Ο Στέργιος Βαλιούλης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1916, από Θράκες γονείς. Ήταν δάσκαλος και φοιτητής τής των Νομικής, που εγκατέλειψε πολύ νωρίς εξαιτίας του Μεταξά, Συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση, στην οποία πήρε μέρος από τις τάξεις του ΕΑΜ -ΕΛΑΣ από την αρχή ως το τέλος ως συνταγματάρχης του Δ.Σ.. Φυλακίστηκε , βασανίστηκε και εξορίστηκε κυνηγήθηκε σχεδόν ως το τέλος της ζωής του, πάσχοντας από καρκίνο των πνευμόνων. Παρ' όλα αυτά έκανε οικογένεια και δύο σπουδαία παιδιά, αγαπήθηκε από την νεολαία της Θεσσαλονίκης μετά την χούντα. Επαγγέλματα άλλαξε πολλά: Δάσκαλος, δημοσιογράφος, εργάτης, ιδιωτικός υπάλληλος, καταστηματάρχης, γεωργός, λογιστής και πάλι δημοσιογράφος, πλασιέ βιβλίων, ταμίας σε μια οικοδομική εταιρία. Έχει εκδώσει δύο τόμους ποιημάτων: «Πικρά χαμόγελα», 1957 και το «Κρυμμένο Τετράδιο», 1959, και βραβεύτηκε στο διαγωνισμό ποίησης του Ραδιοφωνικού Σταθμού Μόσχας, στα 1957. Το «Κρυμμένο Τετράδιο» βραβεύτηκε από το Δήμο Θεσσαλονίκης, το 1959. Εξέδωσε επίσης «Ένας βασιλιάς δίχως τακτ», μυθιστόρημα, 1963, «Απλά μοτίβα»,(ποιήματα,1964), «Το κρίμα κι’ η ερήμωση», (ποιήματα, 1966), «Παρένθεση», (ποιήματα, 1971), «Ο δεξιός πνεύμονας» (νουβέλα, 1974), «Τα πεζά κείμενα» (διηγήματα 1974), «Το φίδι και το πουκάμισο» (ποιήματα, 1976), «Τώρα τα χρειάζεσαι περισσότερο» (ευθυμογραφήματα, 1978), «Ανταίοι» (ποιήματα, 1979), «Το ημερολόγιο του Ιάσονα» (σάτιρα, 1980), «Το πούπουλο» (μυθιστόρημα, 1982), «Ο βάτραχος με τις καφετιές βούλες» (διηγήματα,1982), «Περιθωριακά» (ποιήματα,1982). Πέθανε το 1986.
Ο ΒΑΤΡΑΧΟΣ ΜΕ ΤΙΣ ΚΑΦΕΤΙΕΣ ΒΟΥΛΕΣ
Είναι κάτι βάτραχοι, κάτι βρωμεροί γκριζωποί βάτραχοι με καφετιές βούλες στη ράχη, άσχημοι κι αηδιαστικοί που και μόνο να τους θωρείς σου φέρνουν αναγούλα. Η κοιλιά τους άσπρη, οι λαιμοί τους χοντροί, τα μάτια τους πρησμένα, κάτω από το λαιμό τους κρέμονται σακούλες γεμάτες λίπος. Είναι μεγαλόσωμοι και θρεμμένοι σαν γέρικες χελώνες χωρίς καύκαλο κι όλο το κορμί τους είναι θαρρείς βουτηγμένο σ’ ένα γλοιώδικο σιχαμερό υγρό. Ζούνε βαθιά στη γης και στο σκοτάδι κι αν κάποτες η σκαπάνη του εργάτη ή τ’ αλέτρι του γεωργού τους αναποδογυρίσει στην επιφάνεια, βρωμοκοπίζουν ένα γύρω τον αγέρα. Τα μάτια τους τότε σε κάνουν να ξερνάς.
Να, ένας τέτοιος βάτραχος, γκρίζος με καφετιές βούλες στη ράχη, ένας τέτοιος βάτραχος ήταν…
Είναι κάτι άνθρωποι, κάτι φαρμακωμένοι κιτρινιάρηδες άνθρωποι, αδύνατοι κι αναιμικοί, έτοιμοι λες να γκρεμισθούν μόλις τους φυσήξεις, ωστόσο δυνατοί κι αντρειωμένοι όταν, δέκα μαζί, τα βάζουν μ’ ένα δεμένο. Τα μάτια τους μοιάζουν με κομμάτια γαλάζιου πανιού ξεχασμένου πολύν καιρό πάνω σ’ έναν απόμερο φράχτη.
Ποτέ δε γελούν. Δεν λυπούνται και δεν χαίρονται. Δεν υποφέρουν από τίποτε συγκεκριμένο κι όμως πάσχουν βαριά κι αγιάτρευτα από ένα ασυγκράτητο μίσος για τους άλλους ανθρώπους και πιο πολύ για κείνους που γελούν.
Το ψωμί τους, τ’ οξυγόνο τους, ο θεός κι ο παράδεισός τους είναι οι στιγμές που βασανίζουν. Τότες έχουν πανηγύρια και στα κρύα μάτια τους αστράφτουν ατσάλινα σπαθιά.
Είμαι κι εγώ…
Μερικοί πιστεύουν πως μου χρειάζεται παλούκωμα, για τιμωρία μου και παραδειγματισμό των άλλων. Άλλοι πιο συγκαταβατικοί, με λυπούνται κι όταν μιλούν για το υποκείμενό μου, το πρόσωπό τους παίρνει μιαν έκφραση όλο συμπόνια και οίχτο. Βρίσκουν πως είμαι πραγματικά αξιολύπητος άνθρωπος που θα μπορούσε να έκανε πάρα πολλά στη ζωή του, αν φυσικά είχε μυαλό και τα ρέστα.
Υπάρχουν κι άλλοι που με παρακολουθούν με μεγάλη συμπάθεια, καρδιοχτυπούν μαζί μου, πάσχουν μαζί μου κ’ οι ανάσες μου, οι παλμοί μου, τα όνειρα, οι ελπίδες κ’ οι προσδοκίες μου, κατά κάποιον τρόπο είναι και δικές τους ανάσες, παλμοί, όνειρα, ελπίδες και προσδοκίες.
Ε, λογιών τω λογιών άνθρωποι βρίσκονται στον κόσμο…
Άξαφνα, οι κιτρινιάρηδες άνθρωποι, πάνε και πιάνουν ένα βάτραχο, έναν μεγάλον και βρωμερό γκρίζον βάτραχο με άσπρη κοιλιά και καφετιές βούλες στη ράχη, σαν αντίσκηνο καμουφλαρισμένο. Πιάνουν κι εσένα. Και σας κουβαλούν μακριά, στην άλλη άκρη του κόσμου, σ’ έναν κόσμο που το μάκρος του δεν μετριέται: Στην καρδιά της πρωτεύουσας, στον κεντρικότερο δρόμο, στο πιο ψηλό και μεγαλόπρεπο χτίριο.
Άλλα λογάριαζαν εκείνοι που το σχεδίαζαν, αλλά εκείνοι που το έχτιζαν κι άλλους σκοπούς εξυπηρετούσε τ’ όμορφο παλατάκι σαν το παράδωσαν οι δυνατοί της ζωής στους κιτρινιάρηδες υποταχτικούς τους. Τούτοι φρόντιζαν να το τυλίξουν μέσα σε μαύρα σύννεφα και να το φτιάξουν να ’ναι το αδιάβατο, το άφταστο, το απίθανο μάκρος που έχει η άκρη του κόσμου.
Φωνάζεις, ουρλιάζεις, βογκάς, βρουχιέσαι, τραγουδάς, κανένας δε σ’ ακούει. Κανένας, κι ας διαβαίνουν έξω από το χτίριο μυριάδες οι άνθρωποι, τα τραμ, τα τρόλλευ, τα λεωφορεία.
Στα μαγαζιά, πλάι στην πόρτα του μεγάρου, πουλάνε λουλούδια, πουλάνε βιβλία, πουλάνε πίπες κι αναφτήρες, πουκάμισα και γραβάτες. Δίπλα από την πόρτα του κοντοστέκεται μια δεκαοχτάχρονη κοπελίτσα κι ο εικοσάρης νεαρός που σκύβει πάνωθέ της, της ανοίγει τα τρυφερά φυλλοκάρδια του για να της δείξει τους θησαυρούς που σφαλούν μέσα τους και τη ζωγραφίζει τα όνειρά του.
Κι ακόμα πλάι στην πόρτα του σταματά ένας ξερακιανός τουρίστας με ξανθιά γενειάδα, σηκώνει τη φωτογραφική του μηχανή στο ύψος του ματιού και τσαφ!... απαθανατίζει τις ομορφιές του παλιού πολιτισμού της χώρας καθώς τις τριγυρίζουν τα επιτεύγματα του σημερινού.
Μέσα όμως από την πόρτα, ω, μέσα από την πόρτα… Εδώ βρίσκεται η άκρη του κόσμου, η ερημιά, η εγκατάλειψη. Πάνω σ’ ένα τραπέζι, πρόσωπο με πρόσωπο, μύτη με μύτη, μάτια με μάτια, κοντά, πολύ κοντά, τρίχα και ν’ ακουμπήσετε, εσύ κι ένας γκριζωπός γλιτσιαρισμένος βάτραχος με καφετιές βούλες στη ράχη. Τα μάτια του πεταγμένα έξω από τις κόγχες τους σε κοιτάζουν με το τυφλό, άδειο βλέμμα τους, έτσι που το στομάχι σου αναποδογυρίζει, οι τρίχες του κεφαλιού σου πετάγονται ολόρθες κι η φρίκη, αντάμα με την αναγούλα και τη σιχασιά, σε θωρούν κατάματα με τα ίδια ακριβώς αυτά ηλίθια και τυφλά μάτια.
― Κατάπιε τον!... φωνάζουν οι κιτρινιάρηδες άνθρωποι που έχουν μαζευτεί ένα γύρο κοντά σου και κάνουν χάζι.
Η σκέψη σου, πασχίζοντας να ξεφύγει από την εφιαλτική πραγματικότητα, αναθυμιέται κάποιο χλιαρό απογευματινό, κάποια διάφανη νύχτα. Μα τα μαστίγια των άκαρδων σφυρίζουν στον αγέρα κι οργώνουν πέφτοντας στο γυμνό σου κορμί. Κοκκινόμαυρες γραμμές γεμάτες χτυπημένο αίμα σημειώνουν το πέρασμά τους.
― Κατάπιε τον!...
Τα γουρλωμένα μάτια του σιχαμερού πλάσματος αντίκρυ σου, ανοιγοκλείνουν χαζά. Σε βλέπει; Δε σε βλέπει; Καταλαβαίνει; Δεν καταλαβαίνει;
Ο αρχηγός τους κομπάζει φουσκωμένος κι άχαρος:
― Εμένα που με βλέπεις… σπούδασα στη Γερμανία… και κανένας δεν βρέθηκε μέχρι την σήμερον ημέρα να μου ξεφύγει από τα χέρια δίχως να καταπιεί τον βάτραχό του. Το καλό λοιπόν που σου θέλω… εμπρός, κατάπιε τον…
Το δωμάτιο βρίσκεται μέσα στο ψηλό χτίριο, το ψηλό χτίριο στον κεντρικότερο δρόμο της πολιτείας κι η πολιτεία είναι η πρωτεύουσα του Κράτους, κάποιου Κράτους της Ευρώπης, στην καρδιά του εικοστού αιώνα. Απ’ έξω διαβαίνουν μιλιούνια οι άνθρωποι, τ’ αυτοκίνητα, τα τρόλεϊ, κι ένας πιτσιρίκος κατάφερε να πουλήσει σ’ έναν αμερικάνο ναύτη ένα κουκλάκι ντυμένο με χρωματιστά κουρέλια για δύο δολάρια.
Οι καρδιές των δυο παιδιών που μίλησαν για την αγάπη μπροστά στη βιτρίνα, χτυπούν, ω, πως χτυπούν χαρωπά, όμορφα, γλυκά… Όμως εδώ μέσα, εδώ μέσα…
Οι τοίχοι είναι σκεπασμένοι με φελλό, οι πόρτες είναι καμπλατισμένες με φελλό, οι άνθρωποι έχουν πρόσωπα κι εγκεφάλους από φελλό. Και μοναχά ο βάτραχος είναι ολοζώντανος, σκέτος, πραγματικός, γυμνός, βρωμερός, με την κάτασπρη κοιλιά του, τα προγούλια του, τα φουσκωμένα του μάγουλα, τα γουρλωμένα του μάτια και την γκρίζα ράχη με τις καφετιές βούλες. Και σε κοιτάζει, σε κοιτάζει, δίχως να σε βλέπει. Κι άλλοτες σε κοίταγαν ζωντόβολα γαντζωμένα στα γυμνά κλαδιά του δάσους, στ’ άσπρα βράχια, ανάμεσ’ απ’ τους μαύρους σβώλους κάποιου οργωμένου χωραφιού.
Ποτές όμως με τέτοιο ανέκφραστο, παγερό και τυφλό βλέμμα, ποτέ.
Σα δεν έχουν καρδιά, νόμισαν πως έχουν λογική.
Πως ξέρουν από αισθήματα. Συχνά κάνουν έκκληση στη λογική σου, στα αισθήματά σου, στην αγάπη της γυναίκας σου και των παιδιών σου:
― Αν τον καταπιείς…
Σπούδασαν στη Γερμανία και πήραν θαυμάσια εγκυκλοπαιδική μόρφωση κι ιδέες. Και σα δε στέρξεις να κάνεις αυτό που επιδιώκουν με το καμουτσί, το γυρίζουν στο καλόπιασμα, τις συμβουλές, τις εκκλήσεις. Ύστερα ξαναγυρίζουν στο βούρδουλα. Και ξανά πάλι στη λογική και το αίσθημα. Σ’ αφήνουν και να σκεφτείς. Σε κερνούν και τσιγάρο. Και πάλι από την αρχή στη βία, τη λογική, τις συμβουλές, τις εκκλήσεις.
Εσύ βαστάς. Εσύ αντέχεις. Μέσα σου κάνεις προσευχές, συμπληρώνεις προγνωστικά δελτία, βάζεις στοιχήματα με τον εαυτό σου. Πότε παρακαλάς ν’ ανοίξει και να σε καταπιεί η γης, πότε πάλι να γενεί κάποιο θάμα που να σε ξαναφέρει στην αγκαλιά των δικών σου, στη φωλιά σου. Θυμάσαι, εξεπίτηδες, περασμένες αντρίκιες, παλικαρίσιες στιγμές σου, ευτυχισμένες μέρες και νύχτες.
Λες ακόμα δεν μπορεί, κάποτες θα βαριεστήσουν οι άπονοι άνθρωποι, θα κουρασθούν, θα το πάρουν απόφαση πως άδικα χάνουν τον καιρό τους.
Και θα σ’ απαρατήσουν. Λες πως κάποτες θα σε λυπηθεί ο θάνατος και θα ’ρθει να σ’ αρπάξει, να σε γλιτώσει από τα νύχια τους που ’ναι χειρότερα. Λες πως…
Εκείνοι όμως έχουν υπομονή, έχουν πρόγραμμα, έχουν συστήματα δοκιμασμένα. Σπούδασαν στη Γερμανία κι έμαθαν πράματα που δεν μπορεί να τα χωρέσει το ταπεινό μυαλουδάκι σου.
― Κατάπιε τον!...
Αν είσαι υπεράνθρωπος, βαστάς. Ένα εικοσιτετράωρο, δυο, πέντε, δέκα, βαστάς.
Επιμένουν εκείνοι, επιμένεις κι εσύ. Και, ή πεθαίνεις ή νικάς. Αν είσαι υπεράνθρωπος. Αν όμως είσαι ένα συνηθισμένο, ένα απλό ανθρωπάκι με νεύρα από κλωστές σάρκινες, δαγκώνεις και κομματιάζεις τα χείλη σου, μπήγεις τα νύχια σου στις παλάμες, σχίζεις τα μάγουλά σου κι άξαφνα… κι άξαφνα σταματάει το μυαλό σου, σκοτεινιάζει τριγύρω σου ο κόσμος, σε πλακώνει η απελπισιά, τρελαίνεσαι και δίχως πια να ’σαι σε θέση να σκεφθείς, και δίχως πια να καταλάβεις πώς και γιατί και πότε, δίνεις μια και καταπίνεις το βάτραχο με τις καφετιές βούλες.
Τρέμεις ύστερα, ανακατώνεσαι, σε πιάνουν σπασμοί, όμως… πάει τον κατάπιες.
Πάνω στον τάφο της ψυχής σου, έχεις κάθε δικαίωμα που κανείς δε μπορεί να στο αμφισβητήσει, να υψώσεις ένα μεγάλο μαρμάρινο σταυρό, έχεις κάθε δικαίωμα να γράψεις όσα γράμματα, όσες λέξεις θέλεις:
ΕΝΘΑΔΕ ΚΕΙΤΑΙ…
Θα περάσουν καιροί, θα ’ρθουν χειμώνες κι άνοιξες, θα πέσουν χιόνια, φύλλα, πέταλα, άνθρωποι, θεοί, βασιλιάδες. Εσύ θα ζεις. Τα πόδια σου θα σε οδηγούν όπου τα διατάζεις, τα χέρια σου θα μοχθούν και θα γεμίζουν ρόζους και κάλους, η καρδιά σου θα χτυπά και θα στέλνει αίμα ως το μακρύτερο κύτταρο του οργανισμού σου, η γλώσσα σου θα μιλά, τα χείλη σου πότε θα φιλούν και πότε θα φτύνουν με πίκρα ή αηδία. Οι άνθρωποι που θα σ’ αντικρίζουν θα σου χαρίζουν την καλημέρα τους, οι φίλοι σου θα ’ρχονται στη γιορτή σου φορτωμένοι χαμόγελα, ευχές και λουλούδια ή σοκολατίνια. Θα διαβάζεις εφημερίδες, θα διαβάζεις βιβλία, θα διαβάζεις επίσημα χαρτιά κι επιστολές εμπορικές. Θα κοιμάσαι τα βράδια και θα ξυπνάς τα πρωινά, θα ντύνεσαι και θα ξεντύνεσαι, θα τρως παγωτά τα καλοκαίρια και θα πίνεις χαμομήλια τους χειμώνες και θα πιστεύεις ακράδαντα πως η μάρκα των τσιγάρων που καπνίζεις είναι η καλύτερη από όλες τις άλλες.
Ναι, θα υπάρχεις.
Όμως…
Όμως θα φοβάσαι τη μοναξιά. Θα τρέμεις το πλήθος. Θα σκιάζεσαι στο σκοτάδι και θ’ αποφεύγεις το φως. Τα μάτια σου θα κοιτάζουν πάντα μακριά, ανάμεσα και πέρα από τα πρόσωπα και τα πράγματα, θα ντρέπονται να θωρούν κατ’ ευθείαν στα μάτια των άλλων ανθρώπων, κατ’ ευθείαν στα πρόσωπα των αντικειμένων. Ποτέ δε θα μιλάς για περασμένα, ποτέ δε θα ονειρεύεσαι μελλούμενα. Θα ζεις γιατί βρέθηκε να ζεις, θα υπάρχεις γιατί έτυχε να υπάρχεις, θα τρως, θα πίνεις, θ’ ανασαίνεις γιατί ζεις. Και πριν απ’ όλα, δε θα στρέψεις, ποτέ, ποτέ, ποτέ το βλέμμα μέσα σου.
Δε θα στρέψεις το βλέμμα μέσα σου, γιατί κάπου βαθιά μέσα σου βρίσκεται στημένος ένας μεγάλος μαρμάρινος σταυρός με τ’ όνομα της ψυχής σου γραμμένο με μαύρα κεφαλαία γράμματα:
ΕΝΘΑΔΕ ΚΕΙΤΑΙ…
Κι ακόμα, δεν θα τολμάς ν’ αντικρίζεις φρεσκοσκαμμένο χώμα, το μαύρο φρεσκοσκαμμένο χώμα που βγάζει η σκαπάνη του εργάτη ή τ’ αλέτρι του αγρότη στην επιφάνεια, το φως, μην τύχει κι ανταμώσουν τα μάτια σου ένα σιχαμερό γκριζωπό βάτραχο μ’ άσπρη κοιλιά, γουρλωμένα μάτια και καφετιές βούλες στην γλοιώδικη ράχη του.
Σαν άνοιξα τα μάτια, ύστερ’ από τη λιγοθυμιά, είδα κατάντικρα έναν μαύρον αγριόγατο να με θωρεί, μούρη με μούρη, ανάσα μ’ ανάσα, γεμάτος μίσος. Από τα δόντια του, που έμοιαζαν με βελόνια, έβγαιναν ριπές-ριπές δυνατά γουργουρητά γεμάτα μανία. Πάνω στις ορθωμένες μαύρες τρίχες του είχαν στεγνώσει οι λασπωμένοι δρόμοι, τα λαγούμια της πολιτείας, τα σκουπίδια των ντενεκέδων, οι βρωμιές του κόσμου. Και πιο πολύ, το αίμα των περιστεριών που έπνιξε.
Οι κιτρινιάρηδες άνθρωποι βρουχίζουν:
― Κατάπιε τον!...
― Ε, όχι δα…
Μαστίγιο, νουθεσίες, εκκλήσεις, απειλές και φοβέρες, υποσχέσεις, μαστίγιο. Ένας κύκλος με διαβήτη που το κεντρί του έχει μπηχτεί στο κέντρο της καρδιάς.
Σύμμαχός τους κι ο γάτος. Ρουθουνίζει στα ρουθούνια μου, τρυπά με τα νύχια των ματιών του τα μάτια μου, δαγκώνει με τα βελόνια της ψυχής του την ψυχή μου.
― Μα όχι.
Κι ας σπούδασαν στη Γερμανία. Κι ας είμαι ένας μικρός και απλός άνθρωπος δίχως υπερφυσική δύναμη κι αντοχή.
Και τ’ άλλα που λένε πως σαν αρχίσει να ξηλώνεται κάποιο πλεχτό δεν έχει πια σταματημό, εγώ τ’ ακούω βερεσέ.
Αυτός που σπούδασε στη Γερμανία, φαίνεται να καταλαβαίνει πιότερο από τους άλλους. Φαίνεται πως κάποια σπαθιά από τις λάμψεις των ματιών μου του χτύπησε τη λογική του. Ξαφνικά έκανε νόημα στους άλλους να σταματήσουν· έσκυψε και κάτι τους ψιθύρισε. Εκείνοι χαμογέλασαν. Κ’ ήταν το χαμόγελό τους βιτριόλι και κοφτό νερό στις πληγές της ψυχής μου. Ύστερα άλλαξαν ακόμα μερικές φράσεις, που δεν τις κατάλαβα, και πήραν την απόφαση που μου ταίριαζε:
― Ελεύθερος!...
Διαβαίνω το μαρμάρινο κατώφλι της εξώπορτας, βγαίνω στον κοσμοπλημμυρισμένο δρόμο.
Από πόσο μακριά να ήρθα;
Άνθρωποι, μαγαζιά, λουλούδια, γραμμάτια ληξιπρόθεσμα, εκπτώσεις μέχρι 40%. Μια καμπάνα χτυπά, καλώντας τους πιστούς της επικράτειάς της στον εσπερινό. Ένας αστυφύλακας κυνηγά κάποιον πιτσιρίκο, που κρατά ένα πανέρι με κουλούρια της ώρας. Ο της τροχαίας σταματά την κυκλοφορία από τη μια κατεύθυνση και δίνει σινιάλο ν’ αρχίσει από την άλλη.
Από πόσο μακριά να ήρθα;
Στο σπίτι με υποδέχονται με χαρούμενα ξεφωνητά, δάκρυα, φιλιά. Ακούω τ’ όνομά μου, ακούω τη γλυκιά μουσική φωνών αγαπημένων, νιώθω τη ζεστασιά που χαρίζει η στοργή, η αγάπη, ο πόνος των δικών σου για σένα.
Παίρνω τη γυναίκα μου στο πλάι, σφίγγω τα χέρια της, της ψιθυρίζω:
― Ξέρεις… Ο βάτραχος με τις καφετιές βούλες…
Μ’ αγκαλιάζει, και παίρνει ένα κουτό προστατευτικό ύφος:
― Σώπα, μην το θυμάσαι… Όλα θα τα ξεχάσεις με τον καιρό, σαν ένα κακό όνειρο.
― Κι ο μαρμαρένιος σταυρός με τα μαύρα κεφαλαία;
― Κι αυτόν, κι αυτόν, όλα…
Από πόσο μακριά να ήρθα;
Και τι να ‘ναι αυτό που λιμνάζει στα μάτια των δικών μου;
Στήνω τ’ αφτί, αφουγκράζομαι τη φωνή που ξερνά στο κατάβραδο ο βαλτωμένος κάμπος μιας λαβωμένης ψυχής, της ψυχής μου:
― Βρε κε κε κεξ…
Πέφτω στο κρεβάτι με τα ρούχα, σφίγγω το πρόσωπο στις παλάμες, κλαίω. Τριγύρω μου κλαίνε τα παιδιά, κλαίει η γυναίκα, κλαίει η γριά μάνα μου.
― Όλα θα τα ξεχάσεις… Όλα θα τα ξεχάσεις… Όλα…
Από πόσο μακριά να ήρθα;
Ξέρω πως δεν θα ξεχάσω τίποτα. Τίποτα και ποτέ. Ξέρω πως κι αν ακόμα το μυαλό μου πασχίσει να ξεκολλήσει από το βάλτο μιας τέτοιας θύμησης, το στομάχι μου δεν θα τ’ ακολουθά και θ’ αναγουλιάζει.
Με πιάνουν σπασμοί. Από το πρόσωπό μου κυλά σταλαγματιές-σταλαγματιές κόκκινο αίμα ανάκατο με κίτρινο πύο. Είναι οι γρατσουνιές από τις φαρμακωμένες ματιές του μαύρου αγριόγατου.
― Μα τώρα πια είσαι ελεύθερος!...
― Πως; Ελεύθερος;…Ποιος μίλησε; Ο σπουδαγμένος στη Γερμανία; Ο βάτραχος;
Τίνος μάτια με θωρούν; Γιατί τα μάτια του γιου μου έγιναν τόσο ξέθωρα και σχίζουν τον αγέρα σαν άσπρα φωτερά φίδια;
Θε μου, που μ’ είχαν πάει; Κι από πού μ’ έφεραν; Ήταν λοιπόν τόσο μακρινό εκείνο το κεντρικό μέγαρο στην καρδιά της πολιτείας; Τόσο μακρινό;
Πλάι στο σπίτι μας βρισκόταν από καιρό μια πριονοκορδέλα που βούιζε ολομερίς κόβοντας ξύλα και μας ξεκούφανε. Να την πάλι που στριγκλίζει και μας σμπαραλιάζει τα νεύρα.
― Μα δε σταματά ούτε τη νύχτα;
Με κοιτάνε έκπληκτοι.
― Τι να σταματήσει; Η κορδέλα; Μα… είναι τρεις μήνες σχεδόν που της έκαναν κατάσχεση. Έκλεισε το μαγαζί…
― Ώστε έκλεισε; Τι λες;
Κρίμας… Κι ήταν πολύ καλό ανθρωπάκι αυτός ο μπάρμπα-Κοσμάς…
Ξημερώνει. Βραδυάζει. Φθάνουν μεσάνυχτα. Και ξαναξημερώνει. Και ξαναφθάνουν μεσάνυχτα. Πόσες φορές; Δέκα; Εκατό; Χίλιες; Εκατό χιλιάδες;
Είμαι ελεύθερος. Ελεύθερος ισόβια!...
Ο βάτραχος κοιμάται στη βάση ενός χορταριασμένου μαρμάρινου σταυρού.
Είναι παχύς, ψωμωμένος, έχει πρησμένα μάτια και μάγουλα, έχει καφετιές βούλες στη γκρίζα ράχη του. Μα κοιμάται και τα βατράχια, έστω κι αθάνατα σαν το δικό μου, δεν παραμιλούν, δεν φωνάζουν στον ύπνο τους.
Η ποινή συνεχίζεται: Ελεύθερος.
Τα παιδιά μεγαλώνουν, δεν μου γυρεύουν πια τετράδια και μολύβια, δε μου ζητούν ρούχα και παπούτσια. Έκλαψαν, θύμωσαν, κορόιδεψαν τον πρώτον καιρό, δούλεψαν με τέχνη τον βούρδουλα που τους παράδωσαν στα χέρια οι κιτρινιάρηδες άνθρωποι, στο τέλος μεγάλωσαν. Ύστερα έπιασαν δουλειά σ’ ένα γιαπί και παράτησαν σε μια σκαλωσιά τον βούρδουλα.
Ένα βράδυ, ο μεγάλος ήρθε κατσουφιασμένος:
― Αύριο έχουμε απεργία.
Τ’ άλλο βράδυ γύρισε με δεμένο κεφάλι.
― Ναι, μα δεν τους γένηκε το χατίρι…
Το τρίτο βράδυ μου ‘δειξε το χαμόγελό του― το ίδιο γλυκό χαμόγελο μ’ εκείνο που δείχνει στη θυγατέρα του αντικρινού φούρναρη.
― Που ήσουνα, πατέρα, και τι έκανες στον καιρό της κατοχής;
Ο βάτραχος ανασάλεψε στη βάση του μαρμάρινου σταυρού. Λες ν’ αρχίσει τις φωνές; Δεν αποκρίθηκα.
― Δεν άκουσες;
Στον τοίχο, πίσω από την πόρτα, είχαμε ένα ξύλινο κρεμαστάρι, καρφωμένο με δυο μεγάλα χοντρά καρφιά που ολοένα έβγαιναν από τις τρύπες τους κι εγκρέμιζαν το κρεμαστάρι με τα ρούχα στο πάτωμα. Η γυναίκα γκρίνιαζε μέρες τώρα και διαλαλούσε σ’ όλους τους τόνους πως απ’ αυτό το σπίτι έλειψε για καλά ο νοικοκύρης και το μόνο που υπάρχει είναι η αδιαφορία κι η εγκατάλειψη.
Σηκώνομαι το λοιπόν και πάω στην κουζίνα να βρω δυο καινούργια καρφιά και το σφυρί. Πώς; Τώρα θα πειστείς, κυρά Κατίνα, πως και νοικοκύρης υπάρχει στο σπιτάκι μας κι η αδιαφορία μόνο στη φαντασία σου βρίσκεται. Ξήλωσα τα στραβά καρφιά κι άρχισα να χτυπώ με το σφυρί τα ίσια, τα καινούργια.
Ο μεγάλος με το λερόν επίδεσμο στο κεφάλι, καθόταν κατάντικρα και με κοίταγε παράξενα και πονηρά, χαϊδεύοντας μηχανικά τα σγουρά μαλλάκια της μικρότερης. Και να ιδείς ατυχία: τα καρφιά βρήκαν με το πρώτο ένα στέρεο μέρος του τοίχου, σφηνώθηκαν, το κρεμαστάρι στερεώθηκε μια χαρά και τώρα, άμα το θελήσεις, μπορείς να κρεμαστείς κι ελόγου σου από δαύτο, δίχως τον παραμικρό φόβο να ξηλωθούν.
― Πάει, τελείωσε κι αυτό.
Πήγα στην κουζίνα, έβανα το σφυρί στη θέση του, σαπούνισα τα χέρια μου, τα σκούπισα αργά-αργά, καθυστέρησα και με κάτι άλλα κουτσοδούλια, κάποτες αναγκάσθηκα να γυρίσω στο δωμάτιο. Το βλέμμα του μεγάλου ήταν καθάριο και γλυκό, τα μάτια του έτοιμα να κλάψουν και να γελάσουν, κατά το κέφι μου.
Τι να του κάνεις; Άνοιξα το μπαούλο, ανασήκωσα τα στρώματα, παπλώματα, κουβέρτες, παλιά ρούχα των παιδιών, έβγαλα το τετράδιο.
― Να, πάρτο…
Ο μεγάλος δεν άπλωσε το χέρι. Χαμογέλασε. Θάρρεψα πως κάτι πήγε να μου σκαρώσει ο βάτραχος, όμως σαν παρατήρησα με προσοχή τα μάτια του γιου μου, ο βάτραχος ξανακοιμήθηκε.
― Το διάβασα πατέρα.
Θύμωσα.
― Με ποιο δικαίωμα; Πώς τόλμησες δίχως να με ρωτήσεις; Κι ύστερα… αφού το διάβασες, γιατί ρωτάς και ξαναρωτάς;
Πάλι ξαναχαμογέλασε το άθλιο παιδί. Ύστερα έψαξε τις τσέπες του κι έβγαλε ένα πακέτο τσιγάρα― τη μάρκα που καπνίζω.
― Αυτά σου τα χαρίζει ένας θαυμαστής σου…
Ο βάτραχος δίνει τότες ένα ξαφνικό σάλτο και σκαρφαλώνει στην κορφή του μαρμάρινου σταυρού. Οι φωνές του πλημμυρίζουν το δωμάτιο:
― Βρε κε κε κεξ κοέξ κοέξ…
Έπιασα το κεφάλι με τα δυο μου χέρια και σωριάστηκα στην πολυθρόνα τσακισμένος. Η κορδέλα του διπλανού ξυλάδικου ξανάρχισε το στρίγγλισμά της:
― Ντρρρρρν…Ντρρρρρν…
Ο μεγάλος με το δεμένο κεφάλι χαμογέλασε γλυκά γλυκά· το ίδιο χαμόγελο που έδειχνε στη θυγατέρα του αντικρινού φούρναρη· άπλωσε το δεξί του και χάιδεψε τα χέρια μου.
― Φτωχέ μου πατέρα…
Μια δυνατή βροχή χτυπούσε απ’ το πρωί τα τζάμια κι ο αγέρας που ερχόταν μουσκεμένος απ’ τ’ ανατολικά, άρχισε σιγά σιγά να καλμάρει. Μαζί του κάλμαραν κι οι στριγγλιές τις πριονοκορδέλας. Και δεν απόμεινε παρά ένας μεγάλος κάτασπρος μαρμάρινος σταυρός που πάνωθέ του είχε σκαρφαλώσει ένας παχύς, γκρίζος, γλοιώδικος βάτραχος με καφετιές βούλες στη ράχη.
― Φτωχέ μου πατέρα… Πόσο θα υπόφερες!
Η ώρα ήταν περασμένη. Η γυναίκα είχε πάει να κοιμηθεί, ο μεσαίος κοιμόταν, η μικρή κοιμόταν. (Η γριά μάνα είχε πολύν καιρό που αναπαύθηκε). Και μονάχα εγώ, ο μεγάλος γιος με το δεμένο κεφάλι κι ο βάτραχος ξαγρυπνούσαμε πλάι στη σβηστή θερμάστρα.
― Το διάβασα δέκα φορές, απ’ την αρχή ίσαμε το τέλος… Είναι σπουδαίο… Μόνο που είναι κρίμα να το ’χεις χαντακωμένο στο βάθος του σεντουκιού.
― Κι ο βάτραχος;
― Ο βάτραχος θα ψοφήσει, πατέρα. Δεν αντέχουν σε τέτοια δυνατά χάπια ούτε σιχαμεροί βάτραχοι, ούτε κιτρινιάρηδες άνθρωποι, ούτε κι αγριόγατοι ακόμα με δόντια και νύχια σουβλερά. Όλα θα σβήσουν, όλα θα χαθούν, όλα θα δώσουν τη θέση τους σ’ εκείνα που πρέπει να ‘χουμε στις καρδιές μας και στις ψυχές μας αιώνια…
Τον κοίταγα σαστισμένος, μια γλυκιά μουσική, μια φωνή βγαλμένη από τα πολύ παλιά, τα παιδιάστικα χρόνια μου, άρχισε ν’ ακούγεται απαλή, σιγανή, ζεστή, πλημμυρισμένη από συγκίνηση και νοσταλγία.
― Όλα θα σβήσουν, παιδί μου; Όλα θα σβήσουν; Όλα; Όλα;
― Να είσαι σίγουρος, πατέρα.
Ήρθε κοντά μου, άνοιξε την αγκαλιά του κι ενώ τα δάκρυά μου κυλούσαν για πρώτη φορά ζεστά, αρμυρά, ανθρώπινα, ο γιος τύλιξε τις χερούκλες του τριγύρω από το κορμί μου.
Ο ματωμένος επίδεσμος μου φάνηκε τότε σαν ένας χρυσαφένιος φωτοστέφανος πάνω από τ’ αχτένιστα μαλλιά του.
Ο ΒΑΤΡΑΧΟΣ ΜΕ ΤΙΣ ΚΑΦΕΤΙΕΣ ΒΟΥΛΕΣ
Είναι κάτι βάτραχοι, κάτι βρωμεροί γκριζωποί βάτραχοι με καφετιές βούλες στη ράχη, άσχημοι κι αηδιαστικοί που και μόνο να τους θωρείς σου φέρνουν αναγούλα. Η κοιλιά τους άσπρη, οι λαιμοί τους χοντροί, τα μάτια τους πρησμένα, κάτω από το λαιμό τους κρέμονται σακούλες γεμάτες λίπος. Είναι μεγαλόσωμοι και θρεμμένοι σαν γέρικες χελώνες χωρίς καύκαλο κι όλο το κορμί τους είναι θαρρείς βουτηγμένο σ’ ένα γλοιώδικο σιχαμερό υγρό. Ζούνε βαθιά στη γης και στο σκοτάδι κι αν κάποτες η σκαπάνη του εργάτη ή τ’ αλέτρι του γεωργού τους αναποδογυρίσει στην επιφάνεια, βρωμοκοπίζουν ένα γύρω τον αγέρα. Τα μάτια τους τότε σε κάνουν να ξερνάς.
Να, ένας τέτοιος βάτραχος, γκρίζος με καφετιές βούλες στη ράχη, ένας τέτοιος βάτραχος ήταν…
Είναι κάτι άνθρωποι, κάτι φαρμακωμένοι κιτρινιάρηδες άνθρωποι, αδύνατοι κι αναιμικοί, έτοιμοι λες να γκρεμισθούν μόλις τους φυσήξεις, ωστόσο δυνατοί κι αντρειωμένοι όταν, δέκα μαζί, τα βάζουν μ’ ένα δεμένο. Τα μάτια τους μοιάζουν με κομμάτια γαλάζιου πανιού ξεχασμένου πολύν καιρό πάνω σ’ έναν απόμερο φράχτη.
Ποτέ δε γελούν. Δεν λυπούνται και δεν χαίρονται. Δεν υποφέρουν από τίποτε συγκεκριμένο κι όμως πάσχουν βαριά κι αγιάτρευτα από ένα ασυγκράτητο μίσος για τους άλλους ανθρώπους και πιο πολύ για κείνους που γελούν.
Το ψωμί τους, τ’ οξυγόνο τους, ο θεός κι ο παράδεισός τους είναι οι στιγμές που βασανίζουν. Τότες έχουν πανηγύρια και στα κρύα μάτια τους αστράφτουν ατσάλινα σπαθιά.
Είμαι κι εγώ…
Μερικοί πιστεύουν πως μου χρειάζεται παλούκωμα, για τιμωρία μου και παραδειγματισμό των άλλων. Άλλοι πιο συγκαταβατικοί, με λυπούνται κι όταν μιλούν για το υποκείμενό μου, το πρόσωπό τους παίρνει μιαν έκφραση όλο συμπόνια και οίχτο. Βρίσκουν πως είμαι πραγματικά αξιολύπητος άνθρωπος που θα μπορούσε να έκανε πάρα πολλά στη ζωή του, αν φυσικά είχε μυαλό και τα ρέστα.
Υπάρχουν κι άλλοι που με παρακολουθούν με μεγάλη συμπάθεια, καρδιοχτυπούν μαζί μου, πάσχουν μαζί μου κ’ οι ανάσες μου, οι παλμοί μου, τα όνειρα, οι ελπίδες κ’ οι προσδοκίες μου, κατά κάποιον τρόπο είναι και δικές τους ανάσες, παλμοί, όνειρα, ελπίδες και προσδοκίες.
Ε, λογιών τω λογιών άνθρωποι βρίσκονται στον κόσμο…
Άξαφνα, οι κιτρινιάρηδες άνθρωποι, πάνε και πιάνουν ένα βάτραχο, έναν μεγάλον και βρωμερό γκρίζον βάτραχο με άσπρη κοιλιά και καφετιές βούλες στη ράχη, σαν αντίσκηνο καμουφλαρισμένο. Πιάνουν κι εσένα. Και σας κουβαλούν μακριά, στην άλλη άκρη του κόσμου, σ’ έναν κόσμο που το μάκρος του δεν μετριέται: Στην καρδιά της πρωτεύουσας, στον κεντρικότερο δρόμο, στο πιο ψηλό και μεγαλόπρεπο χτίριο.
Άλλα λογάριαζαν εκείνοι που το σχεδίαζαν, αλλά εκείνοι που το έχτιζαν κι άλλους σκοπούς εξυπηρετούσε τ’ όμορφο παλατάκι σαν το παράδωσαν οι δυνατοί της ζωής στους κιτρινιάρηδες υποταχτικούς τους. Τούτοι φρόντιζαν να το τυλίξουν μέσα σε μαύρα σύννεφα και να το φτιάξουν να ’ναι το αδιάβατο, το άφταστο, το απίθανο μάκρος που έχει η άκρη του κόσμου.
Φωνάζεις, ουρλιάζεις, βογκάς, βρουχιέσαι, τραγουδάς, κανένας δε σ’ ακούει. Κανένας, κι ας διαβαίνουν έξω από το χτίριο μυριάδες οι άνθρωποι, τα τραμ, τα τρόλλευ, τα λεωφορεία.
Στα μαγαζιά, πλάι στην πόρτα του μεγάρου, πουλάνε λουλούδια, πουλάνε βιβλία, πουλάνε πίπες κι αναφτήρες, πουκάμισα και γραβάτες. Δίπλα από την πόρτα του κοντοστέκεται μια δεκαοχτάχρονη κοπελίτσα κι ο εικοσάρης νεαρός που σκύβει πάνωθέ της, της ανοίγει τα τρυφερά φυλλοκάρδια του για να της δείξει τους θησαυρούς που σφαλούν μέσα τους και τη ζωγραφίζει τα όνειρά του.
Κι ακόμα πλάι στην πόρτα του σταματά ένας ξερακιανός τουρίστας με ξανθιά γενειάδα, σηκώνει τη φωτογραφική του μηχανή στο ύψος του ματιού και τσαφ!... απαθανατίζει τις ομορφιές του παλιού πολιτισμού της χώρας καθώς τις τριγυρίζουν τα επιτεύγματα του σημερινού.
Μέσα όμως από την πόρτα, ω, μέσα από την πόρτα… Εδώ βρίσκεται η άκρη του κόσμου, η ερημιά, η εγκατάλειψη. Πάνω σ’ ένα τραπέζι, πρόσωπο με πρόσωπο, μύτη με μύτη, μάτια με μάτια, κοντά, πολύ κοντά, τρίχα και ν’ ακουμπήσετε, εσύ κι ένας γκριζωπός γλιτσιαρισμένος βάτραχος με καφετιές βούλες στη ράχη. Τα μάτια του πεταγμένα έξω από τις κόγχες τους σε κοιτάζουν με το τυφλό, άδειο βλέμμα τους, έτσι που το στομάχι σου αναποδογυρίζει, οι τρίχες του κεφαλιού σου πετάγονται ολόρθες κι η φρίκη, αντάμα με την αναγούλα και τη σιχασιά, σε θωρούν κατάματα με τα ίδια ακριβώς αυτά ηλίθια και τυφλά μάτια.
― Κατάπιε τον!... φωνάζουν οι κιτρινιάρηδες άνθρωποι που έχουν μαζευτεί ένα γύρο κοντά σου και κάνουν χάζι.
Η σκέψη σου, πασχίζοντας να ξεφύγει από την εφιαλτική πραγματικότητα, αναθυμιέται κάποιο χλιαρό απογευματινό, κάποια διάφανη νύχτα. Μα τα μαστίγια των άκαρδων σφυρίζουν στον αγέρα κι οργώνουν πέφτοντας στο γυμνό σου κορμί. Κοκκινόμαυρες γραμμές γεμάτες χτυπημένο αίμα σημειώνουν το πέρασμά τους.
― Κατάπιε τον!...
Τα γουρλωμένα μάτια του σιχαμερού πλάσματος αντίκρυ σου, ανοιγοκλείνουν χαζά. Σε βλέπει; Δε σε βλέπει; Καταλαβαίνει; Δεν καταλαβαίνει;
Ο αρχηγός τους κομπάζει φουσκωμένος κι άχαρος:
― Εμένα που με βλέπεις… σπούδασα στη Γερμανία… και κανένας δεν βρέθηκε μέχρι την σήμερον ημέρα να μου ξεφύγει από τα χέρια δίχως να καταπιεί τον βάτραχό του. Το καλό λοιπόν που σου θέλω… εμπρός, κατάπιε τον…
Το δωμάτιο βρίσκεται μέσα στο ψηλό χτίριο, το ψηλό χτίριο στον κεντρικότερο δρόμο της πολιτείας κι η πολιτεία είναι η πρωτεύουσα του Κράτους, κάποιου Κράτους της Ευρώπης, στην καρδιά του εικοστού αιώνα. Απ’ έξω διαβαίνουν μιλιούνια οι άνθρωποι, τ’ αυτοκίνητα, τα τρόλεϊ, κι ένας πιτσιρίκος κατάφερε να πουλήσει σ’ έναν αμερικάνο ναύτη ένα κουκλάκι ντυμένο με χρωματιστά κουρέλια για δύο δολάρια.
Οι καρδιές των δυο παιδιών που μίλησαν για την αγάπη μπροστά στη βιτρίνα, χτυπούν, ω, πως χτυπούν χαρωπά, όμορφα, γλυκά… Όμως εδώ μέσα, εδώ μέσα…
Οι τοίχοι είναι σκεπασμένοι με φελλό, οι πόρτες είναι καμπλατισμένες με φελλό, οι άνθρωποι έχουν πρόσωπα κι εγκεφάλους από φελλό. Και μοναχά ο βάτραχος είναι ολοζώντανος, σκέτος, πραγματικός, γυμνός, βρωμερός, με την κάτασπρη κοιλιά του, τα προγούλια του, τα φουσκωμένα του μάγουλα, τα γουρλωμένα του μάτια και την γκρίζα ράχη με τις καφετιές βούλες. Και σε κοιτάζει, σε κοιτάζει, δίχως να σε βλέπει. Κι άλλοτες σε κοίταγαν ζωντόβολα γαντζωμένα στα γυμνά κλαδιά του δάσους, στ’ άσπρα βράχια, ανάμεσ’ απ’ τους μαύρους σβώλους κάποιου οργωμένου χωραφιού.
Ποτές όμως με τέτοιο ανέκφραστο, παγερό και τυφλό βλέμμα, ποτέ.
Σα δεν έχουν καρδιά, νόμισαν πως έχουν λογική.
Πως ξέρουν από αισθήματα. Συχνά κάνουν έκκληση στη λογική σου, στα αισθήματά σου, στην αγάπη της γυναίκας σου και των παιδιών σου:
― Αν τον καταπιείς…
Σπούδασαν στη Γερμανία και πήραν θαυμάσια εγκυκλοπαιδική μόρφωση κι ιδέες. Και σα δε στέρξεις να κάνεις αυτό που επιδιώκουν με το καμουτσί, το γυρίζουν στο καλόπιασμα, τις συμβουλές, τις εκκλήσεις. Ύστερα ξαναγυρίζουν στο βούρδουλα. Και ξανά πάλι στη λογική και το αίσθημα. Σ’ αφήνουν και να σκεφτείς. Σε κερνούν και τσιγάρο. Και πάλι από την αρχή στη βία, τη λογική, τις συμβουλές, τις εκκλήσεις.
Εσύ βαστάς. Εσύ αντέχεις. Μέσα σου κάνεις προσευχές, συμπληρώνεις προγνωστικά δελτία, βάζεις στοιχήματα με τον εαυτό σου. Πότε παρακαλάς ν’ ανοίξει και να σε καταπιεί η γης, πότε πάλι να γενεί κάποιο θάμα που να σε ξαναφέρει στην αγκαλιά των δικών σου, στη φωλιά σου. Θυμάσαι, εξεπίτηδες, περασμένες αντρίκιες, παλικαρίσιες στιγμές σου, ευτυχισμένες μέρες και νύχτες.
Λες ακόμα δεν μπορεί, κάποτες θα βαριεστήσουν οι άπονοι άνθρωποι, θα κουρασθούν, θα το πάρουν απόφαση πως άδικα χάνουν τον καιρό τους.
Και θα σ’ απαρατήσουν. Λες πως κάποτες θα σε λυπηθεί ο θάνατος και θα ’ρθει να σ’ αρπάξει, να σε γλιτώσει από τα νύχια τους που ’ναι χειρότερα. Λες πως…
Εκείνοι όμως έχουν υπομονή, έχουν πρόγραμμα, έχουν συστήματα δοκιμασμένα. Σπούδασαν στη Γερμανία κι έμαθαν πράματα που δεν μπορεί να τα χωρέσει το ταπεινό μυαλουδάκι σου.
― Κατάπιε τον!...
Αν είσαι υπεράνθρωπος, βαστάς. Ένα εικοσιτετράωρο, δυο, πέντε, δέκα, βαστάς.
Επιμένουν εκείνοι, επιμένεις κι εσύ. Και, ή πεθαίνεις ή νικάς. Αν είσαι υπεράνθρωπος. Αν όμως είσαι ένα συνηθισμένο, ένα απλό ανθρωπάκι με νεύρα από κλωστές σάρκινες, δαγκώνεις και κομματιάζεις τα χείλη σου, μπήγεις τα νύχια σου στις παλάμες, σχίζεις τα μάγουλά σου κι άξαφνα… κι άξαφνα σταματάει το μυαλό σου, σκοτεινιάζει τριγύρω σου ο κόσμος, σε πλακώνει η απελπισιά, τρελαίνεσαι και δίχως πια να ’σαι σε θέση να σκεφθείς, και δίχως πια να καταλάβεις πώς και γιατί και πότε, δίνεις μια και καταπίνεις το βάτραχο με τις καφετιές βούλες.
Τρέμεις ύστερα, ανακατώνεσαι, σε πιάνουν σπασμοί, όμως… πάει τον κατάπιες.
Πάνω στον τάφο της ψυχής σου, έχεις κάθε δικαίωμα που κανείς δε μπορεί να στο αμφισβητήσει, να υψώσεις ένα μεγάλο μαρμάρινο σταυρό, έχεις κάθε δικαίωμα να γράψεις όσα γράμματα, όσες λέξεις θέλεις:
ΕΝΘΑΔΕ ΚΕΙΤΑΙ…
Θα περάσουν καιροί, θα ’ρθουν χειμώνες κι άνοιξες, θα πέσουν χιόνια, φύλλα, πέταλα, άνθρωποι, θεοί, βασιλιάδες. Εσύ θα ζεις. Τα πόδια σου θα σε οδηγούν όπου τα διατάζεις, τα χέρια σου θα μοχθούν και θα γεμίζουν ρόζους και κάλους, η καρδιά σου θα χτυπά και θα στέλνει αίμα ως το μακρύτερο κύτταρο του οργανισμού σου, η γλώσσα σου θα μιλά, τα χείλη σου πότε θα φιλούν και πότε θα φτύνουν με πίκρα ή αηδία. Οι άνθρωποι που θα σ’ αντικρίζουν θα σου χαρίζουν την καλημέρα τους, οι φίλοι σου θα ’ρχονται στη γιορτή σου φορτωμένοι χαμόγελα, ευχές και λουλούδια ή σοκολατίνια. Θα διαβάζεις εφημερίδες, θα διαβάζεις βιβλία, θα διαβάζεις επίσημα χαρτιά κι επιστολές εμπορικές. Θα κοιμάσαι τα βράδια και θα ξυπνάς τα πρωινά, θα ντύνεσαι και θα ξεντύνεσαι, θα τρως παγωτά τα καλοκαίρια και θα πίνεις χαμομήλια τους χειμώνες και θα πιστεύεις ακράδαντα πως η μάρκα των τσιγάρων που καπνίζεις είναι η καλύτερη από όλες τις άλλες.
Ναι, θα υπάρχεις.
Όμως…
Όμως θα φοβάσαι τη μοναξιά. Θα τρέμεις το πλήθος. Θα σκιάζεσαι στο σκοτάδι και θ’ αποφεύγεις το φως. Τα μάτια σου θα κοιτάζουν πάντα μακριά, ανάμεσα και πέρα από τα πρόσωπα και τα πράγματα, θα ντρέπονται να θωρούν κατ’ ευθείαν στα μάτια των άλλων ανθρώπων, κατ’ ευθείαν στα πρόσωπα των αντικειμένων. Ποτέ δε θα μιλάς για περασμένα, ποτέ δε θα ονειρεύεσαι μελλούμενα. Θα ζεις γιατί βρέθηκε να ζεις, θα υπάρχεις γιατί έτυχε να υπάρχεις, θα τρως, θα πίνεις, θ’ ανασαίνεις γιατί ζεις. Και πριν απ’ όλα, δε θα στρέψεις, ποτέ, ποτέ, ποτέ το βλέμμα μέσα σου.
Δε θα στρέψεις το βλέμμα μέσα σου, γιατί κάπου βαθιά μέσα σου βρίσκεται στημένος ένας μεγάλος μαρμάρινος σταυρός με τ’ όνομα της ψυχής σου γραμμένο με μαύρα κεφαλαία γράμματα:
ΕΝΘΑΔΕ ΚΕΙΤΑΙ…
Κι ακόμα, δεν θα τολμάς ν’ αντικρίζεις φρεσκοσκαμμένο χώμα, το μαύρο φρεσκοσκαμμένο χώμα που βγάζει η σκαπάνη του εργάτη ή τ’ αλέτρι του αγρότη στην επιφάνεια, το φως, μην τύχει κι ανταμώσουν τα μάτια σου ένα σιχαμερό γκριζωπό βάτραχο μ’ άσπρη κοιλιά, γουρλωμένα μάτια και καφετιές βούλες στην γλοιώδικη ράχη του.
Σαν άνοιξα τα μάτια, ύστερ’ από τη λιγοθυμιά, είδα κατάντικρα έναν μαύρον αγριόγατο να με θωρεί, μούρη με μούρη, ανάσα μ’ ανάσα, γεμάτος μίσος. Από τα δόντια του, που έμοιαζαν με βελόνια, έβγαιναν ριπές-ριπές δυνατά γουργουρητά γεμάτα μανία. Πάνω στις ορθωμένες μαύρες τρίχες του είχαν στεγνώσει οι λασπωμένοι δρόμοι, τα λαγούμια της πολιτείας, τα σκουπίδια των ντενεκέδων, οι βρωμιές του κόσμου. Και πιο πολύ, το αίμα των περιστεριών που έπνιξε.
Οι κιτρινιάρηδες άνθρωποι βρουχίζουν:
― Κατάπιε τον!...
― Ε, όχι δα…
Μαστίγιο, νουθεσίες, εκκλήσεις, απειλές και φοβέρες, υποσχέσεις, μαστίγιο. Ένας κύκλος με διαβήτη που το κεντρί του έχει μπηχτεί στο κέντρο της καρδιάς.
Σύμμαχός τους κι ο γάτος. Ρουθουνίζει στα ρουθούνια μου, τρυπά με τα νύχια των ματιών του τα μάτια μου, δαγκώνει με τα βελόνια της ψυχής του την ψυχή μου.
― Μα όχι.
Κι ας σπούδασαν στη Γερμανία. Κι ας είμαι ένας μικρός και απλός άνθρωπος δίχως υπερφυσική δύναμη κι αντοχή.
Και τ’ άλλα που λένε πως σαν αρχίσει να ξηλώνεται κάποιο πλεχτό δεν έχει πια σταματημό, εγώ τ’ ακούω βερεσέ.
Αυτός που σπούδασε στη Γερμανία, φαίνεται να καταλαβαίνει πιότερο από τους άλλους. Φαίνεται πως κάποια σπαθιά από τις λάμψεις των ματιών μου του χτύπησε τη λογική του. Ξαφνικά έκανε νόημα στους άλλους να σταματήσουν· έσκυψε και κάτι τους ψιθύρισε. Εκείνοι χαμογέλασαν. Κ’ ήταν το χαμόγελό τους βιτριόλι και κοφτό νερό στις πληγές της ψυχής μου. Ύστερα άλλαξαν ακόμα μερικές φράσεις, που δεν τις κατάλαβα, και πήραν την απόφαση που μου ταίριαζε:
― Ελεύθερος!...
Διαβαίνω το μαρμάρινο κατώφλι της εξώπορτας, βγαίνω στον κοσμοπλημμυρισμένο δρόμο.
Από πόσο μακριά να ήρθα;
Άνθρωποι, μαγαζιά, λουλούδια, γραμμάτια ληξιπρόθεσμα, εκπτώσεις μέχρι 40%. Μια καμπάνα χτυπά, καλώντας τους πιστούς της επικράτειάς της στον εσπερινό. Ένας αστυφύλακας κυνηγά κάποιον πιτσιρίκο, που κρατά ένα πανέρι με κουλούρια της ώρας. Ο της τροχαίας σταματά την κυκλοφορία από τη μια κατεύθυνση και δίνει σινιάλο ν’ αρχίσει από την άλλη.
Από πόσο μακριά να ήρθα;
Στο σπίτι με υποδέχονται με χαρούμενα ξεφωνητά, δάκρυα, φιλιά. Ακούω τ’ όνομά μου, ακούω τη γλυκιά μουσική φωνών αγαπημένων, νιώθω τη ζεστασιά που χαρίζει η στοργή, η αγάπη, ο πόνος των δικών σου για σένα.
Παίρνω τη γυναίκα μου στο πλάι, σφίγγω τα χέρια της, της ψιθυρίζω:
― Ξέρεις… Ο βάτραχος με τις καφετιές βούλες…
Μ’ αγκαλιάζει, και παίρνει ένα κουτό προστατευτικό ύφος:
― Σώπα, μην το θυμάσαι… Όλα θα τα ξεχάσεις με τον καιρό, σαν ένα κακό όνειρο.
― Κι ο μαρμαρένιος σταυρός με τα μαύρα κεφαλαία;
― Κι αυτόν, κι αυτόν, όλα…
Από πόσο μακριά να ήρθα;
Και τι να ‘ναι αυτό που λιμνάζει στα μάτια των δικών μου;
Στήνω τ’ αφτί, αφουγκράζομαι τη φωνή που ξερνά στο κατάβραδο ο βαλτωμένος κάμπος μιας λαβωμένης ψυχής, της ψυχής μου:
― Βρε κε κε κεξ…
Πέφτω στο κρεβάτι με τα ρούχα, σφίγγω το πρόσωπο στις παλάμες, κλαίω. Τριγύρω μου κλαίνε τα παιδιά, κλαίει η γυναίκα, κλαίει η γριά μάνα μου.
― Όλα θα τα ξεχάσεις… Όλα θα τα ξεχάσεις… Όλα…
Από πόσο μακριά να ήρθα;
Ξέρω πως δεν θα ξεχάσω τίποτα. Τίποτα και ποτέ. Ξέρω πως κι αν ακόμα το μυαλό μου πασχίσει να ξεκολλήσει από το βάλτο μιας τέτοιας θύμησης, το στομάχι μου δεν θα τ’ ακολουθά και θ’ αναγουλιάζει.
Με πιάνουν σπασμοί. Από το πρόσωπό μου κυλά σταλαγματιές-σταλαγματιές κόκκινο αίμα ανάκατο με κίτρινο πύο. Είναι οι γρατσουνιές από τις φαρμακωμένες ματιές του μαύρου αγριόγατου.
― Μα τώρα πια είσαι ελεύθερος!...
― Πως; Ελεύθερος;…Ποιος μίλησε; Ο σπουδαγμένος στη Γερμανία; Ο βάτραχος;
Τίνος μάτια με θωρούν; Γιατί τα μάτια του γιου μου έγιναν τόσο ξέθωρα και σχίζουν τον αγέρα σαν άσπρα φωτερά φίδια;
Θε μου, που μ’ είχαν πάει; Κι από πού μ’ έφεραν; Ήταν λοιπόν τόσο μακρινό εκείνο το κεντρικό μέγαρο στην καρδιά της πολιτείας; Τόσο μακρινό;
Πλάι στο σπίτι μας βρισκόταν από καιρό μια πριονοκορδέλα που βούιζε ολομερίς κόβοντας ξύλα και μας ξεκούφανε. Να την πάλι που στριγκλίζει και μας σμπαραλιάζει τα νεύρα.
― Μα δε σταματά ούτε τη νύχτα;
Με κοιτάνε έκπληκτοι.
― Τι να σταματήσει; Η κορδέλα; Μα… είναι τρεις μήνες σχεδόν που της έκαναν κατάσχεση. Έκλεισε το μαγαζί…
― Ώστε έκλεισε; Τι λες;
Κρίμας… Κι ήταν πολύ καλό ανθρωπάκι αυτός ο μπάρμπα-Κοσμάς…
Ξημερώνει. Βραδυάζει. Φθάνουν μεσάνυχτα. Και ξαναξημερώνει. Και ξαναφθάνουν μεσάνυχτα. Πόσες φορές; Δέκα; Εκατό; Χίλιες; Εκατό χιλιάδες;
Είμαι ελεύθερος. Ελεύθερος ισόβια!...
Ο βάτραχος κοιμάται στη βάση ενός χορταριασμένου μαρμάρινου σταυρού.
Είναι παχύς, ψωμωμένος, έχει πρησμένα μάτια και μάγουλα, έχει καφετιές βούλες στη γκρίζα ράχη του. Μα κοιμάται και τα βατράχια, έστω κι αθάνατα σαν το δικό μου, δεν παραμιλούν, δεν φωνάζουν στον ύπνο τους.
Η ποινή συνεχίζεται: Ελεύθερος.
Τα παιδιά μεγαλώνουν, δεν μου γυρεύουν πια τετράδια και μολύβια, δε μου ζητούν ρούχα και παπούτσια. Έκλαψαν, θύμωσαν, κορόιδεψαν τον πρώτον καιρό, δούλεψαν με τέχνη τον βούρδουλα που τους παράδωσαν στα χέρια οι κιτρινιάρηδες άνθρωποι, στο τέλος μεγάλωσαν. Ύστερα έπιασαν δουλειά σ’ ένα γιαπί και παράτησαν σε μια σκαλωσιά τον βούρδουλα.
Ένα βράδυ, ο μεγάλος ήρθε κατσουφιασμένος:
― Αύριο έχουμε απεργία.
Τ’ άλλο βράδυ γύρισε με δεμένο κεφάλι.
― Ναι, μα δεν τους γένηκε το χατίρι…
Το τρίτο βράδυ μου ‘δειξε το χαμόγελό του― το ίδιο γλυκό χαμόγελο μ’ εκείνο που δείχνει στη θυγατέρα του αντικρινού φούρναρη.
― Που ήσουνα, πατέρα, και τι έκανες στον καιρό της κατοχής;
Ο βάτραχος ανασάλεψε στη βάση του μαρμάρινου σταυρού. Λες ν’ αρχίσει τις φωνές; Δεν αποκρίθηκα.
― Δεν άκουσες;
Στον τοίχο, πίσω από την πόρτα, είχαμε ένα ξύλινο κρεμαστάρι, καρφωμένο με δυο μεγάλα χοντρά καρφιά που ολοένα έβγαιναν από τις τρύπες τους κι εγκρέμιζαν το κρεμαστάρι με τα ρούχα στο πάτωμα. Η γυναίκα γκρίνιαζε μέρες τώρα και διαλαλούσε σ’ όλους τους τόνους πως απ’ αυτό το σπίτι έλειψε για καλά ο νοικοκύρης και το μόνο που υπάρχει είναι η αδιαφορία κι η εγκατάλειψη.
Σηκώνομαι το λοιπόν και πάω στην κουζίνα να βρω δυο καινούργια καρφιά και το σφυρί. Πώς; Τώρα θα πειστείς, κυρά Κατίνα, πως και νοικοκύρης υπάρχει στο σπιτάκι μας κι η αδιαφορία μόνο στη φαντασία σου βρίσκεται. Ξήλωσα τα στραβά καρφιά κι άρχισα να χτυπώ με το σφυρί τα ίσια, τα καινούργια.
Ο μεγάλος με το λερόν επίδεσμο στο κεφάλι, καθόταν κατάντικρα και με κοίταγε παράξενα και πονηρά, χαϊδεύοντας μηχανικά τα σγουρά μαλλάκια της μικρότερης. Και να ιδείς ατυχία: τα καρφιά βρήκαν με το πρώτο ένα στέρεο μέρος του τοίχου, σφηνώθηκαν, το κρεμαστάρι στερεώθηκε μια χαρά και τώρα, άμα το θελήσεις, μπορείς να κρεμαστείς κι ελόγου σου από δαύτο, δίχως τον παραμικρό φόβο να ξηλωθούν.
― Πάει, τελείωσε κι αυτό.
Πήγα στην κουζίνα, έβανα το σφυρί στη θέση του, σαπούνισα τα χέρια μου, τα σκούπισα αργά-αργά, καθυστέρησα και με κάτι άλλα κουτσοδούλια, κάποτες αναγκάσθηκα να γυρίσω στο δωμάτιο. Το βλέμμα του μεγάλου ήταν καθάριο και γλυκό, τα μάτια του έτοιμα να κλάψουν και να γελάσουν, κατά το κέφι μου.
Τι να του κάνεις; Άνοιξα το μπαούλο, ανασήκωσα τα στρώματα, παπλώματα, κουβέρτες, παλιά ρούχα των παιδιών, έβγαλα το τετράδιο.
― Να, πάρτο…
Ο μεγάλος δεν άπλωσε το χέρι. Χαμογέλασε. Θάρρεψα πως κάτι πήγε να μου σκαρώσει ο βάτραχος, όμως σαν παρατήρησα με προσοχή τα μάτια του γιου μου, ο βάτραχος ξανακοιμήθηκε.
― Το διάβασα πατέρα.
Θύμωσα.
― Με ποιο δικαίωμα; Πώς τόλμησες δίχως να με ρωτήσεις; Κι ύστερα… αφού το διάβασες, γιατί ρωτάς και ξαναρωτάς;
Πάλι ξαναχαμογέλασε το άθλιο παιδί. Ύστερα έψαξε τις τσέπες του κι έβγαλε ένα πακέτο τσιγάρα― τη μάρκα που καπνίζω.
― Αυτά σου τα χαρίζει ένας θαυμαστής σου…
Ο βάτραχος δίνει τότες ένα ξαφνικό σάλτο και σκαρφαλώνει στην κορφή του μαρμάρινου σταυρού. Οι φωνές του πλημμυρίζουν το δωμάτιο:
― Βρε κε κε κεξ κοέξ κοέξ…
Έπιασα το κεφάλι με τα δυο μου χέρια και σωριάστηκα στην πολυθρόνα τσακισμένος. Η κορδέλα του διπλανού ξυλάδικου ξανάρχισε το στρίγγλισμά της:
― Ντρρρρρν…Ντρρρρρν…
Ο μεγάλος με το δεμένο κεφάλι χαμογέλασε γλυκά γλυκά· το ίδιο χαμόγελο που έδειχνε στη θυγατέρα του αντικρινού φούρναρη· άπλωσε το δεξί του και χάιδεψε τα χέρια μου.
― Φτωχέ μου πατέρα…
Μια δυνατή βροχή χτυπούσε απ’ το πρωί τα τζάμια κι ο αγέρας που ερχόταν μουσκεμένος απ’ τ’ ανατολικά, άρχισε σιγά σιγά να καλμάρει. Μαζί του κάλμαραν κι οι στριγγλιές τις πριονοκορδέλας. Και δεν απόμεινε παρά ένας μεγάλος κάτασπρος μαρμάρινος σταυρός που πάνωθέ του είχε σκαρφαλώσει ένας παχύς, γκρίζος, γλοιώδικος βάτραχος με καφετιές βούλες στη ράχη.
― Φτωχέ μου πατέρα… Πόσο θα υπόφερες!
Η ώρα ήταν περασμένη. Η γυναίκα είχε πάει να κοιμηθεί, ο μεσαίος κοιμόταν, η μικρή κοιμόταν. (Η γριά μάνα είχε πολύν καιρό που αναπαύθηκε). Και μονάχα εγώ, ο μεγάλος γιος με το δεμένο κεφάλι κι ο βάτραχος ξαγρυπνούσαμε πλάι στη σβηστή θερμάστρα.
― Το διάβασα δέκα φορές, απ’ την αρχή ίσαμε το τέλος… Είναι σπουδαίο… Μόνο που είναι κρίμα να το ’χεις χαντακωμένο στο βάθος του σεντουκιού.
― Κι ο βάτραχος;
― Ο βάτραχος θα ψοφήσει, πατέρα. Δεν αντέχουν σε τέτοια δυνατά χάπια ούτε σιχαμεροί βάτραχοι, ούτε κιτρινιάρηδες άνθρωποι, ούτε κι αγριόγατοι ακόμα με δόντια και νύχια σουβλερά. Όλα θα σβήσουν, όλα θα χαθούν, όλα θα δώσουν τη θέση τους σ’ εκείνα που πρέπει να ‘χουμε στις καρδιές μας και στις ψυχές μας αιώνια…
Τον κοίταγα σαστισμένος, μια γλυκιά μουσική, μια φωνή βγαλμένη από τα πολύ παλιά, τα παιδιάστικα χρόνια μου, άρχισε ν’ ακούγεται απαλή, σιγανή, ζεστή, πλημμυρισμένη από συγκίνηση και νοσταλγία.
― Όλα θα σβήσουν, παιδί μου; Όλα θα σβήσουν; Όλα; Όλα;
― Να είσαι σίγουρος, πατέρα.
Ήρθε κοντά μου, άνοιξε την αγκαλιά του κι ενώ τα δάκρυά μου κυλούσαν για πρώτη φορά ζεστά, αρμυρά, ανθρώπινα, ο γιος τύλιξε τις χερούκλες του τριγύρω από το κορμί μου.
Ο ματωμένος επίδεσμος μου φάνηκε τότε σαν ένας χρυσαφένιος φωτοστέφανος πάνω από τ’ αχτένιστα μαλλιά του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου