Του Τάσου Γιαννόπουλου
Δύο χρόνια μετά την ανατροπή του Χόσνι Μουμπάρακ, η Αίγυπτος συγκλονίζεται από τη «Δεύτερη Επανάσταση» με επίκεντρο ξανά την περίφημη πλατεία Ταχρίρ του Καϊρου. Μια ακόμη καθεστωτική δύναμη (μετά την ελίτ των στρατιωτικών, πολιτικών και επιχειρηματικών δυνάμεων που είχε την εξουσία επί Μουμπάρακ), οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι, βρέθηκαν απέναντι στη λαϊκή δυσαρέσκεια μολονότι είχαν καταφέρει να δρέψουν τους καρπούς της πρώτης εξέγερσης, με την εκλογή του Μοχάμεντ Μόρσι στην Προεδρία. Οι ίδιοι εμφανίζουν εαυτούς ως δημοκράτες που αντιμετωπίζουν ένα στρατιωτικό πραξικόπημα. Πράγματι, έχοντας συμμετάσχει στο κίνημα Κιφάγια («Αρκετά»), το 2005, μαζί στελέχη του κινήματος για τα ανθρώπινα δικαιώματα και οπαδούς του αραβικού εθνικισμού, καθώς και στην λαϊκή εξέγερση του 2011, έχουν κάθε δικαίωμα να συγκαταλέγονται, έστω σε επίπεδο διακηρύξεων, στον πυρήνα των δυνάμεων που αγωνίστηκε για τον εκδημοκρατισμό.
Ο εκδημοκρατισμός ήταν και το ισχυρότερο αίτημα της εξέγερσης του 2011 που έφερε τις πρώτες, ουσιαστικά ελεύθερες, προεδρικές εκλογές της Δεύτερης Αιγυπτιακής Δημοκρατίας. Ωστόσο, στο πολύπλοκο πολιτικό σκηνικό της Αιγύπτου, δύσκολα μπορούν οι ταμπέλες του φιλελεύθερου - δυτικού πολιτικού συστήματος να διεκδικήσουν ερμηνευτική ισχύ. Τα λέει όλα, άλλωστε, η υποστήριξη τόσο του Κομμουνιστικού Κόμματος (το οποίο όμως δεν έχει επιρροή παρά σε κάποια εργατικά σωματεία[1]) όσο και του κινήματος Tamarod («Εξέγερση») στο στρατιωτικό πραξικόπημα που ανέτρεψε τον Μόρσι.
Η Αριστερά, λοιπόν. Σε μια χώρα όπου κυρίαρχες ιδεολογίες είναι ο νεοφιλελευθερισμός και ο ισλαμισμός (και βασικό χαρακτηριστικό η διαλεκτική ένταση μεταξύ τους), η Αριστερά της Αιγύπτου αναζητεί χώρο προκειμένου να πάψει να είναι η ουρά του στρατού ή των ισλαμιστών (ανάλογα με το ποιος προσπαθεί να ενσωματώσει το λαϊκό κίνημα κάθε φορά). Δύο ήταν τα καθοριστικότερα προβλήματα της Αριστεράς και δη της μαρξιστογενούς στην Αίγυπτο: από τη μία η απορρόφηση της, ιδεολογική και πολιτική, από τον αραβικό εθνικισμό (βλέπε νασερισμό) και από την άλλη το αυταρχικό περιβάλλον στο οποίο κλήθηκε να επιβιώσει (μετά τη δεκαετία του 80’ δεν επιτρεπόταν η λειτουργία πολιτικών κομμάτων ενώ ακόμα και οι Αδερφοί Μουσουλμάνοι βρίσκονταν στην παρανομία). Αν συνυπολογίσουμε την ισχύ τους ισλαμισμού που κατά κύριο λόγο αντιμετωπίζει την Αριστερά ως «αντεθνική» αλλά και τη γενικότερη αποπολιτικοποίηση (ελέω νεοφιλελευθερισμού), από τη δεκαετία του 90’, που τοποθετούσε στα μάτια της κοινωνικής πλειοψηφίας την Αριστερά ως απομεινάρι του παρελθόντος και υπαίτιο της οικονομικής καθυστέρησης[2], είναι εύκολο να αντιληφθούμε το εχθρικό κλίμα για οποιαδήποτε ριζοσπαστική δύναμη.
Η παραδοσιακή Αριστερά, από τη μία πλευρά, περιορίστηκε στο ρόλο της κολώνας του αυταρχικού καθεστώτος (ας μην ξεχνάμε ότι η Αίγυπτος τα εξήντα χρόνια, περίπου, που μεσολάβησαν από την επανάσταση των Ελεύθερων Αξιωματικών και την κατάργηση της μοναρχίας μέχρι την εξέγερση που σάρωσε τον Μουμπάρακ, γνώρισε μόλις τέσσερις προέδρους, όλους στρατιωτικούς) με στόχο τη άμβλυνση των αντιθέσεων και τηδιατήρηση του κοσμικού χαρακτήρα του κράτους. Να υπενθυμίσουμε, στο σημείο αυτό ότι, στον αραβικό πολιτικό χάρτη, πολύ πιο καθοριστική από τη διάκριση Αριστεράς – Δεξιάς (ή όποια άλλη διάκριση) είναι η διάκριση «Secular (Κοσμικός) vsRreligious(Θρησκευτικός)».
Άλλα τμήματα της Αριστεράς αντιπαρατέθηκαν με το νεοφιλελευθερισμό και πρωτοστάτησαν, χωρίς όμως πολιτική αποκρυστάλλωση, στο κινηματικό πεδίο. Αυτή η Αριστερά πρωταγωνίστησε στους εργατικούς αγώνες της προηγούμενης δεκαετίας αλλά και στη συγκρότηση της Ανεξάρτητης Συνομοσπονδίας Εργατών[3] που, ερχόμενη σε αντιπαράθεση με την κρατικά ελεγχόμενη «ΓΣΣΕ» (τη Γενική Συνομοσπονδία), πρωταγωνίστησε στο κίνημα της πλατείας Ταχρίρ.
Η κινητικότητα των τελευταίων ετών (από το 2006 και μετά) οδήγησε στη μαζικότερη παρέμβαση αριστερών και αριστερίστικων δυνάμεων. Όσο αντιφατικό κι αν ακούγεται, την άνοδο του κινήματος υποβοήθησε το κίνημα Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων (ΜΚΟ) για την προστασία δικαιωμάτων των γυναικών, της ελεύθερης έκφρασης, της συνδικαλιστικής δράσης και των φυλακισμένων που αναπτύχθηκε ιδιαίτερα τη δεκαετία του 2000. Την ίδια περίοδο έλαβαν χώρα σημαντικές εργατικές διεκδικήσεις και κινητοποιήσεις, όπως η μεγάλη απεργία των εργατών της κλωστοϋφαντουργίας το 2007. Σε αυτό το κλίμα δημιουργήθηκαν αρκετές πολιτικές ομάδες που αυτοπροσδιορίζονται ως«αριστερές» με κυριότερες την ομάδα «Είμαστε όλοι Khaled Said», τον κοσμικό «Εθνικό Οργανισμό για την Αλλαγή» του Baradei και (κυρίως) το «κίνημα της 6ηςΑπριλίου» που διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην εξέγερση εναντίον του Μπουμπάρακ.
Οι προαναφερθείσες δυνάμεις, μαζί με άλλες που ξεπήδησαν από τη μορφωμένη νεολαία (όπως το «Tamarod» που κατάφερε να μαζέψει 22 εκατομμύρια υπογραφές εναντίον του Morsi, ένα μόλις χρόνο μετά την εγκατάσταση του εκλεκτού των Αδερφών Μουσουλμάνων στην εξουσία) συμμετείχαν ενεργά στο νέο ξέσπασμα που ακόμη δεν έχει σχηματοποιηθεί σε πολιτικό πρόταγμα, πέραν του αιτήματος «να φύγει» ο Μόρσι. Κάτι αντίστοιχο συνέβη και πριν δύο χρόνια. Η μαζική εμπλοκή αριστερών και αριστερόστροφων δυνάμεων στην εξεγέρση «δεν συμβαδίζει με την εμπέδωση μιας εναλλακτικής πολιτικής ηγεμονίας τους σε ευρύτερα στρώματα. Σε καμία περίπτωση, η κινηματική Αριστερά, δεν προέβη σε έναν “πόλεμο θέσεων” κατά την γκραμσιανή θεώρηση»[4] και, τώρα, όπως πριν δύο χρόνια, μένει αμήχανη μπροστά στην εμπλοκή του στρατού και του ξένου παράγοντα: Ο Χαμντίν Σαμπάχι, αριστερός νασεριστής και εκφραστής στις προεδρικές εκλογές, όπου πήρε το 21,2% των ψήφων, του πνεύματος της Ταχρίρ[5], δείχνει να συναινεί στη στρατιωτική επέμβαση και ο αρχηγός της αντιπολίτευσης του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Αιγύπτου μίλησε για «λαϊκή επανάσταση με τη βοήθεια του στρατού».
Το πρόβλημα της κοινωνικής δικτύωσης (εν προκειμένω του facebook και του twitter που συνέβαλαν τα μέγιστα στο συντονισμό των λαϊκών κινητοποιήσεων), είναι η οριζόντια φύση της που δεν βοηθά την ανάπτυξη ηγεσιών και αποτελεσματικής πολιτικής οργάνωσης. Έτσι, κινήματα και οργανώσεις που δεν κατάφεραν να δώσουν στέρεη πολιτική κατεύθυνση στις δύο αλλεπάλληλες Επαναστάσεις, παρακολουθούν τις εξελίξεις χωρίς να τις επηρεάζουν δραστικά. Παραμένει ζητούμενο, σε μία περίοδο που η ηγεμονία αποτελεί περισσότερο από ποτέ ανοικτό παιχνίδι με αβέβαιη κατάληξη, που οι «μάζες» εισβάλλουν και πάλι εμφατικά στο προσκήνιο, αμφισβητώντας διαδοχικά τη μία κατεστημένη δύναμη μετά την άλλη, η Αριστερά να χαράξει το ριζοσπαστικό δρόμο ανάμεσα στο πολιτικό Ισλάμ και τον κοσμικό νεοφιλελευθερισμό.
Σε μια περίοδο όπου το 40% των αιγυπτίων ζει με δύο δολάρια την ημέρα, οι τιμές των βασικών αγαθών παραμένουν στα ύψη και ο διαρκώς αυξανόμενος πληθυσμός των μορφωμένων πρεκάριων τροφοδοτεί με οργή τη «Δεύτερη Επανάσταση», η ανάγκη για βελτίωση των συνθηκών ζωής πρέπει να συνδεθεί με το χειραφετητικό πρόταγμα που αποσπασματικά βρίσκει χώρο στις λαϊκές κινητοποιήσεις. Διαφορετικά, ο πραγματικός εκδημοκρατισμός (αίτημα της Αραβικής Άνοιξης που συνεπήρε και τις ευρωπαϊκές πλατείες των «Αγανακτισμένων») θα παραμείνει ανεκπλήρωτο όνειρο…
[1]
«Αίγυπτος: Η Επανάσταση πρέπει να είναι διαρκής», συνέντευξη του Μοχάμεντ Χασάν Χαλίν στα «Ενθέματα», 11/12/11
[2]
Ihab Shabana, The Left in Egypt’s Political geography, 27/3/13
[3]
Beinin, Joel, Workers, Trade Unions and Egypt’s Political Future, MERIP, (18/01/2013)
[4]
Σωτήρης Ρούσσος, Το πορφυρό ρόδο της δημοκρατίας
[5]
Πέτρος Παπακωνσταντίνου, «Σύγκρουση πολιτικού Ισλάμ με ”βαθύ κράτος”», «Καθημερινή», 27/5/12
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου