Του Κώστα Βαξεβάνη Υπέρ των μέτρων της κυβέρνησης ή κατά; Είναι νέο μνημόνιο ή δεν είναι; Στην πραγματικότητα το ερώτημα είναι αν μπορούσε να γίνει κάτι άλλο ή όχι. Η συμφωνία που προωθεί η κυβέρνηση δεν είναι ούτε σκίσιμο του μνημονίου ούτε το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης. Υπάρχουν κοστολογημένα μέτρα γύρω στα 7,8 δις ευρώ. Αυτά τα μέτρα σήμερα συγκρίνονται από τα ΜΜΕ με τα μέτρα του mail Χαρδούβελη και εμφανίζονται ως δυσβάστακτα μέτρα. Γίνεται μια σκόπιμη σύγχυση για το ότι το θέμα δεν είναι πόσο κοστολογούνται τα μέτρα αλλά ποιούς αφορούν. Θα υπάρξουν 8 δις από οριζόντιο κόψιμο μισθών και συντάξεων, από φορολόγηση των πάντων, ή από αναλογική συνεισφορά του καθενός; Και το βασικότερο, με κάποια προοπτική ή χωρίς μέλλον; Σε αυτό οφείλει να απαντήσει ξεκάθαρα η κυβέρνηση και όχι με διαρροές.
Όσοι επί μήνες κινδυνολογούσαν πως η Οικονομία καταρρέει αν δεν υπάρξει συμφωνία, πως η χώρα καταστρέφεται, μπαίνουν τώρα στην κριτική της συμφωνίας. Αυτό το «ευρώ πάση θυσία» γίνεται «όχι το δικό μας ευρώ». Το δεύτερο που παρατηρώ, είναι πως η απαίτηση πολλών να μην υπάρξουν μέτρα, ταυτίζεται με την αντίληψη να μην υπάρχουν φόροι. Ενάντια σε ό,τι επικρατεί ως κυρίαρχη αντίληψη, οι φόροι δεν είναι κάτι κακό, αν επιστρέφουν στην κοινωνία. Αν δηλαδή οι φόροι χρησιμοποιούνται για τις κοινωνικές δαπάνες και τη λειτουργία του κράτους και όχι για να ταΐζουν τους κηφήνες και τη διαπλοκή είναι προοδευτικό μέτρο. Το πρόβλημα λοιπόν δεν είναι οι φόροι αλλά το «ποιοί φόροι» και κυρίως σε «ποιούς φόροι». Αν λοιπόν προκύπτουν μέτρα 8 δις, τα οποία καλούνται να πληρώσουν αυτοί που πρέπει αλλά δεν πλήρωσαν ποτέ, αυτά τα μέτρα είναι μια διαφορά.
Έτσι ο χαρακτηρισμός «επώδυνα μέτρα» μπορεί να είναι εκ του πονηρού. Ως σήμερα οι δημοσιονομικές παρεμβάσεις γίνονταν με κόψιμο των κοινωνικών δαπανών και επίθεση οριζόντια στην κοινωνία. Τα νέα μέτρα σύμφωνα με την κυβέρνηση, οδηγούν τις παρεμβάσεις αυτές στα εισοδήματα, δηλαδή στην είσπραξη από αυτούς που έχουν εισοδήματα και όχι στις κοινωνικές δαπάνες που εκ των πραγμάτων ευνοούν τα φτωχότερα στρώματα. Είναι διαφορετικό μέτρο αυτό που εξασφαλίζει 1 δις από κόψιμο των δαπανών για τα νοσοκομεία, από το μέτρο που εξασφαλίζει 1 δις από φορολόγηση εισοδημάτων πάνω από 500.000 ευρώ το χρόνο. Στην πρώτη περίπτωση η κυβέρνηση παίρνει τα μέτρα της κοινωνίας για να την ενταφιάσει, ενώ στη δεύτερη παίρνει μέτρα για την κοινωνία.
Δεν υπάρχουν όμως μόνο αυτά τα μέτρα. Υπάρχουν και μέτρα από τα άλλα, που συνεχίζουν να βαρύνουν τους πάντες ως έμμεσοι ή έκτακτοι φόροι. Αυτά τα μέτρα συνεχίζουν να επιβαρύνουν και τα φτωχότερα στρώματα. Και ενώ αυτά είναι συγκεκριμένα, οι διαβεβαιώσεις για πάταξη της λαθρεμπορίας ή της φοροδιαφυγής είναι αόριστες. Πρέπει να γίνουν συγκεκριμένες και αποτελεσματικές για να λειτουργήσουν ως αντίβαρο στην κοινωνία. Τέτοια προοπτική δεν υπάρχει. Βασικές λειτουργίες του κράτους, όπως της Δικαιοσύνης, του ΣΔΟΕ, των διωκτικών μηχανισμών, είναι ακόμη παραδομένες στη διαφθορά και τη διαπλοκή. Συνεχίζουν να αδικούν την κοινωνία και να υπηρετούν τα χειρότερα κομμάτια της. Άρα τα άδικα μέτρα που επιβαρύνουν αυτούς που δεν θα έπρεπε, δεν αίρονται με κάποιες ανταποδοτικές λειτουργίες από το κράτος. Τι σημασία έχει να προβλέπεις μεγάλη φορολογία για τα μεγάλα εισοδήματα, όταν αυτά καταφέρνουν να είναι αδήλωτα;
Μπορούσαμε χωρίς όλα αυτά τα μέτρα; Η άποψή μου είναι πως ναι. Αυτό απαιτεί όμως ένα μεγάλο βαθμό πολιτικής συνειδητότητας από τους πολίτες και όχι μόνο από την κυβέρνηση. Η απόφαση για ρήξη θα ήταν αποτελεσματική για την Ελλάδα και την Ευρώπη, αλλά με σκληρό κόστος. Όταν η Ελλάδα προσκυνάει ως εικόνισμα το τραπεζικό ΑΤΜ ακόμα και αν δεν έχει δικά της λεφτά μέσα, δεν μπορεί να κάνει τη ρήξη. Οι πολίτες αυτής της χώρας, παραδομένοι επί χρόνια στο φόβο και την εικονικότητα, στη διαστρέβλωση και την προπαγάνδα, έμαθαν να κρίνουν με όρους που είναι ασύμφοροι. Με την αγωνία για τις αγορές με τις οποίες δεν σχετίζονται, με το άγχος για το χρηματιστήριο που δεν ξέρουν ούτε πού πέφτει, με το φόβο για το αύριο που δεν γνωρίζουν. Μπορεί να γίνει η ρήξη; Ίσως και να μπορεί. Αλλά πρέπει να την αποφασίσει ο καθένας από εμάς με κάθε κόστος και όχι δι’ αντιπροσώπου απ’ τον καναπέ. Οι πρόσφατες κινητοποιήσεις για το «Μένουμε Ευρώπη» ακόμη και αν είχαν τη γραφικότητα των διοργανωτών τους, απέδειξαν πως η κοινωνία ανησυχεί για την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας ,ακόμη και αν είναι πρόδηλο πως αυτή είναι μαύρη ή επιζήμια. Απολογείται στο στερεότυπο και όχι στην ουσία.
Η κυβέρνηση έχει την ευθύνη να φύγει από την μέγγενη του εκβιασμού από τον ευρωπαϊκό παράγοντα που θα επανέλθει με το επιχείρημα της χρηματοδότησης. Είναι υποχρεωμένη να αναμοχλεύσει στην Ευρώπη όλα τα πολιτικά θέματα που θα ξαναθέσουν το ερώτημα «τι Ευρώπη θέλουμε». Αλλά κυρίως είναι υποχρεωμένη να ασχοληθεί με το εσωτερικό μέτωπο και να αποκαταστήσει τη χώρα. Η γραφειοκρατία, η διαφθορά, η παθογένεια στο Δημόσιο τομέα, η προσκόλληση του Ιδιωτικού τομέα στο Δημόσιο, η έλλειψη Δικαιοσύνης δεν σχετίζονται με τα οικονομικά μέτρα. Ας σταματήσουν λοιπόν οι υπουργοί να κρύβονται πίσω απ την διαπραγμάτευση και ας δείξουν πώς εννοούν τα μέτρα υπέρ της κοινωνίας. Όσο δημιουργείς πολιτική και κοινωνία με τηλεοπτικούς όρους και εμφανίσεις, τόσο τα media και όχι η πολιτική και η κοινωνία θα καθορίζουν το μέλλον.
Όσοι επί μήνες κινδυνολογούσαν πως η Οικονομία καταρρέει αν δεν υπάρξει συμφωνία, πως η χώρα καταστρέφεται, μπαίνουν τώρα στην κριτική της συμφωνίας. Αυτό το «ευρώ πάση θυσία» γίνεται «όχι το δικό μας ευρώ». Το δεύτερο που παρατηρώ, είναι πως η απαίτηση πολλών να μην υπάρξουν μέτρα, ταυτίζεται με την αντίληψη να μην υπάρχουν φόροι. Ενάντια σε ό,τι επικρατεί ως κυρίαρχη αντίληψη, οι φόροι δεν είναι κάτι κακό, αν επιστρέφουν στην κοινωνία. Αν δηλαδή οι φόροι χρησιμοποιούνται για τις κοινωνικές δαπάνες και τη λειτουργία του κράτους και όχι για να ταΐζουν τους κηφήνες και τη διαπλοκή είναι προοδευτικό μέτρο. Το πρόβλημα λοιπόν δεν είναι οι φόροι αλλά το «ποιοί φόροι» και κυρίως σε «ποιούς φόροι». Αν λοιπόν προκύπτουν μέτρα 8 δις, τα οποία καλούνται να πληρώσουν αυτοί που πρέπει αλλά δεν πλήρωσαν ποτέ, αυτά τα μέτρα είναι μια διαφορά.
Έτσι ο χαρακτηρισμός «επώδυνα μέτρα» μπορεί να είναι εκ του πονηρού. Ως σήμερα οι δημοσιονομικές παρεμβάσεις γίνονταν με κόψιμο των κοινωνικών δαπανών και επίθεση οριζόντια στην κοινωνία. Τα νέα μέτρα σύμφωνα με την κυβέρνηση, οδηγούν τις παρεμβάσεις αυτές στα εισοδήματα, δηλαδή στην είσπραξη από αυτούς που έχουν εισοδήματα και όχι στις κοινωνικές δαπάνες που εκ των πραγμάτων ευνοούν τα φτωχότερα στρώματα. Είναι διαφορετικό μέτρο αυτό που εξασφαλίζει 1 δις από κόψιμο των δαπανών για τα νοσοκομεία, από το μέτρο που εξασφαλίζει 1 δις από φορολόγηση εισοδημάτων πάνω από 500.000 ευρώ το χρόνο. Στην πρώτη περίπτωση η κυβέρνηση παίρνει τα μέτρα της κοινωνίας για να την ενταφιάσει, ενώ στη δεύτερη παίρνει μέτρα για την κοινωνία.
Δεν υπάρχουν όμως μόνο αυτά τα μέτρα. Υπάρχουν και μέτρα από τα άλλα, που συνεχίζουν να βαρύνουν τους πάντες ως έμμεσοι ή έκτακτοι φόροι. Αυτά τα μέτρα συνεχίζουν να επιβαρύνουν και τα φτωχότερα στρώματα. Και ενώ αυτά είναι συγκεκριμένα, οι διαβεβαιώσεις για πάταξη της λαθρεμπορίας ή της φοροδιαφυγής είναι αόριστες. Πρέπει να γίνουν συγκεκριμένες και αποτελεσματικές για να λειτουργήσουν ως αντίβαρο στην κοινωνία. Τέτοια προοπτική δεν υπάρχει. Βασικές λειτουργίες του κράτους, όπως της Δικαιοσύνης, του ΣΔΟΕ, των διωκτικών μηχανισμών, είναι ακόμη παραδομένες στη διαφθορά και τη διαπλοκή. Συνεχίζουν να αδικούν την κοινωνία και να υπηρετούν τα χειρότερα κομμάτια της. Άρα τα άδικα μέτρα που επιβαρύνουν αυτούς που δεν θα έπρεπε, δεν αίρονται με κάποιες ανταποδοτικές λειτουργίες από το κράτος. Τι σημασία έχει να προβλέπεις μεγάλη φορολογία για τα μεγάλα εισοδήματα, όταν αυτά καταφέρνουν να είναι αδήλωτα;
Μπορούσαμε χωρίς όλα αυτά τα μέτρα; Η άποψή μου είναι πως ναι. Αυτό απαιτεί όμως ένα μεγάλο βαθμό πολιτικής συνειδητότητας από τους πολίτες και όχι μόνο από την κυβέρνηση. Η απόφαση για ρήξη θα ήταν αποτελεσματική για την Ελλάδα και την Ευρώπη, αλλά με σκληρό κόστος. Όταν η Ελλάδα προσκυνάει ως εικόνισμα το τραπεζικό ΑΤΜ ακόμα και αν δεν έχει δικά της λεφτά μέσα, δεν μπορεί να κάνει τη ρήξη. Οι πολίτες αυτής της χώρας, παραδομένοι επί χρόνια στο φόβο και την εικονικότητα, στη διαστρέβλωση και την προπαγάνδα, έμαθαν να κρίνουν με όρους που είναι ασύμφοροι. Με την αγωνία για τις αγορές με τις οποίες δεν σχετίζονται, με το άγχος για το χρηματιστήριο που δεν ξέρουν ούτε πού πέφτει, με το φόβο για το αύριο που δεν γνωρίζουν. Μπορεί να γίνει η ρήξη; Ίσως και να μπορεί. Αλλά πρέπει να την αποφασίσει ο καθένας από εμάς με κάθε κόστος και όχι δι’ αντιπροσώπου απ’ τον καναπέ. Οι πρόσφατες κινητοποιήσεις για το «Μένουμε Ευρώπη» ακόμη και αν είχαν τη γραφικότητα των διοργανωτών τους, απέδειξαν πως η κοινωνία ανησυχεί για την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας ,ακόμη και αν είναι πρόδηλο πως αυτή είναι μαύρη ή επιζήμια. Απολογείται στο στερεότυπο και όχι στην ουσία.
Η κυβέρνηση έχει την ευθύνη να φύγει από την μέγγενη του εκβιασμού από τον ευρωπαϊκό παράγοντα που θα επανέλθει με το επιχείρημα της χρηματοδότησης. Είναι υποχρεωμένη να αναμοχλεύσει στην Ευρώπη όλα τα πολιτικά θέματα που θα ξαναθέσουν το ερώτημα «τι Ευρώπη θέλουμε». Αλλά κυρίως είναι υποχρεωμένη να ασχοληθεί με το εσωτερικό μέτωπο και να αποκαταστήσει τη χώρα. Η γραφειοκρατία, η διαφθορά, η παθογένεια στο Δημόσιο τομέα, η προσκόλληση του Ιδιωτικού τομέα στο Δημόσιο, η έλλειψη Δικαιοσύνης δεν σχετίζονται με τα οικονομικά μέτρα. Ας σταματήσουν λοιπόν οι υπουργοί να κρύβονται πίσω απ την διαπραγμάτευση και ας δείξουν πώς εννοούν τα μέτρα υπέρ της κοινωνίας. Όσο δημιουργείς πολιτική και κοινωνία με τηλεοπτικούς όρους και εμφανίσεις, τόσο τα media και όχι η πολιτική και η κοινωνία θα καθορίζουν το μέλλον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου