Τρίτη 12 Φεβρουαρίου 2013

Το ESM, οι τράπεζες και η Ισλανδία

Βασίλης Βιλιάρδος Από οικονομικής πλευράς προς το τέλος ενός οικονομικού κύκλου, το οποίο διανύουμε πιθανότατα σήμερα,οι επενδυτές οδηγούνται σε ένα άκρως κερδοσκοπικό «σύστημα χιονοστιβάδας» - όπου πλέον με τα νέα δάνεια δεν εξοφλούνται μόνο οι δόσεις, αλλά και οι τόκοι. Ανακυκλώνονται λοιπόν τα χρέη, αυξανόμενα συνεχώς από τους τόκους, ενώ η αντίστροφη μέτρηση αρχίζει, όταν τα περιουσιακά στοιχεία, στα οποία επιθυμεί κανείς να επενδύσει, αποτελούν ένα πολύ μεγάλο ρίσκο, για ένα πολύ μικρό κέρδος – με αποτέλεσμα να μεταναστεύουν σταδιακά τα κεφάλαια
σε πιο ασφαλείς περιοχές, αφήνοντας πίσω τους το απόλυτο χάος.

Περαιτέρω, από πολιτικής πλευράς, τα έθνη αποτυγχάνουν όταν οι Θεσμοί παύουν να λειτουργούν, επειδή εξυπηρετούν αποκλειστικά και μόνο αυτούς που διαθέτουν πολιτική δύναμη – οπότε χρησιμοποιούνται για την προστασία των υφισταμένων προνομίων της ελίτ, με προφανές αποτέλεσμα να εμποδίζονται οι επενδύσεις, η δημιουργικότητα, οι νεωτερισμοί και η εργασία. Δυστυχώς, κάτι τέτοιο συμβαίνει σήμερα σε πολλές περιοχές του πλανήτη – κυρίως δε στις Η.Π.Α., στην Ιαπωνία και στην Ευρώπη.

Από κοινωνικής πλευράς τώρα, η ανεργία στη Δύση, η υπερβολική φορολόγηση, η χρεοκοπία των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, η εξαθλίωση μεγάλου μέρους του πληθυσμού, καθώς επίσης η νόμιμη ή μη μετανάστευση από τις φτωχότερες στις πλουσιότερες χώρες (η οποία δημιουργεί, μεταξύ άλλων, ένα εξαιρετικά εύφλεκτο «πολυπολιτισμικό μόρφωμα»), οξύνουν τον «εθνικισμό», ενώ οδηγούν σε επικίνδυνες, εκρηκτικές καταστάσεις – οι οποίες δεν θα αργήσουν πολύ να «εκτονωθούν».

Τέλος, από γεωπολιτικής πλευράς, τα σταθερότερα συστήματα είναι είτε μονοπολικά, είτε διπολικά – σε καμία περίπτωση «πολυπολικά», επειδή ζούμε σε έναν κόσμο ατελών ανθρώπων (το ίδιο ισχύει και στην πολιτική, όπου ο μονοκομματισμός της Κίνας και της Ρωσίας ή ο δικομματισμός των Η.Π.Α., υπερισχύουν δυστυχώς της πολυκομματικής, δημοκρατικής Ευρώπης).

Το παράδειγμα του μεσοπολέμου, όπου δεν υπήρχαν μία ή, έστω, δύο ηγετικές δυνάμεις στον πλανήτη, αλλά τουλάχιστον πέντε (Η.Π.Α., Γερμανία, Βρετανία, Γαλλία, Σοβιετική Ένωση), με αποτέλεσμα να βιώσουμε συναλλαγματικούς πολέμους, προστατευτισμό, έντονη αστάθεια και έναν καταστροφικό παγκόσμιο πόλεμο, επιβεβαιώνει τον παραπάνω κανόνα.

Αν και κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών λοιπόν το σύστημα ήταν σταθερό, σχετικά διπολικό, όπου οι πανίσχυρες Η.Π.Α. μοιράζονταν εν μέρει την ηγεσία του πλανήτη με μία περιχαρακωμένη «κομμουνιστική περιοχή», σήμερα είναι ξανά πολυπολικό – με τις Η.Π.Α. σε πορεία παρακμής, με τη Γερμανία επίδοξο ηγεμόνα της Ευρώπης και με την Κίνα να εξελίσσεται διαρκώς (δευτερευόντως δε με τη Ρωσία). Επομένως, η γεωπολιτική αστάθεια είναι δεδομένη – γεγονός που σημαίνει ότι, έχει αρχίσει και εδώ η αντίστροφη μέτρηση.

Ολοκληρώνοντας φαίνεται πως, αργά αλλά σταθερά σχηματίζεται, παίρνει σάρκα και οστά καλύτερα η τέλεια καταιγίδα στον πλανήτη – η οποία πιθανότατα θα ξεσπάσει, όταν και εάν «συντονισθούν» μεταξύ τους οι οικονομικές, οι πολιτικές, οι κοινωνικές, καθώς επίσης οι γεωπολιτικές παγκόσμιες «αναταράξεις» (κάτι που ευχόμαστε φυσικά να μην συμβεί ποτέ).

Ανάλυση

Είναι γνωστό ότι, ο ευρωπαϊκός μηχανισμός χρηματοπιστωτικής σταθερότητας (ESM) δημιουργήθηκε για να βοηθήσει τα κράτη της Ευρωζώνης – κυρίως όσον αφορά την αδυναμία τους να δανεισθούν από τις αγορές.

Επίσης όλοι γνωρίζουμε πως, αφενός μεν το πρόβλημα του δημοσίου χρέους αρκετών χωρών της Ευρωζώνης (Ιρλανδία, Ισπανία, Κύπρος) προήλθε από τη διάσωση των χρεοκοπημένων τραπεζών, αφετέρου ότι, το ευρωπαϊκό χρηματοπιστωτικό σύστημα έχει πολύ μεγαλύτερες οικονομικές δυσκολίες, σε σχέση με τα κράτη (άρθρο μας «Τραπεζική βόμβα μεγατόνων»).

Όπως ανέφεραν τώρα κάποια γερμανικά ΜΜΕ (die Welt), επιχειρείται κρυφά, στο παρασκήνιο δηλαδή, η μετατροπή του ESM σε ένα «κοινό ταμείο» διάσωσης του τραπεζικού συστήματος, σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Το γεγονός αυτό θα σήμαινε ουσιαστικά ότι προγραμματίζεται, ερήμην των πολιτών, η περαιτέρω «κοινωνικοποίηση» των τραπεζικών χρεών – δηλαδή, η ανάληψη της ευθύνης αποπληρωμής όλων των ζημιών των τραπεζών, από τους ευρωπαίους φορολογουμένους. Προφανώς δε αναζητείται από τους πολιτικούς ηγέτες, πολλοί εκ των οποίων υπηρετούν πιστά τις τράπεζες, ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος για να δρομολογηθεί η μεταφορά των χρεών από τις τράπεζες στους πολίτες – χωρίς φυσικά να αντιδράσουν οι λαοί της Ευρώπης.

Το ESM όμως είναι πολύ μικρό για κάτι τέτοιο – πόσο μάλλον όταν πολλές χώρες της Ευρωζώνης «πιέζουν» να μεταφερθούν σε αυτό ακόμη και εκείνες οι ζημίες των τραπεζών, οι οποίες έχουν ήδη επιβαρύνει τους προϋπολογισμούς τους. Ειδικότερα, οι δυνατότητες του ESM είναι της τάξης των 500 δις €, όταν μόνο οι παλαιότερες ανάγκες των τραπεζών υπολογίζονται στα 300 δις € (Πίνακας Ι) – ενώ η κάλυψη των συγκεκριμένων ζημιών απαιτεί κεφάλαια ύψους 900 δις €.

ΠΙΝΑΚΑΣ Ι: Κρατική βοήθεια για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών της Ευρωζώνης, από το 2008 έως την 01.02.2013.
Χώρα Ποσόν (σε δις €)

Γερμανία 63,2
Ιρλανδία 62,8
Ισπανία 56,4
Ελλάδα 24,3
Ολλανδία 22,6
Γαλλία 22,5
Βέλγιο 20,4
Ιταλία 8,0
Αυστρία 7,9
Πορτογαλία 7,8
Λουξεμβούργο 2,6
Σλοβενία 0,3

Σύνολο 298,8


Πηγή: Die Welt

Πίνακας: Β. Βιλιάρδος

Η αιτία, λόγω της οποίας απαιτούνται 900 δις € για την κάλυψη των 300 δις € είναι το ότι, η χρηματοπιστωτική βοήθεια για τις τράπεζες απαιτεί πολύ περισσότερα κεφάλαια, σε σχέση με τα κράτη – επειδή οι αγορές θεωρούν πως οι τράπεζες αποτελούν ένα σημαντικά μεγαλύτερο ρίσκο, όσον αφορά το δανεισμό τους. Το ESM λοιπόν, εάν θα δανειζόταν χρήματα από τις αγορές για να χρηματοδοτήσει τις τράπεζες, θα ήταν υποχρεωμένο να προσφέρει πολύ μεγαλύτερες εγγυήσεις – αφού θα ήθελε να διατηρήσει την αξιολόγηση του (ΑΑΑ), με βάση την οποία τα επιτόκια παραμένουν χαμηλά.

Σύμφωνα τώρα με τους εσωτερικούς υπολογισμούς του ταμείου, η παροχή βοηθείας ενός ευρώ στις τράπεζες, αντιστοιχεί με τρία ευρώ στα κράτη – απαιτεί δηλαδή τα τριπλά εγγυητικά κεφάλαια. Επομένως, εάν το ESM αναλάμβανε την ανακεφαλαιοποίηση όλων των παραπάνω τραπεζών, θα χρειαζόταν 900 δις € – ενώ, από την άλλη πλευρά, τα 500 δις € που διαθέτει θα ήταν μόλις 170 δις € (3:1), εάν χρησιμοποιούνταν για τη διάσωση των τραπεζών και όχι για τα κράτη.

Εάν τώρα σημειώσει κανείς ότι, οι ανάγκες ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών είναι κατά πολύ μεγαλύτερες, από αυτές που έχουν καταγραφεί στον Πίνακα Ι (για παράδειγμα, η Κύπρος θα χρειασθεί περί τα 10 δις €, η Αυστρία δήλωσε ήδη πως απαιτούνται 20 δις €, οι τράπεζες στην Ελλάδα θα ζητήσουν περί τα 50 δις €, οι γερμανικές τράπεζες εμφανίζουν συνεχώς μεγαλύτερες ζημίες κοκ.), τότε τα κεφάλαια του ESM θα έπρεπε μάλλον να τετραπλασιαστούν, στα 2 τρις €.

Η ΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ

Σε σχέση με το ESM η γραμμή, την οποία είχε υιοθετήσει από την αρχή η κυβέρνηση της Γερμανίας,απαιτούσε τη διάσωση των χρεοκοπημένων τραπεζών από τα ίδια τα κράτη και όχι από το μηχανισμό – όπως συνέβη στην Ιρλανδία, με αποτέλεσμα την εκτόξευση του ελλείμματος της στο 31,3% το 2010, καθώς επίσης του δημοσίου χρέους της στο 94,9% (Πίνακας ΙΙ).

ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΙ: Εξέλιξη ελλειμμάτων και χρεών στις προβληματικές χώρες της Ευρώπης – πρώτες τρεις στήλες έλλειμμα/ΑΕΠ και επόμενες τρεις στήλες χρέη/ΑΕΠ
Χώρα 2008 2009 2010 2008 2009 2010

Ελλάδα -9,8 -15,8 -10,6 113,0 129,3 144,9
Ιρλανδία -7,3 -14,2 -31,3 44,3 65,2 94,9
Πορτογαλία -3,6 -10,1 -9,8 71,6 83,0 93,3
Ισπανία -4,5 -11,2 -9,3 40,1 53,8 61,0
Κύπρος 0,9 -6,1 -5,3 48,9 58,5 61,5
Ιταλία -2,7 -5,4 -4,6 105,8 115,5 **118,4
Σλοβενία -1,9 -6,1 -5,8 21,9 35,3 38,8

ΕΕ 27* -2,4 -6,9 -6,6 62,5 74,7 80,3


* Μέσος όρος ** 128% του ΑΕΠ της σήμερα

Σημείωση: Η Ελλάδα είχε πρόβλημα μόνο δημοσίου χρέους, πολύ εύκολου στην επίλυση του – ενώ όλες οι άλλες χώρες κυρίως ιδιωτικού χρέους (τράπεζες, επιχειρήσεις, νοικοκυριά), πολύ δύσκολου στην επίλυση του. Επίσης κατ’ εξαίρεση, η Ελλάδα, επειδή βυθίστηκε στην ύφεση από τη «λάθος πολιτική» του ΔΝΤ, παρουσίασε μεγάλη αύξηση του δημοσίου χρέους της ως προς το ΑΕΠ, λόγω κατάρρευσης του ΑΕΠ – ενώ το ποσοστό ελλείμματος του 2009 μάλλον διογκώθηκε σκόπιμα.

Περαιτέρω, εάν οι αγορές (τράπεζες κλπ.) έπαυαν να δανείζουν τα κράτη με βιώσιμα επιτόκια (μεταξύ άλλων λόγω του ρίσκου της διάσωσης των χρεοκοπημένων τραπεζών τους), τότε θα επενέβαινε το ESM – όπου θα δανειζόταν πλέον αυτό (το ESM) από τις αγορές, για να δανείσει τα κράτη, έτσι ώστε να διασώσουν (δανείσουν) τις τράπεζες τους.

Επειδή όμως τα κράτη, στα πλαίσια της διάσωσης των τραπεζών εκ μέρους τους (είτε ως πιστωτές, είτε ως μέτοχοι αυτών των τραπεζών), αναγκάσθηκαν να χρεωθούν, αυξήθηκε το ρίσκο των ομολόγων του δημοσίου, τα οποία εξέδιδαν – με αποτέλεσμα να πάψουν να δανείζουν ορισμένα από αυτά οι αγορές ή/και να αυξήσουν υπερβολικά τα επιτόκια τους (γεγονός που οδηγεί τις χώρες της Ευρωζώνης, τη μία μετά την άλλη, στο ESM).

Συνεχίζοντας, επειδή η Γερμανία διαπίστωσε τις τεράστιες διαστάσεις του τραπεζικού προβλήματος της Ευρώπης, απέρριψε τις προθέσεις πολλών κρατών, αναφορικά με την ανακεφαλαιοποίηση των χρεοκοπημένων τραπεζών τους απ’ ευθείας από το ESM – ενώ οι διαμάχες αρκετών ευρωπαϊκών κυβερνήσεων με τη Γερμανία δεν έχουν σταματήσει.

Σήμερα, οι χώρες που ζητούν τη διάσωση των τραπεζών τους απ’ ευθείας από το ESM, είναι κυρίως η Ιρλανδία και η Ισπανία – όπου η Γερμανία γνωρίζοντας, υποθέτοντας καλύτερα το τεράστιο μέγεθος των προβλημάτων τους (κατά την άποψη μας, μόνο η Ισπανία θα χρειαζόταν ποσά υψηλότερα από 150 δις €), αρνείται πεισματικά να «ενδώσει».

Υπάρχει φυσικά και μία δεύτερη ανάγνωση της άρνησης της Γερμανίας: η πρόθεση της να διατηρήσει τα ηνία, αναγκάζοντας τις χώρες του Νότου να εφαρμόσουν τις νεοφιλελεύθερες αλλαγές που απαιτεί – να υιοθετήσουν δηλαδή το δόγμα της καγκελαρίου και την στρατηγική του σοκ.

Ειδικότερα, εάν το ESM αναλάμβανε τη διάσωση των τραπεζών, τότε τα ομόλογα των ελλειμματικών κρατών της Ευρωζώνης θα ήταν ξαφνικά πολύ πιο ασφαλή για τις αγορές – με αποτέλεσμα να μειωθούν τα επιτόκια δανεισμού τους, να «απεξαρτηθούν» από τη Γερμανία και να πάψουν να υποτάσσονται αδιαμαρτύρητα στην μονοσήμαντη πολιτική λιτότητας, χωρίς αναπτυξιακά μέτρα.

Παράλληλα, θα αυξάνονταν τα μηδενικά σήμερα επιτόκια δανεισμού της Γερμανίας, λόγω μειωμένης ζήτησης – αφού οι αγορές θα προτιμούσαν να δανείσουν τις άλλες χώρες, με υψηλότερα επιτόκια. Τέλος,δεν θα ήταν πια εύκολο να επιβληθούν τα σχέδια άλωσης της ΕΕ, τα οποία ενδεχομένως προωθεί μυστικά η πρωσική κυβέρνηση της χώρας.

ΤΕΧΝΑΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΛΟΓΙΣΤΙΚΕΣ ΑΛΧΗΜΕΙΕΣ

Συνεχίζοντας η Ιρλανδία, αντιλαμβανόμενη πως η Γερμανία δεν πρόκειται να υποχωρήσει, αναζητεί καινούργιους δρόμους για να λύσει τα προβλήματα της – τα οποία είναι τεράστια, εάν καταλάβει κανείς ότι,μία χώρα των 5 εκ. κατοίκων έχει ήδη διαθέσει 63 δις € για τη διάσωση των τραπεζών της, ενώ θα χρειαστούν πολύ περισσότερα.

Στα πλαίσια αυτά, αναζητάει τη βοήθεια της ΕΚΤ – τη χρηματοδότηση της δηλαδή από την κεντρική τράπεζα, έτσι ώστε να μη χρειαστεί να καταφύγει στο ESM, το οποίο θα απαιτούσε ακόμη σκληρότερα μέτρα λιτότητας εκ μέρους της. Εάν όμως η ΕΚΤ «ενέδιδε» στην Ιρλανδία, θα ακολουθούσαν πιθανότατα το παράδειγμα της και τα άλλα κράτη – οπότε η μέχρι σήμερα ακολουθούμενη πολιτική θα αποτελούσε σύντομα παρελθόν.

Έτσι συμφωνήθηκε τελικά η διευκόλυνση της αποπληρωμής του χρέους της προς την ΕΚΤ (περί τα 28 δις €, τα οποία κοστίζουν στη χώρα 3,1 δις € τόκους ετησίως), παράλληλα με την «ρευστοποίηση» της χρεοκοπημένης Anglo Irish Bank (σήμερα «Irish Bank Resolution Corp.»). Η διευκόλυνση αυτή βέβαια δεν έγινε επίσημα, αφού η ΕΚΤ ανακοίνωσε πως έλαβε απλά υπ’ όψιν την πρόθεση της Ιρλανδίας να εκδώσει ομόλογα, για να καλύψει με αυτά το χρέος της προς την ΕΚΤ (το οποίο χρησιμοποιήθηκε για τη διάσωση της Anglo Irish Bank).

Από την άλλη πλευρά, η Ισπανία έχει ήδη χρηματοδοτήσει κάποιες τράπεζες της απ’ ευθείας από το ESM - κατ’ εξαίρεση φυσικά, πιθανότατα δε με την ανοχή της Γερμανίας (επίσημα πρόκειται για δάνειο προς το κράτος και όχι προς τις τράπεζες, αν και δεν έχει καταγραφεί στο έλλειμμα του προϋπολογισμού της). Προφανώς, η Γερμανία φοβάται πως, εάν τυχόν συμβεί κάτι στην Ισπανία, η χώρα θα επιλέξει την έξοδο της από το κοινό νόμισμα (κατά την άποψη μας, είναι η καλύτερη εάν όχι η μοναδική λύση της) – γεγονός που θα σηματοδοτούσε την αρχή του τέλους του ευρώ.

Σε κάθε περίπτωση, η απ’ ευθείας χρηματοδότηση της διάσωσης των τραπεζών από το ESM είναι πολύ πιο ελκυστική για τα κράτη, επειδή η δανειοδότηση τους από το ESM είναι συνδεδεμένη με αυστηρά μέτρα λιτότητας – ενώ η χρηματοδότηση των τραπεζών από το ESM, είναι στη δικαιοδοσία κυρίως του επιτρόπου ανταγωνισμού (J.Almunia) και δεν υπόκειται στον έλεγχο της Τρόικας.

Η επίσημη θέση τώρα του Γερμανού υπουργού οικονομικών είναι, να επιτραπεί τότε μόνο η χρηματοδότηση των τραπεζών από το μηχανισμό, όταν η ΕΚΤ θα έχει δημιουργήσει την υπηρεσία ελέγχου των τραπεζών σε ευρωπαϊκό επίπεδο – κάτι που δεν πρόκειται να συμβεί πριν το 2014. Φυσικά δε ενισχύεται η θέση του αυτή από τη γερμανική κεντρική τράπεζα – η οποία απαιτεί να προηγηθεί η τραπεζική ένωση.

Ολοκληρώνοντας, φαίνεται πως η Γερμανία προσπαθεί να καθυστερήσει, κερδίζοντας όσο το δυνατόν περισσότερο χρόνο – αφενός μεν για την ήρεμη διεξαγωγή των εκλογών, αφετέρου για να αποφασίσει τελικά εάν θα παραμείνει στο ευρώ ή όχι. Στα πλαίσια αυτά, συνεχίζει να προωθεί τις εξαγωγές της σε χώρες εκτός Ευρωζώνης, όπως διαπιστώνεται από τον Πίνακα ΙΙΙ που ακολουθεί – γεγονός που ασφαλώς θα διευκόλυνε τυχόν έξοδο της από το κοινό νόμιμα.

ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΙΙ: Εξέλιξη των γερμανικών εξαγωγών (ονομαστικά), στα πρώτα τρία τρίμηνα του 2012, συγκριτικά με την αντίστοιχη περίοδο του 2011
Χώρες Αύξηση σε % Μερίδιο στο σύνολο (%)

Ευρωζώνη συνολικά (17) -2,2 39,6
Ευρωπαϊκή Ένωση (27) -0,2 59,1

Ρωσία 11,8 3,2
NAFTA (Η.Π.Α., Καναδάς, Μεξικό) 20,6 8,4
Ασία (Κίνα, Ιαπωνία κλπ.) 9,9 15,8
Λοιπές χώρες 13,5

Συνολικά 4,1 100


Πηγή: IMK

Πίνακας: Β.Βιλιάρδος

Από τον Πίνακα ΙΙΙ συμπεραίνεται ότι, οι συνολικές εξαγωγές της Γερμανίας αυξήθηκαν κατά 4,1% – με τα μεγαλύτερα ποσοστά αύξησης στις χώρες της NAFTA (20,6%). Στα κράτη της Ευρώπης (με εξαίρεση τη Μ. Βρετανία, όπου σημειώθηκε αύξηση ύψους 11,5%), οι εξαγωγές περιορίσθηκαν – κυρίως δε στις χώρες του Νότου (Πορτογαλία -13,6%, Ισπανία -10,6%, Ιταλία -10,1% και Ελλάδα -8,6%), καθώς επίσης στο Βέλγιο (-7,4%).

ΟΙ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΕΣ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ



Όπως έχουμε αναφέρει πολλές φορές, ακόμη πιο ανόητο από το δόγμα της λιτότητας χωρίς αναπτυξιακά μέτρα, είναι το δόγμα της μη ύπαρξης εναλλακτικών λύσεων. Αν και από τις δύο δυνατότητες λοιπόν που συζητούνται σήμερα, προτιμότερη είναι η δεύτερη (το μη χείρον βέλτιστο), η απ’ ευθείας χρηματοδότηση από το μηχανισμό ESM δηλαδή, υπάρχουν πολλές άλλες εναλλακτικές λύσεις – παρά το ότι η μοναδική που φαίνεται να επιδιώκεται, είναι η ανάληψη των τραπεζικών χρεών από τους φορολογουμένους πολίτες.

Μία από αυτές, με ελάχιστες ανεπιθύμητες παρενέργειες, είναι αναμφίβολα η δημιουργία ενός κεφαλαίου (Fund) διάσωσης των τραπεζών, το οποίο θα τροφοδοτούταν με ρευστότητα από την ΕΚΤ – με την αναχρηματοδότηση που θα απαιτούταν για την κάλυψη των ενδεχομένων ζημιών του, να εξασφαλίζεται από μία πανευρωπαϊκή φορολόγηση («τέλος», ειδική εισφορά) των τραπεζών. Το συγκεκριμένο «τέλος» θα επιβαλλόταν στο τζίρο, στα κέρδη ή στις κερδοσκοπικές συναλλαγές τους – έτσι ώστε να είναι αυτές υπεύθυνες για τις ζημίες που προκάλεσαν στο χρηματοπιστωτικό σύστημακαι όχι οι φορολογούμενοι πολίτες.

Άλλωστε, αυτός που κερδίζει από τη διάσωση των τραπεζών της Ελλάδας ή της Ιρλανδίας, για παράδειγμα, δεν είναι άλλος από τις γερμανικές, τις γαλλικές ή τις άλλες τράπεζες, οι οποίες τις δανειοδότησαν. Επομένως, είναι απολύτως λογικό, αλλά και δίκαιο, να είναι οι ίδιες υπεύθυνες για τις ζημίες των πελατών τους – ενώ είναι εντελώς άδικο να κοινωνικοποιούνται οι ζημίες, όταν ιδιωτικοποιούνται τα κέρδη.

Μία άλλη λύση θα ήταν αναμφίβολα το πάγωμα μέρους των χρεών, παράλληλα με την παροχή δυνατοτήτων στις τράπεζες, με βάση τις οποίες δεν θα ήταν υποχρεωμένες, για κάποιο χρονικό διάστημα, να σχηματίσουν προβλέψεις επισφαλειών στους Ισολογισμούς τους (αναλυτικά στο κείμενο μας «Η αποφυγή του χάους«).

Μία τρίτη λύση θα μπορούσε να είναι ο δρόμος που επέλεξε η Ισλανδία – η οποία, αντί να δημιουργήσει «κακές τράπεζες» (bad Banks), όπως η Ελλάδα, η Γερμανία, η Ιρλανδία κλπ., έκανε ακριβώς το αντίθετο. Ειδικότερα, συγκέντρωσε εκείνες τις δραστηριότητες των υπερχρεωμένων τραπεζών της, οι οποίες ήταν σημαντικές για την πραγματική οικονομία, καθώς επίσης τις καταθέσεις των πολιτών της, σε «καλές τράπεζες» (good Banks) – «επιτρέποντας» στις υπόλοιπες να «ρευστοποιηθούν» (χρεοκοπήσουν).

Ο ΔΡΟΜΟΣ ΚΑΙ Η ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΝΙΚΗ ΤΗΣ ΙΣΛΑΝΔΙΑΣ



Σχετικά με όλα όσα προηγήθηκαν της προσφυγής της Ισλανδίας στο αρμόδιο ευρωπαϊκό δικαστήριο (EFTA), έχουμε αναφερθεί αναλυτικά στο άρθρο μας «Η κρίση της Ισλανδίας». Περιληπτικά εδώ τα εξής:

Στην αρχή του 2009 ξεκίνησαν οι διαπραγματεύσεις της νησιωτικής χώρας, με τη Βρετανία και την Ολλανδία – αν και πολύ δύσκολα θα μπορούσε κανείς να τις χαρακτηρίσει ως τέτοιες, αφού ουσιαστικά επρόκειτο για εντολές των δύο Ευρωπαϊκών χωρών. Κατ’ επακόλουθο, η τελική συμφωνία ήταν εντελώς ασύμφορη για την Ισλανδία, αφού η Μ. Βρετανία απαίτησε αποζημίωση ύψους 2,4 δις στερλίνες, ενώ η Ολλανδία 1,3 δις € – ποσά που ουσιαστικά αντιστοιχούσαν στο 31% του ΑΕΠ της.



Η συμφωνία είχε αποφασισθεί από την κυβέρνηση, η οποία είχε εκλεγεί τον Απρίλιο του 2009 – μία κυβέρνηση συνεργασίας των Σοσιαλδημοκρατών και του Αριστερού-Πράσινου κινήματος, η οποία ισχυριζόταν ότι όφειλε να σεβαστεί τις υποσχέσεις του προηγούμενου συντηρητικού πρωθυπουργού, από το Φθινόπωρο του 2008 (είχε εγγυηθεί την πλήρη εξόφληση των οφειλών των τραπεζών).



Εν τούτοις, οι Πολίτες της χώρας είχαν εντελώς διαφορετική άποψη – με αποτέλεσμα να διαδηλώνουν συνεχώς εναντίον της συμφωνίας. Παράλληλα, 56.000 Ισλανδοί (το 23% των συνολικών ψηφοφόρων της χώρας), κατέθεσαν έγγραφη διαμαρτυρία στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, απαιτώντας τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος. Στη συνέχεια, ο Πρόεδρος αποδέχθηκε την επιθυμία των Πολιτών, αρνούμενος να υπογράψει το νόμο που είχε ψηφισθεί από τη Βουλή– διευκολύνοντας έτσι τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος, για πρώτη φορά μετά το 1944, όπου είχε επιτευχθεί η ανεξαρτησία της Ισλανδίας.



Συνεχίζοντας, το απρόσμενο αυτό γεγονός σήμανε αμέσως συναγερμό στα οχυρά του διεθνούς τοκογλυφικού κεφαλαίου. Απλά και μόνο η είδηση ότι, οι φορολογούμενοι μίας χώρας θα επιτρεπόταν να αποφασίζουν μόνοι τους, εάν και κάτω από ποιες προϋποθέσεις θα αναλάμβαναν τα χρέη του κράτους τους, δημιούργησε μεγάλη αναταραχή στις παγκόσμιες χρηματαγορές. Φυσικά, οι εταιρείες αξιολόγησης υποτίμησαν αμέσως την πιστοληπτική ικανότητα της Ισλανδίας – ενώ η κυβέρνηση συνεργασίας τάχθηκε υπέρ της συμφωνίας, με στόχο να επηρεάσει την απόφαση του δημοψηφίσματος.

Εν τούτοις, οι ελεύθεροι Πολίτες της Ισλανδίας ψήφισαν «ΟΧΙ» επειδή πίστευαν εύλογα ότι, η αντιμετώπιση της χώρας τους από τους δανειστές της ήταν εντελώς άδικη. Έτσι λοιπόν, το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος (06.03.2010) ήταν σε συντριπτικό βαθμό (93,2%) εναντίον της συμφωνίας – ενώ μόλις το 1,8% ήταν υπέρ. Το γεγονός αυτό ανάγκασε τη Βρετανία και την Ολλανδία να επιστρέψουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων – αφού δεν μπορούσαν σε καμία περίπτωση να μην σεβαστούν την επιθυμία των Πολιτών της Ισλανδίας, μετά από μία τόσο εντυπωσιακή πλειοψηφία.

Η νέα συμφωνία με τους «δανειστές», η οποία επιτεύχθηκε σε σύντομο χρονικό διάστημα, ήταν αρκετά πιο συμφέρουσα από την πρώτη – αφού η αποπληρωμή θα ξεκινούσε το 2016, ενώ τα ποσά των τοκοχρεολυσίων δεν θα ξεπερνούσαν ποτέ το 5% των δημοσίων εσόδων της Ισλανδίας (για σύγκριση, στην Ελλάδα μόνο οι τόκοι του χρέους αντιστοιχούσαν στο 30% περίπου των δημοσίων εσόδων).

Ο χρόνος αποπληρωμής επιμηκύνθηκε έως το έτος 2046 (από το 2023 της προηγούμενης), ενώ το επιτόκιο μειώθηκε στο 3% (τυχόν περαιτέρω συγκρίσεις με την Ελλάδα, όπου, για παράδειγμα, τα ετήσια τοκοχρεολύσια δεν θα ξεπερνούσαν τα 3 δις €, αντί 12 δις € που πληρώνουμε σήμερα, θα ήταν εξαιρετικά απογοητευτική για την πολιτική ηγεσία, καθώς επίσης για τις διαπραγματευτικές της «ικανότητες»).

Αυτή τη φορά η Βουλή, η κυβέρνηση και η αξιωματική αντιπολίτευση κυρίως, αποφάσισαν με μεγάλη πλειοψηφία υπέρ της συμφωνίας. Εν τούτοις, επειδή ο έντιμος Πρόεδρος της Δημοκρατίας αρνήθηκε ξανά να την επικυρώσει, δεν υπέγραψε δηλαδή τον ανάλογο νόμο, διενεργήθηκε ένα νέο δημοψήφισμα – στο οποίο το 59,77% ψήφισε ξανά αρνητικά (ΟΧΙ), ενώ το 40,22% θετικά, με την κυβέρνηση να θεωρεί το αποτέλεσμα ως δική της ήττα.

Μετά το δεύτερο «ΟΧΙ» των Ισλανδών, τόσο οι Βρετανοί, όσο και οι Ολλανδοί αρνήθηκαν να διαπραγματευθούν ξανά – ανακοινώνοντας ότι θα ακολουθήσουν πλέον τη δικαστική οδό, μέσω του αρμόδιου Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου (EFTA) του Λουξεμβούργου. Ίσως οφείλουμε να σημειώσουμε εδώ ότι η Ισλανδία, μαζί με το Λιχτενστάιν, τη Νορβηγία και την Ελβετία, είναι ένα από τα εναπομείναντα κράτη-μέλη της EFTA, η οποία είχε ιδρυθεί το 1960 ως το «αντίπαλο δέος» της ΕΕ (κάποτε ανήκαν επίσης η Δανία, η Φιλανδία, η Αυστρία, η Σουηδία και η Μ. Βρετανία).

Αντικείμενο τώρα της δικαστικής προσφυγής της Ισλανδίας στο EFTA (ολόκληρη η απόφαση στοκείμενο pdf), ήταν δύο εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους «επερωτήσεις» (πηγή NDS):

(α) Εάν είναι υποχρεωμένη μία χώρα, στην περίπτωση κατάρρευσης του χρηματοπιστωτικού της συστήματος, να αναλάβει την ευθύνη των κρατικών εγγυήσεων, οι οποίες έχουν δοθεί για τις καταθέσεις στις τράπεζες.

(β) Εάν επιτρέπεται μία χώρα, εφ’ όσον επιλέξει να «ρευστοποιήσει» τις τράπεζες της (εάν τις αφήσει δηλαδή να χρεοκοπήσουν), να αντιμετωπίσει τους πολίτες της προνομιακά, σε σχέση με τους ξένους.

Σύμφωνα τώρα με την άποψη της Βρετανίας, καθώς επίσης της Ολλανδίας, οι απαιτήσεις των πολιτών τους, όσον αφορά τις αποζημιώσεις για τις καταθέσεις τους στις ισλανδικές τράπεζες που χρεοκόπησαν,όφειλαν να πληρωθούν σε τελική ανάλυση από το κράτος – επομένως, από τους φορολογουμένους.

Αντίθετα, κατά τους Ισλανδούς, υπεύθυνο δεν ήταν το κράτος, αλλά η ίδια η τράπεζα – κατ’ επέκταση η μητρική της (η Landesbanki στην οποία ανήκε η Icesave) οπότε, επειδή και αυτή χρεοκόπησε, το σχήμα (σύνδικος πτώχευσης) που ανέλαβε να τη ρευστοποιήσει.

Στο σημείο αυτό οφείλουμε ίσως να προσθέσουμε ότι, η ρευστοποίηση (εκποίηση) των περιουσιακών στοιχείων της Landesbanki ήταν τελικά επιτυχημένη – αφού επέτρεψε να αποζημιωθεί το 93,5% των πιστωτών της. Η επιτυχία δε αυτή οφείλεται στο ότι, το ενεργητικό της χρεοκοπημένης τράπεζας δεν ξεπουλήθηκε βιαστικά (όπως δυστυχώς επιχειρείται με τη δημόσια περιουσία της πατρίδας μας), αλλά αργά και μεθοδικά, σε σωστές τιμές.

Χωρίς να επεκταθούμε σε νομικές λεπτομέρειες, η απόφαση του δικαστηρίου δικαίωσε πλήρως την Ισλανδία (αν και είναι πιθανή η προσφυγή της Βρετανίας και της Ολλανδίας σε άλλο δικαστήριο). Σε γενικές γραμμές δε επιβεβαίωσε το αυτονόητο: το ότι δηλαδή η κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, υπάγεται στους κανόνες που ισχύουν διεθνώς, όσον αφορά τις συνθήκες «ανωτέρας βίας»(Force Majeure).

Σχετικά με τις εγγυήσεις για τις καταθέσεις, σύμφωνα με το δικαστήριο, το κράτος είναι υποχρεωμένο να τις πληρώνει, στο ύψος που το ίδιο έχει εγγυηθεί, μόνο υπό ομαλές συνθήκες. Για παράδειγμα, εάν στην Ελλάδα κατέρρεε το χρηματοπιστωτικό σύστημα, το κράτος δεν θα είχε καμία υποχρέωση να αναλάβει να πληρώσει τα χρέη ή/και τις καταθέσεις των πελατών των τραπεζών – ακόμη και αν το είχε εγγυηθεί (γεγονός που σημαίνει ότι, όλες οι εγγυήσεις που δόθηκαν κατά το ξέσπασμα της κρίσης από τις κυβερνήσεις, όσον αφορά τις καταθέσεις των πολιτών τους, είναι χωρίς αντίκρισμα – όπως όλα όσα κατά καιρούς υπόσχονται ανερυθρίαστα οι πολιτικοί, χωρίς καμία πρόθεση να τα τηρήσουν).

Τέλος, όσον αφορά την προνομιακή μεταχείριση των πολιτών ενός κράτους, σχετικά με τους αλλοδαπούς (η Ισλανδία μετέφερε τις καταθέσεις των πολιτών της στις καλές τράπεζες, χωρίς καθόλου να τις «κουρέψει» ενώ, αντίθετα, οι καταθέσεις των ξένων οδηγήθηκαν στο πολύ μικρότερο εγγυητικό κεφάλαιο, το οποίο θα πλήρωνε το ανώτατο 20.000 € ανά καταθέτη), η Ισλανδία επίσης δικαιώθηκε – οπότε οι πολίτες της δεν έχασαν καθόλου χρήματα από τις καταθέσεις τους, σε αντίθεση με τις μεγάλες ζημίες των αλλοδαπών (Βρετανών και Ολλανδών κυρίως).

Ολοκληρώνοντας, οι πολίτες της Ιρλανδίας έχασαν δυστυχώς την ευκαιρία, αναλαμβάνοντας ανόητα την εξόφληση των χρεών των τραπεζών τους – όπως συνέβη και με τους Έλληνες κατόχους ομολόγων του δημοσίου (ιδιώτες, οργανισμοί κλπ.), οι οποίοι θα μπορούσαν να αντιμετωπισθούν προνομιακά από την ελληνική κυβέρνηση, με βάση την απόφαση για την Ισλανδία. Αυτοί που όμως δεν έχουν χάσει ακόμη την ευκαιρία είναι οι Κύπριοι και, ενδεχομένως, οι Ισπανοί – ή όποιοι άλλοι αντιμετωπίσουν στο μέλλον ανάλογα προβλήματα.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ



Η Ισλανδία απέδειξε ότι, ο δικός της δρόμος, η διάσωση δηλαδή των πολιτών και όχι των τραπεζών, αφενός μεν οδηγεί στην έξοδο από τη χρηματοπιστωτική κρίση, αφετέρου είναι συμβατή με το ευρωπαϊκό δίκαιο – το πλέον εξελιγμένο παγκοσμίως.

Στην πλαίσια αυτά, οι ανάλογες ενέργειες της ελληνικής κυβέρνησης, η προσφυγή της δηλαδή στο Κράτος Δικαίου της ΕΕ, θα ήταν ο μοναδικός δρόμος για να διασωθεί η πατρίδα μας από τους εισβολείς - οι οποίοι απαιτούν τη λεηλασία τόσο της ιδιωτικής, όσο και της δημόσιας περιουσίας των Ελλήνων, παράλληλα με τον εξευτελισμό και την εξαθλίωση τους.

Από την άλλη πλευρά, ο καπιταλισμός χωρίς τη χρεοκοπία, όπου άλλος αναλαμβάνει το ρίσκο ιδιοποιούμενος τυχόν κέρδη, ενώ άλλος πληρώνει, μέσω της κοινωνικοποίησης των ζημιών από τις κυβερνήσεις, ερήμην των πολιτών (ετεροβαρές ρίσκο), είναι αδύνατον να λειτουργήσει μακροπρόθεσμα – αφού, αργά ή γρήγορα, παύει να επικρατεί «η σιωπή των αμνών», με οδυνηρά επακόλουθα για την παγκόσμια ειρήνη και την κοινωνική συνοχή.

Κατ’ επέκταση, θεωρούμε πως οφείλουν να σταματήσουν τα «τεχνάσματα» και οι λογιστικές αλχημείες εκ μέρους των εθνικών κυβερνήσεων, καθώς επίσης των υπολοίπων Θεσμών της Ευρώπης – επίσης η παραπλάνηση των πολιτών τους, με στόχο να πληρώσουν αυτοί τις τεράστιες ζημίες του χρηματοπιστωτικού συστήματος.

Κλείνοντας υπενθυμίζουμε ότι, “η προστασία του ατόμου και του έθνους από τον εξαναγκασμό, είναι ξεκάθαρα η βασικότερη υποχρέωση της κυβέρνησης του”. Επίσης πως η διαχείριση της υπερχρέωσης ήταν ανέκαθεν μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις της Πολιτικής – ενώ από την αρχαιότητα, η αντιπαράθεση μεταξύ δανειστών και οφειλετών, κατέληγε σε βίαιες συγκρούσεις και σε πολέμους, επειδή η εναλλακτική δυνατότητα, για την απαλλαγή από τα χρέη, ήταν η Δουλεία”.

ΥΓ: Οι οικονομολόγοι οφείλουν να προβλέπουν τυχόν δυσοίωνες εξελίξεις στο μέλλον, καθώς επίσης να τις περιγράφουν με όσο το δυνατόν πιο «μελανά» χρώματα γίνεται, όσο πιο υπερβολικά μπορούν δηλαδή, έτσι ώστε να αποφευχθούν – γεγονός που συμβαίνει όταν οι άνθρωποι, οι κυβερνήσεις τους κοκ. συνειδητοποιούν τους ολισθηρούς δρόμους, στους οποίους κατευθύνονται, αλλάζοντας έγκαιρα πορεία. Όταν τα καταφέρνουν, όταν λοιπόν κάνουν σωστά τη δουλειά τους και εισακούγονται, οι προβλέψεις τους ευτυχώς δεν επαληθεύονται – με αποτέλεσμα τότε, ουσιαστικά λόγω του ότι εμπόδισαν να συμβεί το «μοιραίο», να κατηγορούνται άδικα ως μη επιστήμονες.

Πηγή: casss.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου