του Sebastian Faber
καθηγητή Ισπανικών Σπουδών στο Κολλέγιο Όμπερλιν του Οχάιο
Αυτή η έντονη συζήτηση πραγματοποιήθηκε στις 20 Σεπτεμβρίου, την ημέρα κατά την οποία η ισπανική αστυνομία συνέλαβε δεκατέσσερις υψηλόβαθμους τοπικούς αξιωματούχους της περιφερειακής κυβέρνησης της Καταλονίας στη Βαρκελώνη, κατηγορώντας τους για κατάχρηση πόρων, ανυπακοή και ανταρσία. Το έγκλημά τους; Εργάζονταν για την προετοιμασία ενός καταλανικού δημοψηφίσματος για την ανεξαρτησία, το οποίο είχε ανασταλεί από το συνταγματικό δικαστήριο της Ισπανίας λιγότερο από δύο εβδομάδες πριν.
Το κύμα συλλήψεων, που περιελάμβανε επιδρομές σε κυβερνητικά γραφεία της Καταλονίας, ήταν ένα μόνο περιστατικό μιας σειράς πρωτοφανών μέτρων που αποσκοπούσαν στην παρεμπόδιση του δημοψηφίσματος που είχε προγραμματιστεί για την Κυριακή 1 Οκτωβρίου. Το σκληρό λεξιλόγιο προς τον πρωθυπουργό Ραχόι από τον Ρουφιάν του ERC- που παρουσιάζει μια εικόνα επαναστάτη και ήρθε στο κοινοβούλιο εκείνη την ημέρα με μια μαύρη κοντομάνικη μπλούζα και ένα μαύρο νάιλον μπουφάν- αποτύπωνε τον βαθμό που έχουν χειροτερέψει τους τελευταίους μήνες οι σχέσεις μεταξύ Βαρκελώνης και Μαδρίτης. Το αδιέξοδο στο οποίο βρίσκεται η σχέση μεταξύ Καταλονίας και Ισπανίας δεν έχει επηρεάσει μόνο τους πολιτικούς, αλλά έχει επίσης δημιουργήσει βαθιές ρωγμές στην κοινωνία των πολιτών.
Οι συλλήψεις στις 20 Σεπτεμβρίου προκάλεσαν ένα άμεσο, μαζικό κύμα διαδηλώσεων στη Βαρκελώνη. Δεκάδες χιλιάδες Καταλανοί βγήκαν στους δρόμους- κραδαίνοντας κόκκινα γαρίφαλα, σημαίες της καταλανικής ανεξαρτησίας και χειροποίητες πινακίδες που δήλωναν «votarem» (θα ψηφίσουμε)- για να διαμαρτυρηθούν για ό,τι έβλεπαν ως μια άμεση επίθεση στους θεσμούς της περιφερειακής αυτοδιοίκησής τους, με σκοπό τον εξευτελισμό της Καταλονίας. Αν και προς το τέλος της πρώτης ημέρας διαμαρτυριών κάποιοι διαδηλωτές προξένησαν ζημιές σε μερικά αστυνομικά οχήματα, οι εκφράσεις δυσαρέσκειας στη Βαρκελώνη ήταν στη συντριπτική πλειοψηφία τους ειρηνικές. «Πάνω απ’ όλα, ας μην πέσουμε στην παγίδα- αυτό είναι πολύ σημαντικό», φώναξε ο Χοάν Ταρντά στους διαδηλωτές στον δρόμο. Ο Ταρντά, με το παχύ μουστάκι του και τις μακριές γκρίζες μπούκλες του, σχηματίζει ένα κωμικό ντουέτο με τον συνάδελφό του στη Ρεπουμπλικανική Αριστερά της Καταλονίας, Ρουφιάν, που επέπληξε τον πρωθυπουργό στο Κοινοβούλιο. Ως τα πιο αναγνωρισμένα πρόσωπα του κινήματος της καταλανικής ανεξαρτησίας στη Μαδρίτη, αντιπροσωπεύουν επίσης την ποικιλομορφία του. Ενώ ο νεαρός Ρουφιάν, γιος ισπανόφωνων μεταναστών, δεν μιλά καταλανικά, ο μεγαλύτερος Ταρντά σπάει τακτικά το κοινοβουλευτικό πρωτόκολλο απευθυνόμενος σε ολόκληρη την αίθουσα στη μητρική του γλώσσα. Κρατάνε σταθερά μια στάση ασέβειας απέναντι στα θεσμικά όργανα της Ισπανίας-κυρίως την μοναρχία- και έχουν από κοινού το όνειρο μιας ανεξάρτητης δημοκρατικής Καταλονίας.
Η άρνηση της Καταλονίας να χρησιμοποιήσει βία αποτελεί ένα κεντρικό σημείο στην τωρινή εικόνα του πολέμου μεταξύ Μαδρίτης και Βαρκελώνης. Στη συνέντευξη Τύπου την ημέρα των συλλήψεων, ο Καταλανός πρόεδρος Κάρλες Πουτζδεμόν είπε ότι ο πρωθυπουργός Ραχόι «έχει γίνει ντροπή της δημοκρατίας». Την ίδια στιγμή, δήλωσε ότι η Καταλονία θα «αμυνθεί με τα μόνα όπλα που διαθέτουμε: μια πολιτική απάντηση και μια ειρηνική, πολιτισμένη στάση που είναι το χαρακτηριστικό μας κατά τη διάρκεια όλης αυτής της πορείας».
Οι διαδηλώσεις στους δρόμους δεν έχουν σταματήσει από τις 20 Σεπτεμβρίου και πιθανότατα θα συνεχιστούν μέχρι την 1 Οκτωβρίου. Οι φοιτητές έχουν καταλάβει τμήμα του Πανεπιστημίου της Βαρκελώνης. «Προσωπικά, μέχρι τώρα, σκόπευα να ψηφίσω κατά της ανεξαρτησίας, γιατί ξέρω ότι αυτοί που ηγούνται της διαδικασίας είναι οι ίδιοι που έκαναν τις περικοπές στην υγειονομική περίθαλψη», δήλωσε ένας από αυτούς σε συνέντευξή του στον δημοσιογράφο Φερνάντο Γκονζάλες, που μεταδόθηκε στο τηλεοπτικό δίκτυο LaSexta. Αλλά τώρα δεν ήταν πια και τόσο σίγουρος, δεδομένης «όλης της καταστολής και του πώς αντιδρά το [ισπανικό] κράτος». Τα μέτρα του κράτους έχουν κινητοποιήσει επίσης και άλλους συλλόγους που μέχρι τώρα είχαν παραμείνει εκτός της διαμάχης. Για παράδειγμα, όταν η Μαδρίτη μίσθωσε κάμποσα πολυτελή κρουαζιερόπλοια για να φιλοξενήσει χιλιάδες επιπλέον αστυνομικές δυνάμεις που έστειλαν στην Καταλονία από όλη τη χώρα αναμένοντας αναταραχές με τις εκλογές, η ένωση των λιμενεργατών ανακοίνωσε ότι, ως ένδειξη αλληλεγγύης για εκείνους που αγωνίζονται για το δικαίωμά τους στην ψήφο, δεν θα εξυπηρετήσει τα πλοία.
***
Ενώ η μισή μόνο Καταλονία είναι υπέρ της ανεξαρτησίας, όλες οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η συντριπτική πλειοψηφία πιστεύει ότι η περιοχή έχει δικαίωμα στην αυτοδιάθεση. Όμως οι Soberanistas (οπαδοί της εθνικής κυριαρχίας) έχουν διαφορετικές μεταξύ τους απόψεις για το θέμα του δημοψηφίσματος του Οκτωβρίου. Κάποιοι θεωρούν ότι η αδιαλλαξία της Μαδρίτης δικαιολογεί την καταλανική κυβέρνηση να ζητήσει εκλογές χωρίς προηγούμενη έγκριση από την κεντρική κυβέρνηση. Άλλοι υποστηρίζουν ότι μόνο ένα συμφωνημένο και σωστά οργανωμένο δημοψήφισμα, με πλήρεις εγγυήσεις και εκστρατεία και από τις δύο πλευρές, θα αποφέρει ένα νόμιμο αποτέλεσμα ικανό να οδηγήσει την Ισπανία και την Καταλονία προς τα εμπρός- είτε προς ένα χωρισμό είτε προς μια επαναπροσδιορισμένη σχέση στα πλαίσια- για παράδειγμα- ενός ομοσπονδιακού κράτους.
Η απάντηση της κεντρικής κυβέρνησης στην καταλανική πρόκληση ήταν πολιτικά αντιπαραγωγική. Τα σκληρά μέτρα από την εκτελεστική, νομοθετική και δικαστική εξουσία του ισπανικού κράτους- που οργανώνονται από κοινού σε βαθμό που, σύμφωνα με πολλούς, δικαιολογούν την ύπαρξη σοβαρών αμφιβολιών σχετικά με τον διαχωρισμό των εξουσιών- προκάλεσαν μια μετατόπιση της κοινής γνώμης, αυξάνοντας τη λαϊκή υποστήριξη του δημοψηφίσματος. Η ειρωνεία είναι ότι η μετατόπιση αυτή συνέβη ακριβώς τη στιγμή που αυτά τα σκληρά μέτρα έχουν κάνει τον πραγματικό εορτασμό του πολύ λιγότερο πιθανό. Για παράδειγμα, η Sindicatura Electoral, ένα κυβερνητικό όργανο παρόμοιο με μια εφορευτική επιτροπή που έργο της είναι να επιβλέπει το δημοψήφισμα, αναγκάστηκε να παραιτηθεί αφού βρέθηκε αντιμέτωπη με βαριά πρόστιμα- 12.000 ευρώ το άτομο την ημέρα- που επιβλήθηκαν από το συνταγματικό δικαστήριο της Ισπανίας. Εν τω μεταξύ, το ισπανικό κράτος ανέλαβε τα οικονομικά της Καταλονίας και ανακοίνωσε ότι το υπουργείο Εσωτερικών θα «συντονίζει» τις δυνάμεις ασφαλείας κατά την περίοδο πριν από την 1η Οκτωβρίου, παίρνοντας ουσιαστικά τον έλεγχο από την αυτόνομη αστυνομική δύναμη της Καταλονίας, την Mossosd'Esquadra, ενώ χιλιάδες επιπλέον αστυνομικοί έχουν μεταφερθεί στην Καταλονία για να «διατηρήσουν την τάξη». Ο Γενικός Εισαγγελέας στη Μαδρίτη δεν απέκλεισε τη σύλληψη του Καταλανού προέδρου, Κάρλες Πουτζδεμόν, για κατάχρηση κρατικών κονδυλίων.
Βασιζόμενη όμως πρωτίστως σε δικαστικά μέτρα, η κυβέρνηση του Ραχόι υπονομεύει τη δημοκρατία, γράφει ο δημοσιογράφος Ενρίκ Τζουλιάνα στο La Vanguardia. Από τη στιγμή που οι δικαστικές και αστυνομικές ενέργειες δεν υποβλήθηκαν με ρητό τρόπο σε ψήφο- πόσο μάλλον να εγκρίθηκαν- από το Κοινοβούλιο, «η ισπανική πολιτική εισέρχεται σε μια επικίνδυνη φάση εξαιρέσεων».
Επίσης, εάν η Μαδρίτη επιτύχει τον στόχο της να εμποδίσει τις εκλογές, η βραχυπρόθεσμη νομική της νίκη θα σηματοδοτήσει μια τραγική, μακροπρόθεσμη ήττα από πολιτική άποψη. «Πιστεύω ότι ο βαθμός της διαμαρτυρίας και της δυσαρέσκειας υποτιμάται στα κέντρα ισπανικής εξουσίας», γράφει ο Τζουλιάνα στις 20 Σεπτεμβρίου. «...Το γνωρίζουμε αυτό εδώ και πολύ καιρό, αλλά οι άνθρωποι προτιμούσαν να το αγνοήσουν». Οι συλλήψεις και τα μετέπειτα γεγονότα, έγραψε, «αυξάνουν το εύρος της διαμαρτυρίας, επειδή πολλοί άνθρωποι που δεν είναι υπέρ της ανεξαρτησίας, τώρα σίγουρα θα την υποστηρίξουν. Η στάθμη του νερού ανεβαίνει και η κοίτη του ποταμού μπορεί να ξεχειλίσει. Αν το κράτος επιβεβαιώσει την εξουσία του χωρίς να προσφέρει κάποια εναλλακτική πολιτική λύση σε αντάλλαγμα, σε μια ενέργεια που αποσκοπεί στην ταπείνωση των θεσμικών οργάνων της Καταλονίας, οι συνέπειες για το ισπανικό κράτος μεσοπρόθεσμα θα είναι καταστροφικές. Με άλλα λόγια: ο ιστορικός δρόμος του διαχωρισμού της Καταλονίας από την Ισπανία ανοίγει κάτω από την παράλογη επιδοκιμασία των αναλυτών της Μαδρίτης». Για ένα κόμμα που ισχυρίζεται ότι τρομάζει με την ιδέα ότι η Ισπανία μπορεί να «διαλυθεί», οι ηγέτες του Λαϊκού Κόμματος φαίνεται να είναι απροσδόκητα αποφασισμένοι να απομακρύνουν εκατομμύρια πολίτες της χώρας.
«Οι υπερασπιστές της απόσχισης στην Ισπανία εμφανίστηκαν πολύ πριν από τους αυτονομιστές [στην Καταλονία]», γράφει ο δημοσιογράφος Φραντζέσκ-Μαρκ Αλβάρο στις 21 Σεπτεμβρίου.
***
Η Καστίλλη και η Καταλονία βρίσκονται στα μαχαίρια εδώ και αιώνες, αλλά η ένταση δεν ήταν τόσο μεγάλη από τη στιγμή που έγινε η μετάβαση στη δημοκρατία στην Ισπανία μετά το θάνατο του δικτάτορα Φρανθίσκο Φράνκο το 1975, ο οποίος βοήθησε στο στρατιωτικό πραξικόπημα του 1936 και μετά από τρία χρόνια εμφυλίου πολέμου, κυβερνούσε τη χώρα για σχεδόν τέσσερις δεκαετίες. Η Καταλονία είναι μια από τις δεκαεπτά «αυτόνομες κοινότητες» της Ισπανίας μετά τον Φράνκο, σε μια ρύθμιση που είναι σχεδόν, αλλά όχι και τόσο ομοσπονδιακή. Στην περίπτωση της Καταλονίας, η αυτονομία περιλαμβάνει το δικαίωμα στη δική της γλώσσα (στην Καταλονία η καταλανική είναι συνεπίσημη γλώσσα μαζί με την ισπανική), τη δική της αστυνομική δύναμη και τις δικές της εκπαιδευτικές πολιτικές, μεταξύ άλλων αρμοδιοτήτων. Ωστόσο, το ισπανικό Σύνταγμα του 1978 δεν προβλέπει την απόσχιση ή την αυτοδιάθεση οποιασδήποτε από τις αυτόνομες κοινότητες. Αντιθέτως, το δεύτερο άρθρο του αναφέρει ότι το Σύνταγμα «βασίζεται στην αδιαχώριστη ενότητα του ισπανικού έθνους, κοινής και αδιαίρετης πατρίδας όλων των Ισπανών», ενώ αναγνωρίζει και εγγυάται το δικαίωμα στην αυτονομία των εθνικοτήτων και των περιφερειών που το απαρτίζουν, καθώς και την αλληλεγγύη μεταξύ όλων». Τότε, ο προσεκτικός συμβιβασμός φαινόταν ο καλύτερος δυνατός τρόπος για να ικανοποιήσει την πολυεθνική σύσταση της χώρας. Αλλά αυτό που θεωρήθηκε μια θαυμάσια λύση σαράντα χρόνια πριν, τώρα καταρρέει.
Για το μεγαλύτερο μέρος των τριών δεκαετιών, η σχέση μεταξύ της Καταλονίας και του κεντρικού κράτους της Ισπανίας ήταν σχετικά ομαλή. Διαμορφωμένη με προσεκτικές διαπραγματεύσιμες φορολογικές συμφωνίες, απείχε παρασάγγας από τις εντάσεις και τη βία που σημάδεψαν τις σχέσεις μεταξύ της Μαδρίτης και της Χώρας των Βάσκων, η οποία, όπως και η Καταλονία, είναι σχετικά ευημερούσα και βιομηχανοποιημένη και έχει εδώ και αιώνες τη δική της γλώσσα, κυβερνητικούς θεσμούς και εθνική ταυτότητα. Ο ένοπλος αγώνας για την ανεξαρτησία των Βάσκων, που ξεκίνησε από την ETA στα τέλη της δεκαετίας του 1950, εναντίον του ανελέητα συγκεντρωτικού καθεστώτος του Φράνκο, συνεχίστηκε στη μετα-Φράνκο δημοκρατία. Προκάλεσε χρόνια αιματηρών τρομοκρατικών επιθέσεων και κρατικής καταστολής, συμπεριλαμβανομένου ενός βρώμικου πολέμου που διεξήχθη εναντίον υποψήφιων μελών της ETA από την κυβέρνηση της Μαδρίτης. Η βία και από τις δύο πλευρές άφησε βαθιές πληγές που ακόμα δεν έχουν κλείσει.
Η Καταλονία και η Ισπανία, αντιθέτως, φαινόταν να τα πηγαίνουν μια χαρά- μέχρι πριν από περίπου επτά χρόνια. Το 2010, η ελπίδα της Καταλονίας να επικαιροποιήσει το καταστατικό της αυτονομίας- ό,τι πιο κοντινό σε Σύνταγμα μπορεί να έχει μια αυτόνομη κοινότητα- διαλύθηκε όταν το συνταγματικό δικαστήριο της Ισπανίας απέρριψε ορισμένες από τις βασικές του διατάξεις ως αντισυνταγματικές.
Η απόφαση του δικαστηρίου ανακοινώθηκε τέσσερα χρόνια μετά την ψήφιση του νέου καταστατικού, τόσο από το κοινοβούλιο της Καταλονίας όσο και από το ισπανικό κοινοβούλιο, και ήρθε κατόπιν της προσφυγής που υπέβαλε το Λαϊκό Κόμμα (Partido Popular), το οποίο έκανε επίσης μια εκστρατεία συλλογής υπογραφών κατά του καταλανικού καταστατικού που τροφοδοτήθηκε από αντι-καταλανικά στερεότυπα και έδωσε το έναυσμα για μποϊκοτάζ στα καταλανικά προϊόντα στην υπόλοιπη Ισπανία.
Η αντίδραση του κόσμου στην Καταλονία με την απόρριψη του νέου καταστατικού- το οποίο μεταξύ άλλων ορίζει την Καταλονία ως «έθνος» και όχι απλώς ως «εθνότητα»- ήταν απροσδόκητα μαζική και πυροδότησε μια έκρηξη των εκκλήσεων για ανεξαρτησία από την Ισπανία από πολλές ομάδες της καταλανικής κοινωνίας των πολιτών. Οι δημοσκοπήσεις έδειξαν πολύ καθαρά αυτήν την αλλαγή στην κοινή γνώμη. Για χρόνια, οι υποστηρικτές της ανεξαρτησίας έφταναν περίπου στο 30% στην περιοχή. Μέχρι το 2012, η πλειοψηφία των Καταλανών που ερωτήθηκαν, δήλωσαν ότι τάσσονται υπέρ της απόσχισης.
Η πολιτική τάξη της Καταλονίας παρατηρούσε προσεκτικά τις εξελίξεις. Συγκεκριμένα, η Δημοκρατική Σύγκλιση της Καταλονίας (Convergència Democràtica de Catalunya- CDC)- ένα συντηρητικό-καθολικό και καταλανιστικό κόμμα που δεν ήταν ποτέ υπέρ της πλήρους ανεξαρτησίας- βρήκε την ευκαιρία να αντιστρέψει τη σταθερή συρρίκνωση της εκλογικής του βάσης. Έχοντας μια μακροχρόνια ηγεμονική θέση στην πολιτική της περιφέρειας και όντας έντονα ταυτισμένο με τον ηγέτη της, Ζόρντι Πουζόλ, ο οποίος ήταν πρόεδρος της Καταλονίας από το 1980 μέχρι τη συνταξιοδότησή του το 2003, η εικόνα της Δημοκρατικής Σύγκλισης είχε πληγεί από έναν ντροπιαστικό χείμαρρο από σκάνδαλα διαφθοράς, μερικά από τα οποία αφορούσαν τον λατρεμένο Πουζόλ και το στενό οικογενειακό περιβάλλον του. Τα σκληρά μέτρα λιτότητας που επέβαλε η κυβέρνηση της Δημοκρατικής Σύγκλισης της Καταλονίας μετά τη Μεγάλη Ύφεση, με περικοπές στην υγειονομική περίθαλψη, στην εκπαίδευση και τις κοινωνικές υπηρεσίες, δεν βοήθησαν.
Τον Σεπτέμβριο του 2012, ο αρχηγός της Δημοκρατικής Σύγκλισης, Αρτούρ Μας, ο οποίος είχε αναλάβει την καταλανική προεδρία το 2010, αποφάσισε να κάνει μια στροφή. Εκπλήσσοντας φίλους και εχθρούς, άλλαξε στάση, υποστηρίζοντας την ανεξαρτησία. «Είναι καιρός η Καταλονία να ασκήσει το δικαίωμά της για αυτοδιάθεση», δήλωσε σε ομιλία του στο κοινοβούλιο. Τον Νοέμβριο του 2014, η κυβέρνηση Μας διοργάνωσε ένα μη δεσμευτικό δημοψήφισμα για αυτοδιάθεση το οποίο δεν εγκρίθηκε από την ισπανική κυβέρνηση. Κατά την περίοδο πριν τις περιφερειακές εκλογές του 2015, ο Μας κατόρθωσε να πείσει πολλά άλλα κόμματα, μεταξύ των οποίων και την Ρεπουμπλικανική Αριστερά (ERC) του Ρουφιάν και του Ταρντά, να συμμετάσχουν σε έναν εκλογικό συνασπισμό για την ανεξαρτησία, που ονομάζεται JuntspelSí (JxS- «Μαζί για το Ναι»). Το ακροαριστερό κόμμα Υποψηφιότητα Λαϊκής Ενότητας (CUP) που έχει ως βάση του τη συνέλευση και είναι εδώ και καιρό υπέρ μίας ανεξάρτητης καταλανικής δημοκρατίας, δεσμεύθηκε να παράσχει την κοινοβουλευτική υποστήριξη της στο JuntspelSí. Στις προεκλογικές εκστρατείες τους, τόσο το JxS όσο και το CUP υπογράμμισαν ότι οι εκλογές έχουν χαρακτήρα δημοψηφίσματος εμπιστοσύνης, δεδομένης της απουσίας δεσμευτικού δημοψηφίσματος.
Ωστόσο, οι εκλογές οδήγησαν σε ένα διφορούμενο αποτέλεσμα. Τα ενωμένα κόμματα υπέρ της Ανεξαρτησίας κέρδισαν μια μικρή πλειοψηφία στις έδρες του κοινοβουλίου της Καταλονίας, αλλά δεν κέρδισαν την πλειοψηφία της λαϊκής ψήφου. Προκάλεσαν όμως μεγάλη ανησυχία στην αντιπολίτευση στην Καταλονία και στην κυβέρνηση της Μαδρίτης, όταν υποστήριξαν ότι, παρά ταύτα, έχουν τη λαϊκή εντολή να προχωρήσουν με την προετοιμασία για την απόσχιση, γνωστή στην καταλανική με τη συντομογραφία el Procés (η Διαδικασία). Όταν το CUP ανάγκασε τον πρόεδρο Αρτούρ Μας να παραδώσει τα ηνία, ο επιλεγμένος του διάδοχος, Κάρλες Πουτζδεμόν, δεσμεύθηκε να φέρει την Καταλονία στις «πύλες της ανεξαρτησίας». (Σε αντίθεση με τον Μας, ο Πουτζδεμόν ήταν από πάντα υπέρ της ανεξαρτησίας και ανήκε στη μειοψηφία των υποστηρικτών της στη Δημοκρατική Σύγκλιση της Καταλονίας.)
Σύμφωνα με τον δημοσιογράφο Γιλέμ Μαρτίνεθ, ο οποίος κάνει την κάλυψη για την Καταλονία για το εβδομαδιαίο CTXT: Contexto y Acción, όλη η «διαδικασία» είναι ένα λαμπρό αλλά κυνικό κομμάτι εκλογικής απάτης. Ο μόνος πραγματικός σκοπός του είναι να κρατήσει τους Καταλανούς συντηρητικούς στη ζωή. Το πρόβλημα δεν είναι μόνο ότι τα διάφορα βήματα τους προς τα εμπρός-που ανακοινώνονται συνεχώς, συχνά αναβάλλονται και επαναπροσδιορίζονται σε μια ατελείωτη σειρά σκηνοθετημένων «ιστορικών» στιγμών που καλύπτονται πρόχειρα από τον Τύπο που τάσσεται υπέρ της ανεξαρτησίας, αλλά αγνοούνται από άλλους- δεν έχουν την κατάλληλη νομική βάση. Η αλήθεια είναι, υποστηρίζει ο Μαρτίνεθ, ότι οι περισσότεροι Καταλανοί συντηρητικοί δεν πιστεύουν στην πραγματικότητα ότι πρέπει ή πρόκειται να υπάρξει ανεξαρτησία. Παρόλα αυτά, έχουν το ERC και το CUP, τους περίεργους αυτούς συμμάχους τους στη Διαδικασία, με μια θηλιά περασμένη στο λαιμό. Κάθε κόμμα που θεωρείται ότι εγκατέλειψε τη συμμαχία υπέρ της ανεξαρτησίας βρίσκεται αντιμέτωπο με την κατηγορία της προδοσίας ή του σαμποτάζ, ένα στίγμα με μεγάλο εκλογικό κόστος.
Το CUP, εν τω μεταξύ, δικαιολόγησε την υποστήριξή του απέναντι στους συντηρητικούς με ρεαλιστικά επιχειρήματα. Η παραμονή τους στην Ισπανία, υποστηρίζουν, δεν αφήνει προοπτικές προοδευτικής μεταρρύθμισης. Μια ανεξάρτητη καταλανική δημοκρατία προσφέρει τέτοιες προοπτικές. Εάν ο στόχος αυτός απαιτεί τη συνεργασία με ένα πολιτικό κόμμα που είναι υπέρ της λιτότητας, της διαφθοράς και των επιχειρήσεων, ας είναι. Το CUP έχει καταστήσει απόλυτα σαφές ότι οι συντηρητικοί δεν θα αντέξουν στιγμή μετά την ανεξαρτησία.
Οι τοπικές κινητοποιήσεις στην Καταλονία που ξεκίνησαν το 2010, πυροδοτήθηκαν αναμφισβήτητα από το εθνικό ζήτημα. Συνέπεσαν όμως με ένα κύμα μαζικής διαμαρτυρίας των πολιτών σε όλη την Ισπανία ενάντια στη διάσωση των τραπεζών και κατά των μέτρων αυστηρής λιτότητας που εγκρίθηκαν υπό την πίεση των Βρυξελλών. Τον Μάιο του 2011, η δυσαρέσκεια αποκρυσταλλώθηκε με το κίνημα 15-Μ (Κίνημα των Αγανακτισμένων), του οποίου τα δύο κεντρικά συνθήματα παρέπεμπαν σε όλη την πολιτική κατάσταση: ¡No nosrepresentan! και ¡Democracia real ya! («Δεν μας αντιπροσωπεύουν» και «Πραγματική Δημοκρατία, τώρα!»). Τρία χρόνια αργότερα εμφανίστηκε το Podemos, ένα νέο πολιτικό κόμμα της αριστεράς που διεκδίκησε την κληρονομιά του κινήματος 15-Μ για να προκαλέσει το μακρόχρονο δικομματικό στην ουσία σύστημα κατά το οποίο εναλλάσσονταν στην εξουσία το κεντροδεξιό Λαϊκό Κόμμα (ΡΡ) και οι κεντροαριστεροί σοσιαλιστές (Ισπανικό Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα- PSOE). Λίγο μετά, το αντι-καταλανικό Κόμμα των Πολιτών (Ciutadans) εξελίχθηκε σε εθνικό κόμμα, τους Πολίτες (Ciudadanos), σε μια σαφή προσπάθεια να παρουσιάσει μια δεξιά, νεο-φιλελεύθερη εναλλακτική λύση για την αντιμετώπιση της πρόκλησης που έθεσε το Podemos. Αν και το Podemos και οι Πολίτες είχαν κάνει μια πρωτοφανή είσοδο στο κοινοβούλιο της Ισπανίας το Δεκέμβριο του 2015- τώρα κατέχουν 71 και 32 έδρες αντίστοιχα από τις 350 του Κοινοβουλίου- δεν μπόρεσαν, κατά ειρωνεία της τύχης, να πάρουν πλήρως τη θέση της δικομματικής ηγεμονίας. Μάλιστα, η εμφάνιση του Podemos έβλαψε περισσότερο το Ισπανικό Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα από ό,τι το Λαϊκό Κόμμα. (Επί του παρόντος, το Λαϊκό Κόμμα βρίσκεται στην κυβέρνηση της Ισπανίας με κοινοβουλευτική μειοψηφία, αλλά με σταθερή υποστήριξη από τους Πολίτες.)
Η κλιμάκωση της αντιπαράθεσης για την Καταλονία ήταν καλή για τους Καταλανούς και τους Ισπανούς συντηρητικούς, υποστηρίζει ο Γιλέμ Μαρτίνεθ σε ένα νέο βιβλίο του για τη Διαδικασία. Τους επέτρεψε να αντεπεξέλθουν σε έναν καταιγισμό σκανδάλων διαφθοράς, λιτότητας και εκτεταμένης εκλογικής δυσαρέσκειας. Αλλά ο Μαρτίνεθ είναι επίσης προσεκτικός και διακρίνει τον οπορτουνισμό του Μας και του Πουτζδεμόν από τις ειλικρινείς λαϊκές φιλοδοξίες που οδηγούν το κίνημα ανεξαρτησίας. Η Καταλονία, καταλήγει, είναι και ήταν εδώ και καιρό ένα έθνος. Η ιστορική του εξέλιξη ήταν διαφορετική από την υπόλοιπη Ισπανία. Στην πραγματικότητα, περιλαμβάνει μακρά παράδοση δημοκρατικών αγώνων για αυτοδιοίκηση, είτε αυτοί βασίζονταν στο έδαφος είτε σε κοινωνική τάξη. Τον 19ο και τον 20ό αιώνα, αυτή η παράδοση τροφοδοτούσε σημαντικά αναρχοσυνδικαλιστικά και φεντεραλιστικά κινήματα. Η τωρινή αυξημένη λαϊκή στήριξη της ανεξαρτησίας, καταλήγει ο Μαρτίνεθ, αποτελεί μέρος αυτής της κληρονομιάς.
Αν και η υποστήριξη της ανεξαρτησίας είναι ιδιαίτερα έντονη στις αγροτικές περιοχές και πιο αδύναμη στην πρωτεύουσα της Βαρκελώνης, οι υπέρμαχοι της ανεξαρτησίας αποτελούνται από μια εντυπωσιακά ευρεία και ποικίλη ομάδα, συμπεριλαμβανομένων πολλών νέων Καταλανών. Αυτό είναι εμφανές σε όποιον έχει δει το πλήθος που γεμίζει τα τελευταία χρόνια τους δρόμους κάθε 11η Σεπτεμβρίου για να γιορτάσουν την Εθνική Γιορτή της Καταλονίας (Diada). Ο ανταποκριτής των New York Times Ραφαέλ Μίντερ γράφει σε ένα νέο βιβλίο για την Καταλονία: «Η Diada ενώνει όλες τις γενιές. [...] Στην πραγματικότητα, από το 2012, η Diada συνέβαλε στη σφυρηλάτηση των ψηφοφόρων- οπαδών της απόσχισης του αύριο. Τα παιδιά μεγαλώνουν ανυπομονώντας την έξαψη του να βγουν στους δρόμους στην εθνική ημέρα της Καταλονίας, ακριβώς όπως προετοιμάζονται για να παρακολουθήσουν τον πρώτο τους αγώνα ποδοσφαίρου στο στάδιο Καμπ Νου της Βαρκελώνης».
Η αντίδραση στην καταλανική «Διαδικασία» από την κεντρική κυβέρνηση της Ισπανίας, αντιθέτως, ήταν εξαιρετικά συνεπής στην ακαμψία της, την κωφότητά της και την έλλειψη πολιτικής δημιουργικότητας. Όμως, όπως είδαμε, υπάρχει μια λογική πίσω από τη σκληρή στάση του πρωθυπουργού Ραχόι. Το Λαϊκό Κόμμα έχει εκλογικά κίνητρα για να συνεχίσει τη στάση της μηδενικής ανοχής στο καταλανικό ζήτημα. Η εκλογική παρουσία του στην Καταλονία έχει μειωθεί τα τελευταία χρόνια. Στις περιφερειακές εκλογές του 2015, κέρδισε μόλις το 8,5% των ψήφων. Αυτό σημαίνει, ωστόσο, ότι το κόμμα δεν έχει πολλά να χάσει. Μπορεί να διακινδυνεύσει την περαιτέρω απομάκρυνση του καταλανικού εκλογικού σώματος εάν, με τον τρόπο αυτό, εδραιώσει την υποστήριξή του στην υπόλοιπη Ισπανία.
Το γεγονός ότι η έκφραση της υποστήριξης του δικαιώματος ψήφου σε άλλες περιοχές της Ισπανίας ανταπαντήθηκε με εκδηλώσεις ακροδεξιού ισπανικού εθνικισμού δημιουργεί ανησυχίες. Στις 24 Σεπτεμβρίου, ένα πλήθος κόσμου που ανέμιζε ισπανικές σημαίες, μερικές από τις οποίες από την περίοδο του Φράνκο, περικύκλωσαν ένα περίπτερο όπου το Podemos και άλλοι είχαν οργανώσει μια εκδήλωση σχετικά με το καταλανικό ζήτημα. Κάποιοι διαδηλωτές ζήτησαν την εκτέλεση των Καταλανών προδοτών ((«¡Contra la traición, ejecución!»- «Κατά της προδοσίας, στην εκτέλεση!). Ομοίως, σώματα της αστυνομίας που αναχωρούσαν από την Ανδαλουσία για τη Βαρκελώνη αποχαιρετήθηκαν από πλήθη που φώναζαν «Η Καταλονία είναι η Ισπανία», «Ζήτω η Ισπανία» ή «Πηγαίνετε να τους δείξετε!» (“¡A por ellos!”).
Η Κυριακή υπόσχεται να είναι μια μέρα μαζικής κινητοποίησης στην Καταλονία και σε άλλα μέρη της Ισπανίας. Αλλά το πραγματικό ερώτημα είναι τι θα συμβεί την επόμενη μέρα. Η μόνη πρακτική διέξοδος από την ισπανική συνταγματική κρίση οδηγεί στη συνταγματική μεταρρύθμιση- μια λύση που το Podemos και, πιο πρόσφατα, το Ισπανικό Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα (PSOE), έχουν εγκρίνει. Αλλά, με τη σειρά της, αυτή είναι μια διαδικασία που πιθανόν να απαιτεί πρώτα ένα κάποιο επίσημο δημοψήφισμα, κάτι που υποστηρίζει το Podemos, αλλά απορρίπτει το PSOE. Το πιο σημαντικό είναι ότι θα απαιτήσει μια πολιτική βούληση και ένα τέτοιο πολιτικό ταλέντο που λείπει από την τωρινή ηγεσία της Ισπανίας.
Μάλιστα, στις 28 Σεπτεμβρίου, στον Guardian, η δήμαρχος της Βαρκελώνης Άντα Κολάου κάλεσε την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να παρέμβει στη "σημαντικότερη εδαφική κρίση στην Ευρώπη τα τελευταία χρόνια". Η Κολάου, που υποστηρίζει την καταλανική αυτοδιάθεση έχει επικρίνει ρητά την πολιτική της κλιμάκωσης και από τις δύο πλευρές της σύγκρουσης. Σε μια τηλεοπτική συνέντευξη δίπλα στη δήμαρχο της Μαδρίτης Μανουέλα Καρμένα, μια συνταξιούχο δικαστικό, είπε ότι το Σύνταγμα του 1978 "έχει καταστεί ανεπαρκές, παρωχημένο" και ότι "θα πρέπει να βρεθεί τρόπος να επιτραπεί στους Καταλανούς να εκφραστούν". Με δεδομένο το ισπανικό αδιέξοδο, έγραψε η Κολάου στον Guardian, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα πρέπει να "ανοίξει ένα πεδίο διαμεσολάβησης ανάμεσα στις κυβερνήσεις της Ισπανίας και της Καταλονίας προκειμένου να βρεθεί μια συμβιβαστική και δημοκρατική λύση στη σύγκρουση".
καθηγητή Ισπανικών Σπουδών στο Κολλέγιο Όμπερλιν του Οχάιο
«Ζητώ- απαιτώ- να κρατήσετε τα βρωμόχερά σας μακριά από τις αρχές της Καταλονίας», δήλωσε ο Γκαμπριέλ Ρουφιάν, του κόμματος Ρεπουμπλικανική Αριστερά της Καταλονίας (ERC), τονίζοντας προσεκτικά κάθε λέξη του καθώς βρισκόταν πίσω από το έδρανο στην Ισπανική Βουλή των Αντιπροσώπων στη Μαδρίτη. Ο πρωθυπουργός Μαριάνο Ραχόι από το συντηρητικό Λαϊκό Κόμμα (PP), στον οποίο ο Ρουφιάν απευθυνόταν άμεσα, χαμήλωσε το βλέμμα του στο έδρανό του, προσποιούμενος ότι δεν τον πρόσεξε. Λίγες στιγμές αργότερα, τα εννέα μέλη του κόμματος ERC αποχώρησαν από το Κοινοβούλιο σε ένδειξη διαμαρτυρίας. Οι βουλευτές του νεοφιλελεύθερου Κόμματος των Πολιτών (Ciudadanos) τους έδειξαν την έξοδο με συστολή. «Μην γυρίσετε πίσω» (¡No volváis!), φώναξε κάποιος.
Το κύμα συλλήψεων, που περιελάμβανε επιδρομές σε κυβερνητικά γραφεία της Καταλονίας, ήταν ένα μόνο περιστατικό μιας σειράς πρωτοφανών μέτρων που αποσκοπούσαν στην παρεμπόδιση του δημοψηφίσματος που είχε προγραμματιστεί για την Κυριακή 1 Οκτωβρίου. Το σκληρό λεξιλόγιο προς τον πρωθυπουργό Ραχόι από τον Ρουφιάν του ERC- που παρουσιάζει μια εικόνα επαναστάτη και ήρθε στο κοινοβούλιο εκείνη την ημέρα με μια μαύρη κοντομάνικη μπλούζα και ένα μαύρο νάιλον μπουφάν- αποτύπωνε τον βαθμό που έχουν χειροτερέψει τους τελευταίους μήνες οι σχέσεις μεταξύ Βαρκελώνης και Μαδρίτης. Το αδιέξοδο στο οποίο βρίσκεται η σχέση μεταξύ Καταλονίας και Ισπανίας δεν έχει επηρεάσει μόνο τους πολιτικούς, αλλά έχει επίσης δημιουργήσει βαθιές ρωγμές στην κοινωνία των πολιτών.
Οι συλλήψεις στις 20 Σεπτεμβρίου προκάλεσαν ένα άμεσο, μαζικό κύμα διαδηλώσεων στη Βαρκελώνη. Δεκάδες χιλιάδες Καταλανοί βγήκαν στους δρόμους- κραδαίνοντας κόκκινα γαρίφαλα, σημαίες της καταλανικής ανεξαρτησίας και χειροποίητες πινακίδες που δήλωναν «votarem» (θα ψηφίσουμε)- για να διαμαρτυρηθούν για ό,τι έβλεπαν ως μια άμεση επίθεση στους θεσμούς της περιφερειακής αυτοδιοίκησής τους, με σκοπό τον εξευτελισμό της Καταλονίας. Αν και προς το τέλος της πρώτης ημέρας διαμαρτυριών κάποιοι διαδηλωτές προξένησαν ζημιές σε μερικά αστυνομικά οχήματα, οι εκφράσεις δυσαρέσκειας στη Βαρκελώνη ήταν στη συντριπτική πλειοψηφία τους ειρηνικές. «Πάνω απ’ όλα, ας μην πέσουμε στην παγίδα- αυτό είναι πολύ σημαντικό», φώναξε ο Χοάν Ταρντά στους διαδηλωτές στον δρόμο. Ο Ταρντά, με το παχύ μουστάκι του και τις μακριές γκρίζες μπούκλες του, σχηματίζει ένα κωμικό ντουέτο με τον συνάδελφό του στη Ρεπουμπλικανική Αριστερά της Καταλονίας, Ρουφιάν, που επέπληξε τον πρωθυπουργό στο Κοινοβούλιο. Ως τα πιο αναγνωρισμένα πρόσωπα του κινήματος της καταλανικής ανεξαρτησίας στη Μαδρίτη, αντιπροσωπεύουν επίσης την ποικιλομορφία του. Ενώ ο νεαρός Ρουφιάν, γιος ισπανόφωνων μεταναστών, δεν μιλά καταλανικά, ο μεγαλύτερος Ταρντά σπάει τακτικά το κοινοβουλευτικό πρωτόκολλο απευθυνόμενος σε ολόκληρη την αίθουσα στη μητρική του γλώσσα. Κρατάνε σταθερά μια στάση ασέβειας απέναντι στα θεσμικά όργανα της Ισπανίας-κυρίως την μοναρχία- και έχουν από κοινού το όνειρο μιας ανεξάρτητης δημοκρατικής Καταλονίας.
Η άρνηση της Καταλονίας να χρησιμοποιήσει βία αποτελεί ένα κεντρικό σημείο στην τωρινή εικόνα του πολέμου μεταξύ Μαδρίτης και Βαρκελώνης. Στη συνέντευξη Τύπου την ημέρα των συλλήψεων, ο Καταλανός πρόεδρος Κάρλες Πουτζδεμόν είπε ότι ο πρωθυπουργός Ραχόι «έχει γίνει ντροπή της δημοκρατίας». Την ίδια στιγμή, δήλωσε ότι η Καταλονία θα «αμυνθεί με τα μόνα όπλα που διαθέτουμε: μια πολιτική απάντηση και μια ειρηνική, πολιτισμένη στάση που είναι το χαρακτηριστικό μας κατά τη διάρκεια όλης αυτής της πορείας».
Οι διαδηλώσεις στους δρόμους δεν έχουν σταματήσει από τις 20 Σεπτεμβρίου και πιθανότατα θα συνεχιστούν μέχρι την 1 Οκτωβρίου. Οι φοιτητές έχουν καταλάβει τμήμα του Πανεπιστημίου της Βαρκελώνης. «Προσωπικά, μέχρι τώρα, σκόπευα να ψηφίσω κατά της ανεξαρτησίας, γιατί ξέρω ότι αυτοί που ηγούνται της διαδικασίας είναι οι ίδιοι που έκαναν τις περικοπές στην υγειονομική περίθαλψη», δήλωσε ένας από αυτούς σε συνέντευξή του στον δημοσιογράφο Φερνάντο Γκονζάλες, που μεταδόθηκε στο τηλεοπτικό δίκτυο LaSexta. Αλλά τώρα δεν ήταν πια και τόσο σίγουρος, δεδομένης «όλης της καταστολής και του πώς αντιδρά το [ισπανικό] κράτος». Τα μέτρα του κράτους έχουν κινητοποιήσει επίσης και άλλους συλλόγους που μέχρι τώρα είχαν παραμείνει εκτός της διαμάχης. Για παράδειγμα, όταν η Μαδρίτη μίσθωσε κάμποσα πολυτελή κρουαζιερόπλοια για να φιλοξενήσει χιλιάδες επιπλέον αστυνομικές δυνάμεις που έστειλαν στην Καταλονία από όλη τη χώρα αναμένοντας αναταραχές με τις εκλογές, η ένωση των λιμενεργατών ανακοίνωσε ότι, ως ένδειξη αλληλεγγύης για εκείνους που αγωνίζονται για το δικαίωμά τους στην ψήφο, δεν θα εξυπηρετήσει τα πλοία.
***
Ενώ η μισή μόνο Καταλονία είναι υπέρ της ανεξαρτησίας, όλες οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η συντριπτική πλειοψηφία πιστεύει ότι η περιοχή έχει δικαίωμα στην αυτοδιάθεση. Όμως οι Soberanistas (οπαδοί της εθνικής κυριαρχίας) έχουν διαφορετικές μεταξύ τους απόψεις για το θέμα του δημοψηφίσματος του Οκτωβρίου. Κάποιοι θεωρούν ότι η αδιαλλαξία της Μαδρίτης δικαιολογεί την καταλανική κυβέρνηση να ζητήσει εκλογές χωρίς προηγούμενη έγκριση από την κεντρική κυβέρνηση. Άλλοι υποστηρίζουν ότι μόνο ένα συμφωνημένο και σωστά οργανωμένο δημοψήφισμα, με πλήρεις εγγυήσεις και εκστρατεία και από τις δύο πλευρές, θα αποφέρει ένα νόμιμο αποτέλεσμα ικανό να οδηγήσει την Ισπανία και την Καταλονία προς τα εμπρός- είτε προς ένα χωρισμό είτε προς μια επαναπροσδιορισμένη σχέση στα πλαίσια- για παράδειγμα- ενός ομοσπονδιακού κράτους.
Η απάντηση της κεντρικής κυβέρνησης στην καταλανική πρόκληση ήταν πολιτικά αντιπαραγωγική. Τα σκληρά μέτρα από την εκτελεστική, νομοθετική και δικαστική εξουσία του ισπανικού κράτους- που οργανώνονται από κοινού σε βαθμό που, σύμφωνα με πολλούς, δικαιολογούν την ύπαρξη σοβαρών αμφιβολιών σχετικά με τον διαχωρισμό των εξουσιών- προκάλεσαν μια μετατόπιση της κοινής γνώμης, αυξάνοντας τη λαϊκή υποστήριξη του δημοψηφίσματος. Η ειρωνεία είναι ότι η μετατόπιση αυτή συνέβη ακριβώς τη στιγμή που αυτά τα σκληρά μέτρα έχουν κάνει τον πραγματικό εορτασμό του πολύ λιγότερο πιθανό. Για παράδειγμα, η Sindicatura Electoral, ένα κυβερνητικό όργανο παρόμοιο με μια εφορευτική επιτροπή που έργο της είναι να επιβλέπει το δημοψήφισμα, αναγκάστηκε να παραιτηθεί αφού βρέθηκε αντιμέτωπη με βαριά πρόστιμα- 12.000 ευρώ το άτομο την ημέρα- που επιβλήθηκαν από το συνταγματικό δικαστήριο της Ισπανίας. Εν τω μεταξύ, το ισπανικό κράτος ανέλαβε τα οικονομικά της Καταλονίας και ανακοίνωσε ότι το υπουργείο Εσωτερικών θα «συντονίζει» τις δυνάμεις ασφαλείας κατά την περίοδο πριν από την 1η Οκτωβρίου, παίρνοντας ουσιαστικά τον έλεγχο από την αυτόνομη αστυνομική δύναμη της Καταλονίας, την Mossosd'Esquadra, ενώ χιλιάδες επιπλέον αστυνομικοί έχουν μεταφερθεί στην Καταλονία για να «διατηρήσουν την τάξη». Ο Γενικός Εισαγγελέας στη Μαδρίτη δεν απέκλεισε τη σύλληψη του Καταλανού προέδρου, Κάρλες Πουτζδεμόν, για κατάχρηση κρατικών κονδυλίων.
Βασιζόμενη όμως πρωτίστως σε δικαστικά μέτρα, η κυβέρνηση του Ραχόι υπονομεύει τη δημοκρατία, γράφει ο δημοσιογράφος Ενρίκ Τζουλιάνα στο La Vanguardia. Από τη στιγμή που οι δικαστικές και αστυνομικές ενέργειες δεν υποβλήθηκαν με ρητό τρόπο σε ψήφο- πόσο μάλλον να εγκρίθηκαν- από το Κοινοβούλιο, «η ισπανική πολιτική εισέρχεται σε μια επικίνδυνη φάση εξαιρέσεων».
Επίσης, εάν η Μαδρίτη επιτύχει τον στόχο της να εμποδίσει τις εκλογές, η βραχυπρόθεσμη νομική της νίκη θα σηματοδοτήσει μια τραγική, μακροπρόθεσμη ήττα από πολιτική άποψη. «Πιστεύω ότι ο βαθμός της διαμαρτυρίας και της δυσαρέσκειας υποτιμάται στα κέντρα ισπανικής εξουσίας», γράφει ο Τζουλιάνα στις 20 Σεπτεμβρίου. «...Το γνωρίζουμε αυτό εδώ και πολύ καιρό, αλλά οι άνθρωποι προτιμούσαν να το αγνοήσουν». Οι συλλήψεις και τα μετέπειτα γεγονότα, έγραψε, «αυξάνουν το εύρος της διαμαρτυρίας, επειδή πολλοί άνθρωποι που δεν είναι υπέρ της ανεξαρτησίας, τώρα σίγουρα θα την υποστηρίξουν. Η στάθμη του νερού ανεβαίνει και η κοίτη του ποταμού μπορεί να ξεχειλίσει. Αν το κράτος επιβεβαιώσει την εξουσία του χωρίς να προσφέρει κάποια εναλλακτική πολιτική λύση σε αντάλλαγμα, σε μια ενέργεια που αποσκοπεί στην ταπείνωση των θεσμικών οργάνων της Καταλονίας, οι συνέπειες για το ισπανικό κράτος μεσοπρόθεσμα θα είναι καταστροφικές. Με άλλα λόγια: ο ιστορικός δρόμος του διαχωρισμού της Καταλονίας από την Ισπανία ανοίγει κάτω από την παράλογη επιδοκιμασία των αναλυτών της Μαδρίτης». Για ένα κόμμα που ισχυρίζεται ότι τρομάζει με την ιδέα ότι η Ισπανία μπορεί να «διαλυθεί», οι ηγέτες του Λαϊκού Κόμματος φαίνεται να είναι απροσδόκητα αποφασισμένοι να απομακρύνουν εκατομμύρια πολίτες της χώρας.
«Οι υπερασπιστές της απόσχισης στην Ισπανία εμφανίστηκαν πολύ πριν από τους αυτονομιστές [στην Καταλονία]», γράφει ο δημοσιογράφος Φραντζέσκ-Μαρκ Αλβάρο στις 21 Σεπτεμβρίου.
***
Η Καστίλλη και η Καταλονία βρίσκονται στα μαχαίρια εδώ και αιώνες, αλλά η ένταση δεν ήταν τόσο μεγάλη από τη στιγμή που έγινε η μετάβαση στη δημοκρατία στην Ισπανία μετά το θάνατο του δικτάτορα Φρανθίσκο Φράνκο το 1975, ο οποίος βοήθησε στο στρατιωτικό πραξικόπημα του 1936 και μετά από τρία χρόνια εμφυλίου πολέμου, κυβερνούσε τη χώρα για σχεδόν τέσσερις δεκαετίες. Η Καταλονία είναι μια από τις δεκαεπτά «αυτόνομες κοινότητες» της Ισπανίας μετά τον Φράνκο, σε μια ρύθμιση που είναι σχεδόν, αλλά όχι και τόσο ομοσπονδιακή. Στην περίπτωση της Καταλονίας, η αυτονομία περιλαμβάνει το δικαίωμα στη δική της γλώσσα (στην Καταλονία η καταλανική είναι συνεπίσημη γλώσσα μαζί με την ισπανική), τη δική της αστυνομική δύναμη και τις δικές της εκπαιδευτικές πολιτικές, μεταξύ άλλων αρμοδιοτήτων. Ωστόσο, το ισπανικό Σύνταγμα του 1978 δεν προβλέπει την απόσχιση ή την αυτοδιάθεση οποιασδήποτε από τις αυτόνομες κοινότητες. Αντιθέτως, το δεύτερο άρθρο του αναφέρει ότι το Σύνταγμα «βασίζεται στην αδιαχώριστη ενότητα του ισπανικού έθνους, κοινής και αδιαίρετης πατρίδας όλων των Ισπανών», ενώ αναγνωρίζει και εγγυάται το δικαίωμα στην αυτονομία των εθνικοτήτων και των περιφερειών που το απαρτίζουν, καθώς και την αλληλεγγύη μεταξύ όλων». Τότε, ο προσεκτικός συμβιβασμός φαινόταν ο καλύτερος δυνατός τρόπος για να ικανοποιήσει την πολυεθνική σύσταση της χώρας. Αλλά αυτό που θεωρήθηκε μια θαυμάσια λύση σαράντα χρόνια πριν, τώρα καταρρέει.
Για το μεγαλύτερο μέρος των τριών δεκαετιών, η σχέση μεταξύ της Καταλονίας και του κεντρικού κράτους της Ισπανίας ήταν σχετικά ομαλή. Διαμορφωμένη με προσεκτικές διαπραγματεύσιμες φορολογικές συμφωνίες, απείχε παρασάγγας από τις εντάσεις και τη βία που σημάδεψαν τις σχέσεις μεταξύ της Μαδρίτης και της Χώρας των Βάσκων, η οποία, όπως και η Καταλονία, είναι σχετικά ευημερούσα και βιομηχανοποιημένη και έχει εδώ και αιώνες τη δική της γλώσσα, κυβερνητικούς θεσμούς και εθνική ταυτότητα. Ο ένοπλος αγώνας για την ανεξαρτησία των Βάσκων, που ξεκίνησε από την ETA στα τέλη της δεκαετίας του 1950, εναντίον του ανελέητα συγκεντρωτικού καθεστώτος του Φράνκο, συνεχίστηκε στη μετα-Φράνκο δημοκρατία. Προκάλεσε χρόνια αιματηρών τρομοκρατικών επιθέσεων και κρατικής καταστολής, συμπεριλαμβανομένου ενός βρώμικου πολέμου που διεξήχθη εναντίον υποψήφιων μελών της ETA από την κυβέρνηση της Μαδρίτης. Η βία και από τις δύο πλευρές άφησε βαθιές πληγές που ακόμα δεν έχουν κλείσει.
Η Καταλονία και η Ισπανία, αντιθέτως, φαινόταν να τα πηγαίνουν μια χαρά- μέχρι πριν από περίπου επτά χρόνια. Το 2010, η ελπίδα της Καταλονίας να επικαιροποιήσει το καταστατικό της αυτονομίας- ό,τι πιο κοντινό σε Σύνταγμα μπορεί να έχει μια αυτόνομη κοινότητα- διαλύθηκε όταν το συνταγματικό δικαστήριο της Ισπανίας απέρριψε ορισμένες από τις βασικές του διατάξεις ως αντισυνταγματικές.
Η απόφαση του δικαστηρίου ανακοινώθηκε τέσσερα χρόνια μετά την ψήφιση του νέου καταστατικού, τόσο από το κοινοβούλιο της Καταλονίας όσο και από το ισπανικό κοινοβούλιο, και ήρθε κατόπιν της προσφυγής που υπέβαλε το Λαϊκό Κόμμα (Partido Popular), το οποίο έκανε επίσης μια εκστρατεία συλλογής υπογραφών κατά του καταλανικού καταστατικού που τροφοδοτήθηκε από αντι-καταλανικά στερεότυπα και έδωσε το έναυσμα για μποϊκοτάζ στα καταλανικά προϊόντα στην υπόλοιπη Ισπανία.
Η αντίδραση του κόσμου στην Καταλονία με την απόρριψη του νέου καταστατικού- το οποίο μεταξύ άλλων ορίζει την Καταλονία ως «έθνος» και όχι απλώς ως «εθνότητα»- ήταν απροσδόκητα μαζική και πυροδότησε μια έκρηξη των εκκλήσεων για ανεξαρτησία από την Ισπανία από πολλές ομάδες της καταλανικής κοινωνίας των πολιτών. Οι δημοσκοπήσεις έδειξαν πολύ καθαρά αυτήν την αλλαγή στην κοινή γνώμη. Για χρόνια, οι υποστηρικτές της ανεξαρτησίας έφταναν περίπου στο 30% στην περιοχή. Μέχρι το 2012, η πλειοψηφία των Καταλανών που ερωτήθηκαν, δήλωσαν ότι τάσσονται υπέρ της απόσχισης.
Η πολιτική τάξη της Καταλονίας παρατηρούσε προσεκτικά τις εξελίξεις. Συγκεκριμένα, η Δημοκρατική Σύγκλιση της Καταλονίας (Convergència Democràtica de Catalunya- CDC)- ένα συντηρητικό-καθολικό και καταλανιστικό κόμμα που δεν ήταν ποτέ υπέρ της πλήρους ανεξαρτησίας- βρήκε την ευκαιρία να αντιστρέψει τη σταθερή συρρίκνωση της εκλογικής του βάσης. Έχοντας μια μακροχρόνια ηγεμονική θέση στην πολιτική της περιφέρειας και όντας έντονα ταυτισμένο με τον ηγέτη της, Ζόρντι Πουζόλ, ο οποίος ήταν πρόεδρος της Καταλονίας από το 1980 μέχρι τη συνταξιοδότησή του το 2003, η εικόνα της Δημοκρατικής Σύγκλισης είχε πληγεί από έναν ντροπιαστικό χείμαρρο από σκάνδαλα διαφθοράς, μερικά από τα οποία αφορούσαν τον λατρεμένο Πουζόλ και το στενό οικογενειακό περιβάλλον του. Τα σκληρά μέτρα λιτότητας που επέβαλε η κυβέρνηση της Δημοκρατικής Σύγκλισης της Καταλονίας μετά τη Μεγάλη Ύφεση, με περικοπές στην υγειονομική περίθαλψη, στην εκπαίδευση και τις κοινωνικές υπηρεσίες, δεν βοήθησαν.
Τον Σεπτέμβριο του 2012, ο αρχηγός της Δημοκρατικής Σύγκλισης, Αρτούρ Μας, ο οποίος είχε αναλάβει την καταλανική προεδρία το 2010, αποφάσισε να κάνει μια στροφή. Εκπλήσσοντας φίλους και εχθρούς, άλλαξε στάση, υποστηρίζοντας την ανεξαρτησία. «Είναι καιρός η Καταλονία να ασκήσει το δικαίωμά της για αυτοδιάθεση», δήλωσε σε ομιλία του στο κοινοβούλιο. Τον Νοέμβριο του 2014, η κυβέρνηση Μας διοργάνωσε ένα μη δεσμευτικό δημοψήφισμα για αυτοδιάθεση το οποίο δεν εγκρίθηκε από την ισπανική κυβέρνηση. Κατά την περίοδο πριν τις περιφερειακές εκλογές του 2015, ο Μας κατόρθωσε να πείσει πολλά άλλα κόμματα, μεταξύ των οποίων και την Ρεπουμπλικανική Αριστερά (ERC) του Ρουφιάν και του Ταρντά, να συμμετάσχουν σε έναν εκλογικό συνασπισμό για την ανεξαρτησία, που ονομάζεται JuntspelSí (JxS- «Μαζί για το Ναι»). Το ακροαριστερό κόμμα Υποψηφιότητα Λαϊκής Ενότητας (CUP) που έχει ως βάση του τη συνέλευση και είναι εδώ και καιρό υπέρ μίας ανεξάρτητης καταλανικής δημοκρατίας, δεσμεύθηκε να παράσχει την κοινοβουλευτική υποστήριξη της στο JuntspelSí. Στις προεκλογικές εκστρατείες τους, τόσο το JxS όσο και το CUP υπογράμμισαν ότι οι εκλογές έχουν χαρακτήρα δημοψηφίσματος εμπιστοσύνης, δεδομένης της απουσίας δεσμευτικού δημοψηφίσματος.
Ωστόσο, οι εκλογές οδήγησαν σε ένα διφορούμενο αποτέλεσμα. Τα ενωμένα κόμματα υπέρ της Ανεξαρτησίας κέρδισαν μια μικρή πλειοψηφία στις έδρες του κοινοβουλίου της Καταλονίας, αλλά δεν κέρδισαν την πλειοψηφία της λαϊκής ψήφου. Προκάλεσαν όμως μεγάλη ανησυχία στην αντιπολίτευση στην Καταλονία και στην κυβέρνηση της Μαδρίτης, όταν υποστήριξαν ότι, παρά ταύτα, έχουν τη λαϊκή εντολή να προχωρήσουν με την προετοιμασία για την απόσχιση, γνωστή στην καταλανική με τη συντομογραφία el Procés (η Διαδικασία). Όταν το CUP ανάγκασε τον πρόεδρο Αρτούρ Μας να παραδώσει τα ηνία, ο επιλεγμένος του διάδοχος, Κάρλες Πουτζδεμόν, δεσμεύθηκε να φέρει την Καταλονία στις «πύλες της ανεξαρτησίας». (Σε αντίθεση με τον Μας, ο Πουτζδεμόν ήταν από πάντα υπέρ της ανεξαρτησίας και ανήκε στη μειοψηφία των υποστηρικτών της στη Δημοκρατική Σύγκλιση της Καταλονίας.)
Σύμφωνα με τον δημοσιογράφο Γιλέμ Μαρτίνεθ, ο οποίος κάνει την κάλυψη για την Καταλονία για το εβδομαδιαίο CTXT: Contexto y Acción, όλη η «διαδικασία» είναι ένα λαμπρό αλλά κυνικό κομμάτι εκλογικής απάτης. Ο μόνος πραγματικός σκοπός του είναι να κρατήσει τους Καταλανούς συντηρητικούς στη ζωή. Το πρόβλημα δεν είναι μόνο ότι τα διάφορα βήματα τους προς τα εμπρός-που ανακοινώνονται συνεχώς, συχνά αναβάλλονται και επαναπροσδιορίζονται σε μια ατελείωτη σειρά σκηνοθετημένων «ιστορικών» στιγμών που καλύπτονται πρόχειρα από τον Τύπο που τάσσεται υπέρ της ανεξαρτησίας, αλλά αγνοούνται από άλλους- δεν έχουν την κατάλληλη νομική βάση. Η αλήθεια είναι, υποστηρίζει ο Μαρτίνεθ, ότι οι περισσότεροι Καταλανοί συντηρητικοί δεν πιστεύουν στην πραγματικότητα ότι πρέπει ή πρόκειται να υπάρξει ανεξαρτησία. Παρόλα αυτά, έχουν το ERC και το CUP, τους περίεργους αυτούς συμμάχους τους στη Διαδικασία, με μια θηλιά περασμένη στο λαιμό. Κάθε κόμμα που θεωρείται ότι εγκατέλειψε τη συμμαχία υπέρ της ανεξαρτησίας βρίσκεται αντιμέτωπο με την κατηγορία της προδοσίας ή του σαμποτάζ, ένα στίγμα με μεγάλο εκλογικό κόστος.
Το CUP, εν τω μεταξύ, δικαιολόγησε την υποστήριξή του απέναντι στους συντηρητικούς με ρεαλιστικά επιχειρήματα. Η παραμονή τους στην Ισπανία, υποστηρίζουν, δεν αφήνει προοπτικές προοδευτικής μεταρρύθμισης. Μια ανεξάρτητη καταλανική δημοκρατία προσφέρει τέτοιες προοπτικές. Εάν ο στόχος αυτός απαιτεί τη συνεργασία με ένα πολιτικό κόμμα που είναι υπέρ της λιτότητας, της διαφθοράς και των επιχειρήσεων, ας είναι. Το CUP έχει καταστήσει απόλυτα σαφές ότι οι συντηρητικοί δεν θα αντέξουν στιγμή μετά την ανεξαρτησία.
Οι τοπικές κινητοποιήσεις στην Καταλονία που ξεκίνησαν το 2010, πυροδοτήθηκαν αναμφισβήτητα από το εθνικό ζήτημα. Συνέπεσαν όμως με ένα κύμα μαζικής διαμαρτυρίας των πολιτών σε όλη την Ισπανία ενάντια στη διάσωση των τραπεζών και κατά των μέτρων αυστηρής λιτότητας που εγκρίθηκαν υπό την πίεση των Βρυξελλών. Τον Μάιο του 2011, η δυσαρέσκεια αποκρυσταλλώθηκε με το κίνημα 15-Μ (Κίνημα των Αγανακτισμένων), του οποίου τα δύο κεντρικά συνθήματα παρέπεμπαν σε όλη την πολιτική κατάσταση: ¡No nosrepresentan! και ¡Democracia real ya! («Δεν μας αντιπροσωπεύουν» και «Πραγματική Δημοκρατία, τώρα!»). Τρία χρόνια αργότερα εμφανίστηκε το Podemos, ένα νέο πολιτικό κόμμα της αριστεράς που διεκδίκησε την κληρονομιά του κινήματος 15-Μ για να προκαλέσει το μακρόχρονο δικομματικό στην ουσία σύστημα κατά το οποίο εναλλάσσονταν στην εξουσία το κεντροδεξιό Λαϊκό Κόμμα (ΡΡ) και οι κεντροαριστεροί σοσιαλιστές (Ισπανικό Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα- PSOE). Λίγο μετά, το αντι-καταλανικό Κόμμα των Πολιτών (Ciutadans) εξελίχθηκε σε εθνικό κόμμα, τους Πολίτες (Ciudadanos), σε μια σαφή προσπάθεια να παρουσιάσει μια δεξιά, νεο-φιλελεύθερη εναλλακτική λύση για την αντιμετώπιση της πρόκλησης που έθεσε το Podemos. Αν και το Podemos και οι Πολίτες είχαν κάνει μια πρωτοφανή είσοδο στο κοινοβούλιο της Ισπανίας το Δεκέμβριο του 2015- τώρα κατέχουν 71 και 32 έδρες αντίστοιχα από τις 350 του Κοινοβουλίου- δεν μπόρεσαν, κατά ειρωνεία της τύχης, να πάρουν πλήρως τη θέση της δικομματικής ηγεμονίας. Μάλιστα, η εμφάνιση του Podemos έβλαψε περισσότερο το Ισπανικό Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα από ό,τι το Λαϊκό Κόμμα. (Επί του παρόντος, το Λαϊκό Κόμμα βρίσκεται στην κυβέρνηση της Ισπανίας με κοινοβουλευτική μειοψηφία, αλλά με σταθερή υποστήριξη από τους Πολίτες.)
Η κλιμάκωση της αντιπαράθεσης για την Καταλονία ήταν καλή για τους Καταλανούς και τους Ισπανούς συντηρητικούς, υποστηρίζει ο Γιλέμ Μαρτίνεθ σε ένα νέο βιβλίο του για τη Διαδικασία. Τους επέτρεψε να αντεπεξέλθουν σε έναν καταιγισμό σκανδάλων διαφθοράς, λιτότητας και εκτεταμένης εκλογικής δυσαρέσκειας. Αλλά ο Μαρτίνεθ είναι επίσης προσεκτικός και διακρίνει τον οπορτουνισμό του Μας και του Πουτζδεμόν από τις ειλικρινείς λαϊκές φιλοδοξίες που οδηγούν το κίνημα ανεξαρτησίας. Η Καταλονία, καταλήγει, είναι και ήταν εδώ και καιρό ένα έθνος. Η ιστορική του εξέλιξη ήταν διαφορετική από την υπόλοιπη Ισπανία. Στην πραγματικότητα, περιλαμβάνει μακρά παράδοση δημοκρατικών αγώνων για αυτοδιοίκηση, είτε αυτοί βασίζονταν στο έδαφος είτε σε κοινωνική τάξη. Τον 19ο και τον 20ό αιώνα, αυτή η παράδοση τροφοδοτούσε σημαντικά αναρχοσυνδικαλιστικά και φεντεραλιστικά κινήματα. Η τωρινή αυξημένη λαϊκή στήριξη της ανεξαρτησίας, καταλήγει ο Μαρτίνεθ, αποτελεί μέρος αυτής της κληρονομιάς.
Αν και η υποστήριξη της ανεξαρτησίας είναι ιδιαίτερα έντονη στις αγροτικές περιοχές και πιο αδύναμη στην πρωτεύουσα της Βαρκελώνης, οι υπέρμαχοι της ανεξαρτησίας αποτελούνται από μια εντυπωσιακά ευρεία και ποικίλη ομάδα, συμπεριλαμβανομένων πολλών νέων Καταλανών. Αυτό είναι εμφανές σε όποιον έχει δει το πλήθος που γεμίζει τα τελευταία χρόνια τους δρόμους κάθε 11η Σεπτεμβρίου για να γιορτάσουν την Εθνική Γιορτή της Καταλονίας (Diada). Ο ανταποκριτής των New York Times Ραφαέλ Μίντερ γράφει σε ένα νέο βιβλίο για την Καταλονία: «Η Diada ενώνει όλες τις γενιές. [...] Στην πραγματικότητα, από το 2012, η Diada συνέβαλε στη σφυρηλάτηση των ψηφοφόρων- οπαδών της απόσχισης του αύριο. Τα παιδιά μεγαλώνουν ανυπομονώντας την έξαψη του να βγουν στους δρόμους στην εθνική ημέρα της Καταλονίας, ακριβώς όπως προετοιμάζονται για να παρακολουθήσουν τον πρώτο τους αγώνα ποδοσφαίρου στο στάδιο Καμπ Νου της Βαρκελώνης».
Η αντίδραση στην καταλανική «Διαδικασία» από την κεντρική κυβέρνηση της Ισπανίας, αντιθέτως, ήταν εξαιρετικά συνεπής στην ακαμψία της, την κωφότητά της και την έλλειψη πολιτικής δημιουργικότητας. Όμως, όπως είδαμε, υπάρχει μια λογική πίσω από τη σκληρή στάση του πρωθυπουργού Ραχόι. Το Λαϊκό Κόμμα έχει εκλογικά κίνητρα για να συνεχίσει τη στάση της μηδενικής ανοχής στο καταλανικό ζήτημα. Η εκλογική παρουσία του στην Καταλονία έχει μειωθεί τα τελευταία χρόνια. Στις περιφερειακές εκλογές του 2015, κέρδισε μόλις το 8,5% των ψήφων. Αυτό σημαίνει, ωστόσο, ότι το κόμμα δεν έχει πολλά να χάσει. Μπορεί να διακινδυνεύσει την περαιτέρω απομάκρυνση του καταλανικού εκλογικού σώματος εάν, με τον τρόπο αυτό, εδραιώσει την υποστήριξή του στην υπόλοιπη Ισπανία.
Το γεγονός ότι η έκφραση της υποστήριξης του δικαιώματος ψήφου σε άλλες περιοχές της Ισπανίας ανταπαντήθηκε με εκδηλώσεις ακροδεξιού ισπανικού εθνικισμού δημιουργεί ανησυχίες. Στις 24 Σεπτεμβρίου, ένα πλήθος κόσμου που ανέμιζε ισπανικές σημαίες, μερικές από τις οποίες από την περίοδο του Φράνκο, περικύκλωσαν ένα περίπτερο όπου το Podemos και άλλοι είχαν οργανώσει μια εκδήλωση σχετικά με το καταλανικό ζήτημα. Κάποιοι διαδηλωτές ζήτησαν την εκτέλεση των Καταλανών προδοτών ((«¡Contra la traición, ejecución!»- «Κατά της προδοσίας, στην εκτέλεση!). Ομοίως, σώματα της αστυνομίας που αναχωρούσαν από την Ανδαλουσία για τη Βαρκελώνη αποχαιρετήθηκαν από πλήθη που φώναζαν «Η Καταλονία είναι η Ισπανία», «Ζήτω η Ισπανία» ή «Πηγαίνετε να τους δείξετε!» (“¡A por ellos!”).
Η Κυριακή υπόσχεται να είναι μια μέρα μαζικής κινητοποίησης στην Καταλονία και σε άλλα μέρη της Ισπανίας. Αλλά το πραγματικό ερώτημα είναι τι θα συμβεί την επόμενη μέρα. Η μόνη πρακτική διέξοδος από την ισπανική συνταγματική κρίση οδηγεί στη συνταγματική μεταρρύθμιση- μια λύση που το Podemos και, πιο πρόσφατα, το Ισπανικό Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα (PSOE), έχουν εγκρίνει. Αλλά, με τη σειρά της, αυτή είναι μια διαδικασία που πιθανόν να απαιτεί πρώτα ένα κάποιο επίσημο δημοψήφισμα, κάτι που υποστηρίζει το Podemos, αλλά απορρίπτει το PSOE. Το πιο σημαντικό είναι ότι θα απαιτήσει μια πολιτική βούληση και ένα τέτοιο πολιτικό ταλέντο που λείπει από την τωρινή ηγεσία της Ισπανίας.
Μάλιστα, στις 28 Σεπτεμβρίου, στον Guardian, η δήμαρχος της Βαρκελώνης Άντα Κολάου κάλεσε την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να παρέμβει στη "σημαντικότερη εδαφική κρίση στην Ευρώπη τα τελευταία χρόνια". Η Κολάου, που υποστηρίζει την καταλανική αυτοδιάθεση έχει επικρίνει ρητά την πολιτική της κλιμάκωσης και από τις δύο πλευρές της σύγκρουσης. Σε μια τηλεοπτική συνέντευξη δίπλα στη δήμαρχο της Μαδρίτης Μανουέλα Καρμένα, μια συνταξιούχο δικαστικό, είπε ότι το Σύνταγμα του 1978 "έχει καταστεί ανεπαρκές, παρωχημένο" και ότι "θα πρέπει να βρεθεί τρόπος να επιτραπεί στους Καταλανούς να εκφραστούν". Με δεδομένο το ισπανικό αδιέξοδο, έγραψε η Κολάου στον Guardian, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα πρέπει να "ανοίξει ένα πεδίο διαμεσολάβησης ανάμεσα στις κυβερνήσεις της Ισπανίας και της Καταλονίας προκειμένου να βρεθεί μια συμβιβαστική και δημοκρατική λύση στη σύγκρουση".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου