Ο νόμος Διαμαντοπούλου συνάντησε γενναία και αποφασιστική αντίσταση στα πανεπιστήμια. Αποτελεί το μοναδικό νόμο της εποχής του μνημονίου που δεν εφαρμόστηκε στα βασικά του σημεία. Παρά την ομοβροντία των καθεστωτικών δυνάμεων, που κράδαιναν απειλητικά την «ευρύτατη κοινοβουλευτική πλειοψηφία» (η οποία συντρίφτηκε λίγους μήνες αργότερα) και των μεγάλων οικονομικών συμφερόντων (βλέπε ΜΜΕ) που καιροφυλακτούν να λεηλατήσουν το μοναδικό δημόσιο αγαθό, την ανώτατη εκπαίδευση, που δεν έχει μετατραπεί πλήρως και οριστικά σε cash-cow (αγελάδα που παράγει χρήμα), η πανεπιστημιακή κοινότητα έχτισε ένα πρωτοφανές τείχος άμυνας, που συμπεριλάμβανε για πρώτη φορά και σε τέτοιο βαθμό φοιτητές, καθηγητές και εργαζόμενους. Το τείχος αυτό μέχρι τώρα αποδείχθηκε αποτελεσματικό.
Η νέα κυβέρνηση ξέρει πως ο χρόνος, της πριν η λαϊκή αγανάκτηση διογκωθεί ξανά, είναι εξαιρετικά περιορισμένος. Και είναι αποφασισμένη να δώσει συντριπτικά χτυπήματα σε κρίσιμους χώρους, όσο είναι καιρός. Γι αυτό και η παραδειγματική επίθεση στην απεργία της Χαλυβουργίας.
Ο επόμενος στόχος είναι τα πανεπιστήμια.
Οι τροπολογίες που κατατέθηκαν σήμερα (30.07.12) μαρτυρούν ακριβώς αυτό. Τι δεν είναι: Δεν είναι «άτολμες, που δεν αλλάζουν τα χαρακτηριστικά του νόμου». Πολύ περισσότερο, δεν «άρχισε το ξήλωμα του νόμου», όπως σε μια παράσταση ρόλων «καλών- κακών», κακά σκηνοθετημένη, διατείνονται οι πρωτεργάτες του.
Ο Νόμος, μετά τις τροπολογίες του, διατηρεί στο ακέραιο την παντοκρατορία του Συμβουλίου Διοίκησης έναντι κάθε άλλου οργάνου και καταργεί τη συλλογική- δημοκρατική διοίκηση σε όλα τα επίπεδα. Η τεράστια αντίδραση για τη συμμετοχή στη διοίκηση των πανεπιστημίων προσώπων άσχετων με αυτό, προκάλεσε την «αναβάθμιση» των προσόντων των εξωτερικών μελών που τώρα πρέπει να έχουν τουλάχιστον … πτυχίο ΑΕΙ! Καταργεί την αυτοτέλεια των ΑΕΙ. Εξαφανίζει τη φοιτητική συμμετοχή και το πανεπιστημιακό άσυλο. Μετατρέπει τα μέλη ΔΕΠ σε απλούς υπαλλήλους, με μόνο δικαίωμα την εκλογή των αφεντικών τους, από προεπιλεγμένη λίστα μάλιστα.
Οι τροπολογίες «επιλύουν» τα βασικά προβλήματα που εμφάνισε η εφαρμογή του νόμου εξαιτίας της μαζικής, πλειοψηφικής και αποφασιστικής αντίστασης της πανεπιστημιακής κοινότητας. Πρώτον, περνά την ευθύνη της εφαρμογής του νόμου στις πρυτανικές αρχές αποσκοπώντας είτε στη συνεργασία τους (μάλλον απίθανη- τα «ανταλλάγματα» μάλιστα που δίνονται είναι θλιβερά: θα πρέπει να εξευτελίσουν τη μέχρι τώρα στάση τους, θα πρέπει να υποστούν όλες τις αντιδράσεις στην εφαρμογή του νόμου, ώστε να κρατήσουν μέχρι τέλους τη θητεία τους βασικά μόνο τον τίτλο τους, αφού η εξουσία θα έχει περάσει ήδη στα συσταθέντα Συμβούλια Διοίκησης), είτε στην επικοινωνιακή κατασκευή ενός κατάλληλου «αποδιοπομπαίου τράγου». Δεύτερον, φροντίζουν να υπάρξουν άμεσα τα νέα Συμβούλια Διοίκησης, πάσει θυσία. Δε φτάνει μόνο που κατοχυρώνεται η διάτρητη επιστολική ή ηλεκτρονική ψηφοφορία ως διαδικασία εκλογής, αλλά αν και αυτή αποτύχει, οι τροπολογίες που κατατέθηκαν φτάνουν στο σημείο ορισμού των Συμβουλίων Διοίκησης από τα αρχαιότερους καθηγητές ή την επιλογή Πρύτανη με κλήρωση! Αποδεικνύεται έτσι ότι σωστά το κεντρικό διακύβευμα της προηγούμενης περιόδου ήταν η εκλογή των Συμβουλίων Διοίκησης, αφού αυτά αποτελούν το βασικό ιμάντα προώθησης μιας πολιτικής που ισοπεδώνει ότι απέμεινε από το δωρεάν, δημόσιο και δημοκρατικό πανεπιστήμιο.
Η κυβέρνηση συμπληρώνει τα όπλα της με μια αστραπιαία διαδικασία συγχώνευσης- κατάργησης τμημάτων, σχολών ή πανεπιστημίων, πρακτικά στην απόλυτη εξουσιοδότηση του Υπουργού. Ο εκάστοτε Υπουργός Παιδείας έχει, με τι τροπολογίες που κατατέθηκαν, την ανατριχιαστική δυνατότητα (ειδικά για τα ελληνικά πράγματα) να καταργεί ακόμα και ολόκληρα πανεπιστήμια με διαδικασίες fast- track: εντός δύο μηνών (και σε …εξαιρετικές περιπτώσεις, όπου υπάρχουν προβλήματα, ερωτήματα, νομικές ασάφειες κλπ, με παράταση άλλων …7 ημερών)! Ακόμα και τα θεμελιώδη ερωτήματα που δημιουργούνται όπως τι θα γίνει με τα επαγγελματικά δικαιώματα των καταργημένων τμημάτων και σχολών ή ποια θα είναι η τύχη του προσωπικού τους αφήνονται να ρυθμιστούν εκ των υστέρων με προεδρικά διατάγματα. Οι μαζικές απολύσεις στα πανεπιστήμια είναι προ των πυλών. Η μνημονιακή δέσμευση για μαζικό ακρωτηριασμό της ανώτατης εκπαίδευσης έχει ανακοινωμένο χρονικό ορίζοντα: αυτή την ακαδημαϊκή χρονιά, «πριν τη κατάθεση των μηχανογραφικών». Ταυτόχρονα, η απειλή κατάργησης θα επικρέμεται ως δαμόκλειος σπάθη, ως βασικό εργαλείο πειθαναγκασμού όλων, και όχι μόνο των μικρών και περιφερειακών πανεπιστημίων που οπωσδήποτε είναι πιο ευάλωτα.
Η διαδικασία του κατεπείγοντος και μάλιστα καλοκαιριάτικα είναι απλώς η «και με τη βούλα» πιστοποίηση των αντιδημοκρατικών μεθοδεύσεων.
Τα άλλα είναι απλώς λεπτομέρειες ή κινήσεις τακτικής. Η απελευθέρωση των προϋπολογισμών (των πετσοκομμένων κατά 50% πρέπει να θυμόμαστε) έγινε για να μη χρεωθεί η κυβέρνηση άμεσα το κλείσιμο των πανεπιστημίων. Τα ψίχουλα που δίνει (τυπική ύπαρξη των τμημάτων, εκλογές 7μελών επιτροπών εξέλιξης των μελών ΔΕΠ από τα τμήματα) όχι μόνο δεν αλλάζουν τη φιλοσοφία και τις στοχεύσεις του νόμου, αλλά δεν είναι ικανά να αλλάξουν τους συσχετισμούς ενάντια στο νόμο μέσα στα πανεπιστήμια. Απλά, θα δώσουν πρόσχημα στις «φίλιες δυνάμεις» προς τη κυβέρνηση, τους μόνιμα «πρόθυμους», να ξαναπαίξουν μια ακόμη φορά την παράσταση της «ρεαλιστικής πολιτικής των διαπραγματεύσεων».
Η κυβέρνηση, με την τακτική που επιλέγει βάζει όλα τα πανεπιστήμια, όλους και όλες, φοιτητές, καθηγητές και εργαζόμενους, απέναντί της και μάλιστα στον ίδιο χρόνο, τους επόμενους μήνες. Η επιλογή αυτή ίσως αποδειχθεί κρίσιμο λάθος. Αντί μια αστραπιαία νίκη ανεξάρτητα κόστους μπορεί και πρέπει να εισπράξει μια γενναία, ομόθυμη και, τελικά, νικηφόρα απάντηση.
Η πρώτη μάχη δόθηκε νικηφόρα σε εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες. Η ενότητα, η αποφασιστικότητα, οι συμμαχίες, η καθαρή γραμμή που ήταν τα στοιχεία που έδωσαν το μέχρι τώρα αποτέλεσμα θα κρίνουν και τη δεύτερη, οριστική μάχη για την κατάργηση του νόμου.
Το χωμάτινο τείχος, που στήθηκε πριν δυο χρόνια πρόχειρα και με ότι υπήρχε διαθέσιμο, πρέπει να ενισχυθεί. Τα θεμέλιά του πρέπει να βαθύνουν στο έδαφος μιας πιο ολοκληρωμένης αντιπαράθεσης, με βάση το ερώτημα «τι πανεπιστήμιο θέλουμε». Η ενότητα της συντριπτικής πλειοψηφίας φοιτητών- καθηγητών- εργαζομένων πρέπει να αποκτήσει πιο ουσιαστικά χαρακτηριστικά και μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα. Η ενισχυμένη αντιμνημονιακή αντιπολίτευση πρέπει να αποδείξει τη χρησιμότητά της στην υπεράσπιση του μαζικού κινήματος, των θεμελιωδών δικαιωμάτων του λαού μας. Μα πάνω απ’ όλα, η ελληνική κοινωνία πρέπει να καταλάβει, προσπερνώντας την υστερόβουλη και υστερική προπαγάνδα κυβέρνησης και ΜΜΕ, ότι η μάχη που δίνεται δεν είναι μια «μάχη χαρακωμάτων», μια αδιάφορη «μάχη εξουσίας» για το ποιος θα έχει το πάνω χέρι στα πανεπιστήμια, αλλά για το αν η ανώτατη εκπαίδευση θα παραμείνει προσβάσιμη στα παιδιά των αδύναμων κοινωνικά ομάδων, για το αν το πανεπιστήμιο θα αποτελεί «κύμβαλο αλαλάζον» των εκάστοτε καθεστωτικών επιλογών ή θάναι σύμμαχος της κοινωνίας σε αυτή τη σκληρή μάχη επιβίωσης.
Η νέα κυβέρνηση ξέρει πως ο χρόνος, της πριν η λαϊκή αγανάκτηση διογκωθεί ξανά, είναι εξαιρετικά περιορισμένος. Και είναι αποφασισμένη να δώσει συντριπτικά χτυπήματα σε κρίσιμους χώρους, όσο είναι καιρός. Γι αυτό και η παραδειγματική επίθεση στην απεργία της Χαλυβουργίας.
Ο επόμενος στόχος είναι τα πανεπιστήμια.
Οι τροπολογίες που κατατέθηκαν σήμερα (30.07.12) μαρτυρούν ακριβώς αυτό. Τι δεν είναι: Δεν είναι «άτολμες, που δεν αλλάζουν τα χαρακτηριστικά του νόμου». Πολύ περισσότερο, δεν «άρχισε το ξήλωμα του νόμου», όπως σε μια παράσταση ρόλων «καλών- κακών», κακά σκηνοθετημένη, διατείνονται οι πρωτεργάτες του.
Ο Νόμος, μετά τις τροπολογίες του, διατηρεί στο ακέραιο την παντοκρατορία του Συμβουλίου Διοίκησης έναντι κάθε άλλου οργάνου και καταργεί τη συλλογική- δημοκρατική διοίκηση σε όλα τα επίπεδα. Η τεράστια αντίδραση για τη συμμετοχή στη διοίκηση των πανεπιστημίων προσώπων άσχετων με αυτό, προκάλεσε την «αναβάθμιση» των προσόντων των εξωτερικών μελών που τώρα πρέπει να έχουν τουλάχιστον … πτυχίο ΑΕΙ! Καταργεί την αυτοτέλεια των ΑΕΙ. Εξαφανίζει τη φοιτητική συμμετοχή και το πανεπιστημιακό άσυλο. Μετατρέπει τα μέλη ΔΕΠ σε απλούς υπαλλήλους, με μόνο δικαίωμα την εκλογή των αφεντικών τους, από προεπιλεγμένη λίστα μάλιστα.
Οι τροπολογίες «επιλύουν» τα βασικά προβλήματα που εμφάνισε η εφαρμογή του νόμου εξαιτίας της μαζικής, πλειοψηφικής και αποφασιστικής αντίστασης της πανεπιστημιακής κοινότητας. Πρώτον, περνά την ευθύνη της εφαρμογής του νόμου στις πρυτανικές αρχές αποσκοπώντας είτε στη συνεργασία τους (μάλλον απίθανη- τα «ανταλλάγματα» μάλιστα που δίνονται είναι θλιβερά: θα πρέπει να εξευτελίσουν τη μέχρι τώρα στάση τους, θα πρέπει να υποστούν όλες τις αντιδράσεις στην εφαρμογή του νόμου, ώστε να κρατήσουν μέχρι τέλους τη θητεία τους βασικά μόνο τον τίτλο τους, αφού η εξουσία θα έχει περάσει ήδη στα συσταθέντα Συμβούλια Διοίκησης), είτε στην επικοινωνιακή κατασκευή ενός κατάλληλου «αποδιοπομπαίου τράγου». Δεύτερον, φροντίζουν να υπάρξουν άμεσα τα νέα Συμβούλια Διοίκησης, πάσει θυσία. Δε φτάνει μόνο που κατοχυρώνεται η διάτρητη επιστολική ή ηλεκτρονική ψηφοφορία ως διαδικασία εκλογής, αλλά αν και αυτή αποτύχει, οι τροπολογίες που κατατέθηκαν φτάνουν στο σημείο ορισμού των Συμβουλίων Διοίκησης από τα αρχαιότερους καθηγητές ή την επιλογή Πρύτανη με κλήρωση! Αποδεικνύεται έτσι ότι σωστά το κεντρικό διακύβευμα της προηγούμενης περιόδου ήταν η εκλογή των Συμβουλίων Διοίκησης, αφού αυτά αποτελούν το βασικό ιμάντα προώθησης μιας πολιτικής που ισοπεδώνει ότι απέμεινε από το δωρεάν, δημόσιο και δημοκρατικό πανεπιστήμιο.
Η κυβέρνηση συμπληρώνει τα όπλα της με μια αστραπιαία διαδικασία συγχώνευσης- κατάργησης τμημάτων, σχολών ή πανεπιστημίων, πρακτικά στην απόλυτη εξουσιοδότηση του Υπουργού. Ο εκάστοτε Υπουργός Παιδείας έχει, με τι τροπολογίες που κατατέθηκαν, την ανατριχιαστική δυνατότητα (ειδικά για τα ελληνικά πράγματα) να καταργεί ακόμα και ολόκληρα πανεπιστήμια με διαδικασίες fast- track: εντός δύο μηνών (και σε …εξαιρετικές περιπτώσεις, όπου υπάρχουν προβλήματα, ερωτήματα, νομικές ασάφειες κλπ, με παράταση άλλων …7 ημερών)! Ακόμα και τα θεμελιώδη ερωτήματα που δημιουργούνται όπως τι θα γίνει με τα επαγγελματικά δικαιώματα των καταργημένων τμημάτων και σχολών ή ποια θα είναι η τύχη του προσωπικού τους αφήνονται να ρυθμιστούν εκ των υστέρων με προεδρικά διατάγματα. Οι μαζικές απολύσεις στα πανεπιστήμια είναι προ των πυλών. Η μνημονιακή δέσμευση για μαζικό ακρωτηριασμό της ανώτατης εκπαίδευσης έχει ανακοινωμένο χρονικό ορίζοντα: αυτή την ακαδημαϊκή χρονιά, «πριν τη κατάθεση των μηχανογραφικών». Ταυτόχρονα, η απειλή κατάργησης θα επικρέμεται ως δαμόκλειος σπάθη, ως βασικό εργαλείο πειθαναγκασμού όλων, και όχι μόνο των μικρών και περιφερειακών πανεπιστημίων που οπωσδήποτε είναι πιο ευάλωτα.
Η διαδικασία του κατεπείγοντος και μάλιστα καλοκαιριάτικα είναι απλώς η «και με τη βούλα» πιστοποίηση των αντιδημοκρατικών μεθοδεύσεων.
Τα άλλα είναι απλώς λεπτομέρειες ή κινήσεις τακτικής. Η απελευθέρωση των προϋπολογισμών (των πετσοκομμένων κατά 50% πρέπει να θυμόμαστε) έγινε για να μη χρεωθεί η κυβέρνηση άμεσα το κλείσιμο των πανεπιστημίων. Τα ψίχουλα που δίνει (τυπική ύπαρξη των τμημάτων, εκλογές 7μελών επιτροπών εξέλιξης των μελών ΔΕΠ από τα τμήματα) όχι μόνο δεν αλλάζουν τη φιλοσοφία και τις στοχεύσεις του νόμου, αλλά δεν είναι ικανά να αλλάξουν τους συσχετισμούς ενάντια στο νόμο μέσα στα πανεπιστήμια. Απλά, θα δώσουν πρόσχημα στις «φίλιες δυνάμεις» προς τη κυβέρνηση, τους μόνιμα «πρόθυμους», να ξαναπαίξουν μια ακόμη φορά την παράσταση της «ρεαλιστικής πολιτικής των διαπραγματεύσεων».
Η κυβέρνηση, με την τακτική που επιλέγει βάζει όλα τα πανεπιστήμια, όλους και όλες, φοιτητές, καθηγητές και εργαζόμενους, απέναντί της και μάλιστα στον ίδιο χρόνο, τους επόμενους μήνες. Η επιλογή αυτή ίσως αποδειχθεί κρίσιμο λάθος. Αντί μια αστραπιαία νίκη ανεξάρτητα κόστους μπορεί και πρέπει να εισπράξει μια γενναία, ομόθυμη και, τελικά, νικηφόρα απάντηση.
Η πρώτη μάχη δόθηκε νικηφόρα σε εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες. Η ενότητα, η αποφασιστικότητα, οι συμμαχίες, η καθαρή γραμμή που ήταν τα στοιχεία που έδωσαν το μέχρι τώρα αποτέλεσμα θα κρίνουν και τη δεύτερη, οριστική μάχη για την κατάργηση του νόμου.
Το χωμάτινο τείχος, που στήθηκε πριν δυο χρόνια πρόχειρα και με ότι υπήρχε διαθέσιμο, πρέπει να ενισχυθεί. Τα θεμέλιά του πρέπει να βαθύνουν στο έδαφος μιας πιο ολοκληρωμένης αντιπαράθεσης, με βάση το ερώτημα «τι πανεπιστήμιο θέλουμε». Η ενότητα της συντριπτικής πλειοψηφίας φοιτητών- καθηγητών- εργαζομένων πρέπει να αποκτήσει πιο ουσιαστικά χαρακτηριστικά και μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα. Η ενισχυμένη αντιμνημονιακή αντιπολίτευση πρέπει να αποδείξει τη χρησιμότητά της στην υπεράσπιση του μαζικού κινήματος, των θεμελιωδών δικαιωμάτων του λαού μας. Μα πάνω απ’ όλα, η ελληνική κοινωνία πρέπει να καταλάβει, προσπερνώντας την υστερόβουλη και υστερική προπαγάνδα κυβέρνησης και ΜΜΕ, ότι η μάχη που δίνεται δεν είναι μια «μάχη χαρακωμάτων», μια αδιάφορη «μάχη εξουσίας» για το ποιος θα έχει το πάνω χέρι στα πανεπιστήμια, αλλά για το αν η ανώτατη εκπαίδευση θα παραμείνει προσβάσιμη στα παιδιά των αδύναμων κοινωνικά ομάδων, για το αν το πανεπιστήμιο θα αποτελεί «κύμβαλο αλαλάζον» των εκάστοτε καθεστωτικών επιλογών ή θάναι σύμμαχος της κοινωνίας σε αυτή τη σκληρή μάχη επιβίωσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου