του Domenico Moro*
Ομιλία στη συνάντηση της 9ης Σεπτεμβρίου στη Ρώμη με θέμα:"Ευρωπαϊκή Ένωση, εργασία, δημοκρατία, Απόψεις για ένα εναλλακτικό πρόγραμμα"
Συνήθως η κριτική στην Ευρώπη και οι προτάσεις εξόδου από το ευρώ χαρακτηρίζονται, πριν ακόμη κι από το ότι είναι ανέφικτες οικονομικά, πως ευνοούν την ανάπτυξη του εθνικισμού. Όμως, αντίθετα, είναι οι ευρωπαϊκές συνθήκες και το σύστημα του ευρώ που συμβάλουν καθοριστικά, για πρώτη φορά μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, στην μαζική ανάπτυξη του εθνικισμού και της ξενοφοβίας.
Όταν μιλάμε για εθνικισμό, δεν θα πρέπει να έχουμε κατά νου αποκλειστικά και μόνο την κλασική έννοια ή την ακροδεξιά ιδεολογία, αλλά μια συγκεκριμένη συμπεριφορά - πολιτική και οικονομική - των επιμέρους κρατών και μεμονωμένων εθνικών κυβερνήσεων, όχι άμεσα αντιληπτή, κρυμμένη πίσω από μια κατά δήλωση κοσμοπολίτικη και νεοφιλελεύθερη ιδεολογία.
Ο εθνικισμός είναι το προϊόν του περιορισμού των δημοσίων δαπανών, της σταθερής συναλλαγματικής ισοτιμίας, και της αυτονομίας της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, οι οποίες όχι μόνο έχουν επιδεινώσει τις αρνητικές συνέπειες της συστημικής καπιταλιστικής κρίσης, αλλά κυρίως έχουν δημιουργήσει ή αυξήσει το χάσμα μεταξύ των κρατών και των εθνικών οικονομιών. Δημιουργήθηκε μεγάλη απόσταση μεταξύ της Γερμανίας - ευνοούμενη από την εισαγωγή του ευρώ - και των περισσότερων χωρών της Ευρωζώνης, συμπεριλαμβανομένων Ιταλίας, Ισπανίας και Γαλλίας. Ακόμη και χώρες που δεν εντάχθηκαν στο ευρώ, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, αντιμετωπίζουν πρόβλημα από το ευρώ.
Η διεύρυνση της ψαλίδας μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών, ιδίως εκείνων που ανήκουν στη ζώνη του ευρώ, αποδεικνύεται από διάφορους δείκτες. Θα αναφέρω μόνο μερικούς. Από το 1997 μεχρι και το 2016, σε σταθερές τιμές, το κατά κεφαλήν εισόδημα στην Ιταλία αυξήθηκε από 25.500 ευρώ σε 25.900 (+ 1,6%), ενώ στη Γερμανία από 27.000 σε 34.600 (+ 28,1%) [1].
Μια άλλη ένδειξη είναι ο σχηματισμός παγίου κεφαλαίου, ένας σημαντικός επενδυτικός δείκτης. Μεταξύ του 2005 και του 2013, ενώ η Γερμανία αύξησε κατά 11% τις ακαθάριστες ροές παγίων κεφαλαίων, η Ιταλία υποχώρησε κατά 23% και η Ισπανία κατά 31% [2]. Είναι αρκετά εύκολο να δούμε κατά πόσο η αντίθετη τάση στις επενδύσεις διεύρυνε την ψαλίδα μεταξύ των διάφορων χωρών σε όρους απασχόλησης, καινοτομίας, και εσωτερικής παραγωγικής δυνατότητας.
Τέλος οι εξαγωγές, ίσως ο σημαντικότερος δείκτης. Το ισοζύγιο του εξωτερικού εμπορίου αγαθών και υπηρεσιών στη Γερμανία, μια χώρα 80 εκατομμυρίων κατοίκων, έχει ξεπεράσει για σειρά ετών σε απόλυτους αριθμούς αυτό της Κίνας, τη λεγόμενη φάμπρικα του κόσμου με 1,3 δισεκατομμύρια κατοίκους. Το 2016, το γερμανικό πλεόνασμα ανήλθε στα 275 δισ. δολάρια έναντι των 250 δισ. δολαρίων της Κίνας[3]. Παρά το γεγονός ότι, μέχρι το 1998, όταν και εισάγεται η σταθερή συναλλαγματική ισοτιμία μεταξύ των χωρών ενόψει της προσχώρησής τους στο ευρώ, η Γερμανία κατέγραφε ελλείμματα ή περιορισμένα εμπορικά πλεονάσματα, χαμηλότερα από αυτά της Γαλλίας και κυρίως από αυτά της Ιταλίας. Μεταξύ του 1991 και 2016, το εμπορικό πλεόνασμα της Γερμανίας πέρασε από το -0,5% στο 7,6% του ΑΕΠ[4], η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο είναι ακόμα ελλειμματικές (-1,7% και -1,9 αντίστοιχα), ενώ Ιταλία και Ισπανία έχουν επιστρέψει σε πλεονάσματα μόλις τα τελευταία χρόνια, αλλά μόνο αφού υιοθέτησαν το γερμανικό μοντέλο και μετά από την επιβολή της δίαιτας το γαϊδουριού του χότζα που μείωσε δραματικά την εγχώρια ζήτηση, τις εισαγωγές και το κόστος εργασίας.
Η τάση που διαμορφώνεται από το ευρώ και από τις ευρωπαϊκές συνθήκες είναι τέτοια που συρρικνώνει τη ζήτηση και την εγχώρια αγορά, εστιάζοντας σε μια εξαγωγική οικονομία (το 2016, οι εξαγωγές αντιστοιχούν με το μισό περίπου γερμανικό ΑΕΠ, 46%), ανεξάρτητα από τις ανισορροπίες που δημιουργεί μεταξύ των χωρών. Είναι ακριβώς η δημιουργία ή η αύξηση της ψαλίδας μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών που αλλάζουν την ισορροπία δυνάμεων μεταξύ των κρατών αλλά και ανάμεσα στα εθνικά κεφάλαια στην Ευρώπη, που αυξάνει την αστάθεια και τον ανταγωνισμό μεταξύ των εθνικών κρατών και εκτονώνεται σε διεθνές επίπεδο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η περίπτωση της Γαλλίας, οικονομικά και στρατιωτικά όλο και πιο ενεργή στη Μέση Ανατολή και στην Υποσαχάρια Αφρική, σε άμεση αντίθεση με την Ιταλία, στη Λιβύη(όπου με αποφασιστικότητα στήριξε την εξέγερση κατά του Καντάφι και τη στρατιωτική επέμβαση της δύσης) όπως και σε άλλες χώρες της Βόρειας Αφρικής. Ο ανανεωμένος εξωτερικός παρεμβατισμός της Ευρώπης, και ο ανταγωνισμός μεταξύ των κρατών και κεφαλαίων από τις ισχυρές χώρες της Ε.Ε., συνδέεται με την οικονομική παρακμή και τη συρρίκνωση της εγχώριας αγοράς που πιέζει για επέκταση στο εξωτερικό, αναπαράγοντας, έστω και με άλλη μορφή, μηχανισμούς παρόμοιους με εκείνους της ιμπεριαλιστικής περιόδου πριν από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο.
Σε αντίθεση με ότι υποστήριζαν οι συντάκτες του Μανιφέστου του Βεντοτένε, ο εθνικισμός σήμερα δεν προέρχεται από την εθνικά κυρίαρχη οικονομία, τότε θεωρήθηκε ως ο κύριος εχθρός και θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί μέσω του ευρωπαϊσμού. Στις παγκοσμιοποιημένες αλλά όχι αυτάρκεις οικονομίες είναι ακριβώς αυτή η κρίση της εθνικής κυριαρχίας που ενθαρρύνει τον ανταγωνισμό και ανατροφοδοτεί τις επιθετικές και εθνικιστικές συμπεριφορές των κρατών. Ενώ είναι οι πολιτικές λιτότητας και η αποδυνάμωση των παραδοσιακών δημοκρατικών μηχανισμών που απομακρύνουν εκατομμύρια Ευρωπαίους αρχικά από την εργασία κι έπειτα από την πολιτική συμμετοχή, δημιουργώντας τη βάση για την αδιαφορία, για την ανάπτυξη των ακροδεξιών κομμάτων και για τον πόλεμο μεταξύ των φτωχών – ανάμεσα σε ιθαγενείς και μετανάστες - για το μοίρασμα όλο και λιγότερων πόρων.
Ναι αλλά για ποια κυριαρχία μιλάμε; Δεν μιλάμε γενικά για εθνική κυριαρχία, αλλά για μια λαϊκή και δημοκρατική κυριαρχία, η οποία σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να συγχέεται με τον εθνικισμό ούτε καν με εκείνο της δεκαετίας του 1930. Στην πραγματικότητα, η Ευρώπη δεν αντιτίθεται απεναντίας ενισχύει την εθνική εκτελεστική εξουσία έναντι του Κοινοβουλίου, συμβάλλοντας έτσι στην μεταμόρφωση όπως ο Τζιόρτζιο Αγκάμπεν την έχει περιγράψει ως τη μετάβαση από την κοινοβουλευτική δημοκρατία στην κυβερνητική δημοκρατία [5].
Θα μπορούσε επίσης να οριστεί και ως η μετάβαση στην ολιγαρχική δημοκρατία, με ένα οξύμωρο σχήμα, αφού οι ευρωπαϊκές συνθήκες και το σύστημα του ευρώ είναι άμεσα λειτουργικά για την αναδιοργάνωση της καπιταλιστικής συσσώρευσης με οδηγό τη βιομηχανική και τραπεζική ελίτ, όχι μόνο της Γερμανίας, σε μια ιστορική περίοδο παγκοσμιοποίησης. Αποτελούν ένα καταπληκτικό μοχλό για τη συμπίεση των μισθών και του κοινωνικού κράτους και την εξάλειψη της παραγωγικής ικανότητας. Είναι, κυρίως, το θεμελιώδες μέσο, ακόμη περισσότερο και από τον πλειοψηφικό εκλογικό νόμο, ικανό να παρακάμψει κάθε λαϊκή και συνδικαλιστική αντίσταση στην αποδόμηση του συνταξιοδοτικού συστήματος και της αγοράς εργασίας.
Το όχι στη συνταγματική αναθεώρηση αποτέλεσαι σίγουρα ένα σημαντικό επίτευγμα, στην πραγματικότητα όμως το περιεχόμενο και η μορφή του Συντάγματος έχουν ήδη συνθλιβεί από την Ευρώπη και το ευρώ. Όχι μόνο η εισαγωγή του ισοσκελισμένου προϋπολογισμού στο Σύνταγμα, σε γενικές γραμμές οι δημοσιονομικοί περιορισμοί που επιβάλουν οι ευρωπαϊκές Συνθήκες και η απώλεια του ελέγχου του νομίσματος αποστερούν το σύνταγμα κάθε δυνατότητα πρακτικής του εφαρμογής. Έτσι λοιπόν δεν είναι εφικτή, μια αμυντική στάση, παρά μόνο μια ρεαλιστική επανέναρξη του Συντάγματος χωρίς τον αγώνα εναντίον αυτής της Ευρώπης, την υπέρβαση των Συνθηκών και της φυλακής του ευρώ.
Ειδικότερα, άλλωστε, διάφορες αριστερές πολιτικές δυνάμεις ήδη σε όλη την Ευρώπη έχουν συνειδητοποιήσει, από την ανυπότακτη Γαλλία του Μελανσόν στο ισπανικό Κομμουνιστικό Κόμμα, πως δεν μπορεί να αγνοείται το λεγόμενο Σχέδιο Β, που θα προσβλέπει στην έξοδο από το ευρώ. Η έξοδος είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την αποκατάσταση των συνθηκών που θα επαναφέρουν την πάλη για την αμειβόμενη εργασία, ακόμη κι αν δεν είναι αρκετό. Η έξοδος από το ευρώ δεν είναι πανάκια, ούτε είναι εύκολη και ανώδυνη η εφαρμογή της. Συνεχίζοντας όμως στον ίδιο δρόμο οδηγούμαστε στην ανημποριά και την ασημαντότητα. Όπως και να ‘χει, το ζήτημα είναι το πώς και όχι αν θα πρέπει να αποδράσουμε από τη φυλακή του ευρώ. Σε αυτό θα έπρεπε να επικεντρωθούμε.
Σήμερα, πριν από τον καθορισμό των συμμαχιών ή εκλογικών συνεργασιών, αποφεύγοντας τόσο τα μικροπολιτικά λάθη του παρελθόντος όσο τα άσκοπα προγράμματα που καταλήγουν παλιόχαρτα για λίστες με ψώνια, θα πρέπει να ξεκαθαρίσει καλά η γενική κατεύθυνση που επιθυμούμε να ακολουθήσουμε. Για το σκοπό αυτό, η επεξεργασία μιας ξεκάθαρης θέσης σχετικά με τις ευρωπαϊκές συνθήκες και το ευρώ είναι βασική και επιβεβλημένη για να καθορίσουμε μια πολιτική τοποθέτηση κατάλληλη συνολικά για την ιστορική και κοινωνική κατάσταση σήμερα.
1. Eurostat, database.
2. Eurostat, database.
3. IMF, database.
4. Επεξεργασία δική μου σύμφωνα με τα δεδομένα της Ameco.
5. Giorgio Agamben, Κατάσταση εξαίρεσης , Πατάκης 2013
*Lecturer in Economics in the Department of Economics at Birmingham Business School
Πηγή: sinistrainrete.info
ΜετάφρασηΜουρατίδηςΓιώργος
Ομιλία στη συνάντηση της 9ης Σεπτεμβρίου στη Ρώμη με θέμα:"Ευρωπαϊκή Ένωση, εργασία, δημοκρατία, Απόψεις για ένα εναλλακτικό πρόγραμμα"
Συνήθως η κριτική στην Ευρώπη και οι προτάσεις εξόδου από το ευρώ χαρακτηρίζονται, πριν ακόμη κι από το ότι είναι ανέφικτες οικονομικά, πως ευνοούν την ανάπτυξη του εθνικισμού. Όμως, αντίθετα, είναι οι ευρωπαϊκές συνθήκες και το σύστημα του ευρώ που συμβάλουν καθοριστικά, για πρώτη φορά μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, στην μαζική ανάπτυξη του εθνικισμού και της ξενοφοβίας.
Όταν μιλάμε για εθνικισμό, δεν θα πρέπει να έχουμε κατά νου αποκλειστικά και μόνο την κλασική έννοια ή την ακροδεξιά ιδεολογία, αλλά μια συγκεκριμένη συμπεριφορά - πολιτική και οικονομική - των επιμέρους κρατών και μεμονωμένων εθνικών κυβερνήσεων, όχι άμεσα αντιληπτή, κρυμμένη πίσω από μια κατά δήλωση κοσμοπολίτικη και νεοφιλελεύθερη ιδεολογία.
Ο εθνικισμός είναι το προϊόν του περιορισμού των δημοσίων δαπανών, της σταθερής συναλλαγματικής ισοτιμίας, και της αυτονομίας της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, οι οποίες όχι μόνο έχουν επιδεινώσει τις αρνητικές συνέπειες της συστημικής καπιταλιστικής κρίσης, αλλά κυρίως έχουν δημιουργήσει ή αυξήσει το χάσμα μεταξύ των κρατών και των εθνικών οικονομιών. Δημιουργήθηκε μεγάλη απόσταση μεταξύ της Γερμανίας - ευνοούμενη από την εισαγωγή του ευρώ - και των περισσότερων χωρών της Ευρωζώνης, συμπεριλαμβανομένων Ιταλίας, Ισπανίας και Γαλλίας. Ακόμη και χώρες που δεν εντάχθηκαν στο ευρώ, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, αντιμετωπίζουν πρόβλημα από το ευρώ.
Η διεύρυνση της ψαλίδας μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών, ιδίως εκείνων που ανήκουν στη ζώνη του ευρώ, αποδεικνύεται από διάφορους δείκτες. Θα αναφέρω μόνο μερικούς. Από το 1997 μεχρι και το 2016, σε σταθερές τιμές, το κατά κεφαλήν εισόδημα στην Ιταλία αυξήθηκε από 25.500 ευρώ σε 25.900 (+ 1,6%), ενώ στη Γερμανία από 27.000 σε 34.600 (+ 28,1%) [1].
Μια άλλη ένδειξη είναι ο σχηματισμός παγίου κεφαλαίου, ένας σημαντικός επενδυτικός δείκτης. Μεταξύ του 2005 και του 2013, ενώ η Γερμανία αύξησε κατά 11% τις ακαθάριστες ροές παγίων κεφαλαίων, η Ιταλία υποχώρησε κατά 23% και η Ισπανία κατά 31% [2]. Είναι αρκετά εύκολο να δούμε κατά πόσο η αντίθετη τάση στις επενδύσεις διεύρυνε την ψαλίδα μεταξύ των διάφορων χωρών σε όρους απασχόλησης, καινοτομίας, και εσωτερικής παραγωγικής δυνατότητας.
Τέλος οι εξαγωγές, ίσως ο σημαντικότερος δείκτης. Το ισοζύγιο του εξωτερικού εμπορίου αγαθών και υπηρεσιών στη Γερμανία, μια χώρα 80 εκατομμυρίων κατοίκων, έχει ξεπεράσει για σειρά ετών σε απόλυτους αριθμούς αυτό της Κίνας, τη λεγόμενη φάμπρικα του κόσμου με 1,3 δισεκατομμύρια κατοίκους. Το 2016, το γερμανικό πλεόνασμα ανήλθε στα 275 δισ. δολάρια έναντι των 250 δισ. δολαρίων της Κίνας[3]. Παρά το γεγονός ότι, μέχρι το 1998, όταν και εισάγεται η σταθερή συναλλαγματική ισοτιμία μεταξύ των χωρών ενόψει της προσχώρησής τους στο ευρώ, η Γερμανία κατέγραφε ελλείμματα ή περιορισμένα εμπορικά πλεονάσματα, χαμηλότερα από αυτά της Γαλλίας και κυρίως από αυτά της Ιταλίας. Μεταξύ του 1991 και 2016, το εμπορικό πλεόνασμα της Γερμανίας πέρασε από το -0,5% στο 7,6% του ΑΕΠ[4], η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο είναι ακόμα ελλειμματικές (-1,7% και -1,9 αντίστοιχα), ενώ Ιταλία και Ισπανία έχουν επιστρέψει σε πλεονάσματα μόλις τα τελευταία χρόνια, αλλά μόνο αφού υιοθέτησαν το γερμανικό μοντέλο και μετά από την επιβολή της δίαιτας το γαϊδουριού του χότζα που μείωσε δραματικά την εγχώρια ζήτηση, τις εισαγωγές και το κόστος εργασίας.
Η τάση που διαμορφώνεται από το ευρώ και από τις ευρωπαϊκές συνθήκες είναι τέτοια που συρρικνώνει τη ζήτηση και την εγχώρια αγορά, εστιάζοντας σε μια εξαγωγική οικονομία (το 2016, οι εξαγωγές αντιστοιχούν με το μισό περίπου γερμανικό ΑΕΠ, 46%), ανεξάρτητα από τις ανισορροπίες που δημιουργεί μεταξύ των χωρών. Είναι ακριβώς η δημιουργία ή η αύξηση της ψαλίδας μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών που αλλάζουν την ισορροπία δυνάμεων μεταξύ των κρατών αλλά και ανάμεσα στα εθνικά κεφάλαια στην Ευρώπη, που αυξάνει την αστάθεια και τον ανταγωνισμό μεταξύ των εθνικών κρατών και εκτονώνεται σε διεθνές επίπεδο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η περίπτωση της Γαλλίας, οικονομικά και στρατιωτικά όλο και πιο ενεργή στη Μέση Ανατολή και στην Υποσαχάρια Αφρική, σε άμεση αντίθεση με την Ιταλία, στη Λιβύη(όπου με αποφασιστικότητα στήριξε την εξέγερση κατά του Καντάφι και τη στρατιωτική επέμβαση της δύσης) όπως και σε άλλες χώρες της Βόρειας Αφρικής. Ο ανανεωμένος εξωτερικός παρεμβατισμός της Ευρώπης, και ο ανταγωνισμός μεταξύ των κρατών και κεφαλαίων από τις ισχυρές χώρες της Ε.Ε., συνδέεται με την οικονομική παρακμή και τη συρρίκνωση της εγχώριας αγοράς που πιέζει για επέκταση στο εξωτερικό, αναπαράγοντας, έστω και με άλλη μορφή, μηχανισμούς παρόμοιους με εκείνους της ιμπεριαλιστικής περιόδου πριν από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο.
Σε αντίθεση με ότι υποστήριζαν οι συντάκτες του Μανιφέστου του Βεντοτένε, ο εθνικισμός σήμερα δεν προέρχεται από την εθνικά κυρίαρχη οικονομία, τότε θεωρήθηκε ως ο κύριος εχθρός και θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί μέσω του ευρωπαϊσμού. Στις παγκοσμιοποιημένες αλλά όχι αυτάρκεις οικονομίες είναι ακριβώς αυτή η κρίση της εθνικής κυριαρχίας που ενθαρρύνει τον ανταγωνισμό και ανατροφοδοτεί τις επιθετικές και εθνικιστικές συμπεριφορές των κρατών. Ενώ είναι οι πολιτικές λιτότητας και η αποδυνάμωση των παραδοσιακών δημοκρατικών μηχανισμών που απομακρύνουν εκατομμύρια Ευρωπαίους αρχικά από την εργασία κι έπειτα από την πολιτική συμμετοχή, δημιουργώντας τη βάση για την αδιαφορία, για την ανάπτυξη των ακροδεξιών κομμάτων και για τον πόλεμο μεταξύ των φτωχών – ανάμεσα σε ιθαγενείς και μετανάστες - για το μοίρασμα όλο και λιγότερων πόρων.
Ναι αλλά για ποια κυριαρχία μιλάμε; Δεν μιλάμε γενικά για εθνική κυριαρχία, αλλά για μια λαϊκή και δημοκρατική κυριαρχία, η οποία σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να συγχέεται με τον εθνικισμό ούτε καν με εκείνο της δεκαετίας του 1930. Στην πραγματικότητα, η Ευρώπη δεν αντιτίθεται απεναντίας ενισχύει την εθνική εκτελεστική εξουσία έναντι του Κοινοβουλίου, συμβάλλοντας έτσι στην μεταμόρφωση όπως ο Τζιόρτζιο Αγκάμπεν την έχει περιγράψει ως τη μετάβαση από την κοινοβουλευτική δημοκρατία στην κυβερνητική δημοκρατία [5].
Θα μπορούσε επίσης να οριστεί και ως η μετάβαση στην ολιγαρχική δημοκρατία, με ένα οξύμωρο σχήμα, αφού οι ευρωπαϊκές συνθήκες και το σύστημα του ευρώ είναι άμεσα λειτουργικά για την αναδιοργάνωση της καπιταλιστικής συσσώρευσης με οδηγό τη βιομηχανική και τραπεζική ελίτ, όχι μόνο της Γερμανίας, σε μια ιστορική περίοδο παγκοσμιοποίησης. Αποτελούν ένα καταπληκτικό μοχλό για τη συμπίεση των μισθών και του κοινωνικού κράτους και την εξάλειψη της παραγωγικής ικανότητας. Είναι, κυρίως, το θεμελιώδες μέσο, ακόμη περισσότερο και από τον πλειοψηφικό εκλογικό νόμο, ικανό να παρακάμψει κάθε λαϊκή και συνδικαλιστική αντίσταση στην αποδόμηση του συνταξιοδοτικού συστήματος και της αγοράς εργασίας.
Το όχι στη συνταγματική αναθεώρηση αποτέλεσαι σίγουρα ένα σημαντικό επίτευγμα, στην πραγματικότητα όμως το περιεχόμενο και η μορφή του Συντάγματος έχουν ήδη συνθλιβεί από την Ευρώπη και το ευρώ. Όχι μόνο η εισαγωγή του ισοσκελισμένου προϋπολογισμού στο Σύνταγμα, σε γενικές γραμμές οι δημοσιονομικοί περιορισμοί που επιβάλουν οι ευρωπαϊκές Συνθήκες και η απώλεια του ελέγχου του νομίσματος αποστερούν το σύνταγμα κάθε δυνατότητα πρακτικής του εφαρμογής. Έτσι λοιπόν δεν είναι εφικτή, μια αμυντική στάση, παρά μόνο μια ρεαλιστική επανέναρξη του Συντάγματος χωρίς τον αγώνα εναντίον αυτής της Ευρώπης, την υπέρβαση των Συνθηκών και της φυλακής του ευρώ.
Ειδικότερα, άλλωστε, διάφορες αριστερές πολιτικές δυνάμεις ήδη σε όλη την Ευρώπη έχουν συνειδητοποιήσει, από την ανυπότακτη Γαλλία του Μελανσόν στο ισπανικό Κομμουνιστικό Κόμμα, πως δεν μπορεί να αγνοείται το λεγόμενο Σχέδιο Β, που θα προσβλέπει στην έξοδο από το ευρώ. Η έξοδος είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την αποκατάσταση των συνθηκών που θα επαναφέρουν την πάλη για την αμειβόμενη εργασία, ακόμη κι αν δεν είναι αρκετό. Η έξοδος από το ευρώ δεν είναι πανάκια, ούτε είναι εύκολη και ανώδυνη η εφαρμογή της. Συνεχίζοντας όμως στον ίδιο δρόμο οδηγούμαστε στην ανημποριά και την ασημαντότητα. Όπως και να ‘χει, το ζήτημα είναι το πώς και όχι αν θα πρέπει να αποδράσουμε από τη φυλακή του ευρώ. Σε αυτό θα έπρεπε να επικεντρωθούμε.
Σήμερα, πριν από τον καθορισμό των συμμαχιών ή εκλογικών συνεργασιών, αποφεύγοντας τόσο τα μικροπολιτικά λάθη του παρελθόντος όσο τα άσκοπα προγράμματα που καταλήγουν παλιόχαρτα για λίστες με ψώνια, θα πρέπει να ξεκαθαρίσει καλά η γενική κατεύθυνση που επιθυμούμε να ακολουθήσουμε. Για το σκοπό αυτό, η επεξεργασία μιας ξεκάθαρης θέσης σχετικά με τις ευρωπαϊκές συνθήκες και το ευρώ είναι βασική και επιβεβλημένη για να καθορίσουμε μια πολιτική τοποθέτηση κατάλληλη συνολικά για την ιστορική και κοινωνική κατάσταση σήμερα.
1. Eurostat, database.
2. Eurostat, database.
3. IMF, database.
4. Επεξεργασία δική μου σύμφωνα με τα δεδομένα της Ameco.
5. Giorgio Agamben, Κατάσταση εξαίρεσης , Πατάκης 2013
*Lecturer in Economics in the Department of Economics at Birmingham Business School
Πηγή: sinistrainrete.info
ΜετάφρασηΜουρατίδηςΓιώργος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου