Η διαγραφόμενη βίαιη και θεαματική συρρίκνωση της απήχησης του διπόλου ΠΑΣΟΚ – ΝΔ, που κυριάρχησε απόλυτα και αδιατάρακτα στην πολιτική ζωή της Ελλάδας εδώ και σαράντα (!) σχεδόν χρόνια, έχει οδηγήσει σε πρωτοφανή ρευστότητα την κομματική σκηνή. Η μείωση κατά τριάντα τουλάχιστον εκατοστιαίες μονάδες του αθροίσματος των ψήφων ΝΔ και ΠΑΣΟΚ (από το 80% σε κάτω από 50%) συντελείται, όμως, για την ώρα μέσω της «κονιορτοποίησης» του πολιτικού σκηνικού και όχι μέσω της ανάδειξης ενός νέου κόμματος, το οποίο να εισβάλλει σαρωτικά στο δημόσιο βίο και να διεκδικεί την κυβερνητική εξουσία με ασυγκράτητο τρόπο, όπως δηλαδή η Νέα Δημοκρατία το 1974 ή το ΠΑΣΟΚ το 1981.
Ειρήσθω εν παρόδω ότι η απουσία ενός νέου πολιτικού σχηματισμού εξουσίας οφείλει να μας κάνει πιο συγκρατημένους στις εκτιμήσεις περί οριστικού -και υπογραμμίζουμε τη λέξη «οριστικού»- τέλους του δικομματισμού ΠΑΣΟΚ – ΝΔ.
Αν και μετά τις εκλογές, όποτε κι αν γίνουν αυτές, δεν εμφανιστεί κάποιος συνασπισμός ή μέτωπο εξουσίας, δεν αποκλείεται καθόλου το δίπολο ΠΑΣΟΚ – ΝΔ να ανασυγκροτηθεί και, μεταλλασσόμενο ή μη, να εδραιώσει και στη νέα φάση την ολέθρια εξουσία του.
Κοινωνική ανάγκη
Μέσα στον ορυμαγδό των ανακατατάξεων και των ιδρύσεων στο μικρόκοσμο των κομμάτων που χαρακτηρίζονται «μικρά» -συνήθως με μονοψήφια ποσοστά ακόμη και δημοσκοπικής απήχησης- υπάρχουν τρεις περιπτώσεις που αξίζουν προσοχής ως νεοεμφανιζόμενα φαινόμενα στην κοινωνία μας.
Το πρώτο και κατά πολύ σημαντικότερο όλων είναι η δημιουργία και η εντυπωσια-κή επιρροή του αντιμνημονιακού κόμματος Ανεξάρτητοι Έλληνες του Πάνου Καμμένου.
Η επιτυχία του κόμματος αυτού οφείλεται πέραν πάσης αμφιβολίας στο γεγονός ότι η ίδρυση και λειτουργία του υπηρετεί κοινωνική και πολιτική αναγκαιότητα. Εκφράζει, δηλαδή, τις μάζες ψηφοφόρων της Νέας Δημοκρατίας και γενικότερα δεξιών ψηφοφόρων που είναι σαφώς αντιμνημονιακοί και οι οποίοι έμειναν πολιτικά ορφανοί μετά την κωλοτούμπα του Αντώνη Σαμαρά και το πέρασμά του στο μνημονιακό στρατόπεδο, την πολιτική του οποίου θέλει να υπηρετήσει από την ηγετική θέση του πρωθυπουργού.
Ο Πάνος Καμμένος ήταν και, φυσικά, παραμένει δεξιός πολιτικός. Το κόμμα του στην πραγματικότητα είναι η «αντιμνημονιακή ΝΔ», κι έτσι το βλέπουν οι ψηφοφόροι που τον ακολουθούν. Δικαίως. Δεν θεωρούν ότι άλλαξαν παράταξη. Αντιθέτως, αισθάνονται υπερήφανοι, διότι συνεχίζουν τον αντιμνημονιακό δρόμο που ο Αντώνης Σαμαράς τους δίδαξε υφιστάμενος προσωπικές θυσίες, αλλά ο οποίος στη συνέχεια υπέκυψε στις πιέσεις και υποτάχθηκε στις μνημονιακές δυνάμεις κατοχής, για να υπηρετήσει τις προσωπικές του φιλοδοξίες και να κριθεί από τους Γερμανούς και το ελληνικό κατεστημένο ως «πρωθυπουργήσιμος».
Αντιμνημονιακή προσφορά
Η ίδρυση του κόμματος του Πάνου Καμμένου συνιστά αναμφισβήτητα θετική προσφορά στον αγώνα του ελληνικού λαού για την επιβίωσή του. Δίνει εκλογική διέξοδο στους αντιμνημονιακούς ψηφοφόρους της ΝΔ, οι οποίοι δεν θέλουν να ψηφίσουν κάποιο αριστερό αντιμνημονιακό κόμμα, όπως έχουν κάθε δικαίωμα.
Πολλοί από τους ψηφοφόρους αυτούς θα απείχαν ενδεχομένως από τις εκλογές, αν δεν υπήρχε το κόμμα του Πάνου Καμμένου, ενισχύοντας έτσι αντικειμενικά τη συνέχιση της συγκυβέρνησης ΝΔ – ΠΑΣΟΚ με την αποχή τους.
Εμμένοντας στη διαχωριστική γραμμή μνημονιακοί – αντιμνημονιακοί, ο Πάνος Καμμένος αρνείται κατηγορηματικά, παρά τις δεξιές πολιτικές πεποιθήσεις του, να προσχωρήσει στη γραμμή επιθέσεων κατά της Αριστεράς που υιοθέτησε εσχάτως ο Αντώνης Σαμαράς, προκειμένου να πείσει τους Γερμανούς και την εδώ επιχειρηματική ελίτ ότι είναι πλέον έτοιμος σε όλα τα μέτωπα για να συγκυβερνήσει με το ΠΑΣΟΚ, αλλά με αυτόν τον ίδιο στο ρόλο του πρωθυπουργού. Υπό το πρίσμα αυτό, ο Πάνος Καμμένος σαφώς υπερτερεί ηθικά του Αντώνη Σαμαρά.
Δεν είναι, φυσικά, τυχαίο ότι τα δημοσκοπικά ποσοστά της ΝΔ καταρρέουν από τότε που ο Αντώνης Σαμαράς υπερψήφισε το δεύτερο Μνημόνιο και κατέστησαν απολύτως αδύνατη την κατάκτηση αυτοδυναμίας, ενώ την ίδια ώρα διογκώνονται συνεχώς τα δημοσκοπικά ποσοστά των Ανεξάρτητων Ελλήνων του Πάνου Καμμένου.
Ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας, όμως, αδιαφορεί ουσιαστικά για την πτώση των ποσοστών του κόμματος του, θεωρώντας
βέβαιη την υποστήριξη του ΠΑΣΟΚ για το σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας των δύο κομμάτων κατ’ επιταγήν ξένων και ελληνικών κέντρων.
Δύσκολες προοπτικές
Η πανηγυρική είσοδος στη Βουλή των Ανεξάρτητων Ελλήνων είναι κάτι παραπάνω από βέβαιη. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι η πολιτική επιβίωση του κόμματος αυτού είναι εξασφαλισμένη, όπως δείχνει η σύγχρονη πολιτική ιστορία του τόπου.
Η ύπαρξη των Ανεξάρτητων Ελλήνων θα εξαρτηθεί αφενός βεβαίως από την πολιτική που θα ακολουθήσουν αλλά και από το αν ο ελληνικός λαός θα συνεχίσει να τάσσεται κατά του Μνημονίου και να απαιτεί την ανατροπή του ή θα υποταχθεί στη νέα -οικο-νομική αυτή τη φορά- κατοχή της Ελλάδας από το Δ Ράιχ της Γερμανίας.
Η μέχρι τώρα προϊστορία πρέπει να προβληματίσει σοβαρά τον Πάνο Καμμένο. Τρεις όλες κι όλες φορές εμφανίστηκαν τα τελευταία σαράντα χρόνια αξιόλογα νέα κόμματα με κοινοβουλευτική εκπροσώπηση. Το 1977 η Εθνική Παράταξη, κόμμα των αναθαρρημένων νοσταλγών της χούντας, πήρε 6,82%. Το 1996 το ΔΗΚΚΙ, κόμμα των ακραιφνών ανδρεοπαπανδρεϊκών με επικεφαλής τον Δημήτρη Τσοβόλα, πήρε 4,43%.
Και τα δύο αυτά κόμματα, τα οποία εξέφραζαν υπαρκτές τάσεις του παρελθόντος, απέτυχαν να ξαναμπούν στη Βουλή. Η μεν Εθνική Παράταξη αυτοδιαλύθηκε, το δε ΔΗΚΚΙ πήρε μόλις 2,69% στις εκλογές του 2000.
Διαφορετική περίπτωση ήταν η Πολιτική Ανοιξη του Αντώνη Σαμαρά, το 1993. Αυτή εξέφραζε μια ζέουσα εθνικιστική τάση της τότε πραγματικότητας με αφορμή την ονομασία των Σκοπίων. Η ΠΟΛΑΝ πήρε 4,88%, ξεπερνώντας, μάλιστα, το ΚΚΕ (!), το οποίο με 4,64% σημείωσε εκείνη τη χρονιά το χειρότερο αποτέλεσμά του από τη δεκαετία του… 1930.
Και η ΠΟΛΑΝ, όμως, παρά την ορμή της, απέτυχε στις εκλογές του 1996 να μπει στη Βουλή, παίρνοντας μόνο 2,94%. Το πολιτικό κλίμα στην Ελλάδα είχε αλλάξει. Ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε πεθάνει και ο Κώστας Σημίτης είχε αλώσει το ΠΑΣΟΚ με κύριο όπλο το «Ευχαριστώ τις ΗΠΑ»! Δεν υπήρχε πλέον χώρος για ένα κόμμα σαν την ΠΟΛΑΝ, η οποία διαλύθηκε και εξαφανίστηκε από το πολιτικό σκηνικό.
Δεν τα γράφουμε αυτά για να υποβάλουμε την ιδέα ενός σύντομου τέλους του κόμματος του Πάνου Καμμένου. Θέλουμε απλώς να επισημάνουμε ότι η αντιμνημονιακή βάση της ύπαρξής του το καθιστά πολύ πιο ευαίσθητο και εξαρτώμενο από τη συνέχιση ή μη των αντιμνημονιακών διαθέσεων του ελληνικού λαού. Όσο υπάρχουν μαχητικά αυτές, θα υπάρχει και το εν λόγω κόμμα.
ΔΗΜΑΡ και Χρυσή Αυγή
Το κόμμα του Φώτη Κουβέλη και η Χρυσή Αυγή είναι οι δύο άλλες περιπτώσεις. Η Δημοκρατική Αριστερά είναι μια εντυπωσιακή περίπτωση… κομματικής «φούσκας»!
Αυτό το κόμμα δεν έχει περισσότερο από 2% με 3% δικούς του ψηφοφόρους και θα ήταν όντως πανευτυχές αν κατόρθωνε να μπει μόνο του στη Βουλή, αυτοτελώς. Ξαφνικά, όμως, μετατράπηκε σε δημοσκοπικό καταφύγιο των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ που ντρέπονται να πουν ότι είναι πασοκτζήδες, αλλά δεν θέλουν και να φύγουν από το ΠΑΣΟΚ και να πάνε σε άλλο κόμμα. Το πιθανότερο είναι ότι η ΔΗΜΑΡ δεν θα πάρει στην κάλπη ούτε το μισό από τα ποσοστά που της δίνουν οι δημοσκοπήσεις.
Παράλληλα, πάντως, στελεχώνεται με πρώην βουλευτές του ΠΑΣΟΚ, ώστε, ανεξαρτήτως των δηλώσεων του Φώτη Κουβέλη, η ΔΗΜΑΡ να είναι έτοιμη να λειτουργήσει ως… προμηθευτής βουλευτικών ψήφων στη συγκυβέρνηση ΝΔ – ΠΑΣΟΚ μετεκλογικά, αν παραστεί ανάγκη.
Οσο για τη Χρυσή Αυγή, η οποία όχι μόνο ετοιμάζεται να μπει στο Κοινοβούλιο, αλλά απειλεί και να πετάξει εκτός Βουλής τον ΛΑΟΣ (!), αυτή εκφράζει τη φασιστική μετάλλαξη της Ακροδεξιάς. Αυτό εκφράζει ισχυρή κοινωνική τάση, ενώ ταυτόχρονα η αντιμνημονιακή γραμμή της Χρυσής Αυγής «δένει» ισχυρότερα πολιτικά λαϊκά στρώματα ακροδεξιών αντιλήψεων. Οσο συνεχίζεται, πάντως, αυτή η πολιτική Ευρωπαϊκής Ένωσης – Νέας Δημοκρατίας – ΠΑΣΟΚ, δεν θα υποχωρήσει εύκολα η Χρυσή Αυγή…
Γιώργος Δελαστίκ – «Επίκαιρα»
Ειρήσθω εν παρόδω ότι η απουσία ενός νέου πολιτικού σχηματισμού εξουσίας οφείλει να μας κάνει πιο συγκρατημένους στις εκτιμήσεις περί οριστικού -και υπογραμμίζουμε τη λέξη «οριστικού»- τέλους του δικομματισμού ΠΑΣΟΚ – ΝΔ.
Αν και μετά τις εκλογές, όποτε κι αν γίνουν αυτές, δεν εμφανιστεί κάποιος συνασπισμός ή μέτωπο εξουσίας, δεν αποκλείεται καθόλου το δίπολο ΠΑΣΟΚ – ΝΔ να ανασυγκροτηθεί και, μεταλλασσόμενο ή μη, να εδραιώσει και στη νέα φάση την ολέθρια εξουσία του.
Κοινωνική ανάγκη
Μέσα στον ορυμαγδό των ανακατατάξεων και των ιδρύσεων στο μικρόκοσμο των κομμάτων που χαρακτηρίζονται «μικρά» -συνήθως με μονοψήφια ποσοστά ακόμη και δημοσκοπικής απήχησης- υπάρχουν τρεις περιπτώσεις που αξίζουν προσοχής ως νεοεμφανιζόμενα φαινόμενα στην κοινωνία μας.
Το πρώτο και κατά πολύ σημαντικότερο όλων είναι η δημιουργία και η εντυπωσια-κή επιρροή του αντιμνημονιακού κόμματος Ανεξάρτητοι Έλληνες του Πάνου Καμμένου.
Η επιτυχία του κόμματος αυτού οφείλεται πέραν πάσης αμφιβολίας στο γεγονός ότι η ίδρυση και λειτουργία του υπηρετεί κοινωνική και πολιτική αναγκαιότητα. Εκφράζει, δηλαδή, τις μάζες ψηφοφόρων της Νέας Δημοκρατίας και γενικότερα δεξιών ψηφοφόρων που είναι σαφώς αντιμνημονιακοί και οι οποίοι έμειναν πολιτικά ορφανοί μετά την κωλοτούμπα του Αντώνη Σαμαρά και το πέρασμά του στο μνημονιακό στρατόπεδο, την πολιτική του οποίου θέλει να υπηρετήσει από την ηγετική θέση του πρωθυπουργού.
Ο Πάνος Καμμένος ήταν και, φυσικά, παραμένει δεξιός πολιτικός. Το κόμμα του στην πραγματικότητα είναι η «αντιμνημονιακή ΝΔ», κι έτσι το βλέπουν οι ψηφοφόροι που τον ακολουθούν. Δικαίως. Δεν θεωρούν ότι άλλαξαν παράταξη. Αντιθέτως, αισθάνονται υπερήφανοι, διότι συνεχίζουν τον αντιμνημονιακό δρόμο που ο Αντώνης Σαμαράς τους δίδαξε υφιστάμενος προσωπικές θυσίες, αλλά ο οποίος στη συνέχεια υπέκυψε στις πιέσεις και υποτάχθηκε στις μνημονιακές δυνάμεις κατοχής, για να υπηρετήσει τις προσωπικές του φιλοδοξίες και να κριθεί από τους Γερμανούς και το ελληνικό κατεστημένο ως «πρωθυπουργήσιμος».
Αντιμνημονιακή προσφορά
Η ίδρυση του κόμματος του Πάνου Καμμένου συνιστά αναμφισβήτητα θετική προσφορά στον αγώνα του ελληνικού λαού για την επιβίωσή του. Δίνει εκλογική διέξοδο στους αντιμνημονιακούς ψηφοφόρους της ΝΔ, οι οποίοι δεν θέλουν να ψηφίσουν κάποιο αριστερό αντιμνημονιακό κόμμα, όπως έχουν κάθε δικαίωμα.
Πολλοί από τους ψηφοφόρους αυτούς θα απείχαν ενδεχομένως από τις εκλογές, αν δεν υπήρχε το κόμμα του Πάνου Καμμένου, ενισχύοντας έτσι αντικειμενικά τη συνέχιση της συγκυβέρνησης ΝΔ – ΠΑΣΟΚ με την αποχή τους.
Εμμένοντας στη διαχωριστική γραμμή μνημονιακοί – αντιμνημονιακοί, ο Πάνος Καμμένος αρνείται κατηγορηματικά, παρά τις δεξιές πολιτικές πεποιθήσεις του, να προσχωρήσει στη γραμμή επιθέσεων κατά της Αριστεράς που υιοθέτησε εσχάτως ο Αντώνης Σαμαράς, προκειμένου να πείσει τους Γερμανούς και την εδώ επιχειρηματική ελίτ ότι είναι πλέον έτοιμος σε όλα τα μέτωπα για να συγκυβερνήσει με το ΠΑΣΟΚ, αλλά με αυτόν τον ίδιο στο ρόλο του πρωθυπουργού. Υπό το πρίσμα αυτό, ο Πάνος Καμμένος σαφώς υπερτερεί ηθικά του Αντώνη Σαμαρά.
Δεν είναι, φυσικά, τυχαίο ότι τα δημοσκοπικά ποσοστά της ΝΔ καταρρέουν από τότε που ο Αντώνης Σαμαράς υπερψήφισε το δεύτερο Μνημόνιο και κατέστησαν απολύτως αδύνατη την κατάκτηση αυτοδυναμίας, ενώ την ίδια ώρα διογκώνονται συνεχώς τα δημοσκοπικά ποσοστά των Ανεξάρτητων Ελλήνων του Πάνου Καμμένου.
Ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας, όμως, αδιαφορεί ουσιαστικά για την πτώση των ποσοστών του κόμματος του, θεωρώντας
βέβαιη την υποστήριξη του ΠΑΣΟΚ για το σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας των δύο κομμάτων κατ’ επιταγήν ξένων και ελληνικών κέντρων.
Δύσκολες προοπτικές
Η πανηγυρική είσοδος στη Βουλή των Ανεξάρτητων Ελλήνων είναι κάτι παραπάνω από βέβαιη. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι η πολιτική επιβίωση του κόμματος αυτού είναι εξασφαλισμένη, όπως δείχνει η σύγχρονη πολιτική ιστορία του τόπου.
Η ύπαρξη των Ανεξάρτητων Ελλήνων θα εξαρτηθεί αφενός βεβαίως από την πολιτική που θα ακολουθήσουν αλλά και από το αν ο ελληνικός λαός θα συνεχίσει να τάσσεται κατά του Μνημονίου και να απαιτεί την ανατροπή του ή θα υποταχθεί στη νέα -οικο-νομική αυτή τη φορά- κατοχή της Ελλάδας από το Δ Ράιχ της Γερμανίας.
Η μέχρι τώρα προϊστορία πρέπει να προβληματίσει σοβαρά τον Πάνο Καμμένο. Τρεις όλες κι όλες φορές εμφανίστηκαν τα τελευταία σαράντα χρόνια αξιόλογα νέα κόμματα με κοινοβουλευτική εκπροσώπηση. Το 1977 η Εθνική Παράταξη, κόμμα των αναθαρρημένων νοσταλγών της χούντας, πήρε 6,82%. Το 1996 το ΔΗΚΚΙ, κόμμα των ακραιφνών ανδρεοπαπανδρεϊκών με επικεφαλής τον Δημήτρη Τσοβόλα, πήρε 4,43%.
Και τα δύο αυτά κόμματα, τα οποία εξέφραζαν υπαρκτές τάσεις του παρελθόντος, απέτυχαν να ξαναμπούν στη Βουλή. Η μεν Εθνική Παράταξη αυτοδιαλύθηκε, το δε ΔΗΚΚΙ πήρε μόλις 2,69% στις εκλογές του 2000.
Διαφορετική περίπτωση ήταν η Πολιτική Ανοιξη του Αντώνη Σαμαρά, το 1993. Αυτή εξέφραζε μια ζέουσα εθνικιστική τάση της τότε πραγματικότητας με αφορμή την ονομασία των Σκοπίων. Η ΠΟΛΑΝ πήρε 4,88%, ξεπερνώντας, μάλιστα, το ΚΚΕ (!), το οποίο με 4,64% σημείωσε εκείνη τη χρονιά το χειρότερο αποτέλεσμά του από τη δεκαετία του… 1930.
Και η ΠΟΛΑΝ, όμως, παρά την ορμή της, απέτυχε στις εκλογές του 1996 να μπει στη Βουλή, παίρνοντας μόνο 2,94%. Το πολιτικό κλίμα στην Ελλάδα είχε αλλάξει. Ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε πεθάνει και ο Κώστας Σημίτης είχε αλώσει το ΠΑΣΟΚ με κύριο όπλο το «Ευχαριστώ τις ΗΠΑ»! Δεν υπήρχε πλέον χώρος για ένα κόμμα σαν την ΠΟΛΑΝ, η οποία διαλύθηκε και εξαφανίστηκε από το πολιτικό σκηνικό.
Δεν τα γράφουμε αυτά για να υποβάλουμε την ιδέα ενός σύντομου τέλους του κόμματος του Πάνου Καμμένου. Θέλουμε απλώς να επισημάνουμε ότι η αντιμνημονιακή βάση της ύπαρξής του το καθιστά πολύ πιο ευαίσθητο και εξαρτώμενο από τη συνέχιση ή μη των αντιμνημονιακών διαθέσεων του ελληνικού λαού. Όσο υπάρχουν μαχητικά αυτές, θα υπάρχει και το εν λόγω κόμμα.
ΔΗΜΑΡ και Χρυσή Αυγή
Το κόμμα του Φώτη Κουβέλη και η Χρυσή Αυγή είναι οι δύο άλλες περιπτώσεις. Η Δημοκρατική Αριστερά είναι μια εντυπωσιακή περίπτωση… κομματικής «φούσκας»!
Αυτό το κόμμα δεν έχει περισσότερο από 2% με 3% δικούς του ψηφοφόρους και θα ήταν όντως πανευτυχές αν κατόρθωνε να μπει μόνο του στη Βουλή, αυτοτελώς. Ξαφνικά, όμως, μετατράπηκε σε δημοσκοπικό καταφύγιο των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ που ντρέπονται να πουν ότι είναι πασοκτζήδες, αλλά δεν θέλουν και να φύγουν από το ΠΑΣΟΚ και να πάνε σε άλλο κόμμα. Το πιθανότερο είναι ότι η ΔΗΜΑΡ δεν θα πάρει στην κάλπη ούτε το μισό από τα ποσοστά που της δίνουν οι δημοσκοπήσεις.
Παράλληλα, πάντως, στελεχώνεται με πρώην βουλευτές του ΠΑΣΟΚ, ώστε, ανεξαρτήτως των δηλώσεων του Φώτη Κουβέλη, η ΔΗΜΑΡ να είναι έτοιμη να λειτουργήσει ως… προμηθευτής βουλευτικών ψήφων στη συγκυβέρνηση ΝΔ – ΠΑΣΟΚ μετεκλογικά, αν παραστεί ανάγκη.
Οσο για τη Χρυσή Αυγή, η οποία όχι μόνο ετοιμάζεται να μπει στο Κοινοβούλιο, αλλά απειλεί και να πετάξει εκτός Βουλής τον ΛΑΟΣ (!), αυτή εκφράζει τη φασιστική μετάλλαξη της Ακροδεξιάς. Αυτό εκφράζει ισχυρή κοινωνική τάση, ενώ ταυτόχρονα η αντιμνημονιακή γραμμή της Χρυσής Αυγής «δένει» ισχυρότερα πολιτικά λαϊκά στρώματα ακροδεξιών αντιλήψεων. Οσο συνεχίζεται, πάντως, αυτή η πολιτική Ευρωπαϊκής Ένωσης – Νέας Δημοκρατίας – ΠΑΣΟΚ, δεν θα υποχωρήσει εύκολα η Χρυσή Αυγή…
Γιώργος Δελαστίκ – «Επίκαιρα»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου