Πάντοτες, ανέντιμα στάθηκαν τα όπλα της Αντίδρασης. Και απ’ αυτά, δεν είναι η βία, το χειρότερο. Πολύ περισσότερο, ακριβώς η βία, δεν «πιάνει» πάντα.
Ποιητής, πεζογράφος, θεατρικός συγγραφέας, βιβλιοκριτικός, αρθρογράφος, συστηματικός επιστολογράφος, ιστορικός, αλλά και καραγκιοζοπαίκτης, που έφτιαχνε ο ίδιος τις φιγούρες με τα χέρια του, ο Γιάννης Σκαρίμπας υπήρξε πολυδιάστατη προσωπικότητα και «ιδιόρρυθμος» χαρακτήρας. «Ανάποδος άνθρωπος», όπως λέει ο λαός μας; Ούτε
αυτό του ταιριάζει…
Γεννήθηκε στις 28 του Σεπτέμβρη 1893 και έφυγε από τη ζωή στις 21 του Γενάρη 1984.
Πνεύμα ανήσυχο, αθυρόστομος, αντισυμβατικός, σαρκάζων και αυτοσαρκαστικός, ανυπότακτος, ευαίσθητος και ελεύθερος ο Γιάννης Σκαρίμπας σφυροκοπούσε κάθε τι αντίθετο προς τις αρχές και τις αξίες του και δεν δίσταζε να τα βάζει με κάθε μορφής εξουσία και κατεστημένο, στην πολιτική και στα γράμματα και να εξακοντίζει τα δηλητηριώδη βέλη του στον καθωσπρεπισμό, την υποκρισία, τη μικροαστική σαπίλα και την κοινωνική αδικία.
Και με το ίδιο πάθος που ριχνόταν στους δυνατούς, χτυπούσε και τους δειλούς ή τους αμέτοχους. Δεν ήξερε τι θα πει «ουδετερότητα». Παρέμεινε απροσκύνητος, μέχρι που έκλεισε για πάντα τα μάτια του.
Η γλώσσα του πλούσια και πρωτότυπη, εξαιτίας της ευρηματικότητάς του και της μοναδικής ικανότητάς του να πλάθει «δικές του» λέξεις, αρχικά ξενίζει και κάποιες φορές απωθεί τον «αμύητο» αναγνώστη.
Από τους πρωτοπόρους της ελληνικής λογοτεχνίας, χαρακτηρίστηκε ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα. Το έργο του, εντυπωσιακό σε έκταση και αξία, καρφί στο μάτι της βολής και της συντήρησης. Ο ίδιος δεν εντάχτηκε ποτέ σε ομάδες ή «κύκλους», όπως δεν είχε και μιμητές.
Ένα χαρακτηριστικό δείγμα (…ή δήγμα;) Σκαρίμπα το παρακάτω κείμενό του. Από αφιέρωμα που υπέγραφε η Μαρία Χατζηγιάννη, στο περιοδικό Πολιτιστική, της δεκαετίας του ΄80.
Αυτή η εκατοντάδα των παρασήμων που έπεσε σαν άξαφνη βροχή απάνωθέ μας = ισάριθμων ανθρώπων του πνεύματος, της λογοτεχνίας και της Τέχνης, δεν είναι παρά μια — κι αυτό — απόπειρα δολιοφθοράς των συνειδήσεων — έργον κι αυτό των παλατιανών – μας – καμαρώτων. Όσοι δε, από ανθρώπινη αδυναμία, ή εξαπίνης των καταληφθέντες τοι, το επήραν, έπεσαν θύματα της γνωστής αντιδραστικής πολυμορφίας (=παράσημα, βραβεία, ραδιόφωνο και λογής – λογής τέτοιες «φήμες»).
Απόδειξη, αυτής της αλήθειας — έστω και τούτη: Μεταξύ των παρασημοφορηθέντων, υπάρχουν πρόσωπα απ’ τα καλύτερα που έχουμε, εξ ων μερικοί απ’ τους ποτέ μη χαρίσαντας κάστανα, στο ψέμα ποτέ μη φεισθέντας των σκοταδιστών, πνευματικών, παλατιανών, ή… προφέσορων, και μερικοί, δεδηλωμένοι αριστεροί, και ένα – δυο άσπονδοι οχτροί τους. Αναστρέφοντας προς χάρη τους, εδώ, το σχετικό λεγόμενό μας: «Πόσον ωραία θάσαν τα παράσημα, αν, παρασημοφορεμένοι, δεν υπήρχαν» θα πω, θα το πω, των αγαπητών φίλων, αυτό, εγώ έτσι: «Πόσο ωραίοι θα μας ήσαν πάντα και δίχως τα, (οι παρασημοφορετοί) παράσημά τους».
Πάντοτες, ανέντιμα στάθηκαν τα όπλα της Αντίδρασης. Και απ’ αυτά, δεν είναι η βία, το χειρότερο. Πολύ περισσότερο, ακριβώς η βία, δεν «πιάνει» πάντα. Το «σιδηραίς λόγχαις μάχου» ούδε το σκέφτηκε η Πυθία «Αργυραίς» είπε του Φίλιππου… Αλλά κι αυτές, είναι η, μια μόνο μορφή της δολιότητας. Η άλλη είναι: «Κολάκευε – κολάκευε — και φτάνει!» Και είναι αυτή, η πλέον επικίντυνη = των ουτιδανών, να πούμε, το «νοκ – άουτ!» Αν αντίς «αργυραίς» και κουραφέξαλα, αυτό του έλεγε η Πυθία, ούτε από «αργυράγχην» ο Αισχύνης – μας θα πάθαινε, και η εν Χαιρωνεία μάχη, θα παρήλκε»…
Διότι — φευ! — πολλές οι αδυναμίες μας και οι έλξεις μας, αλλά η έλξη της φήμης — πάνω απ’’ όλες. Πολλοί τον πλούτον — λέει — εμίσησαν, αλλά την δόξαν, λέει, ουδείς!… (Τώρα, αν, δόξα είναι μόνο το παράσημο, ή αν το παράσημο είναι δόξα — αυτό, έστω, άλλη ιστορία). Για να γίνει «ένδοξος» ο κ. Βενέζης, δεν ζήτησε λεφτά, μα Ακαδημαϊλίκι. Για να γίνει (κι ας μην ακόμα έγινε — θα γίνει…) ο κ. Π. Χάρης, ολόκληρη αφιέρωσε Μεγάβιβλο, στη μνήμη — λέει — του Ιω. Μεταξά. Το ίδιο και ο κ. Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος, πλην… σε βελτιωμένη έκδοση αυτός, διαβεβαίωνε… καταπρόσωπό του τον δικτάτορα, ότι:
«Οι καιροί που περνάμε είναι πραγματικά γόνιμοι, καιροί αναγεννητικοί και αναδημιουργικοί. Το έθνος ολόκληρο, με την καθοδήγηση και τη βοήθεια μεγαλοδύναμου και μεγαλοφάνταστου Αρχηγού, ανοίγει καινούργιους δρόμους στα πεπρωμένα του, και πλάθει με την ψυχή του, με την προθυμία του, και με το μόχθο του, τον πολιτισμό του, που θα μείνει στην Ιστορία σαν μεγάλος σταθμός, ορόσημο ολκής, σαν ο «Τρίτος Ελληνικός Πολιτισμός»!! [Ω, διάολε!…]
(περιοδ. «Το Νέον Κράτος», αρ. 23, Ιούλιος 1939).
Λοιπόν; Λοιπόν; Σεις, τι λέτε παιδιά; Είναι ή δεν είναι ανίκατον το «κολάκευε, λιβάνιζε — και φτάνει;» Έφτασε μέχρι, που ο κ. Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος να θεωρείται «αδικημένος!» που δεν τον έκαμαν ακόμα Ακαδημαϊκόν. Πλην, ας μην ανησυχεί. Έχει, ήδη, όλα… τα προσόντα. Και θα γίνει — θα γίνει!…
Ώστε, φοβήσθαι χρη και αυτών των Δαναών ― δώρα φέροντας.
Παρασημοφοράν τον κ. Βενέζη, αλλά και τον Μάνο Κατράκη!
Παρασημοφοράν τον κ. Μυριβήλη, αλλά και τον Δ. Ψαθά!
Παρασημοφοράν τον κ. Π. Χάρη, αλλά και τον Φτέρη!
Παρασημοφοράν τον κ. Σάββα Κωνσταντόπουλο, αλλά και τον Κοτσαρίδα!
Παρασημοφορίες σκοπιμότητας… Αι μεν, για το «εύγε δούλε αγαθέ!» Αι δε, για το «τήρα τι έχω αχάριστε για σένα!»
Και μας βάνουν μπρος σ’ ένα τετελεσμένο κι ανεπάντεχο! Να φανούμε αγενείς; Να το πάρουμε;
Όσο να το συνειδητοποιήσουμε (τι;) το κόλπο «έχει πιάσει»…
Δεν έχει όμως πιάσει. Βαθύτατος είναι ο σκεπτικισμός όσων… «ανάξια» το πήρανε. Δυο κιόλας, τους το βροντοφώνησαν κατάμουτρα. Και μόνον, από σεμνότητας περίσσεια, δεν θέλησαν οι (απ’ τους «ανάξιους») άλλοι, να το κάμουν. Τους το κατάγραψαν όμως στη μερίδα τους.
Χαλκίδα 18.1.1965
Γιάννης Σκαρίμπας
Ποιητής, πεζογράφος, θεατρικός συγγραφέας, βιβλιοκριτικός, αρθρογράφος, συστηματικός επιστολογράφος, ιστορικός, αλλά και καραγκιοζοπαίκτης, που έφτιαχνε ο ίδιος τις φιγούρες με τα χέρια του, ο Γιάννης Σκαρίμπας υπήρξε πολυδιάστατη προσωπικότητα και «ιδιόρρυθμος» χαρακτήρας. «Ανάποδος άνθρωπος», όπως λέει ο λαός μας; Ούτε
αυτό του ταιριάζει…
Γεννήθηκε στις 28 του Σεπτέμβρη 1893 και έφυγε από τη ζωή στις 21 του Γενάρη 1984.
Πνεύμα ανήσυχο, αθυρόστομος, αντισυμβατικός, σαρκάζων και αυτοσαρκαστικός, ανυπότακτος, ευαίσθητος και ελεύθερος ο Γιάννης Σκαρίμπας σφυροκοπούσε κάθε τι αντίθετο προς τις αρχές και τις αξίες του και δεν δίσταζε να τα βάζει με κάθε μορφής εξουσία και κατεστημένο, στην πολιτική και στα γράμματα και να εξακοντίζει τα δηλητηριώδη βέλη του στον καθωσπρεπισμό, την υποκρισία, τη μικροαστική σαπίλα και την κοινωνική αδικία.
Και με το ίδιο πάθος που ριχνόταν στους δυνατούς, χτυπούσε και τους δειλούς ή τους αμέτοχους. Δεν ήξερε τι θα πει «ουδετερότητα». Παρέμεινε απροσκύνητος, μέχρι που έκλεισε για πάντα τα μάτια του.
Η γλώσσα του πλούσια και πρωτότυπη, εξαιτίας της ευρηματικότητάς του και της μοναδικής ικανότητάς του να πλάθει «δικές του» λέξεις, αρχικά ξενίζει και κάποιες φορές απωθεί τον «αμύητο» αναγνώστη.
Από τους πρωτοπόρους της ελληνικής λογοτεχνίας, χαρακτηρίστηκε ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα. Το έργο του, εντυπωσιακό σε έκταση και αξία, καρφί στο μάτι της βολής και της συντήρησης. Ο ίδιος δεν εντάχτηκε ποτέ σε ομάδες ή «κύκλους», όπως δεν είχε και μιμητές.
Ένα χαρακτηριστικό δείγμα (…ή δήγμα;) Σκαρίμπα το παρακάτω κείμενό του. Από αφιέρωμα που υπέγραφε η Μαρία Χατζηγιάννη, στο περιοδικό Πολιτιστική, της δεκαετίας του ΄80.
Αυτή η εκατοντάδα των παρασήμων που έπεσε σαν άξαφνη βροχή απάνωθέ μας = ισάριθμων ανθρώπων του πνεύματος, της λογοτεχνίας και της Τέχνης, δεν είναι παρά μια — κι αυτό — απόπειρα δολιοφθοράς των συνειδήσεων — έργον κι αυτό των παλατιανών – μας – καμαρώτων. Όσοι δε, από ανθρώπινη αδυναμία, ή εξαπίνης των καταληφθέντες τοι, το επήραν, έπεσαν θύματα της γνωστής αντιδραστικής πολυμορφίας (=παράσημα, βραβεία, ραδιόφωνο και λογής – λογής τέτοιες «φήμες»).
Απόδειξη, αυτής της αλήθειας — έστω και τούτη: Μεταξύ των παρασημοφορηθέντων, υπάρχουν πρόσωπα απ’ τα καλύτερα που έχουμε, εξ ων μερικοί απ’ τους ποτέ μη χαρίσαντας κάστανα, στο ψέμα ποτέ μη φεισθέντας των σκοταδιστών, πνευματικών, παλατιανών, ή… προφέσορων, και μερικοί, δεδηλωμένοι αριστεροί, και ένα – δυο άσπονδοι οχτροί τους. Αναστρέφοντας προς χάρη τους, εδώ, το σχετικό λεγόμενό μας: «Πόσον ωραία θάσαν τα παράσημα, αν, παρασημοφορεμένοι, δεν υπήρχαν» θα πω, θα το πω, των αγαπητών φίλων, αυτό, εγώ έτσι: «Πόσο ωραίοι θα μας ήσαν πάντα και δίχως τα, (οι παρασημοφορετοί) παράσημά τους».
Πάντοτες, ανέντιμα στάθηκαν τα όπλα της Αντίδρασης. Και απ’ αυτά, δεν είναι η βία, το χειρότερο. Πολύ περισσότερο, ακριβώς η βία, δεν «πιάνει» πάντα. Το «σιδηραίς λόγχαις μάχου» ούδε το σκέφτηκε η Πυθία «Αργυραίς» είπε του Φίλιππου… Αλλά κι αυτές, είναι η, μια μόνο μορφή της δολιότητας. Η άλλη είναι: «Κολάκευε – κολάκευε — και φτάνει!» Και είναι αυτή, η πλέον επικίντυνη = των ουτιδανών, να πούμε, το «νοκ – άουτ!» Αν αντίς «αργυραίς» και κουραφέξαλα, αυτό του έλεγε η Πυθία, ούτε από «αργυράγχην» ο Αισχύνης – μας θα πάθαινε, και η εν Χαιρωνεία μάχη, θα παρήλκε»…
Διότι — φευ! — πολλές οι αδυναμίες μας και οι έλξεις μας, αλλά η έλξη της φήμης — πάνω απ’’ όλες. Πολλοί τον πλούτον — λέει — εμίσησαν, αλλά την δόξαν, λέει, ουδείς!… (Τώρα, αν, δόξα είναι μόνο το παράσημο, ή αν το παράσημο είναι δόξα — αυτό, έστω, άλλη ιστορία). Για να γίνει «ένδοξος» ο κ. Βενέζης, δεν ζήτησε λεφτά, μα Ακαδημαϊλίκι. Για να γίνει (κι ας μην ακόμα έγινε — θα γίνει…) ο κ. Π. Χάρης, ολόκληρη αφιέρωσε Μεγάβιβλο, στη μνήμη — λέει — του Ιω. Μεταξά. Το ίδιο και ο κ. Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος, πλην… σε βελτιωμένη έκδοση αυτός, διαβεβαίωνε… καταπρόσωπό του τον δικτάτορα, ότι:
«Οι καιροί που περνάμε είναι πραγματικά γόνιμοι, καιροί αναγεννητικοί και αναδημιουργικοί. Το έθνος ολόκληρο, με την καθοδήγηση και τη βοήθεια μεγαλοδύναμου και μεγαλοφάνταστου Αρχηγού, ανοίγει καινούργιους δρόμους στα πεπρωμένα του, και πλάθει με την ψυχή του, με την προθυμία του, και με το μόχθο του, τον πολιτισμό του, που θα μείνει στην Ιστορία σαν μεγάλος σταθμός, ορόσημο ολκής, σαν ο «Τρίτος Ελληνικός Πολιτισμός»!! [Ω, διάολε!…]
(περιοδ. «Το Νέον Κράτος», αρ. 23, Ιούλιος 1939).
Λοιπόν; Λοιπόν; Σεις, τι λέτε παιδιά; Είναι ή δεν είναι ανίκατον το «κολάκευε, λιβάνιζε — και φτάνει;» Έφτασε μέχρι, που ο κ. Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος να θεωρείται «αδικημένος!» που δεν τον έκαμαν ακόμα Ακαδημαϊκόν. Πλην, ας μην ανησυχεί. Έχει, ήδη, όλα… τα προσόντα. Και θα γίνει — θα γίνει!…
Ώστε, φοβήσθαι χρη και αυτών των Δαναών ― δώρα φέροντας.
Παρασημοφοράν τον κ. Βενέζη, αλλά και τον Μάνο Κατράκη!
Παρασημοφοράν τον κ. Μυριβήλη, αλλά και τον Δ. Ψαθά!
Παρασημοφοράν τον κ. Π. Χάρη, αλλά και τον Φτέρη!
Παρασημοφοράν τον κ. Σάββα Κωνσταντόπουλο, αλλά και τον Κοτσαρίδα!
Παρασημοφορίες σκοπιμότητας… Αι μεν, για το «εύγε δούλε αγαθέ!» Αι δε, για το «τήρα τι έχω αχάριστε για σένα!»
Και μας βάνουν μπρος σ’ ένα τετελεσμένο κι ανεπάντεχο! Να φανούμε αγενείς; Να το πάρουμε;
Όσο να το συνειδητοποιήσουμε (τι;) το κόλπο «έχει πιάσει»…
Δεν έχει όμως πιάσει. Βαθύτατος είναι ο σκεπτικισμός όσων… «ανάξια» το πήρανε. Δυο κιόλας, τους το βροντοφώνησαν κατάμουτρα. Και μόνον, από σεμνότητας περίσσεια, δεν θέλησαν οι (απ’ τους «ανάξιους») άλλοι, να το κάμουν. Τους το κατάγραψαν όμως στη μερίδα τους.
Χαλκίδα 18.1.1965
Γιάννης Σκαρίμπας
Νίκος Πουρναράς / Οικοδόμος
Γιάννης Σκαρίμπας
«Τα γυρίζω ανάποδα για να σταθούνε όρθια». Σε αυτή τη φράση του Σκαρίμπα αποτυπώνεται η σουρεαλιστική ταυτότητα της ύπαρξής του και η επίμονη, εμμονική του εχθρότητα προς τη συμβατικότητα. Θυμόσοφος, οργισμένος, είρωνας, ανήσυχος, απροσκύνητος μέχρι την τελευταία στιγμή του, έγινε η φωνή τού κάθε ανθρώπου και ανάλογα με τις εποχές και τις συγκυρίες, λατρεύτηκε (στη δικτατορία), διαβάστηκε πολύ (στη μεταπολίτευση), ξεχάστηκε (τις τελευταίες δεκαετίες), αλλά παρέμεινε γοητευτικός και συγκινητικός για όσους απολαμβάνουν το χιούμορ και την ανελέητη γλώσσα του.
Ο Γιάννης Σκαρίμπας γεννήθηκε στην Αγία Ευθυμία Παρνασίδας (1893) αλλά ταυτίστηκε με τη Χαλκίδα –όπως ο Καρυωτάκης με την Πρέβεζα, ο Καβάφης με την Αλεξάνδρεια, ο Παπαδιαμάντης με τη Σκιάθο–, την έκανε σημείο αναφοράς στην ποίησή του, της έδωσε υπόσταση ερωτικού αντικειμένου και, ως σύμβολο ή ως μεταφορά, η επαρχιακή αυτή πόλη του μεσοπολέμου έγινε η σφραγίδα του ποιητικού του κόσμου.
Εκεί, στη Χαλκίδα, όπου εγκαταστάθηκε μετά το γάμο του με την Ελένη Κεφαληνίτη, το 1919, άνοιξε τελωνειακό γραφείο, απέκτησε πέντε παιδιά και έζησε μια ζωή εμπόλεμη, δημιουργώντας έργα αιφνιδιαστικά, πρωτότυπα, ανεξάρτητα από σχολές και ρεύματα, μνημεία μιας προσωπικής τέχνης και υλικά μιας δικής του μυθολογίας.
Ποιητής, πεζογράφος, θεατρικός συγγραφέας, βιβλιοκριτικός, αθυρόστομος αρθρογράφος και επιστολογράφος, μανιώδης καραγκιοζοπαίχτης, υπονομευτής της γλώσσας και της σύμβασης, ο Σκαρίμπας δεν θέλησε να ανήκει πουθενά, παρά μόνο στην ανατροπή. Σουρεαλιστής χωρίς να ενταχθεί ποτέ στην παρέα των σουρεαλιστών, πολέμιος της ρεαλιστικής γραφής και της ηθογραφίας, χρησιμοποιεί τη γλώσσα με τρόπο αναρχικό και παράδοξο, σαν παρωδία της γλώσσας των λογίων με μια εκούσια αναστάτωση της σύνταξης και της λογικής. Καταστρέφει τους παραδοσιακούς θεσμούς της αφήγησης, παραβιάζει τη σύνταξη και τη γραμμική της τάξη και καταγράφει την πραγματικότητα όπως εκείνος την εννοεί και την αντιλαμβάνεται.
Ο Σκαρίμπας εισβάλλει ολόφρεσκος στην κουρασμένη, από τις επαναλήψεις της ηθογραφίας, λογοτεχνία της δεκαετίας του 30 και διασχίζει ακάθεκτος τις μεταπολεμικές δεκαετίες με το δικό του τρόπο, διακινδυνεύοντας ακόμα και τη μομφή του γραφικού. Στη βαθιά υπαρξιστική ποίησή του ειρωνεύεται τους παλιούς ρυθμούς, παραμορφώνει μόνιμα τη γλώσσα, περιφρονεί τη φόρμα και επιμένει στο τολμηρό περιεχόμενό της. Γραμμένα στο μεσοπόλεμο τα ποιήματά του, εξομολογητικά, ερωτικά, δείχνουν αχρονολόγητα και αποπνέουν μια ποιότητα σημερινή. Υπαινίσσονται ότι οι εκδοχές της ζωής μπορεί να είναι πολλές, οι σχέσεις των ανθρώπων δυσνόητες, ο άνθρωπος ένα πρίσμα αντιφάσεων σε διαρκές παιχνίδι με το σοβαρό και το γκροτέσκο και ο σταθερός κανόνας της ζωής του, η αβεβαιότητα.
«Το τζαζ του Ευρίπου» ήταν για τον Σεφέρη η γραφή του Σκαρίμπα. Έτσι όπως η τζαζ, πειθαρχημένα άναρχος, αντικομφορμιστής και ανυπότακτος έμεινε ο μοναδικός αυτός λογοτέχνης μέχρι που πέθανε, το 1984, ένας σπουδαίος εκκεντρικός, χωρίς προηγούμενο και χωρίς συνέχεια
Γιάννης Σκαρίμπας
«Τα γυρίζω ανάποδα για να σταθούνε όρθια». Σε αυτή τη φράση του Σκαρίμπα αποτυπώνεται η σουρεαλιστική ταυτότητα της ύπαρξής του και η επίμονη, εμμονική του εχθρότητα προς τη συμβατικότητα. Θυμόσοφος, οργισμένος, είρωνας, ανήσυχος, απροσκύνητος μέχρι την τελευταία στιγμή του, έγινε η φωνή τού κάθε ανθρώπου και ανάλογα με τις εποχές και τις συγκυρίες, λατρεύτηκε (στη δικτατορία), διαβάστηκε πολύ (στη μεταπολίτευση), ξεχάστηκε (τις τελευταίες δεκαετίες), αλλά παρέμεινε γοητευτικός και συγκινητικός για όσους απολαμβάνουν το χιούμορ και την ανελέητη γλώσσα του.
Ο Γιάννης Σκαρίμπας γεννήθηκε στην Αγία Ευθυμία Παρνασίδας (1893) αλλά ταυτίστηκε με τη Χαλκίδα –όπως ο Καρυωτάκης με την Πρέβεζα, ο Καβάφης με την Αλεξάνδρεια, ο Παπαδιαμάντης με τη Σκιάθο–, την έκανε σημείο αναφοράς στην ποίησή του, της έδωσε υπόσταση ερωτικού αντικειμένου και, ως σύμβολο ή ως μεταφορά, η επαρχιακή αυτή πόλη του μεσοπολέμου έγινε η σφραγίδα του ποιητικού του κόσμου.
Εκεί, στη Χαλκίδα, όπου εγκαταστάθηκε μετά το γάμο του με την Ελένη Κεφαληνίτη, το 1919, άνοιξε τελωνειακό γραφείο, απέκτησε πέντε παιδιά και έζησε μια ζωή εμπόλεμη, δημιουργώντας έργα αιφνιδιαστικά, πρωτότυπα, ανεξάρτητα από σχολές και ρεύματα, μνημεία μιας προσωπικής τέχνης και υλικά μιας δικής του μυθολογίας.
Ποιητής, πεζογράφος, θεατρικός συγγραφέας, βιβλιοκριτικός, αθυρόστομος αρθρογράφος και επιστολογράφος, μανιώδης καραγκιοζοπαίχτης, υπονομευτής της γλώσσας και της σύμβασης, ο Σκαρίμπας δεν θέλησε να ανήκει πουθενά, παρά μόνο στην ανατροπή. Σουρεαλιστής χωρίς να ενταχθεί ποτέ στην παρέα των σουρεαλιστών, πολέμιος της ρεαλιστικής γραφής και της ηθογραφίας, χρησιμοποιεί τη γλώσσα με τρόπο αναρχικό και παράδοξο, σαν παρωδία της γλώσσας των λογίων με μια εκούσια αναστάτωση της σύνταξης και της λογικής. Καταστρέφει τους παραδοσιακούς θεσμούς της αφήγησης, παραβιάζει τη σύνταξη και τη γραμμική της τάξη και καταγράφει την πραγματικότητα όπως εκείνος την εννοεί και την αντιλαμβάνεται.
Ο Σκαρίμπας εισβάλλει ολόφρεσκος στην κουρασμένη, από τις επαναλήψεις της ηθογραφίας, λογοτεχνία της δεκαετίας του 30 και διασχίζει ακάθεκτος τις μεταπολεμικές δεκαετίες με το δικό του τρόπο, διακινδυνεύοντας ακόμα και τη μομφή του γραφικού. Στη βαθιά υπαρξιστική ποίησή του ειρωνεύεται τους παλιούς ρυθμούς, παραμορφώνει μόνιμα τη γλώσσα, περιφρονεί τη φόρμα και επιμένει στο τολμηρό περιεχόμενό της. Γραμμένα στο μεσοπόλεμο τα ποιήματά του, εξομολογητικά, ερωτικά, δείχνουν αχρονολόγητα και αποπνέουν μια ποιότητα σημερινή. Υπαινίσσονται ότι οι εκδοχές της ζωής μπορεί να είναι πολλές, οι σχέσεις των ανθρώπων δυσνόητες, ο άνθρωπος ένα πρίσμα αντιφάσεων σε διαρκές παιχνίδι με το σοβαρό και το γκροτέσκο και ο σταθερός κανόνας της ζωής του, η αβεβαιότητα.
«Το τζαζ του Ευρίπου» ήταν για τον Σεφέρη η γραφή του Σκαρίμπα. Έτσι όπως η τζαζ, πειθαρχημένα άναρχος, αντικομφορμιστής και ανυπότακτος έμεινε ο μοναδικός αυτός λογοτέχνης μέχρι που πέθανε, το 1984, ένας σπουδαίος εκκεντρικός, χωρίς προηγούμενο και χωρίς συνέχεια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου