Ιδιώτη στην αρχαία Ελλάδα αποκαλούσαν αυτόν που δεν συμμετείχε στα κοινά της πόλης, δεν έπαιρνε μέρος στις Συνελεύσεις ούτε αναλάμβανε αξιώματα όπως όφειλε κάθε Έλληνας πολίτης. Για τον αρχαίο Έλληνα, πρώτα ήσουν μέλος του κοινωνικού συνόλου και μετά άτομο. Μάλιστα, όποιον δεν συμμετείχε, του αφαιρούσαν τα πολιτικά δικαιώματα, ακολουθούσε κατάσχεση της περιουσίας και τέλος εξορία ή θάνατος ! Έτσι και η λέξη "ιδιώτης" απέκτησε την έννοια του ηλιθίου [idiot], γιατί φανέρωνε ανευθυνότητα με ρίζα την τεμπελιά. Στις μέρες μας, όμως, τα πράγματα φαίνεται πως έχουν αντιστραφεί. Σήμερα, το να μην ασχολείσαι με τα κοινά όχι μόνο δε θεωρείται ντροπή , αλλά αντίθετα έχει αποκτήσει και μία ιδιότυπη θετική αίγλη. Το να “κοιτάς μόνο τη δουλειά σου”, ενώ στην αρχαιότητα επέσυρε ακόμη και την ποινή του θανάτου, σήμερα φαίνεται πως αποτελεί αξία και δείγμα σύνεσης και υπευθυνότητας !!
Από τη μία μεριά, όσοι ασχολούνται με τα κοινά από κάποια υπεύθυνη θέση θεωρούνται αυτομάτως από τους υπόλοιπους ως διεφθαρμένοι και απατεώνες, ενώ από την άλλη όσοι αγωνίζονται ενάντια στις επιλογές της εξουσίας, θεωρούνται ως άνθρωποι που απειλούν την κοινωνική ειρήνη και είναι υποκινούμενοι από σκοτεινές και ιδιοτελείς προθέσεις !!
Δε θα ήταν σωστό βέβαια να μην αναγνωρίσουμε και ένα ελαφρυντικό σε αρκετούς ανθρώπους που απείχαν αηδιασμένοι από τα κοινά, βλέποντας τον τρόπο με τον οποίο ασκείται η δημόσια διοίκηση. Δυστυχώς, όμως, φοβάμαι πως η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων που απέχουν από τα κοινά, το κάνει από τεμπελιά και από μια κοντόφθαλμη άποψη περί προσωπικού οφέλους, χωρίς να αντιλαμβάνεται πως η ανέλιξη της κοινωνίας συνολικά, θα ωφελήσει νομοτελειακά και τους ίδιους.
Είναι οι περίφημοι αδιάφοροι, για τους οποίους έχουν ειπωθεί πολλά ειδικά σε κρίσιμες περιόδους όπως αυτή που διανύουμε. Περιόδους κατά τις οποίες οφείλουν οι πολίτες περισσότερο από ποτέ να δραστηριοποιηθούν προκειμένου να διασώσουν τη συνοχή και την επιβίωση της κοινωνίας.
Εκτός, όμως από τους αδιάφορους υπάρχουν και οι δειλοί “που απ’ τους άλλους θεν παλικαριά κι οι ίδιοι όλο λερώνουν τα βρακιά” και που “δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα,προσμένουν, ίσως, κάποιο θάμα!”. Άνθρωποι που μπορεί να υποφέρουν και να δυσανασχετούν, αλλά που θα περιμένουν πάντα κάποιον άλλον να βγάλει το φίδι απ΄την τρύπα, ενώ οι ίδιοι θα κάθονται ασφαλείς στο σπίτι τους. Άνθρωποι που θα πάρουν θέση μόνο όταν το αποτέλεσμα της αναμέτρησης θα έχει ήδη κριθεί και , εκ του ασφαλούς πλέον, θα μπορούν να ταχθούν με την πλευρά του νικητή.
Έτσι , άλλωστε, δεν έγινε και κατά την περίοδο της Απριλιανής χούντας; Πόσοι ήταν οι αγωνιστές που πολεμούσαν το στρατιωτικό καθεστώς και πόσοι ήταν αυτοί που – μετά την πτώση της χούντας – γέμιζαν τα στάδια τραγουδώντας αντιστασιακά τραγούδια; Γι αυτό είναι μάλλον μάταιο να περιμένεις τη μεγάλη μερίδα του λαού να συνταχθεί μαζί σου, συνειδητοποιημένη, τολμηρή και αποφασισμένη. Η Ιστορία θα κινηθεί από τους λίγους τολμηρούς και, αν αυτοί είναι τυχεροί στα πρώτα τους βήματα, θα ακολουθηθούν και από άλλους.
Ας δούμε, όμως, μερικά κείμενα που έχουν γραφεί για τους δειλούς και αδιάφορους
“Μισώ τους αδιάφορους” , του Αντόνιο Γκράμσι
Στο κείμενο αυτό, ο Αντόνιο Γκράμσι, θυμώνει, χλευάζει και καταγγέλει τους αδιάφορους, τα βαρίδια της Ιστορίας όπως τους αποκαλεί. Αγέρωχος, από την αίσθηση του υψηλού καθήκοντος που νιώθει ότι επιτελεί, γράφει :
«Μισώ τους αδιάφορους. Πιστεύω ότι το να ζεις σημαίνει να εντάσσεσαι κάπου. Όποιος ζει πραγματικά δεν μπορεί να μην είναι πολίτης και ενταγμένος. Η αδιαφορία είναι αβουλία, είναι παρασιτισμός, είναι δειλία, δεν είναι ζωή. Γι’ αυτό μισώ τους αδιάφορους. Η αδιαφορία είναι το νεκρό βάρος της ιστορίας. Η αδιαφορία δρα δυνατά πάνω στην ιστορία. Δρα παθητικά, αλλά δρα. Είναι η μοιρολατρία.
... Αυτό που συμβαίνει, το κακό που πέφτει πάνω σε όλους, συμβαίνει γιατί η μάζα των ανθρώπων απαρνείται τη βούλησή της, αφήνει να εκδίδονται νόμοι που μόνο η εξέγερση θα μπορέσει να καταργήσει, αφήνει να ανέβουν στην εξουσία άνθρωποι που μόνο μια ανταρσία θα μπορέσει να ανατρέψει. Μέσα στη σκόπιμη απουσία και στην αδιαφορία λίγα χέρια, που δεν επιτηρούνται από κανέναν έλεγχο, υφαίνουν τον ιστό της συλλογικής ζωής, και η μάζα είναι σε άγνοια, γιατί δεν ανησυχεί. Φαίνεται λοιπόν σαν η μοίρα να συμπαρασύρει τους πάντες και τα πάντα, φαίνεται σαν η ιστορία να μην είναι τίποτε άλλο από ένα τεράστιο φυσικό φαινόμενο, μια έκρηξη ηφαιστείου, ένας σεισμός όπου όλοι είναι θύματα, αυτοί που τον θέλησαν κι αυτοί που δεν τον θέλησαν, αυτοί που γνώριζαν κι αυτοί που δεν γνώριζαν, αυτοί που ήταν δραστήριοι κι αυτοί που αδιαφορούσαν. Κάποιοι κλαψουρίζουν αξιοθρήνητα, άλλοι βλαστημάνε χυδαία, αλλά κανείς ή λίγοι αναρωτιούνται: αν είχα κάνει κι εγώ το χρέος μου, αν είχα προσπαθήσει να επιβάλλω τη βούλησή μου, θα συνέβαινε αυτό που συνέβη;
Μισώ τους αδιάφορους και γι’ αυτό: γιατί με ενοχλεί το κλαψούρισμά τους, κλαψούρισμα αιωνίων αθώων. Ζητώ να μου δώσει λογαριασμό ο καθένας απ’ αυτούς με ποιον τρόπο έφερε σε πέρας το καθήκον που του έθεσε και του θέτει καθημερινά η ζωή, γι’ αυτό που έκανε και ειδικά γι’ αυτό που δεν έκανε. Και νιώθω ότι μπορώ να είμαι αδυσώπητος, ότι δεν μπορώ να χαλαλίσω τον οίκτο μου, ότι δεν μπορώ να μοιραστώ μαζί τους τα δάκρυά μου.
... Ζω, είμαι ενταγμένος. Γι’ αυτό μισώ αυτούς που δεν συμμετέχουν, μισώ τους αδιάφορους».
“Για τον παροιμιώδη μέσο ανθρωπάκο’’, του Wolf Birman
Στο ποίημά του αυτό, που μελοποιήθηκε από το Θάνο Μικρούτσικο, ο Wolf Birman μέσα σε λίγες γραμμές κατορθώνει να στηλιτεύσει τους πάντες : τους δειλούς που περιμένουν από τους άλλους να κάνουν την επανάσταση, τους γραφειοκράτες της εξουσίας που εκμεταλλεύονται το λαό, τους δάσκαλους που λειτουργούν ως δάσκαλοι της υποταγής, το μέσο άνθρωπο που το βουλώνει προκειμένου να έχει ένα πιάτο φαί, τους διανοούμενους που τα έχουν κάνει πλακάκια με την εξουσία κλπ
Τους έχω βαρεθεί!
Τις κρύες γυναίκες που με χαϊδεύουν,
τους ψευτοφίλους που με κολακεύουν,
που απ’ τους άλλους θεν παλικαριά
κι οι ίδιοι όλο λερώνουν τα βρακιά,
σ’ αυτήν την πόλη που στα δυο έχει σκιστεί,
τους έχω βαρεθεί.
Και πέστε μου αξίζει μια πεντάρα,
των γραφειοκρατών η φάρα,
στήνει με ζήλο περισσό,
στο σβέρκο του λαού χορό,
στης ιστορίας τον χοντρό το κινητή,
την έχω βαρεθεί.
Και τι θα χάναμε χωρίς αυτούς όλους,
τους Ευρωπαίους, τους προφεσόρους,
που καλύτερα θα ξέρανε πολλά,
αν δεν γεμίζαν ολοένα την κοιλιά,
υπαλληλίσκοι φοβητσιάρηδες, δούλοι παχιοί,
τους έχω βαρεθεί.
Κι οι δάσκαλοι της νεολαίας νταντάδες,
κόβουν στα μέτρα τους τους μαθητάδες,
κάθε σημαίας πλαισιώνουν τους ιστούς,
με ιδεώδεις υποτακτικούς,
που είναι στο μυαλό νωθροί,
μα υπακοή έχουν περισσή,
τους έχω βαρεθεί.
Κι ο παροιμιώδης μέσος ανθρωπάκος,
κέρδος ποτέ μα από παθήματα χορτάτος,
που συνηθίζει στην κάθε βρωμιά,
αρκεί να έχει γεμάτο τον ντορβά
κι επαναστάσεις στ’ όνειρά του αναζητεί,
τον έχω βαρεθεί.
Κι οι ποιητές με χέρι υγρό,
υμνούνε της πατρίδας τον χαμό,
κάνουν με θέρμη τα στοιχειά στιχάκια,
με τους σοφούς του κράτους τα ‘χουνε πλακάκια,
σαν χέλια γλοιώδικα έχουν πουληθεί,
τους έχω βαρεθεί.
" Από τους θεατές περιμένουμε τουλάχιστον να ντρέπονται.", Μπ. Μπρεχτ
Εδώ ο Μπρεχτ, θυμωμένος και λυπημένος από την αδράνεια και την αδιαφορία της μεγάλης μάζας του λαού, την καλεί τουλάχιστον να νιώσει ντροπή γι΄αυτή της τη στάση
Όταν αυτοί που αγωνίζονται ενάντια στο Άδικο
Δείχνουν τα πληγωμένα τους πρόσωπα
Είναι η ανυπομονησία εκείνων που ήταν ασφαλείς,
Μεγάλη.
Γιατί παραπονιέστε, ρωτάνε
Παλέψατε το Άδικο! Τώρα
Αυτό σας νίκησε: σωπάστε λοιπόν!
Όποιος αγωνίζεται, λένε, πρέπει να ξέρει να χάνει
Όποιος ψάχνει τον καυγά, μπαίνει σε κίνδυνο
Όποιος συμπεριφέρεται βίαια
Δεν μπορεί να κατηγορεί τη βία.
Αχ, φίλοι, που είστε ασφαλείς
Γιατί τόσο εχθρικοί; Εμείς είμαστε,
Οι εχθροί σας, που είμαστε οι εχθροί του Άδικου;
Αν οι αγωνιστές ενάντια στο Άδικο νικηθούν
Το Άδικο πράγματι δεν έχει δίκαιο!
Οι ήττες μας δεν αποδεικνύουν
Τίποτα παραπάνω από το ότι
Είμαστε λίγοι αυτοί που παλεύουν ενάντια στο Κακό
Και από τους θεατές περιμένουμε
Τουλάχιστον να ντρέπονται.
Οι Μοιραίοι, του Κώστα Βάρναλη
Στο ποίημα αυτό που μελοποιήθηκε από το Μίκη Θεοδωράκη, ο Βάρναλης δείχνει την έγνοιά του για τους ανθρώπους της φτωχολογιάς , ανάμεικτη όμως με απογοήτευση και κριτική για την παραίτησή τους, την απαισιοδοξία τους, την απουσία βούλησης, τη δειλία τους και την ακατανόητη προσμονή από αυτούς ενός θαύματος που θα τους λυτρώσει από τα βάσανά τους.
Mες την υπόγεια την ταβέρνα,
μες σε καπνούς και σε βρισές
(απάνω στρίγγλιζε η λατέρνα)
όλ’ η παρέα πίναμ’ εψές·
εψές, σαν όλα τα βραδάκια,
να πάνε κάτου τα φαρμάκια.
Σφιγγόταν ένας πλάι στον άλλο
και κάπου εφτυούσε καταγής.
Ω! πόσο βάσανο μεγάλο
το βάσανο είναι της ζωής!
Όσο κι ο νους να τυραννιέται,
άσπρην ημέρα δε θυμιέται.
Ήλιε και θάλασσα γαλάζα
και βάθος τ’ άσωτ’ ουρανού!
Ω! της αβγής κροκάτη γάζα,
γαρούφαλα του δειλινού,
λάμπετε, σβήνετε μακριά μας,
χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας!
Tου ενού ο πατέρας χρόνια δέκα
παράλυτος, ίδιο στοιχειό·
τ’ άλλου κοντόημερ’ η γυναίκα
στο σπίτι λυώνει από χτικιό·
στο Παλαμήδι ο γιος του Mάζη
κι η κόρη του Γιαβή στο Γκάζι.
― Φταίει το ζαβό το ριζικό μας!
― Φταίει ο Θεός που μας μισεί!
― Φταίει το κεφάλι το κακό μας!
― Φταίει πρώτ’ απ’ όλα το κρασί!
Ποιος φταίει; ποιος φταίει; Kανένα στόμα
δεν το βρε και δεν το πε ακόμα.
Έτσι στη σκοτεινή ταβέρνα
πίνουμε πάντα μας σκυφτοί.
Σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα
όπου μας έβρει μας πατεί.
Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα,
προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!
ΥΓ. Αφιερωμένο σε πολλούς αριστερούς που αρκούνται στο να καταγγέλλουν το τάδε ή το δείνα αριστερό κόμμα ως συμβιβασμένο, ως τυχοδιωκτικό, ως ...ως...ως ... και παρόλο που μπορεί επί της ουσίας να έχουν δίκιο...
Ας κοιταχτεί κάθε ένας από αυτούς στον καθρέφτη και ας ρωτήσει τον εαυτό του τι έχει κάνει προσωπικά για να υπηρετήσει τις ιδέες του και αν μείνει ικανοποιημένος από την απάντηση, ας συνεχίσει την κριτική του. Αλλιώς, καλύτερα θα είναι να το βουλώσει !!
Αν κάθε ένας από εμάς είχε από τον εαυτό του τις απαιτήσεις που έχει από τα αριστερά κόμματα, δε θα χρειαζόταν καν να υπάρχουν τα αριστερά κόμματα. Η επανάσταση θα είχε ήδη συντελεστεί, χωρίς καν να αρχίσει !!
Από τη μία μεριά, όσοι ασχολούνται με τα κοινά από κάποια υπεύθυνη θέση θεωρούνται αυτομάτως από τους υπόλοιπους ως διεφθαρμένοι και απατεώνες, ενώ από την άλλη όσοι αγωνίζονται ενάντια στις επιλογές της εξουσίας, θεωρούνται ως άνθρωποι που απειλούν την κοινωνική ειρήνη και είναι υποκινούμενοι από σκοτεινές και ιδιοτελείς προθέσεις !!
Δε θα ήταν σωστό βέβαια να μην αναγνωρίσουμε και ένα ελαφρυντικό σε αρκετούς ανθρώπους που απείχαν αηδιασμένοι από τα κοινά, βλέποντας τον τρόπο με τον οποίο ασκείται η δημόσια διοίκηση. Δυστυχώς, όμως, φοβάμαι πως η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων που απέχουν από τα κοινά, το κάνει από τεμπελιά και από μια κοντόφθαλμη άποψη περί προσωπικού οφέλους, χωρίς να αντιλαμβάνεται πως η ανέλιξη της κοινωνίας συνολικά, θα ωφελήσει νομοτελειακά και τους ίδιους.
Είναι οι περίφημοι αδιάφοροι, για τους οποίους έχουν ειπωθεί πολλά ειδικά σε κρίσιμες περιόδους όπως αυτή που διανύουμε. Περιόδους κατά τις οποίες οφείλουν οι πολίτες περισσότερο από ποτέ να δραστηριοποιηθούν προκειμένου να διασώσουν τη συνοχή και την επιβίωση της κοινωνίας.
Εκτός, όμως από τους αδιάφορους υπάρχουν και οι δειλοί “που απ’ τους άλλους θεν παλικαριά κι οι ίδιοι όλο λερώνουν τα βρακιά” και που “δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα,προσμένουν, ίσως, κάποιο θάμα!”. Άνθρωποι που μπορεί να υποφέρουν και να δυσανασχετούν, αλλά που θα περιμένουν πάντα κάποιον άλλον να βγάλει το φίδι απ΄την τρύπα, ενώ οι ίδιοι θα κάθονται ασφαλείς στο σπίτι τους. Άνθρωποι που θα πάρουν θέση μόνο όταν το αποτέλεσμα της αναμέτρησης θα έχει ήδη κριθεί και , εκ του ασφαλούς πλέον, θα μπορούν να ταχθούν με την πλευρά του νικητή.
Έτσι , άλλωστε, δεν έγινε και κατά την περίοδο της Απριλιανής χούντας; Πόσοι ήταν οι αγωνιστές που πολεμούσαν το στρατιωτικό καθεστώς και πόσοι ήταν αυτοί που – μετά την πτώση της χούντας – γέμιζαν τα στάδια τραγουδώντας αντιστασιακά τραγούδια; Γι αυτό είναι μάλλον μάταιο να περιμένεις τη μεγάλη μερίδα του λαού να συνταχθεί μαζί σου, συνειδητοποιημένη, τολμηρή και αποφασισμένη. Η Ιστορία θα κινηθεί από τους λίγους τολμηρούς και, αν αυτοί είναι τυχεροί στα πρώτα τους βήματα, θα ακολουθηθούν και από άλλους.
Ας δούμε, όμως, μερικά κείμενα που έχουν γραφεί για τους δειλούς και αδιάφορους
“Μισώ τους αδιάφορους” , του Αντόνιο Γκράμσι
Στο κείμενο αυτό, ο Αντόνιο Γκράμσι, θυμώνει, χλευάζει και καταγγέλει τους αδιάφορους, τα βαρίδια της Ιστορίας όπως τους αποκαλεί. Αγέρωχος, από την αίσθηση του υψηλού καθήκοντος που νιώθει ότι επιτελεί, γράφει :
«Μισώ τους αδιάφορους. Πιστεύω ότι το να ζεις σημαίνει να εντάσσεσαι κάπου. Όποιος ζει πραγματικά δεν μπορεί να μην είναι πολίτης και ενταγμένος. Η αδιαφορία είναι αβουλία, είναι παρασιτισμός, είναι δειλία, δεν είναι ζωή. Γι’ αυτό μισώ τους αδιάφορους. Η αδιαφορία είναι το νεκρό βάρος της ιστορίας. Η αδιαφορία δρα δυνατά πάνω στην ιστορία. Δρα παθητικά, αλλά δρα. Είναι η μοιρολατρία.
... Αυτό που συμβαίνει, το κακό που πέφτει πάνω σε όλους, συμβαίνει γιατί η μάζα των ανθρώπων απαρνείται τη βούλησή της, αφήνει να εκδίδονται νόμοι που μόνο η εξέγερση θα μπορέσει να καταργήσει, αφήνει να ανέβουν στην εξουσία άνθρωποι που μόνο μια ανταρσία θα μπορέσει να ανατρέψει. Μέσα στη σκόπιμη απουσία και στην αδιαφορία λίγα χέρια, που δεν επιτηρούνται από κανέναν έλεγχο, υφαίνουν τον ιστό της συλλογικής ζωής, και η μάζα είναι σε άγνοια, γιατί δεν ανησυχεί. Φαίνεται λοιπόν σαν η μοίρα να συμπαρασύρει τους πάντες και τα πάντα, φαίνεται σαν η ιστορία να μην είναι τίποτε άλλο από ένα τεράστιο φυσικό φαινόμενο, μια έκρηξη ηφαιστείου, ένας σεισμός όπου όλοι είναι θύματα, αυτοί που τον θέλησαν κι αυτοί που δεν τον θέλησαν, αυτοί που γνώριζαν κι αυτοί που δεν γνώριζαν, αυτοί που ήταν δραστήριοι κι αυτοί που αδιαφορούσαν. Κάποιοι κλαψουρίζουν αξιοθρήνητα, άλλοι βλαστημάνε χυδαία, αλλά κανείς ή λίγοι αναρωτιούνται: αν είχα κάνει κι εγώ το χρέος μου, αν είχα προσπαθήσει να επιβάλλω τη βούλησή μου, θα συνέβαινε αυτό που συνέβη;
Μισώ τους αδιάφορους και γι’ αυτό: γιατί με ενοχλεί το κλαψούρισμά τους, κλαψούρισμα αιωνίων αθώων. Ζητώ να μου δώσει λογαριασμό ο καθένας απ’ αυτούς με ποιον τρόπο έφερε σε πέρας το καθήκον που του έθεσε και του θέτει καθημερινά η ζωή, γι’ αυτό που έκανε και ειδικά γι’ αυτό που δεν έκανε. Και νιώθω ότι μπορώ να είμαι αδυσώπητος, ότι δεν μπορώ να χαλαλίσω τον οίκτο μου, ότι δεν μπορώ να μοιραστώ μαζί τους τα δάκρυά μου.
... Ζω, είμαι ενταγμένος. Γι’ αυτό μισώ αυτούς που δεν συμμετέχουν, μισώ τους αδιάφορους».
“Για τον παροιμιώδη μέσο ανθρωπάκο’’, του Wolf Birman
Στο ποίημά του αυτό, που μελοποιήθηκε από το Θάνο Μικρούτσικο, ο Wolf Birman μέσα σε λίγες γραμμές κατορθώνει να στηλιτεύσει τους πάντες : τους δειλούς που περιμένουν από τους άλλους να κάνουν την επανάσταση, τους γραφειοκράτες της εξουσίας που εκμεταλλεύονται το λαό, τους δάσκαλους που λειτουργούν ως δάσκαλοι της υποταγής, το μέσο άνθρωπο που το βουλώνει προκειμένου να έχει ένα πιάτο φαί, τους διανοούμενους που τα έχουν κάνει πλακάκια με την εξουσία κλπ
Τους έχω βαρεθεί!
Τις κρύες γυναίκες που με χαϊδεύουν,
τους ψευτοφίλους που με κολακεύουν,
που απ’ τους άλλους θεν παλικαριά
κι οι ίδιοι όλο λερώνουν τα βρακιά,
σ’ αυτήν την πόλη που στα δυο έχει σκιστεί,
τους έχω βαρεθεί.
Και πέστε μου αξίζει μια πεντάρα,
των γραφειοκρατών η φάρα,
στήνει με ζήλο περισσό,
στο σβέρκο του λαού χορό,
στης ιστορίας τον χοντρό το κινητή,
την έχω βαρεθεί.
Και τι θα χάναμε χωρίς αυτούς όλους,
τους Ευρωπαίους, τους προφεσόρους,
που καλύτερα θα ξέρανε πολλά,
αν δεν γεμίζαν ολοένα την κοιλιά,
υπαλληλίσκοι φοβητσιάρηδες, δούλοι παχιοί,
τους έχω βαρεθεί.
Κι οι δάσκαλοι της νεολαίας νταντάδες,
κόβουν στα μέτρα τους τους μαθητάδες,
κάθε σημαίας πλαισιώνουν τους ιστούς,
με ιδεώδεις υποτακτικούς,
που είναι στο μυαλό νωθροί,
μα υπακοή έχουν περισσή,
τους έχω βαρεθεί.
Κι ο παροιμιώδης μέσος ανθρωπάκος,
κέρδος ποτέ μα από παθήματα χορτάτος,
που συνηθίζει στην κάθε βρωμιά,
αρκεί να έχει γεμάτο τον ντορβά
κι επαναστάσεις στ’ όνειρά του αναζητεί,
τον έχω βαρεθεί.
Κι οι ποιητές με χέρι υγρό,
υμνούνε της πατρίδας τον χαμό,
κάνουν με θέρμη τα στοιχειά στιχάκια,
με τους σοφούς του κράτους τα ‘χουνε πλακάκια,
σαν χέλια γλοιώδικα έχουν πουληθεί,
τους έχω βαρεθεί.
" Από τους θεατές περιμένουμε τουλάχιστον να ντρέπονται.", Μπ. Μπρεχτ
Εδώ ο Μπρεχτ, θυμωμένος και λυπημένος από την αδράνεια και την αδιαφορία της μεγάλης μάζας του λαού, την καλεί τουλάχιστον να νιώσει ντροπή γι΄αυτή της τη στάση
Όταν αυτοί που αγωνίζονται ενάντια στο Άδικο
Δείχνουν τα πληγωμένα τους πρόσωπα
Είναι η ανυπομονησία εκείνων που ήταν ασφαλείς,
Μεγάλη.
Γιατί παραπονιέστε, ρωτάνε
Παλέψατε το Άδικο! Τώρα
Αυτό σας νίκησε: σωπάστε λοιπόν!
Όποιος αγωνίζεται, λένε, πρέπει να ξέρει να χάνει
Όποιος ψάχνει τον καυγά, μπαίνει σε κίνδυνο
Όποιος συμπεριφέρεται βίαια
Δεν μπορεί να κατηγορεί τη βία.
Αχ, φίλοι, που είστε ασφαλείς
Γιατί τόσο εχθρικοί; Εμείς είμαστε,
Οι εχθροί σας, που είμαστε οι εχθροί του Άδικου;
Αν οι αγωνιστές ενάντια στο Άδικο νικηθούν
Το Άδικο πράγματι δεν έχει δίκαιο!
Οι ήττες μας δεν αποδεικνύουν
Τίποτα παραπάνω από το ότι
Είμαστε λίγοι αυτοί που παλεύουν ενάντια στο Κακό
Και από τους θεατές περιμένουμε
Τουλάχιστον να ντρέπονται.
Οι Μοιραίοι, του Κώστα Βάρναλη
Στο ποίημα αυτό που μελοποιήθηκε από το Μίκη Θεοδωράκη, ο Βάρναλης δείχνει την έγνοιά του για τους ανθρώπους της φτωχολογιάς , ανάμεικτη όμως με απογοήτευση και κριτική για την παραίτησή τους, την απαισιοδοξία τους, την απουσία βούλησης, τη δειλία τους και την ακατανόητη προσμονή από αυτούς ενός θαύματος που θα τους λυτρώσει από τα βάσανά τους.
Mες την υπόγεια την ταβέρνα,
μες σε καπνούς και σε βρισές
(απάνω στρίγγλιζε η λατέρνα)
όλ’ η παρέα πίναμ’ εψές·
εψές, σαν όλα τα βραδάκια,
να πάνε κάτου τα φαρμάκια.
Σφιγγόταν ένας πλάι στον άλλο
και κάπου εφτυούσε καταγής.
Ω! πόσο βάσανο μεγάλο
το βάσανο είναι της ζωής!
Όσο κι ο νους να τυραννιέται,
άσπρην ημέρα δε θυμιέται.
Ήλιε και θάλασσα γαλάζα
και βάθος τ’ άσωτ’ ουρανού!
Ω! της αβγής κροκάτη γάζα,
γαρούφαλα του δειλινού,
λάμπετε, σβήνετε μακριά μας,
χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας!
Tου ενού ο πατέρας χρόνια δέκα
παράλυτος, ίδιο στοιχειό·
τ’ άλλου κοντόημερ’ η γυναίκα
στο σπίτι λυώνει από χτικιό·
στο Παλαμήδι ο γιος του Mάζη
κι η κόρη του Γιαβή στο Γκάζι.
― Φταίει το ζαβό το ριζικό μας!
― Φταίει ο Θεός που μας μισεί!
― Φταίει το κεφάλι το κακό μας!
― Φταίει πρώτ’ απ’ όλα το κρασί!
Ποιος φταίει; ποιος φταίει; Kανένα στόμα
δεν το βρε και δεν το πε ακόμα.
Έτσι στη σκοτεινή ταβέρνα
πίνουμε πάντα μας σκυφτοί.
Σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα
όπου μας έβρει μας πατεί.
Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα,
προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!
ΥΓ. Αφιερωμένο σε πολλούς αριστερούς που αρκούνται στο να καταγγέλλουν το τάδε ή το δείνα αριστερό κόμμα ως συμβιβασμένο, ως τυχοδιωκτικό, ως ...ως...ως ... και παρόλο που μπορεί επί της ουσίας να έχουν δίκιο...
Ας κοιταχτεί κάθε ένας από αυτούς στον καθρέφτη και ας ρωτήσει τον εαυτό του τι έχει κάνει προσωπικά για να υπηρετήσει τις ιδέες του και αν μείνει ικανοποιημένος από την απάντηση, ας συνεχίσει την κριτική του. Αλλιώς, καλύτερα θα είναι να το βουλώσει !!
Αν κάθε ένας από εμάς είχε από τον εαυτό του τις απαιτήσεις που έχει από τα αριστερά κόμματα, δε θα χρειαζόταν καν να υπάρχουν τα αριστερά κόμματα. Η επανάσταση θα είχε ήδη συντελεστεί, χωρίς καν να αρχίσει !!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου