Η πρώτη πρεμιέρα του«Νοσφεράτου - Η συμφωνία του τρόμου», έγινε στις 5 Μαρτίου του 1922 σε σκηνοθεσία Φρίντριχ Βίλχελμ Μουρνάου.
Γεννημένος στις 28 Δεκεμβρίου του 1888, ο Φρίντριχ Βίλχελμ Μούρναου, υπήρξε ένας από τους κορυφαίους δημιουργούς της βωβής περιόδου του σινεμά. Ένας βιρτουόζος της κινούμενης εικόνας, ο οποίος επέφερε τομές στην τέχνη της κινηματογραφικής έκφρασης, χρησιμοποιώντας εντελώς υποκειμενικά και μ' έναν δικό του τρόπο την κάμερα για να ερμηνεύσει την συναισθηματική κατάσταση ενός χαρακτήρα. Κορυφαίο δείγμα γραφής παραμένει η ταινία ορόσημο του γερμανικού, κινηματογραφικού εξπρεσιονισμού: «Νοσφεράτου: Μια Συμφωνία Τρόμου» (Nosferatu: Εine Symphonie des Grauens) του 1922.
«Νοσφεράτου: Μια Συμφωνία Τρόμου» (Nosferatu: Εine Symphonie des Grauens - 1922)
Στη Βρέμη της Γερμανίας, ο κτηματομεσίτης Κνόκ αναθέτει στον νεαρό υπάλληλό του Χούτερ να ταξιδέψει στα Καρπάθια όρη, για να παραδώσει κάποια συμβόλαια στον μυστηριώδη Κόμη Όρλοκ, ο οποίος ψάχνει για σπίτι στην γερμανική πόλη. Πριν ακόμη φτάσει στο κάστρο του Κόμη, ο Χούτερ αντιλαμβάνεται τον τρόμο των κατοίκων του κοντινού χωριού. Κρυφά του δίνουν ένα βιβλίο σχετικά με τους βρικόλακες, που αρχικά βρίσκει διασκεδαστικό. Κάποια στιγμή θα συναντήσει τον Κόμη, που στην εμφάνιση δεν έχει μεγάλη σχέση με το ανθρώπινο είδος.
Τα αυτιά του είναι μυτερά, το κρανίο του παραμορφωμένο και τα νύχια του μακριά. Παρουσιάζεται εξαιρετικά ευθύγραμμος και οι κινήσεις του χαρακτηρίζονται από εφιαλτική βραδύτητα. Όταν δει το φυλακτό του Χούτερ με τη φωτογραφία της όμορφης συζύγου του, της Έλεν, υπογράφει αμέσως το συμβόλαιο και αποκτά το παλιό σπίτι στην Βρέμη. Σύντομα ο Χούτερ ανακαλύπτει ότι με το συμβόλαιο αυτό άνοιξε τον δρόμο στον ίδιο τον Τρόμο να έρθει στην πόλη του. Τη νύχτα, όταν ο αιμοδιψής Κόμης εμφανίζεται στο δωμάτιο του, η Έλεν ξυπνά στη μακρινή Βρέμη και φωνάζει το όνομα του συζύγου της.
Κατόπιν ο Όρλοκ ξεκινά το ταξίδι του για τη Βρέμη. Ένας ένας οι ναύτες του πλοίου που μεταφέρει τον Όρλοκ αρρωσταίνουν και πεθαίνουν. Καθώς ο Όρλοκ φτάνει σχεδόν συγχρόνως με τον Χούτερ στη Βρέμη, η επιδημία εξαπλώνεται ταχύτατα στην πόλη. Αξιοπρόσεκτο χαρακτηριστικό όλων των θυμάτων: οι πληγές στον λαιμό. Η Έλεν βρίσκει το βιβλίο των βρικολάκων του συζύγου της και διαβάζει εκεί, ότι μόνον η θυσία μιας αθώας γυναίκας θα θέσει τέλος στο κακό. Αποφασίζει να αναλάβει η ίδια τον ρόλο αυτό...
Ο μύθος του Κόμη Δράκουλα, μεταφέρεται στην μεγάλη οθόνη, από τον σπουδαίο σκηνοθέτη Φρίντριχ Β. Μουρνάου. Η υποβλητική ατμόσφαιρα, οι απόκοσμες φιγούρες και η αριστουργηματική φωτογραφία, καθιστούν το «Νοσφεράτου» μία απ’ τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών. Βασισμένοι στο μυθιστόρημα του Μπραμ Στόκερ "Δράκουλας", ο Μουρνάου και ο σεναριογράφος του Χέρνικ Γκαλέεν, δημιούργησαν τον πιο τρομερό εφιάλτη της Έβδομης Τέχνης.
Αρχετυπική ταινία της μυθολογίας τρόμου, το «Νοσφεράτου, με τις σκοτεινές της εικόνες, τη φιγούρα του βαμπίρ, τον ερεβώδη ρομαντισμό της, τη μελαγχολική υποβλητική ατμόσφαιρά της και βέβαια την απόκοσμη ερμηνεία του Μαξ Σρεκ. Όλα αυτά διατηρούνται αλώβητα από την φθορά του χρόνου, γι' αυτό και το φιλμ δικαίως αποτελεί μία από τις πιο χαρακτηριστικές και θρυλικές δημιουργίες του Γερμανικού Κινηματογραφικού Εξπρεσιονισμού.
Φρίντριχ Βίλχελμ Μούρναου / Friedrich Wilhelm Murnau
(28 Δεκεμβρίου 1888 - 11 Μαρτίου 1931)
Στη Γερμανία του Μεσοπολέμου είχε αναπτυχθεί ένα είδος κινηματογράφου εντελώς ιδιαίτερο και πρωτοποριακό, που οι κριτικοί της εποχής του είχαν δώσει το όνομα «Γερμανικός Εξπρεσιονισμός» - κυρίως από τα σκηνικά της ταινίας του Ρόμπερτ Βίνε: «Το εργαστήρι του Δρ Καλιγκάρι», που γυρίστηκε το 1919. Ο όρος αυτός καθιερώθηκε να αναφέρεται για ένα σινεμά με απόκοσμα πλάνα, σκοτεινές εικόνες, γοτθικό περιβάλλον και τρομακτικά πρόσωπα, συνιστώσες ενός φιλμικού περιβάλλοντος ξεχωριστού στα κινηματογραφικά χρονικά, το οποίο ανέδειξε σπουδαίους σκηνοθέτες.
Στη βωβή περίοδο της «εξπρεσιονιστικής» αυτής εποχής το όνομα του Φρίντριχ Βίλχελμ Μουρνάου είναι σίγουρα από τα πιο σημαντικά. Ο Μουρνάου, ένας από τους κορυφαίους δημιουργούς της βωβής περιόδου του σινεμά, υπήρξε κάτι παραπάνω από σπουδαίος σκηνοθέτης: ήταν ένας βιρτουόζος της κινούμενης εικόνας. Ο Τσάρλι Τσάπλιν, μέγας θαυμαστής του Γερμανού δημιουργού, έχει δηλώσει ότι «ο Μουρνάου έφερε το βουβό σινεμά σε ένα σημείο απόλυτης τελειότητας».
Το αν θα είχε συνεχίσει τα επιτεύγματά του και στον ομιλούντα κινηματογράφο είναι κάτι τελείως υποθετικό, αφού ο τραγικός του θάνατος το 1931 σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα διέκοψε απότομα τον δημιουργικό του οίστρο, βάζοντας τελεία στην οργιαστική εξέλιξη ενός καλλιτέχνη που μόλις είχε περάσει το κατώφλι της ωριμότητάς του.
Ο Φρίντριχ Βίλχελμ Μούρναου ήρθε στη ζωή λίγο πριν την γέννηση του κινηματογράφου. Γεννήθηκε στις 28 Δεκεμβρίου του 1888, στην πόλη Μπίλεφελντ της Βεστφαλίας, μιας γερμανικής επαρχίας. Το πραγματικό του όνομα ήταν Φρίντριχ Βίλχελμ Πλούμπε. Ο πατέρας του ήταν υφαντουργός και λεγόταν Χάινριχ Πλούμπε, ενώ μητέρα του ήταν η Οτίλια Πλούμπε, δασκάλα στο επάγγελμα, η οποία ήταν δεύτερη σύζυγος του πατέρα του. Ο Φρίντριχ είχε τέσσερα αδέλφια, δύο αδελφούς (τον Μπέρναρντ και τον Ρόμπερτ) και δύο μεγαλύτερες ετεροθαλείς αδελφές (Ίντα και Άννα), οι οποίες προέρχονταν από τον πρώτο γάμο του πατέρα Χάινριχ και ζούσαν μαζί με την υπόλοιπη οικογένεια στην ίδια εστία.
Το 1892 η οικογένεια Πλούμπε άφησε το Μπίλεφελντ, μετακομίζοντας στην μικρότερη πόλη Κάσελ, όπου εγκαταστάθηκαν σε ένα μεγάλο εξοχικό σπίτι. Το σπίτι αυτό ήταν μακριά από την αστική περιοχή του Κάσελ, έτσι ο μικρός Φρίντριχ δεν είχε πολλές ευκαιρίες να παίζει και να κάνει παρέες με άλλα παιδιά, αν εξαιρέσουμε τα αδέλφια του. Μόνο στο σχολείο του Κάσελ μπορούσε να έχει επαφές με συμμαθητές του. Ήταν ένα σοβαρό και ήσυχο παιδί. Στο σχολείο ήταν πολύ καλός μαθητής, έχοντας αναπτύξει μεγάλη έφεση στην μελέτη βιβλίων.
Πριν ακόμη κλείσει τα 12, ο νεαρός Φρίντριχ Πλούμπε είχε γοητευθεί από το θέατρο και ιδιαίτερα από τα έργα του Σαίξπηρ και του Ίψεν. Δεν περιορίστηκε απλώς στο να μελετά τα θεατρικά έργα, αλλά είχε ξεκινήσει από τις αρχές της εφηβικής του ηλικίας να γράφει κάποια δικά του θεατρικά έργα σύντομης διαρκείας. Τόσο η μητέρα του, όσο και οι δύο ετεροθαλείς αδελφές του ήσαν απόλυτα σύμφωνες με τα καλλιτεχνικά όνειρα του Φρίντριχ και τον ενθάρρυναν να συνεχίσει. Όμως ο πατέρας του κάθε άλλο παρά ενθουσιασμένος ήταν με μια τέτοια προοπτική για το γιο του, τον οποίο προόριζε για καθηγητή. Μάλιστα του απαγόρευσε να ασχολείται με το θέατρο.
Ο νεαρός Φρίντριχ δεν ήθελε σε καμμία περίπτωση να στενοχωρήσει τον πατέρα του, ούτε να έρθει σε διαμάχη μαζί του. Έτσι προσποιήθηκε ότι εγκαταλείπει τις θεατρικές ενασχολήσεις όσο ζούσε στην οικογενειακή εστία. Το 1907 όμως τελείωσε το λύκειο στο Κάσελ και αποφασίστηκε να μεταβεί στο Βερολίνο για σπουδές. Συμμορφωμένος με την επιθυμία του πατέρα του, σπούδασε φιλολογία, φιλοσοφία και λογοτεχνία. Αλλά παράλληλα με τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο, γράφτηκε – κρυφά από την οικογένειά του και ιδιαίτερα από τον αυστηρό πατέρα του - σε μια σχολή θεάτρου της γερμανικής πρωτεύουσας, όπου περνούσε τις περισσότερες ώρες του.
Για να μην ανακαλύψει ο πατέρας του την παράλληλη δραστηριότητά του, ο Φρίντριχ γράφτηκε στη σχολή θεάτρου με το επώνυμο Μουρνάου. Το όνομα αυτό το εμπνεύστηκε από μια μικρή επαρχιακή πόλη με το όνομα Μουρνάου Αμ Σταφελσέε, στην οποία είχε περάσει ονειρεμένες διακοπές. Το 1911, ο Φρίντριχ αποφάσισε να σταματήσει τις σπουδές και να ενταχθεί σε έναν θεατρικό θίασο ως ηθοποιός. Αυτές του οι ασχολίες έφθασαν μοιραία στο να γίνουν γνωστές στην οικογένειά του, που ψυχράνθηκε μαζί του. Με τον πατέρα του μάλιστα είχε μια άγρια διένεξη, αφού ο δεύτερος αδυνατούσε να αποδεχθεί τις επιλογές του. Μετά από όλα αυτά, ήρθε η ώρα για σημαντικές αποφάσεις από την πλευρά του Φρίντριχ, ο οποίος διέγραψε το πατρικό επώνυμο Πλούμπε, το οποίο θα ήταν στο εξής μια κακή ανάμνηση, παίρνοντας επίσημα το επώνυμο Μουρνάου. Οικογένειά του πλέον θα είναι οι εκλεκτοί του φίλοι στο Βερολίνο (όπου είχε ήδη επιστρέψει από το 1911) και τα μέλη του θιάσου του Ράινχαρντ, τον οποίο ακολουθούσε παντού όχι μόνο ως ηθοποιός σε μικρούς ρόλους, αλλά πλέον και ως βοηθός σκηνοθέτη.
Η περίοδος των παραστάσεων με τον θίασο διεκόπησαν ξαφνικά το 1914, αφού εκείνη τη χρονιά ξέσπασε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Ο Μουρνάου θα καταταγεί στο γερμανικό στρατό και θα σταλεί στο μέτωπο, πρώτα στην Πολωνία και έναν χρόνο αργότερα στη Ρωσία. Ο στρατός, γνωρίζοντας τις προπολεμικές δραστηριότητές του, τον είχε εντάξει στην κινηματογραφική - θεατρική υπηρεσία. Εκεί έμαθε καλά τις τεχνικές του γυρίσματος μιας ταινίας (σκηνοθεσία, μοντάζ, σκηνογραφία, κ.α.), ερχόμενος σε διαρκή τριβή με το αντικείμενο. Το 1918 ο πόλεμος θα τελειώσει με ήττα της Γερμανίας και ο Μουρνάου θα επιστρέψει στην πατρίδα του. Μετέβη στο Βερολίνο, αποφασισμένος να σταδιοδρομήσει στο χώρο του θεάματος. Το 1919 θα γνωριστεί και θα γίνει φίλος με τον ηθοποιό Κόνραντ Φάιτ, ο οποίος είχε πρωταγωνιστήσει στην ταινία «Το εργαστήρι του Δρ. Καλιγκάρι», που είχε βγεί στις αίθουσες λίγο καιρό πρίν. Ο Μουρνάου μαζί με τον Φάιτ αποφάσισαν να γίνουν συνέταιροι, ιδρύοντας από κοινού το μικρό, ανεξάρτητο στούντιο Murnau-Veidt Filmgesellchatt, με σκοπό την παραγωγή ταινιών για τον κινηματογράφο.
Ήταν τότε μια εποχή που το σινεμά είχε μεγάλη πέραση στο κοινό, στη Γερμανία δε η κινηματογραφική δραστηριότητα είχε αρχίσει να είναι πολύ έντονη. Ο Μουρνάου λοιπόν ήρθε σε επαφή με τον παραγωγό Έριχ Πόμερ, ο οποίος τον βοήθησε να γυρίσει την πρώτη του ταινία με τίτλο «Το αγόρι στα μπλέ», πριν ακόμα παρέλθει το 1919. Το 55λεπτο αυτό δράμα (το οποίο ο Μουρνάου εμπνεύστηκε από το «Μπλέ αγόρι», έναν πίνακα του ζωγράφου Τόμας Γκένσμπουργκ του 1770, αλλά και από το έργο του Όσκαρ Ουάιλντ με τίτλο «Το πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέι») αναφέρεται σε ένα πορτραίτο ενός άνδρα, το οποίο ζωντανεύει όταν ο ιδιοκτήτης του κοιμάται και τον απειλεί.
Με 21 ταινίες σε 12 μόλις χρόνια, μεταξύ των οποίων μπορούμε να διακρίνουμε τέσσερα ή πέντε αυθεντικά αριστουργήματα, ο Φρίντριχ Βίλχελμ Μουρνάου θα μείνει στην ιστορία του σινεμά ως ένας εν των πρώτων ποιητών της μεγάλης οθόνης. Αν και συνδέεται στενά με το κινηματογραφικό ρεύμα του εξπρεσιονισμού, η αισθητική του πολυπλοκότητα το ξεπερνά.
Εξαιρετικός στην περιγραφή της ανθρώπινης αγωνίας μπροστά στο πεπρωμένο, μέγας εικονογράφος της πάλης ανάμεσα στη φύση και στον σύγχρονο πολιτισμό, ο Μουρνάου ήξερε όσο λίγοι να φιλμάρει την σκοτεινή πλευρά των πραγμάτων. Μέσα από τις αριστοτεχνικές συνθέσεις του σε κιαροσκούρο, τα παιχνίδια με τις αντανακλάσεις και την εμφατική, σχεδόν βίαιη αποθέωση της κίνησης, το κινηματογραφικό του σύμπαν χαρίζει ψυχή ακόμα και στα αντικείμενα ή στα τοπία...
Γιώργος Ρούσσος
«Νοσφεράτου: Μια Συμφωνία Τρόμου» (Nosferatu: Εine Symphonie des Grauens - 1922)
Στη Βρέμη της Γερμανίας, ο κτηματομεσίτης Κνόκ αναθέτει στον νεαρό υπάλληλό του Χούτερ να ταξιδέψει στα Καρπάθια όρη, για να παραδώσει κάποια συμβόλαια στον μυστηριώδη Κόμη Όρλοκ, ο οποίος ψάχνει για σπίτι στην γερμανική πόλη. Πριν ακόμη φτάσει στο κάστρο του Κόμη, ο Χούτερ αντιλαμβάνεται τον τρόμο των κατοίκων του κοντινού χωριού. Κρυφά του δίνουν ένα βιβλίο σχετικά με τους βρικόλακες, που αρχικά βρίσκει διασκεδαστικό. Κάποια στιγμή θα συναντήσει τον Κόμη, που στην εμφάνιση δεν έχει μεγάλη σχέση με το ανθρώπινο είδος.
Τα αυτιά του είναι μυτερά, το κρανίο του παραμορφωμένο και τα νύχια του μακριά. Παρουσιάζεται εξαιρετικά ευθύγραμμος και οι κινήσεις του χαρακτηρίζονται από εφιαλτική βραδύτητα. Όταν δει το φυλακτό του Χούτερ με τη φωτογραφία της όμορφης συζύγου του, της Έλεν, υπογράφει αμέσως το συμβόλαιο και αποκτά το παλιό σπίτι στην Βρέμη. Σύντομα ο Χούτερ ανακαλύπτει ότι με το συμβόλαιο αυτό άνοιξε τον δρόμο στον ίδιο τον Τρόμο να έρθει στην πόλη του. Τη νύχτα, όταν ο αιμοδιψής Κόμης εμφανίζεται στο δωμάτιο του, η Έλεν ξυπνά στη μακρινή Βρέμη και φωνάζει το όνομα του συζύγου της.
Κατόπιν ο Όρλοκ ξεκινά το ταξίδι του για τη Βρέμη. Ένας ένας οι ναύτες του πλοίου που μεταφέρει τον Όρλοκ αρρωσταίνουν και πεθαίνουν. Καθώς ο Όρλοκ φτάνει σχεδόν συγχρόνως με τον Χούτερ στη Βρέμη, η επιδημία εξαπλώνεται ταχύτατα στην πόλη. Αξιοπρόσεκτο χαρακτηριστικό όλων των θυμάτων: οι πληγές στον λαιμό. Η Έλεν βρίσκει το βιβλίο των βρικολάκων του συζύγου της και διαβάζει εκεί, ότι μόνον η θυσία μιας αθώας γυναίκας θα θέσει τέλος στο κακό. Αποφασίζει να αναλάβει η ίδια τον ρόλο αυτό...
Ο μύθος του Κόμη Δράκουλα, μεταφέρεται στην μεγάλη οθόνη, από τον σπουδαίο σκηνοθέτη Φρίντριχ Β. Μουρνάου. Η υποβλητική ατμόσφαιρα, οι απόκοσμες φιγούρες και η αριστουργηματική φωτογραφία, καθιστούν το «Νοσφεράτου» μία απ’ τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών. Βασισμένοι στο μυθιστόρημα του Μπραμ Στόκερ "Δράκουλας", ο Μουρνάου και ο σεναριογράφος του Χέρνικ Γκαλέεν, δημιούργησαν τον πιο τρομερό εφιάλτη της Έβδομης Τέχνης.
Αρχετυπική ταινία της μυθολογίας τρόμου, το «Νοσφεράτου, με τις σκοτεινές της εικόνες, τη φιγούρα του βαμπίρ, τον ερεβώδη ρομαντισμό της, τη μελαγχολική υποβλητική ατμόσφαιρά της και βέβαια την απόκοσμη ερμηνεία του Μαξ Σρεκ. Όλα αυτά διατηρούνται αλώβητα από την φθορά του χρόνου, γι' αυτό και το φιλμ δικαίως αποτελεί μία από τις πιο χαρακτηριστικές και θρυλικές δημιουργίες του Γερμανικού Κινηματογραφικού Εξπρεσιονισμού.
Φρίντριχ Βίλχελμ Μούρναου / Friedrich Wilhelm Murnau
(28 Δεκεμβρίου 1888 - 11 Μαρτίου 1931)
Στη Γερμανία του Μεσοπολέμου είχε αναπτυχθεί ένα είδος κινηματογράφου εντελώς ιδιαίτερο και πρωτοποριακό, που οι κριτικοί της εποχής του είχαν δώσει το όνομα «Γερμανικός Εξπρεσιονισμός» - κυρίως από τα σκηνικά της ταινίας του Ρόμπερτ Βίνε: «Το εργαστήρι του Δρ Καλιγκάρι», που γυρίστηκε το 1919. Ο όρος αυτός καθιερώθηκε να αναφέρεται για ένα σινεμά με απόκοσμα πλάνα, σκοτεινές εικόνες, γοτθικό περιβάλλον και τρομακτικά πρόσωπα, συνιστώσες ενός φιλμικού περιβάλλοντος ξεχωριστού στα κινηματογραφικά χρονικά, το οποίο ανέδειξε σπουδαίους σκηνοθέτες.
Στη βωβή περίοδο της «εξπρεσιονιστικής» αυτής εποχής το όνομα του Φρίντριχ Βίλχελμ Μουρνάου είναι σίγουρα από τα πιο σημαντικά. Ο Μουρνάου, ένας από τους κορυφαίους δημιουργούς της βωβής περιόδου του σινεμά, υπήρξε κάτι παραπάνω από σπουδαίος σκηνοθέτης: ήταν ένας βιρτουόζος της κινούμενης εικόνας. Ο Τσάρλι Τσάπλιν, μέγας θαυμαστής του Γερμανού δημιουργού, έχει δηλώσει ότι «ο Μουρνάου έφερε το βουβό σινεμά σε ένα σημείο απόλυτης τελειότητας».
Το αν θα είχε συνεχίσει τα επιτεύγματά του και στον ομιλούντα κινηματογράφο είναι κάτι τελείως υποθετικό, αφού ο τραγικός του θάνατος το 1931 σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα διέκοψε απότομα τον δημιουργικό του οίστρο, βάζοντας τελεία στην οργιαστική εξέλιξη ενός καλλιτέχνη που μόλις είχε περάσει το κατώφλι της ωριμότητάς του.
Ο Φρίντριχ Βίλχελμ Μούρναου ήρθε στη ζωή λίγο πριν την γέννηση του κινηματογράφου. Γεννήθηκε στις 28 Δεκεμβρίου του 1888, στην πόλη Μπίλεφελντ της Βεστφαλίας, μιας γερμανικής επαρχίας. Το πραγματικό του όνομα ήταν Φρίντριχ Βίλχελμ Πλούμπε. Ο πατέρας του ήταν υφαντουργός και λεγόταν Χάινριχ Πλούμπε, ενώ μητέρα του ήταν η Οτίλια Πλούμπε, δασκάλα στο επάγγελμα, η οποία ήταν δεύτερη σύζυγος του πατέρα του. Ο Φρίντριχ είχε τέσσερα αδέλφια, δύο αδελφούς (τον Μπέρναρντ και τον Ρόμπερτ) και δύο μεγαλύτερες ετεροθαλείς αδελφές (Ίντα και Άννα), οι οποίες προέρχονταν από τον πρώτο γάμο του πατέρα Χάινριχ και ζούσαν μαζί με την υπόλοιπη οικογένεια στην ίδια εστία.
Το 1892 η οικογένεια Πλούμπε άφησε το Μπίλεφελντ, μετακομίζοντας στην μικρότερη πόλη Κάσελ, όπου εγκαταστάθηκαν σε ένα μεγάλο εξοχικό σπίτι. Το σπίτι αυτό ήταν μακριά από την αστική περιοχή του Κάσελ, έτσι ο μικρός Φρίντριχ δεν είχε πολλές ευκαιρίες να παίζει και να κάνει παρέες με άλλα παιδιά, αν εξαιρέσουμε τα αδέλφια του. Μόνο στο σχολείο του Κάσελ μπορούσε να έχει επαφές με συμμαθητές του. Ήταν ένα σοβαρό και ήσυχο παιδί. Στο σχολείο ήταν πολύ καλός μαθητής, έχοντας αναπτύξει μεγάλη έφεση στην μελέτη βιβλίων.
Πριν ακόμη κλείσει τα 12, ο νεαρός Φρίντριχ Πλούμπε είχε γοητευθεί από το θέατρο και ιδιαίτερα από τα έργα του Σαίξπηρ και του Ίψεν. Δεν περιορίστηκε απλώς στο να μελετά τα θεατρικά έργα, αλλά είχε ξεκινήσει από τις αρχές της εφηβικής του ηλικίας να γράφει κάποια δικά του θεατρικά έργα σύντομης διαρκείας. Τόσο η μητέρα του, όσο και οι δύο ετεροθαλείς αδελφές του ήσαν απόλυτα σύμφωνες με τα καλλιτεχνικά όνειρα του Φρίντριχ και τον ενθάρρυναν να συνεχίσει. Όμως ο πατέρας του κάθε άλλο παρά ενθουσιασμένος ήταν με μια τέτοια προοπτική για το γιο του, τον οποίο προόριζε για καθηγητή. Μάλιστα του απαγόρευσε να ασχολείται με το θέατρο.
Ο νεαρός Φρίντριχ δεν ήθελε σε καμμία περίπτωση να στενοχωρήσει τον πατέρα του, ούτε να έρθει σε διαμάχη μαζί του. Έτσι προσποιήθηκε ότι εγκαταλείπει τις θεατρικές ενασχολήσεις όσο ζούσε στην οικογενειακή εστία. Το 1907 όμως τελείωσε το λύκειο στο Κάσελ και αποφασίστηκε να μεταβεί στο Βερολίνο για σπουδές. Συμμορφωμένος με την επιθυμία του πατέρα του, σπούδασε φιλολογία, φιλοσοφία και λογοτεχνία. Αλλά παράλληλα με τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο, γράφτηκε – κρυφά από την οικογένειά του και ιδιαίτερα από τον αυστηρό πατέρα του - σε μια σχολή θεάτρου της γερμανικής πρωτεύουσας, όπου περνούσε τις περισσότερες ώρες του.
Για να μην ανακαλύψει ο πατέρας του την παράλληλη δραστηριότητά του, ο Φρίντριχ γράφτηκε στη σχολή θεάτρου με το επώνυμο Μουρνάου. Το όνομα αυτό το εμπνεύστηκε από μια μικρή επαρχιακή πόλη με το όνομα Μουρνάου Αμ Σταφελσέε, στην οποία είχε περάσει ονειρεμένες διακοπές. Το 1911, ο Φρίντριχ αποφάσισε να σταματήσει τις σπουδές και να ενταχθεί σε έναν θεατρικό θίασο ως ηθοποιός. Αυτές του οι ασχολίες έφθασαν μοιραία στο να γίνουν γνωστές στην οικογένειά του, που ψυχράνθηκε μαζί του. Με τον πατέρα του μάλιστα είχε μια άγρια διένεξη, αφού ο δεύτερος αδυνατούσε να αποδεχθεί τις επιλογές του. Μετά από όλα αυτά, ήρθε η ώρα για σημαντικές αποφάσεις από την πλευρά του Φρίντριχ, ο οποίος διέγραψε το πατρικό επώνυμο Πλούμπε, το οποίο θα ήταν στο εξής μια κακή ανάμνηση, παίρνοντας επίσημα το επώνυμο Μουρνάου. Οικογένειά του πλέον θα είναι οι εκλεκτοί του φίλοι στο Βερολίνο (όπου είχε ήδη επιστρέψει από το 1911) και τα μέλη του θιάσου του Ράινχαρντ, τον οποίο ακολουθούσε παντού όχι μόνο ως ηθοποιός σε μικρούς ρόλους, αλλά πλέον και ως βοηθός σκηνοθέτη.
Η περίοδος των παραστάσεων με τον θίασο διεκόπησαν ξαφνικά το 1914, αφού εκείνη τη χρονιά ξέσπασε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Ο Μουρνάου θα καταταγεί στο γερμανικό στρατό και θα σταλεί στο μέτωπο, πρώτα στην Πολωνία και έναν χρόνο αργότερα στη Ρωσία. Ο στρατός, γνωρίζοντας τις προπολεμικές δραστηριότητές του, τον είχε εντάξει στην κινηματογραφική - θεατρική υπηρεσία. Εκεί έμαθε καλά τις τεχνικές του γυρίσματος μιας ταινίας (σκηνοθεσία, μοντάζ, σκηνογραφία, κ.α.), ερχόμενος σε διαρκή τριβή με το αντικείμενο. Το 1918 ο πόλεμος θα τελειώσει με ήττα της Γερμανίας και ο Μουρνάου θα επιστρέψει στην πατρίδα του. Μετέβη στο Βερολίνο, αποφασισμένος να σταδιοδρομήσει στο χώρο του θεάματος. Το 1919 θα γνωριστεί και θα γίνει φίλος με τον ηθοποιό Κόνραντ Φάιτ, ο οποίος είχε πρωταγωνιστήσει στην ταινία «Το εργαστήρι του Δρ. Καλιγκάρι», που είχε βγεί στις αίθουσες λίγο καιρό πρίν. Ο Μουρνάου μαζί με τον Φάιτ αποφάσισαν να γίνουν συνέταιροι, ιδρύοντας από κοινού το μικρό, ανεξάρτητο στούντιο Murnau-Veidt Filmgesellchatt, με σκοπό την παραγωγή ταινιών για τον κινηματογράφο.
Ήταν τότε μια εποχή που το σινεμά είχε μεγάλη πέραση στο κοινό, στη Γερμανία δε η κινηματογραφική δραστηριότητα είχε αρχίσει να είναι πολύ έντονη. Ο Μουρνάου λοιπόν ήρθε σε επαφή με τον παραγωγό Έριχ Πόμερ, ο οποίος τον βοήθησε να γυρίσει την πρώτη του ταινία με τίτλο «Το αγόρι στα μπλέ», πριν ακόμα παρέλθει το 1919. Το 55λεπτο αυτό δράμα (το οποίο ο Μουρνάου εμπνεύστηκε από το «Μπλέ αγόρι», έναν πίνακα του ζωγράφου Τόμας Γκένσμπουργκ του 1770, αλλά και από το έργο του Όσκαρ Ουάιλντ με τίτλο «Το πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέι») αναφέρεται σε ένα πορτραίτο ενός άνδρα, το οποίο ζωντανεύει όταν ο ιδιοκτήτης του κοιμάται και τον απειλεί.
Με 21 ταινίες σε 12 μόλις χρόνια, μεταξύ των οποίων μπορούμε να διακρίνουμε τέσσερα ή πέντε αυθεντικά αριστουργήματα, ο Φρίντριχ Βίλχελμ Μουρνάου θα μείνει στην ιστορία του σινεμά ως ένας εν των πρώτων ποιητών της μεγάλης οθόνης. Αν και συνδέεται στενά με το κινηματογραφικό ρεύμα του εξπρεσιονισμού, η αισθητική του πολυπλοκότητα το ξεπερνά.
Εξαιρετικός στην περιγραφή της ανθρώπινης αγωνίας μπροστά στο πεπρωμένο, μέγας εικονογράφος της πάλης ανάμεσα στη φύση και στον σύγχρονο πολιτισμό, ο Μουρνάου ήξερε όσο λίγοι να φιλμάρει την σκοτεινή πλευρά των πραγμάτων. Μέσα από τις αριστοτεχνικές συνθέσεις του σε κιαροσκούρο, τα παιχνίδια με τις αντανακλάσεις και την εμφατική, σχεδόν βίαιη αποθέωση της κίνησης, το κινηματογραφικό του σύμπαν χαρίζει ψυχή ακόμα και στα αντικείμενα ή στα τοπία...
Γιώργος Ρούσσος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου