του Ματτέο Αλμπανέζε
Εξαιτίας της διεθνούς κρίσης που απλώνεται στον κόσμο τα τελευταία έξι χρόνια, ζούμε μια νέα «άνθηση» φασιστικών κινημάτων και ομάδων. Στην Ελλάδα ειδικά, η Χρυσή Αυγή κατόρθωσε μια απίστευτη εκλογική επιτυχία στις εκλογές του 2012. Η Χρυσή Αυγή όμως είναι μια παλιά οργάνωση και μπορούμε εύκολα να ιχνηλατήσουμε τις ρίζες της στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Εκείνη την εποχή, το 1979, ένας μικρός αριθμός «ακτιβιστών», που στο μέλλον θα γίνονταν Χρυσαυγίτες, ήταν παρόντες σε συνάντηση που οργάνωσε η Νέα Ευρωπαϊκή Τάξη (Nouvelle Ordre Européenne, New European Order, NOE). Η ΝΟΕ ήταν μια διεθνής οργάνωση που ιδρύθηκε στη δεκαετία του 1960 με στόχο να συνενώσει όλες τις φασιστικές ομάδες της Ευρώπης ώστε να αναπτύξουν κοινή στρατηγική. 1
Για ποια στρατηγική όμως επρόκειτο; Η στρατηγική αυτή αρθρωνόταν κυρίως σε δύο σημεία: Πρώτα απ' όλα, να συμβάλουν στον πόλεμο ενάντια στον κομμουνισμό και, δεύτερον, να προετοιμάσουν μια νέα φασιστική περίοδο για το σύνολο της Ευρώπης. Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά των ομάδων που απάρτιζαν τη ΝΟΕ αποτελούσε το ότι, στην πραγματικότητα, ήταν φιλοευρωπαϊστές -- με τον δικό τους ιδιόρρυθμο τρόπο, φυσικά! Ήταν γιοι και κόρες (και κυρίως γιοι, θα έλεγα) της ήττας του 1945. Οι φασιστικές νέες γενιές μεγάλωσαν σ' έναν πολωμένο κόσμο, διαιρεμένο ανάμεσα στις δύο μεγάλες δυνάμεις, τις ΗΠΑ και την ΕΣΣΔ. Κι έτσι, ανέπτυξαν ένα όνειρο και μια πρακτική. Όπως συμβαίνει πάντα, αυτά τα δύο αποδείχθηκε πως ήταν πολύ διαφορετικά το ένα από το άλλο.
Το όνειρο ήταν να χτίσουν μια φασιστική Ευρώπη, ανεξάρτητη κι απ' τα δύο στρατόπεδα. Να χτίσουν ένα έθνος, ριζωμένο στις παραδοσιακές ιδέες της τάξης και της πειθαρχίας, ένα έθνος εξουσιαζόμενο, όπως συνήθιζε να λέει ο Πόπερ, από «ανθρώπους φτιαγμένους από χρυσό» -- σύμφωνα με τον πλατωνικό μύθο των μετάλλων.
Οι πρακτικές αυτών των κινημάτων ήταν αρκετά διαφορετικές: βία ενάντια σε αριστερούς αγωνιστές, βομβιστικές ενέργειες σε δημόσιους χώρους που οδηγούν σε μακελειό, έτσι ώστε να δημιουργήσουν πανικό και να δικαιολογήσουν ένα πραξικόπημα -- πάντα σε συνεργασία με τους μηχανισμούς του κράτους.
Οι αντίστοιχες ομάδες της χώρας μου, οι ιταλικές ομάδες, ήταν εξαιρετικά δραστήριες. Γιατί; Πέρασε πολύς καιρός μέχρις ότου δικαστικοί, δημοσιογράφοι, πολιτικοί επιστήμονες και, εντέλει, ιστορικοί να ξεκινήσουν να αντιμετωπίζουν αυτό το ερώτημα. Οι λόγοι είναι πολλοί, και δεν είναι εύκολο να τους συνοψίσει κανείς σε λίγες γραμμές. Πρέπει όμως να σταθούμε σε δύο από αυτούς.
Πρώτα απ' όλα, η Ιταλία, μια χώρα-μέλος του ΝΑΤΟ, είχε το πιο ισχυρό κομμουνιστικό κόμμα στην Ευρώπη. Αυτό προξενούσε βέβαια ιδιαίτερη ανησυχία στους συμμάχους και τις συντηρητικές δυνάμεις στο εσωτερικό της χώρας.
Δεύτερον, γιατί το διεθνές πλαίσιο ευνοούσε ένα τέτοιο τραγικό σενάριο. Ας μην ξεχνούμε ότι στον ευρωπαϊκό Νότο, μετά και το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1967 στην Ελλάδα, κυριαρχούσαν τυραννικά καθεστώτα. Η Ιταλία ήταν περικυκλωμένη. Και ένα στρατιωτικό, συντηρητικό, αυταρχικό, ακόμα και φασιστικό, πραξικόπημα φάνταζε σε ορισμένους ως η καλύτερη δυνατή λύση.
Προκειμένου να εγκαθιδρύσουν σε μια δημοκρατική χώρα σε αυταρχικό καθεστώς, χρειάζονταν μια στρατηγική. Η Στρατηγική της Έντασης ήταν ακριβώς ένα σχέδιο που τέθηκε σε εφαρμογή ώστε να διασπείρει ευρέως τον φόβο και τον τρόμο στον πληθυσμό, έτσι ώστε να σπρώξει την κοινή γνώμη να ζητήσει ένα «ισχυρό» καθεστώς.
Η χώρα μου, η Ιταλία, υπέστη τρεις απόπειρες κατάληψης της εξουσίας με στρατιωτικά πραξικοπήματα σε μια περίοδο έντεκα ετών, από το 1963 έως το 1974. Δεν μπορούμε βέβαια να περιγράψουμε εδώ αναλυτικά το καθένα. Η πρώτη από τις πολλές νεοφασιστικές βομβιστικές επιθέσεις που προκάλεσαν μακελειό, συνέβη σε μια τράπεζα στο Μιλάνο. Ήταν στις 12 Δεκεμβρίου του 1969. Κάποιοι στρατιωτικοί, μέλη της Νέας Τάξης (Ordine Nuovo), μιας νεοφασιστικής ομάδας, έβαλαν τέσσερις βόμβες στο Μιλάνο και στη Ρώμη. Τρεις απ' αυτές δεν προκάλεσαν κανέναν τραυματισμό, αντίθετα μ' εκείνη στο Μιλάνο. Δεκαεπτά άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους και πάνω από ογδόντα τραυματίστηκαν. Κατά τη διάρκεια των επόμενων 40 ετών, τέσσερις διαφορετικές δίκες έλαβαν χώρα και αποκάλυψαν ότι κάποια κομμάτια των ιταλικών μυστικών υπηρεσιών ήταν αναμεμιγμένα σ' εκείνη τη σφαγή. Γνωρίζουμε επίσης πως η στρατηγική ήταν πολύ επεξεργασμένη: η βασική ιδέα ήταν να χρεώσουν τις βομβιστικές επιθέσεις στο αναρχικό κίνημα. Ποιος κατέστρωσε το σχέδιο; Ποιος βοήθησε αυτούς τους νεαρούς εξτρεμιστές της Δεξιάς να το υλοποιήσουν; Και πώς; Αυτό το κομμάτι δεν το γνωρίζουμε ακόμα.
Αυτό που γνωρίζουμε είναι ότι, για παράδειγμα, μια ομάδα νεαρών ιταλών νεοφασιστών συμμετείχε σε ένα «εκπαιδευτικό» ταξίδι στην Ελλάδα, την άνοιξη του 1968.
Αυτό που γνωρίζουμε είναι ότι ένας πρώην αξιωματούχος της OAS, της παραστρατιωτικής Οργάνωσης Μυστικός Στρατός, που έδρασε στην Αλγερία στην περίοδο 1954-1962, ήταν παρών ως εκπαιδευτής σ' αυτό το στρατόπεδο. Αυτό που γνωρίζουμε είναι ότι μετά την επιστροφή του στην Ιταλία, ένας απ' αυτούς τους νεαρούς νεοφασίστες, ονόματι Μάριο Μερλίνο, έγινε ξαφνικά ακτιβιστής του αναρχικού κινήματος!
Είναι πλέον αρκετά ξεκάθαρο ότι μια διεθνής οργάνωση με έδρα στη Λισαβόνα και χρηματοδότηση από την CIA, η Aginter Press, βοηθούσε την Ordine Nuovo, με στόχο να αποσταθεροποιηθεί η Ιταλία.
Το ελληνικό καθεστώς βοήθησε όσο μπορούσε, καθώς επίσης και το ισπανικό – το οποίο φιλοξένησε τους στρατιωτικούς όσο αυτοί διώκονταν από την ιταλική δικαιοσύνη. Αυτό για το οποίο συζητάμε είναι ένα διεθνές δίκτυο που υπήρξε ενεργό σε περισσότερες από 20 χώρες. Αλλά το σχέδιο δεν πέτυχε, για μια σειρά από λόγους.
Θα ήθελα να ολοκληρώσω αυτό το άρθρο με μια σύντομη σκέψη. Ο φασισμός δεν έγινε καθεστώς στην Ιταλία, τη Γερμανία, την Ισπανία και την Πορτογαλία, από μόνος του. Ούτε ένα αυταρχικό καθεστώς δεν υπήρξε εξαιτίας απλώς ενός κόμματος ή μιας μεμονωμένης οργάνωσης. Ο Μουσολίνι υποστηρίχθηκε από την ιταλική βιομηχανική μεσαία τάξη, το καθεστώς του Φράνκο μπόρεσε να νικήσει στον πόλεμο όχι μόνο χάρη στον Μουσολίνι και τον Χίτλερ, αλλά και χάρη στους ισπανούς αγρότες· και το ίδιο ισχύει και για την Πορτογαλία του Σαλαζάρ. Μιλάμε για έναν ιστορικό συνασπισμό (blocco storico) όπως θα έλεγε ο Γκράμσι. Σήμερα, διεθνή νεοφασιστικά κινήματα βρίσκονται ξανά σε άνθηση. Μπορούν να γίνουν, ξανά, χρήσιμα στα αστικά συμφέροντα; Ή μήπως το «καθήκον»/η «υποχρέωση» καταστροφής των δημοκρατικών δικαιωμάτων θα ανατεθεί, αντίθετα, στα χέρια των τεχνοκρατών, όπως συμβαίνει μέχρι στιγμής σε όλη την Ευρώπη;
μετάφραση: Μαρία Καλαντζοπούλου
Ο Matteo Albanese είναι μεταδιδακτορικός ερευνητής στο ICS, στο Πανεπιστήμιο της Λισαβώνας
1 [σ.τ.Ε.: Βλ. και το σχετκό άρθρο του Κλέωνα Ιωαννίδη, στα «Ενθέματα», 7.4.2012]
Εξαιτίας της διεθνούς κρίσης που απλώνεται στον κόσμο τα τελευταία έξι χρόνια, ζούμε μια νέα «άνθηση» φασιστικών κινημάτων και ομάδων. Στην Ελλάδα ειδικά, η Χρυσή Αυγή κατόρθωσε μια απίστευτη εκλογική επιτυχία στις εκλογές του 2012. Η Χρυσή Αυγή όμως είναι μια παλιά οργάνωση και μπορούμε εύκολα να ιχνηλατήσουμε τις ρίζες της στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Εκείνη την εποχή, το 1979, ένας μικρός αριθμός «ακτιβιστών», που στο μέλλον θα γίνονταν Χρυσαυγίτες, ήταν παρόντες σε συνάντηση που οργάνωσε η Νέα Ευρωπαϊκή Τάξη (Nouvelle Ordre Européenne, New European Order, NOE). Η ΝΟΕ ήταν μια διεθνής οργάνωση που ιδρύθηκε στη δεκαετία του 1960 με στόχο να συνενώσει όλες τις φασιστικές ομάδες της Ευρώπης ώστε να αναπτύξουν κοινή στρατηγική. 1
Για ποια στρατηγική όμως επρόκειτο; Η στρατηγική αυτή αρθρωνόταν κυρίως σε δύο σημεία: Πρώτα απ' όλα, να συμβάλουν στον πόλεμο ενάντια στον κομμουνισμό και, δεύτερον, να προετοιμάσουν μια νέα φασιστική περίοδο για το σύνολο της Ευρώπης. Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά των ομάδων που απάρτιζαν τη ΝΟΕ αποτελούσε το ότι, στην πραγματικότητα, ήταν φιλοευρωπαϊστές -- με τον δικό τους ιδιόρρυθμο τρόπο, φυσικά! Ήταν γιοι και κόρες (και κυρίως γιοι, θα έλεγα) της ήττας του 1945. Οι φασιστικές νέες γενιές μεγάλωσαν σ' έναν πολωμένο κόσμο, διαιρεμένο ανάμεσα στις δύο μεγάλες δυνάμεις, τις ΗΠΑ και την ΕΣΣΔ. Κι έτσι, ανέπτυξαν ένα όνειρο και μια πρακτική. Όπως συμβαίνει πάντα, αυτά τα δύο αποδείχθηκε πως ήταν πολύ διαφορετικά το ένα από το άλλο.
Το όνειρο ήταν να χτίσουν μια φασιστική Ευρώπη, ανεξάρτητη κι απ' τα δύο στρατόπεδα. Να χτίσουν ένα έθνος, ριζωμένο στις παραδοσιακές ιδέες της τάξης και της πειθαρχίας, ένα έθνος εξουσιαζόμενο, όπως συνήθιζε να λέει ο Πόπερ, από «ανθρώπους φτιαγμένους από χρυσό» -- σύμφωνα με τον πλατωνικό μύθο των μετάλλων.
Οι πρακτικές αυτών των κινημάτων ήταν αρκετά διαφορετικές: βία ενάντια σε αριστερούς αγωνιστές, βομβιστικές ενέργειες σε δημόσιους χώρους που οδηγούν σε μακελειό, έτσι ώστε να δημιουργήσουν πανικό και να δικαιολογήσουν ένα πραξικόπημα -- πάντα σε συνεργασία με τους μηχανισμούς του κράτους.
Οι αντίστοιχες ομάδες της χώρας μου, οι ιταλικές ομάδες, ήταν εξαιρετικά δραστήριες. Γιατί; Πέρασε πολύς καιρός μέχρις ότου δικαστικοί, δημοσιογράφοι, πολιτικοί επιστήμονες και, εντέλει, ιστορικοί να ξεκινήσουν να αντιμετωπίζουν αυτό το ερώτημα. Οι λόγοι είναι πολλοί, και δεν είναι εύκολο να τους συνοψίσει κανείς σε λίγες γραμμές. Πρέπει όμως να σταθούμε σε δύο από αυτούς.
Πρώτα απ' όλα, η Ιταλία, μια χώρα-μέλος του ΝΑΤΟ, είχε το πιο ισχυρό κομμουνιστικό κόμμα στην Ευρώπη. Αυτό προξενούσε βέβαια ιδιαίτερη ανησυχία στους συμμάχους και τις συντηρητικές δυνάμεις στο εσωτερικό της χώρας.
Δεύτερον, γιατί το διεθνές πλαίσιο ευνοούσε ένα τέτοιο τραγικό σενάριο. Ας μην ξεχνούμε ότι στον ευρωπαϊκό Νότο, μετά και το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1967 στην Ελλάδα, κυριαρχούσαν τυραννικά καθεστώτα. Η Ιταλία ήταν περικυκλωμένη. Και ένα στρατιωτικό, συντηρητικό, αυταρχικό, ακόμα και φασιστικό, πραξικόπημα φάνταζε σε ορισμένους ως η καλύτερη δυνατή λύση.
Προκειμένου να εγκαθιδρύσουν σε μια δημοκρατική χώρα σε αυταρχικό καθεστώς, χρειάζονταν μια στρατηγική. Η Στρατηγική της Έντασης ήταν ακριβώς ένα σχέδιο που τέθηκε σε εφαρμογή ώστε να διασπείρει ευρέως τον φόβο και τον τρόμο στον πληθυσμό, έτσι ώστε να σπρώξει την κοινή γνώμη να ζητήσει ένα «ισχυρό» καθεστώς.
Η χώρα μου, η Ιταλία, υπέστη τρεις απόπειρες κατάληψης της εξουσίας με στρατιωτικά πραξικοπήματα σε μια περίοδο έντεκα ετών, από το 1963 έως το 1974. Δεν μπορούμε βέβαια να περιγράψουμε εδώ αναλυτικά το καθένα. Η πρώτη από τις πολλές νεοφασιστικές βομβιστικές επιθέσεις που προκάλεσαν μακελειό, συνέβη σε μια τράπεζα στο Μιλάνο. Ήταν στις 12 Δεκεμβρίου του 1969. Κάποιοι στρατιωτικοί, μέλη της Νέας Τάξης (Ordine Nuovo), μιας νεοφασιστικής ομάδας, έβαλαν τέσσερις βόμβες στο Μιλάνο και στη Ρώμη. Τρεις απ' αυτές δεν προκάλεσαν κανέναν τραυματισμό, αντίθετα μ' εκείνη στο Μιλάνο. Δεκαεπτά άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους και πάνω από ογδόντα τραυματίστηκαν. Κατά τη διάρκεια των επόμενων 40 ετών, τέσσερις διαφορετικές δίκες έλαβαν χώρα και αποκάλυψαν ότι κάποια κομμάτια των ιταλικών μυστικών υπηρεσιών ήταν αναμεμιγμένα σ' εκείνη τη σφαγή. Γνωρίζουμε επίσης πως η στρατηγική ήταν πολύ επεξεργασμένη: η βασική ιδέα ήταν να χρεώσουν τις βομβιστικές επιθέσεις στο αναρχικό κίνημα. Ποιος κατέστρωσε το σχέδιο; Ποιος βοήθησε αυτούς τους νεαρούς εξτρεμιστές της Δεξιάς να το υλοποιήσουν; Και πώς; Αυτό το κομμάτι δεν το γνωρίζουμε ακόμα.
Αυτό που γνωρίζουμε είναι ότι, για παράδειγμα, μια ομάδα νεαρών ιταλών νεοφασιστών συμμετείχε σε ένα «εκπαιδευτικό» ταξίδι στην Ελλάδα, την άνοιξη του 1968.
Αυτό που γνωρίζουμε είναι ότι ένας πρώην αξιωματούχος της OAS, της παραστρατιωτικής Οργάνωσης Μυστικός Στρατός, που έδρασε στην Αλγερία στην περίοδο 1954-1962, ήταν παρών ως εκπαιδευτής σ' αυτό το στρατόπεδο. Αυτό που γνωρίζουμε είναι ότι μετά την επιστροφή του στην Ιταλία, ένας απ' αυτούς τους νεαρούς νεοφασίστες, ονόματι Μάριο Μερλίνο, έγινε ξαφνικά ακτιβιστής του αναρχικού κινήματος!
Είναι πλέον αρκετά ξεκάθαρο ότι μια διεθνής οργάνωση με έδρα στη Λισαβόνα και χρηματοδότηση από την CIA, η Aginter Press, βοηθούσε την Ordine Nuovo, με στόχο να αποσταθεροποιηθεί η Ιταλία.
Το ελληνικό καθεστώς βοήθησε όσο μπορούσε, καθώς επίσης και το ισπανικό – το οποίο φιλοξένησε τους στρατιωτικούς όσο αυτοί διώκονταν από την ιταλική δικαιοσύνη. Αυτό για το οποίο συζητάμε είναι ένα διεθνές δίκτυο που υπήρξε ενεργό σε περισσότερες από 20 χώρες. Αλλά το σχέδιο δεν πέτυχε, για μια σειρά από λόγους.
Θα ήθελα να ολοκληρώσω αυτό το άρθρο με μια σύντομη σκέψη. Ο φασισμός δεν έγινε καθεστώς στην Ιταλία, τη Γερμανία, την Ισπανία και την Πορτογαλία, από μόνος του. Ούτε ένα αυταρχικό καθεστώς δεν υπήρξε εξαιτίας απλώς ενός κόμματος ή μιας μεμονωμένης οργάνωσης. Ο Μουσολίνι υποστηρίχθηκε από την ιταλική βιομηχανική μεσαία τάξη, το καθεστώς του Φράνκο μπόρεσε να νικήσει στον πόλεμο όχι μόνο χάρη στον Μουσολίνι και τον Χίτλερ, αλλά και χάρη στους ισπανούς αγρότες· και το ίδιο ισχύει και για την Πορτογαλία του Σαλαζάρ. Μιλάμε για έναν ιστορικό συνασπισμό (blocco storico) όπως θα έλεγε ο Γκράμσι. Σήμερα, διεθνή νεοφασιστικά κινήματα βρίσκονται ξανά σε άνθηση. Μπορούν να γίνουν, ξανά, χρήσιμα στα αστικά συμφέροντα; Ή μήπως το «καθήκον»/η «υποχρέωση» καταστροφής των δημοκρατικών δικαιωμάτων θα ανατεθεί, αντίθετα, στα χέρια των τεχνοκρατών, όπως συμβαίνει μέχρι στιγμής σε όλη την Ευρώπη;
μετάφραση: Μαρία Καλαντζοπούλου
Ο Matteo Albanese είναι μεταδιδακτορικός ερευνητής στο ICS, στο Πανεπιστήμιο της Λισαβώνας
1 [σ.τ.Ε.: Βλ. και το σχετκό άρθρο του Κλέωνα Ιωαννίδη, στα «Ενθέματα», 7.4.2012]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου