Ο Καβάφης είναι, ως γνωστόν, ο μόνος πραγματικά αναγνωρίσιμος ποιητής μας στον αγγλοσαξονικό κόσμο. Ακόμη και η Τζάκυ Κέννεντυ-Ωνάση είχε αφήσει παραγγελιά να διαβαστεί η “Ιθάκη” στην κηδεία, πάνω από τον τάφο της. Το γιατί οι αγγλόφωνοι βρίσκουν στον Καβάφη ό,τι δε βρίσκουν στον Ελύτη και τον Σεφέρη, τους κατά τεκμήριον, λόγω Νόμπελ, πιο αναγνωρίσιμους και αναγνωρισμένους ποιητές μας, δεν είναι δύσκολο να το καταλάβουμε, αν έχουμε στοιχειώδη επαφή με τη ζωή και τα διαβάσματα του Καβάφη, ή μάλλον τα διαβάσματα του Καβάφη μέσα στη ζωή του.
Ο υπερήφανος-ταπεινός Αλεξανδρινός, κατά ευτυχή συγκυρία, δεν βίωσε μόνο την αγγλική γλώσσα, την αγγλική λογοτεχνία και ποίηση, αλλά έζησε την αγγλική κουλτούρα στον τρόπο που ανέπνεε, στον τρόπο που ειρωνευόταν, στον τρόπο που (δε) γελούσε. Και ο Σεφέρης, θα μου πείτε προερχόταν από ένα κοσμοπολίτικο περιβάλλον και είχε βαθιά γνώση της σύγχρονής του (και όχι μόνο) αγγλικής ποίησης. Σωστά, αλλά αυτός ήρθε νωρίς στην Ελλάδα και μπήκε άμεσα στη μίζερη αναζήτηση μιας καριέρας διπλωμάτη μέσα από τα δούναι και λαβείν του νεοελληνικού μορφώματος, του κράτους, ούτως ειπείν. Από μόνο του αυτό προσδιορίζει και την αποστασιοποίηση από την αριστοκρατική ανεμελιά