Όσοι έχουν τόσο καιρό αναλάβει εργολαβία να υπονομεύσουν ως απολύτως ανώριμη και αναξιόπιστη κάθε πολιτική που προσπαθεί να δημιουργήσει πλαίσιο συμμετοχής, τώρα περνούν στη φάση δύο, η οποία προβλέπει «φρεσκαδούρα»… Το ότι ο Σταύρος Θεοδωράκης έγραψε ένα κείμενο που μοιάζει με εισαγωγή σε μία από τις μετριότερες εκπομπές του, και ότι με αυτό επέλεξε να ανακοινώσει τη δημιουργία ενός νέου πολιτικού φορέα, δείχνει προφανώς τη βαθιά πίστη κάποιων ότι ζούμε σε εποχές όχι πολιτικής αλλά μεταπολιτικής, και πως, μέσα στην αναμπουμπούλα, υπάρχει χώρος για άπειρες εκδοχές του Μπέπε Γκρίλο, αρκεί να είναι φωτογενείς. Το ότι οι δεσμεύσεις αυτού του νέου πολιτικού φορέα είναι, στην καλύτερη περίπτωση, μια σειρά από νεοφιλελεύθερες γενικότητες, και στη χειρότερη μια συρραφή αναμνήσεων από θέματα με τα οποία ο Σταύρος Θεοδωράκης έχει ασχοληθεί στο παρελθόν στην εκπομπή του, δείχνει προφανώς τη σπουδή, την προχειρότητα, αλλά και την αδιανόητη τζαμπομαγκιά με την οποία ετοιμάστηκε το νέο κόμμα.
Ο τρόπος όμως με τον οποίο αυτού του είδους η ανακοίνωση, αυτό το κείμενο, και αυτή η «παρέμβαση» προβλήθηκε ως γεγονός πρώτης γραμμής από μια μερίδα των παλαιονέων media και τους δημοσιολόγους που κάνουν καριέρα τα τελευταία χρόνια με τη σημαία της «κοινής λογικής», είναι ένα ζήτημα που αξίζει να μας απασχολήσει. Γιατί, πραγματικά, εντυπωσιάζει το γεγονός ότι κάποιοι από τους λαλίστατους αυτούς σχολιαστές κράτησαν στάση θετικής αναμονής ή βγήκαν αναφανδόν να στηρίξουν «το ποτάμι» ως δυνάμει ψηφοφόροι του. Και, ταυτόχρονα, ότι κάποιοι άλλοι από αυτούς απλώς προτίμησαν να μη σχολιάσουν.
ΔΕΝ ΣΧΟΛΙΑΣΑΝ: μια πλατφόρμα κόμματος που, με όποια πλευρά της κοινής λογικής κι αν τη δεις, είναι τουλάχιστον πολιτικά φαιδρή – αν δεν θεωρήσουμε ότι είναι καιροσκοπική ή/και ύποπτη. Όλοι αυτοί που ξοδεύονται στα πληκτρολόγια καθημερινά καταγγέλλοντας τον αρχηγισμό των κομμάτων, δεν σχολίασαν ένα κείμενο στο οποίο ένας άνθρωπος μας έλεγε ότι θέλει να φτιάξει ένα κόμμα περίπου σαν προσωπικό μαγαζί. Αυτοί που μανιακά επιμένουν να κρίνουν ως απραγματοποίητη στις λεπτομέρειές της κάθε πολιτική εξαγγελία της αντιπολίτευσης, χειροκρότησαν ως φρέσκια μια δέσμη εντελώς κλισέ ιδεών, που είναι (και, το χειρότερο, παρουσιάζονται ως) ρητορικές ασκήσεις επί χαρτοπετσέτας. Αυτοί που καταγγέλλουν ότι τα κόμματα δεν συνομιλούν με την κοινωνία και δεν κατανοούν τις ανάγκες της, είναι τώρα έτοιμοι να συγχαρούν ένα πρότζεκτ που προγραμματικά δεν έχει καμία σχέση με καμία κοινωνική βάση, και η μελλοντική του σχέση με την έννοια «βάση» περιγράφεται με όρους τηλεμάρκετινγκ. Αυτοί που ακόμα οικτίρουν τα αγγλικά του Τσίπρα, χειροκρότησαν ως δημιουργικό αυτοσαρκασμό το «καλά καλά δεν μιλάω γλώσσες» του Θεοδωράκη. Αυτοί που αλλού βλέπουν ασυγχώρητη απειρία, εδώ θέλησαν «να μην είναι κακοπροαίρετοι» και να διακρίνουν χαριτωμένα κι άφθαρτα πρόσωπα. Αυτοί που αλλού καταγγέλλουν προχειρότητα, εδώ είδαν αυθεντικότητα. Άνθρωποι που λένε συνεχώς ότι έπηξαν από τα κούφια λόγια των πολιτικών, βλέπουν με συμπάθεια ένα κόμμα που το μόνο που προτείνει ως ξεκάθαρο χαρακτηριστικό του είναι το ύφος. Και αυτοί που μιλούν συνεχώς για το πόσο κακό έκανε στην Ελλάδα η εποχή «του πάρτυ», εδώ συγκινούνται με ένα λόγο που θυμίζει αρχισυνταξία του περιοδικού Κλικ.
Γιατί εδώ ακριβώς είναι το πρόβλημα: όσοι έχουν τόσο καιρό αναλάβει εργολαβία να υπονομεύσουν ως απολύτως ανώριμη και αναξιόπιστη κάθε πολιτική που προσπαθεί να δημιουργήσει πλαίσιο συμμετοχής, τώρα περνούν στη φάση δύο, η οποία προβλέπει «φρεσκαδούρα». Σερβιρισμένη ως αναπάντεχη, μα ουσιαστικά επιβεβλημένη και απαραίτητη: ως η πιο εξελιγμένη οργάνωση της παθητικότητας, της ήπιας καταστολής και της υφολογικά εκσυγχρονισμένης υποταγής.
Καλές επιτυχίες.
Δημήτρης Παπανικολάου
πηγή: unfollow.com.gr
Ο τρόπος όμως με τον οποίο αυτού του είδους η ανακοίνωση, αυτό το κείμενο, και αυτή η «παρέμβαση» προβλήθηκε ως γεγονός πρώτης γραμμής από μια μερίδα των παλαιονέων media και τους δημοσιολόγους που κάνουν καριέρα τα τελευταία χρόνια με τη σημαία της «κοινής λογικής», είναι ένα ζήτημα που αξίζει να μας απασχολήσει. Γιατί, πραγματικά, εντυπωσιάζει το γεγονός ότι κάποιοι από τους λαλίστατους αυτούς σχολιαστές κράτησαν στάση θετικής αναμονής ή βγήκαν αναφανδόν να στηρίξουν «το ποτάμι» ως δυνάμει ψηφοφόροι του. Και, ταυτόχρονα, ότι κάποιοι άλλοι από αυτούς απλώς προτίμησαν να μη σχολιάσουν.
ΔΕΝ ΣΧΟΛΙΑΣΑΝ: μια πλατφόρμα κόμματος που, με όποια πλευρά της κοινής λογικής κι αν τη δεις, είναι τουλάχιστον πολιτικά φαιδρή – αν δεν θεωρήσουμε ότι είναι καιροσκοπική ή/και ύποπτη. Όλοι αυτοί που ξοδεύονται στα πληκτρολόγια καθημερινά καταγγέλλοντας τον αρχηγισμό των κομμάτων, δεν σχολίασαν ένα κείμενο στο οποίο ένας άνθρωπος μας έλεγε ότι θέλει να φτιάξει ένα κόμμα περίπου σαν προσωπικό μαγαζί. Αυτοί που μανιακά επιμένουν να κρίνουν ως απραγματοποίητη στις λεπτομέρειές της κάθε πολιτική εξαγγελία της αντιπολίτευσης, χειροκρότησαν ως φρέσκια μια δέσμη εντελώς κλισέ ιδεών, που είναι (και, το χειρότερο, παρουσιάζονται ως) ρητορικές ασκήσεις επί χαρτοπετσέτας. Αυτοί που καταγγέλλουν ότι τα κόμματα δεν συνομιλούν με την κοινωνία και δεν κατανοούν τις ανάγκες της, είναι τώρα έτοιμοι να συγχαρούν ένα πρότζεκτ που προγραμματικά δεν έχει καμία σχέση με καμία κοινωνική βάση, και η μελλοντική του σχέση με την έννοια «βάση» περιγράφεται με όρους τηλεμάρκετινγκ. Αυτοί που ακόμα οικτίρουν τα αγγλικά του Τσίπρα, χειροκρότησαν ως δημιουργικό αυτοσαρκασμό το «καλά καλά δεν μιλάω γλώσσες» του Θεοδωράκη. Αυτοί που αλλού βλέπουν ασυγχώρητη απειρία, εδώ θέλησαν «να μην είναι κακοπροαίρετοι» και να διακρίνουν χαριτωμένα κι άφθαρτα πρόσωπα. Αυτοί που αλλού καταγγέλλουν προχειρότητα, εδώ είδαν αυθεντικότητα. Άνθρωποι που λένε συνεχώς ότι έπηξαν από τα κούφια λόγια των πολιτικών, βλέπουν με συμπάθεια ένα κόμμα που το μόνο που προτείνει ως ξεκάθαρο χαρακτηριστικό του είναι το ύφος. Και αυτοί που μιλούν συνεχώς για το πόσο κακό έκανε στην Ελλάδα η εποχή «του πάρτυ», εδώ συγκινούνται με ένα λόγο που θυμίζει αρχισυνταξία του περιοδικού Κλικ.
Γιατί εδώ ακριβώς είναι το πρόβλημα: όσοι έχουν τόσο καιρό αναλάβει εργολαβία να υπονομεύσουν ως απολύτως ανώριμη και αναξιόπιστη κάθε πολιτική που προσπαθεί να δημιουργήσει πλαίσιο συμμετοχής, τώρα περνούν στη φάση δύο, η οποία προβλέπει «φρεσκαδούρα». Σερβιρισμένη ως αναπάντεχη, μα ουσιαστικά επιβεβλημένη και απαραίτητη: ως η πιο εξελιγμένη οργάνωση της παθητικότητας, της ήπιας καταστολής και της υφολογικά εκσυγχρονισμένης υποταγής.
Καλές επιτυχίες.
πηγή: unfollow.com.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου