από Χρήστος Κανελλόπουλος
Αμφιλεγόμενος Αμερικανός ποιητής και πεζογράφος, ένας από τους κύριους εκπρόσωπους του αμερικανικού ρομαντισμού, θεμελιωτής της αστυνομικής λογοτεχνίας και των ιστοριών τρόμου και φαντασίας, ο πρώτος συγγραφέας που προσπάθησε να ζήσει αποκλειστικά και μόνο από τους καρπούς των συγγραφικών κόπων του.
Ο πατέρας του, ένας περιπλανώμενος αλκοολικός ηθοποιός, εγκατέλειψε την οικογένειά του όταν ο Έντγκαρ ήταν 2 ετών και πέθανε πέντε μήνες αργότερα. Τη μάνα του τη θέρισε σχεδόν ταυτόχρονα, στα 24 της χρόνια, η φυματίωση και ο μικρός υιοθετήθηκε ανεπίσημα από μία άτεκνη φίλη της, τη γλυκιά Φράνσις και τον άντρα της, τον εύπορο έμπορο Τζον Άλαν από το Ρίτσμοντ της Βιργινίας.
Ο μεγαλύτερος αδερφός του ο Χένρι, κατέληξε στο σπίτι των παππούδων του στην Βαλτιμόρη, έγινε ναυτικός, δημοσίευσε μια συλλογή με ποιήματα και πέθανε όπως οι γονείς του, μπεκρής και φυματικός, στη σημαδιακή ηλικία των 24 ετών. Η μικρή του αδερφή, η Ροζαλία, υιοθετήθηκε από ένα ζεύγος πλουσίων και δεν ξέρουμε τι απέγινε.
Το 1815 οι Άλαν μετακόμισαν στην Αγγλία και ο εξάχρονος Πόε πήγε δημοτικό σε ένα κλασικό γοτθικού ρυθμού λονδρέζικο σχολείο, όπου σιγά-σιγά διακρίθηκε στα μαθήματα και στον αθλητισμό, αλλά κατέστη ανυπόφορος στους συμμαθητές του εξαιτίας του ασταθούς και ευέξαπτου χαρακτήρα του.
Το σχολείο του Πόε στην Αγγλία
Όταν έγινε 11 ετών επέστρεψε με την οικογένεια πίσω στο Ρίτσμοντ, πήγε γυμνάσιο και μοιράστηκε την αγάπη του για την περιπέτεια με τον φίλο του Αβενέζερ Μπέρλινγκ, τον άνθρωπο που τον έμαθε πώς να κολυμπά.
Στα 13 του ερωτεύτηκε παράφορα τη μητέρα ενός συμμαθητή του και έγραψε γι’ αυτήν το ποίημα Στην Ελένη.
Δύο χρόνια αργότερα, το 1824, η Ελένη τρελάθηκε και πέθανε. Ο δεκαπεντάχρονος ερωτευμένος απέμεινε μόνος, απελπισμένος και δυστυχής να ρεμβάζει και να γράφει ποταμηδόν σκοτεινούς ατμοσφαιρικούς στίχους, με την ενθάρρυνση της θετής του μητέρας η οποία τον λάτρευε.
Πέρασε έτσι λίγος καιρός. Η Φράνσις αρρώστησε, ο Άλαν άρχισε να τσιλιμπουρδίζει δεξιά κι αριστερά κι ο δεκαεπτάχρονος Πόε τον μίσησε και δάγκωσε πάλι τη λαμαρίνα, αυτή τη φορά για μια γειτονοπούλα του, την Ελβίρα Ρόυστερ.
Ο γέρος αντέδρασε άσχημα στο ερωτικό πάθος του ψυχογιού του κι εκείνος υποτάχθηκε με βαριά καρδιά, αφού πρώτα ύψωσε τον τόνο της φωνής του πολλές φορές και βρόντηξε την παλάμη του πάνω στον τοίχο.
Ως ανταμοιβή ο Άλαν του έδωσε ένα μικρό χαρτζιλίκι και του πλήρωσε τα δίδακτρα για να σπουδάσει γλωσσολογία στο νεότευκτο τότε πανεπιστήμιο της Βιργινίας, όπου διέπρεψε στα γαλλικά, στα λατινικά, στα ιταλικά και στις μονομαχίες για λόγους τιμής. Γρήγορα ωστόσο βυθίστηκε στο ποτό και απέκτησε υπέρογκα χαρτοπαικτικά χρέη.
«Γύρνα πίσω» του έλεγε ο πατριός του. «Έλα να δουλέψεις στην επιχείρησή μου. Στέρεψε πλέον η κάνουλα για τις ασωτίες σου.» Εκείνος αρνιόταν, κι όταν τελικά τον πέταξαν έξω από το πανεπιστήμιο, έπεσε σε βαθιά μελαγχολία, έριξε πίσω του μαύρη πέτρα, πήγε στη Βοστόνη, εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή και για να μην ψοφήσει της πείνας αναγκάστηκε να καταταχθεί με ψευδώνυμο στο στρατό.
Τζον Άλαν πατριός
Έζησε έτσι μέχρι το 1829 οπότε πέθανε στα 45 της η πολυαγαπημένη θετή του μητέρα και ο Πόε, που δεν κατάφερε να εξασφαλίσει άδεια για να παραστεί στην κηδεία της, ζήτησε από τον Άλαν να τον βοηθήσει να μπει στο περίφημο Γουέστ Πόιντ, τη στρατιωτική ακαδημία των Ηνωμένων Πολιτειών. Αυτός αν και στην αρχή κώφευσε, εν τέλει συναίνεσε κι έτσι ο νεαρός στρατιώτης έγινε στα 21 του εύελπις.
Παράλληλα άρχισε να επισκέπτεται την αδερφή της μάνας του στη Βαλτιμόρη, συγκέντρωσε τον απεριόριστο θαυμασμό της επτάχρονης εξαδέλφης του Βιργινίας και δημοσίευσε μία δεύτερη ποιητική συλλογή.
Του άρεσε να παριστάνει τον βυρωνικό ήρωα και να περιαυτολογεί για τα φανταστικά του κατορθώματα στο πεδίο της μάχης, όμως το νταβαντούρι δεν κράτησε πάνω από έναν χρόνο. Το 1831, ύστερα από απανωτά ρεσιτάλ οινοποσίας και χαρτοπαιξίας τα οποία τον οδήγησαν σε πλήρη χρεοκοπία, εκδιώχθηκε ατιμωτικά από τη σχολή Ευελπίδων λόγω ανικανότητας και απουσιών.
Όπως είναι φυσικό, η προσωρινή συμφιλίωσή του με τον Άλαν έληξε άδοξα, και ο Έντγκαρ, ο οποίος επιπροσθέτως λύσσαξε από τη ζήλια του όταν ο πατριός του αποφάσισε να παντρευτεί την κουνιάδα του, δημοσίευσε τον τρίτο τόμο των ποιημάτων του και άρχισε να γράφει διηγήματα επί πληρωμή για να εξασφαλίζει τα προς το ζην.
Αγγελιοφόρος 1835
Το 1834, σε ηλικία 25 ετών, ενώ είχε ήδη αποκτήσει πια μια μικρή φήμη ως λογοτέχνης, αποφάσισε να παντρευτεί τη δωδεκάχρονη εξαδέλφη του και θα το έκανε αν δεν τον έπειθαν οι συγγενείς του να αναβάλει τον γάμο για αργότερα.
Ύστερα από όλα αυτά, ο Άλαν τον αποκλήρωσε και λίγο αργότερα πέθανε, ενώ με το νέο έτος ο Πόε προσελήφθη αρχικά ως συντάκτης και μετά ως αρχισυντάκτης και κριτικός στο περιοδικό Φιλολογικός Αγγελιοφόρος του Νότου.
Το 1836 το ζεύγος παντρεύτηκε, με τη συμβολή μάλιστα ενός φίλου, ο οποίος βεβαίωσε ψευδώς πως η δεκατετράχρονη νύφη ήταν δήθεν εικοσαετής νέα, και τον επόμενο χρόνο ο Πόε, παρόλο που είχε καταφέρει να αυξήσει εντυπωσιακά το τιράζ του Αγγελιοφόρου, απολύθηκε από το περιοδικό λόγω αλκοολισμού.
Σχεδόν αμέσως μετακόμισε μαζί με τη γυναίκα του στη Νέα Υόρκη κι από εκεί στη Φιλαδέλφεια, γράφοντας από ‘δω κι από ‘κει. Δημοσίευσε το διήγημα Λίγεια (ένα αριστούργημα κατά τον ίδιο), ένα άλλο διήγημα, τη Σιωπή, την Αφήγηση του Άρθουρ Γκόρντον Πυμ, την Πτώση του Οίκου των Άσερ, τις Αλλόκοτες Ιστορίες, τους Φόνους της οδού Μοργκ και την Κάθοδο στο Μάελστρομ. Συνέβαλε επίσης στην εκτόξευση των πωλήσεων του περιοδικού Γκράχαμ’ς και δημοσίευσε σε διάφορα έντυπα τα διηγήματα Ουίλιαμ Ουίλσον, Μορέλα, Βερενίκη, Σαλταπήδας, Ο διάβολος στο καμπαναριό, Η συζήτηση της Ειράδας με τη Χάρμιον, Ο άνθρωπος του πλήθους, Το Νησί της Νεράιδας, Ο διάλογος του Ενός με τη Μία και Τέσσερα κτήνη σε ένα.
Η Αφήγηση του Άρθουρ Γκόρντον Πυμ
Πέρασαν έτσι έξι σχεδόν ευτυχισμένα χρόνια και μια μέρα, την ώρα που η πραγματικά πια εικοσάχρονη Βιργινία έπαιζε πιάνο και τραγουδούσε για φίλους στο σπίτι, έκανε την πρώτη της αιμόπτυση.
Ο Πόε, 33 χρονών τότε, σαν τον Χριστό, βυθίστηκε στην κατάθλιψη και αναζήτησε παρηγοριά στους περιστασιακούς αλλά έντονους πλατωνικούς έρωτες με διάφορες θαυμάστριες του έργου του. Έπινε σαν νερόφιδο κι έγραφε ασταμάτητα διηγήματα για τον θάνατο. Η φήμη του μεγάλωνε διαρκώς, εκείνος όμως παρέμενε δυστυχής, δύστροπος, μέθυσος και φτωχός.
Το 1843 έγραψε το πιο γνωστό του ποίημα, το Κοράκι. Εμφανιζόταν ωστόσο τόσο συχνά μεθυσμένος, ώστε στο τέλος κανένας δεν τον έπαιρνε πλέον στα σοβαρά και δεν μπόρεσε ποτέ να εκδώσει το δικό του περιοδικό όπως ονειρευόταν.
Όταν πέθανε τελικά η Βιργινία το 1847, έγινε όπως σημειώνει ο ίδιος «παράφρων με μεγάλα διαστήματα τρομερής πνευματικής διαύγειας». Ήταν 38 χρονών και δεν έγραψε έκτοτε παρά τέσσερα ποιήματα: τη Μαρία Λουίζα, για την κυρία Σόου, το Για την Άννι αφιερωμένο στην κυρία Ρίτσμοντ, το Ελ Ντοράντο για το άπιαστο όνειρο, και το Άνναμπελ Λι ως ανάμνηση της συζύγου του.
Το 1848, ένα χρόνο μετά τον θάνατο της Βιργινίας, ερωτεύτηκε δύο γυναίκες ταυτόχρονα. Αδυνατώντας να διαλέξει μια απ’ τις δυο, αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει με λάβδανο. Τον σώσανε και τελικά επέλεξε την ρομαντική ποιήτρια Σάρα-Ελένη Ουίτμαν που του υποσχέθηκε να τον παντρευτεί, αν κόψει το ποτό. Εκείνος δέχτηκε, όμως παρουσιάστηκε στην επόμενή τους συνάντηση λιώμα κι έτσι χωρίσανε.
Κυνηγημένος από μανίες καταδίωξης και ισοπεδωμένος ψυχολογικά από κρίσεις απελπισίας, εθίστηκε στα βαρβιτουρικά και βίωσε σειρά παραισθήσεων, προτού αρραβωνιαστεί κάποια στιγμή την πρώτη του αγάπη Ελμίρα Ρόυστερ.
Το νοσοκομείο όπου πέθανε ο Πόε
Στις 3 Οκτωβρίου του 1849 βρέθηκε αναίσθητος στον δρόμο κοντά σε ένα καφενείο της Βαλτιμόρης, το οποίο είχε μόλις χρησιμοποιηθεί σαν εκλογικό κέντρο.
Πέθανε στο νοσοκομείο της πόλης στις 7 Οκτωβρίου χωρίς να ξαναβρεί ποτέ τις αισθήσεις του. Στο παραλήρημά του επαναλάμβανε ξανά και ξανά το όνομα Ρένελντς*. Ύστερα ησύχασε, κούνησε το χέρι του, είπε «Βοήθησε Κύριε την ψυχούλα μου» και ξεψύχησε.
Ήταν 40 ετών και η αιτία του θανάτου του παραμένει μέχρι σήμερα νεφελώδης. Οι περισσότεροι λένε πως έσκασε από το αλκοόλ, άλλοι ωστόσο κάνουν λόγο για σύφιλη, επιληψία, δηλητηρίαση, δολοφονία και λύσσα.
Από το 1930 ως το 2008, στις 19 Ιανουαρίου, την ημέρα των γενεθλίων του, ένας μυστηριώδης θαυμαστής εμφανιζόταν στον τάφο του στο νεκροταφείο του Γουεστμίνστερ, άφηνε κόκκινα τριαντάφυλλα και έκανε πρόποση μ’ ένα μπουκάλι κονιάκ.
*Ο Ιερεμίας Ρένελντς ήταν ένας εκκεντρικός Αμερικανός θαλασσόλυκος που πίστευε πως η γη είναι τρύπια στους πόλους και είχε βαλθεί να το αποδείξει. Οι θεωρίες και τα ταξίδια του επηρέασαν βαθιά τόσο τον Πόε, στην Αφήγηση του Άρθουρ Γκόρντον Πυμ, όσο και τον Χέρμαν Μέλβιλ στο Μόμπι Ντικ.
Αμφιλεγόμενος Αμερικανός ποιητής και πεζογράφος, ένας από τους κύριους εκπρόσωπους του αμερικανικού ρομαντισμού, θεμελιωτής της αστυνομικής λογοτεχνίας και των ιστοριών τρόμου και φαντασίας, ο πρώτος συγγραφέας που προσπάθησε να ζήσει αποκλειστικά και μόνο από τους καρπούς των συγγραφικών κόπων του.
Ο πατέρας του, ένας περιπλανώμενος αλκοολικός ηθοποιός, εγκατέλειψε την οικογένειά του όταν ο Έντγκαρ ήταν 2 ετών και πέθανε πέντε μήνες αργότερα. Τη μάνα του τη θέρισε σχεδόν ταυτόχρονα, στα 24 της χρόνια, η φυματίωση και ο μικρός υιοθετήθηκε ανεπίσημα από μία άτεκνη φίλη της, τη γλυκιά Φράνσις και τον άντρα της, τον εύπορο έμπορο Τζον Άλαν από το Ρίτσμοντ της Βιργινίας.
Ο μεγαλύτερος αδερφός του ο Χένρι, κατέληξε στο σπίτι των παππούδων του στην Βαλτιμόρη, έγινε ναυτικός, δημοσίευσε μια συλλογή με ποιήματα και πέθανε όπως οι γονείς του, μπεκρής και φυματικός, στη σημαδιακή ηλικία των 24 ετών. Η μικρή του αδερφή, η Ροζαλία, υιοθετήθηκε από ένα ζεύγος πλουσίων και δεν ξέρουμε τι απέγινε.
Το 1815 οι Άλαν μετακόμισαν στην Αγγλία και ο εξάχρονος Πόε πήγε δημοτικό σε ένα κλασικό γοτθικού ρυθμού λονδρέζικο σχολείο, όπου σιγά-σιγά διακρίθηκε στα μαθήματα και στον αθλητισμό, αλλά κατέστη ανυπόφορος στους συμμαθητές του εξαιτίας του ασταθούς και ευέξαπτου χαρακτήρα του.
Το σχολείο του Πόε στην Αγγλία
Όταν έγινε 11 ετών επέστρεψε με την οικογένεια πίσω στο Ρίτσμοντ, πήγε γυμνάσιο και μοιράστηκε την αγάπη του για την περιπέτεια με τον φίλο του Αβενέζερ Μπέρλινγκ, τον άνθρωπο που τον έμαθε πώς να κολυμπά.
Στα 13 του ερωτεύτηκε παράφορα τη μητέρα ενός συμμαθητή του και έγραψε γι’ αυτήν το ποίημα Στην Ελένη.
Δύο χρόνια αργότερα, το 1824, η Ελένη τρελάθηκε και πέθανε. Ο δεκαπεντάχρονος ερωτευμένος απέμεινε μόνος, απελπισμένος και δυστυχής να ρεμβάζει και να γράφει ποταμηδόν σκοτεινούς ατμοσφαιρικούς στίχους, με την ενθάρρυνση της θετής του μητέρας η οποία τον λάτρευε.
Πέρασε έτσι λίγος καιρός. Η Φράνσις αρρώστησε, ο Άλαν άρχισε να τσιλιμπουρδίζει δεξιά κι αριστερά κι ο δεκαεπτάχρονος Πόε τον μίσησε και δάγκωσε πάλι τη λαμαρίνα, αυτή τη φορά για μια γειτονοπούλα του, την Ελβίρα Ρόυστερ.
Ο γέρος αντέδρασε άσχημα στο ερωτικό πάθος του ψυχογιού του κι εκείνος υποτάχθηκε με βαριά καρδιά, αφού πρώτα ύψωσε τον τόνο της φωνής του πολλές φορές και βρόντηξε την παλάμη του πάνω στον τοίχο.
Ως ανταμοιβή ο Άλαν του έδωσε ένα μικρό χαρτζιλίκι και του πλήρωσε τα δίδακτρα για να σπουδάσει γλωσσολογία στο νεότευκτο τότε πανεπιστήμιο της Βιργινίας, όπου διέπρεψε στα γαλλικά, στα λατινικά, στα ιταλικά και στις μονομαχίες για λόγους τιμής. Γρήγορα ωστόσο βυθίστηκε στο ποτό και απέκτησε υπέρογκα χαρτοπαικτικά χρέη.
«Γύρνα πίσω» του έλεγε ο πατριός του. «Έλα να δουλέψεις στην επιχείρησή μου. Στέρεψε πλέον η κάνουλα για τις ασωτίες σου.» Εκείνος αρνιόταν, κι όταν τελικά τον πέταξαν έξω από το πανεπιστήμιο, έπεσε σε βαθιά μελαγχολία, έριξε πίσω του μαύρη πέτρα, πήγε στη Βοστόνη, εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή και για να μην ψοφήσει της πείνας αναγκάστηκε να καταταχθεί με ψευδώνυμο στο στρατό.
Τζον Άλαν πατριός
Έζησε έτσι μέχρι το 1829 οπότε πέθανε στα 45 της η πολυαγαπημένη θετή του μητέρα και ο Πόε, που δεν κατάφερε να εξασφαλίσει άδεια για να παραστεί στην κηδεία της, ζήτησε από τον Άλαν να τον βοηθήσει να μπει στο περίφημο Γουέστ Πόιντ, τη στρατιωτική ακαδημία των Ηνωμένων Πολιτειών. Αυτός αν και στην αρχή κώφευσε, εν τέλει συναίνεσε κι έτσι ο νεαρός στρατιώτης έγινε στα 21 του εύελπις.
Παράλληλα άρχισε να επισκέπτεται την αδερφή της μάνας του στη Βαλτιμόρη, συγκέντρωσε τον απεριόριστο θαυμασμό της επτάχρονης εξαδέλφης του Βιργινίας και δημοσίευσε μία δεύτερη ποιητική συλλογή.
Του άρεσε να παριστάνει τον βυρωνικό ήρωα και να περιαυτολογεί για τα φανταστικά του κατορθώματα στο πεδίο της μάχης, όμως το νταβαντούρι δεν κράτησε πάνω από έναν χρόνο. Το 1831, ύστερα από απανωτά ρεσιτάλ οινοποσίας και χαρτοπαιξίας τα οποία τον οδήγησαν σε πλήρη χρεοκοπία, εκδιώχθηκε ατιμωτικά από τη σχολή Ευελπίδων λόγω ανικανότητας και απουσιών.
Όπως είναι φυσικό, η προσωρινή συμφιλίωσή του με τον Άλαν έληξε άδοξα, και ο Έντγκαρ, ο οποίος επιπροσθέτως λύσσαξε από τη ζήλια του όταν ο πατριός του αποφάσισε να παντρευτεί την κουνιάδα του, δημοσίευσε τον τρίτο τόμο των ποιημάτων του και άρχισε να γράφει διηγήματα επί πληρωμή για να εξασφαλίζει τα προς το ζην.
Αγγελιοφόρος 1835
Το 1834, σε ηλικία 25 ετών, ενώ είχε ήδη αποκτήσει πια μια μικρή φήμη ως λογοτέχνης, αποφάσισε να παντρευτεί τη δωδεκάχρονη εξαδέλφη του και θα το έκανε αν δεν τον έπειθαν οι συγγενείς του να αναβάλει τον γάμο για αργότερα.
Ύστερα από όλα αυτά, ο Άλαν τον αποκλήρωσε και λίγο αργότερα πέθανε, ενώ με το νέο έτος ο Πόε προσελήφθη αρχικά ως συντάκτης και μετά ως αρχισυντάκτης και κριτικός στο περιοδικό Φιλολογικός Αγγελιοφόρος του Νότου.
Το 1836 το ζεύγος παντρεύτηκε, με τη συμβολή μάλιστα ενός φίλου, ο οποίος βεβαίωσε ψευδώς πως η δεκατετράχρονη νύφη ήταν δήθεν εικοσαετής νέα, και τον επόμενο χρόνο ο Πόε, παρόλο που είχε καταφέρει να αυξήσει εντυπωσιακά το τιράζ του Αγγελιοφόρου, απολύθηκε από το περιοδικό λόγω αλκοολισμού.
Σχεδόν αμέσως μετακόμισε μαζί με τη γυναίκα του στη Νέα Υόρκη κι από εκεί στη Φιλαδέλφεια, γράφοντας από ‘δω κι από ‘κει. Δημοσίευσε το διήγημα Λίγεια (ένα αριστούργημα κατά τον ίδιο), ένα άλλο διήγημα, τη Σιωπή, την Αφήγηση του Άρθουρ Γκόρντον Πυμ, την Πτώση του Οίκου των Άσερ, τις Αλλόκοτες Ιστορίες, τους Φόνους της οδού Μοργκ και την Κάθοδο στο Μάελστρομ. Συνέβαλε επίσης στην εκτόξευση των πωλήσεων του περιοδικού Γκράχαμ’ς και δημοσίευσε σε διάφορα έντυπα τα διηγήματα Ουίλιαμ Ουίλσον, Μορέλα, Βερενίκη, Σαλταπήδας, Ο διάβολος στο καμπαναριό, Η συζήτηση της Ειράδας με τη Χάρμιον, Ο άνθρωπος του πλήθους, Το Νησί της Νεράιδας, Ο διάλογος του Ενός με τη Μία και Τέσσερα κτήνη σε ένα.
Η Αφήγηση του Άρθουρ Γκόρντον Πυμ
Πέρασαν έτσι έξι σχεδόν ευτυχισμένα χρόνια και μια μέρα, την ώρα που η πραγματικά πια εικοσάχρονη Βιργινία έπαιζε πιάνο και τραγουδούσε για φίλους στο σπίτι, έκανε την πρώτη της αιμόπτυση.
Ο Πόε, 33 χρονών τότε, σαν τον Χριστό, βυθίστηκε στην κατάθλιψη και αναζήτησε παρηγοριά στους περιστασιακούς αλλά έντονους πλατωνικούς έρωτες με διάφορες θαυμάστριες του έργου του. Έπινε σαν νερόφιδο κι έγραφε ασταμάτητα διηγήματα για τον θάνατο. Η φήμη του μεγάλωνε διαρκώς, εκείνος όμως παρέμενε δυστυχής, δύστροπος, μέθυσος και φτωχός.
Το 1843 έγραψε το πιο γνωστό του ποίημα, το Κοράκι. Εμφανιζόταν ωστόσο τόσο συχνά μεθυσμένος, ώστε στο τέλος κανένας δεν τον έπαιρνε πλέον στα σοβαρά και δεν μπόρεσε ποτέ να εκδώσει το δικό του περιοδικό όπως ονειρευόταν.
Όταν πέθανε τελικά η Βιργινία το 1847, έγινε όπως σημειώνει ο ίδιος «παράφρων με μεγάλα διαστήματα τρομερής πνευματικής διαύγειας». Ήταν 38 χρονών και δεν έγραψε έκτοτε παρά τέσσερα ποιήματα: τη Μαρία Λουίζα, για την κυρία Σόου, το Για την Άννι αφιερωμένο στην κυρία Ρίτσμοντ, το Ελ Ντοράντο για το άπιαστο όνειρο, και το Άνναμπελ Λι ως ανάμνηση της συζύγου του.
Το 1848, ένα χρόνο μετά τον θάνατο της Βιργινίας, ερωτεύτηκε δύο γυναίκες ταυτόχρονα. Αδυνατώντας να διαλέξει μια απ’ τις δυο, αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει με λάβδανο. Τον σώσανε και τελικά επέλεξε την ρομαντική ποιήτρια Σάρα-Ελένη Ουίτμαν που του υποσχέθηκε να τον παντρευτεί, αν κόψει το ποτό. Εκείνος δέχτηκε, όμως παρουσιάστηκε στην επόμενή τους συνάντηση λιώμα κι έτσι χωρίσανε.
Κυνηγημένος από μανίες καταδίωξης και ισοπεδωμένος ψυχολογικά από κρίσεις απελπισίας, εθίστηκε στα βαρβιτουρικά και βίωσε σειρά παραισθήσεων, προτού αρραβωνιαστεί κάποια στιγμή την πρώτη του αγάπη Ελμίρα Ρόυστερ.
Το νοσοκομείο όπου πέθανε ο Πόε
Στις 3 Οκτωβρίου του 1849 βρέθηκε αναίσθητος στον δρόμο κοντά σε ένα καφενείο της Βαλτιμόρης, το οποίο είχε μόλις χρησιμοποιηθεί σαν εκλογικό κέντρο.
Πέθανε στο νοσοκομείο της πόλης στις 7 Οκτωβρίου χωρίς να ξαναβρεί ποτέ τις αισθήσεις του. Στο παραλήρημά του επαναλάμβανε ξανά και ξανά το όνομα Ρένελντς*. Ύστερα ησύχασε, κούνησε το χέρι του, είπε «Βοήθησε Κύριε την ψυχούλα μου» και ξεψύχησε.
Ήταν 40 ετών και η αιτία του θανάτου του παραμένει μέχρι σήμερα νεφελώδης. Οι περισσότεροι λένε πως έσκασε από το αλκοόλ, άλλοι ωστόσο κάνουν λόγο για σύφιλη, επιληψία, δηλητηρίαση, δολοφονία και λύσσα.
Από το 1930 ως το 2008, στις 19 Ιανουαρίου, την ημέρα των γενεθλίων του, ένας μυστηριώδης θαυμαστής εμφανιζόταν στον τάφο του στο νεκροταφείο του Γουεστμίνστερ, άφηνε κόκκινα τριαντάφυλλα και έκανε πρόποση μ’ ένα μπουκάλι κονιάκ.
*Ο Ιερεμίας Ρένελντς ήταν ένας εκκεντρικός Αμερικανός θαλασσόλυκος που πίστευε πως η γη είναι τρύπια στους πόλους και είχε βαλθεί να το αποδείξει. Οι θεωρίες και τα ταξίδια του επηρέασαν βαθιά τόσο τον Πόε, στην Αφήγηση του Άρθουρ Γκόρντον Πυμ, όσο και τον Χέρμαν Μέλβιλ στο Μόμπι Ντικ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου