Πάνος Κοσμάς
Η συζήτηση για τον πατριωτισμό, την εθνική ανεξαρτησία κ.λπ., βασικό μοτίβο του διαλόγου και της αντιπαράθεσης απόψεων στην ελληνική Αριστερά, κεντρίστηκε το τελευταίο διάστημα για δύο λόγους: Πρώτο, λόγω του εν εξελίξει διαλόγου ενόψει της ιδρυτικής συνδιάσκεψης της ΛΑΕ. Δεύτερο, με αφορμή την ψήφιση των «πακέτων» μέτρων του τρίτου μνημονίου. Ιδιαίτερα το «υπερταμείο» για το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας, ο δημοσιονομικός «κόφτης», οι ρυθμίσεις για τα «κόκκινα» δάνεια, ακόμη και οι έμμεσοι φόροι, θεωρήθηκε ότι ολοκληρώνουν το καθεστώς εθνικής υποτέλειας, μετατροπής της Ελλάδας σε αποικία κ.λπ. Από κάποιους αρθρογράφους, θεωρήθηκε ότι αυτός ήταν-είναι ο «κυρίαρχος» χαρακτήρας του τρίτου μνημονίου.1
Πολλοί συγγραφείς σχετικών κειμένων θεωρούν ότι ολοκλήρωσαν την αποστολή τους αν «αποδείξουν» ότι υπάρχουν εθνικά ζητήματα, ότι υπάρχει ιμπεριαλιστική νεοαποικιοκρατική επιβολή, ότι υπάρχει ζήτημα δημοκρατίας και λαϊκής κυριαρχίας, ότι οι άνθρωποι διακατέχονται από «πατριωτικά συναισθήματα». Κραδαίνοντας αυτές τις «αποδείξεις», κατακεραυνώνουν θριαμβευτικά αυτούς στους οποίους κάνουν κριτική, κάνοντας το άλμα στα υποτιθέμενα αυτονόητα πολιτικά «προτάγματα»: άρα, λένε, η Αριστερά δεν πρέπει να υποτιμήσει-αδιαφορήσει αλλά αντίθετα πρέπει να μιλήσει γι’ αυτά τα ζητήματα και να παρέμβει. Ωστόσο, η ουσιαστική συζήτηση δεν τελειώνει εδώ, αλλά αρχίζει ακριβώς από αυτό το σημείο και μετά: πώς πρέπει η Αριστερά να «μιλήσει» και να παρέμβει σε αυτά τα ζητήματα; Θα αρπάξει έτσι απλά και αυτονόητα τη σημαία του «εθνικού αγώνα» από τα χέρια της Δεξιάς και του συστήματος για να τη σηκώσει πιο ψηλά;
Όλο το ζήτημα είναι αυτό το «πώς;». Χωρίς απάντηση σε αυτό, όλα τα υπόλοιπα είναι είτε ναυμαχία για το αυτονόητο είτε ρηχές προφάνειες. Για να προσδιορίσουμε όμως αυτό το θεμελιώδες «πώς;», πρέπει να ξεκινήσουμε από τα βασικά.
Τι είναι τα εθνικά συμφέροντα; «Τι είν’ η πατρίδα μας»;
Ο ορισμός του έθνους συνδέεται με την ιστορική πραγματικότητα των καπιταλιστικών εθνών-κρατών. Το έθνος είναι ιστορική κατηγορία (δεν υπήρχε πάντα, δεν θα υπάρχει για πάντα), το έθνος αναδύθηκε μαζί με τον καπιταλισμό, συνδέεται με την πραγματικότητα του κράτους είτε με τη διεκδίκηση να οργανωθεί σε κράτος, είναι ιστορική πολιτική και κρατική μορφή που υπηρέτησε και υπηρετεί την καπιταλιστική ανάπτυξη («ομοιογενοποίηση» με βάση τη γλώσσα, την (ανα)κατασκευή του «εθνικού» παρελθόντος, τη δράση των ιδεολογικών μηχανισμών και μηχανισμών ένταξης όπως η εκπαίδευση, ο στρατός ή και η θρησκεία) και είναι εσωτερικά ταξικά διαιρεμένο. Αυτή είναι η θεμελιώδης βάση μιας μαρξιστικής προσέγγισης, που κόντρα στην αποϊδεολογικοποίηση πρέπει να υπερασπιστούμε αν θέλουμε να έχουμε στοιχειωδώς μια πυξίδα για το ζήτημα. Από αυτή τη θεμελιώδη βάση απορρέουν βασικά συμπεράσματα:
Πρώτο, αν το έθνος είναι εσωτερικά ταξικά διαιρεμένο, όχι μόνο δεν υπάρχουν ενιαία εθνικά συμφέροντα, κοινά για την αστική τάξη και την εργατική τάξη, αλλά δεν υπάρχει καν ένα, ενιαίο και αδιαίρετο έθνος.
Δεύτερο, αν το έθνος συνδέεται με την ιστορική ανάδυση του καπιταλισμού και είναι οργανωμένο σε κράτος με στόχο να προαγάγει την καπιταλιστική ανάπτυξη, τότε με βάση αυτό του το χαρακτηριστικό πρέπει να αναλύσουμε την ένταξή του στο διεθνές σύστημα και όχι με τα αστικά στερεότυπα περί εξωτερικής πολιτικής.
Τρίτο, αν το έθνος κράτος λειτουργεί ομοιογενοποιητικά, με εργαλείο τους κρατικούς ιδεολογικούς -και όχι μόνο- μηχανισμούς, τότε τα εθνικά χαρακτηριστικά, η εθνική συνείδηση κ.λπ. δεν διαμορφώνεται αυθόρμητα, αλλά είναι αντικείμενο της πάλης για την ηγεμονία και αποτελούν μορφές ηγεμονίας της αστικής ιδεολογίας (στο βαθμό που αυτή είναι κυρίαρχη).
Όσον αφορά τώρα την έννοια «πατρίδα», εδώ συναντούμε συχνά υπεριστορικές και… λογοτεχνικές αναφορές. Έτσι, ο Γιάννης Τόλιος γράφει:2 «ο πατριωτισμός είναι ηθική και πολιτική αρχή, που συνδέεται με την αγάπη και αφοσίωση στην πατρίδα, την υπερηφάνεια για το παρελθόν και το παρόν της, η έμπρακτη υπεράσπιση των συμφερόντων της». Ναι, αλλά τι είναι η «πατρίδα»; Διότι αν η πατρίδα είναι κάτι διαφορετικό από το έθνος, πρέπει να οριστεί, και να οριστεί επίσης σε τι συνίσταται η διαφορά της από το έθνος. Αν πάλι η πατρίδα ταυτίζεται με το έθνος, τότε κάνοντας μια απλή αντικατάσταση, η φράση στο κείμενο του σ. Τόλιου αναδιαμορφώνεται ως εξής: «ο πατριωτισμός είναι ηθική και πολιτική αρχή, που συνδέεται με την αγάπη και αφοσίωση στο έθνος, την υπερηφάνεια για το παρελθόν και το παρόν του, η έμπρακτη υπεράσπιση των συμφερόντων του». Αρκεί ένα απλό διάβασμα μιας τέτοιας φράσης για να βγουν στην επιφάνεια όλα τα προβλήματα τέτοιου τύπου ορισμών: σε τι συνίσταται η «αγάπη και αφοσίωση» στο ελληνικό έθνος, η «υπερηφάνεια για το παρελθόν και το παρόν του» και -κυρίως αυτό!- η «έμπρακτη υπεράσπιση των συμφερόντων του»;
Μπορούμε να γενικεύσουμε ιστορικά την έννοια πατρίδα ώστε να αναφέρεται σε όλες τις ιστορικές κορφές οργάνωσης των ταξικών κοινωνιών, από τα γένη και τις φυλές στις πόλεις-κράτη και τα καπιταλιστικά έθνη-κράτη. Σε αυτή την περίπτωση, θα μας είναι και άχρηστη και βλαπτική (αγαπάμε την πατρίδα = αγαπάμε κάθε μορφή πολιτικής οργάνωσης της ταξικής κοινωνίας). Για να αποκτήσει κάποια συγκεκριμένη σημασία, θα πρέπει να την ταυτίσουμε με το έθνος. Ή, θα πρέπει να την εκλάβουμε σαν μια πλαστική και «βιωματική» έννοια που θα έχει το περιεχόμενο που θα ορίσουμε εμείς. Σε αυτή την τελευταία περίπτωση, στο ερώτημα «τι ‘ν’ η πατρίδα μας;» θα πρέπει να δώσουμε όχι έναν ιστορικά αντικειμενικό ορισμό, αλλά έναν δικό μας ορισμό, κατάλληλο για την πάλη της Αριστεράς.
Πώς η Αριστερά πρέπει να παρέμβει σε αυτά τα ζητήματα;
Ούτως εχόντων των πραγμάτων, πώς πρέπει να παρέμβει η Αριστερά στο μέτωπο των «εθνικών» ζητημάτων; Θα πάρουμε απλώς την «εθνική σημαία» από τα χέρια της άρχουσας τάξης, της ακροδεξιάς, των φασιστών κ.λπ., για να τη σηκώσουμε ψηλότερα απ’ αυτούς, επιδεικνύοντας μεγαλύτερη «φιλοπατρία», κλίνοντας τις λέξεις έθνος και πατρίδα και όλα τα παράγωγά τους σε όλες τις πτώσεις και κατηγορώντας την αστική τάξη για «εθνική υποτέλεια»; Αυτό δεν λέγεται μάχη για την ηγεμονία, αλλά εθνική και πατριωτική πλειοδοσία! Η καταρχήν, γενική απάντηση μπορεί να είναι μόνο μία: ανταγωνιστικά προς την αστική τάξη, τους ιδεολογικοπολιτικούς της ορισμούς και τα στερεότυπα του πολιτικού της προσωπικού και των ιδεολογικών της μηχανισμών.
Η γενική αυτή απάντηση εξειδικεύεται σε επιμέρους απαντήσεις:
Οι «δύο πατρίδες», το «έθνος των εργαζομένων» και το «έθνος των αστών»:
Αφού οι έννοιες έθνος και πατρίδα, μαζί με όλα τα παράγωγά τους, είναι εγγενώς αντιφατικές, η Αριστερά πρέπει να αναδεικνύει αυτή την αντιφατικότητα, να θέτει τα δικά της περιεχόμενα, να αναδεικνύει τους δικούς της ορισμούς. Η αστική τάξη, η ακροδεξιά κ.λπ. λέγοντας έθνος και πατρίδα εννοούν την κοινότητα συμφερόντων όλων των τάξεων, την υπέρβαση των εσωτερικών, ταξικών διαφορών, και μέσα από αυτή την υπέρβαση την υποβάθμισή τους σε δευτερεύουσες πλευρές της «εθνικής ζωής». Ο Γιώργος Καρατζαφέρης δεν έχει κανένα πρόβλημα να καταγγέλλει το νεοφιλελευθερισμό, αλλά θεωρεί ότι αυτό είναι δευτερεύουσα όψη, ενώ πρωτεύουσα είναι η εθνική υποτέλεια και η μετατροπή της Ελλάδας σε αποικία, που φέρνουν τα μνημόνια.3 Για την Αριστερά, τα πράγματα τίθενται εντελώς αντίστροφα: δεν υπάρχει κοινότητα συμφερόντων όλων των τάξεων, όλων των μελών του έθνους, το έθνος δεν είναι ενιαίο, άρα δεν υπάρχει ένα έθνος. Επομένως, οι «δύο πατρίδες», τα «δύο έθνη», των εργαζομένων και της αστικής τάξης, δεν είναι μόνο θεωρητικές αναφορές αλλά και η πολιτική μέθοδος με την οποία η Αριστερά παρεμβαίνει σε αυτά τα ζητήματα, ο δικός μας τρόπος να παρεμβαίνουμε. Πολλοί αρθρογράφοι της Αριστεράς4 αναφέρουν τη γνωστή περικοπή από το λόγο του Άρη Βελουχιώτη στη Λαμία τον Οκτώβρη του ’44: «Μας κατηγορούν ότι θέμε να καταργήσουμε τα σύνορα και να διαλύσουμε το κράτος. Μα το κράτος εμείς το φτιάχνουμε σήμερα, γιατί δεν υπήρξε, μια που αυτοί το είχανε διαλύσει. Ποιος είναι λοιπόν πατριώτης; Αυτοί ή εμείς; Το κεφάλαιο δεν έχει πατρίδα και τρέχει να βρει κέρδη όπου υπάρχουνε τέτοια. Γι’ αυτό δεν νοιάζεται κι ούτε συγκινείται με την ύπαρξη των συνόρων και του κράτους. Ενώ εμείς, το μόνο που διαθέτουμε είναι οι καλύβες και τα πεζούλια μας. Αυτά δεν μπορούν να κινηθούν και παραμένουν μέσα στη χώρα που κατοικούμε. Ποιος, λοιπόν, μπορεί να ενδιαφερθεί καλύτερα για την πατρίδα του; Αυτοί που ξεπορτίζουν τα κεφάλαια τους από τη χώρα μας ή εμείς που παραμένουμε με τα πεζούλια μας εδώ;»
Ο Άρης Βελουχιώτης δεν ήταν και δεν τον τιμούμε σαν θεωρητικό του κομμουνιστικού κινήματος. Ωστόσο, εδώ μιλάει με το δικό του τρόπο ακριβώς για τη διάσπαση του έθνους, για τα «δύο έθνη» και τις «δύο πατρίδες»: αυτών «που ξεπορτίζουν τα κεφάλαιά τους και αυτών που παραμένουμε με τα πεζούλια μας εδώ». Ο Άρης δεν αναγνώριζε την αστική τάξη σαν τμήμα της Αντίστασης, και γι’ αυτό δεν είχε αυταπάτες για εθνικές κυβερνήσεις, εθνικές ενότητες κ.λπ. Επίσης, ο Άρης στη Λαμία το ’44 και σε συνθήκες ένοπλης αντίστασης στη γερμανική κατοχή θεώρησε σκόπιμο να ξεστομίσει ότι «το κεφάλαιο δεν έχει πατρίδα». Πολλοί από αυτούς που παραθέτουν αυτό το εδάφιο, δεν διακρίνονται από την ίδια έφεση να μιλάνε για τα «εθνικά ζητήματα» μιλώντας για την εσωτερική διάσπαση του έθνους, αλλά παραθέτουν το εδάφιο μόνο για να αποδείξουν ότι… πρέπει να είμαστε πατριώτες!
Η σχέση εθνικού και ταξικού:
Αυτό δεν σημαίνει μόνο ότι είναι ιστορική μορφή που δεν υπήρχε πάντα και δεν θα υπάρχει για πάντα, αλλά ότι επίσης δεν είναι αναλλοίωτη και αποστεωμένη μορφή, αλλά παράγεται και αναπαράγεται διαρκώς. Και οι μηχανισμοί παραγωγής και αναπαραγωγής του έθνους είναι ο πόλεμος και η… ταξική πάλη! Ο πόλεμος (ή μάλλον πολλοί πόλεμοι) διαμόρφωσαν τα σύνορα του ελληνικού έθνους, αλλά η ταξική πάλη διαμόρφωσε το «περιεχόμενό» του. Αλλά και όσον αφορά τον πόλεμο, αυτός είναι προϊόν των ταξικών κοινωνιών, ο δε ταξικός ανταγωνισμός εκφράζεται και μέσα στον πόλεμο – ούτε στον πόλεμο τα συμφέροντα της αστικής τάξης από τη μια και της εργατικής τάξης και των εργαζόμενων λαϊκών τάξεων από την άλλη είναι ταυτόσημα.5
Ότι η ταξική πάλη παράγει και αναπαράγει το έθνος, μας δίνει τη δυνατότητα να μιλήσουμε με μια δεύτερη «γενιά» επιχειρημάτων για την εσωτερική του διάσπαση, για τα «δύο έθνη» και τις «δύο πατρίδες», αναδεικνύοντας τους δικούς μας ορισμούς, τους ορισμούς της Αριστεράς. Λέγοντας, για παράδειγμα, ότι έθνος και πατρίδα για την Αριστερά είναι οι ιστορικές κατακτήσεις των εργαζόμενων τάξεων. Ότι ακόμη και η γλώσσα, που είναι υποτίθεται η πιο τρανταχτή «απόδειξη» της ιστορικής συνέχειας του έθνους και της κοινότητας των εθνικών συμφερόντων, είναι κι αυτή απόδειξη της εσωτερικής του διάσπασης: χρειάστηκαν οι αγώνες των δημοτικιστών και της Αριστεράς αλλά και η επίμονη άρνηση του εργαζόμενου λαού να μιλήσει μια κατασκευασμένη γλώσσα (την καθαρεύουσα), για να επιβληθεί η νεοελληνική. Ότι πάντα αλλά και τώρα που μιλάμε, ακόμη και το θεωρούμενο «νεκρό κεφάλαιο» του φυσικού περιβάλλοντος, αναπαράγεται διαρκώς, αναδιαμορφώνεται και υποβαθμίζεται - καταστρέφεται μέσα από την καπιταλιστική κερδοσκοπία (καταστροφή της φύσης, μόλυνση κ.λπ.). Ότι τα «πάγια του έθνους» (τα assets που επιβουλεύονται οι εγχώριοι και ξένοι καπιταλιστές κερδοσκόποι), οι πάσης φύσεως υποδομές, η δημόσια περιουσία κ.λπ., παράγονται από τους εργαζόμενους και δεν τα κληρονόμησε το έθνος από τους άγιους πατέρες, η δε αστική τάξη κερδοσκοπεί πάνω σ’ αυτά, τα θέτει στην υπηρεσία του κέρδους, τα λεηλατεί και τα υποβαθμίζει.
Ιδού λοιπόν ποια είναι η σχέση εθνικού και ταξικού. Όχι ότι το πρώτο είναι η καθολική και περιέχουσα έννοια ενώ το δεύτερο ένα από τα περιεχόμενά της, ότι το πρώτο είναι πρωτεύον και το δεύτερο το δευτερεύον, αλλά ότι το δεύτερο είναι η μέθοδος, το εργαλείο για να παρέμβουμε στο πρώτο!
Από ιστορική άποψη μιλώντας, το έθνος ή το εθνικό, είναι τόσο «ανθεκτικά» όσο και ο καπιταλισμός του οποίου είναι παράγωγα, ή και περισσότερο κι απ’ αυτόν στο βαθμό που εμπεριέχει και ανθεκτικά ιδεολογικά στοιχεία εγκαταβιωμένα με τη μορφή «παραδόσεων», δηλαδή αρχετυπικών ιδεολογικών μορφών που επικαιροποιούνται και αναπαράγονται διαρκώς. Από την ίδια άποψη ωστόσο, το ταξικό είναι απείρως πιο ανθεκτικό, αφού είναι το θεμελιώδες στοιχείο των κοινωνιών από τη στιγμή που ο άνθρωπος έπαψε να ζει σαν ελεύθερος τροφοσυλλέκτης και γεννήθηκαν τα πρώτα σπέρματα της ταξικής κοινωνίας και του κράτους, μέχρι και σήμερα. Μια τέτοια ιστορική σύγκριση του ταξικού με τον εθνικό δεν έχει λοιπόν νόημα, τουλάχιστον από την άποψη των συγκεκριμένων πολιτικών καθηκόντων. Αλλά και για έναν ακόμη λόγο: διότι έτσι συγκρίνουμε ανόμοια πράγματα, ανόμοιες ποιότητες, με τρόπο που δεν μας επιτρέπει να προσδιορίσουμε τη σχέση τους και άρα να καταλήξουμε σε μέθοδο παρέμβασης και σε πολιτικά καθήκοντα. Η σχέση των δύο είναι η εξής: Το ένα (το ταξικό) είναι το «κίνητρο», ο τρόπος και το εργαλείο για να παρεμβαίνουμε στο άλλο (το εθνικό).
Και με λίγα λόγια: Αντί να «εθνικοποιεί το ταξικό», η αποστολή της Αριστεράς είναι να «ταξικοποιεί το εθνικό»,5 να αποδομεί την αστική απάτη για το υποτιθέμενο συνεχές της ιστορικότητάς του, να αποδεικνύει ότι δεν είναι ένα και αδιαίρετο αλλά εσωτερικά διασπασμένο, ότι η εργατική τάξη και γενικότερα οι εργαζόμενες τάξεις παράγουν και αναπαράγουν το έθνος, τον υλικό και πνευματικό του πλούτο, ακόμη και το φυσικό περιβάλλον της κρατικής του επικράτειας, ενώ η αστική τάξη τον σφετερίζεται, τον υποβαθμίζει και τον λεηλατεί.
Αν αντί για μια τέτοια γενική γραμμή παρέμβασης στα «εθνικά ζητήματα», η Αριστερά έχει την αυταπάτη ότι απλώς μπορεί να αρπάξει την «εθνική σημαία» από τα «προδοτικά» χέρια της αστικής τάξης και να τη σηκώσει πιο ψηλά απ’ αυτήν κάνοντας εθνική και πατριωτική πλειοδοσία, τότε θα υποστεί τις αναπόφευκτες συνέπειες: ως τέτοια, πατριωτική Αριστερά, θα εκφυλιστεί σε αριστερή και ηγεμονευόμενη πτέρυγα του πατριωτισμού. Και βέβαια, υπό τέτοιους όρους, δεν πρόκειται ποτέ ούτε καν να δώσει τη θρυλούμενη μάχη για την ηγεμονία.
Το λαϊκό «πατριωτικό συναίσθημα»:
«Υπάρχει λαϊκό πατριωτικό συναίσθημα, το οποίο πρέπει να πάρουμε υπόψη μας». Πάει καιρός που η Αριστερά μιλάει γι’ αυτά τα θέματα χρησιμοποιώντας τον όρο ιδεολογία - και δεν μπορούμε να γυρίσουμε πίσω απ’ αυτό. Από τη μια, δεν υπάρχει τίποτε που να αφορά την κατάσταση της εργατικής τάξης και των εργαζόμενων λαϊκών τάξεων αλλά και τις ιδέες τις επηρεάζουν ή κυριαρχούν πάνω σ’ αυτές που να μας είναι αδιάφορο. Από την άλλη, ως μαρξιστές γνωρίζουμε πολύ καλά πως μιλώντας για «συναισθήματα» και «διαθέσεις», μιλάμε για ιδέες. Ιδέες όχι ξεκάθαρες, όχι επεξεργασμένες και εκλογικευμένες, πολύ περισσότερο όχι θεωρητικοποιημένες, αλλά αμάλγαμα
αυθόρμητων λαϊκών διαθέσεων και παραστάσεων, αυθόρμητης λαϊκής αναζήτησης ταυτότητας μαζί με στοιχεία αστικής ιδεολογίας. Αν υπάρχει κάτι «γνήσιο» σε αυτό, είναι η έλλειψη εκλογίκευσης και ο αντιφατικός του χαρακτήρας. Από τη μια, τα ισχυρά και εγκαταβιωμένα από αιώνες «εθνικής εκπαίδευσης» στοιχεία και αρχέτυπα της αστικής ιδεολογίας και του αστικού πατριωτισμού. Από την άλλη, ό,τι ατίθασο γεννάει η ταξική καταπίεση: την καχυποψία προς την εξουσία, την καχυποψία προς τις ραδιουργίες των ιμπεριαλιστών, την ανάγκη των «από κάτω» για συλλογική ταυτότητα. Έχοντας μια τέτοια εκρηκτική αντιφατικότητα, το «λαϊκό πατριωτικό συναίσθημα» μπορεί είτε να οδηγηθεί στην αγκαλιά του εθνικισμού, του ρατσισμού ή και της ακροδεξιάς και του φασισμού είτε να οδηγηθεί στη συνειδητοποίηση των «δύο πατρίδων» και στη συλλογική ταυτότητα του «έθνους των εργαζομένων». Η ιστορία έδειξε ότι συμβαίνουν και τα δύο, αλλά τι από τα δύο θα ηγεμονεύσει, κρίνεται κάθε φορά συγκεκριμένα. Σε κάθε περίπτωση, τίποτε από τα δύο δεν θα γίνει «αυθόρμητα», στο έδαφος κάποιας «λαϊκής γνησιότητας» ή αυθορμητισμού. Αντίθετα, το αποτέλεσμα θα είναι προϊόν της ταξικής πάλης βλέποντάς την συνολικά, σαν κοινωνική, πολιτική και ιδεολογική. Εκδήλωση μαζικού «λαϊκού πατριωτικού συναισθήματος» ήταν η Αντίσταση, αλλά και τα μακεδονικά συλλαλητήρια της δεκαετίας του ’90, όπως και η μαζική λαϊκή υποστήριξη στον Χίτλερ. Αντί να μιλάμε γι’ αυτά τα θέματα με πατριωτική αφέλεια ή με τη λαογραφική γλώσσα ενός Ζαχαρία Παπαντωνίου, καλό θα ήταν να θυμηθούμε αν όχι τον Μαρξ, τον Λένιν και τον Τρότσκι, τουλάχιστον τον Γκράμσι (που… δεν ξεσηκώνει τόσα πάθη μέσα στην Αριστερά): το «λαϊκό πατριωτικό συναίσθημα» δεν είναι αυθόρμητο, ηγεμονεύεται από την αστική ιδεολογία και χρειάζεται σκληρή πάλη από την Αριστερά για να καταλυθεί και κερδηθεί στην κατεύθυνση που μας ενδιαφέρει, στην κατεύθυνση μιας εργατικής - λαϊκής συλλογικής ταυτότητας του «έθνους των εργαζομένων».
Το τρίτο μνημόνιο και η «πρωταρχικότητα του αντιμπεριαλιστικού και πατριωτικού»:
Δεν πρόκειται όμως να κερδίσουμε ούτε ένα πόντο σε αυτή τη μάχη και αντίθετα θα χάσουμε κατά κράτος αν αντί να «ταξικοποιούμε το εθνικό», κάνουμε το αντίθετο «εθνικοποιώντας το ταξικό». Αν δεν απελευθερώσουμε από την κυριαρχία της αστικής ιδεολογίας και του αστικού πατριωτισμού και εθνικισμού το αίσθημα της αδικίας, της εκμετάλλευσης, της ανελευθερίας και καταπίεσης, της ιμπεριαλιστικής επιβολής και επιτροπείας. Τίποτε από όλα αυτά δεν είναι αυτονόητο ούτε εξασφαλίζεται από κάποιο «γνήσιο ένστικτο των μαζών». Όλα θα κριθούν στην πάλη για την ηγεμονία, όπου το δικό μας όπλο είναι η «ταξικοποίηση του εθνικού».
Όμως δεν υπάρχει καμία πιθανότητα να κερδίσουμε αυτή τη μάχη αν δεν την δώσουμε ή, πολύ περισσότερο, αν εμπνεόμαστε από το δόγμα της «εθνικοποίησης του ταξικού». Από αυτή την άποψη, το προαναφερθέν άρθρο του Β. Ασημακόπουλου1 είναι χαρακτηριστικό: κωδικοποιώντας τα σημαντικά σημεία των μέτρων του τρίτου μνημονίου, κατάφερε -γιατί περί κατορθώματος πρόκειται- να παραλείψει το… Ασφαλιστικό (είναι πολύ ταξικό για να… «εθνικοποιηθεί») και το μισό φορολογικό που αφορά το αφορολόγητο, τις κλίμακες φορολόγησης κ.λπ. (επίσης πολύ ταξικό για να… εθνικοποιηθεί»). Στη συνέχεια, ιεράρχησε τη σημασία των υπόλοιπων μέτρων ως εξής: α) πώληση δανείων σε distress funds, β) το υπερταμείο για τη ρευστοποίηση της δημόσιας περιουσίας, γ) ο δημοσιονομικός «κόφτης», δ) η μετατροπή της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων σε ανεξάρτητη αρχή, ε) οι έμμεσοι φόροι (αυτό το τελευταίο χωρίς σχόλια). Για να αποδείξει έτσι, ότι όλα αυτά (ακόμη και οι έμμεσοι φόροι!) τεκμηριώνουν την πρωταρχικότητα του στοιχείου της εθνικής υποτέλειας και την ανάγκη του αγώνα για εθνική ανεξαρτησία. Δεν υπάρχει λοιπόν ζήτημα ιμπεριαλιστικής «νεοαποικιοκρατίας», κατάργησης της λαϊκής κυριαρχίας κ.λπ. μέσω των μνημονίων; Ασφαλώς και υπάρχει! (θα επανέλθουμε σε αυτό στο δεύτερο μέρος του άρθρου, για να το βάλουμε στις σωστές του διαστάσεις, δηλαδή να το πραγματευτούμε με μαρξιστικά στοιχεία ανάλυσης) Όμως δεν είναι καθόλου αυτονόητο -θέλει κάποια επιπλέον αποδειξούλα- ότι από τη στιγμή που υπάρχει τέτοιο ζήτημα, οφείλει η Αριστερά να «εθνικοποιήσει το ταξικό» με τόσο άγαρμπο τρόπο. Πρέπει κάποιος, κάπου, κάποτε να καταθέσει ένα επιχείρημα γι’ αυτή την «ανάγκη» - δεν μπορεί ο διάλογος μέσα στην Αριστερά να είναι το πανηγύρι των παράλληλων «αυτονόητων»!
Αντίθετα, σε μας φαίνεται αυτονόητο, με βάση τα μαρξιστικά εργαλεία ανάλυσης, μιλώντας με την απαραίτητη ακρίβεια, να αποτιμήσουμε τα μέτρα του τρίτου μνημονίου ως εξής:
α. Τα μέτρα του τρίτου μνημονίου, είναι στο σύνολό τους μέτρα ταξικής σκληρότητας ενάντια στην εργαζόμενη κοινωνική πλειοψηφία: το ασφαλιστικό καταστρέφει τη ζωή των απόμαχων της εργασίας, το φορολογικό επιβαρύνει τις εργαζόμενες λαϊκές τάξεις με νέα βάρη, αφενός με τη μείωση του αφορολόγητου και την επιβάρυνση των χαμηλών εισοδημάτων και αφετέρου με την αύξηση του συντελεστή ΦΠΑ σε προϊόντα και υπηρεσίες ευρείας λαϊκής κατανάλωσης, οι προαναγγελθείσες ρυθμίσεις για τα εργασιακά θα καταστρέψουν ολοσχερώς τις εργασιακές σχέσεις και θα απογειώσουν την εργοδοτική αυθαιρεσία, ο δημοσιονομικός «κόφτης» αυτοματοποιεί και μονιμοποιεί τις περικοπές στις συντάξεις, τις δαπάνες για το κοινωνικό κράτος κ.λπ., το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας από το «υπερταμείο» εγγυάται την κερδοσκοπία των ιδιωτικών καπιταλιστικών συμφερόντων πάνω στις υπηρεσίες και τα προϊόντα ευρείας λαϊκής κατανάλωσης (ρεύμα, νερό, τρόφιμα κ.λπ.), ο άμεσος έλεγχος από τους δανειστές στο φορολογικό μηχανισμό (Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων) εγγυάται ότι δεν θα χρησιμοποιηθούν δημόσιοι πόροι (οι φόροι, που στο μεγάλο τους ποσοστό προέρχονται από τις εργαζόμενες τάξεις) για συντάξεις, κοινωνικό κράτος κ.λπ.
β. Αυτά τα μέτρα, προστιθέμενα στα μέτρα των δύο προηγούμενων μνημονίων αλλά και στις άμεσες συνέπειες της κρίσης (τρομακτική επέκταση ανεργίας και φτώχειας) και συνυπολογίζοντας τη βίαιη υπαγωγή των αυτοαπασχολούμενων και των αγροτών στη μέγγενη της εσωτερικής υποτίμησης, εμπεδώνουν σε μεγάλο βαθμό το νέο καθεστώς εκμετάλλευσης της εργαζόμενης κοινωνικής πλειοψηφίας που είναι ταυτόχρονα το νέο μοντέλο συσσώρευσης του κεφαλαίου. Δεν πρόκειται απλώς για νέα μέτρα που προστίθενται στα παλιά, αλλά για «ολόκληρο» καθεστώς εκμετάλλευσης της εργαζόμενης κοινωνικής πλειοψηφίας.
γ. Κάποια εξ αυτών των μέτρων, κυρίως ο τρόπος και οι μέθοδοι που αυτά επιβάλλονται από τη συμμαχία αστικής τάξης και δανειστών, θέτουν ζήτημα κατάργησης της λαϊκής κυριαρχίας - και μ’ αυτό εννοούμε ότι από τη φαλκίδευση της λαϊκής κυριαρχίας στη μεταπολιτευτική αστική δημοκρατία, περνάμε τώρα σε μια κοινοβουλευτική αυταρχία με ωμή ιμπεριαλιστική επιβολή και οικονομικό έλεγχο. Μιλώντας γι’ αυτό, το πρώτο απ’ όλα τα παραδείγματα είναι το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015, όπου όμως το ΟΧΙ έγινε ΝΑΙ από την ελληνική -και μάλιστα αριστερή- κυβέρνηση! Ύστερα ακολουθούν ο «κόφτης» (αυτοματοποίηση και μονιμοποίηση των νεοφιλελεύθερων πολιτικών), το «υπερταμείο» (μονιμοποίηση και αυτοματοποίηση του ξεπουλήματος της δημόσιας περιουσίας), υπαγωγή του ελέγχου της ΓΓΠΣ στους δανειστές (άμεση υπεξαίρεση δημόσιων πόρων για την αποπληρωμή του χρέους).
Ύστερα, θα πρέπει η Αριστερά να συνοψίζει όλα αυτά στο εξής συμπέρασμα: ένα νέο καθεστώς εκμετάλλευσης της εργαζόμενης λαϊκής πλειοψηφίας οικοδομείται και εμπεδώνεται, καθεστώς ταξικής σκληρότητας, κατάργησης των δημοκρατικών, κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων, κατάργησης και των στοιχειωδών ιχνών λαϊκής κυριαρχίας, νεοαποικιοκρατικής ιμπεριαλιστικής εκμετάλλευσης. Και ύστερα να καλέσει σε αγώνα για την ανατροπή του και να προβάλει ένα σχέδιο για την ανατροπή του, με στόχο να ανοίξει ο δρόμος για να ξεριζώσουμε τις αιτίες της εκμετάλλευσης και καταπίεσης, να ανοίξει ο δρόμος για το σοσιαλισμό.
Αλλά όχι, όχι! Όλα αυτά κρύβουν την εθνική διάσταση των μέτρων. Η κύρια πλευρά αυτών των μέτρων είναι «εθνική»: ότι το ελληνικό έθνος, εκπροσωπούμενο από τις εκάστοτε κυβερνήσεις του (μεταξύ αυτών και η παρούσα) και το ελληνικό κράτος, χάνει τον έλεγχο του υπερταμείου (είναι δυνατόν να ξεπουλάνε τη δημόσια περιουσία μας οι «ξένοι» κι όχι οι «δικοί» μας; - ακόμη και αν οι «δικοί μας» συνασπίζονται με τους «ξένους» στο πλιάτσικο των ιδιωτικοποιήσεων), χάνει τον έλεγχο του φορολογικού μηχανισμού (μα να χάσουν οι ελληνικές κυβερνήσεις το δικαίωμα να συλλέγουν αυτές τους φόρους και ύστερα να αποδίδουν οι ίδιες τα δέοντα στους δανειστές, χάνοντας και το δικαίωμα της δευτερεύουσας αναδιανομής του πλούτου υπέρ του κεφαλαίου μέσα από την κυβερνητική και κρατική (συγ)κάλυψη της φοροδιαφυγής;), «αναγκάζεται» να επιβάλει φόρους, να απαλλοτριώσει τη «μικροϊδιοκτητική δομή» της ελληνικής οικονομίας (την οποία για κάποιο ανεξήγητο λόγο οι λαϊκές τάξεις πρέπει να υπερασπιστούν σαν «εθνικό κεκτημένο») κ.λπ. Να αποκαταστήσουμε αυτά τα (απαλλοτριούμενα) δικαιώματα; Αυτό είναι το βαθύτερο νόημα της «πρωταρχικότητας του εθνικού; Υποθέτουμε ότι κάτι τέτοιο θα ακουστεί σαν βαριά κατηγορία. Καλώς! Τότε όμως, ποιο είναι;
Εν κατακλείδι: τα μέτρα του τρίτου μνημονίου (όπως και των δύο προηγούμενων) είναι αμιγώς ταξικά – και αλίμονο στην Αριστερά που της προσφέρεται η ιστορική ευκαιρία να αναδείξει την ταξικότητα των κυρίαρχων πολιτικών και όχι μόνο την αρνείται, αλλά επιδίδεται στην προσπάθεια να εκβιάσει την «εθνική» τους ανάγνωση!
Η αστική τάξη έχει προφανείς λόγους να θέλει να κρύψει την ταξική διάσταση των μέτρων. Η Αριστερά, για ποιο λόγο να το κάνει;;; Για να πει ότι, τη στιγμή που συντρίβεται η ζωή της εργαζόμενης κοινωνικής πλειοψηφίας, σημασία δεν έχει πώς ζουν οι άνθρωποι, αλλά ποια άποψη θα τους υποδείξουμε εμείς ότι οφείλουν να έχουν για το «εθνικό» νόημα των δεινών τους;
Ή μήπως πρέπει να είναι η Αριστερά που θα εμπνεύσει στην εργαζόμενη πλειοψηφία κάποιου είδους «εθνική καρτερία» στο πλαίσιο της οποίας θα πρέπει να υπομένουν τα ταξικά τους δεινά στο όνομα του υπέρτερου πατριωτικού προτάγματος; Έχουμε κάτι περισσότερο από βάσιμες υποψίες, ας πούμε αποχρώσες ενδείξεις, ότι πρόκειται ακριβώς γι’ αυτό. Αλλά έτσι το «εθνικό» και το «πατριωτικό» γίνονται όργανο «ταξικής εθελοδουλείας»: ή, όπως το λέει ο Βαγγέλης Αντωνίου,
«Αν δεν ενσωματώσει δημιουργικά τον στόχο της απελευθέρωσης της της πατρίδας από τα ιμπεριαλιστικά δεσμά, ως την αναγκαία προϋπόθεση για την υλοποίηση εκείνων των μετασχηματισμών που θα προσδιορίσουν (και) το εγχείρημα της κοινωνικής χειραφέτησης. Η ανάκτηση της νομισματικής – πριν απ’ όλα - κυριαρχίας (και επιμένω πως έτσι πρέπει να το διατυπώνουμε, καθώς υπάρχουν και «σχέδια» νομισματικά, που μόνο κυριαρχία δεν εγκαθιδρύουν), η αθέτηση πληρωμών στο χρέος, η εθνικοποίηση των «στρατηγικών υψωμάτων» της οικονομίας και η ανάκτηση του ελέγχου της ΤτΕ και των βασικών μηχανισμών του κράτους, από μια γνήσια αριστερή κυβέρνηση, που όχι απλά θα διαμεσολαβεί αλλά θα βρίσκεται σε οργανική αλληλεπίδραση με το μαχόμενο λαϊκό κίνημα, είναι ο πρώτος κρίκος, ο πρώτος ενδιάμεσος μεταβατικός σταθμός στον μακρύ και δύσβατο δρόμο και της ανεξαρτησίας και της απελευθέρωσης των υποτελών τάξεων»
Πρώτα η ανάκτηση της εθνικής κυριαρχίας, λοιπόν. Προ του υπέρτερου αυτού προτάγματος, αυτός ξέχασε όχι το Ασφαλιστικό όπως ο Βασίλης Ασημακόπουλος, αλλά όλα τα μνημόνια στη σειρά!!! Είμαστε βέβαιοι ότι θα αντιδράσει θιγόμενος σε αυτή την κατηγορία, λέγοντας ότι βεβαίως υποστηρίζει την κατάργηση των μνημονίων. Όμως δεν ξεχνάς χωρίς σοβαρό λόγο τρία ολόκληρα μνημόνια! Ο λόγος είναι προφανής: όχι επειδή δεν πιστεύει στην κατάργησή τους αλλά επειδή πάνω στον οίστρο να επιχειρηματολογήσει για την «πρωταρχικότητα του πατριωτικού», η κατάργηση των μνημονίων και η ανατροπή της λιτότητας ήταν πολύ… ταξικά για να «κολλήσουν» με τα πατριωτικά καθήκοντα…
Αρνούμενος λοιπόν να σχετικοποιήσει τη σημασία των υπέρτερων «πατριωτικών καθηκόντων», δεν περιλαμβάνει στα θεμελιώδη μέτρα του πρώτου «κρίκου στο δύσβατο δρόμο της ανεξαρτησίας και της απελευθέρωσης των υποτελών τάξεων» την κατάργηση των μνημονίων και την ανατροπή της λιτότητας!!! Οι υποτελείς τάξεις πρέπει να παλέψουν για «την απελευθέρωση της πατρίδας από τα ιμπεριαλιστικά δεσμά ως την αναγκαία προϋπόθεση για την υλοποίηση εκείνων των μετασχηματισμών που θα προσδιορίσουν (και) το εγχείρημα της κοινωνικής χειραφέτησης». Έτσι, η πολεμική του κραυγή καταλήγει στο εξής: υποτελείς τάξεις, απελευθερώστε την πατρίδα, κι αυτή θα σας ανταμείψει – αλλά δε «δεύτερο χρόνο», αφού πρώτα ανακτηθεί η εθνική κυριαρχία! Υπάρχει και μια άλλη συνέπεια από την ανάδειξη των «πατριωτικών» καθηκόντων σε υπέρτερα προτάγματα: ότι «εθνικοποιούνται» τα κίνητρα, οι λόγοι, για τη στάση πληρωμών στο χρέος και τις εθνικοποιήσεις. Να διαγράψουμε το χρέος για να «ανασάνει η εθνική οικονομία» ή για να εξοικονομήσουμε τεράστιους πόρους που απαλλοτριώνονται από τους τοκογλύφους δανειστές για να ικανοποιήσουμε τις άμεσες ανάγκες της εργαζόμενης λαϊκής πλειοψηφίας; Αν η απάντηση είναι «και για τους δύο αυτούς λόγους», θα ρωτήσουμε εμείς με τη σειρά μας: Ναι, αλλά ποιος είναι ο πρωταρχικός; Διότι αν πρωταρχικός είναι ο λόγος να «ανασάνει η οικονομία» και να «πάρει μπρος η ανάπτυξη» (της «εθνικής -καπιταλιστικής- οικονομίας»), αυτό σημαίνει ότι οι ανάγκες των εργαζόμενων πρέπει να περιμένουν τα δώρα της ανάπτυξης. Το ίδιο και για τις εθνικοποιήσεις κ.λπ.
Στο δεύτερο μέρος:
1. Σε τι συνίσταται σήμερα το «εθνικό ζήτημα»; Η Ελλάδα, χώρα υπό κατοχή;
2. Πώς αντιπαλεύουμε τον αστικό πατριωτισμό;
3. Τι είναι η εθνική ανεξαρτησία; Γιατί το λαϊκή κυριαρχία δεν είναι αρκετό; Ποια είναι η προστιθέμενη αξία του εθνικού;
4. Πώς και ενάντια σε ποιους θα δώσουμε τη μάχη ενάντια στην ιμπεριαλιστική επιβολή και νεοαποικιοκρατία;
5. Τι χώρα είναι η Ελλάδα;
6. Βασική και κυρίαρχη αντίθεση: πώς συνδυάζεται το «υπέρτερον του εθνικού» με την κυρίαρχη αντίθεση μνημόνιο - αντιμνημόνιο;
Σημειώσεις:
1. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, το άρθρο του Βασίλη Ασημακόπουλου στο TVXSμε τον εύγλωττο τίτλο «Ο αγώνας είναι για εθνική ανεξαρτησία - λαϊκή κυριαρχία», που αναδημοσιεύτηκε στην Ίσκρα στις 28/5/2016.
2. Γιάννης Τόλιος, «Το πατριωτικό, εθνικό, ταξικό, διεθνιστικό στη στρατηγική της Αριστεράς», Ίσκρα 3/5/2016
3. Μια ματιά (θα χρειαστεί ασφαλώς υπομονή…) στις νυχτερινές του εκπομπές στο , θα αποδείξει ότι είναι δύσκολο, μάταιο και επιβλαβές για την Αριστερά να συναγωνιστεί τον Καρατζαφέρη και τους ομοίους του στο έδαφος της «πρωταρχικότητας» του στοιχείου της «υποτέλειας» και «αποικιοποίησης»…
4. Παρατίθεται, για πολλοστή φορά, στο πρόσφατο άρθρο του Βαγγέλη Αντωνίου με τίτλο «Το εγχείρημα της κοινωνικής χειραφέτησης αξεδιάλυτα δεμένο με την απελευθέρωση της πατρίδας», του Βαγγέλη Αντωνίου, Ίσκρα 14/5/2016
5. Κάποιος που δεν μπορεί να κατηγορηθεί για… τροτσκισμό και είναι αναφορά σημαντικών τμημάτων της πατριωτικής Αριστεράς, ο Μάο Τσε Τουνγκ, το έθεσε ως εξής: Ή ο πόλεμος θα φέρει την επανάσταση ή η επανάσταση θα αποτρέψει τον πόλεμο.
Η συζήτηση για τον πατριωτισμό, την εθνική ανεξαρτησία κ.λπ., βασικό μοτίβο του διαλόγου και της αντιπαράθεσης απόψεων στην ελληνική Αριστερά, κεντρίστηκε το τελευταίο διάστημα για δύο λόγους: Πρώτο, λόγω του εν εξελίξει διαλόγου ενόψει της ιδρυτικής συνδιάσκεψης της ΛΑΕ. Δεύτερο, με αφορμή την ψήφιση των «πακέτων» μέτρων του τρίτου μνημονίου. Ιδιαίτερα το «υπερταμείο» για το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας, ο δημοσιονομικός «κόφτης», οι ρυθμίσεις για τα «κόκκινα» δάνεια, ακόμη και οι έμμεσοι φόροι, θεωρήθηκε ότι ολοκληρώνουν το καθεστώς εθνικής υποτέλειας, μετατροπής της Ελλάδας σε αποικία κ.λπ. Από κάποιους αρθρογράφους, θεωρήθηκε ότι αυτός ήταν-είναι ο «κυρίαρχος» χαρακτήρας του τρίτου μνημονίου.1
Πολλοί συγγραφείς σχετικών κειμένων θεωρούν ότι ολοκλήρωσαν την αποστολή τους αν «αποδείξουν» ότι υπάρχουν εθνικά ζητήματα, ότι υπάρχει ιμπεριαλιστική νεοαποικιοκρατική επιβολή, ότι υπάρχει ζήτημα δημοκρατίας και λαϊκής κυριαρχίας, ότι οι άνθρωποι διακατέχονται από «πατριωτικά συναισθήματα». Κραδαίνοντας αυτές τις «αποδείξεις», κατακεραυνώνουν θριαμβευτικά αυτούς στους οποίους κάνουν κριτική, κάνοντας το άλμα στα υποτιθέμενα αυτονόητα πολιτικά «προτάγματα»: άρα, λένε, η Αριστερά δεν πρέπει να υποτιμήσει-αδιαφορήσει αλλά αντίθετα πρέπει να μιλήσει γι’ αυτά τα ζητήματα και να παρέμβει. Ωστόσο, η ουσιαστική συζήτηση δεν τελειώνει εδώ, αλλά αρχίζει ακριβώς από αυτό το σημείο και μετά: πώς πρέπει η Αριστερά να «μιλήσει» και να παρέμβει σε αυτά τα ζητήματα; Θα αρπάξει έτσι απλά και αυτονόητα τη σημαία του «εθνικού αγώνα» από τα χέρια της Δεξιάς και του συστήματος για να τη σηκώσει πιο ψηλά;
Όλο το ζήτημα είναι αυτό το «πώς;». Χωρίς απάντηση σε αυτό, όλα τα υπόλοιπα είναι είτε ναυμαχία για το αυτονόητο είτε ρηχές προφάνειες. Για να προσδιορίσουμε όμως αυτό το θεμελιώδες «πώς;», πρέπει να ξεκινήσουμε από τα βασικά.
Τι είναι τα εθνικά συμφέροντα; «Τι είν’ η πατρίδα μας»;
Ο ορισμός του έθνους συνδέεται με την ιστορική πραγματικότητα των καπιταλιστικών εθνών-κρατών. Το έθνος είναι ιστορική κατηγορία (δεν υπήρχε πάντα, δεν θα υπάρχει για πάντα), το έθνος αναδύθηκε μαζί με τον καπιταλισμό, συνδέεται με την πραγματικότητα του κράτους είτε με τη διεκδίκηση να οργανωθεί σε κράτος, είναι ιστορική πολιτική και κρατική μορφή που υπηρέτησε και υπηρετεί την καπιταλιστική ανάπτυξη («ομοιογενοποίηση» με βάση τη γλώσσα, την (ανα)κατασκευή του «εθνικού» παρελθόντος, τη δράση των ιδεολογικών μηχανισμών και μηχανισμών ένταξης όπως η εκπαίδευση, ο στρατός ή και η θρησκεία) και είναι εσωτερικά ταξικά διαιρεμένο. Αυτή είναι η θεμελιώδης βάση μιας μαρξιστικής προσέγγισης, που κόντρα στην αποϊδεολογικοποίηση πρέπει να υπερασπιστούμε αν θέλουμε να έχουμε στοιχειωδώς μια πυξίδα για το ζήτημα. Από αυτή τη θεμελιώδη βάση απορρέουν βασικά συμπεράσματα:
Πρώτο, αν το έθνος είναι εσωτερικά ταξικά διαιρεμένο, όχι μόνο δεν υπάρχουν ενιαία εθνικά συμφέροντα, κοινά για την αστική τάξη και την εργατική τάξη, αλλά δεν υπάρχει καν ένα, ενιαίο και αδιαίρετο έθνος.
Δεύτερο, αν το έθνος συνδέεται με την ιστορική ανάδυση του καπιταλισμού και είναι οργανωμένο σε κράτος με στόχο να προαγάγει την καπιταλιστική ανάπτυξη, τότε με βάση αυτό του το χαρακτηριστικό πρέπει να αναλύσουμε την ένταξή του στο διεθνές σύστημα και όχι με τα αστικά στερεότυπα περί εξωτερικής πολιτικής.
Τρίτο, αν το έθνος κράτος λειτουργεί ομοιογενοποιητικά, με εργαλείο τους κρατικούς ιδεολογικούς -και όχι μόνο- μηχανισμούς, τότε τα εθνικά χαρακτηριστικά, η εθνική συνείδηση κ.λπ. δεν διαμορφώνεται αυθόρμητα, αλλά είναι αντικείμενο της πάλης για την ηγεμονία και αποτελούν μορφές ηγεμονίας της αστικής ιδεολογίας (στο βαθμό που αυτή είναι κυρίαρχη).
Όσον αφορά τώρα την έννοια «πατρίδα», εδώ συναντούμε συχνά υπεριστορικές και… λογοτεχνικές αναφορές. Έτσι, ο Γιάννης Τόλιος γράφει:2 «ο πατριωτισμός είναι ηθική και πολιτική αρχή, που συνδέεται με την αγάπη και αφοσίωση στην πατρίδα, την υπερηφάνεια για το παρελθόν και το παρόν της, η έμπρακτη υπεράσπιση των συμφερόντων της». Ναι, αλλά τι είναι η «πατρίδα»; Διότι αν η πατρίδα είναι κάτι διαφορετικό από το έθνος, πρέπει να οριστεί, και να οριστεί επίσης σε τι συνίσταται η διαφορά της από το έθνος. Αν πάλι η πατρίδα ταυτίζεται με το έθνος, τότε κάνοντας μια απλή αντικατάσταση, η φράση στο κείμενο του σ. Τόλιου αναδιαμορφώνεται ως εξής: «ο πατριωτισμός είναι ηθική και πολιτική αρχή, που συνδέεται με την αγάπη και αφοσίωση στο έθνος, την υπερηφάνεια για το παρελθόν και το παρόν του, η έμπρακτη υπεράσπιση των συμφερόντων του». Αρκεί ένα απλό διάβασμα μιας τέτοιας φράσης για να βγουν στην επιφάνεια όλα τα προβλήματα τέτοιου τύπου ορισμών: σε τι συνίσταται η «αγάπη και αφοσίωση» στο ελληνικό έθνος, η «υπερηφάνεια για το παρελθόν και το παρόν του» και -κυρίως αυτό!- η «έμπρακτη υπεράσπιση των συμφερόντων του»;
Μπορούμε να γενικεύσουμε ιστορικά την έννοια πατρίδα ώστε να αναφέρεται σε όλες τις ιστορικές κορφές οργάνωσης των ταξικών κοινωνιών, από τα γένη και τις φυλές στις πόλεις-κράτη και τα καπιταλιστικά έθνη-κράτη. Σε αυτή την περίπτωση, θα μας είναι και άχρηστη και βλαπτική (αγαπάμε την πατρίδα = αγαπάμε κάθε μορφή πολιτικής οργάνωσης της ταξικής κοινωνίας). Για να αποκτήσει κάποια συγκεκριμένη σημασία, θα πρέπει να την ταυτίσουμε με το έθνος. Ή, θα πρέπει να την εκλάβουμε σαν μια πλαστική και «βιωματική» έννοια που θα έχει το περιεχόμενο που θα ορίσουμε εμείς. Σε αυτή την τελευταία περίπτωση, στο ερώτημα «τι ‘ν’ η πατρίδα μας;» θα πρέπει να δώσουμε όχι έναν ιστορικά αντικειμενικό ορισμό, αλλά έναν δικό μας ορισμό, κατάλληλο για την πάλη της Αριστεράς.
Πώς η Αριστερά πρέπει να παρέμβει σε αυτά τα ζητήματα;
Ούτως εχόντων των πραγμάτων, πώς πρέπει να παρέμβει η Αριστερά στο μέτωπο των «εθνικών» ζητημάτων; Θα πάρουμε απλώς την «εθνική σημαία» από τα χέρια της άρχουσας τάξης, της ακροδεξιάς, των φασιστών κ.λπ., για να τη σηκώσουμε ψηλότερα απ’ αυτούς, επιδεικνύοντας μεγαλύτερη «φιλοπατρία», κλίνοντας τις λέξεις έθνος και πατρίδα και όλα τα παράγωγά τους σε όλες τις πτώσεις και κατηγορώντας την αστική τάξη για «εθνική υποτέλεια»; Αυτό δεν λέγεται μάχη για την ηγεμονία, αλλά εθνική και πατριωτική πλειοδοσία! Η καταρχήν, γενική απάντηση μπορεί να είναι μόνο μία: ανταγωνιστικά προς την αστική τάξη, τους ιδεολογικοπολιτικούς της ορισμούς και τα στερεότυπα του πολιτικού της προσωπικού και των ιδεολογικών της μηχανισμών.
Η γενική αυτή απάντηση εξειδικεύεται σε επιμέρους απαντήσεις:
Οι «δύο πατρίδες», το «έθνος των εργαζομένων» και το «έθνος των αστών»:
Αφού οι έννοιες έθνος και πατρίδα, μαζί με όλα τα παράγωγά τους, είναι εγγενώς αντιφατικές, η Αριστερά πρέπει να αναδεικνύει αυτή την αντιφατικότητα, να θέτει τα δικά της περιεχόμενα, να αναδεικνύει τους δικούς της ορισμούς. Η αστική τάξη, η ακροδεξιά κ.λπ. λέγοντας έθνος και πατρίδα εννοούν την κοινότητα συμφερόντων όλων των τάξεων, την υπέρβαση των εσωτερικών, ταξικών διαφορών, και μέσα από αυτή την υπέρβαση την υποβάθμισή τους σε δευτερεύουσες πλευρές της «εθνικής ζωής». Ο Γιώργος Καρατζαφέρης δεν έχει κανένα πρόβλημα να καταγγέλλει το νεοφιλελευθερισμό, αλλά θεωρεί ότι αυτό είναι δευτερεύουσα όψη, ενώ πρωτεύουσα είναι η εθνική υποτέλεια και η μετατροπή της Ελλάδας σε αποικία, που φέρνουν τα μνημόνια.3 Για την Αριστερά, τα πράγματα τίθενται εντελώς αντίστροφα: δεν υπάρχει κοινότητα συμφερόντων όλων των τάξεων, όλων των μελών του έθνους, το έθνος δεν είναι ενιαίο, άρα δεν υπάρχει ένα έθνος. Επομένως, οι «δύο πατρίδες», τα «δύο έθνη», των εργαζομένων και της αστικής τάξης, δεν είναι μόνο θεωρητικές αναφορές αλλά και η πολιτική μέθοδος με την οποία η Αριστερά παρεμβαίνει σε αυτά τα ζητήματα, ο δικός μας τρόπος να παρεμβαίνουμε. Πολλοί αρθρογράφοι της Αριστεράς4 αναφέρουν τη γνωστή περικοπή από το λόγο του Άρη Βελουχιώτη στη Λαμία τον Οκτώβρη του ’44: «Μας κατηγορούν ότι θέμε να καταργήσουμε τα σύνορα και να διαλύσουμε το κράτος. Μα το κράτος εμείς το φτιάχνουμε σήμερα, γιατί δεν υπήρξε, μια που αυτοί το είχανε διαλύσει. Ποιος είναι λοιπόν πατριώτης; Αυτοί ή εμείς; Το κεφάλαιο δεν έχει πατρίδα και τρέχει να βρει κέρδη όπου υπάρχουνε τέτοια. Γι’ αυτό δεν νοιάζεται κι ούτε συγκινείται με την ύπαρξη των συνόρων και του κράτους. Ενώ εμείς, το μόνο που διαθέτουμε είναι οι καλύβες και τα πεζούλια μας. Αυτά δεν μπορούν να κινηθούν και παραμένουν μέσα στη χώρα που κατοικούμε. Ποιος, λοιπόν, μπορεί να ενδιαφερθεί καλύτερα για την πατρίδα του; Αυτοί που ξεπορτίζουν τα κεφάλαια τους από τη χώρα μας ή εμείς που παραμένουμε με τα πεζούλια μας εδώ;»
Ο Άρης Βελουχιώτης δεν ήταν και δεν τον τιμούμε σαν θεωρητικό του κομμουνιστικού κινήματος. Ωστόσο, εδώ μιλάει με το δικό του τρόπο ακριβώς για τη διάσπαση του έθνους, για τα «δύο έθνη» και τις «δύο πατρίδες»: αυτών «που ξεπορτίζουν τα κεφάλαιά τους και αυτών που παραμένουμε με τα πεζούλια μας εδώ». Ο Άρης δεν αναγνώριζε την αστική τάξη σαν τμήμα της Αντίστασης, και γι’ αυτό δεν είχε αυταπάτες για εθνικές κυβερνήσεις, εθνικές ενότητες κ.λπ. Επίσης, ο Άρης στη Λαμία το ’44 και σε συνθήκες ένοπλης αντίστασης στη γερμανική κατοχή θεώρησε σκόπιμο να ξεστομίσει ότι «το κεφάλαιο δεν έχει πατρίδα». Πολλοί από αυτούς που παραθέτουν αυτό το εδάφιο, δεν διακρίνονται από την ίδια έφεση να μιλάνε για τα «εθνικά ζητήματα» μιλώντας για την εσωτερική διάσπαση του έθνους, αλλά παραθέτουν το εδάφιο μόνο για να αποδείξουν ότι… πρέπει να είμαστε πατριώτες!
Η σχέση εθνικού και ταξικού:
Αυτό δεν σημαίνει μόνο ότι είναι ιστορική μορφή που δεν υπήρχε πάντα και δεν θα υπάρχει για πάντα, αλλά ότι επίσης δεν είναι αναλλοίωτη και αποστεωμένη μορφή, αλλά παράγεται και αναπαράγεται διαρκώς. Και οι μηχανισμοί παραγωγής και αναπαραγωγής του έθνους είναι ο πόλεμος και η… ταξική πάλη! Ο πόλεμος (ή μάλλον πολλοί πόλεμοι) διαμόρφωσαν τα σύνορα του ελληνικού έθνους, αλλά η ταξική πάλη διαμόρφωσε το «περιεχόμενό» του. Αλλά και όσον αφορά τον πόλεμο, αυτός είναι προϊόν των ταξικών κοινωνιών, ο δε ταξικός ανταγωνισμός εκφράζεται και μέσα στον πόλεμο – ούτε στον πόλεμο τα συμφέροντα της αστικής τάξης από τη μια και της εργατικής τάξης και των εργαζόμενων λαϊκών τάξεων από την άλλη είναι ταυτόσημα.5
Ότι η ταξική πάλη παράγει και αναπαράγει το έθνος, μας δίνει τη δυνατότητα να μιλήσουμε με μια δεύτερη «γενιά» επιχειρημάτων για την εσωτερική του διάσπαση, για τα «δύο έθνη» και τις «δύο πατρίδες», αναδεικνύοντας τους δικούς μας ορισμούς, τους ορισμούς της Αριστεράς. Λέγοντας, για παράδειγμα, ότι έθνος και πατρίδα για την Αριστερά είναι οι ιστορικές κατακτήσεις των εργαζόμενων τάξεων. Ότι ακόμη και η γλώσσα, που είναι υποτίθεται η πιο τρανταχτή «απόδειξη» της ιστορικής συνέχειας του έθνους και της κοινότητας των εθνικών συμφερόντων, είναι κι αυτή απόδειξη της εσωτερικής του διάσπασης: χρειάστηκαν οι αγώνες των δημοτικιστών και της Αριστεράς αλλά και η επίμονη άρνηση του εργαζόμενου λαού να μιλήσει μια κατασκευασμένη γλώσσα (την καθαρεύουσα), για να επιβληθεί η νεοελληνική. Ότι πάντα αλλά και τώρα που μιλάμε, ακόμη και το θεωρούμενο «νεκρό κεφάλαιο» του φυσικού περιβάλλοντος, αναπαράγεται διαρκώς, αναδιαμορφώνεται και υποβαθμίζεται - καταστρέφεται μέσα από την καπιταλιστική κερδοσκοπία (καταστροφή της φύσης, μόλυνση κ.λπ.). Ότι τα «πάγια του έθνους» (τα assets που επιβουλεύονται οι εγχώριοι και ξένοι καπιταλιστές κερδοσκόποι), οι πάσης φύσεως υποδομές, η δημόσια περιουσία κ.λπ., παράγονται από τους εργαζόμενους και δεν τα κληρονόμησε το έθνος από τους άγιους πατέρες, η δε αστική τάξη κερδοσκοπεί πάνω σ’ αυτά, τα θέτει στην υπηρεσία του κέρδους, τα λεηλατεί και τα υποβαθμίζει.
Ιδού λοιπόν ποια είναι η σχέση εθνικού και ταξικού. Όχι ότι το πρώτο είναι η καθολική και περιέχουσα έννοια ενώ το δεύτερο ένα από τα περιεχόμενά της, ότι το πρώτο είναι πρωτεύον και το δεύτερο το δευτερεύον, αλλά ότι το δεύτερο είναι η μέθοδος, το εργαλείο για να παρέμβουμε στο πρώτο!
Από ιστορική άποψη μιλώντας, το έθνος ή το εθνικό, είναι τόσο «ανθεκτικά» όσο και ο καπιταλισμός του οποίου είναι παράγωγα, ή και περισσότερο κι απ’ αυτόν στο βαθμό που εμπεριέχει και ανθεκτικά ιδεολογικά στοιχεία εγκαταβιωμένα με τη μορφή «παραδόσεων», δηλαδή αρχετυπικών ιδεολογικών μορφών που επικαιροποιούνται και αναπαράγονται διαρκώς. Από την ίδια άποψη ωστόσο, το ταξικό είναι απείρως πιο ανθεκτικό, αφού είναι το θεμελιώδες στοιχείο των κοινωνιών από τη στιγμή που ο άνθρωπος έπαψε να ζει σαν ελεύθερος τροφοσυλλέκτης και γεννήθηκαν τα πρώτα σπέρματα της ταξικής κοινωνίας και του κράτους, μέχρι και σήμερα. Μια τέτοια ιστορική σύγκριση του ταξικού με τον εθνικό δεν έχει λοιπόν νόημα, τουλάχιστον από την άποψη των συγκεκριμένων πολιτικών καθηκόντων. Αλλά και για έναν ακόμη λόγο: διότι έτσι συγκρίνουμε ανόμοια πράγματα, ανόμοιες ποιότητες, με τρόπο που δεν μας επιτρέπει να προσδιορίσουμε τη σχέση τους και άρα να καταλήξουμε σε μέθοδο παρέμβασης και σε πολιτικά καθήκοντα. Η σχέση των δύο είναι η εξής: Το ένα (το ταξικό) είναι το «κίνητρο», ο τρόπος και το εργαλείο για να παρεμβαίνουμε στο άλλο (το εθνικό).
Και με λίγα λόγια: Αντί να «εθνικοποιεί το ταξικό», η αποστολή της Αριστεράς είναι να «ταξικοποιεί το εθνικό»,5 να αποδομεί την αστική απάτη για το υποτιθέμενο συνεχές της ιστορικότητάς του, να αποδεικνύει ότι δεν είναι ένα και αδιαίρετο αλλά εσωτερικά διασπασμένο, ότι η εργατική τάξη και γενικότερα οι εργαζόμενες τάξεις παράγουν και αναπαράγουν το έθνος, τον υλικό και πνευματικό του πλούτο, ακόμη και το φυσικό περιβάλλον της κρατικής του επικράτειας, ενώ η αστική τάξη τον σφετερίζεται, τον υποβαθμίζει και τον λεηλατεί.
Αν αντί για μια τέτοια γενική γραμμή παρέμβασης στα «εθνικά ζητήματα», η Αριστερά έχει την αυταπάτη ότι απλώς μπορεί να αρπάξει την «εθνική σημαία» από τα «προδοτικά» χέρια της αστικής τάξης και να τη σηκώσει πιο ψηλά απ’ αυτήν κάνοντας εθνική και πατριωτική πλειοδοσία, τότε θα υποστεί τις αναπόφευκτες συνέπειες: ως τέτοια, πατριωτική Αριστερά, θα εκφυλιστεί σε αριστερή και ηγεμονευόμενη πτέρυγα του πατριωτισμού. Και βέβαια, υπό τέτοιους όρους, δεν πρόκειται ποτέ ούτε καν να δώσει τη θρυλούμενη μάχη για την ηγεμονία.
Το λαϊκό «πατριωτικό συναίσθημα»:
«Υπάρχει λαϊκό πατριωτικό συναίσθημα, το οποίο πρέπει να πάρουμε υπόψη μας». Πάει καιρός που η Αριστερά μιλάει γι’ αυτά τα θέματα χρησιμοποιώντας τον όρο ιδεολογία - και δεν μπορούμε να γυρίσουμε πίσω απ’ αυτό. Από τη μια, δεν υπάρχει τίποτε που να αφορά την κατάσταση της εργατικής τάξης και των εργαζόμενων λαϊκών τάξεων αλλά και τις ιδέες τις επηρεάζουν ή κυριαρχούν πάνω σ’ αυτές που να μας είναι αδιάφορο. Από την άλλη, ως μαρξιστές γνωρίζουμε πολύ καλά πως μιλώντας για «συναισθήματα» και «διαθέσεις», μιλάμε για ιδέες. Ιδέες όχι ξεκάθαρες, όχι επεξεργασμένες και εκλογικευμένες, πολύ περισσότερο όχι θεωρητικοποιημένες, αλλά αμάλγαμα
αυθόρμητων λαϊκών διαθέσεων και παραστάσεων, αυθόρμητης λαϊκής αναζήτησης ταυτότητας μαζί με στοιχεία αστικής ιδεολογίας. Αν υπάρχει κάτι «γνήσιο» σε αυτό, είναι η έλλειψη εκλογίκευσης και ο αντιφατικός του χαρακτήρας. Από τη μια, τα ισχυρά και εγκαταβιωμένα από αιώνες «εθνικής εκπαίδευσης» στοιχεία και αρχέτυπα της αστικής ιδεολογίας και του αστικού πατριωτισμού. Από την άλλη, ό,τι ατίθασο γεννάει η ταξική καταπίεση: την καχυποψία προς την εξουσία, την καχυποψία προς τις ραδιουργίες των ιμπεριαλιστών, την ανάγκη των «από κάτω» για συλλογική ταυτότητα. Έχοντας μια τέτοια εκρηκτική αντιφατικότητα, το «λαϊκό πατριωτικό συναίσθημα» μπορεί είτε να οδηγηθεί στην αγκαλιά του εθνικισμού, του ρατσισμού ή και της ακροδεξιάς και του φασισμού είτε να οδηγηθεί στη συνειδητοποίηση των «δύο πατρίδων» και στη συλλογική ταυτότητα του «έθνους των εργαζομένων». Η ιστορία έδειξε ότι συμβαίνουν και τα δύο, αλλά τι από τα δύο θα ηγεμονεύσει, κρίνεται κάθε φορά συγκεκριμένα. Σε κάθε περίπτωση, τίποτε από τα δύο δεν θα γίνει «αυθόρμητα», στο έδαφος κάποιας «λαϊκής γνησιότητας» ή αυθορμητισμού. Αντίθετα, το αποτέλεσμα θα είναι προϊόν της ταξικής πάλης βλέποντάς την συνολικά, σαν κοινωνική, πολιτική και ιδεολογική. Εκδήλωση μαζικού «λαϊκού πατριωτικού συναισθήματος» ήταν η Αντίσταση, αλλά και τα μακεδονικά συλλαλητήρια της δεκαετίας του ’90, όπως και η μαζική λαϊκή υποστήριξη στον Χίτλερ. Αντί να μιλάμε γι’ αυτά τα θέματα με πατριωτική αφέλεια ή με τη λαογραφική γλώσσα ενός Ζαχαρία Παπαντωνίου, καλό θα ήταν να θυμηθούμε αν όχι τον Μαρξ, τον Λένιν και τον Τρότσκι, τουλάχιστον τον Γκράμσι (που… δεν ξεσηκώνει τόσα πάθη μέσα στην Αριστερά): το «λαϊκό πατριωτικό συναίσθημα» δεν είναι αυθόρμητο, ηγεμονεύεται από την αστική ιδεολογία και χρειάζεται σκληρή πάλη από την Αριστερά για να καταλυθεί και κερδηθεί στην κατεύθυνση που μας ενδιαφέρει, στην κατεύθυνση μιας εργατικής - λαϊκής συλλογικής ταυτότητας του «έθνους των εργαζομένων».
Το τρίτο μνημόνιο και η «πρωταρχικότητα του αντιμπεριαλιστικού και πατριωτικού»:
Δεν πρόκειται όμως να κερδίσουμε ούτε ένα πόντο σε αυτή τη μάχη και αντίθετα θα χάσουμε κατά κράτος αν αντί να «ταξικοποιούμε το εθνικό», κάνουμε το αντίθετο «εθνικοποιώντας το ταξικό». Αν δεν απελευθερώσουμε από την κυριαρχία της αστικής ιδεολογίας και του αστικού πατριωτισμού και εθνικισμού το αίσθημα της αδικίας, της εκμετάλλευσης, της ανελευθερίας και καταπίεσης, της ιμπεριαλιστικής επιβολής και επιτροπείας. Τίποτε από όλα αυτά δεν είναι αυτονόητο ούτε εξασφαλίζεται από κάποιο «γνήσιο ένστικτο των μαζών». Όλα θα κριθούν στην πάλη για την ηγεμονία, όπου το δικό μας όπλο είναι η «ταξικοποίηση του εθνικού».
Όμως δεν υπάρχει καμία πιθανότητα να κερδίσουμε αυτή τη μάχη αν δεν την δώσουμε ή, πολύ περισσότερο, αν εμπνεόμαστε από το δόγμα της «εθνικοποίησης του ταξικού». Από αυτή την άποψη, το προαναφερθέν άρθρο του Β. Ασημακόπουλου1 είναι χαρακτηριστικό: κωδικοποιώντας τα σημαντικά σημεία των μέτρων του τρίτου μνημονίου, κατάφερε -γιατί περί κατορθώματος πρόκειται- να παραλείψει το… Ασφαλιστικό (είναι πολύ ταξικό για να… «εθνικοποιηθεί») και το μισό φορολογικό που αφορά το αφορολόγητο, τις κλίμακες φορολόγησης κ.λπ. (επίσης πολύ ταξικό για να… εθνικοποιηθεί»). Στη συνέχεια, ιεράρχησε τη σημασία των υπόλοιπων μέτρων ως εξής: α) πώληση δανείων σε distress funds, β) το υπερταμείο για τη ρευστοποίηση της δημόσιας περιουσίας, γ) ο δημοσιονομικός «κόφτης», δ) η μετατροπή της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων σε ανεξάρτητη αρχή, ε) οι έμμεσοι φόροι (αυτό το τελευταίο χωρίς σχόλια). Για να αποδείξει έτσι, ότι όλα αυτά (ακόμη και οι έμμεσοι φόροι!) τεκμηριώνουν την πρωταρχικότητα του στοιχείου της εθνικής υποτέλειας και την ανάγκη του αγώνα για εθνική ανεξαρτησία. Δεν υπάρχει λοιπόν ζήτημα ιμπεριαλιστικής «νεοαποικιοκρατίας», κατάργησης της λαϊκής κυριαρχίας κ.λπ. μέσω των μνημονίων; Ασφαλώς και υπάρχει! (θα επανέλθουμε σε αυτό στο δεύτερο μέρος του άρθρου, για να το βάλουμε στις σωστές του διαστάσεις, δηλαδή να το πραγματευτούμε με μαρξιστικά στοιχεία ανάλυσης) Όμως δεν είναι καθόλου αυτονόητο -θέλει κάποια επιπλέον αποδειξούλα- ότι από τη στιγμή που υπάρχει τέτοιο ζήτημα, οφείλει η Αριστερά να «εθνικοποιήσει το ταξικό» με τόσο άγαρμπο τρόπο. Πρέπει κάποιος, κάπου, κάποτε να καταθέσει ένα επιχείρημα γι’ αυτή την «ανάγκη» - δεν μπορεί ο διάλογος μέσα στην Αριστερά να είναι το πανηγύρι των παράλληλων «αυτονόητων»!
Αντίθετα, σε μας φαίνεται αυτονόητο, με βάση τα μαρξιστικά εργαλεία ανάλυσης, μιλώντας με την απαραίτητη ακρίβεια, να αποτιμήσουμε τα μέτρα του τρίτου μνημονίου ως εξής:
α. Τα μέτρα του τρίτου μνημονίου, είναι στο σύνολό τους μέτρα ταξικής σκληρότητας ενάντια στην εργαζόμενη κοινωνική πλειοψηφία: το ασφαλιστικό καταστρέφει τη ζωή των απόμαχων της εργασίας, το φορολογικό επιβαρύνει τις εργαζόμενες λαϊκές τάξεις με νέα βάρη, αφενός με τη μείωση του αφορολόγητου και την επιβάρυνση των χαμηλών εισοδημάτων και αφετέρου με την αύξηση του συντελεστή ΦΠΑ σε προϊόντα και υπηρεσίες ευρείας λαϊκής κατανάλωσης, οι προαναγγελθείσες ρυθμίσεις για τα εργασιακά θα καταστρέψουν ολοσχερώς τις εργασιακές σχέσεις και θα απογειώσουν την εργοδοτική αυθαιρεσία, ο δημοσιονομικός «κόφτης» αυτοματοποιεί και μονιμοποιεί τις περικοπές στις συντάξεις, τις δαπάνες για το κοινωνικό κράτος κ.λπ., το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας από το «υπερταμείο» εγγυάται την κερδοσκοπία των ιδιωτικών καπιταλιστικών συμφερόντων πάνω στις υπηρεσίες και τα προϊόντα ευρείας λαϊκής κατανάλωσης (ρεύμα, νερό, τρόφιμα κ.λπ.), ο άμεσος έλεγχος από τους δανειστές στο φορολογικό μηχανισμό (Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων) εγγυάται ότι δεν θα χρησιμοποιηθούν δημόσιοι πόροι (οι φόροι, που στο μεγάλο τους ποσοστό προέρχονται από τις εργαζόμενες τάξεις) για συντάξεις, κοινωνικό κράτος κ.λπ.
β. Αυτά τα μέτρα, προστιθέμενα στα μέτρα των δύο προηγούμενων μνημονίων αλλά και στις άμεσες συνέπειες της κρίσης (τρομακτική επέκταση ανεργίας και φτώχειας) και συνυπολογίζοντας τη βίαιη υπαγωγή των αυτοαπασχολούμενων και των αγροτών στη μέγγενη της εσωτερικής υποτίμησης, εμπεδώνουν σε μεγάλο βαθμό το νέο καθεστώς εκμετάλλευσης της εργαζόμενης κοινωνικής πλειοψηφίας που είναι ταυτόχρονα το νέο μοντέλο συσσώρευσης του κεφαλαίου. Δεν πρόκειται απλώς για νέα μέτρα που προστίθενται στα παλιά, αλλά για «ολόκληρο» καθεστώς εκμετάλλευσης της εργαζόμενης κοινωνικής πλειοψηφίας.
γ. Κάποια εξ αυτών των μέτρων, κυρίως ο τρόπος και οι μέθοδοι που αυτά επιβάλλονται από τη συμμαχία αστικής τάξης και δανειστών, θέτουν ζήτημα κατάργησης της λαϊκής κυριαρχίας - και μ’ αυτό εννοούμε ότι από τη φαλκίδευση της λαϊκής κυριαρχίας στη μεταπολιτευτική αστική δημοκρατία, περνάμε τώρα σε μια κοινοβουλευτική αυταρχία με ωμή ιμπεριαλιστική επιβολή και οικονομικό έλεγχο. Μιλώντας γι’ αυτό, το πρώτο απ’ όλα τα παραδείγματα είναι το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015, όπου όμως το ΟΧΙ έγινε ΝΑΙ από την ελληνική -και μάλιστα αριστερή- κυβέρνηση! Ύστερα ακολουθούν ο «κόφτης» (αυτοματοποίηση και μονιμοποίηση των νεοφιλελεύθερων πολιτικών), το «υπερταμείο» (μονιμοποίηση και αυτοματοποίηση του ξεπουλήματος της δημόσιας περιουσίας), υπαγωγή του ελέγχου της ΓΓΠΣ στους δανειστές (άμεση υπεξαίρεση δημόσιων πόρων για την αποπληρωμή του χρέους).
Ύστερα, θα πρέπει η Αριστερά να συνοψίζει όλα αυτά στο εξής συμπέρασμα: ένα νέο καθεστώς εκμετάλλευσης της εργαζόμενης λαϊκής πλειοψηφίας οικοδομείται και εμπεδώνεται, καθεστώς ταξικής σκληρότητας, κατάργησης των δημοκρατικών, κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων, κατάργησης και των στοιχειωδών ιχνών λαϊκής κυριαρχίας, νεοαποικιοκρατικής ιμπεριαλιστικής εκμετάλλευσης. Και ύστερα να καλέσει σε αγώνα για την ανατροπή του και να προβάλει ένα σχέδιο για την ανατροπή του, με στόχο να ανοίξει ο δρόμος για να ξεριζώσουμε τις αιτίες της εκμετάλλευσης και καταπίεσης, να ανοίξει ο δρόμος για το σοσιαλισμό.
Αλλά όχι, όχι! Όλα αυτά κρύβουν την εθνική διάσταση των μέτρων. Η κύρια πλευρά αυτών των μέτρων είναι «εθνική»: ότι το ελληνικό έθνος, εκπροσωπούμενο από τις εκάστοτε κυβερνήσεις του (μεταξύ αυτών και η παρούσα) και το ελληνικό κράτος, χάνει τον έλεγχο του υπερταμείου (είναι δυνατόν να ξεπουλάνε τη δημόσια περιουσία μας οι «ξένοι» κι όχι οι «δικοί» μας; - ακόμη και αν οι «δικοί μας» συνασπίζονται με τους «ξένους» στο πλιάτσικο των ιδιωτικοποιήσεων), χάνει τον έλεγχο του φορολογικού μηχανισμού (μα να χάσουν οι ελληνικές κυβερνήσεις το δικαίωμα να συλλέγουν αυτές τους φόρους και ύστερα να αποδίδουν οι ίδιες τα δέοντα στους δανειστές, χάνοντας και το δικαίωμα της δευτερεύουσας αναδιανομής του πλούτου υπέρ του κεφαλαίου μέσα από την κυβερνητική και κρατική (συγ)κάλυψη της φοροδιαφυγής;), «αναγκάζεται» να επιβάλει φόρους, να απαλλοτριώσει τη «μικροϊδιοκτητική δομή» της ελληνικής οικονομίας (την οποία για κάποιο ανεξήγητο λόγο οι λαϊκές τάξεις πρέπει να υπερασπιστούν σαν «εθνικό κεκτημένο») κ.λπ. Να αποκαταστήσουμε αυτά τα (απαλλοτριούμενα) δικαιώματα; Αυτό είναι το βαθύτερο νόημα της «πρωταρχικότητας του εθνικού; Υποθέτουμε ότι κάτι τέτοιο θα ακουστεί σαν βαριά κατηγορία. Καλώς! Τότε όμως, ποιο είναι;
Εν κατακλείδι: τα μέτρα του τρίτου μνημονίου (όπως και των δύο προηγούμενων) είναι αμιγώς ταξικά – και αλίμονο στην Αριστερά που της προσφέρεται η ιστορική ευκαιρία να αναδείξει την ταξικότητα των κυρίαρχων πολιτικών και όχι μόνο την αρνείται, αλλά επιδίδεται στην προσπάθεια να εκβιάσει την «εθνική» τους ανάγνωση!
Η αστική τάξη έχει προφανείς λόγους να θέλει να κρύψει την ταξική διάσταση των μέτρων. Η Αριστερά, για ποιο λόγο να το κάνει;;; Για να πει ότι, τη στιγμή που συντρίβεται η ζωή της εργαζόμενης κοινωνικής πλειοψηφίας, σημασία δεν έχει πώς ζουν οι άνθρωποι, αλλά ποια άποψη θα τους υποδείξουμε εμείς ότι οφείλουν να έχουν για το «εθνικό» νόημα των δεινών τους;
Ή μήπως πρέπει να είναι η Αριστερά που θα εμπνεύσει στην εργαζόμενη πλειοψηφία κάποιου είδους «εθνική καρτερία» στο πλαίσιο της οποίας θα πρέπει να υπομένουν τα ταξικά τους δεινά στο όνομα του υπέρτερου πατριωτικού προτάγματος; Έχουμε κάτι περισσότερο από βάσιμες υποψίες, ας πούμε αποχρώσες ενδείξεις, ότι πρόκειται ακριβώς γι’ αυτό. Αλλά έτσι το «εθνικό» και το «πατριωτικό» γίνονται όργανο «ταξικής εθελοδουλείας»: ή, όπως το λέει ο Βαγγέλης Αντωνίου,
«Αν δεν ενσωματώσει δημιουργικά τον στόχο της απελευθέρωσης της της πατρίδας από τα ιμπεριαλιστικά δεσμά, ως την αναγκαία προϋπόθεση για την υλοποίηση εκείνων των μετασχηματισμών που θα προσδιορίσουν (και) το εγχείρημα της κοινωνικής χειραφέτησης. Η ανάκτηση της νομισματικής – πριν απ’ όλα - κυριαρχίας (και επιμένω πως έτσι πρέπει να το διατυπώνουμε, καθώς υπάρχουν και «σχέδια» νομισματικά, που μόνο κυριαρχία δεν εγκαθιδρύουν), η αθέτηση πληρωμών στο χρέος, η εθνικοποίηση των «στρατηγικών υψωμάτων» της οικονομίας και η ανάκτηση του ελέγχου της ΤτΕ και των βασικών μηχανισμών του κράτους, από μια γνήσια αριστερή κυβέρνηση, που όχι απλά θα διαμεσολαβεί αλλά θα βρίσκεται σε οργανική αλληλεπίδραση με το μαχόμενο λαϊκό κίνημα, είναι ο πρώτος κρίκος, ο πρώτος ενδιάμεσος μεταβατικός σταθμός στον μακρύ και δύσβατο δρόμο και της ανεξαρτησίας και της απελευθέρωσης των υποτελών τάξεων»
Πρώτα η ανάκτηση της εθνικής κυριαρχίας, λοιπόν. Προ του υπέρτερου αυτού προτάγματος, αυτός ξέχασε όχι το Ασφαλιστικό όπως ο Βασίλης Ασημακόπουλος, αλλά όλα τα μνημόνια στη σειρά!!! Είμαστε βέβαιοι ότι θα αντιδράσει θιγόμενος σε αυτή την κατηγορία, λέγοντας ότι βεβαίως υποστηρίζει την κατάργηση των μνημονίων. Όμως δεν ξεχνάς χωρίς σοβαρό λόγο τρία ολόκληρα μνημόνια! Ο λόγος είναι προφανής: όχι επειδή δεν πιστεύει στην κατάργησή τους αλλά επειδή πάνω στον οίστρο να επιχειρηματολογήσει για την «πρωταρχικότητα του πατριωτικού», η κατάργηση των μνημονίων και η ανατροπή της λιτότητας ήταν πολύ… ταξικά για να «κολλήσουν» με τα πατριωτικά καθήκοντα…
Αρνούμενος λοιπόν να σχετικοποιήσει τη σημασία των υπέρτερων «πατριωτικών καθηκόντων», δεν περιλαμβάνει στα θεμελιώδη μέτρα του πρώτου «κρίκου στο δύσβατο δρόμο της ανεξαρτησίας και της απελευθέρωσης των υποτελών τάξεων» την κατάργηση των μνημονίων και την ανατροπή της λιτότητας!!! Οι υποτελείς τάξεις πρέπει να παλέψουν για «την απελευθέρωση της πατρίδας από τα ιμπεριαλιστικά δεσμά ως την αναγκαία προϋπόθεση για την υλοποίηση εκείνων των μετασχηματισμών που θα προσδιορίσουν (και) το εγχείρημα της κοινωνικής χειραφέτησης». Έτσι, η πολεμική του κραυγή καταλήγει στο εξής: υποτελείς τάξεις, απελευθερώστε την πατρίδα, κι αυτή θα σας ανταμείψει – αλλά δε «δεύτερο χρόνο», αφού πρώτα ανακτηθεί η εθνική κυριαρχία! Υπάρχει και μια άλλη συνέπεια από την ανάδειξη των «πατριωτικών» καθηκόντων σε υπέρτερα προτάγματα: ότι «εθνικοποιούνται» τα κίνητρα, οι λόγοι, για τη στάση πληρωμών στο χρέος και τις εθνικοποιήσεις. Να διαγράψουμε το χρέος για να «ανασάνει η εθνική οικονομία» ή για να εξοικονομήσουμε τεράστιους πόρους που απαλλοτριώνονται από τους τοκογλύφους δανειστές για να ικανοποιήσουμε τις άμεσες ανάγκες της εργαζόμενης λαϊκής πλειοψηφίας; Αν η απάντηση είναι «και για τους δύο αυτούς λόγους», θα ρωτήσουμε εμείς με τη σειρά μας: Ναι, αλλά ποιος είναι ο πρωταρχικός; Διότι αν πρωταρχικός είναι ο λόγος να «ανασάνει η οικονομία» και να «πάρει μπρος η ανάπτυξη» (της «εθνικής -καπιταλιστικής- οικονομίας»), αυτό σημαίνει ότι οι ανάγκες των εργαζόμενων πρέπει να περιμένουν τα δώρα της ανάπτυξης. Το ίδιο και για τις εθνικοποιήσεις κ.λπ.
Στο δεύτερο μέρος:
1. Σε τι συνίσταται σήμερα το «εθνικό ζήτημα»; Η Ελλάδα, χώρα υπό κατοχή;
2. Πώς αντιπαλεύουμε τον αστικό πατριωτισμό;
3. Τι είναι η εθνική ανεξαρτησία; Γιατί το λαϊκή κυριαρχία δεν είναι αρκετό; Ποια είναι η προστιθέμενη αξία του εθνικού;
4. Πώς και ενάντια σε ποιους θα δώσουμε τη μάχη ενάντια στην ιμπεριαλιστική επιβολή και νεοαποικιοκρατία;
5. Τι χώρα είναι η Ελλάδα;
6. Βασική και κυρίαρχη αντίθεση: πώς συνδυάζεται το «υπέρτερον του εθνικού» με την κυρίαρχη αντίθεση μνημόνιο - αντιμνημόνιο;
Σημειώσεις:
1. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, το άρθρο του Βασίλη Ασημακόπουλου στο TVXSμε τον εύγλωττο τίτλο «Ο αγώνας είναι για εθνική ανεξαρτησία - λαϊκή κυριαρχία», που αναδημοσιεύτηκε στην Ίσκρα στις 28/5/2016.
2. Γιάννης Τόλιος, «Το πατριωτικό, εθνικό, ταξικό, διεθνιστικό στη στρατηγική της Αριστεράς», Ίσκρα 3/5/2016
3. Μια ματιά (θα χρειαστεί ασφαλώς υπομονή…) στις νυχτερινές του εκπομπές στο , θα αποδείξει ότι είναι δύσκολο, μάταιο και επιβλαβές για την Αριστερά να συναγωνιστεί τον Καρατζαφέρη και τους ομοίους του στο έδαφος της «πρωταρχικότητας» του στοιχείου της «υποτέλειας» και «αποικιοποίησης»…
4. Παρατίθεται, για πολλοστή φορά, στο πρόσφατο άρθρο του Βαγγέλη Αντωνίου με τίτλο «Το εγχείρημα της κοινωνικής χειραφέτησης αξεδιάλυτα δεμένο με την απελευθέρωση της πατρίδας», του Βαγγέλη Αντωνίου, Ίσκρα 14/5/2016
5. Κάποιος που δεν μπορεί να κατηγορηθεί για… τροτσκισμό και είναι αναφορά σημαντικών τμημάτων της πατριωτικής Αριστεράς, ο Μάο Τσε Τουνγκ, το έθεσε ως εξής: Ή ο πόλεμος θα φέρει την επανάσταση ή η επανάσταση θα αποτρέψει τον πόλεμο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου