Δευτέρα 20 Μαρτίου 2017

«Κάθε φιλί είχε την τραχιά γεύση της θάλασσας…»

γράφει ο φίλος από το Λένινγκραντ

Τι κοινό έχουμε εμείς στην ή από την Ελλάδα με τον Derek Walcott, τον νομπελίστα ποιητή που πέθανε αυτές τις μέρες, ώστε να θλιβόμαστε κι εμείς για τον θάνατό του; Μα κάτι πολύ βασικό. Κάτι πολύ απλό αλλά πολύ θεμελιακό. Τη θάλασσα – αυτή την αχανή λεκάνη νερού που αγκαλιάζει όλη τη γη ενώνει τους ανθρώπους με δεσμούς αδελφοσύνης, αλλά και μίσους κάποτε, στις εποχές συγκρούσεων και πολέμου. Το ποίημα του Walcottτα «Νησιά» που παραθέτουμε παρακάτω θα μπορούσε να έχει γραφτεί για το Αιγαίο, για το Ικάριο, για το Κρητικό Πέλαγος.


Έχει γραφτεί όμως για τις μικρές Αντίλλες στην Καραϊβική θάλασσα, όπου και η πατρίδα του, το νησί - κράτος Santa Lucia, όπου άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία 87 ετών, στις 16 Μαρτίου. Αφρικανικής, Ολλανδικής και Εγγλεζικης καταγωγής διακρίθηκε ως ποιητής, θεατρικός συγγραφέας, δημοσιογράφος, ζωγράφος και ακαδημαϊκός. Μοίραζε τη ζωή του ανάμεσα στον τόπο του και τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου δίδασκε στο Boston University.

Παρά τις κατηγορίες για σεξουαλική παρενόχληση που είχαν εμφανισθεί στο πανεπιστήμιο σε βάρος του τη δεκαετία του ’80, τίποτε δεν αμαύρωσε τη φήμη του ως ποιητή. Έτσι το 1992 του απονεμήθηκε το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Για ορισμένους ο Walcott έπρεπε να πληρώσει το ότι ήταν μαύρος. Σε μια συνέντευξή του το 1985 στο Paris Review είχε πει: «Είμαι αποκλειστικά και πρωταρχικά συγγραφέας της Καραϊβικής. Η αγγλική γλώσσα δεν είναι κανενός ιδιαίτερη ιδιοκτησία. Είναι ιδιοκτησία της φαντασίας. Είναι ιδιοκτησία της ίδιας της γλώσσας». Ο επίσης νομπελίστας Joseph Brodsky είπε για αυτόν: «Υπάρχει απροθυμία να παραδεχθούν ότι ο μεγάλος επιζών ποιητής στην αγγλική γλώσσα είναι ένας μαύρος». Ο βρετανός συγγραφέας Robert Graves, γνωστός σε μας κυρίως για την Ελληνική Μυθολογία του, είχε πει ότι χειρίζεται «την αγγλική με μια βαθύτερη κατανόηση της εσωτερικής της μαγείας παρά οι περισσότεροι – αν όχι όλοι – οι σύγχρονοι».

Τα «Νησιά» που ακολουθούν είναι σε μετάφραση Κ. Αγγελάκη Ρουκ – Στ. Παπαδόπουλου:

Το να τα ονομάσουμε απλά είναι η πρόζα

του ημερολογίου, να σε κάνω όνομα

γι’ αναγνώστες που σαν ταξιδιώτες επαινούν

τα κρεβάτια τους και τις παραλίες το ίδιο

αλλά τα νησιά μπορούν μόνο να υπάρχουν

αν σ’ αυτά αγαπήσαμε. Ψάχνω,

όπως το κλίμα ψάχνει το ύφος του, να γράψω

στίχους κριτσανιστούς σαν την άμμο, καθάριους σαν φως

του ήλιου,

κρύους σαν το κουλουριασμένο κύμα, κοινότοπους

σαν ένα ποτηράκι με νερό νησιού

κι όμως σαν κάποιος που κρατάει ημερολόγιο, για πάντα

κρατάω τη γεύση των αλατο-ίσκιωτων δωματίων τους

(το σώμα σου ανακατεύει της ρυτιδιασμένης θάλασσας

τα τσαλακωμένα σεντόνια), που οι καθρέφτες τους χάνουν

την αγκαλιασμένη, κοιμισμένη μας εικόνα,

σαν τα λόγια που ο έρωτας είχε ελπίσει να χαράξει

και τα έσβησαν του κύματος σελίδες.

Έτσι, σαν κάποιος που κρατάει ημερολόγιο στην άμμο

σημειώνω τη γαλήνη που μ’ αυτή ευλόγησες

ορισμένα νησιά, κατεβαίνοντας

μια στενή σκάλα ν’ ανάψεις τις λάμπες

ενάντια στον νυχτερινό ήχο των κυμάτων, προστατεύοντας

την τρεμουλιαστή φλόγα μ’ ένα χέρι,

η απλά καθαρίζοντας ψάρια για το δείπνο,

κρεμμύδια, λαβράκι, ψωμί, κοκκινόψαρα

και κάθε φιλί είχε την τραχιά γεύση της θάλασσας

όπως με το φεγγαρόφωτο σε ανάγκασαν

βαθιά να μελετήσεις του κύματος την ανυποχώρητη

υπομονή, αν και τόσο μάταιη φαίνεται αυτή





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου