Κείμενο: Παναγιώτης Κονδύλης* (το έργο δίπλα είναι του ζωγράφου Marcel Ronay) Γιατί τα οικουμενικά δίκτυα διόλου δεν θα χρησιμεύουν αποκλειστικά στη μετάδοση πληροφοριών με πρακτικά αξιοποιήσιμη γνωστική άξια. Πολύ γρήγορα θα μεταβληθούν σε καθρέφτες και ευρετήρια του φάσματος της κοινής γνώμης. Γιατί τα οικουμενικά δίκτυα διόλου δεν θα χρησιμεύουν αποκλειστικά στη μετάδοση πληροφοριών με πρακτικά αξιοποιήσιμη γνωστική άξια. Πολύ γρήγορα θα μεταβληθούν σε καθρέφτες και ευρετήρια του φάσματος της κοινής γνώμης. Πολιτικοί από όλες τις ηπείρους, οι όποιοι πιθανότατα δεν θα εμπιστεύονταν σε οποιονδήποτε ηλεκτρονικό υπολογιστή τα μυστικά του επαγγέλματος και της σταδιοδρομίας τους, καταβάλλουν τον τελευταίο καιρό σύντονες προσπάθειες για την παγκόσμια ενοποίηση των πληροφοριακών αγωγών, για την ελεύθερη ροή των πληροφοριών και την ελεύθερη πρόσβαση προς αυτές πέρα από εθνικά σύνορα. Η κοινωνία της πληροφορικής αποτελεί στα μάτια τους το λαμπρό επιστέγασμα, άλλα και μια ουσιώδη κινητήρια δύναμη της κοινωνίας εκείνης, όπου κυρίαρχο στοιχείο είναι η οικονομία. Έτσι, οι προσπάθειές τους φαίνονται να πραγματοποιούν τις αντιλήψεις κοινωνικών επιστημόνων με τοποθέτηση οικονομίστικη ή συστημική-κυβερνητική. Σύμφωνα με τις αντιλήψεις αυτές, όσο πιο περίπλοκη γίνεται η κοινωνία, τόσο επιτείνεται η στοχαστικότητα της αναφορικά με τις ίδιες της τις λειτουργίες και τόσο μεγαλώνει η σημασία της γνώσης για τη διεκπεραίωση τους. Γνώση σημαίνει όμως πληροφορία, και η πληροφορία γίνεται το μυαλό και η καρδιά της κοινωνίας – όπως και η «επικοινωνία» γίνεται η κεντρική έννοια της κοινωνικής θεωρίας μέσα στη μαζική δημοκρατία.
Τέτοιες απόψεις ριζώνουν, είτε το γνωρίζουν είτε όχι, σε μιαν ορισμένη φιλοσοφία της ιστορίας. Προσδοκούν δηλ. ένα ευτυχές τέλος της ιστορίας, οπού η «knowledgeable society» θα έχει υπερβεί τους διαφόρους πολιτικούς και ιδεολογικούς «πρωτογονισμούς», γιατί θα την διακρίνει η επιβολή του γνωστικού στοιχείου και θα καθοδηγείται με βάση την επιστημονική γνώση. Ασφαλώς, σε καμμιά προγενέστερη κοινωνία δεν ήταν τόσο μεγάλο το πλήθος των πληροφοριών και η ταχύτητα της μετάδοσης τους. Παρόμοια φαινόμενα χρησιμεύουν συχνά ως αφετηρία ευθύγραμμων προβολών στο μέλλον και ερμηνεύονται ως ορόσημα ριζοσπαστικών στροφών, γιατί πιστεύεται ότι η εμφάνιση τους εξουδετερώνει την επίδραση των ως τώρα καθοριστικών παραγόντων και επιβάλλει να ξαναγραφεί εξ αρχής η οντολογία της κοινωνίας. Αν τα πράγματα είχαν έτσι, τότε θα έπρεπε ν’ αποδείξει κάνεις ότι η θεμελιώδης ανθρώπινη συμπεριφορά άλλαζε αντίστοιχα σε κάθε επαναστατική αλλαγή της πυκνότητας και της μετάδοσης πληροφοριών, έτσι π.χ. όταν εφευρέθηκε η γραφή ή η τυπογραφία. Όμως κάτι τέτοιο διόλου δεν έγινε. Όσες αλλαγές επήλθαν ήσαν ιστορικές και δευτερογενείς, ήτοι δεν έθιγαν τον πρωτογενή τομέα της ανθρωπολογίας και της κοινωνικής οντολογίας. Η λογική της πληροφορίας υποτάχθηκε πάντοτε, σε γενικές γραμμές, στη λογική των κυρίαρχων ενδοανθρώπινων σχέσεων και των συναφών ιδεολογικών τοποθετήσεων.
Το λεξιλόγιο της κυβερνητικής συγκαλύπτει αυτήν την καθοριστική κοινοτοπία γιατί χρησιμοποιεί παντού και ανεξαίρετα τον όρο «πληροφορία», ο όποιος ουσιαστικά υποδηλώνει ένα καινούργιο γνωστικό περιεχόμενο, αντί του όρου «ανακοίνωση», ο όποιος μπορεί και ν’ αναφέρεται σε κάτι ήδη γνωστό ή κάτι δίχως γνωστική σημασία. Η μεγαλύτερη ποσότητα των ανακοινώσεων δεν σημαίνει οπωσδήποτε ανώτερη ποιότητα των πληροφοριών, έτσι όπως τις χρειάζεται μια κοινωνία εδραζόμενη στη γνώση. Γιατί τα οικουμενικά δίκτυα διόλου δεν θα χρησιμεύουν αποκλειστικά στη μετάδοση πληροφοριών με πρακτικά αξιοποιήσιμη γνωστική άξια. Πολύ γρήγορα θα μεταβληθούν σε καθρέφτες και ευρετήρια του φάσματος της κοινής γνώμης· μέσα τους θα ξαναβρίσκει κανείς τον ίδιον εκείνον κόσμο, ο όποιος θα όφειλε να ξεπεραστεί χάρη στη γνωστική τους βοήθεια. Στην πηγή της ροής των πληροφοριών θα ξανασυναντά κανείς συγκεκριμένους ανθρώπους, π.χ. τούς Αμερικανούς νεοναζί, οι όποιοι σύμφωνα με δημοσιογραφικές πληροφορίες είναι ήδη άριστα «δικτυωμένοι». Δεν είναι τυχαίο ότι ήδη από καιρό έχει αρχίσει η διαμάχη γύρω από το τι επιτρέπεται να μεταδοθεί και τι όχι. Η πληροφορία, η λαθροχειρία και η προσπάθεια επηρεασμού θα παραμείνουν και στο μέλλον αδιάσπαστα συνδεδεμένες μεταξύ τους.
Αλλά και για άλλους λόγους θα απογοητευθούν όσοι προσδοκούν ότι με τη μεγαλύτερη και ταχύτερη ροη πληροφοριών θα επικρατήσει το γνωστικό-ορθολογικό στοιχείο μέσα στην κοινωνία. Η προσδοκία αύτη στηρίζεται στην πεποίθηση ότι όποιος κατέχει περισσότερες πληροφορίες σκέπτεται και ενεργεί ορθολογικότερα, ενώ οι «αρχαϊκοί» τρόποι συμπεριφοράς ανθούν στη νύχτα της έλλειψης πληροφοριών. Το λογικό άλμα είναι προφανές: όχι η χρήση της πληροφορίας καθ’ εαυτήν, άλλα το ποιόν της χρήσης καθιστούν την πληροφορία γνωστικό θεμέλιο της ορθολογικής πράξης· η ορθολογικότητα του πράττοντος πρέπει λοιπόν να προϋποτεθεί ως καταβολή και ως αυτοτελές μέγεθος. Στο λογικό αυτό άλμα προστίθεται όμως και ένα σφάλμα στην εκτίμηση των πραγμάτων. Όποιος συνδέει την αύξηση του πλήθους των πληροφοριών με την ενίσχυση του γνωστικού-ορθολογικού δυναμικού της κοινωνίας προϋποθέτει βέβαια ότι το πλήθος των πληροφοριών χρησιμοποιείται πράγματι, ότι δηλ. δεν λαμβάνεται καμμιά πρακτική απόφαση χωρίς να ψιλοκοσκινιστούν όλες οι διαθέσιμες πληροφορίες. Όμως η χρήση των πληροφοριών γίνεται μέσα σε συγκεκριμένες καταστάσεις, δηλ. κάτω από πίεση χρόνου, και η πίεση αύτη αυξάνεται στον βαθμό που η κοινωνία της πληροφορικής αποτελεί ταυτόχρονα κοινωνία έντονου οικονομικού ανταγωνισμού. Όσο πιο γρήγορη είναι η μετάδοση των πληροφοριών, τόσο μεγαλύτερη είναι η πίεση του χρονικού παράγοντα πάνω στη λήψη των αποφάσεων. Έτσι, η πρώτη έγνοια του πράττοντος δεν είναι ούτε πάντα ούτε αναγκαστικά το πλήθος των πληροφοριών, άλλα η εύρεση του χρόνου για την οικείωση και αξιολόγηση τους. Όταν ο χρόνος είναι στενός, η πληθώρα των θεωρητικά διαθέσιμων πληροφοριών προσφέρει τυχαία μάλλον πλεονεκτήματα επιλογής, ήτοι η εύρεση της καίριας πληροφορίας μέσα στον υπάρχοντα χρόνο είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό ζήτημα τύχης. Γι’ αυτό όσες πληροφορίες συσσωρεύονται στους υπολογιστές χρησιμεύουν στον πράττοντα τόσο πολύ ή τόσο λίγο όσο του χρησίμευε και η γνώση που προηγούμενα αποθησαυριζόταν σε βιβλιοθήκες. Τούτο ισχύει εξ ίσου για τον πολιτικό και για τον χρηματιστή. Στα ογκούμενα κύματα των πληροφοριών μπορεί κανείς να πνιγεί. Και εδώ δεν βοηθούν εν τέλει παρά μόνον οι συνειδητοί ή ασυνείδητοι, ανθρωπολογικά καθορισμένοι μηχανισμοί, τούς όποιους επιστρατεύει η νόηση μας προκειμένου να απλοποιήσει, έστω και αυθαίρετα, μια πολυσύνθετη κατάσταση και να καταστήσει έτσι δυνατό τον πρακτικό προσανατολισμό μας.
Όποιος συνδέει την αύξηση του πλήθους των πληροφοριών με την ενίσχυση του γνωστικού-ορθολογικού δυναμικού της κοινωνίας προϋποθέτει βέβαια ότι το πλήθος των πληροφοριών χρησιμοποιείται πράγματι, ότι δηλ. δεν λαμβάνεται καμμιά πρακτική απόφαση χωρίς να ψιλοκοσκινιστούν όλες οι διαθέσιμες πληροφορίες.
Όποιος συνδέει την αύξηση του πλήθους των πληροφοριών με την ενίσχυση του γνωστικού-ορθολογικού δυναμικού της κοινωνίας προϋποθέτει βέβαια ότι το πλήθος των πληροφοριών χρησιμοποιείται πράγματι, ότι δηλ. δεν λαμβάνεται καμμιά πρακτική απόφαση χωρίς να ψιλοκοσκινιστούν όλες οι διαθέσιμες πληροφορίες.
Σε μιάν εξαιρετικά περίπλοκη κοινωνία το γνωστικό στοιχείο θα μπορούσε μάλιστα και να εξασθενίσει από μιάν ορισμένη, ίσως όμως αποφασιστική άποψη. Εννοώ τη γνώση που αφορά τη μακροπρόθεσμη έκβαση των εκτυλισσόμενων βραχυπρόθεσμων ή μεσοπρόθεσμων μερικών διαδικασιών πρόκειται δηλ. για τη γνώση που έχει να κάμει όχι με το -κάποτε επίσης ακατανόητο- παρόν, αλλά με το μέλλον. Η γενική κατεύθυνση του συνόλου των συμβαινόντων γίνεται όλο και πιο άδηλη στον βαθμό όπου εκβαθύνεται η επί μέρους γνώση των επί μέρους συναφειών, και τούτο έχει πάλι ως συνέπεια ότι οι υποκειμενικές προοπτικές αποκτούν διαφορετικό περιεχόμενο και διασταυρώνονται συμπτωματικά μόνον. Ο πολυσύνθετος χαρακτήρας της κοινωνίας κάνει πιθανότερες τις ακούσιες και απρόβλεπτες συνέπειες της συλλογικής πράξης, ήτοι επιτείνει την δράση της ετερογονίας των σκοπών. Η δράση τούτη θεωρήθηκε στην παράδοση του φιλελευθερισμού από τη σκοπιά της «αόρατης χειρός», η οποία τάχα διασφαλίζει ότι ακόμα και οι (άτομικοί) ανορθολογισμοί μέσω της διαπλοκής τους θα έδιναν ένα ορθολογικό συλλογικό αποτέλεσμα. Όμως μπορεί να συμβεί και το αντίθετο: το σύνολο των επί μέρους ορθολογικοτήτων μπορεί να γεννήσει ένα ανορθολογικό συλλογικό αποτέλεσμα, οπότε μάλιστα η επιτάχυνση της ανθρώπινης πράξης χάρη στη γοργή ροη των πληροφοριών θα επιτάχυνε την εμφάνιση ανεπιθύμητων αποτελεσμάτων.
Η knowledgeable society μπορεί να αναπαράγεται συνεχώς μονάχα όταν οι υποκειμενικές προσδοκίες μπορούν να ικανοποιούνται γενικά όχι μόνον ως προς τη συμπεριφορά των εκάστοτε κοινωνικών εταίρων, αλλά και ως προς τη συνολική απόδοση του «συστήματος». Αν συντρέξει μιά κατάσταση, όπου ναι μεν ικανοποιούνται οι αμοιβαίες προσδοκίες, όμως δεν επέρχεται το αναμενόμενο γενικό αποτέλεσμα της συλλογικής πράξης, τότε αυτό για μια πολυσύνθετη κοινωνία θα σήμαινε μια κατάσταση απόλυτης αμηχανίας. Γιατί το αρχιμήδειο σημείο, στο οποίο θα ήταν δυνατό να πατήσει κάνεις για ν’ αντιστρέψει το ρεύμα, θα είχε κι αυτό χαθεί κάποτε κάπου μέσα στις άπειρες πτυχές της πολυσύνθετης κοινωνίας. Στην αποφασιστική στιγμή θα λείπει η αποφασιστική πληροφορία -ή θα έχει στο μεταξύ μετατραπεί σε σημείο αντιλεγόμενο. Το πείσμα, με το όποιο διχάζονται τα πνεύματα όταν πρόκειται για την αξιολόγηση πληροφοριών που θίγουν μαζικά συμφέροντα και συνήθειες ζωής (π.χ. πληροφοριών για το οικοσύστημα) θα έπρεπε να μας κάμει πολύ σκεπτικούς.
*Απόσπασμα από το βιβλίο: «Από τον 20ο στον 21ο αιώνα», Εκδ.Θεμέλιο, Αθήνα 2000, Παναγιώτης Κονδύλης.
http://eranistis.net/wordpress/2014/03/11/itsociety/
Τέτοιες απόψεις ριζώνουν, είτε το γνωρίζουν είτε όχι, σε μιαν ορισμένη φιλοσοφία της ιστορίας. Προσδοκούν δηλ. ένα ευτυχές τέλος της ιστορίας, οπού η «knowledgeable society» θα έχει υπερβεί τους διαφόρους πολιτικούς και ιδεολογικούς «πρωτογονισμούς», γιατί θα την διακρίνει η επιβολή του γνωστικού στοιχείου και θα καθοδηγείται με βάση την επιστημονική γνώση. Ασφαλώς, σε καμμιά προγενέστερη κοινωνία δεν ήταν τόσο μεγάλο το πλήθος των πληροφοριών και η ταχύτητα της μετάδοσης τους. Παρόμοια φαινόμενα χρησιμεύουν συχνά ως αφετηρία ευθύγραμμων προβολών στο μέλλον και ερμηνεύονται ως ορόσημα ριζοσπαστικών στροφών, γιατί πιστεύεται ότι η εμφάνιση τους εξουδετερώνει την επίδραση των ως τώρα καθοριστικών παραγόντων και επιβάλλει να ξαναγραφεί εξ αρχής η οντολογία της κοινωνίας. Αν τα πράγματα είχαν έτσι, τότε θα έπρεπε ν’ αποδείξει κάνεις ότι η θεμελιώδης ανθρώπινη συμπεριφορά άλλαζε αντίστοιχα σε κάθε επαναστατική αλλαγή της πυκνότητας και της μετάδοσης πληροφοριών, έτσι π.χ. όταν εφευρέθηκε η γραφή ή η τυπογραφία. Όμως κάτι τέτοιο διόλου δεν έγινε. Όσες αλλαγές επήλθαν ήσαν ιστορικές και δευτερογενείς, ήτοι δεν έθιγαν τον πρωτογενή τομέα της ανθρωπολογίας και της κοινωνικής οντολογίας. Η λογική της πληροφορίας υποτάχθηκε πάντοτε, σε γενικές γραμμές, στη λογική των κυρίαρχων ενδοανθρώπινων σχέσεων και των συναφών ιδεολογικών τοποθετήσεων.
Το λεξιλόγιο της κυβερνητικής συγκαλύπτει αυτήν την καθοριστική κοινοτοπία γιατί χρησιμοποιεί παντού και ανεξαίρετα τον όρο «πληροφορία», ο όποιος ουσιαστικά υποδηλώνει ένα καινούργιο γνωστικό περιεχόμενο, αντί του όρου «ανακοίνωση», ο όποιος μπορεί και ν’ αναφέρεται σε κάτι ήδη γνωστό ή κάτι δίχως γνωστική σημασία. Η μεγαλύτερη ποσότητα των ανακοινώσεων δεν σημαίνει οπωσδήποτε ανώτερη ποιότητα των πληροφοριών, έτσι όπως τις χρειάζεται μια κοινωνία εδραζόμενη στη γνώση. Γιατί τα οικουμενικά δίκτυα διόλου δεν θα χρησιμεύουν αποκλειστικά στη μετάδοση πληροφοριών με πρακτικά αξιοποιήσιμη γνωστική άξια. Πολύ γρήγορα θα μεταβληθούν σε καθρέφτες και ευρετήρια του φάσματος της κοινής γνώμης· μέσα τους θα ξαναβρίσκει κανείς τον ίδιον εκείνον κόσμο, ο όποιος θα όφειλε να ξεπεραστεί χάρη στη γνωστική τους βοήθεια. Στην πηγή της ροής των πληροφοριών θα ξανασυναντά κανείς συγκεκριμένους ανθρώπους, π.χ. τούς Αμερικανούς νεοναζί, οι όποιοι σύμφωνα με δημοσιογραφικές πληροφορίες είναι ήδη άριστα «δικτυωμένοι». Δεν είναι τυχαίο ότι ήδη από καιρό έχει αρχίσει η διαμάχη γύρω από το τι επιτρέπεται να μεταδοθεί και τι όχι. Η πληροφορία, η λαθροχειρία και η προσπάθεια επηρεασμού θα παραμείνουν και στο μέλλον αδιάσπαστα συνδεδεμένες μεταξύ τους.
Αλλά και για άλλους λόγους θα απογοητευθούν όσοι προσδοκούν ότι με τη μεγαλύτερη και ταχύτερη ροη πληροφοριών θα επικρατήσει το γνωστικό-ορθολογικό στοιχείο μέσα στην κοινωνία. Η προσδοκία αύτη στηρίζεται στην πεποίθηση ότι όποιος κατέχει περισσότερες πληροφορίες σκέπτεται και ενεργεί ορθολογικότερα, ενώ οι «αρχαϊκοί» τρόποι συμπεριφοράς ανθούν στη νύχτα της έλλειψης πληροφοριών. Το λογικό άλμα είναι προφανές: όχι η χρήση της πληροφορίας καθ’ εαυτήν, άλλα το ποιόν της χρήσης καθιστούν την πληροφορία γνωστικό θεμέλιο της ορθολογικής πράξης· η ορθολογικότητα του πράττοντος πρέπει λοιπόν να προϋποτεθεί ως καταβολή και ως αυτοτελές μέγεθος. Στο λογικό αυτό άλμα προστίθεται όμως και ένα σφάλμα στην εκτίμηση των πραγμάτων. Όποιος συνδέει την αύξηση του πλήθους των πληροφοριών με την ενίσχυση του γνωστικού-ορθολογικού δυναμικού της κοινωνίας προϋποθέτει βέβαια ότι το πλήθος των πληροφοριών χρησιμοποιείται πράγματι, ότι δηλ. δεν λαμβάνεται καμμιά πρακτική απόφαση χωρίς να ψιλοκοσκινιστούν όλες οι διαθέσιμες πληροφορίες. Όμως η χρήση των πληροφοριών γίνεται μέσα σε συγκεκριμένες καταστάσεις, δηλ. κάτω από πίεση χρόνου, και η πίεση αύτη αυξάνεται στον βαθμό που η κοινωνία της πληροφορικής αποτελεί ταυτόχρονα κοινωνία έντονου οικονομικού ανταγωνισμού. Όσο πιο γρήγορη είναι η μετάδοση των πληροφοριών, τόσο μεγαλύτερη είναι η πίεση του χρονικού παράγοντα πάνω στη λήψη των αποφάσεων. Έτσι, η πρώτη έγνοια του πράττοντος δεν είναι ούτε πάντα ούτε αναγκαστικά το πλήθος των πληροφοριών, άλλα η εύρεση του χρόνου για την οικείωση και αξιολόγηση τους. Όταν ο χρόνος είναι στενός, η πληθώρα των θεωρητικά διαθέσιμων πληροφοριών προσφέρει τυχαία μάλλον πλεονεκτήματα επιλογής, ήτοι η εύρεση της καίριας πληροφορίας μέσα στον υπάρχοντα χρόνο είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό ζήτημα τύχης. Γι’ αυτό όσες πληροφορίες συσσωρεύονται στους υπολογιστές χρησιμεύουν στον πράττοντα τόσο πολύ ή τόσο λίγο όσο του χρησίμευε και η γνώση που προηγούμενα αποθησαυριζόταν σε βιβλιοθήκες. Τούτο ισχύει εξ ίσου για τον πολιτικό και για τον χρηματιστή. Στα ογκούμενα κύματα των πληροφοριών μπορεί κανείς να πνιγεί. Και εδώ δεν βοηθούν εν τέλει παρά μόνον οι συνειδητοί ή ασυνείδητοι, ανθρωπολογικά καθορισμένοι μηχανισμοί, τούς όποιους επιστρατεύει η νόηση μας προκειμένου να απλοποιήσει, έστω και αυθαίρετα, μια πολυσύνθετη κατάσταση και να καταστήσει έτσι δυνατό τον πρακτικό προσανατολισμό μας.
Όποιος συνδέει την αύξηση του πλήθους των πληροφοριών με την ενίσχυση του γνωστικού-ορθολογικού δυναμικού της κοινωνίας προϋποθέτει βέβαια ότι το πλήθος των πληροφοριών χρησιμοποιείται πράγματι, ότι δηλ. δεν λαμβάνεται καμμιά πρακτική απόφαση χωρίς να ψιλοκοσκινιστούν όλες οι διαθέσιμες πληροφορίες.
Όποιος συνδέει την αύξηση του πλήθους των πληροφοριών με την ενίσχυση του γνωστικού-ορθολογικού δυναμικού της κοινωνίας προϋποθέτει βέβαια ότι το πλήθος των πληροφοριών χρησιμοποιείται πράγματι, ότι δηλ. δεν λαμβάνεται καμμιά πρακτική απόφαση χωρίς να ψιλοκοσκινιστούν όλες οι διαθέσιμες πληροφορίες.
Σε μιάν εξαιρετικά περίπλοκη κοινωνία το γνωστικό στοιχείο θα μπορούσε μάλιστα και να εξασθενίσει από μιάν ορισμένη, ίσως όμως αποφασιστική άποψη. Εννοώ τη γνώση που αφορά τη μακροπρόθεσμη έκβαση των εκτυλισσόμενων βραχυπρόθεσμων ή μεσοπρόθεσμων μερικών διαδικασιών πρόκειται δηλ. για τη γνώση που έχει να κάμει όχι με το -κάποτε επίσης ακατανόητο- παρόν, αλλά με το μέλλον. Η γενική κατεύθυνση του συνόλου των συμβαινόντων γίνεται όλο και πιο άδηλη στον βαθμό όπου εκβαθύνεται η επί μέρους γνώση των επί μέρους συναφειών, και τούτο έχει πάλι ως συνέπεια ότι οι υποκειμενικές προοπτικές αποκτούν διαφορετικό περιεχόμενο και διασταυρώνονται συμπτωματικά μόνον. Ο πολυσύνθετος χαρακτήρας της κοινωνίας κάνει πιθανότερες τις ακούσιες και απρόβλεπτες συνέπειες της συλλογικής πράξης, ήτοι επιτείνει την δράση της ετερογονίας των σκοπών. Η δράση τούτη θεωρήθηκε στην παράδοση του φιλελευθερισμού από τη σκοπιά της «αόρατης χειρός», η οποία τάχα διασφαλίζει ότι ακόμα και οι (άτομικοί) ανορθολογισμοί μέσω της διαπλοκής τους θα έδιναν ένα ορθολογικό συλλογικό αποτέλεσμα. Όμως μπορεί να συμβεί και το αντίθετο: το σύνολο των επί μέρους ορθολογικοτήτων μπορεί να γεννήσει ένα ανορθολογικό συλλογικό αποτέλεσμα, οπότε μάλιστα η επιτάχυνση της ανθρώπινης πράξης χάρη στη γοργή ροη των πληροφοριών θα επιτάχυνε την εμφάνιση ανεπιθύμητων αποτελεσμάτων.
Η knowledgeable society μπορεί να αναπαράγεται συνεχώς μονάχα όταν οι υποκειμενικές προσδοκίες μπορούν να ικανοποιούνται γενικά όχι μόνον ως προς τη συμπεριφορά των εκάστοτε κοινωνικών εταίρων, αλλά και ως προς τη συνολική απόδοση του «συστήματος». Αν συντρέξει μιά κατάσταση, όπου ναι μεν ικανοποιούνται οι αμοιβαίες προσδοκίες, όμως δεν επέρχεται το αναμενόμενο γενικό αποτέλεσμα της συλλογικής πράξης, τότε αυτό για μια πολυσύνθετη κοινωνία θα σήμαινε μια κατάσταση απόλυτης αμηχανίας. Γιατί το αρχιμήδειο σημείο, στο οποίο θα ήταν δυνατό να πατήσει κάνεις για ν’ αντιστρέψει το ρεύμα, θα είχε κι αυτό χαθεί κάποτε κάπου μέσα στις άπειρες πτυχές της πολυσύνθετης κοινωνίας. Στην αποφασιστική στιγμή θα λείπει η αποφασιστική πληροφορία -ή θα έχει στο μεταξύ μετατραπεί σε σημείο αντιλεγόμενο. Το πείσμα, με το όποιο διχάζονται τα πνεύματα όταν πρόκειται για την αξιολόγηση πληροφοριών που θίγουν μαζικά συμφέροντα και συνήθειες ζωής (π.χ. πληροφοριών για το οικοσύστημα) θα έπρεπε να μας κάμει πολύ σκεπτικούς.
*Απόσπασμα από το βιβλίο: «Από τον 20ο στον 21ο αιώνα», Εκδ.Θεμέλιο, Αθήνα 2000, Παναγιώτης Κονδύλης.
http://eranistis.net/wordpress/2014/03/11/itsociety/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου