωση μη πληρωμής του τέλους ακινήτων συνιστά ανεπίτρεπτο περιορισμό στην οικονομική ελευθερία κατά παράβαση και της αρχής της αναλογικότητας. Αντίκειται στις συνταγματικές διατάξεις που κατοχυρώνουν την οικονομική ελευθερία με την ειδικότερη μορφή της ελευθερίας των συμβάσεων, διότι επιβάλλει το εξαιρετικό μέτρο της αυτοδίκαιης καταργήσεως εγκύρων, από τυπικής απόψεως, καταρτισμένων συμβάσεων. Όμως για να είναι επιτρεπτή η επέμβαση του νομοθέτη σε έγκυρες ιδιωτικές συμβάσεις θα πρέπει οι συμβάσεις αυτές να προσβάλλουν δικαιώματα των άλλων ή να αντίκεινται σε διατάξεις νόμων ή του Συντάγματος ή να ενέχουν προσβολή των χρηστών ηθών ή να προκαλούν βλάβη σε βάρος της Εθνικής Οικονομίας. Η προσβαλλόμενη Υπουργική Απόφαση καταργεί επί της ουσίας τις έγκυρες συμβάσεις παροχής ηλεκτροδότησης χωρίς να θεσπίζει τα νομικά κριτήρια διαπιστώσεως των μη νόμιμων ή βλαπτικών όρων κάθε συμβάσεως (ΣΤΕ 3199/2003). Επίσης η κατάργηση αυτών των συμβάσεων καθίσταται σε μόνιμη βάση καθώς, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1.4 της προσβαλλομένης Υπουργικής Απόφασης: «Η επαναχορήγηση του ρεύματος στην παροχή που ηλεκτροδοτεί το συγκεκριμένο ακίνητο από τη Δ.Ε.Η. ή τους εναλλακτικούς προμηθευτές ηλεκτρικού ρεύματος, μετά τη διαγραφή της απαίτησης για το Ε.Ε.Τ.Η.Δ.Ε., δεν μπορεί να γίνει αν δεν προσκομισθεί βεβαίωση εξόφλησης του Ε.Ε.Τ.Η.Δ.Ε. από την αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία (!)».
Περαιτέρω, το άρθρο 53 του Ν. 4021/2011 και η προσβαλλόμενη Υπουργική Απόφαση παρεμβαίνει αναδρομικά, επί της ουσίας, και ρυθμίζει, μεταβάλλει δικαιώματα και έννομες σχέσεις που διαμορφώθηκαν στο παρελθόν με την υπογραφή των ιδιωτικών συμβάσεων.
Επίσης καταργεί ενοχικά δικαιώματα των συμβαλλομένων που απορρέουν από την έγκυρη αμφοτεροβαρή σύμβαση της παροχής ηλεκτροδότησης. Ο συμβαλλόμενος ιδιώτης με την πληρωμή του ανάλογου αντιτίμου έχει τη νόμιμη ενοχική απαίτηση για την παροχή ηλεκτρικού ρεύματος. Με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, για την προστασία των δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των θεμελιωδών Ελευθεριών (Ε.Σ.Δ.Α.) που κυρώθηκε (μαζί με τη Σύμβαση) με το ν.δ. 53/1974 και έχει, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, αυξημένη έναντι των κοινών νόμων ισχύ, ορίζεται, ότι «παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθεί της περιουσίας αυτού, ειμή δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπομένους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουν το δικαίωμα παντός Κράτους όπως θέσει εν ισχύι νόμους ους ήθελε κρίνει αναγκαίους προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών, συμφώνως προς το δημόσιο συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων». Με τη διάταξη αυτή κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, το οποίο μπορεί να τη στερηθεί μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας. Στην έννοια της περιουσίας περιλαμβάνονται όχι μόνο τα εμπράγματα δικαιώματα, αλλά και τα δικαιώματα «περιουσιακής φύσεως» και τα κεκτημένα «οικονομικά συμφέροντα» και ειδικότερα απαιτήσεις, είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση, είτε απλώς γεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία, με βάση το ισχύον, έως την προσφυγή στο δικαστήριο, δίκαιο, ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικά (βλ. Ολ. ΑΠ 40/1998 και την αναφερόμενη σ' αυτή πάγια νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου). Η στέρηση των ενοχικών δικαιωμάτων χωρεί μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας και προϋποθέτει την καταβολή αποζημίωσης. Η διάταξη αυτή του Πρωτοκόλλου έχει, σύμφωνα με τον κανόνα του άρθρου 28 παρ. 2 του Συντάγματος, άμεση και υπερνομοθετική ισχύ σε εθνικό δίκαιο, και δεσμεύει τον κοινό νομοθέτη. Τέτοιες διατάξεις νόμων με αναδρομική δύναμη, που προβαίνουν σε στέρηση περιουσίας, ακόμη και ενοχικών απαιτήσεων και δικαιωμάτων, χωρίς να συντρέχουν λόγοι δημοσίου συμφέροντος και χωρίς προηγούμενη καταβολή αποζημίωσης, είναι αντισυνταγματικές (άρθρο 28 παρ. 1 Συντάγματος σε συνδυασμό με άρθρο 1 ΠΠ Πρωτοκόλου ΕΣΔΑ). Παραβιάζει την υπερνομοθετικής ισχύος ρύθμιση του άρθρου 1 του πρώτου προσθέτου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, κατά την οποία, για να είναι επιτρεπτή η κατάργηση κεκτημένων ενοχικών δικαιωμάτων, δεν αρκεί μόνο η ύπαρξη δημόσιου συμφέροντος, αλλά απαιτείται επιπροσθέτως και πρόβλεψη αποζημιώσεως του δικαιούχου (Ολ ΑΠ 33/2002), όρος ο οποίος δεν συντρέχει στην προκειμένη περίπτωση.
Συνεπώς, το άρθρο 53 του Ν. 4021/2011 αντίκειται στην αρχή της ελευθερίας των συναλλαγών και της οικονομικής ελευθερίας κατά το άρθρο 5 παρ. 1 και 106 παρ. 2 του Συντάγματος σε συνδυασμό με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και η προσβαλλόμενη υπ΄ αριθ. 1211/10-10-2011 κανονιστική Υπουργική Απόφαση, που εκδόθηκε κατ’ εφαρμογή της εξουσιοδοτικής διατάξεως του άρθρου 53 παρ. 13 του Ν. 4021/2011, τυγχάνει και για αυτόν το λόγο ακυρωτέα.
Η). Παράβαση του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος και του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ για το δικαίωμα δικαστικής προστασίας:
Η επιβολή του εν λόγω φόρου (τέλους) σε όλες τις ιδιωτικές ηλεκτροδοτούμενες επιφάνειες χωρίς τη δυνατότητα πρόβλεψης διαδικασίας ανταπόδειξης σχετικά με την πραγματική φοροδοτική ικανότητα του υπόχρεου ιδιοκτήτη του ακινήτου θεσπίζει ουσιαστικά αμάχητο τεκμήριο οικονομικής και φοροδοτικής ικανότητας των επιβαρυνόμενων με το τέλος ιδιοκτητών ακινήτων. Η ουσιαστική καθιέρωση όμως τέτοιων αμάχητων τεκμηρίων δύναται να οδηγήσει στη φορολόγηση πλασματικής φορολογητέας αξίας, εφόσον θα αντιστοιχεί σε πλασματική φοροδοτική ικανότητα του επιβαρυνόμενου ιδιοκτήτη, χωρίς ο τελευταίος να έχει δικαίωμα ανταπόδειξης. Με τον τρόπο αυτό, πέραν του ότι παραβιάζεται η αρχή της φορολογικής ισότητας, περιορίζεται ανεπίτρεπτα και το δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας, όπως αυτό κατοχυρώνεται από το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος και το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.).
Θα πρέπει τόσο η βάση όσο και τα συμπεράσματα των επιλεγόμενων τεκμηρίων να ανταποκρίνονται στα δεδομένα της κοινής πείρας ώστε να είναι δυνατός ο δικαστικός έλεγχος από την άποψη της λογικής δομής αυτών για να είναι ανεκτή από το Σύνταγμα η αντικειμενικοποίηση του συστήματος προσδιορισμού της φορολογητέας ύλης.
Το καθιερούμενο τεκμήριο του φόρου ακίνητης περιουσίας των ηλεκτροδοτούμενων επιφανειών θα αποτελούσε συνταγματικώς ανεκτό τρόπο προσδιορισμού της πραγματικής φοροδοτικής ικανότητας των ιδιοκτητών ακινήτων μόνο εάν το τεκμήριο αυτό ήταν μαχητό, δηλαδή να επιτρεπόταν η ανταπόδειξή του από τον φορολογούμενο (ΣτΕ 2919/1999).
Το αντικειμενικό κριτήριο ή τεκμήριο καθορισμού ελάχιστου εισοδήματος ή ελάχιστου καταβλητέου φόρου συνάδει με το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος (δικαίωμα δικαστικής προστασίας) και το άρθρο 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη) μόνο όταν δίνει το δικαίωμα και τη δυνατότητα στον φορολογούμενο να μην αποδεχθεί την εφαρμογή του συστήματος αυτού ασκώντας προσφυγή ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου και προσκομίζοντας στοιχεία που να αποδεικνύουν την αδυναμία καταβολής του φόρου εκ μέρους του φορολογούμενου ιδιοκτήτη (ΣτΕ 230/2002).
Συνεπώς, το άρθρο 53 του Ν. 4021/2011 αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος (δικαίωμα δικαστικής προστασίας) και του άρθρου 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη) και η προσβαλλόμενη υπ΄ αριθ. 1211/10-10-2011 κανονιστική Υπουργική Απόφαση, που εκδόθηκε κατ’ εφαρμογή της εξουσιοδοτικής διατάξεως του άρθρου 53 παρ. 13 του Ν. 4021/2011, τυγχάνει και για αυτόν το λόγο ακυρωτέα.
Επειδή η παρούσα αίτηση ακυρώσεως είναι νόμιμη, βάσιμη και αληθής, παραδεκτώς δε ασκείται ενώπιον του Δικαστηρίου Σας.
Επειδή η προσβαλλόμενη Υπουργική Απόφαση αποτελεί κανονιστική απόφαση που εκδόθηκε με βάση ρητή νομοθετική εξουσιοδότηση, δυνάμει διάταξης τυπικού Νόμου (άρθρο 53 παρ. 13 του Ν. 4021/2011), και παραδεκτώς προσβάλλεται ενώπιον του Δικαστηρίου Σας.
Επειδή το έννομο συμφέρον μας είναι προφανές.
Επειδή έχουμε κοινό έννομο συμφέρον να προσβάλλουμε την Υπουργική Απόφαση.
Επειδή σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 του Ν. 3900/2010: «Οποιοδήποτε ένδικο βοήθημα ή μέσο ενώπιον οποιουδήποτε διοικητικού δικαστηρίου μπορεί να εισαχθεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας με πράξη τριμελούς Επιτροπής, αποτελούμενης από τον Πρόεδρό του, τον αρχαιότερο Αντιπρόεδρο και τον Πρόεδρο του αρμόδιου καθ' ύλην Τμήματος, ύστερα από αίτημα ενός των διαδίκων, όταν με αυτό τίθεται ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος που έχει συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων. Η πράξη αυτή δημοσιεύεται σε δύο ημερήσιες εφημερίδες των Αθηνών και συνεπάγεται την αναστολή εκδίκασης των εκκρεμών υποθέσεων, στις οποίες τίθεται το ίδιο ζήτημα. Μετά την επίλυσή του, το Συμβούλιο της Επικρατείας μπορεί να παραπέμψει το ένδικο μέσο ή βοήθημα στο αρμόδιο διοικητικό δικαστήριο. Η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας δεσμεύει τους διαδίκους της ενώπιόν του δίκης, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι παρεμβάντες. Στη δίκη ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας μπορεί να παρέμβει κάθε διάδικος σε εκκρεμή δίκη, στην οποία τίθεται το ίδιο ως άνω ζήτημα, και να προβάλει τους ισχυρισμούς του σχετικά με το ζήτημα αυτό. Για την εν λόγω παρέμβαση δεν καταλογίζεται δικαστική δαπάνη, η δε μη άσκησή της δεν δημιουργεί δικαίωμα ασκήσεως ανακοπής ή τριτανακοπής».
Επειδή στην προκειμένη περίπτωση υφίσταται ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος, που έχει συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων, καθώς αφορά εκατομμύρια φορολογουμένων ιδιοκτητών δομημένων επιφανειών ακινήτων και, ως εκ τούτου, συντρέχει νόμιμη περίπτωση για την εισαγωγή της υποθέσεως στην πλήρη Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατ΄ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 1 του Ν. 3900/2010 και 14&2 περ. β΄ του Π.Δ. 18/1989.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
και όσους νόμιμα επιφυλασσόμεθα να προσθέσουμε στο μέλλον και με ρητή
επιφύλαξη παντός νομίμου δικαιώματός μας.
ΖΗΤΟΥΜΕ
1. Να γίνει δεκτή η αίτησή μας αυτή.
2. Να ακυρωθεί η υπ΄ αριθ. ΠΟΛ 1211/10-10-2011 (ΦΕΚ 2298/Β΄/13-10-2011) απόφαση του Υπουργού Οικονομικών για την επιβολή του Έκτακτου Ειδικού Τέλους Ηλεκτροδοτούμενων Δομημένων Επιφανειών (Ε.Ε.Τ.Η.Δ.Ε.) που θεσπίζεται με τις διατάξεις του άρθρου 53 του Ν. 4021/2011.
3. Να εισαχθεί με πράξη είτε του Προέδρου του ΣτΕ είτε της προβλεπομένης Τριμελούς Επιτροπής στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας η παρούσα Αίτηση Ακυρώσεως, κατ΄ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 1 του Ν. 3900/2010 και 14&2 περ. β΄ του Π.Δ. 18/1989, διότι το κρινόμενο ζήτημα εμφανίζει γενικότερο ενδιαφέρον, που έχει συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων.
4. Να καταδικαστεί το αντίδικο Ελληνικό Δημόσιο στο σύνολο της δικαστικής μας δαπάνης.
Αντίκλητος εκ των πληρεξουσίων δικηγόρων ορίζεται ο δικηγόρος Αθηνών Παναγιώτης ΕΜ. Χασιώτης, κάτοικος Αυλώνα Αττικής οδός Ι. Ρίτσου αρ. 6.
Αθήνα, 21/10/2011
Οι Πληρεξούσιοι Δικηγόροι
Παναγιώτης Εμ. Χασιώτης
ΑΜ (ΔΣΑ): 23375
Ι. Ρίτσου 6, Αυλώνα Αττικής
Τηλ: 22950-29377, 6977 297814
Χρήστος Αγγ. Κλειώσης
ΑΜ (ΔΣΑ): 26378
Καλάρη 45, Αθήνα
Τηλ. 6943871375
Π Ρ Ο Σ Τ Ο Σ Υ Μ Β Ο Υ Λ Ι Ο Τ Η Σ Ε Π Ι Κ Ρ Α Τ Ε Ι Α Σ
Α Ι Τ Η Σ Η Α Κ Υ Ρ Ω Σ Ε Ω Σ
1). Του Σωματείου με την επωνυμία «Έλληνες Φορολογούμενοι», νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου, που εδρεύει στη Αθήνα, οδός Μνησικλέους 2 & Μητροπόλεως 43 και εκπροσωπείται νόμιμα
2). Της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «Eurocapital ανώνυμη εταιρεία επενδυτικής διαμεσολάβησης», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός xxxxxxx και εκπροσωπείται νόμιμα.
3). Του Σιάτρα Ιωάννη του Κωνσταντίνου, κατοίκου Αμαρουσίου Αττικής, οδός xxxxxx
Κ Α Τ Α
1). Του Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπουμένου από τον Υπουργό Οικονομικών.
2). Της υπ΄ αριθ. ΠΟΛ 1211/10-10-2011 (ΦΕΚ 2298/B΄/13-10-2011) απόφασης του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών για την επιβολή του Έκτακτου Ειδικού Τέλους Ηλεκτροδοτούμενων Δομημένων Επιφανειών (Ε.Ε.Τ.Η.Δ.Ε.) που θεσπίζεται με τις διατάξεις του άρθρου 53 του Ν. 4021/2011.
3). Κάθε άλλης, συναφούς προς την ανωτέρω, προγενέστερης ή μεταγενέστερης πράξεως ή παραλείψεως της Διοικήσεως.
Προσφεύγουμε με έννομο συμφέρον ενώπιον του Δικαστηρίου Σας και ζητούμε την ακύρωση της υπ΄ αριθ. ΠΟΛ 1211/10-10-2011 (ΦΕΚ 2298/Β΄/13-10-2011) απόφασης του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών για την επιβολή του Έκτακτου Ειδικού Τέλους Ηλεκτροδοτούμενης Επιφάνειας Ακινήτων που θεσπίζεται με τις διατάξεις του άρθρου 53 του Ν. 4021/2011 (ΦΕΚ 218/Α΄/03-10-2011), καθώς και κάθε άλλης, συναφούς προς την ανωτέρω, προγενέστερης ή μεταγενέστερης πράξεως ή παραλείψεως της Διοικήσεως, για τους κάτωθι προβαλλομένους νομίμους, βασίμους και αληθείς λόγους, καθώς και όσους επιφυλασσόμεθα να προσθέσουμε στο μέλλον με ιδιαίτερο δικόγραφο πρόσθετων λόγων.
ΙΣΤΟΡΙΚΟ – ΕΝΝΟΜΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ
Ο Σύλλογος «ΕΛΛΗΝΕΣ ΦΟΡΟΛΟΓΟΥΜΕΝΟΙ» είναι ένας ανεξάρτητος, μη κυβερνητικός και μη κερδοσκοπικός οργανισμός.
Το Καταστατικό του Συλλόγου υπογράφηκε από τα ιδρυτικά του μέλη στις 21 Μαρτίου 2010 και εγκρίθηκε από το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, στις 8 Φεβρουαρίου 2011, με την υπ' αριθμόν 556/2011 απόφασή του και καταχωρήθηκε στα Βιβλία Σωματείων του Πρωτοδικείου Αθηνών με αύξοντα αριθμό 28450/18-03-2011.
Σύμφωνα με το άρθρο 2 του Καταστατικού του, οι σκοποί του Συλλόγου μας είναι οι εξής:
α) Η προστασία των συμφερόντων του έλληνα φορολογούμενου.
β) Η ενημέρωση, εκπαίδευση και σωστή πληροφόρησή του έλληνα φορολογούμενου.
γ) Η υποβοήθηση των φορολογούμενων στην κατανόηση των φορολογικών υποχρεώσεων και διαδικασιών και των ζητημάτων κοινωνικής ασφάλισης.
δ) Η εμπέδωση της φορολογικής συνείδησης στους έλληνες πολίτες.
ε) Η υποβολή προτάσεων και πραγματοποίηση παρεμβάσεων σε θέματα φορολογίας και γενικά θεμάτων που άπτονται της λειτουργίας της οικονομίας.
στ) Η εκπροσώπηση των μελών του στα όργανα, τα οποία παίρνουν αποφάσεις που τον αφορούν, καθώς και στα όργανα της Δικαιοσύνης.
ζ) Η ανάληψη ενεργειών που θα βοηθούν στην αποτελεσματικότερη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης και στη βελτίωση των παρεχόμενων υπηρεσιών.
η) Ο κοινωνικός έλεγχος των δαπανών της δημόσιας διοίκησης.
θ) Η γενικότερη προώθηση των συμφερόντων του έλληνα φορολογούμενου και της ελληνικής οικονομίας.
Η δεύτερη αιτούσα ανώνυμη εταιρεία «Eurocapital ανώνυμη εταιρεία επενδυτικής διαμεσολάβησης», δραστηριοποιείται στο χώρο παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και ιδρύθηκε το 1998 (άδεια σύστασης και έγκρισης καταστατικού ΦΕΚ 4601/23-06-1998) και είναι καταχωρημένη στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών με Α.Μ.Α.Ε.: 4735/01/Β/98/287. Η αιτούσα εταιρεία είναι, κατά ποσοστό 98% εξ’ αδιαιρέτου, κύρια, νομέας και κάτοχος ενός ακινήτου (πολυκατοικίας) ολικού εμβαδού πεντακοσίων τεσσάρων (504) τ.μ., τριών (3) ορόφων, που βρίσκεται στην Αθήνα, στην οδό xxxxxxxxxxxx.
Ο τρίτος αιτών Σιάτρας Ιωάννης είμαι κατά το υπόλοιπο 2 % εξ’ αδιαιρέτου κύριος, νομέας και κάτοχος του ανωτέρω περιγραφόμενου ακινήτου, ιδιοκτησίας κατά 98% εξ΄ αδιαιρέτου της εταιρείας “Eurocapital ανώνυμη εταιρεία επενδυτικής διαμεσολάβησης”.
Στις 03-10-2011 δημοσιεύθηκε στο Φύλλο Εφημερίδας της Κυβέρνησης ο Νόμος υπ΄ αριθ. 4021/2011 (ΦΕΚ 218/Α΄/03-10-2011). Στο άρθρο 53 του Ν. 4021/2011 προβλέπεται η επιβολή του λεγόμενου “ Έκτακτου Ειδικού Τέλους Ηλεκτροδοτούμενων Δομημένων Επιφανειών (Ε.Ε.Τ.Η.Δ.Ε.)”.
Ειδικότερα το άρθρο 53 του Νόμου 4021/2011 ορίζει τα εξής για το Τέλος:
«1. Για επιτακτικούς λόγους εθνικού συμφέροντος που συνίστανται στην άμεση μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος, επιβάλλεται ειδικό τέλος υπέρ του Δημοσίου στις ηλεκτροδοτούμενες για οικιστική ή εμπορική χρήση δομημένες επιφάνειες των ακινήτων που υπάγονται κατά τη 17η Σεπτεμβρίου κάθε έτους στο τέλος ακίνητης περιουσίας που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 24 του Ν. 2130/1993 (Α΄ 62) σύμφωνα με τις επόμενες διατάξεις του παρόντος άρθρου.
2. Για τον υπολογισμό του τέλους της παραγράφου 1 λαμβάνεται υπόψη το εμβαδό της δομημένης επιφάνειας, το ύψος της τιμής ζώνης και η παλαιότητα του ακινήτου, όπως αυτά αναγράφονται στο λογαριασμό της Δ.Ε.Η. ή τους εναλλακτικούς προμηθευτές ηλεκτρικού ρεύματος με βάση τα οποία λογίστηκε κατά τη 17.9.2011 το τέλος ακίνητης περιουσίας της παρ. 1 του άρθρου 24 του Ν. 2130/1993, καθώς και συντελεστής προσαύξησης αντιστρόφως ανάλογος προς την παλαιότητα του ακινήτου και συντελεστής προσδιορισμού του τέλους σε ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο σύμφωνα με τους ακόλουθους πίνακες:
α)
Συντελεστής ειδικού τέλους (ευρώ/τ.μ.)
Τιμή ζώνης
0,5
Πολύτεκνοι και ανάπηροι της παρ. 6, με ακίνητα που ιδιοχρησιμοποιούν σε περιοχές με τιμή ζώνης από 0 - 3.000 ευρώ
3
μέχρι 500 ευρώ
4
501 - 1.000 ευρώ
5
1.001 - 1.500 ευρώ
6
1.501 -2.000 ευρώ
8
2.001 - 2.500 ευρώ
10
2.501 - 3.000 ευρώ
12
3.001 - 4.000 ευρώ
14
4.001 - 5.000 ευρώ
16
άνω των 5.001 ευρώ
β)
Παλαιότητα
Συντελεστής
μέχρι και 26 έτη
1
25 μέχρι και 20 έτη
1,05
19 μέχρι και 15
1,10
14 μέχρι και 10
1,15
9 μέχρι και 5
1,20
4 έως 0
1,25
Ανεξαρτήτως παλαιότητας προκειμένου για ακίνητα ιδιοκτησίας πολύτεκνων και αναπήρων της παρ. 6, που ιδιοχρησιμοποιούν σε περιοχές με τιμή ζώνης από 0 - 3.000 ευρώ
1
3. Το ποσό του τέλους προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό των τετραγωνικών μέτρων των ηλεκτροδοτούμενων δομημένων επιφανειών για τις οποίες υπολογίστηκε από τη Δ.Ε.Η. ή τους εναλλακτικούς προμηθευτές ηλεκτρικού ρεύματος το τέλος της παρ. 1 του άρθρου 24 του Ν. 2130/1993, επί το συντελεστή του ειδικού τέλους που αντιστοιχεί στην τιμή ζώνης του ακινήτου και επί το συντελεστή προσαύξησης που αντιστοιχεί στην παλαιότητα του ακινήτου σύμφωνα με τους πίνακες της προηγούμενης παραγράφου.
Ειδικά για τα ηλεκτροδοτούμενα ακίνητα για τα οποία δεν έχει καθοριστεί τιμή ζώνης και δεν έχει υπολογιστεί το τέλος του άρθρου 24 του Ν. 2130/1993, εφόσον δεν υπάρχει απαλλαγή σύμφωνα με την παράγραφο 5 του παρόντος, το ειδικό τέλος του παρόντος άρθρου υπολογίζεται με πολλαπλασιασμό των τετραγωνικών μέτρων του ακινήτου επί συντελεστή τρία (3). Στην περίπτωση που δεν υπάρχει και το εμβαδόν του ακινήτου, το ειδικό τέλος υπολογίζεται, κατά τα οριζόμενα στο προηγούμενο εδάφιο, με βάση τα τετραγωνικά μέτρα που ελήφθησαν υπόψη για τον υπολογισμό των δημοτικών τελών.
4. Το τέλος βαρύνει για μεν το 2011 τον κατά τη 17.9.2011 κύριο του ακινήτου της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου και σε περίπτωση επικαρπίας τον επικαρπωτή, για δε το 2012 τον κατά την 28.4.2012 κύριο ή επικαρπωτή αντίστοιχα.
Σε περίπτωση συνιδιοκτησίας το ποσό του τέλους υπολογίζεται κατά το λόγο της μερίδας κάθε συνιδιοκτήτη.
5. Στο ειδικό τέλος του παρόντος άρθρου δεν υπόκεινται τα ακίνητα που ανήκουν:
α) στο Ελληνικό Δημόσιο, στα Ν.Π.Δ.Δ., στους Ο.Τ.Α. και τις δημοτικές επιχειρήσεις,
β) στα θρησκευτικά νομικά πρόσωπα της περίπτωσης ιγ΄ της παρ. 1 του άρθρου 29 του Ν. 3842/2010 (Α΄ 58) αποκλειστικά για τα ακίνητα που χρησιμοποιούν για να επιτελούν το λατρευτικό, εκπαιδευτικό, θρησκευτικό και κοινωφελές έργο τους,
γ) στα νομικά πρόσωπα της περίπτωσης ε΄ της παρ. 7 του άρθρου 24 του Ν. 2130/1993 για τα ακίνητα που χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για την εκπλήρωση των θρησκευτικών, εκκλησιαστικών, φιλανθρωπικών, εκπαιδευτικών, καλλιτεχνικών ή κοινωφελών σκοπών τους,
δ) στα νομικά πρόσωπα της περίπτωσης στ΄ της παρ. 7 του άρθρου 24 του Ν. 2130/1993 για τα ακίνητα τα οποία χρησιμοποιούνται αποκλειστικά ως γήπεδα ή χώροι αθλητικών εγκαταστάσεων για την πραγματοποίηση των αθλητικών τους σκοπών και
ε) τα ακίνητα ξένων κρατών, όταν αυτά χρησιμοποιούνται για την εγκατάσταση πρεσβειών και προξενείων υπό τον όρο της αμοιβαιότητας.
Επίσης απαλλάσσονται από το έκτακτο ειδικό τέλος: α) Οι κοινόχρηστοι χώροι πολυκατοικιών και ξενοδοχειακών καταλυμάτων.
β) Τα ακίνητα που έχουν χαρακτηρισθεί:
- ως διατηρητέα, με απόφαση του αρμόδιου Υπουργού, και δεν ιδιοχρησιμοποιούνται ή δεν αποφέρουν εισόδημα, - ως χώροι ιστορικών ή αρχαιολογικών μνημείων και
γ) Τα ακίνητα που έχουν αποκλειστικά γεωργική ή κτηνοτροφική ή βιοτεχνική ή βιομηχανική χρήση.
6. Κατ΄ εξαίρεση των παραγραφών 2 και 3, το ειδικό τέλος του παρόντος άρθρου ισούται με 0,5 ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο, ανεξάρτητα από την τιμή ζώνης και την παλαιότητα του ακινήτου, για ένα ακίνητο που ιδιοκατοικείται και ανήκει κατά κυριότητα ή επικαρπία σε:
α) πολύτεκνο, κατά την έννοια των παραγράφων 1 έως 3 του άρθρου πρώτου του Ν. 1910/1944, εφόσον τα τέκνα, που ορίζονται στις προαναφερόμενες διατάξεις του Ν. 1910/1944, τον βαρύνουν φορολογικά, σύμφωνα με το άρθρο 7 του Κώδικα φορολογίας Εισοδήματος (Ν. 2238/1994, Α΄ 151), κατά το οικονομικό έτος 2011, με οικογενειακό εισόδημα κατά το προηγούμενο έτος, του έτους επιβολής του τέλους, μέχρι 30.000 ευρώ, ή
β) σε πρόσωπο που είναι το ίδιο ή πρόσωπο που το βαρύνει φορολογικά, σύμφωνα με το άρθρο 7 του KΦΕ, ανάπηρο, κατά την έννοια της περίπτωσης θ΄ της παραγράφου 5 του άρθρου 6 του KΦΕ. Ομοίως κατ΄ εξαίρεση των παραγράφων 2 και 3 δεν οφείλεται το ειδικό τέλος του παρόντος άρθρου για ένα ακίνητο που ιδιοκατοικείται και ανήκει κατά κυριότητα ή επικαρπία σε μακροχρόνια άνεργο, εγγεγραμμένο στα μητρώα του ΟΑΕΔ ή στους καταλόγους προσφερομένων προς εργασία του Γραφείου Ευρέσεως Ναυτικής Εργασίας και των παραρτημάτων του ή του λογαριασμού ανεργίας προσωπικού ημερήσιων εφημερίδων Αθηνών και Θεσσαλονίκης ή του λογαριασμού ανεργίας τεχνικών τύπου Αθηνών και Θεσσαλονίκης, καθώς και άνεργο που επιδοτήθηκε λόγω τακτικής επιδότησης από τους ως άνω φορείς και λογαριασμούς κατά τους έξι (6) τουλάχιστον από τους δώδεκα (12) μήνες που προηγούνται κάθε φορά της ημερολογιακής βάσης υπολογισμού του τέλους, όπως αυτή ορίζεται με την κανονιστική απόφαση που προβλέπεται στην παράγραφο 13 του παρόντος άρθρου. Η απαλλαγή του προηγούμενου εδαφίου δεν παρέχεται εφόσον το οικογενειακό εισόδημα κατά το προηγούμενο έτος, του έτους επιβολής του τέλους, υπερβαίνει το ποσό των 12.000 ευρώ, το οποίο προσαυξάνεται κατά 4.000 ευρώ για κάθε προστατευόμενο τέκνο. Οι προηγούμενες διατάξεις της παρούσας παραγράφου για το μειωμένο συντελεστή τέλους και την απαλλαγή από αυτό, δεν ισχύουν και το τέλος υπολογίζεται όπως ορίζεται στις παραγράφους 2 και 3: α) αν η αξία της ακίνητης περιουσίας του δικαιούχου, με βάση τα στοιχεία ακινήτων του έτους 2008, υπερβαίνει τις 150.000 ευρώ, η οποία προσαυξάνεται κατά 10.000 ευρώ για κάθε προστατευόμενο τέκνο, ή β) αν το ιδιοκατοικούμενο ακίνητο βρίσκεται σε ζώνη με τιμή άνω των 3.000 ευρώ, καθώς και γ) για το πλέον των 120 τ. μ. εμβαδόν του ιδιοκατοικούμενου ακινήτου, το οποίο προσαυξάνεται κατά 20 τ.μ. για κάθε προστατευόμενο τέκνο και μέχρι τα 200 τ.μ..
7. Για την εφαρμογή της προηγούμενης παραγράφου, ο δικαιούχος του μειωμένου συντελεστή υποβάλλει αίτηση στη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων (Γ.Γ.Π.Σ.) του Υπουργείου Οικονομικών, είτε ηλεκτρονικά είτε μέσω των Κ.Ε.Π.. Με την απόφαση που εκδίδεται κατ΄ εξουσιοδότηση της παραγράφου 13, ρυθμίζεται και κάθε αναγκαίο θέμα σχετικό με το χρόνο υποβολής και τον έλεγχο των υποβαλλόμενων αιτήσεων, την επιβεβαίωση της συνδρομής των προϋποθέσεων εφαρμογής του μειωμένου συντελεστή της προηγούμενης παραγράφου, τον τρόπο ενημέρωσης της Δ.Ε.Η. και των εναλλακτικών προμηθευτών ηλεκτρικού ρεύματος από τη Γ.Γ.Π.Σ. για τους δικαιούχους του μειωμένου τέλους, οι προϋποθέσεις, ο τρόπος και το αρμόδιο όργανο επιστροφής του επιπλέον τέλους που τυχόν καταβλήθηκε από τον δικαιούχο και κάθε αναγκαίο ζήτημα για την εφαρμογή της προηγούμενης παραγράφου.
8. Η βεβαίωση του ειδικού τέλους συντελείται με την εγγραφή στις 17.9.2011 του ηλεκτροδοτούμενού ακινήτου στις μηχανογραφικές καταστάσεις της Δ.Ε.Η. και των λοιπών εναλλακτικών προμηθευτών ηλεκτρικού ρεύματος και ο κατάλογος αυτός αποτελεί τον τίτλο βεβαίωσης για το Ελληνικό Δημόσιο και τον αντίστοιχο χρηματικό κατάλογο των αρμόδιων Δ.Ο.Υ..
Αρμόδιος προϊστάμενος Δ.Ο.Υ. είναι ο προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. φορολογίας εισοδήματος του κυρίου ή επικαρπωτή του ακινήτου κατά την ημερομηνία αρχικής έκδοσης του λογαριασμού της Δ.Ε.Η. και των εναλλακτικών προμηθευτών ηλεκτρικού ρεύματος κατ΄ έτος. Η βεβαίωση του τέλους από την αρμόδια Δ.Ο.Υ., αν δεν καταβληθεί το τέλος μέσω του λογαριασμού κατανάλωσης του ηλεκτρικού ρεύματος, διενεργείται μέσα σε προθεσμία τεσσάρων (4) μηνών από τη γνωστοποίηση που προβλέπεται στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 11, όπως ειδικότερα ορίζεται με την υπουργική απόφαση που εκδίδεται κατ΄ εξουσιοδότηση της παραγράφου 13 του παρόντος άρθρου.
9. Το ειδικό τέλος του παρόντος άρθρου συνεισπράττεται από τη Δ.Ε.Η. και τους εναλλακτικούς προμηθευτές ηλεκτρικού ρεύματος για το έτος 2011 σε δύο (2) ισόποσες δόσεις που εκδίδονται από αυτούς από τον Οκτώβριο του τρέχοντος έτους μέχρι τον Ιανουάριο του 2012.
10. Τα ποσά του ειδικού τέλους που εισπράττονται από τη Δ.Ε.Η. και τους εναλλακτικούς προμηθευτές ηλεκτρικού ρεύματος αποδίδονται στο Ελληνικό Δημόσιο μέσα σε διάστημα είκοσι ημερών από τη λήξη του μήνα στον οποίο εισπράχθηκαν οι σχετικοί λογαριασμοί, όπως ειδικότερα καθορίζεται με την υπουργική απόφαση της παραγράφου 13. Η Δ.Ε.Η. και οι εναλλακτικοί προμηθευτές ηλεκτρικού ρεύματος μπορεί να δίνουν στο Ελληνικό Δημόσιο χρηματικές προκαταβολές έναντι των ποσών που πρέπει να αποδοθούν από τις εισπράξεις του τέλους και μέχρι 25% του προς είσπραξη ποσού. Για την αντιμετώπιση των δαπανών είσπραξης του ανωτέρω τέλους η Δ.Ε.Η. και οι εναλλακτικοί προμηθευτές ηλεκτρικού ρεύματος παρακρατούν από τις εισπράξεις ποσοστό 0,25%. Η Δ.Ε.Η. και οι εναλλακτικοί προμηθευτές ηλεκτρικού ρεύματος υποχρεούνται να θέτουν στη διάθεση της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων (Γ.Γ.Π.Σ.) του Υπουργείου Οικονομικών ηλεκτρονικά αρχεία που τηρούν και τους ζητούνται από τη Γ.Γ.Π.Σ. και η Γ.Γ.Π.Σ. δικαιούται να προβαίνει σε περαιτέρω επεξεργασία των αρχείων αυτών για τους σκοπούς των διατάξεων του παρόντος άρθρου.
11. Αν δεν καταβληθεί το τέλος, η Δ.Ε.Η. και οι εναλλακτικοί προμηθευτές ηλεκτρικού ρεύματος προβαίνουν στην έκδοση εντολής διακοπής του ρεύματος του καταναλωτή προς τον Διαχειριστή του Δικτύου, ο οποίος προβαίνει σε διακοπή της σύνδεσης και δεν το επαναχορηγούν μέχρι να εξοφληθεί το οφειλόμενο τέλος, σύμφωνα με όσα ορίζονται ειδικότερα με την υπουργική απόφαση της παραγράφου 13. Αν δεν ζητηθεί η επαναχορήγηση του ηλεκτρικού ρεύματος, η Δ.Ε.Η. και οι εναλλακτικοί προμηθευτές ηλεκτρικού ρεύματος, αφού διαγράψουν τον υπόχρεο καταναλωτή, γνωστοποιούν τη διαγραφή στο Ελληνικό Δημόσιο, ώστε να μεριμνήσει για την είσπραξη του οφειλόμενου τέλους, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα για την Είσπραξη Δημοσίων Εσόδων (Κ.Ε.Δ.Ε.). Αν δεν εξοφληθεί προηγουμένως το ειδικό τέλος του παρόντος άρθρου, δεν επιτρέπεται η αλλαγή προμηθευτή ηλεκτρικού ρεύματος. Αν δεν ζητηθεί η διακοπή της σύνδεσης, με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών επιβάλλεται σε βάρος της Δ.Ε.Η. ή του εναλλακτικού προμηθευτή ηλεκτρικού ρεύματος και υπέρ του Δημοσίου, πρόστιμο ίσο με το τέλος που δεν καταβλήθηκε προσαυξημένο κατά 25%.
12. Υπόχρεος για την καταβολή του τέλους είναι ο χρήστης του ακινήτου, ο οποίος καταβάλλει το τέλος μαζί με το λογαριασμό κατανάλωσης του ηλεκτρικού ρεύματος. Αν ο χρήστης είναι μισθωτής, με την καταβολή επέρχεται αυτοδικαίως συμψηφισμός με οφειλόμενα ή μελλοντικά μισθώματα. Η διάταξη του προηγούμενου εδαφίου κατισχύει κάθε άλλης αντίθετης συμφωνίας των συμβαλλόμενων μερών.
13. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ρυθμίζεται ο ειδικότερος τρόπος και η διαδικασία για: α) την είσπραξη του τέλους μέσω των, λογαριασμών κατανάλωσης του ηλεκτρικού ρεύματος, β) τη βεβαίωση και είσπραξη του τέλους κατά τις διατάξεις του Κ.Ε.Δ.Ε. από τον κύριο ή επικαρπωτή του ακινήτου σε περίπτωση μη καταβολής του μέσω των λογαριασμών κατανάλωσης του ηλεκτρικού ρεύματος, γ) τις προϋποθέσεις επιστροφής του ειδικού τέλους από την αρμόδια Δ.Ο.Υ., εφόσον το ακίνητο υπόκειται στις εξαιρέσεις της παραγράφου 5 ή στο μειωμένο συντελεστή της παραγράφου 6, καθώς και τον τρόπο και τη διαδικασία βεβαίωσης και είσπραξης του ειδικού τέλους στις περιπτώσεις που διαπιστωθεί ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις απαλλαγής ή ότι εφαρμόστηκε εσφαλμένος συντελεστής προσδιορισμού του, δ) τις ειδικότερες προϋποθέσεις και τη διαδικασία για την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 6, ε) τα ζητήματα που ορίζονται στην παράγραφο 7 και το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 11 και κάθε αναγκαίο θέμα για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου».
Με την παράγραφο 13 του άρθρου 53 του Ν. 4021/2011 δόθηκε ρητή νομοθετική εξουσιοδότηση στον κ. Υπουργό Οικονομικών να καθορίσει με απόφασή του την ειδικότερη διαδικασία για την είσπραξη του τέλους μέσω, των λογαριασμών κατανάλωσης του ηλεκτρικού ρεύματος, τη βεβαίωσή του, τις προϋποθέσεις επιστροφής του και τις ειδικότερες διαδικασίες για την εφαρμογή του Νόμου. Ο Αναπληρωτής Υπουργός Οικονομικών εξέδωσε την υπ΄ αριθ. 1211/10-10-2011 Απόφασή του (δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ με αριθμό 2298/Β΄/13-10-2011 και ημερομηνία πραγματικής κυκλοφορίας την 18-10-2011) με θέμα: «Καθορισμός του τρόπου και της διαδικασίας για: α) την είσπραξη του έκτακτου ειδικού τέλους ηλεκτροδοτούμενων δομημένων επιφανειών μέσω των λογαριασμών του κατανάλωσης του ηλεκτρικού ρεύματος, β) τη βεβαίωση και είσπραξη του τέλους κατά τις διατάξεις του Κ.Ε.Δ.Ε. από τον κύριο ή επικαρπωτή του ακινήτου σε περίπτωση μη καταβολής του μέσω των λογαριασμών κατανάλωσης του ηλεκτρικού ρεύματος, γ) τη βεβαίωση και είσπραξη του τέλους σε περίπτωση μη συνδρομής των προϋποθέσεων απαλλαγής και δ) την εφαρμογή των διατάξεων των παραγράφων 6,7, του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 11 καθώς και των προϋποθέσεων επιστροφής του ειδικού τέλους από την αρμόδια Δ.Ο.Υ., για το έτος 2011».
Το άρθρο 1 της υπ΄ αριθ. 1211/2011 Κανονιστικής Απόφασης του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών αφορά την επιβολή του “ Έκτακτου Ειδικού Τέλους Ηλεκτροδοτούμενων Δομημένων Επιφανειών (Ε.Ε.Τ.Η.Δ.Ε.)”. Το άρθρο 2 αναφέρεται στη διαδικασία χορήγησης απαλλαγών της παραγράφου 5 του άρθρου 53 του Ν. 4021/2011 και τα δικαιολογητικά απαλλαγής. Το άρθρο 3 αναφέρεται στον καθορισμό της διαδικασίας για την εφαρμογή των διατάξεων της παρ. 6 περί απαλλαγής από το έκτακτο ειδικό τέλος ηλεκτροδοτούμενων δομημένων επιφανειών ή επιβολής αυτού με μειωμένο συντελεστή 0,5 (διαδικασία χορήγησης μειωμένου συντελεστή ή απαλλαγής ηλεκτρονικά και διαδικασία χορήγησης απαλλαγών από τη Δ.Ο.Υ.). Το άρθρο 4 αναφέρεται στη διαδικασία βεβαίωσης του Ε.Ε.Τ.Η.Δ.Ε. (ενέργειες Δ.Ε.Η. και εναλλακτικών προμηθευτών ηλεκτρικού ρεύματος, ενέργειες της Γ.Γ.Π.Σ. και ενέργειες των Δ.Ο.Υ.). Το άρθρο 5 αναφέρεται στη διαδικασία απόδοσης του Ε.Ε.Τ.Η.Δ.Ε. από την Δ.Ε.Η. στο Ελληνικό Δημόσιο.
Επειδή σκοπός του Σωματείου μας είναι η προστασία και γενικότερη προώθηση των συμφερόντων του έλληνα φορολογούμενου και της ελληνικής οικονομίας και η υποβολή προτάσεων και πραγματοποίηση παρεμβάσεων σε θέματα φορολογίας και η προστασία των έννομων συμφερόντων των φορολογουμένων αφορά και την προστασία των συνταγματικά κατοχυρωμένων ατομικών δικαιωμάτων των φορολογούμενων. Επειδή μέλη του Σωματείου μας είναι και ιδιοκτήτες ακινήτων, όπως ο τρίτος αιτών, που υφίστανται οικονομική βλάβη από την επιβολή Έκτακτου Ειδικού Τέλους Ηλεκτροδοτούμενων Δομημένων Επιφανειών (Ε.Ε.Τ.Η.Δ.Ε.)” και ως εκ τούτου έχουμε έννομο συμφέρον για την προστασία των έννομων συμφερόντων και των δικαιωμάτων και των μελών μας.
Επειδή η δεύτερη αιτούσα εταιρεία και ο τρίτος αιτών είμαστε ιδιοκτήτες ακινήτων (ηλεκτροδοτούμενων δομημένων επιφανειών) και καλούμαστε να καταβάλλουμε το αναλογούν στις ιδιοκτησίες μας Έκτακτο Ειδικό Τέλος Ηλεκτροδοτούμενων Δομημένων Επιφανειών (Ε.Ε.Τ.Η.Δ.Ε.)” για το οικονομικό έτος 2011 και για τα επόμενα οικονομικά έτη και υφιστάμεθα οικονομική βλάβη από την επιβολή του επιβολή του «Έκτακτου Ειδικού Τέλους Ηλεκτροδοτούμενων Δομημένων Επιφανειών (Ε.Ε.Τ.Η.Δ.Ε)» και ως εκ τούτου το έννομο συμφέρον μας είναι προφανές,
Προσφεύγουμε όλοι από κοινού, νόμιμα και εμπρόθεσμα ενώπιον του Δικαστηρίου Σας, με προφανές έννομο συμφέρον, και ζητούμε την ακύρωση της προσβαλλομένης υπ΄ αριθ. 1211/10-10-2011 Υπουργικής Αποφάσεως, που αφορά την επιβολή του “Έκτακτου Ειδικού Τέλους Ηλεκτροδοτούμενων Δομημένων Επιφανειών (Ε.Ε.Τ.Η.Δ.Ε.)”, για τους κάτωθι προβαλλόμενους νόμιμους, βάσιμους και αληθείς λόγους και για όσους άλλους επιφυλασσόμεθα να προσθέσουμε στο μέλλον με ιδιαίτερο δικόγραφο πρόσθετων λόγων.
ΛΟΓΟΙ ΑΚΥΡΩΣΕΩΣ:
Α). Κατά παράβαση του άρθρου 1 παρ. 3 και άρθρου 26 παρ. 2 του Συντάγματος:
Η παράγραφος 11 του άρθρου 53 του Ν. 4021/2011, κατά παράβαση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών, αναθέτει ένα πλέγμα αρμοδιοτήτων της εκτελεστικής εξουσίας και δη των φορολογικών αρχών (υπολογισμός και είσπραξη τέλους ακινήτων, βεβαίωση παράβασης για μη πληρωμή και επιβολή διοικητικών κυρώσεων σε ιδιώτες) τόσο στην Δ.Ε.Η., η οποία αποτελεί ανώνυμη εταιρεία και νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, όσο και σε ιδιωτικές εταιρείες παροχής ηλεκτροδότησης (εναλλακτικούς παρόχους τους ονομάζει).
Η μνημονευμένη παράγραφος 11 του άρθρου 53 του Νόμου 4021/2011 κατά το μέρος που προβλέπει ευθέως ή επιτρέπει την ανάθεση φορολογικής φύσεως αρμοδιοτήτων (υπολογισμός και είσπραξη του τέλους, βεβαίωση παράβασης για μη πληρωμή του, επιβολή διοικητικών κυρώσεων σε ιδιώτες) σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, αντίκεινται στις θεμελιώδεις διατάξεις του άρθ. 1 παρ. 3 και 26 παρ. 2 του Συντάγματος, κατά την έννοια των οποίων, η φορολογική εξουσία, ως κατεξοχήν δημόσια εξουσία και έκφραση κυριαρχίας, ασκείται, διά των φορολογικών αρχών, μόνο από το κράτος (και νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου που και αυτά είναι αποκεντρωμένες καθ’ ύλην κρατικές υπηρεσίες) και όχι από ιδιώτες (Ολομέλεια ΣτΕ 1934/1998).
Η οποιαδήποτε ανάθεση άσκησης δημόσιας εξουσίας σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου (όπως είναι η Δ.Ε.Η. και οι άλλες ιδιωτικές εταιρείες παροχής ρεύματος) αντίκειται στο άρθρο 26 παρ. 2 του Συντάγματός μας, καθώς η άσκηση της δημόσιας εξουσίας αποτελεί την κατ΄ εξοχήν έκφραση κυριαρχίας του Κράτους και ασκείται μόνο από το Δημόσιο και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (Ολομέλεια ΣτΕ 1934/1998).
Τόσον η είσπραξη φόρων, όσο και η βεβαίωση παραβάσεων και επιβολή διοικητικών κυρώσεων σε ιδιώτες λόγω της άρνησης πληρωμής φόρων, αποτελούν στοιχεία άσκησης δημόσιας εξουσίας, η οποία ασκείται μόνο από τα όργανα της εκτελεστικής εξουσίας, κατά το άρθρο 26 παρ. 2 του Συντάγματος. Η άσκηση δημόσιας εξουσίας από ιδιώτες νοθεύει και την γενική αρχή του δημοκρατικού μας πολιτεύματος, όπως αυτή εκφράζεται στο άρθρο 1 παρ. 3 του Συντάγματος που ορίζει: «Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού και του Έθνους και ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα».
Ως δε άσκηση της δημόσιας εξουσίας η οποία αντισυνταγματικώς ανατίθεται σε ιδιώτες θεωρούμε αφενός μεν την εξουσία κατάστρωσης του καταλόγου των προσώπων από τα οποία θα ζητηθεί ο φόρος, αφετέρου δε την εξουσία καταναγκασμού σε πληρωμή, ήτοι την διαδικασία διοικητικής εκτέλεσης, του φόρου αυτού. Συνεπώς, το άρθρο 53 του Ν. 4021/2011 αντίκειται στις ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 3 και 26 παρ. 2 του Συντάγματος, διατάξεις δηλαδή υπερνομοθετικής ισχύος, και η προσβαλλόμενη υπ΄ αριθ. 1211/10-10-2011 κανονιστική Υπουργική Απόφαση, που εκδόθηκε κατ’ εφαρμογή της εξουσιοδοτικής διατάξεως του άρθρου 53 παρ. 13 του Ν. 4021/2011, τυγχάνει για αυτόν το λόγο ακυρωτέα.
Β) Κατά παράβαση της αρχής της νομιμότητας του φόρου (άρθρο 78 παρ. 1 και 4 του Συντάγματος):
Το άρθρο 78 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζει: "Κανένας φόρος δεν επιβάλλεται ούτε εισπράττεται χωρίς τυπικό νόμο που καθορίζει το υποκείμενο της φορολογίας και το εισόδημα, το είδος της περιουσίας, τις δαπάνες και τις συναλλαγές ή τις κατηγορίες τους, στις οποίες αναφέρεται ο φόρος." Δυνάμει της συνταγματικής αυτής διάταξης, είναι αντισυνταγματική μια διάταξη που ορίζει ότι η βάση υπολογισμού του φόρου δεν καθορίζεται από τον νόμο όπως αυτός θα εφαρμοστεί από διοικητικές αρχές, αλλά θα καθοριστεί (ή έχει ήδη καθοριστεί) από την ΔΕΗ ή τους εναλλακτικούς προμηθευτές ηλεκτρικού ρεύματος. Η χρήση της μεθόδου υπολογισμού που ακολουθεί η ΔΕΗ συνιστά σιωπηρή αλλά ξεκάθαρη εξουσιοδότηση προς νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου να καθορίσει το αντικείμενο του φόρου, το οποίο παρέλειψε να προσδιορίσει με επάρκεια ο φορολογικός νομοθέτης. Η ρύθμιση αυτή δεν έρχεται σε αντίθεση μόνο με την ανωτέρω διάταξη που επιβάλλει να είναι καθορισμένο το αντικείμενο του φόρου από τον νόμο, αλλά έρχεται σε μείζονα λόγω και με την απαγόρευση εξουσιοδότησης προς την διοίκηση, πολλώ δε μάλλον σε ιδιώτη ή Ν.Π.Ι.Δ., να καθορίσει ένα από τα στοιχεία του φόρου, και εν προκειμένω την βάση υπολογισμού που είναι η επιφάνεια του ακινήτου που θα φορολογηθεί.
Ο νόμος 2130/1993, που αναθέτει στην Δ.Ε.Η. την είσπραξη των δημοτικών τελών, στηρίζεται σε ένα τελείως διαφορετικό νομικό σύστημα φορολογίας: την επιβολή ανταποδοτικών τελών από ΟΤΑ. Στην συγκεκριμένη κατηγορία δημοσιονομικών εσόδων, ανταποδοτικά τέλη, επιτρέπεται η νομοθετική εξουσιοδότηση προς όργανα της διοίκησης (Η Δ.Ε.Η. και οι άλλες εταιρείες παροχής ηλεκτροδότησης δεν θα μπορούσαν να συμπεριληφθούν σε αυτά). Όμως στα πλαίσια του συστήματος αυτού, οι διατάξεις επιβολής του ειδικού τέλους ακινήτων ελέγχονται από πλευράς υπάρξεως ή όχι ανταποδοτικότητας.
Όταν το Τέλος δεν έχει ανταποδοτικό χαρακτήρα αποτελεί φόρο κατά την έννοια του άρθρου 78 του Συντάγματος (ΣΤΕ 60/2010, 2462/1999, 1923/2009). Στην προκειμένη περίπτωση το λεγόμενο «Τέλος Ακινήτων» αποτελεί στην ουσία φόρο καθώς απουσιάζουν από αυτό όλα εκείνα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν ένα ανταποδοτικό τέλος. Το άρθρο 53 του Ν. 4021/2011 και η προσβαλλόμενη υπ΄ αριθ. 1211/2011 Υπουργική Απόφαση (άρθρα 1 έως 5) χρησιμοποιούν τον εύσχημο τίτλο «Έκτακτο Ειδικό Τέλος Ηλεκτροδοτούμενων Δομημένων Επιφανειών (Ε.Ε.Τ.Η.Δ.Ε.)» χωρίς να το ονομάζουν φόρο. Είναι αυτονόητο, ότι το ζήτημα, αν ένα οικονομικό βάρος αποτελεί "φόρο" ή "ανταποδοτικό τέλος", δεν κρίνεται από το πώς το χαρακτηρίζει η σχετική διάταξη, όπως στην προκείμενη περίπτωση, αλλά από τη φύση και το σκοπό που υπηρετούν. Ο σκοπός αυτός και η φύση του οικονομικού βάρους κρίνονται τελικώς από το αν η συγκεκριμένη υπηρεσία, η οποία παρέχεται από το κράτος ή άλλο νομικό πρόσωπο δημόσιου δικαίου και για την οποία επιβλήθηκε το οικονομικό βάρος, θεσπίστηκε αποκλειστικώς υπέρ του γενικού συμφέροντος, οπότε πρόκειται για φόρο, ή, συγχρόνως, και υπέρ του συμφέροντος ορισμένου κύκλου προσώπων, τα οποία θα την χρησιμοποιήσουν ή υπέρ των οποίων θα λειτουργήσει, οπότε μπορεί να θεωρηθεί ανταποδοτικό τέλος.
Όπως παγίως γίνεται δεκτό από τη νομολογία (ΣτΕ 2462/1999, ΣτΕ 649/1981 και ΑΕΔ 5/1984, ΣτΕ 950/1981) και τη δημοσιονομική θεωρία, το ανταποδοτικό τέλος διακρίνεται επίσης από τον φόρο κατά το ότι αποτελεί μεν και αυτό, όπως ο φόρος, αναγκαστική οικονομική παροχή, καταβάλλεται όμως, έναντι ειδικής αντιπαροχής, δηλαδή έναντι ειδικώς παρεχόμενης δημόσιας υπηρεσίας, προς την οποία μάλιστα τελεί σε σχέση αντιστοιχίας, καθώς αποσκοπεί στην κάλυψη του κόστους παροχής της. Η δημόσια δε αυτή υπηρεσία, χάριν της οποίας επιβάλλεται το ανταποδοτικό τέλος, παρέχεται μεν χάριν δημοσίου σκοπού, εξυπηρετούνται όμως με αυτήν ταυτοχρόνως και όποιοι τη χρησιμοποιούν, που φέρουν και το βάρος των δαπανών της. Πρόκειται δηλαδή για μονομερώς επιβαλλόμενες χρηματικές υποχρεώσεις, διακρινόμενες από τους φόρους, κατά το ότι η καταβολή αυτών, συνδέεται με την παροχή ειδικής ωφέλειας.
Ανταποδοτικά τέλη θεσπίζονται δηλαδή για την αντιμετώπιση των δαπανών και του κόστους που έχει μια παρεχόμενη υπηρεσία ή ένα έργο ή γενικότερα, μια ειδική αντιπαροχή προς μια κατηγορία προσώπων. Η νομιμότητα της επιβολής των ανταποδοτικών τελών συναρτάται με την ύπαρξη μίας, προσεγγιστικά αναλογικής σχέσης μεταξύ εσόδων και απαιτούμενων, για την παροχή της ειδικής ωφέλειας, δαπανών. Η διάθεση όλων ή μέρους των εσόδων των ανταποδοτικών τελών για σκοπούς μη άμεσα συναρτόμενους με την παροχή των υπηρεσιών αυτών, δεν είναι σύννομη, καθότι ακυρώνει την αναλογικότητα της σχέσης αυτής (αρχή της ανταποδοτικότητας), και, σε αυτή την περίπτωση, υποκρύπτεται φορολογία.
Μολονότι η αιτιολογική έκθεση του Νόμου προσπαθεί ανεπιτυχώς να δώσει στοιχεία εμμέσου ανταποδοτικότητας στο Τέλος Ακινήτων, εντούτοις η παράγραφος 1 του άρθρου 53 ορίζει ότι το έκτακτο ειδικό τέλος επιβάλλεται από επιτακτικούς λόγους εθνικού συμφέροντος που συνίστανται στην άμεση μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος (!). Συνεπώς, τα έσοδα από το έκτακτο ειδικό τέλος προορίζονται για δημοσιονομικούς σκοπούς μη άμεσα συναρτόμενους με την παροχή κάποιας ειδικής ωφέλειας στους ιδιοκτήτες των ακινήτων. Κατά συνέπεια, το ειδικό τέλος ακινήτου αποτελεί φόρο περιουσίας, κατά το άρθρο 78 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως άλλωστε ρητώς αποδέχεται και η Αιτιολογική Έκθεση της τροπολογίας.
Ο νομοθέτης προσπαθεί να μεταφέρει την ευχέρεια της δυνατότητας καθορισμού του αντικειμένου του τέλους με εξουσιοδότηση, σε ένα τελείως διαφορετικό νομικό πλαίσιο στο οποίο δεν είναι ανεκτός συνταγματικά ο κατ' εξουσιοδότηση καθορισμός της βάσης του φόρου. Η σιωπηρή αλλά ξεκάθαρη εξουσιοδότηση προς νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου να καθορίσει το αντικείμενο του φόρου, αντίκειται στο άρθρο 78 παρ. 4 του Συντάγματος που ορίζει ότι: «Το αντικείμενο της φορολογίας, ο φορολογικός συντελεστής, οι απαλλαγές ή οι εξαιρέσεις από τη φορολογία δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο νομοθετικής εξουσιοδότησης». Στην προκειμένη περίπτωση αντικείμενο του φόρου είναι η επιφάνεια το ακινήτου ενώ ο φορολογικός συντελεστής δεν είναι καθορισμένος σε επίπεδο νόμου.
Πράγματι, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί συνταγματικά ανεκτός ο καθορισμός του αντικειμένου του φόρου από ιδιώτη, όπως εν προκειμένω συμβαίνει με την χρήση της ιδιωτικής καταγραφής της ΔΕΗ προκειμένου να επιβληθεί φόρος. Η μόνη καταγραφή περιουσιακών στοιχείων με την θεσμική εγγύηση του κράτους είναι αυτή που έχει λάβει χώρα στα λειτουργούντα κτηματολογικά γραφεία. Όλες οι άλλες καταγραφές δεν πληρούν στοιχεία θεσμικής εγγύησης και πραγματικής ορθότητας περεταίρω δε δεν μπορούν να αποτελέσουν βάσεις υπολογισμού του φόρου «κατά παραπομπήν».
Άλλωστε και οι τιμές ζώνης, οι οποίες αποτελούν στοιχείο απαραίτητο για τον προσδιορισμό του συντελεστή του φόρου δεν καθορίζονται από διάταξη τυπικού νόμου αλλά από υπουργικές αποφάσεις που εκδίδονται βάσει εξουσιοδοτικής διάταξης. Είναι προφανές ότι ουσιώδες στοιχείο του αντικειμένου του φόρου, ήτοι η τιμή ζώνης, είναι αντικείμενο νομοθετικής εξουσιοδότησης, κατά παράβαση σαφούς συνταγματικής επιταγής.
Συνεπώς, το άρθρο 53 του Ν. 4021/2011 αντίκειται στις διατάξεις του άρθρου 78 παρ. 1 και 4 του Συντάγματος και η προσβαλλόμενη υπ΄ αριθ. 1211/10-10-2011 κανονιστική Υπουργική Απόφαση, που εκδόθηκε κατ’ εφαρμογή της εξουσιοδοτικής διατάξεως του άρθρου 53 παρ. 13 του Ν. 4021/2011, τυγχάνει και για αυτόν το λόγο ακυρωτέα.
Γ). Κατά παράβαση της αρχής της φοροδοτικής ικανότητας κατά το άρθρο 4 παρ. 5 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος:
Με τις διατάξεις αυτές του Συντάγματος καθιερώνονται ορισμένες γενικές αρχές, με τις οποίες επιδιώκεται από το συνταγματικό νομοθέτη η πραγμάτωση των κανόνων της φορολογικής δικαιοσύνης και του κράτους δικαίου γενικότερα. Οι αρχές αυτές είναι η καθολικότητα της επιβάρυνσης και η ισότητα αυτής έναντι των βαρυνομένων, εξειδικευόμενη με τον, κατ΄ αρχήν, βάσει ορισμένης φοροδοτικής ικανότητας, καθορισμό του φορολογικού βάρους (ΣτΕ 91/2011).
Οι διατάξεις αυτές, όπως παγίως έχουν ερμηνευθεί, δεν αποκλείουν την εκ μέρους του κοινού νομοθέτη διαφορετική φορολογική μεταχείριση κατηγοριών φορολογουμένων, εφόσον η μεταχείριση αυτή δεν είναι αυθαίρετη, αλλά στηρίζεται σε γενικά και αντικειμενικά κριτήρια, ανταποκρινόμενα στις ιδιαίτερες συνθήκες υπό τις οποίες τελεί κάθε κατηγορία (ΣτΕ 1135/1991).
Η φορολογική υποχρέωση πρέπει να είναι ανάλογη της φοροδοτικής ικανότητας του κάθε πολίτη. Η όποια φορολογική επιβάρυνση πρέπει να συνάπτεται με γενικό και αντικειμενικό κριτήριο, από το οποίο να τεκμαίρεται, κατά την κοινή πείρα, η ύπαρξη αντίστοιχης οικονομικής δυνατότητας και, επομένως, φοροδοτικής ικανότητας των επιβαρυνόμενων.
Η φοροδοτική ικανότητα του φορολογούμενου θα πρέπει να προκύπτει επίσης με συνδυασμό αντικειμενικών στοιχείων, σε συνάρτηση δηλαδή με τον προσδιορισμό της φορολογητέας ύλης, και υποκειμενικών στοιχείων, δηλαδή να διαπιστώνεται εάν άτομα που ανήκουν στην ίδια επαγγελματική ή κοινωνική τάξη έχουν και την ίδια φοροδοτική ικανότητα.
Η διάταξη του άρθρου 53 Ν. 4021/2011 και η προσβαλλόμενη Υπουργική Απόφαση παραβιάζουν την αρχή της φορολογικής ισότητας, δηλαδή της φορολόγησης με βάση την φοροδοτική ικανότητα, διότι επιβάλει αδιακρίτως τον ίδιο φόρο (τέλος ακινήτων) σε όλους τους ιδιοκτήτες ακινήτων (δομημένων επιφανειών), με μόνα κριτήρια την τιμή ζώνης και την παλαιότητα του ηλεκτροδοτούμενου ακινήτου, χωρίς να συνυπολογίσει και το πραγματικό ετήσιο εισόδημα του καθενός ιδιοκτήτη ακινήτου, το οποίο κατά κοινή πείρα είναι ουσιωδώς διαφορετικό. Το γεγονός ότι δύο φορολογούμενοι ιδιοκτήτες ακινήτων έχουν ένα ακίνητο της ίδιας αντικειμενικής αξίας και παλαιότητας με το ίδιο εμβαδό τετραγωνικών μέτρων δεν σημαίνει, άνευ ετέρου, ότι έχουν και την ίδια οικονομική δυνατότητα να καταβάλλουν και τον ίδιο ετήσιο φόρο (!), λαμβανομένου υπόψιν ότι το ακίνητο δεν τους αποφέρει εισόδημα.
Δε λαμβάνονται δηλαδή καθόλου υπόψιν, πριν την επιβολή του εν λόγω Τέλους Ακινήτου, οι ιδιαίτερες συνθήκες και περιστάσεις υπό τις οποίες τελεί ο κάθε υπόχρεος ιδιοκτήτης ακινήτου ούτως ώστε να του επιβάλλεται ο φόρος στο ύψος που πραγματικά του αναλογεί. Ο φόρος όμως για να είναι αναλογικός και συμβατός με το Σύνταγμά μας πρέπει να είναι ανάλογος με τη φοροδοτική ικανότητα του καθενός, κατά το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος και άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος. Η αρχή της φορολογικής ισότητας επιβάλλει την κατανομή των φορολογικών βαρών, με βάση τη φοροδοτική ικανότητα εκάστου, η οποία ικανότητα λαμβάνεται υπόψη όχι μόνο με βάση τα τετραγωνικά μέτρα της οικίας (!) του ιδιοκτήτη, αλλά γενικότερα με βάση την οικονομική δύναμη του κάθε φορολογούμενου.
Η προσβαλλόμενη Υπουργική Απόφαση παραβιάζει τα άρθρα 17 παρ. 1, 4 παρ. 5 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος, καθώς, η φορολόγηση της ακίνητης περιουσίας, κατά τις ως άνω διατάξεις του Συντάγματος, είναι νοητή εφόσον η περιουσία αυτή φέρει κάποια πρόσοδο ή υπεραξία και προσδιορίζεται η φορολογητέα ωφέλεια κατά το χρόνο της φορολογίας (ΣτΕ 850/2001). Όταν δηλαδή παράγει, αμέσως ή εμμέσως, κάποιο εισόδημα. Έτσι π.χ. είναι συνταγματικώς επιτρεπτή η φορολόγηση του τιμήματος πώλησης ή του εισοδήματος από ενοικίαση, μακροχρόνια μίσθωση ή άλλη επενδυτική δραστηριότητα σχετική με το ακίνητο. Η φορολόγηση της απρόσοδης ακίνητης περιουσίας, και δη σε μόνιμη ετήσια βάση, αντιστοιχεί σε δρομολογημένη δήμευση της ατομικής ιδιοκτησίας, η οποία προσβάλλει ευθέως το Σύνταγμα και την αρχή της φορολογικής ισότητας, ιδιαίτερη έκφανση της οποίας είναι η αρχή της φορολόγησης με βάση της φοροδοτική ικανότητα του καθενός.
Κατά συνέπεια, αυτή η φορολόγηση των ιδιοκτητών δομημένων επιφανειών ακινήτων συνεπάγεται μία ανισότητα των φορολογουμένων στη συμμετοχή στα δημόσια βάρη ανάλογα με τις δυνάμεις τους, κατά παράβαση της συνταγματικής αρχής της φορολογικής ισότητας που καθιερώνεται από τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος και της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας που καθιερώνεται από τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 του Συντάγματος.
Συνεπώς, το άρθρο 53 του Ν. 4021/2011 αντίκειται στις διατάξεις του άρθρου 78 παρ. 1 και 4 του Συντάγματος και η προσβαλλόμενη υπ΄ αριθ. 1211/10-10-2011 κανονιστική Υπουργική Απόφαση, που εκδόθηκε κατ’ εφαρμογή της εξουσιοδοτικής διατάξεως του άρθρου 53 παρ. 13 του Ν. 4021/2011, τυγχάνει και για αυτόν το λόγο ακυρωτέα.
Δ). Κατά παράβαση του άρθρου 17 του Συντάγματος και του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτόκολλου της Ε.Σ.Δ.Α. που κατοχυρώνουν την προστασία του δικαιώματος της ιδιοκτησίας.
Το δικαίωμα της ιδιοκτησίας με βάση το άρθρο 17 του Συντάγματος και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, και σύμφωνα με τη σχετική νομολογία, προϋποθέτει την ελευθερία απόλαυσης της ιδιοκτησίας («δικαίωμα να απολαύει» «is entitled to the peaceful enjoyment of his possessions», κατά το άρθρ. 1,1ου Πρωτ. της ΕΣΔΑ), την αξιοποίηση ή μη αυτής, την πώληση ή μη αυτής, ανάλογα με την επιθυμία του ιδιοκτήτη. Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.) και το Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ κυρώθηκαν από την Ελλάδα με το Ν.Δ. 53/1974 (ΦΕΚ 256/1974) και έχει αυξημένη τυπική ισχύ κατά το άρθρο 28 του Συντάγματος και υπερισχύει πάσης άλλης αντιθέτου διατάξεως τυπικού νόμου και αυτού ακόμη του Συντάγματος όταν τίθεται θέμα ευρύτερης προστασίας των δικαιωμάτων και των ελευθεριών που προστατεύονται από την ΕΣΔΑ. Η ιδιοκτησία του ακινήτου αποτελεί απόλυτο εμπράγματο δικαίωμα. Μάλιστα το δικαίωμα στην ατομική ιδιοκτησία αποτελεί ένα από τα θεμελιώδη και απαράγραπτα δικαιώματα του ανθρώπου και προστατεύεται και από την Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το άρθρο 17 της Οικουμενικής Διακήρυξης ορίζει: «Κάθε άτομο μόνο του, ή με άλλους μαζί, έχει το δικαίωμα της ιδιοκτησίας. Κανείς δεν μπορεί να στερηθεί αυθαίρετα την ιδιοκτησία του».
Το λεγόμενο Έκτακτο Ειδικό Τέλος Ηλεκτροδοτούμενων Δομημένων Επιφανειών προσβάλλει τον πυρήνα του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος της ιδιοκτησίας καθώς η ενδεχόμενη αδυναμία καταβολής του φόρου από κάποιον ιδιοκτήτη οδηγεί σε de facto δήμευση και στέρηση της ατομικής ιδιοκτησίας του διότι τον οδηγεί στον εξαναγκασμό πώλησης ή αξιοποίησης ιδιοκτησίας παρά τη θέληση του ιδιοκτήτη. Εμποδίζει τον ιδιοκτήτη από το να ασκεί το συνταγματικό δικαίωμα του για ιδιοκτησία όπως αυτός θέλει.
Επίσης με το Τέλος παραβιάζεται και η αρχή της απαγορεύσεως της διπλής φορολογίας (ΣΤΕ 1500/1986), δηλαδή της φορολογήσεως της ίδιας φορολογητέας ύλης για την ίδια αιτία (non bis in idem). Η επιβολή του νέου ειδικού τέλους ακινήτων αποτελεί δεύτερη φορολόγηση των ιδιοκτητών ακινήτων για την ίδια αιτία (επί της ουσίας δεύτερος φόρος ακίνητης περιουσίας) και για την ίδια φορολογητέα ύλη (τα ίδια ακίνητα), δεδομένου ότι ήδη οι κάτοχοι ακίνητης περιουσίας, με αξία άνω των 200.000 Ευρώ, έχουν καταβάλει και τον Φόρο Ακίνητης Περιουσίας και μάλιστα για το ίδιο οικονομικό έτος (2011).
Εκτός από την διπλή φορολόγηση μέσα στο ίδιο δημοσιονομικό έτος, το επίδικο τέλος αποτελεί την τέταρτη σωρευτικά επιβαλλόμενη επιβάρυνση της ακίνητης περιουσίας στην Ελλάδα μετά το Φόρο Ακίνητης Περιουσίας (ΦΑΠ), ο οποίος αντικατέστησε το Ειδικό Τέλος Ακινήτων, το δημοτικό Τέλος Ακίνητης Περιουσίας (ΤΑΠ), και το συμπληρωματικό φόρο εισοδήματος στα εισοδήματα από ακίνητα, μη υπολογιζομένων των δημοτικών τελών καθαριότητας και φωτισμού και του τέλους χαρτοσήμου 3,6% στις επαγγελματικές μισθώσεις. Σε συνδυασμό με τους φόρους που προβλέπονται για την απόκτηση του ακινήτου, δηλαδή το Φόρο Μεταβίβασης Ακινήτων (ΦΜΑ), το Φόρο Προστιθέμενης Αξίας στα νεόδμητα Ακίνητα (ΦΠΑ) και τους φόρους κληρονομίας ή δωρεάς, η επιβολή του προσβαλλόμενου τέλους, το οποίο αρχικώς ανακοινώθηκε διετές, στη συνέχεια επιμηκύνθηκε σε τετραετές, για να καταλήξει έκτακτο τέλος «αορίστου χρόνου», οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην καταβολή, μέσα σε λίγα χρόνια, του ισόποσου της αξίας του ακινήτου σε φόρους. Η διπλή φορολόγηση μέσα στο ίδιο έτος ή η πολλαπλή φορολόγηση αντίκειται και στο άρθρο 17 του Συντάγματός μας, αλλά και στο Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ που προστατεύουν την ιδιοκτησία και τα εν γένει περιουσιακά δικαιώματα του ατόμου, δεδομένου ότι αυτή η πολλαπλή φορολόγηση του ιδιοκτήτη ακινήτου είναι υπερβολική και δυσανάλογη με τον επιδιωκόμενο νόμιμο σκοπό, κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας, καθώς το υπερφορολογηθέν ακίνητο πολλές φορές δεν παράγει κανένα εισόδημα για τον ιδιοκτήτη του.
Σύμφωνα με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων η υπερβολική φορολόγηση ενός ιδιοκτήτη αντίκειται στο άρθρο 1 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (Di Belmonte κατά Ιταλίας, Shchokin κατά Ουκρανίας). Κατά το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης της Ρώμης (Ε.Σ.Δ.Α) επιβάλλεται η διαμόρφωση μιάς δίκαιης ισορροπίας μεταξύ των απαιτήσεων του δημόσιου συμφέροντος υπέρ του κοινωνικού συνόλου και της επιτασσόμενης προστασίας της ιδιοκτησίας ως ατομικού δικαιώματος. Προς εκτίμηση δε, αν σε μία συγκεκριμένη περίπτωση διαμορφώνεται μία τέτοια δίκαιη ισορροπία και δεν επιβάλλεται στους θιγόμενους ένα υπέρμετρο βάρος στην ιδιοκτησία τους, εξετάζεται εάν υπάρχει άλλο εναλλακτικό και λιγότερο πιεστικό μέτρο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού. Σε περίπτωση που υπάρχει άλλο εναλλακτικό μέτρο τότε η επιβάρυνση της περιουσίας του ατόμου αποτελεί δυσανάλογα επαχθές μέτρο, κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας, και αποτελεί παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Στην συγκεκριμένη περίπτωση το Υπουργείο Οικονομικών επιβάλει ένα φορολογικό μέτρο στους ιδιοκτήτες ακινήτων που είναι δυσανάλογα επαχθές και τους στερεί το δικαίωμα της ελεύθερης χρήσης της ιδιοκτησίας και οδηγεί τους οικονομικά ασθενέστερους ιδιοκτήτες είτε σε αναγκαστική εκποίηση της ιδιοκτησίας τους είτε στην απώλεια της παροχής ηλεκτροδότησης η οποία είναι ζωτικής σημασίας για την επιβίωση του ανθρώπου. Ο επιδιωκόμενος σκοπός (κάλυψη δημοσιονομικών ελλειμμάτων και αύξηση ταμειακών εσόδων του Δημοσίου) θα μπορούσε να επιτευχθεί με λιγότερο επαχθή φορολογικά μέτρα και όχι με την φορολόγηση των οικιών και την διακοπή της ηλεκτροδότησης σε οικίες που θα οδηγήσει σε έσχατη εξαθλίωση οικονομικά και κοινωνικά ευπαθείς ομάδες και θα θέσει σε κίνδυνο την επιβίωσή τους (!). Εξάλλου, μόνο το ταμειακό συμφέρον του Δημοσίου δεν ταυτίζεται με το δημόσιο συμφέρον και δεν μπορεί να δικαιολογήσει την παραβίαση του δικαιώματος του ιδιώτη για προστασία της περιουσίας του (βλ. Ολομέλεια ΣΤΕ 1663/2009 και Ε.Δ.Δ.Α. Μεϊδάνης κατά Ελλάδος, σκέψεις 30, 31).
Συνεπώς, το άρθρο 53 του Ν. 4021/2011 αντίκειται στο άρθρο 17 του Συντάγματος και το Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της Ε.Σ.Δ.Α. και η προσβαλλόμενη υπ΄ αριθ. 1211/10-10-2011 κανονιστική Υπουργική Απόφαση, που εκδόθηκε κατ’ εφαρμογή της εξουσιοδοτικής διατάξεως του άρθρου 53 παρ. 13 του Ν. 4021/2011, τυγχάνει και για αυτόν το λόγο ακυρωτέα.
Ε) Κατά παράβαση της αρχής της βεβαιότητας του φόρου:
Έκφανση της αρχής της βεβαιότητας του φόρου είναι η ύπαρξη δυνατότητας προσδιορισμού ανά πάσα στιγμή του υποκειμένου της φορολογικής ενοχής. Είναι απαραίτητο να είναι σαφές σε επίπεδο νόμου το ποιο θα είναι το πρόσωπο σε βάρος του οποίου θα γίνεται η βεβαίωση του φόρου. Στην προκείμενη διάταξη του άρθρου 53 του Ν. 4021/2011 γίνεται λόγος για βαρυνόμενο πρόσωπο, το οποίο θεωρεί ο νομοθέτης ότι θα πρέπει να επιβαρυνθεί το κόστος του φόρου (τέλους ακινήτων), δεν προσδιορίζεται με σαφήνεια όμως η έννοια του προσώπου που θα πρέπει να καταβάλλει τον φόρο. Ειδικότερα το άρθρο 53 παρ. 12 του Ν. 4021/2011 κάνει λόγο για την καινοφανή νομικώς έννοια "χρήστης του ακινήτου", το περιεχόμενο της οποίας είναι ασαφές. Στην πράξη ο νομοθέτης θέλει να αποκτήσει ένα εργαλείο βεβαίωσης φόρων σε βάρος κάθε προσώπου που πληρώνει λογαριασμό ηλεκτρικού ρεύματος. Η καινοφανής έννοια αυτή όμως έχει προβλήματα: ανά πάσα στιγμή μπορεί να αμφισβητηθεί η ιδιότητα αυτή (του χρήστη ακινήτου), δεδομένου ότι το πρόσωπο που πληρώνει τον λογαριασμό, και σε βάρος του οποίου θα γίνει η βεβαίωση, είναι ένα πρόσωπο το οποίο έχει συνάψει ενοχική σύμβαση παροχής υπηρεσιών με τον πάροχο του ηλεκτρικού ρεύματος, και είναι σφόδρα πιθανό να μπορεί να αποδείξει δικαστικώς ότι δεν είναι ο "χρήστης του ακινήτου". Η αβεβαιότητα αυτή ως προς το πρόσωπο του οφειλέτη θα λειτουργήσει αρνητικά για τα σκοπούμενα δημοσιονομικά αποτελέσματα με την έννοια της γένεσης μεγάλου αριθμού δικαστικών αμφισβητήσεων της ιδιότητας του "χρήστη το ακινήτου". Επομένως με την διάταξη του άρθρου 53 παρ. 12 του Νόμου δημιουργείται ανασφάλεια ως προς το πρόσωπο του οφειλέτη του φόρου από την εφαρμογή αυτού του μέτρου, με την άκριτη βεβαίωση φόρου σε βάρος προσώπων που θα μπορούν να αποδείξουν ότι δεν είναι "χρήστες ακινήτων" αλλά μόνο συμβαλλόμενοι με την ΔΕΗ, και η επιβολή, κατ΄ αυτόν τον τρόπο, μιας φορολογικής ενοχής της οποίας το υποκείμενο δεν είναι προσδιορισμένο με ακρίβεια, είναι αντίθετη στην αρχή της βεβαιότητας του φόρου. Συνεπώς, το άρθρο 53 του Ν. 4021/2011 αντίκειται στην αρχή της βεβαιότητας του φόρου και η προσβαλλόμενη υπ΄ αριθ. 1211/10-10-2011 κανονιστική Υπουργική Απόφαση, που εκδόθηκε κατ’ εφαρμογή της εξουσιοδοτικής διατάξεως του άρθρου 53 παρ. 13 του Ν. 4021/2011, τυγχάνει και για αυτόν το λόγο ακυρωτέα.
ΣΤ). Προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος:
Με το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζεται ότι: "ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της πολιτείας". Η διάταξη αυτή, η οποία βρίσκεται στο Τμήμα Α΄ του πρώτου μέρους του Συντάγματος, που φέρει τον τίτλο "Μορφή του Πολιτεύματος", δεν θεσπίζει "ατομικό δικαίωμα", αλλά χαρακτηρίζει το δημοκρατικό μας πολίτευμα ως ανθρωποκεντρικό, με θεμέλιο την αξία του ανθρώπου. Ο σεβασμός της αναγορεύεται σε ύπατο κριτήριο της έκφρασης και δράσης των οργάνων της πολιτείας. Στην αξία του ανθρώπου περιλαμβάνεται πρωτίστως η ανθρώπινη προσωπικότητα ως εσωτερικό συναίσθημα τιμής και ως κοινωνική αναγνώριση υπόληψης. Με βάση τη διάταξη αυτή του άρθρου 2, που δεν αποτελεί απλή διακήρυξη, αλλά κανόνα δικαίου συνταγματικού επιπέδου, η πολιτεία, δηλαδή όλα τα πολιτειακά όργανα, οφείλουν όχι μόνο να "σέβονται" αλλά και να "προστατεύουν" την αξία αυτή (Ολ ΑΠ 40/1998).
Πρόκειται για μία θεμελιώδη συνταγματική διάταξη που εξαιρείται από τις υποκείμενες σε αναθεώρηση ή αναστολή διατάξεις (άρθρο 110 παρ. 1 και άρθρο 48 παρ. 1 του Συντάγματος).
Το τέλος ακινήτων αντίκειται στην αρχή του σεβασμού και της προστασίας της αξίας του ανθρώπου διότι:
1). Υποβαθμίζει τον φορολογούμενο ιδιοκτήτη, ακόμη και τον άνεργο και τον οικονομικά ασθενέστερο, σε αντικείμενο επίτευξης «εκτάκτων» δημοσιονομικών στόχων για τη μείωση ελλειμμάτων.
2). Η διακοπή της ηλεκτροδότησης σε άτομα που αδυνατούν να καταβάλλουν τον φόρο τους οδηγεί σε έσχατη εξαθλίωση και θέτει σε κίνδυνο την υγεία και την επιβίωσή τους.
3). Ασκεί ένα είδος ψυχολογικής βίας και απειλής σε οικονομικά ασθενέστερα άτομα, τέτοια που δεν συνάδει με τα θεμελιώδη ατομικά δικαιώματα του Συντάγματός μας και τις δημοκρατικές παραδόσεις της χώρας μας.
Και ναι μεν η αποτροπή της χρεωκοπίας της Χώρας ενδεχομένως να αποτελεί εύλογο σκοπό επιβολής φορολογικών επιβαρύνσεων, δεν επιτρέπει όμως το Σύνταγμά μας, ως μέσο εξαναγκασμού στην καταβολή των επιβαρύνσεων αυτών, την επιβολή μέτρων που καταλήγουν στην προσβολή της ίδιας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Συνεπώς, το άρθρο 53 του Ν. 4021/2011 αντίκειται στην θεμελιώδη συνταγματική διάταξη και αρχή του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος για την προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και η προσβαλλόμενη υπ΄ αριθ. 1211/10-10-2011 κανονιστική Υπουργική Απόφαση, που εκδόθηκε κατ’ εφαρμογή της εξουσιοδοτικής διατάξεως του άρθρου 53 παρ. 13 του Ν. 4021/2011, τυγχάνει και για αυτόν το λόγο ακυρωτέα.
Ζ). Κατά παράβαση της αρχής της ελευθερίας των συναλλαγών και της οικονομικής ελευθερίας κατά το άρθρο 5 παρ. 1 και 106 του Συντάγματος σε συνδυασμό με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.
Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 5 του Συντάγματος, "1. Καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη. 2 ... 3. Η προσωπική ελευθερία είναι απαραβίαστη. Κανείς δεν ... περιορίζεται, παρά μόνο όταν και όπως ορίζει ο νόμος". Σύμφωνα δε με το άρθρο 106 παρ. 2 του Συντάγματος, "Η ιδιωτική οικονομική πρωτοβουλία δεν επιτρέπεται να αναπτύσσεται σε βάρος της ελευθερίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, ή προς βλάβη της εθνικής οικονομίας".
Κατά τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 του Συντάγματος «καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική και οικονομική ζωή της χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη».
Με τη διάταξη αυτή ανάγεται σε δικαίωμα (ατομικό) η συμμετοχή στην οικονομική ζωή της χώρας και κατοχυρώνεται η οικονομική ελευθερία. Η ελευθερία αυτή περιλαμβάνει την ελευθερία των συμβάσεων (ελευθερία σύναψης και καταγγελίας της σύμβασης, ελευθερία επιλογής του αντισυμβαλλομένου, ελευθερία διαμόρφωσης του περιεχομένου της σύμβασης κλπ), όπως προβλέπεται ειδικότερα στη διάταξη του άρθρου 361 του Αστικού Κώδικα (Ολ ΑΠ 33/2002). Με την ελευθερία των συμβάσεων, ως εκδήλωση του δικαιώματος της οικονομικής ελευθερίας, δεν συμβιβάζεται κατ' αρχήν, μεταγενέστερη επέμβαση του νομοθέτη, περιοριστική της ελευθερίας αυτής, εκτός από τις περιπτώσεις κατά τις οποίες η ελευθερία αυτή προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων ή ασκείται κατά παραβίαση του Συντάγματος ή ενέχει προσβολή των χρηστών ηθών, καθώς επίσης κατά τις περιπτώσεις που ασκείται εις βάρος της Εθνικής Οικονομίας (άρθρ. 5 παρ. 1, 25 παρ. 3 και 106 παρ. 2 του Συντάγματος, σχ. Ολ. ΑΠ 4/1998, Ολ. ΑΠ 33/2002). Η επιβολή του φόρου ακινήτων μέσω των λογαριασμών της ΔΕΗ παραβιάζει τόσο το σύνταγμα όσο και τους όρους της σύμβασης ιδιωτικού δικαίου που υπέγραψε η ανώνυμη εταιρεία (είτε η Δ.Ε.Η. είτε άλλες εταιρείες) με τον κάθε καταναλωτή. Οι αιτήσεις και οι συμβάσεις ηλεκτροδότησης που υπογράφηκαν καθορίζουν ρητώς τις υποχρεώσεις των συμβαλλόμενων. Δεν προκύπτει καμία άλλη υποχρέωση για τους καταναλωτές πέραν της πληρωμής του κόστους του ρεύματος που κατανάλωσαν, ενδεχομένως και των δημοτικών τελών. Οι παράγραφοι 1 και 11 του άρθρου 53 του Ν. 4021/2011 που επιβάλλουν να πληρώσουν οι καταναλωτές έναν φόρο σε τρίτο μη συμβαλλόμενο φορέα (το Δημόσιο δηλαδή), και τη διακοπή της ηλεκτροδότησης (της σύμβασης δηλαδή) σε περίπτωση μη πληρωμής του φόρου, παραβιάζει αφενός τους όρους της σύμβασης και αφετέρου τη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της ελευθερίας των συναλλαγών και την οικονομική ελευθερία. Η Πολιτεία δεν έχει δικαίωμα, με μεταγενέστερη της σύμβασης νομοθετική ρύθμιση, να ακυρώσει μονομερώς τις συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου που έχουν υπογραφεί για την παροχή ηλεκτροδότησης.
Η Τροπολογία του άρθρου 53 του Ν.4021/2011 (παράγραφοι 1 και 11) ακυρώνει συμβόλαια παροχής ηλεκτροδότησης του έχουν υπογράψει ιδιώτες καταναλωτές ακόμη και με 100% ιδιωτικές εταιρείες παροχής ηλεκτροδότησης. Η διακοπή της ηλεκτροδότησης σε περίπτωση μη πληρωμής του τέλους ακινήτων συνιστά ανεπίτρεπτο περιορισμό στην οικονομική ελευθερία κατά παράβαση και της αρχής της αναλογικότητας. Αντίκειται στις συνταγματικές διατάξεις που κατοχυρώνουν την οικονομική ελευθερία με την ειδικότερη μορφή της ελευθερίας των συμβάσεων, διότι επιβάλλει το εξαιρετικό μέτρο της αυτοδίκαιης καταργήσεως εγκύρων, από τυπικής απόψεως, καταρτισμένων συμβάσεων. Όμως για να είναι επιτρεπτή η επέμβαση του νομοθέτη σε έγκυρες ιδιωτικές συμβάσεις θα πρέπει οι συμβάσεις αυτές να προσβάλλουν δικαιώματα των άλλων ή να αντίκεινται σε διατάξεις νόμων ή του Συντάγματος ή να ενέχουν προσβολή των χρηστών ηθών ή να προκαλούν βλάβη σε βάρος της Εθνικής Οικονομίας. Η προσβαλλόμενη Υπουργική Απόφαση καταργεί επί της ουσίας τις έγκυρες συμβάσεις παροχής ηλεκτροδότησης χωρίς να θεσπίζει τα νομικά κριτήρια διαπιστώσεως των μη νόμιμων ή βλαπτικών όρων κάθε συμβάσεως (ΣΤΕ 3199/2003). Επίσης η κατάργηση αυτών των συμβάσεων καθίσταται σε μόνιμη βάση καθώς, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1.4 της προσβαλλομένης Υπουργικής Απόφασης: «Η επαναχορήγηση του ρεύματος στην παροχή που ηλεκτροδοτεί το συγκεκριμένο ακίνητο από τη Δ.Ε.Η. ή τους εναλλακτικούς προμηθευτές ηλεκτρικού ρεύματος, μετά τη διαγραφή της απαίτησης για το Ε.Ε.Τ.Η.Δ.Ε., δεν μπορεί να γίνει αν δεν προσκομισθεί βεβαίωση εξόφλησης του Ε.Ε.Τ.Η.Δ.Ε. από την αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία (!)».
Περαιτέρω, το άρθρο 53 του Ν. 4021/2011 και η προσβαλλόμενη Υπουργική Απόφαση παρεμβαίνει αναδρομικά, επί της ουσίας, και ρυθμίζει, μεταβάλλει δικαιώματα και έννομες σχέσεις που διαμορφώθηκαν στο παρελθόν με την υπογραφή των ιδιωτικών συμβάσεων.
Επίσης καταργεί ενοχικά δικαιώματα των συμβαλλομένων που απορρέουν από την έγκυρη αμφοτεροβαρή σύμβαση της παροχής ηλεκτροδότησης. Ο συμβαλλόμενος ιδιώτης με την πληρωμή του ανάλογου αντιτίμου έχει τη νόμιμη ενοχική απαίτηση για την παροχή ηλεκτρικού ρεύματος. Με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, για την προστασία των δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των θεμελιωδών Ελευθεριών (Ε.Σ.Δ.Α.) που κυρώθηκε (μαζί με τη Σύμβαση) με το ν.δ. 53/1974 και έχει, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, αυξημένη έναντι των κοινών νόμων ισχύ, ορίζεται, ότι «παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθεί της περιουσίας αυτού, ειμή δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπομένους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουν το δικαίωμα παντός Κράτους όπως θέσει εν ισχύι νόμους ους ήθελε κρίνει αναγκαίους προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών, συμφώνως προς το δημόσιο συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων». Με τη διάταξη αυτή κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, το οποίο μπορεί να τη στερηθεί μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας. Στην έννοια της περιουσίας περιλαμβάνονται όχι μόνο τα εμπράγματα δικαιώματα, αλλά και τα δικαιώματα «περιουσιακής φύσεως» και τα κεκτημένα «οικονομικά συμφέροντα» και ειδικότερα απαιτήσεις, είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση, είτε απλώς γεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία, με βάση το ισχύον, έως την προσφυγή στο δικαστήριο, δίκαιο, ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικά (βλ. Ολ. ΑΠ 40/1998 και την αναφερόμενη σ' αυτή πάγια νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου). Η στέρηση των ενοχικών δικαιωμάτων χωρεί μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας και προϋποθέτει την καταβολή αποζημίωσης. Η διάταξη αυτή του Πρωτοκόλλου έχει, σύμφωνα με τον κανόνα του άρθρου 28 παρ. 2 του Συντάγματος, άμεση και υπερνομοθετική ισχύ σε εθνικό δίκαιο, και δεσμεύει τον κοινό νομοθέτη. Τέτοιες διατάξεις νόμων με αναδρομική δύναμη, που προβαίνουν σε στέρηση περιουσίας, ακόμη και ενοχικών απαιτήσεων και δικαιωμάτων, χωρίς να συντρέχουν λόγοι δημοσίου συμφέροντος και χωρίς προηγούμενη καταβολή αποζημίωσης, είναι αντισυνταγματικές (άρθρο 28 παρ. 1 Συντάγματος σε συνδυασμό με άρθρο 1 ΠΠ Πρωτοκόλου ΕΣΔΑ). Παραβιάζει την υπερνομοθετικής ισχύος ρύθμιση του άρθρου 1 του πρώτου προσθέτου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, κατά την οποία, για να είναι επιτρεπτή η κατάργηση κεκτημένων ενοχικών δικαιωμάτων, δεν αρκεί μόνο η ύπαρξη δημόσιου συμφέροντος, αλλά απαιτείται επιπροσθέτως και πρόβλεψη αποζημιώσεως του δικαιούχου (Ολ ΑΠ 33/2002), όρος ο οποίος δεν συντρέχει στην προκειμένη περίπτωση.
Συνεπώς, το άρθρο 53 του Ν. 4021/2011 αντίκειται στην αρχή της ελευθερίας των συναλλαγών και της οικονομικής ελευθερίας κατά το άρθρο 5 παρ. 1 και 106 παρ. 2 του Συντάγματος σε συνδυασμό με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και η προσβαλλόμενη υπ΄ αριθ. 1211/10-10-2011 κανονιστική Υπουργική Απόφαση, που εκδόθηκε κατ’ εφαρμογή της εξουσιοδοτικής διατάξεως του άρθρου 53 παρ. 13 του Ν. 4021/2011, τυγχάνει και για αυτόν το λόγο ακυρωτέα.
Η). Παράβαση του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος και του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ για το δικαίωμα δικαστικής προστασίας:
Η επιβολή του εν λόγω φόρου (τέλους) σε όλες τις ιδιωτικές ηλεκτροδοτούμενες επιφάνειες χωρίς τη δυνατότητα πρόβλεψης διαδικασίας ανταπόδειξης σχετικά με την πραγματική φοροδοτική ικανότητα του υπόχρεου ιδιοκτήτη του ακινήτου θεσπίζει ουσιαστικά αμάχητο τεκμήριο οικονομικής και φοροδοτικής ικανότητας των επιβαρυνόμενων με το τέλος ιδιοκτητών ακινήτων. Η ουσιαστική καθιέρωση όμως τέτοιων αμάχητων τεκμηρίων δύναται να οδηγήσει στη φορολόγηση πλασματικής φορολογητέας αξίας, εφόσον θα αντιστοιχεί σε πλασματική φοροδοτική ικανότητα του επιβαρυνόμενου ιδιοκτήτη, χωρίς ο τελευταίος να έχει δικαίωμα ανταπόδειξης. Με τον τρόπο αυτό, πέραν του ότι παραβιάζεται η αρχή της φορολογικής ισότητας, περιορίζεται ανεπίτρεπτα και το δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας, όπως αυτό κατοχυρώνεται από το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος και το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.).
Θα πρέπει τόσο η βάση όσο και τα συμπεράσματα των επιλεγόμενων τεκμηρίων να ανταποκρίνονται στα δεδομένα της κοινής πείρας ώστε να είναι δυνατός ο δικαστικός έλεγχος από την άποψη της λογικής δομής αυτών για να είναι ανεκτή από το Σύνταγμα η αντικειμενικοποίηση του συστήματος προσδιορισμού της φορολογητέας ύλης.
Το καθιερούμενο τεκμήριο του φόρου ακίνητης περιουσίας των ηλεκτροδοτούμενων επιφανειών θα αποτελούσε συνταγματικώς ανεκτό τρόπο προσδιορισμού της πραγματικής φοροδοτικής ικανότητας των ιδιοκτητών ακινήτων μόνο εάν το τεκμήριο αυτό ήταν μαχητό, δηλαδή να επιτρεπόταν η ανταπόδειξή του από τον φορολογούμενο (ΣτΕ 2919/1999).
Το αντικειμενικό κριτήριο ή τεκμήριο καθορισμού ελάχιστου εισοδήματος ή ελάχιστου καταβλητέου φόρου συνάδει με το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος (δικαίωμα δικαστικής προστασίας) και το άρθρο 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη) μόνο όταν δίνει το δικαίωμα και τη δυνατότητα στον φορολογούμενο να μην αποδεχθεί την εφαρμογή του συστήματος αυτού ασκώντας προσφυγή ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου και προσκομίζοντας στοιχεία που να αποδεικνύουν την αδυναμία καταβολής του φόρου εκ μέρους του φορολογούμενου ιδιοκτήτη (ΣτΕ 230/2002).
Συνεπώς, το άρθρο 53 του Ν. 4021/2011 αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος (δικαίωμα δικαστικής προστασίας) και του άρθρου 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη) και η προσβαλλόμενη υπ΄ αριθ. 1211/10-10-2011 κανονιστική Υπουργική Απόφαση, που εκδόθηκε κατ’ εφαρμογή της εξουσιοδοτικής διατάξεως του άρθρου 53 παρ. 13 του Ν. 4021/2011, τυγχάνει και για αυτόν το λόγο ακυρωτέα.
Επειδή η παρούσα αίτηση ακυρώσεως είναι νόμιμη, βάσιμη και αληθής, παραδεκτώς δε ασκείται ενώπιον του Δικαστηρίου Σας.
Επειδή η προσβαλλόμενη Υπουργική Απόφαση αποτελεί κανονιστική απόφαση που εκδόθηκε με βάση ρητή νομοθετική εξουσιοδότηση, δυνάμει διάταξης τυπικού Νόμου (άρθρο 53 παρ. 13 του Ν. 4021/2011), και παραδεκτώς προσβάλλεται ενώπιον του Δικαστηρίου Σας.
Επειδή το έννομο συμφέρον μας είναι προφανές.
Επειδή έχουμε κοινό έννομο συμφέρον να προσβάλλουμε την Υπουργική Απόφαση.
Επειδή σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 του Ν. 3900/2010: «Οποιοδήποτε ένδικο βοήθημα ή μέσο ενώπιον οποιουδήποτε διοικητικού δικαστηρίου μπορεί να εισαχθεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας με πράξη τριμελούς Επιτροπής, αποτελούμενης από τον Πρόεδρό του, τον αρχαιότερο Αντιπρόεδρο και τον Πρόεδρο του αρμόδιου καθ' ύλην Τμήματος, ύστερα από αίτημα ενός των διαδίκων, όταν με αυτό τίθεται ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος που έχει συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων. Η πράξη αυτή δημοσιεύεται σε δύο ημερήσιες εφημερίδες των Αθηνών και συνεπάγεται την αναστολή εκδίκασης των εκκρεμών υποθέσεων, στις οποίες τίθεται το ίδιο ζήτημα. Μετά την επίλυσή του, το Συμβούλιο της Επικρατείας μπορεί να παραπέμψει το ένδικο μέσο ή βοήθημα στο αρμόδιο διοικητικό δικαστήριο. Η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας δεσμεύει τους διαδίκους της ενώπιόν του δίκης, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι παρεμβάντες. Στη δίκη ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας μπορεί να παρέμβει κάθε διάδικος σε εκκρεμή δίκη, στην οποία τίθεται το ίδιο ως άνω ζήτημα, και να προβάλει τους ισχυρισμούς του σχετικά με το ζήτημα αυτό. Για την εν λόγω παρέμβαση δεν καταλογίζεται δικαστική δαπάνη, η δε μη άσκησή της δεν δημιουργεί δικαίωμα ασκήσεως ανακοπής ή τριτανακοπής».
Επειδή στην προκειμένη περίπτωση υφίσταται ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος, που έχει συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων, καθώς αφορά εκατομμύρια φορολογουμένων ιδιοκτητών δομημένων επιφανειών ακινήτων και, ως εκ τούτου, συντρέχει νόμιμη περίπτωση για την εισαγωγή της υποθέσεως στην πλήρη Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατ΄ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 1 του Ν. 3900/2010 και 14&2 περ. β΄ του Π.Δ. 18/1989.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
και όσους νόμιμα επιφυλασσόμεθα να προσθέσουμε στο μέλλον και με ρητή
επιφύλαξη παντός νομίμου δικαιώματός μας.
ΖΗΤΟΥΜΕ
1. Να γίνει δεκτή η αίτησή μας αυτή.
2. Να ακυρωθεί η υπ΄ αριθ. ΠΟΛ 1211/10-10-2011 (ΦΕΚ 2298/Β΄/13-10-2011) απόφαση του Υπουργού Οικονομικών για την επιβολή του Έκτακτου Ειδικού Τέλους Ηλεκτροδοτούμενων Δομημένων Επιφανειών (Ε.Ε.Τ.Η.Δ.Ε.) που θεσπίζεται με τις διατάξεις του άρθρου 53 του Ν. 4021/2011.
3. Να εισαχθεί με πράξη είτε του Προέδρου του ΣτΕ είτε της προβλεπομένης Τριμελούς Επιτροπής στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας η παρούσα Αίτηση Ακυρώσεως, κατ΄ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 1 του Ν. 3900/2010 και 14&2 περ. β΄ του Π.Δ. 18/1989, διότι το κρινόμενο ζήτημα εμφανίζει γενικότερο ενδιαφέρον, που έχει συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων.
4. Να καταδικαστεί το αντίδικο Ελληνικό Δημόσιο στο σύνολο της δικαστικής μας δαπάνης.
Αντίκλητος εκ των πληρεξουσίων δικηγόρων ορίζεται ο δικηγόρος Αθηνών Παναγιώτης ΕΜ. Χασιώτης, κάτοικος Αυλώνα Αττικής οδός Ι. Ρίτσου αρ. 6.
Αθήνα, 21/10/2011
Οι Πληρεξούσιοι Δικηγόροι
Παναγιώτης Εμ. Χασιώτης
ΑΜ (ΔΣΑ): 23375
Ι. Ρίτσου 6, Αυλώνα Αττικής
Τηλ: 22950-29377, 6977 297814
Χρήστος Αγγ. Κλειώσης
ΑΜ (ΔΣΑ): 26378
Καλάρη 45, Αθήνα
Τηλ. 6943871375
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου