Νικολοπούλου,το 1965 εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα και εργάστηκε ως ανταποκριτής στην Αθήνα για την ολλανδική και τη βελγική τηλεόραση καθώς και για ολλανδικές εφημερίδες.
Κατά την περίοδο της επταετίας, αντίθετα με πολλούς συναδέλφους του ξένους ανταποκριτές όπως ο διαβόητος Μαρκ Μαρσώ της Le Monde,όχι μόνο συνέχισε να καταγράφει τα βασανιστήρια και τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά προσπάθησε να βοηθήσει την ελληνική αντίσταση. Η χούντα τον απέλασε δυο φορές από την Ελλάδα, για να επανέρχεται πάντα κάτω από κινηματογραφικές συνθήκες. Στην πρώτη από αυτές τις επιστροφές, μπόρεσε να καταγράψει την ιστορική στιγμή, από ένα δωμάτιο στο ξενοδοχείο Ακροπόλ.
Για την αντιδικτατορική του δράση, τιμήθηκε με παράσημο από τον βασιλιά του Βελγίου και τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας,τον Σύνδεσμο Φυλακισθέντων και Εξορισθέντων Αντιστασιακών 1967-1974 και την Ένωση Ανταποκριτών Ξένου Τύπου. Ήταν ένας άνθρωπος γεμάτος χιούμορ και αγάπη για την ζωή. Πέθανε στις 13 Ιουλίου στο Άμστερνταμ.
Η συνέντευξη στον Στέλιο Κούλογλου που ακολουθεί, ήταν από τις τελευταίες που έδωσε.
Ήρθα στην Ελλάδα πριν το πραξικόπημα του 1967 και με τα Ιουλιανά είδα τις διαδηλώσεις, αναποδογυρισμένα αυτοκίνητα..Είπα τότε: τι ζωηρός λαός είναι αυτός;
Οταν έγινε η χούντα από την πρώτη στιγμή που βγήκαν τα τανκς στον δρόμο, άρχισα να παίρνω πολλές συνεντεύξεις με ανθρώπους που πήγαν φυλακή, που ύστερα έγιναν φίλοι μου,πολλοί δεν υπάρχουν πιά... Το φιλμ για το Πολυτεχνείο δεν ήταν το πρώτο που έκανα. Έκανα 10-15 φιλμ, τα χάρισα στην ΕΡΤ, πρέπει να είναι ακόμα εκεί.
Μετά την 21η Απριλίου μας καλούσαν σε συνεντεύξεις, του Παπαδόπουλου του έκανα δύσκολες ερωτήσεις. Είχε πάει στην Αμερική τότε και τον ρώτησα: «Κύριε Πρόεδρε, οι Αμερικανοί δεν είχαν ερωτήσεις για την κατάσταση στην Ελλάδα;»
Τον Παττακό τον είχαν για πλάκα, θυμάμαι μία μέρα κάλεσαν όλους τους ξένους ανταποκριτές στις 5 το πρωί. Και πήγαμε εκεί, καθόταν με το βλακώδες χαμόγελο και δεν είπε τίποτα...Πέρασε ένα τέταρτο, 20 λεπτά και λέω «Κύριε Πρόεδρε, αφού μας σηκώσατε τόσο νωρίς, έχετε κάτι σοβαρό να μας πείτε. Ίσως να γυρίσετε στον στρατό, παραδίδοντας την εξουσία στους πολιτικούς».. « Ήθελα να σας πω καλημέρα μόνο», απάντησε. Οταν είχε πέσει η Χούντα, πήγα στο σπίτι του. Χτύπησα το κουδούνι και λέει «εσύ πάλι; Γιατί έρχεσαι;». Λέω «Ήμουν οπαδός σας.» Και γέλασε. Γιατί είχε κάτι, δεν τόσο κακός άνθρωπος, όσο ο Παπαδόπουλος
Ο Παπαδόπουλος, τι τύπος ήταν;
Μόνο να’βλεπες τα μάτια του, ήταν καλός για το τρελοκομείο, δεν μπορούσες να μιλήσεις μαζί του. Αγαπούσε πάρα πολύ τον εαυτό του, μία μέρα είχε μαζέψει όλα τα παιδιά του γυμνασίου στο Παναθηναϊκό Στάδιο. Ηταν υποχρεωτικό να’ ρθούν, αλλοιώς έπρεπε να φέρουν χαρτιά ότι είναι άρρωστοι. Το στάδιο ήταν γεμάτο και άρχισε ο δικτάτορας να μιλάει «Έλληνες Ελλήνων Χριστιανών...» και άρχισαν τα παιδιά να φωνάζουν τα σλόγκαν, τα γελοία συνθήματα της Χούντας και δεν τον άφησαν να μιλήσει. Τα παιδιά δεν σταμάτησαν , τον γελοιοποίησαν και αυτός έφυγε. Ποτέ δεν το ξαναέκανε αυτό. Και δεν το ήξερε ο κόσμος, δεν το είπε το ραδιόφωνο και ο κόσμος δεν το ήξερε αλλά εγώ το φιλμάρισα.
Για πέστε μου για τους ανταποκριτές και τους δημοσιογράφους τότε. Είχε η Le Monde έναν διαβόητο ανταποκριτή..
Ο Μαρσώ, τώρα μπορώ να μιλήσω ελεύθερα γι’ αυτόν, ήταν Χουντικός, αλλά για άλλους δεν θα μιλήσω γιατί δεν είναι νεκροί ακόμα. Ηταν χρόνια εδώ, μπορεί μέσα τους να είναι δημοκρατικοί αλλά είχαν οικογένεια, πολλοί ήταν παντρεμένοι με Ελληνίδες και ήταν το ψωμί τους.
Και για τους Έλληνες δημοσιογράφους, το ίδιο ισχύει...
Διέτρεχαν πολύ μεγαλύτερο κίνδυνο από τους ξένους. Οι Έλληνες δημοσιογράφοι που έχω γνωρίσει, τους περισσότερους τους έχω θαυμάσει. Τους άλλους .δεν ήθελα να τους γνωρίσω κι αυτοί δεν ήθελαν να με γνωρίσουν. Αλλά τι μπορούσαν να κάνουν; Εμείς οι ξένοι μπορούσαμε να κάνουμε, να γράφουμε και όλα αυτά και μερικοί από μας το κάνανε, άλλοι οχι.. Αλλά η δική μου η συνείδηση δεν μου είχε επιτρέψει να είμαι παθητικός.
Έκανα, επί Χούντας, το αναγνωρίζω, πράγματα που δεν κάνει ένας δημοσιογράφος. ‘Ένας δημοσιογράφος πρέπει να είναι ουδέτερος, να γράφει τα πράγματα όπως τα βλέπει και μετά στοπ. Αλλά εγώ μάζευα λεφτά στους ανθρώπους που είχαν υποφέρει από την δικτατορία, που έβγαιναν από την φυλακή και δεν είχαν δραχμή.Δεν ήταν αρμοδιότητας δημοσιογράφων και γι’ αυτό μου έχουν κάνει κριτική οι συνάδελφοί μου εδώ και σε αυτό έχουν δίκιο, το αναγνωρίζω.
Στην κατάληψη της Νομικής φάγατε ξύλο όμως..
Στην κατάληψη της Νομικής άρχισαν να χτυπάνε τους ανθρώπους και εμένα με πιάσανε και αφου με δείρανε πολύ με βάλανε σε μία κλινική, εκεί απέναντι από την ΕΣΑ, πως λέγεται ο μεγάλος δρόμος;
Βασιλίσσης Σοφίας;
Εκεί. Με βάλανε στην κλινική και μου κάνανε ανάκριση. . Με ρωτούσαν «τι θα κάνουνε οι φοιτητές τώρα;». «Δεν ξέρω εγώ, δεν με έχουν ειδοποιήσει τι θα κάνουν.». «Και τι σκοπό έχουν; Τι θέλουν;». Λέω: «Ελευθερία. Μόνο ελευθερία.».
Ηταν και φοιηττές τραυματισμένοι και πήγαιναν να χτυπήσουν τα παιδιά στα κρεβάτια τους. Πως μπορείς να πας με το γκλομπ να χτυπήσεις ανθρώπους που είναι τραυματισμένοι στο κρεβάτι; Μόνο επειδή είχαν φωνάξει «Ελευθερία».
Και μετά την Νομική σας έδιωξαν από την Ελλάδα.
Τον Μάρτιο του 73. Πριν με διώξουν μου τηλεφωνούσαν, με απειλούσαν, «γύρισε στην πατρίδα σου». Είχα φίλους που με βοηθούσαν, μερικές φορές δεν τολμούσα να βγω μόνος μου γιατί φοβόμουν ότι θα με πιάσουνε στο δρόμο και θα μου κάνανε κακό. Και είχα 2-3 φοιτητές που με συνόδευαν από το σπίτι μου.
Μία, δύο, τρεις φορές, στο τέλος με διώξανε, πηγαίνοντας στο αεροδρόμιο και αυτό ήταν συγκινητικό, δεκάδες φοιτητές να με συνοδεύουν. Κι όταν ήρθα στο Άμστερνταμ, ήταν γεμάτο δημοσιογράφους...όχι ότι είμαι σπουδαίος αλλά είναι ένα γεγονός.
Ξέρετε ακόμη και στην Ολλανδία και η Σκανδιναβία που ήταν πιο δημοκρατικές χώρες, πολλοί λέγανε ότι οι Ελληνες είναι απείθαρχοί και καλά τους κάνουν οι συνταγματάρχες, άλλωστε χειρίζονται τους διαφωνούντες με το γάντι. Ακόμα τον Παναγούλη δεν τον εκτέλεσαν.Η μεγάλη πρσοφορά της Νομικής Σχολής και του Πολυτεχνείου ήταν ότι έδειξαν στον έξω κόσμο το πραγματικό πρόσωπο της χούντας.
Και στο Πολυτεχνείο, πριν καταγράψατε την σκηνή με το τανκ, τότε πως ήταν το κλίμα;
Είχα νοικιάσει δωμάτιο στο ξενοδοχείο “Ακροπόλ” απέναντι από το Πολυτεχνείο. Ηταν η νύχτα του Βαρθολομαίου, ήταν άνθρωποι με πολύ θάρρος, δεν ήταν μόνο φοιτητές, ήταν μικρά παιδιά 15 ετών, 12 ετών, ο Κομνηνός.....καμία φορά που το σκέφτομαι συγκινούμαι.
Και ήταν κατά τις 8 που άρχισαν να πέφτουν σφαίρες από παντού. Μας φέρανε μέσα μία κοπέλα, είχε χτυπηθεί στον λαιμό της, μία τουρίστρια που ήρθε στην Ελλάδα και πήγε στον ΟΤΕ να τηλεφωνήσει στη μαμά της ότι πέρασε ωραία στην Ελλάδα. Και πέθανε, πέθανε μπροστά μου.
Στο δωμάτιό μου, είχανε έρθει πολλά παιδιά, μικρά παιδιά, μεγαλύτερα, φοιτητές και τους έκρυψα. Υστερα ήρθαν τα τανκς τα φοβερά, τα τέρατα μπροστά, αυτά μου έδωσαν το φως να τραβήξω το φιλμ, χωρίς το φως τους δεν θα είχε γίνει ποτέ αυτό το φιλμ.
Την επόμενη μέρα δεν μπορούσα να φύγω από το ξενοδοχείο και κρύφτηκα εκεί. Το προσωπικό του ξενοδοχείου, είχε πάρα πολύ θάρρος, μου φέρνανε φαγητό, η τηλεφωνήτρια μου έκανε σύνδεση με την Ολλανδία αλλά δεν δούλευα μόνο για την Ολλανδία, δούλευα και για το Βέλγιο, άκουσαν τα γεγονότα σε όλη την Ευρώπη
Και το φιλμ πως το στείλατε;
Δύο μέρες μετά την εισβολή στο Πολυτεχνείο, κρυβόμουν ακόμα αλλά δεν μπορούσα να βγω γιατί ήταν αστυνομία απ’ έξω και τηλεφώνησα στην ολλανδική πρεσβεία και είπα «κάντε μου μια χάρη, ελάτε να με πάρετε.» Και ήρθε ένα μεγάλο αυτοκίνητο με τη σημαία πάνω και με πήρανε. Μετά το έστειλα στο εξωτερικό.
Και μετά σας ξαναδιώξανε...
Με φώναξε ένας αστυνομικός και μου είπε: «πρέπει να φύγετε από την Ελλάδα, το έχετε παρακάνει.» Λέω: «Τι έχω κάνει;». Έκανα τον ανήξερο. «Εσύ το ξέρεις πολύ καλύτερα από μένα και να φύγεις γιατί θα σε συλλάβουμε πάλι και δεν θα περάσεις ωραία.» Αλλά εγώ πήγα σπίτι μου και δούλευα, σαν να μην έτρεχε τίποτα. Και μία μέρα ήταν αρχές του ’74, ήρθαν σπίτι 4 μπάτσοι και είπαν να φύγεις αύριο και αν δεν έχεις φύγει θα σε συλλάβουμε.
Ετσι πήγα στην Κύπρο κι εκεί ο Μακάριος, αμέσως με φώναξε μου είπε «ξέρω όλες τις περιπέτειες που έχεις περάσει στην Ελλάδα, κάθισε εδώ. Θα σου πληρώσουμε το ξενοδοχείο, ότι θέλεις.» Μετά έφυγα, πήγα στην Ολλανδία, πήγα να δω τους ανθρώπους που ήταν στην εξορία,η λαίδη Φλέμινγκ στην Αγγλία, στην Γαλλία ο Θεοδωράκης και πολλοί πολλοί άλλοι.
Αλλά τι να κάνω στο εξωτερικό, δεν είχε δράση και γύρισα κρυφά στην Ελλάδα. Στο αεροδρόμιο οι αστυνομικοί το κατάλαβαν αλλά είπαν μόνο: «Welcome, welcome!» Και δεν έκαναν τίποτα. Ξέρεις εκείνη την εποχή, είχαν αλλάξει, οι άνθρωποι δεν πίστευαν πια στη Χούντα, ο ένας βοήθουσε τον άλλον, ήμασταν προς τον δρόμο της δημοκρατίας. Τον Ιούλιο του ’74 με το πραξικόπημα στην Κύπρο ξαναήρθαν στο σπίτι μου και είπαν θα φύγεις αύριο γιατί δεν θα ζήσεις ούτε μία μέρα. Την άλλη μέρα αυτοί είχαν φύγει κι εγώ έμεινα. Γιατί είχε πέσει ή Χούντα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου