Η επαναστατική του ποίηση ,η διεθνιστική του σκέψη και οι ιδέες του Χοσέ Μαρτί (1850-1895), τον κατατάσσουν στους απελευθερωτές της Λ. Αμερικής και είναι ο κατά κύριο λόγο διοργανωτής του Επαναστατικού Κόμματος της Κούβας και του τελευταίου πολέμου για την απελευθέρωση της Κούβας από την ισπανική κυριαρχία. Ένα μεγάλο κομμάτι της ζωης του έζησε στις ΗΠΑ, προετοιμάζοντας τον αγώνα της ανεξαρτησίας της πατρίδας του Κούβας, και ήταν παρών στην Πρωτομαγιά του 1886, στο Σικάγο. Ο εθνικός ήρωας συγγραφέας, δημοσιογράφος και ποιητής, τιμώντας την παγκόσμια εργατική Πρωτομαγιά, δημοσίευσε ένα χρονικό, για τα γεγονότα του ματωμένου Μάη του 1886, στο Σικάγο στην εφημερίδα «Nαcion» της Αργεντινής το οποίο δημοσιεύτηκε την 1η Γενάρη του 1888.
Νέα Υόρκη, 13 Νοέμβρη, 1887
Κύριε Διευθυντή της «Nαcion»,
Η κριτική σκέψη των λαών και του εκάστοτε ανθρώπου που αφηγείται τα γεγονότα, δεν πρέπει να οδηγείται ούτε από φόβο προς την κρατική δικαιοσύνη, ούτε και από τυφλή συμπάθεια προς αυτούς που την απορρίπτουν. Την ελευθερία την υπηρετεί άξια μόνο αυτός που την προφυλάσσει με ρίσκο, από εκείνους που την καταστρέφουν με τα λάθη τους. Δεν αξίζει τον τίτλο του υπερασπιστή της ελευθερίας εκείνος που δικαιολογεί τα λάθη και τα εγκλήματα τους. Ούτε όμως αξίζει να λάβουν συγχώρεση εκείνοι που δεν μπορούν να δαμάσουν το μίσος και την αντιπάθεια που τους προκαλεί το έγκλημα, κρίνοντας τα κοινωνικά εγκλήματα χωρίς να γνωρίζουν και να εκτιμούν τις ιστορικές αιτίες που τα γέννησαν.
Με επιβλητική πορεία, και με τα φέρετρα σκεπασμένα με λουλούδια ακολουθώντας τα, πρόσωπα πένθιμα οπαδών, έφτασαν μόλις στον τάφο τέσσερις (4) ‘‘αναρχικοί’’ εργάτες, οι οποίοι εκτελέστηκαν στην αγχόνη, καθώς και εκείνος που αυτοκτόνησε μεταφέροντας βόμβα δυναμίτη στις μπούκλες των μαλλιών του. Οι νεκροί είχαν κατηγορηθεί σαν δράστες και συνένοχοι του θανάτου ενός αστυνομικού, κατά τη διάρκεια της συγκέντρωσης διαμαρτυρίας για το θάνατο έξι εργατών από τα χέρια της αστυνομίας, στη σύγκρουση που έγινε γύρω από το μοναδικό εργοστάσιο που δούλευε, ενάντια στην απεργία: συγκεκριμένα, κατηγορήθηκαν ότι κατασκεύασαν και έριξαν την βόμβα που σκότωσε τον αστυνομικό και μεταξύ άλλων έξι (6) θανάτων προκάλεσε σοβαρούς τραυματισμούς σε πενήντα (50) ανθρώπους. Στο δικαστήριο καταδικάστηκαν έξι (6) με θανατική ποινή: την αγχόνη και ένας ακόμη φυλακίστηκε για δέκα πέντε (15) χρόνια.
Σαν σταγόνες αίματος που φέρνει η θάλασσα, ήταν στις ΗΠΑ οι επαναστατικές θεωρίες των Ευρωπαίων εργατών. Όμως, ήλθαν μετά ο διαβρωτικός πόλεμος, η δύναμη και η κυριαρχία των ισχυρών, η δημιουργία κολοσσιαίων περιουσιών, η μετανάστευση από την Ευρώπη και η επάρκεια εργατών διατεθειμένων να υπηρετούν τα ανόσια συμφέροντα. Η Δημοκρατία μετατράπηκε σε μια καμουφλαρισμένη μοναρχία. Οι Ευρωπαίοι μετανάστες κατήγγειλαν με οργή τα δεινά που πίστευαν ότι είχαν αφήσει οριστικά πίσω τους, στη δεσποτική πατρίδα τους.
Συνηθισμένοι οι εξουσιαστές αυτής της χώρας να χρησιμοποιούν την ψήφο σαν μέσο πίεσης, ούτε καταλαβαίνουν, ούτε δικαιολογούν εκείνους που μιλάνε για αίμα και για ένοπλη εξέγερση των εργαζομένων.
Όμως, αν και οι ουσιαστικές διαφορές στις πολιτικές πρακτικές, η ασυμφωνία και η αντιπαλότητα των φυλών που διεκδικούν την υπεροχή εμπόδιζαν την άμεση δημιουργία ενός εργατικού κόμματος με ομόφρονες μεθόδους και σκοπούς, η ομοιότητα του πόνου τους επέσπευσε τη συντονισμένη δράση όλων όσων υπέφεραν.
Έφτασε η άνοιξη χωρίς φόβο. Χωρίς το φόβο του κρύου, με τη δύναμη που δίνει το φως και με την ελπίδα ότι θα καλύψουν με τις αποταμιεύσεις του χειμώνα τις πρώτες πείνες, αποφάσισαν ένα εκατομμύριο εργαζόμενοι, σε όλη τη χώρα, να απαιτήσουν από τα εργοστάσια να μην ξεπερνάει η δουλειά τις 8 νόμιμες ώρες.
Όποιος θέλει να ξέρει, αν αυτό που ζητούσαν ήταν δίκαιο, ας έρθει εδώ. Να τους δει να επιστρέφουν σαν κουρασμένα βόδια, στα βρώμικα σπίτια τους, ενώ έχει φτάσει η νύχτα. Να τους δει να έρχονται από μακριά, τουρτουρίζοντας οι άνδρες, χλωμές και ξεχτένιστες οι γυναίκες.
Οι εργάτες, αποφασισμένοι να αποκτήσουν με το νόμιμο μέσο της απεργίας τα δικαιώματά τους, γύριζαν την πλάτη στους σκοτεινούς ρήτορες του αναρχισμού και σ’ εκείνους που τραυματισμένοι από το ξυλοκόπημα και τις αστυνομικές σφαίρες αποφάσισαν να αντιπαρατεθούν στο επικείμενο χτύπημα με σίδερο στο σίδερο. Έφτασε ο Μάης. Οι εργάτες μαζικά εγκατέλειψαν τα εργοστάσια. Όμως, στο εργοστάσιο του Mc Cormick οι εργάτες δούλευαν. Η φτώχεια τούς έκανε να στρέφονται ενάντια στα αδέλφια τους. Ένα συννεφιασμένο απόγευμα, ο μαύρος δρόμος, έτσι ονομάζεται αυτός του Mc Cormick, γέμισε από εξαγριωμένους εργάτες που ύψωναν τη γροθιά τους ενάντια στον καπνό που έβγαινε από το εργοστάσιο.
Στ’ αλήθεια, θέλουμε να δούμε πού θα στρέψουν το πρόσωπο αυτοί οι προδότες!
Τις οχτώ χιλιάδες έφτασαν μέχρι που νύχτωσε. Καθισμένοι σ’ ομάδες πάνω στα ξεφλουδισμένα βράχια, δείχνοντας με οργή τα άθλια σπιτάκια, που ξεχώριζαν σαν κηλίδες λέπρας, μέσα από το άγριο τοπίο. Χτύπησε η καμπάνα της λήξης της δουλειάς στο εργοστάσιο.
Οι εργάτες ξεριζώνουν όλες τις πέτρες του δρόμου, τρέχουν προς το εργοστάσιο, σπάνε όλα τα κρύσταλλα.
Πίσω τους η Αστυνομία…
«Εκείνοι, εκείνοι είναι. Αυτοί που, για το μεροκάματο μιας ημέρας, βοηθάνε να καταπιέζονται τα αδέλφια τους».
Πέτρες!
Οι εργάτες στον πύργο του εργοστασίου, φοβισμένοι, μοιάζουν με φαντάσματα. Ξερνώντας φωτιά, μέσα σε λυσσασμένο πετροβόλημα, οι αστυνομικοί αδειάζουν τα πιστόλια τους πάνω στο πλήθος, που αμύνεται με πέτρες. Όταν το πλήθος απομακρύνεται προς τις συνοικίες του, αργά το βράδυ, κρυφά οι εργάτες θάβουν 6 πτώματα.
Βράζουν τα στήθη από οργή…
Να ενωθούν με τους «αναρχικούς»;
«Στα όπλα, εργαζόμενοι!» κραυγάζουν οι «αναρχικοί», σε μια φλογερή προκήρυξη που όλοι διαβάζουν με θλίψη.
«Στα όπλα ενάντια σ’ αυτούς που σας σκοτώνουν, γιατί ασκείτε τα ανθρώπινα δικαιώματά σας».
«Αύριο, θα συγκεντρωθούμε» – συμφωνούν οι «αναρχικοί» – «και αν μας χτυπήσουν θα τους κοστίσει ακριβά».
«Όλοι πρέπει να πάμε οπλισμένοι».
Και από το τυπογραφείο της «Arbeiter» βγήκε η προκήρυξη που καλούσε τους εργάτες να συγκεντρωθούν στην πλατεία του Haymarket, για να διαμαρτυρηθούν ενάντια στις δολοφονίες της αστυνομίας.
Συγκεντρώθηκαν γύρω στις 50.000 εργάτες, με τις γυναίκες και τα παιδιά τους, για να ακούσουν εκείνους που έδιναν φωνή στον πόνο τους.
Ο Spies από το βήμα μίλησε για την προσβολή, με καυστική ευγλωττία και με σκοπό να δυναμώσει το φρόνημά τους για τις αναγκαίες αλλαγές. «Είναι εδώ η Γερμανία, η Ρωσία, ή η Ισπανία;», έλεγε ο Spies. Τη στιγμή που ο Rekjen ρωτούσε, αν ήταν διατεθειμένοι να πεθάνουν πολεμώντας ενάντια στην κτηνώδη εργασία που τους επέβαλαν, έγινε γνωστό ότι έφτασε η αστυνομία.
Έχουν πιστόλια στα χέρια. Φτάνουν στο βήμα. Διατάζουν τη διάλυση της συγκέντρωσης. Δεν υποχωρούν αμέσως οι εργαζόμενοι.
«Τι έχουμε κάνει ενάντια στην τάξη;», ρωτά ο Fielden, πηδώντας από το βήμα. Αρχίζει η αστυνομία να πυροβολεί.
Και τότε φάνηκε να κατεβαίνει πάνω στα κεφάλια τους, γλιστρώντας στον αέρα, μια κόκκινη κλωστή.
Τρέμει η γη, βυθίζεται το βλήμα τέσσερα πόδια στο στήθος της. Πέφτουν βρυχώμενοι ο ένας πάνω στον άλλο οι στρατιώτες των πρώτων γραμμών. Οι κραυγές ενός ετοιμοθάνατου ξεσχίζουν τον αέρα.
Η αστυνομία με υπεράνθρωπη προσπάθεια, πηδάει πάνω από τους συγκεντρωμένους και ρίχνει χειροβομβίδες ενάντια στους εργαζόμενους που αντιστέκονται.
«Ας φύγουμε, χωρίς να ρίξουμε ένα πυροβολισμό», λένε κάποιοι.
«Ας αντισταθούμε», λένε άλλοι.
Μερικά λεπτά αργότερα δεν υπήρχαν στην πλατεία παρά φορεία, μπαρούτι και καπνός. Σε εισόδους και στα υπόγεια έκρυβαν για άλλη μια φορά οι εργάτες τους νεκρούς τους. Να περιγράψεις τον τρόμο του Σικάγου και της Δημοκρατίας; Ο Spies τούς φαίνεται Ροβεσπιέρος, ο Engel, Μαρά και ο Parsons, Δαντόν. «Στην αγχόνη οι γλώσσες και οι σκέψεις!».
Οι αναρχικοί, ο ένας μετά τον άλλο, συλλαμβάνονται. Τριακόσιες συλλήψεις σε μια ημέρα.
Είναι τρομαγμένη η χώρα, οι φυλακές γεμάτες.
Η δίκη; Όλα όσα ειπώθηκαν, αποδείχτηκαν. Όμως, δεν αποδείχτηκε ότι οι οκτώ αναρχικοί, που κατηγορήθηκαν για τη δολοφονία αστυνομικών, είχαν προετοιμάσει και καλύψει μια συνωμοσία, η οποία τελείωσε με το θάνατό τους.
Οι εφτά καταδικάστηκαν σε θάνατο στην αγχόνη. Ο Neebe σε 15 χρόνια φυλακή. Όμως, δεν πρέπει να πεθάνουν οι εφτά. Ο χρόνος περνάει. Το Σικάγο, από τύψεις ή φόβο, ζητάει επιείκεια με την ίδια ζέση που πριν ζητούσε τιμωρία.
Οι δικηγόροι, οι απεσταλμένοι των εργατικών ενώσεων, οι συγγενείς των καταδικασμένων ικετεύουν τον κυβερνήτη να δώσει χάρη. Ναι! Ο κυβερνήτης δε δίνει χάρη. Θα εκτελεστούν για παραδειγματισμό.
Ήδη μπήκε η νύχτα.
Μέσα από θορύβους και μουρμουρητά ακούγονταν οι τελευταίες σφυριές του ξυλουργού στο ικρίωμα.
Στο τέλος του διαδρόμου της φυλακής υψωνόταν το ικρίωμα. «Ωχ, τα σχοινιά είναι καλά, τα δοκίμασε, ήδη, ο διοικητής!».
«Ναι, η αστυνομία είναι στο πόδι: δε θα αφήσει κανένα να πλησιάσει στη φυλακή».
Γέλια, τσιγάρα, ποτά, καπνός πνίγουν τα κελιά των ξύπνιων υπόδικων. Στον πηχτό αέρα τα ηλεκτρικά φώτα σπιθοβολούν. Ακίνητος πάνω στα κάγκελα των κελιών κοιτάζει το ικρίωμα ένας γάτος, όταν ξαφνικά μια μελωδική φωνή ενός απ’ αυτούς τους ανθρώπους, που τους θεωρούν θηρία, τρεμουλιαστά στην αρχή, παλλόμενη στη συνέχεια, ήρεμη στο τέλος, ακούστηκε από ένα κελί.
Ο Engel τραγουδούσε τον «Υφαντή» του Χάινε.
«Τρέχα, τρέχα χωρίς φόβο, αργαλειέ μου!
Τρέχα καλά μέρα και νύχτα
Χώρα καταραμένη, χώρα χωρίς τιμή
Με σταθερό χέρι τα ρούχα σου μαντάρουμε
Τρεις φορές, τρεις, την κατάρα υφαίνουμε
Μπροστά, μπροστά ο υφαντής!»
Και ξεσπώντας σε λυγμούς, ο Engel έπεσε στην κουκέτα του, βυθίζοντας στις παλάμες του το γερασμένο πρόσωπό του.
Βγαίνουν από το κελί στο στενό διάδρομο
«Καλά ;», «Καλά»…
Δίνουν τα χέρια, χαμογελούν…
«Πάμε!»
Βάζουν το πόδι στην καταπακτή.
Τους δένουν τα πόδια, τον ένα μετά τον άλλον, με ένα σχοινί.
Τους καλύπτουν το πρόσωπο με κουκούλες…
Και ηχεί η φωνή του Spies που τρυπάει κόκαλα:
«Η φωνή που πάτε να πνίξετε θα είναι πιο δυνατή στο μέλλον απ’ όσες λέξεις θα μπορούσα να πω εγώ τώρα».
Ο Engel λέει: «Αυτή είναι η πιο ευτυχισμένη ημέρα της ζωής μου».
«Άνδρες και γυναίκες της αγαπημένης μου Αμερικής», αρχίζει να λέει ο Parsons.
Ένα σινιάλο, ένας θόρυβος, η καταπακτή υποχωρεί, τα σώματα αιωρούνται στον αέρα.
Στο κοιμητήριο, όταν μέσα στο σκοτάδι κατέβαζαν τα πτώματα των εκτελεσμένων, ακούστηκε μια φωνή βαριά και εξαγριωμένη:
«Εγώ δεν κατηγορώ ούτε τον δήμιο, ούτε τον διοικητή, ούτε το έθνος… κατηγορώ τους εργαζομένους του Σικάγου, που επέτρεψαν να πεθάνουν οι λαμπροί φίλοι τους».
Το πλήθος επέστρεψε στα σπίτια του…
Και έγραφε την επομένη η «Arbeitez Zeitung»: «Έχουμε χάσει μια μάχη, φίλοι μας, όμως θα δούμε στο μέλλον τον κόσμο οργανωμένο με δικαιοσύνη. Ας είμαστε έξυπνοι όπως τα ερπετά, και άκακοι όπως τα περιστέρια»».
(Ως «αναρχικοί» χαρακτηρίζονταν από τους καπιταλιστές οι απεργοί εργάτες)
Πολύ πριν από το τέλος του Μαΐου 1886, αρκετοί εργοδότες είχαν ήδη συμφωνήσει να αναθέσουν οκτώ ώρες εργασίας ως αρκετές σε εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενους.Χρόνια αργότερα, το 1893, Fielden, Schwab και Neebe αποφυλακίστηκαν. Κάθε 1η Μαΐου πολλές χώρες σε όλο τον κόσμο, οι αναρχικοί του Σικάγο έχουν μείνει στην ιστορία ως ένα σύμβολο της αξιοπρέπειας της εργατικής τάξης.
Το 1938 η 8ωρη εργάσιμη ημέρα επιβλήθηκε σε όλη τη χώρα.Κατά ειρωνικό τρόπο, πέρασε περισσότερο από έναν αιώνα στις Ηνωμένες Πολιτείες και στην Ευρώπη, που είναι η γενέτειρα του επαναστατικού εργατικού κινήματος, και τα κέρδη αυτών των εργαζομένων έχουν αντιστραφεί από τις κυβερνήσεις και τις πολυεθνικές μόλις πέσει ένας πυροβολισμός, χωρίς να χρειάζεται πια να πάει κανείς στην αγχόνη . Τώρα όλα είναι πιο λεπτά, επιδοτούμενά τα συνδικάτα είναι διαθέσιμα στον πλειοδότη, ο οποίος προδίδει τις εντολές για να μην ξεχάσουμε τους αγώνες και την προσωπική θυσία χιλιάδων εργαζομένων και εκείνων που προέρχονται από το μοιραίο 1886, που είναι γνωστοί ως «Οι μάρτυρες του Σικάγο «.
***Αποσπάσματα της επιστολής έχουν δημοσιευθεί στον Ριζοσπάστη
**** Μια μικρή συλλογή του Walter Crane λόγω της ημέρας
από την – Arte Povera –
Νέα Υόρκη, 13 Νοέμβρη, 1887
Κύριε Διευθυντή της «Nαcion»,
Η κριτική σκέψη των λαών και του εκάστοτε ανθρώπου που αφηγείται τα γεγονότα, δεν πρέπει να οδηγείται ούτε από φόβο προς την κρατική δικαιοσύνη, ούτε και από τυφλή συμπάθεια προς αυτούς που την απορρίπτουν. Την ελευθερία την υπηρετεί άξια μόνο αυτός που την προφυλάσσει με ρίσκο, από εκείνους που την καταστρέφουν με τα λάθη τους. Δεν αξίζει τον τίτλο του υπερασπιστή της ελευθερίας εκείνος που δικαιολογεί τα λάθη και τα εγκλήματα τους. Ούτε όμως αξίζει να λάβουν συγχώρεση εκείνοι που δεν μπορούν να δαμάσουν το μίσος και την αντιπάθεια που τους προκαλεί το έγκλημα, κρίνοντας τα κοινωνικά εγκλήματα χωρίς να γνωρίζουν και να εκτιμούν τις ιστορικές αιτίες που τα γέννησαν.
Με επιβλητική πορεία, και με τα φέρετρα σκεπασμένα με λουλούδια ακολουθώντας τα, πρόσωπα πένθιμα οπαδών, έφτασαν μόλις στον τάφο τέσσερις (4) ‘‘αναρχικοί’’ εργάτες, οι οποίοι εκτελέστηκαν στην αγχόνη, καθώς και εκείνος που αυτοκτόνησε μεταφέροντας βόμβα δυναμίτη στις μπούκλες των μαλλιών του. Οι νεκροί είχαν κατηγορηθεί σαν δράστες και συνένοχοι του θανάτου ενός αστυνομικού, κατά τη διάρκεια της συγκέντρωσης διαμαρτυρίας για το θάνατο έξι εργατών από τα χέρια της αστυνομίας, στη σύγκρουση που έγινε γύρω από το μοναδικό εργοστάσιο που δούλευε, ενάντια στην απεργία: συγκεκριμένα, κατηγορήθηκαν ότι κατασκεύασαν και έριξαν την βόμβα που σκότωσε τον αστυνομικό και μεταξύ άλλων έξι (6) θανάτων προκάλεσε σοβαρούς τραυματισμούς σε πενήντα (50) ανθρώπους. Στο δικαστήριο καταδικάστηκαν έξι (6) με θανατική ποινή: την αγχόνη και ένας ακόμη φυλακίστηκε για δέκα πέντε (15) χρόνια.
Σαν σταγόνες αίματος που φέρνει η θάλασσα, ήταν στις ΗΠΑ οι επαναστατικές θεωρίες των Ευρωπαίων εργατών. Όμως, ήλθαν μετά ο διαβρωτικός πόλεμος, η δύναμη και η κυριαρχία των ισχυρών, η δημιουργία κολοσσιαίων περιουσιών, η μετανάστευση από την Ευρώπη και η επάρκεια εργατών διατεθειμένων να υπηρετούν τα ανόσια συμφέροντα. Η Δημοκρατία μετατράπηκε σε μια καμουφλαρισμένη μοναρχία. Οι Ευρωπαίοι μετανάστες κατήγγειλαν με οργή τα δεινά που πίστευαν ότι είχαν αφήσει οριστικά πίσω τους, στη δεσποτική πατρίδα τους.
Συνηθισμένοι οι εξουσιαστές αυτής της χώρας να χρησιμοποιούν την ψήφο σαν μέσο πίεσης, ούτε καταλαβαίνουν, ούτε δικαιολογούν εκείνους που μιλάνε για αίμα και για ένοπλη εξέγερση των εργαζομένων.
Όμως, αν και οι ουσιαστικές διαφορές στις πολιτικές πρακτικές, η ασυμφωνία και η αντιπαλότητα των φυλών που διεκδικούν την υπεροχή εμπόδιζαν την άμεση δημιουργία ενός εργατικού κόμματος με ομόφρονες μεθόδους και σκοπούς, η ομοιότητα του πόνου τους επέσπευσε τη συντονισμένη δράση όλων όσων υπέφεραν.
Έφτασε η άνοιξη χωρίς φόβο. Χωρίς το φόβο του κρύου, με τη δύναμη που δίνει το φως και με την ελπίδα ότι θα καλύψουν με τις αποταμιεύσεις του χειμώνα τις πρώτες πείνες, αποφάσισαν ένα εκατομμύριο εργαζόμενοι, σε όλη τη χώρα, να απαιτήσουν από τα εργοστάσια να μην ξεπερνάει η δουλειά τις 8 νόμιμες ώρες.
Όποιος θέλει να ξέρει, αν αυτό που ζητούσαν ήταν δίκαιο, ας έρθει εδώ. Να τους δει να επιστρέφουν σαν κουρασμένα βόδια, στα βρώμικα σπίτια τους, ενώ έχει φτάσει η νύχτα. Να τους δει να έρχονται από μακριά, τουρτουρίζοντας οι άνδρες, χλωμές και ξεχτένιστες οι γυναίκες.
Οι εργάτες, αποφασισμένοι να αποκτήσουν με το νόμιμο μέσο της απεργίας τα δικαιώματά τους, γύριζαν την πλάτη στους σκοτεινούς ρήτορες του αναρχισμού και σ’ εκείνους που τραυματισμένοι από το ξυλοκόπημα και τις αστυνομικές σφαίρες αποφάσισαν να αντιπαρατεθούν στο επικείμενο χτύπημα με σίδερο στο σίδερο. Έφτασε ο Μάης. Οι εργάτες μαζικά εγκατέλειψαν τα εργοστάσια. Όμως, στο εργοστάσιο του Mc Cormick οι εργάτες δούλευαν. Η φτώχεια τούς έκανε να στρέφονται ενάντια στα αδέλφια τους. Ένα συννεφιασμένο απόγευμα, ο μαύρος δρόμος, έτσι ονομάζεται αυτός του Mc Cormick, γέμισε από εξαγριωμένους εργάτες που ύψωναν τη γροθιά τους ενάντια στον καπνό που έβγαινε από το εργοστάσιο.
Στ’ αλήθεια, θέλουμε να δούμε πού θα στρέψουν το πρόσωπο αυτοί οι προδότες!
Τις οχτώ χιλιάδες έφτασαν μέχρι που νύχτωσε. Καθισμένοι σ’ ομάδες πάνω στα ξεφλουδισμένα βράχια, δείχνοντας με οργή τα άθλια σπιτάκια, που ξεχώριζαν σαν κηλίδες λέπρας, μέσα από το άγριο τοπίο. Χτύπησε η καμπάνα της λήξης της δουλειάς στο εργοστάσιο.
Οι εργάτες ξεριζώνουν όλες τις πέτρες του δρόμου, τρέχουν προς το εργοστάσιο, σπάνε όλα τα κρύσταλλα.
Πίσω τους η Αστυνομία…
«Εκείνοι, εκείνοι είναι. Αυτοί που, για το μεροκάματο μιας ημέρας, βοηθάνε να καταπιέζονται τα αδέλφια τους».
Πέτρες!
Οι εργάτες στον πύργο του εργοστασίου, φοβισμένοι, μοιάζουν με φαντάσματα. Ξερνώντας φωτιά, μέσα σε λυσσασμένο πετροβόλημα, οι αστυνομικοί αδειάζουν τα πιστόλια τους πάνω στο πλήθος, που αμύνεται με πέτρες. Όταν το πλήθος απομακρύνεται προς τις συνοικίες του, αργά το βράδυ, κρυφά οι εργάτες θάβουν 6 πτώματα.
Βράζουν τα στήθη από οργή…
Να ενωθούν με τους «αναρχικούς»;
«Στα όπλα, εργαζόμενοι!» κραυγάζουν οι «αναρχικοί», σε μια φλογερή προκήρυξη που όλοι διαβάζουν με θλίψη.
«Στα όπλα ενάντια σ’ αυτούς που σας σκοτώνουν, γιατί ασκείτε τα ανθρώπινα δικαιώματά σας».
«Αύριο, θα συγκεντρωθούμε» – συμφωνούν οι «αναρχικοί» – «και αν μας χτυπήσουν θα τους κοστίσει ακριβά».
«Όλοι πρέπει να πάμε οπλισμένοι».
Και από το τυπογραφείο της «Arbeiter» βγήκε η προκήρυξη που καλούσε τους εργάτες να συγκεντρωθούν στην πλατεία του Haymarket, για να διαμαρτυρηθούν ενάντια στις δολοφονίες της αστυνομίας.
Συγκεντρώθηκαν γύρω στις 50.000 εργάτες, με τις γυναίκες και τα παιδιά τους, για να ακούσουν εκείνους που έδιναν φωνή στον πόνο τους.
Ο Spies από το βήμα μίλησε για την προσβολή, με καυστική ευγλωττία και με σκοπό να δυναμώσει το φρόνημά τους για τις αναγκαίες αλλαγές. «Είναι εδώ η Γερμανία, η Ρωσία, ή η Ισπανία;», έλεγε ο Spies. Τη στιγμή που ο Rekjen ρωτούσε, αν ήταν διατεθειμένοι να πεθάνουν πολεμώντας ενάντια στην κτηνώδη εργασία που τους επέβαλαν, έγινε γνωστό ότι έφτασε η αστυνομία.
Έχουν πιστόλια στα χέρια. Φτάνουν στο βήμα. Διατάζουν τη διάλυση της συγκέντρωσης. Δεν υποχωρούν αμέσως οι εργαζόμενοι.
«Τι έχουμε κάνει ενάντια στην τάξη;», ρωτά ο Fielden, πηδώντας από το βήμα. Αρχίζει η αστυνομία να πυροβολεί.
Και τότε φάνηκε να κατεβαίνει πάνω στα κεφάλια τους, γλιστρώντας στον αέρα, μια κόκκινη κλωστή.
Τρέμει η γη, βυθίζεται το βλήμα τέσσερα πόδια στο στήθος της. Πέφτουν βρυχώμενοι ο ένας πάνω στον άλλο οι στρατιώτες των πρώτων γραμμών. Οι κραυγές ενός ετοιμοθάνατου ξεσχίζουν τον αέρα.
Η αστυνομία με υπεράνθρωπη προσπάθεια, πηδάει πάνω από τους συγκεντρωμένους και ρίχνει χειροβομβίδες ενάντια στους εργαζόμενους που αντιστέκονται.
«Ας φύγουμε, χωρίς να ρίξουμε ένα πυροβολισμό», λένε κάποιοι.
«Ας αντισταθούμε», λένε άλλοι.
Μερικά λεπτά αργότερα δεν υπήρχαν στην πλατεία παρά φορεία, μπαρούτι και καπνός. Σε εισόδους και στα υπόγεια έκρυβαν για άλλη μια φορά οι εργάτες τους νεκρούς τους. Να περιγράψεις τον τρόμο του Σικάγου και της Δημοκρατίας; Ο Spies τούς φαίνεται Ροβεσπιέρος, ο Engel, Μαρά και ο Parsons, Δαντόν. «Στην αγχόνη οι γλώσσες και οι σκέψεις!».
Οι αναρχικοί, ο ένας μετά τον άλλο, συλλαμβάνονται. Τριακόσιες συλλήψεις σε μια ημέρα.
Είναι τρομαγμένη η χώρα, οι φυλακές γεμάτες.
Η δίκη; Όλα όσα ειπώθηκαν, αποδείχτηκαν. Όμως, δεν αποδείχτηκε ότι οι οκτώ αναρχικοί, που κατηγορήθηκαν για τη δολοφονία αστυνομικών, είχαν προετοιμάσει και καλύψει μια συνωμοσία, η οποία τελείωσε με το θάνατό τους.
Οι εφτά καταδικάστηκαν σε θάνατο στην αγχόνη. Ο Neebe σε 15 χρόνια φυλακή. Όμως, δεν πρέπει να πεθάνουν οι εφτά. Ο χρόνος περνάει. Το Σικάγο, από τύψεις ή φόβο, ζητάει επιείκεια με την ίδια ζέση που πριν ζητούσε τιμωρία.
Οι δικηγόροι, οι απεσταλμένοι των εργατικών ενώσεων, οι συγγενείς των καταδικασμένων ικετεύουν τον κυβερνήτη να δώσει χάρη. Ναι! Ο κυβερνήτης δε δίνει χάρη. Θα εκτελεστούν για παραδειγματισμό.
Ήδη μπήκε η νύχτα.
Μέσα από θορύβους και μουρμουρητά ακούγονταν οι τελευταίες σφυριές του ξυλουργού στο ικρίωμα.
Στο τέλος του διαδρόμου της φυλακής υψωνόταν το ικρίωμα. «Ωχ, τα σχοινιά είναι καλά, τα δοκίμασε, ήδη, ο διοικητής!».
«Ναι, η αστυνομία είναι στο πόδι: δε θα αφήσει κανένα να πλησιάσει στη φυλακή».
Γέλια, τσιγάρα, ποτά, καπνός πνίγουν τα κελιά των ξύπνιων υπόδικων. Στον πηχτό αέρα τα ηλεκτρικά φώτα σπιθοβολούν. Ακίνητος πάνω στα κάγκελα των κελιών κοιτάζει το ικρίωμα ένας γάτος, όταν ξαφνικά μια μελωδική φωνή ενός απ’ αυτούς τους ανθρώπους, που τους θεωρούν θηρία, τρεμουλιαστά στην αρχή, παλλόμενη στη συνέχεια, ήρεμη στο τέλος, ακούστηκε από ένα κελί.
Ο Engel τραγουδούσε τον «Υφαντή» του Χάινε.
«Τρέχα, τρέχα χωρίς φόβο, αργαλειέ μου!
Τρέχα καλά μέρα και νύχτα
Χώρα καταραμένη, χώρα χωρίς τιμή
Με σταθερό χέρι τα ρούχα σου μαντάρουμε
Τρεις φορές, τρεις, την κατάρα υφαίνουμε
Μπροστά, μπροστά ο υφαντής!»
Και ξεσπώντας σε λυγμούς, ο Engel έπεσε στην κουκέτα του, βυθίζοντας στις παλάμες του το γερασμένο πρόσωπό του.
Βγαίνουν από το κελί στο στενό διάδρομο
«Καλά ;», «Καλά»…
Δίνουν τα χέρια, χαμογελούν…
«Πάμε!»
Βάζουν το πόδι στην καταπακτή.
Τους δένουν τα πόδια, τον ένα μετά τον άλλον, με ένα σχοινί.
Τους καλύπτουν το πρόσωπο με κουκούλες…
Και ηχεί η φωνή του Spies που τρυπάει κόκαλα:
«Η φωνή που πάτε να πνίξετε θα είναι πιο δυνατή στο μέλλον απ’ όσες λέξεις θα μπορούσα να πω εγώ τώρα».
Ο Engel λέει: «Αυτή είναι η πιο ευτυχισμένη ημέρα της ζωής μου».
«Άνδρες και γυναίκες της αγαπημένης μου Αμερικής», αρχίζει να λέει ο Parsons.
Ένα σινιάλο, ένας θόρυβος, η καταπακτή υποχωρεί, τα σώματα αιωρούνται στον αέρα.
Στο κοιμητήριο, όταν μέσα στο σκοτάδι κατέβαζαν τα πτώματα των εκτελεσμένων, ακούστηκε μια φωνή βαριά και εξαγριωμένη:
«Εγώ δεν κατηγορώ ούτε τον δήμιο, ούτε τον διοικητή, ούτε το έθνος… κατηγορώ τους εργαζομένους του Σικάγου, που επέτρεψαν να πεθάνουν οι λαμπροί φίλοι τους».
Το πλήθος επέστρεψε στα σπίτια του…
Και έγραφε την επομένη η «Arbeitez Zeitung»: «Έχουμε χάσει μια μάχη, φίλοι μας, όμως θα δούμε στο μέλλον τον κόσμο οργανωμένο με δικαιοσύνη. Ας είμαστε έξυπνοι όπως τα ερπετά, και άκακοι όπως τα περιστέρια»».
(Ως «αναρχικοί» χαρακτηρίζονταν από τους καπιταλιστές οι απεργοί εργάτες)
Πολύ πριν από το τέλος του Μαΐου 1886, αρκετοί εργοδότες είχαν ήδη συμφωνήσει να αναθέσουν οκτώ ώρες εργασίας ως αρκετές σε εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενους.Χρόνια αργότερα, το 1893, Fielden, Schwab και Neebe αποφυλακίστηκαν. Κάθε 1η Μαΐου πολλές χώρες σε όλο τον κόσμο, οι αναρχικοί του Σικάγο έχουν μείνει στην ιστορία ως ένα σύμβολο της αξιοπρέπειας της εργατικής τάξης.
Το 1938 η 8ωρη εργάσιμη ημέρα επιβλήθηκε σε όλη τη χώρα.Κατά ειρωνικό τρόπο, πέρασε περισσότερο από έναν αιώνα στις Ηνωμένες Πολιτείες και στην Ευρώπη, που είναι η γενέτειρα του επαναστατικού εργατικού κινήματος, και τα κέρδη αυτών των εργαζομένων έχουν αντιστραφεί από τις κυβερνήσεις και τις πολυεθνικές μόλις πέσει ένας πυροβολισμός, χωρίς να χρειάζεται πια να πάει κανείς στην αγχόνη . Τώρα όλα είναι πιο λεπτά, επιδοτούμενά τα συνδικάτα είναι διαθέσιμα στον πλειοδότη, ο οποίος προδίδει τις εντολές για να μην ξεχάσουμε τους αγώνες και την προσωπική θυσία χιλιάδων εργαζομένων και εκείνων που προέρχονται από το μοιραίο 1886, που είναι γνωστοί ως «Οι μάρτυρες του Σικάγο «.
***Αποσπάσματα της επιστολής έχουν δημοσιευθεί στον Ριζοσπάστη
**** Μια μικρή συλλογή του Walter Crane λόγω της ημέρας
από την – Arte Povera –
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου