(η απεικόνιση του Γεωργίου Καραϊσκάκη, έργο που έμεινε ημιτελές. Ηταν λίγο πριν από τη μάχη του Αναλάτου, όταν ο Κρατσάιζεν φιλοτέχνησε το πορτρέτο του ήρωα λίγο πριν από τον θάνατό του, χωρίς να προλάβει να αποτυπώσει λεπτομερώς τα της ενδυμασίας του)Ἀπό: Ἑκατονταετηρὶς τοῦ στρατάρχου Γεωργίου Καραΐσκάκη 1827-1927, Κωνστ. Ράδου (ἐπιμ.), Ἐκδ. Γρυπαετός, Ἀθῆναι 1927.
Γαζῆς Δελβινακιώτης, χιλίαρχος, ἀκολουθήσας τὸν στρατάρχην τῆς Ρούμελης εἰς πάσας αὐτοῦ τὰς
ἐκστρατείας, ὁ ἰδιαίτερος γραμματεὺς τοῦ Αἰνιὰν καὶ ὁ Περραιβὸς εἶναι οἱ πρῶτοι γράψαντες περὶ Καραϊσκάκη. Οἱ μετ' αὐτοὺς δέν προσέθηκαν ἢ ὕμνους, οὐδὲν ὅμως τὸ οὐσιαστικὸν διὰ τὴν βιογραφίαν του. Ἐκ τῶν ἐγγράφων δέ, τὰ ὁποῖα ἔλαβεν ἢ ἔστειλεν, ὀλίγα ἐδημοσιεύθησαν, ἀφορῶντα κυρίως εἰς τὴν ἐκστρατείαν Ἀττικῆς. Καὶ οἱ πρῶτοι αὐτοῦ βιογράφοι σχετικῶς ὀλίγα ἔγραψαν, τὸ ὁποῖον συμβαίνει καὶ δι’ ὅλους τοὺς ἄνδρας τοῦ Ἱεροῦ Ἀγῶνος. Ὀλίγοι ἄνδρες ἐν τούτοις τῆς Ἐπαναστάσεως ὑπῆρξαν, διὰ τοὺς ὁποίους νὰ μὴ γραφοῦν καὶ δύο καὶ τρία τὸ ὀλιγώτερον φυλλάδια, λόγοι ἢ βιογραφίαι, τὰ ὁποῖα δυστυχῶς δὲν ἐκπροσωποῦν καμμίαν ἔρευναν. Συνήθως δὲν εἶναι ἢ πάταγος λέξεων. Λησμονοῦν νὰ ἀναφέρουν αὐτὸ τὸ ἔτος τῆς γεννήσεως τῶν ἡρώων των, πολὺ ὀλιγώτερον τὰς πράξεις των. Διθύραμβοι ἄνευ οὐσίας. Πολλάκις δὲ καὶ μυθεύματα. Ὁ Καραϊσκάκης ἀφοῦ ζῶν ὑπέφερε τὰ πάνδεινα ἀπὸ τὴν φιλαρχίαν καὶ κακίαν τοῦ Μαυροκορδάτου, ἐπέπρωτο καὶ τεθνεὼς νὰ παρασταθῇ ὡς δημιούργημα τῶν πολιτικῶν, οἵτινες τὸν ἀνεκάλυψαν δῆθεν, ὡς νὰ μὴ εἶχε προτέραν ἱστορίαν, τὸν προήγαγον, καὶ τοῦ ἔδωκαν μάλιστα σύμβουλὰς νὰ παύσῃ νὰ εἶναι πλέον.... διάβολος!
Ὁ Καραϊσκάκης, διακεκριμμένος ἁρματωλός, ὑπῆρξεν εἷς τῶν καλλιτέρων καὶ πατριωτικωτέρων ὁπλαρχηγῶν ἀπ' αὐτῶν τῶν πρώτων ἡμερῶν τοῦ ἀγῶνος. Εὑρεθεὶς ἐγγύτατα τοῦ κέντρου τῶν ὀθωμανικῶν δυνάμεων, δηλαδὴ τοῦ στρατοπέδου τοῦ Χουρσίτ, εἰς τὸν ὁποῖον εἶχε ἀνατεθῇ ἡ κατάπνιξις τοῦ κινήματος τοῦ Ἀλῆ-πασσᾶ καὶ τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως, ἐπρομάχησεν αὐτῆς μετὰ ζήλου καὶ καρτερίας, καὶ εἶνε συκοφαντία τὸ λεχθὲν περὶ αὐτοῦ, ὅτι τὰ πρῶτα του κινήματα δὲν ἀπέβλεπον ἢ εἰς τὴν κατάκτησιν ἑνὸς ἁρματωλικίου μόνον. Τὰ περὶ τῶν ἁρματωλικίων ἀνήκουν εἰς παλαιοτέραν ἐποχήν. Καὶ ἔπρεπε νὰ ἐπιδιώξῃ ἕν ἀρματωλήκι, διὰ νὰ ἔχῃ στρατιώτας καὶ σημασίαν. Δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ γίνη ἄλλως τότε• ὅταν ἐξερράγη ὁ ἀγών, ἀμέσως ἐτάχθη εἰς τὴν πρώτην γραμμήν, καὶ ἀπ' ἀρχῆς ἠννόει ὁ ὀξύτατος πολὺ καλά, δὴ ἐπρόκειτο περὶ τῆς ἀποκαταστάσεως τοῦ Γένους, ὄχι δὲ περὶ κατακτήσεως καπετανάτων. Τὸ καπετανάτον τοῦ ἐχρειάζετο ὡς μέσον, ὄχι ὡς σκοπός. Ὁ τελικὸς σκοπὸς ἦτο ἡ ἀπελευθέρωσις τοῦ Ἔθνους. Εὐθέως κατέκτησε μίαν ἀπὸ τὰς πρώτας θέσεις, παρὰ πάντων ἀναγνωριζόμενος, τὸ ὁποῖον χρεωστεῖ κυρίως εἰς τὴν φρόνησίν του καὶ τὴν πολεμικὴν δεξιότητα. Ὅλοι οἱ καπεταναῖοι τῆς Στερεᾶς ἔβλεπαν ἀπ' ἀρχῆς ἐν αὐτῷ τὸν μεγάλον ἀρχηγόν. Ἀλλὰ εἶχε νὰ παλαίσῃ ὄχι μόνον κατὰ τῶν Τούρκων, ἀλλὰ καὶ κατὰ ραδιουργίας τῶν πολιτικῶν, οἵτινες καὶ ὡς προδότην ἀκόμη παρέστησαν αὐτόν, τὸν εἰσήγαγον εἰς δίκην, καὶ ἐκ παντὸς τρόπου προσεπάθησαν νὰ τὸν καταστρέψωσιν, ἀλλὰ τέλος ἐνίκησεν, ἐπιδείξας ψυχραιμίαν καὶ ὑπομονήν, καὶ δὲν τὴν ἔπαθεν ὡς ὁ Ὀδυσσεύς.
Ὁ Καραϊσκάκης εἶναι πράγματι ὁ καθεαυτὸ αὐτοποίητος ἀνήρ, ἔργον τῶν ἰδίων χειρῶν. Εἶναι ἀληθές, ὅτι ὑπῆρξε γέννημα καλογραίας ἥτις ἡμάρτησε διὰ νὰ δωρήσῃ εἰς τὴν Ἑλλάδα τὸν ἄριστον τῶν στρατιωτικῶν αὐτῆς ἀνδρῶν. Πατὴρ του ὑπῆρξεν ὁ ὀνομαστὸς ἁρματωλὸς Ἴσκος ὁ καὶ Καραΐσκος, διὰ τὸν ὅποιον ἡ ἐξόχου καλλονῆς γυνὴ αὕτη ἠσθάνθη σφοδρὸν ἔρωτα, καὶ ἐξ αὐτοῦ συνέλαβε καὶ ἔτεκε τὸν ἥρωα Γεώργιον, τὸ Καραϊσκάκη, ὡς τὸ ἀπεκάλει μετά τινος ὑπερηφάνειας, τὸ παιδάκι δηλαδὴ τοῦ Καραΐσκου. Ἡ καλογραία αὕτη εἶχε γεννηθῇ καὶ ἀναπτυχθῇ εἰς Σκουλικαριὰν τῆς ἐπαρχίας Ἄρτης, ἐκαλεῖτο δὲ Ζωὴ Δεμισκῆ, καὶ ἀνῆκεν εἰς προέχουσαν οἰκογένειαν, πρώτη ἐξαδέλφη οὖσα τοῦ διασήμου ὁπλαρχηγοῦ Γώγου Μπακόλα. Ἐλθοῦσα εἰς γάμου κοινωνίαν πρὸς τὸν ἐκ Φαναρίου τῆς ἐπαρχίας Ἀγράφων πρόκριτον Γιαννάκην Μαυροματιώτην, ἐχήρευσε νεωτάτη, περιέπεσεν εἰς μελαγχολίαν, καὶ γυνὴ οὖσα τῶν ἄκρων ἠσπάσθη τὸ μοναχικὸν σχῆμα. Μετὰ ἔτους ὅμως παρέλευσιν συνήντησε καὶ ἠράσθη τὸν ἐκ Βάλτου Καραΐσκον, καὶ τέλος ἔτεκε τὸν Καραϊσκάκην εἰς τὸ οὐ μακράν τοῦ Φαναρίου χωρίον Μαυρομάτι κατὰ τὸ 1782. Φοβουμένη τὴν τιμωρίαν καὶ ἰδίως τὴν ἀφαίρεσιν τοῦ νεογνοῦ, καταφεύγει εἰς ἕν σπήλαιον παρὰ τὸ Μουζάκι, καὶ μετὰ δίμηνον σχεδὸν ἐν αὐτῷ διαμονήν, ὑποστᾶσα τὰ πάνδεινα διαβαίνει εἰς τὴν πατρίδα της Σκουλικαριάν, ὅπου εὗρε τινά, φαίνεται, προστασίαν, καθ' ἃ λέγεται καὶ παρὰ τοῦ Καραΐσκου αὐτοῦ, ὅστις τὴν ἐπροφύλαξε ἀπὸ πάσης καταδιώξεως, καὶ κατώρθωσεν οὕτως νὰ θρέψη αὕτη καὶ ἀναπτύξῃ τὸ βρέφος, τὸ ὁποῖον ἠγάπα περιπαθῶς. Τὸ ἀνέθρεψεν ἐπιμελῶς, ἦτο δὲ τὸ παιδίον ζωηρόν, εὐφυὲς καὶ ὡραῖον.
Ἡ Ζωὴ δὲν ἒζη πλέον ἢ δι' αὐτό, καὶ ὅταν τὸ εἶδε πλέον περικαλλῆ καὶ ἔξυπνον ἔφηβον, τῆς ἦλθεν ἡ ἰδέα νὰ μεταβῇ εἰς Ἰωάννινα, ὅπως τὸ ἀναπτύξῃ καὶ φροντίσῃ περὶ τοῦ μέλλοντός του, ἰδίως δὲ φοβουμένη τὸ ἀτίθασσον αὐτοῦ, καὶ διὰ νὰ μὴ φύγῃ πρὸς τὴν κλεφτουριάν, πρὸς ἥν εἰλκύετο. Ἀλλὰ καὶ ἐν Ἰωαννίνοις ὁ νεανίσκος δὲν ὡμίλει ἢ περὶ Κλεφτῶν καὶ Ἁρματωλῶν. Ἐσοφίθη λοιπὸν νὰ τὸν φέρῃ ἡ ἰδία πρὸς τὸν Ἀλῇ-πασᾶ, τὸ ὁποῖον καὶ ἤρκεσε νὰ τῆς προσπορίση τὴν εὔνοιαν τοῦ φοβεροῦ Σατράπου. Ὁ Ἀλῆς κατεθέλχθη ἐκ τοῦ γενναίου παραστήματος τοῦ πολεμικοῦ νεανίσκου, τὸν ἐπήνεσε διὰ τὸ ἀρειμάνιον αὐτοῦ φρόνημα, καὶ τὸν κατέταξε παρευθὺς εἰς τὸ στράτευμά του. Ἀλλὰ δὲν συνεβιβάζετο πολὺ πρὸς τοὺς Ὀθωμανούς, καὶ πολλὰ προυκάλεσεν ἐπεισόδια, ἕνεκα ἐρίδων καὶ συμπλοκῶν πρὸς αὐτούς. Ὀργισθεὶς τέλος κατ' αὐτοῦ ὁ Βεζὺρ Ἀλῆ Πασᾶς τὸν ἐφυλάκισεν εἰς Τεπελένιον. Ὁ Καραϊσκάκης, δραπετεύσας ἐκ τῆς εἰρκτῆς, ἀπῆλθεν εἰς Ἄγραφα, καὶ κατετάχθη εἰς τὸ ἁρματωλῆκι τοῦ Κατσαντώνη, ταχέως διακριθεὶς καὶ προαχθεὶς. Γνωστὸν εἶναι τὸ τραγικὸν τέλος τοῦ περίφημου ἁρματωλοῦ Κατσαντώνη.
Μετὰ τὸν θάνατον αὐτοῦ καὶ τοῦ ἀδελφοῦ του οἱ τετρακόσιοι αὐτῶν στρατιῶται ἔμειναν ὑπὸ τὴν ἀρχηγίαν τοῦ Τσόγκα, τοῦ Πάγκαλου, τοῦ Φραγκίστα καὶ τοῦ Καραϊσκάκη. Ὁ Ἀλῆ πασᾶς ἀπέστειλεν κατ’αὐτῶν ἰσχυρὸν σῶμα ὑπὸ τὸν ἀνδρεῖον Ἀλβανόν Μουχουρδάρ Πότζι. Οὐδὲν ὅμως ἠδυνήθη οὗτος νὰ κατορθώσῃ κατ' αὐτῶν, εἰ καὶ ἔμενεν ἕν ὁλόκληρον ἔτος ἐν Ἀγράφοις. Τέλος ὁ δριμὺς χειμών, αἱ στερήσεις καὶ ἡ ἔλλειψις πυρομαχικῶν ἠνάγκασαν τοὺς ἁρματωλοὺς νὰ καταφύγωσιν εἰς τὴν Ἀγγλοκρατουμένην Λευκάδα. Ὁ πασᾶς ὅμως, ἔχων φιλικὰς σχέσεις μετὰ τῶν Ἄγγλων, τοὺς ἐστέρησε καὶ τοῦ καταφυγίου τούτου. Ἐξωσθέντες ὑπὸ τῶν Ἄγγλων, ἠναγκάσθησαν νὰ συνθηκολογήσωσι πρὸς τὸν Ἀλῆν, ὅστις γινώσκων τὴν ἀξίαν των, τὸν μὲν Τζόγκαν διώρισε καπετάνιον τῆς ἐπαρχίας Βονίτσης, πάντας δὲ τοὺς λοιποὺς διώρισε Τζοχανταραίους, ἤτοι σωματοφύλακάς του, σῶμα εἰς τὸ ὁποῖον ὑπηρέτουν ἤδη ὁ Διάκος, ὁ Ὁδυσσεύς, ὁ Βάγιας, ὁ Μποῦσγος καὶ ἄλλοι Ἕλληνες. Ὁ Ἀλῆς, στρατεύσας διαταγῇ τοῦ Σουλτάνου κατὰ τοῦ ἀποστάτου πασᾶ τοῦ Βιδινίου Πασβὰν Ὀγλοῦ, τοῦ φίλου τοῦ Ρήγα, συμπεριέλαβε καὶ τοὺς Ἕλληνας στρατιωτικούς του. Ὁ Καραϊσκάκης, φθάσας εἰς Δούναβιν, ἔφυγε πρὸς τὸν Πασβὰν Ὀγλοῦ, καὶ συνεπολέμησε μετ' αὐτοῦ ἐπὶ τρεῖς μῆνας ἐν Βιδινίῳ. Τὸν Καραϊσκάκην οὐ μόνον συνεχώρησε διὰ τὰ πρὸ τῆς φυλακίσεώς του συμβάντα καὶ διὰ τὴν δραπέτευσίν του καὶ τὰ ἄλλα του παραπτώματα, ἀλλὰ καὶ ἐνύμφευσε μετὰ τῆς περικαλλοῦς Γκόλφως, κόρης προστατευομένης οἰκογενείας του ἐκ Βάλτου, ἐπικαλουμένην ψαριανοπούλαν, δι' ὅν γάμον καὶ τὸ τρίστιχον: «Νέος νέος ἐπαντρεύτηκα, ὡραίαν γυναῖκα πῆρα κλπ.».
Ὀλίγον μετὰ τὸν γάμον του χρόνον ἐξερράγη καὶ ἡ Ἑλληνικὴ Ἐπανάστασις, καὶ ὁ Καραϊσκάκης, συγκροτήσας ἐξ ἐπιλέκτων σῶμα, διέβη εἰς Ἄγραφα καὶ ἐμάχετο κατὰ τῶν Τούρκων. Κατὰ τὸν γνωρίσαντα καὶ ὑπηρετήσαντα ὑπ’ αὐτὸν Χριστόφορον Περραιβόν,—δεν ἀντιτίθενται καὶ εἰς ὅσα περὶ αὐτοῦ λέγει ὁ Ἔϊδεκ—ὁ Καραϊσκάκης ἦτο μετρίου ἀναστήματος, μελαψὸς καὶ ἰσχνός. Ἡ ἰσχνότης του ἐπετάθη ἐκ τῆς φυματιώσεως, ὑφ’ ἧς βραδύτερον προσεβλήθη. Εἶχε τὸ πρόσωπον ὠοειδές, εὐρυμέτωπος καὶ δασὺς τὰς ὀφρεῖς, ὀφθαλμοὺς εἶχε μελανοὺς καὶ λάμποντας, ρῖνα λεπτὴν καὶ εὐθεῖαν, μύστακα μέλανα, ὡς καὶ κόμην, ἥν ἔφερε μακράν, ὡς οἱ ἁρματωλοὶ συνήθως, ὀδόντας μικρούς, αἱ ὁδονταλγίαι του ὅμως ἦσαν συχναὶ καὶ ἀφόρητοι, ἕν ἀπὸ τὰ βάσανα τοῦ Καραϊσκάκη. Διὰ τὰς πνευματικὰς του ἰδιότητας εἶνε περιττὸν νὰ εἴπω ὅτι εἶχε μεγάλην διανοητικὴν ὀξύτητα, παρατηρητικόν, καὶ ἤξευρε πολλὰ πράγματα, εἶχε δὲ καὶ ἐκτάκτως ἰσχυρὰν μνήμην, δραστηριώτατος, προσθέτει ἀκόμη ὁ Περραιβός, καὶ ἀκούραστος εἰς τοὺς ἀγῶνας. Μολονότι δὲ ἦτο ἀδύνατος διεκρίνετο ἐπὶ ἀντοχῇ. Ἦτο λίαν προσηνὴς πρὸς πάντας, καὶ ἤκουε μετὰ προσοχῆς. Ἦτο δὲ θαυμάσιος εἰς τὰ χαριτολογήματά του, ἠρέσκετο εἰς τὰς ἀστειότητας, καὶ ἦτo ἐνίοτε βωμολόχος ἄχρις ὑπερβολῆς. Ὅταν περιέπιπτεν εἰς λάθη ἢ κακὴν ἐκτίμησιν τῶν πραγμάτων, τὰ ἀνεγνώριζε προθύμως, καὶ δὲν ἐσυστέλλετο νὰ ζητῇ ἐσθ’ ὅτὲ καὶ συγχώρησιν.
Ἂν καὶ ἀγράμματος, εἶχε πολλὴν φυσικὴν εὐγλωττίαν, καὶ ὁμιλῶν δὲν ἔκαμνε πολλὰ σφάλματα. Ἔφερε πάντοτε σχεδὸν κατέρυθρον δουλαμᾶν χρυσοκέντητον καὶ ὡραῖα ὅπλα, τὰ ὁποῖα δύναταί τις νὰ ἴδῃ ἐν τῷ Μουσείῳ τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρείας.
Γνωστὰ ὅσα ἔπαθεν ἀπὸ τὸν Μαυροκορδάτον, εἰς ὅν δὲν ὑπετάσσετο, ὡς καὶ οἱ Γεώργιος Βαρνακιώτης καὶ Γῶγος Μπακόλας. Τὸν ἐσυκοφάντησεν ὡς φιλότουρκον, τὸν εἰσήγαγεν εἰς δίκην, καὶ τὸν κατεδίκασε, συγκεντρώσας τὰς ψήφους εἰκοσάδος ὁπλαρχηγῶν. Στρατολογήσας τότε ἰδίᾳ.δαπάνῃ ἑξακοσίους ἄνδρας, εἰσῆλθεν εἰς τὴν Θεσσαλίαν. Ἐπειδὴ δὲ οὕτω εὑρέθη εἰς τὴν τουρκοκρατημένην Θεσσαλικὴν ζώνην, ὁ Γιαννάκης Ράγκος καὶ ὁ Ν. Στουρνάρης, συμφωνήσαντες μετὰ τῶν Ὀθωμανῶν, ἐκινήθησαν κατ' αὐτοῦ, εἰσῆλθε τότε εἰς τὴν ἐλευθέραν Στερεὰν ὅπου οἱ ὁπλαρχηγοί, δυσηρεστημένοι τὰ μέγιστα διὰ τὴν κατ' αὐτοῦ διαβολήν, ὑπέγραψαν ἱκετήριον ὑπὲρ αὐτοῦ ἀναφοράν, καὶ τὴν παρουσίασαν εἰς τὴν Κυβέρνησιν, ἥτις τὸν ἐδέχθη λίαν εὐνοϊκῶς, ἐπαινέσασα συγχρόνως τὰ ἀνδρεῖα του κατορθώματα. Τότε ἐτάχθησαν ὑπ' αὐτὸν οἱ ὁπλαρχηγοὶ Δράκος, Δαγκλῆς, Ζέρβας, Περραιβός, Κοντογιάννης, Σκαλτσοδῆμος, Σαφάκας καὶ ἀνέλαβε ὁ Καραϊσκάκης τὴν ἐπιτήρησιν τῶν κινημάτων τοῦ Δερβὲν πασᾶ, τοῦ Γιουσοὺφ πασᾶ Περκόφτσαλη καὶ τοῦ Ἀμπὶζ πασᾶ Δίβρα, στρατοπεδευόντων μεταξὺ Ὑπάτης καὶ Λιανοκλαδίου, προτιθεμένων δὲ νὰ εἰσβάλωσι διὰ τῶν Θερμοπυλῶν πρὸς τὰ ἐνταῦθα. Ἔκτοτε ἀρχίζει ἡ κυρίως ἐν τῷ ἀγώνι δρᾶσις τοῦ Καραϊσκάκη.
Τρία δὲ εἶναι τὰ στάδια τῆς πολεμικῆς ταύτης δράσεως τοῦ Καραϊσκάκη κατὰ τὸν ὑπὲρ ἀνεξαρτησίας ἀγῶνα, ἀφ’ ἧς ἰδίως προήχθη εἰς ἀρχιστράτηγον. Ἡ ὑπὲρ τῆς λύσεως τῆς πολιορκίας τοῦ Μεσολογγίου προσπάθεια αὐτοῦ, ἢ εἰς τὴν Ἀνατολικὴν Ἑλλάδα στρατεία του καὶ Ἡ ἐν τῇ Ἀττικῇ στρατεία.
Ἐνεργῶν κατὰ τῶν πολιορκητῶν τοῦ Μεσολογγίου τὸν Σεπτέμβριον τοῦ 1825, προσβάλλει νικηφόρως ἐν Κραβάροις• ἁρπάζει τριακοσίας πεντήκοντα καμήλους, καὶ καταλαμβάνει τὸ κάστρον. Τὸν Νοέμβριον μεταξὺ Λάσπης καὶ Ἐρεβίω Δερβὲν καταστρέφει τὸν Δελήμπασι τοῦ Κιουταχῆ. Τὴν 25 Μαΐου 1820 κατορθώνει νὰ ἐγκαταστήσῃ τὸ στρατόπεδον αὐτοῦ ἐγγὺς τοῦ Μεσολογγίου, καὶ ρίπτει ἐνισχύσεις ἐντὸς αὐτοῦ. Τὸ ζήτημα τῆς ὑγείας του τὸν παρεκώλυσε, καὶ δὶς μετέβη εἰς τὴν Ἑπτάνησον πρὸς τοὺς ἰατρούς.
Ὑποχωρεῖ εἶτα βραδέως εἰς Κράββαρα πρὸ τοῦ Κιουταχῆ, τοῦ ὁποίου ἀπορρίπτει πάσας τὰς προτάσεις.
Μετὰ τὴν πτῶσιν τοῦ Μεσολογγίου ὅλοι οἱ ὁπλαρχηγοὶ τῆς Στερεᾶς ζητοῦν τὸν Καραϊσκάκην ὡς Γενικὸν Ἀρχηγόν, τὸν ὑποδεικνύουν δὲ καὶ ὁ Κολοκοτρώνης καὶ ὁ Νικήτας. ἡ Κυβέρνησις τὸν διορίζει καὶ ἔρχεται εἰς Ἐλευσῖνα. Ἀλλὰ μετ' ὀλίγον, καὶ ἐνῷ εἶχε κατορθώσει νὰ ἐμπεδώσῃ τὴν πειθαρχίαν ἐν τῷ Ἑλληνικῷ στρατοπὲδῳ καὶ πρώτην φορὰν νὰ ὀργανώσῃ ἀρκούντως μέγα τοιοῦτον, καταλαμβάνεται ὑπὸ δεινῆς οἰκογενειακῆς συμφορᾶς, ἀποθανούσης τῆς προσφιλοῦς αὐτοῦ συζύγου Γκόλφως καὶ τὰ ὀρφανά του εὑρίσκονται μόνα ἐπὶ τῆς νησίδος Καλάμου παρὰ τὴν Κεφαλληνίαν, ὅπου τὰ εἶχε τοποθετήσει μετ' αὐτῆς, σώσας ἐκ τῶν πολιορκουμένων Ἰωαννίνων, εἰς τὰ ὁποῖα εἶχεν εἰσδύσει καὶ ἁρπάσει τὴν Γκόλφω καὶ τὰ τέκνα ἀπὸ τὸ μέσον τῶν Τούρκων.
Ἐπειδὴ εἶχε διαδοθῆ τότε, ὅτι θὰ ἐγκατελίμπανε τὴν ἀρχηγίαν, ὑποβάλλει πρὸς τὴν Διοίκησιν τὴν ἑξῆς ἀναφοράν, δημοσιευθεῖσαν καὶ ἐν τῇ ἐπισήμῳ Ἐφημερίδι «Κάθε πολίτης χρεωστεῖ νὰ θεωρῇ ὡς δεύτερα τὰ ἴδια σχετικῶς πρὸς τὰ κοινὰ τοῦ Ἔθνους.
Προτιμῶ καὶ αὐτῆς τῆς οἰκίας μου τὴν παντελῆ καταστροφήν, διὰ νὰ μὴ παραιτήσω εἰς αὐτὰς τὰς κρισίμους περιστάσεις τὴν ὑπηρεσίαν τοῦ τόπου μου, ὑπὲρ τοῦ ὁποίου θέλω θυσιάσει τὸ ὀλίγον αἷμα μου ».
Ἐτήρησε τὸν λόγον του. Ἡ νέα στρατεία του ἤρχισεν ἐκ Κουντούρων. Διαβαίνει τὴν Κάζαν ἀσθενὴς καὶ ἐπὶ φορείου. Ἀλλὰ τὴν 27 Ὀκτωβρίου ἱππεύει, καὶ συνάπτει λαμπρὰν ἱππομαχίαν, κυκλούμενος ἀπὸ τὸ ἄνθος τῶν ἐφίππων ἀξιωματικῶν του Καλλέργη, Νικηταρᾶ, Πανουριᾶ, Ρούκη, Σουλτάνη καὶ ὀλίγων ἱππέων, φονεύει διὰ τῆς σπάθης ἕνα ἱππέα Δελῆν ἰδίᾳ χειρί, καὶ οἱ Τοῦρκοι φεύγουν εἰς Θήβας. Εἶναι ἡ σπάθη αὐτή, τὴν ὁποίαν ὁ Καποδίστριας ἔστειλε διὰ τοῦ ὑπασπιστοῦ του Καλλέργη εἰς τὸν στρατάρχην Μαιζὼν ὅτε ἀπέπλεεν οὗτος ἐκ Νεοκάστρου ἐπὶ τῆς φρεγάτας «Διδοῦς».
Αἱ περὶ τὴν Ράχοβαν καὶ τὸ Δίστομον μάχαι, δι' ὧν ἀνεκτήθη ἡ Στερεὰ ἐπανηγυρίσθησαν πανταχοῦ τῆς Ἑλλάδος, καὶ ὁ Σπυρίδων Τρικούπης ἐξεφώνει τὸν πανηγυρικόν, ἐν τῷ ὁποίῳ, παραβάλλων τὸν Ἑλληνικὸν στρατὸν πρὸς βαρεῖαν πυγμήν, ἐπιλέγει: «Ἀλλὰ τὸ στιβαρὸ τοῦτο χέρι ἔπρεπε νὰ τὸ διευθύνῃ ἐπιχειρηματικὸς καὶ ἐμπειροπόλεμος ἄνθρωπος. Τοιοῦτος παρουσιάσθη ὁ ἀρχηγὸς Καραϊσκάκης».
Ὁ Καραϊσκάκης ἀνεδείχθη ὁ καλλίτερος χειριστὴς τῶν ἁρματωλικῶν σωμάτων. Ἤξευρε τί ἔπρεπε νὰ ζητήσῃ καὶ τί ἠδύνατο νὰ κατορθώσῃ διὰ τῶν Ἑλλήνων μαχητῶν, οἵτινες εἰς ἀντίρροπον εἶχον ἄκραν πρὸς αὐτὸν ἐμπιστοσύνην καὶ ἀφοσίωσιν: «Καραϊσκάκη μ' ἀρχηγὲ καὶ πρῶτε Καπετάνιε». Κατὰ τὴν τρίτην περίοδον τῆς ἀρχηγίας του εἶχε τὴν ἀτυχίαν νὰ συνεργασθῇ μετὰ στρατηγῶν, εὐρωπαϊκῆς τακτικῆς οἵτινες οὐδὲν ἠννόουν ἐκ τῆς ἁρματωλικῆς τέχνης. Ὁσάκις τὸν ἤκουσαν, τὰ πράγματα προέκοψαν• τὸ ἐναντίον, ὅτε ἠθέλησαν «νὰ κάμουν τοῦ κεφαλιοῦ των.» Ἀφίνομεν τὴν ἀνισορροπίαν τοῦ ἀρειοτόλμου λόρδου Κόχραν, ὅστις τὰ ἴδια εἶχε κάμει καὶ ἐν Χιλῇ ὅπου ὑπηρέτησεν ὀλίγον πρότερον. Ἐκεῖ ὅμως προσέκρουσε πρὸς τὸν Μπλάγκο Ἐγκαλάδα καὶ ὁ Κόχραν θυμωθεὶς παρητήθη καὶ ἀπῆλθε τῆς Χιλῆς. Δυστυχῶς τὸν ἐπέβαλεν ἡμῖν ὁ ἐν Λονδίνῳ δανειστὴς Ρικάρδο, ὅστις δὲν ἔδιδε τὰ χρήματα ἄνευ τοῦ Κόχραν.
Ὁ Τσώρτς ὡς φαίνεται ἀπὸ τὰ ἐν τῷ Βρεττανικῷ Μουσείῳ ἔγγραφά του, συνετάσσετο τῷ Καραϊσκάκη ἀλλὰ ἐφοβεῖτο καὶ αὐτὸς τὸν Κόχραν, ὅπως τὸν ἐφοβοῦντο ὅλοι• ὁ λαὸς ἐφώναζεν «ἂν φύγῃ ὁ Κόχραν θὰ σᾶς σκοτώσωμε». Ἤθελε δ' οὗτος τὴν ἄμεσον καὶ κατὰ μέτωπον ἐπίθεσιν κατὰ τοῦ Ρεσὶτ Κιουταχῆ. «Ἐκ τῶν κεράτων τὸν ταῦρον» ἐφώναζεν ἑλληνιστὶ εἰς τὰ συμβούλια, τὰ ὁποῖα συνεκροτοῦντο ἐπὶ τῆς φρεγάτας «Ἑλλάδος».
Ὁ Καραϊσκάκης ἠρώτησε κάποτε μὲ τὸ συνηθισμένο χαμόγελο:
«Ποιὸν λέει ταῦρον ὁ Ναύαρχος ; τὸν Μπγᾶ; (Μπούας καὶ Μπγᾶς ὁ ἄγριος ταῦρος ἐν Ἀγράφοις καὶ ἐν τῇ Δυτικῇ Ἑλλάδι) καὶ ὅταν τοῦ ἀπήντησαν ὅτι αὐτὸν ἐννοεῖ. «Αἴ λοιπόν, εἶπε, δὲν ἔχει δίκαιον• διότι τὸν Μπγὰ γιὰ νὰ τὸν κάμουν ζάφτι δὲν τὸν πιάνουν ἀπὸ τὰ κέρατα γιατί τρυπάει καὶ σὲ πετάει κεῖ 'πάνω, ἀλλὰ ἀπὸ τ' ἀχαμνά, μὲ τὸ συμπάθειο, καὶ πέφτει ἀμέσως κάτω».
Ἡ Ἑλλὰς εἶχε τὴν ἀτυχίαν νὰ τὸν χάσῃ εἰς μίαν ἀπὸ τὰς κρισιμωτέρας στιγμὰς τῆς Ἐπαναστάσεως. Ὁ Γαζῆς Δελβενακιώτης, ὁ Περραιβὸς καὶ ὁ Νικόλαος Σπηλιάδης παρέχουσιν ἡμῖν ἐν πλάτει καὶ μὲ ὅλας τὰς λεπτομερείας τὰ κατὰ τὸν τραυματισμὸν καὶ τὸν θάνατον τοῦ στρατηγοῦ.
Ὁ Καραϊσκάκης, μάτην κοπιάσας νὰ μεταστρέψη τὰς γνώμας τοῦ πείσμονος Κόχραν, ἐξῆλθεν περίλυπος τῆς φρεγάτας καὶ ἀνεκοίνωσε πρὸς τοὺς ὑπαρχηγούς του τὸ ἀποτέλεσμα τοῦ Συμβουλίου. Πάντες περιέπεσαν εἰς μελαγχολίαν, κακὰ προαισθανόμενοι. Οὐχ ἦττον ἐπειδὴ εἶχε σημάνει ἡ ὥρα τοῦ γεύματος, διελύθησαν, καὶ τὴν ἐπαύριον 22 Ἀπριλίου 1827 συνῆλθον πάλιν περὶ τὴν σκηνὴν τοῦ Ἀρχηγοῦ. Ἦτο ἡ παραμονὴ τοῦ ἁγίου Γεωργίου, καὶ ὁ Καραϊσκάκης διέταξε χάριν τῆς ἑορτῆς του νὰ φέρουν πολλὰ ἀρνιά. «Διὰ τὰ παλληκάρια τὰ ἔφερα, εἶπεν, νὰ τὰ φάγουν αὔριον τοῦ ἁγίου Γεωργίου». Οἱ καπεταναῖοι τότε ὅλοι παρεκάλεσαν ν' ἀναβληθῆ χάριν τῆς ἑορτῆς του πᾶσα σύσκεψις περὶ τοῦ πολέμου καὶ τῶν προβλημάτων αὐτοῦ καὶ καθίσαντες συνομίλοῦν οἰκείως, μεθ’ ὅ ἤρχισαν ἀποσυρόμενοι εἰς τὰ ἴδια. Συνωμίλει, ἀκόμη μετὰ τῶν τελευταίων ὁ Ἀρχηγός, ὅτε ἠκούσθη ἐξαίφνης πυροβολισμὸς εἰς τὰ κατὰ τὴν Μουνυχίαν καὶ παρὰ τὴν ὁδὸν Πειραιῶς καὶ Φαλήρου κείμενα ὀχυρώματα, συγχρόνως δὲ παρετηρήθη καὶ κίνησις πολλῶν στρατιωτῶν, σπευδόντων νὰ σώσωσι τινας Κρῆτας καὶ Ὑδραίους, ἀπερισκέπτως καὶ ἄνευ διαταγῆς πλησιάσαντας Τουρκικὸν ὀχύρωμα, τραυματισθέντας καὶ κινδυνεύοντας νὰ πέσωσιν εἰς χείρας τῶν Τούρκων.
Ἐκ τούτου ὅμως ἔκ τε τῶν Ἑλληνικῶν καὶ Τουρκικῶν ὀχυρωμάτων ἐξώρμησαν πολλοί, καὶ ἡ μικρὰ συμπλοκὴ ἠπείλει νὰ γενικευθῇ εἰς μάχην, μάχην ἀδιοίκητον. Ὁ ἀρχηγός, καίτοι εἶχε καταληφθῆ πάλιν ὑπὸ τοῦ πυρετοῦ, φοβούμενος τὰς συνεπείας τῆς συμπλοκῆς, ἵππευσε καὶ ἔσπευσε μετὰ τινων ἀξιωματικῶν καὶ τῆς ἐφίππου σωματοφυλακῆς του, καὶ ἀνῆλθε ὕψωμά τι, διὰ νὰ ἀντιληφθῆ σαφῶς περὶ τῆς θέσεως τῶν πραγμάτων καὶ διατάξῃ τὸν στρατὸν εἰς κατάλληλα σημεῖα, διότι ἐκ τοῦ ἐλαιῶνος προσέτρεχεν ἤδη πολυάριθμον τουρκικὸν πεζικὸν καὶ ἱππικόν. Προστρέχουν ἐν τούτοις καὶ ὁ Νικηταρᾶς, μετὰ μέρους τοῦ σώματός του, ὅστις πληγώνεται εἰς τὴν σιαγόνα, ὡς ἐπληγώθησαν καὶ ὁ Ἀγαλόπουλος. ὁ Λεχουρίτης, ὁ Μπαϊρακτάρης, ὁ ὑπασπιστὴς τοῦ στρατηγοῦ Χατζῆ Μιχάλη Κακλαμάνος, τοῦ ὁποίου τραυματισθέντος ἀπεκόπη κατόπιν ὁ βραχίων, ὡς καὶ τοῦ Ἀγγέλου Βιτικώμ. Ἐπληγώθησαν καὶ 30 στρατιῶται. Τοῦρκος ἱππεὺς ἐν τῷ μεταξὺ διακρίνας τὸν Καραϊσκάκην πεζεύει καὶ εὐστόχως πυροβολεῖ. Ἡ σφαῖρα εὗρε τὸν Καραϊσκάκην εἰς τὸ ὑπογάστριον. Ἀφορμὴν εἰς τὸ φοβερὸν αὐτὸ δυστύχημα ἔδωκε κατὰ Σπηλιάδην τὸ ἑξῆς περιστατικόν. Τὴν 22 Ἀπριλίου δύο στρατιῶται Κρῆτες, περιφερόμενοι ἔξω Ἑλληνικοῦ κατὰ τὸ νέον Φάληρον (ὅπου νῦν τὸ θέατρον) ὀχυροῦ περιβόλου καὶ ἰδόντες Τοῦρκον φρουρὸν ἔξω τοῦ κατέναντι καὶ εἰς ἀπόστασιν τουρκικοῦ χαρακώματος, ἠθέλησαν νὰ δοκιμάσωσι κατ' αὐτοῦ τὰ μακρά των, ὡς τὰ ἔφερον οἱ Κρῆτες, τουφέκια.
Ὁ ἕτερος λοιπὸν αὐτῶν τουφεκίζει, καὶ τὸ βλῆμα πίπτει παρὰ τὸν Τοῦρκον ὅστις ἀντιτουφεκίζει καὶ ἐξάπτεται συμπλοκή. Ἐξ ὅλων τῶν ἑλληνικῶν σωμάτων, Ὑδραῖοι, Σουλιῶται καὶ ἄλλοι προσέτρεξαν καὶ τὸ πρᾶγμα ἐξετράπη εἰς ἀληθῆ μάχην ἄνευ τινὸς διευθύνοντος. Ἐπειδὴ δὲ οἱ Τοῦρκοι, πιεζόμενοι, ἤρχισαν νὰ ἐξέρχωνται τοῦ χαρακώματος, στρατιώτης τις ἐκ τῶν ἡμετέρων ἐφώναξε «βγαίνουν οἱ Τοῦρκοι», ἀντὶ νὰ εἴπη φεύγουν, ὅπερ παρεξηγήσαντες τινὲς ἤρχισαν νὰ ὑποχωροῦν. Τότε ὁ Καραϊσκάκης περιτρέχων ἐπειρᾶτο νὰ ἐμποδίσῃ τοὺς φεύγοντας καὶ νὰ τακτοποιήσῃ τὴν μάχην, διότι οἱ Τοῦρκοι, ἀκούσαντες τὸν αὐτὸν πυροβολισμὸν καὶ νομίσαντες ὅτι ἐπρόκειτο περὶ ἐπιθέσεως, ἤρχισαν ν' ἀποστέλλουν στρατὸν ἐκ τοῦ ἐλαιῶνος, καὶ ἐπηκολούθησεν ὁ θανατηφόρος τραυματισμός του.
Ὀπισθοδρομήσας πρὸς τοὺς συμπολεμιστὰς καὶ προαισθανόμενος τὸν θάνατον ἠθέλησε νὰ συναχθῶσιν οἱ στρατηγοί, ὅπως ἀφήσῃ τὰς τελευταίας του συμβουλὰς. Τοὺς ἀπεχαιρέτησε διὰ τῶν ἑξῆς λέξεων:
«Ἀδελφοὶ καὶ συστρατιῶται, ἀποθνήσκω εὐχαριστημένος, διότι ἐπλήρωσα τὰ πρὸς τὴν πατρίδα χρέη μου, ὅσον αἱ φυσικαί μου δυνάμεις τὸ ἐσυγχώρησαν. Ἀγαπᾶτε τὴν πατρίδα. Ὁ θάνατός μου δὲν πρέπει νὰ σᾶς δειλιάσῃ. Μὴ φοβῆσθε τοὺς Τούρκους. Σᾶς τρέμουν ὅταν μάλιστα μανθάνουν τὴν ὁμόνοιάν σας.
Μὴ λυπῆσθε. Ἡ τιμὴ καὶ τὸ καύχημα τῶν παλληκαριῶν εἶνε νὰ τοὺς κράζουν σφαγάρια καὶ ὄχι ψοφίμια.» (Νὰ πίπτουν δηλαδὴ ἐν τῇ μάχῃ καὶ νὰ μὴ ἀποθνήσκουν εἰς τὸ κρεββάτι).
Ταῦτα καὶ ἄλλα τινὰ εἰπὼν κατὰ τὸν Περαιβόν, διὰ σβεννυμένης φωνῆς εἰσῆλθεν εἰς τὴν λέμβον καὶ ἐπέβη εἶτα τῆς ἡμιολίας τοῦ Τσούρτς «Σπαρτιάτης» ὅπου ἐξητάσθη ὑπὸ τοῦ χειρούργου τὸ τραῦμα ὅστις διέταξε νὰ τὸν μεταφέρουν ἀμέσως εἰς Σαλαμῖνα, ἀλλὰ περὶ τὰ μέσα τῆς νυκτὸς ἐξέπνευσε καὶ τὸ σῶμα του ἀπεβιβάσθη εἰς Ἀμπελάκια, εὐθὺς δὲ καὶ μετεφέρθη εἰς Κούλουρην Σαλαμῖνος τῇ συνοδείᾳ τῶν παρατυχόντων ἀνωτέρων κληρικῶν καὶ τῶν ἐν τῷ νοσοκομείῳ ἐλαφρῶς τραυματιῶν, οἵτινες δράξαντες τὰ ὅπλα, συνώδευσαν τὸ λείψανον μέχρι τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, ὅπου καὶ ἐτάφη κατὰ τελευταίαν θέλησίν του.
Μετὰ τὴν ἔλευσιν τοῦ Ὄθωνος ἐκρίθη νὰ ταφῇ ἐν ᾧ τόπῳ ἐτραυματίσθη θανατηφόρως ἐν κοινῷ μνημείῳ μετὰ τῶν συμμαχητῶν του• οὕτως ἡμέραν τινα τοῦ ἔαρος τοῦ 1835 μετὰ τὴν ὁριστικὴν ἐγκατάστασιν τῆς καθέδρας τοῦ Κράτους ἐν Ἀθήναις, ἐπιμελείᾳ τῆς ἀντιβασιλείας, ἐκκλησιαστικὴ καὶ ναυτικὴ πομπὴ ἐξεκίνησεν ἐκ Σαλαμῖνος πλέουσα πρὸς τὸν Πειραιᾶ. Ἐκ Σαλαμῖνος συνώδευον τὰ λείψανα ὁ Ἐπίσκοπος Αἰγίνης, αἱ θυγατέρες τοῦ στρατηγοῦ καὶ οἱ συνταγματάρχαι, καθ' ὅν βαθμὸν ἔφερον τότε, Κριεζώτης, Νικηταρᾶς, Βάσσος, Μαυροβουνιώτης, Μακρυγιάννης, Χατζηπέτρος, Καλλέργης, Σπυρομήλιος καὶ ὁ ταγματάρχης τοῦ ἐλαφροῦ πεζικοῦ Γεώργιος Βάγιας. Ἡ κάλπη ἐκαλύπτετο ὑπὸ μελανοῦ μεταξωτοῦ. Ὑπὸ τοὺς κρότους τῶν πυροβόλων ἀπεβιβάσθησαν εἰς Πειραιᾶ καὶ συνοδίᾳ ἀποσπασμάτων τῶν παλαιῶν χιλιαρχιῶν καὶ τοῦ νεωτέρου τακτικοῦ στρατοῦ τῆς Ἑλλάδος ἐπορεύθησαν πρὸς τὸ Νέον Φάληρον μὲ τὰ λείψανα φερόμενα ἐπὶ «πενθισκεποῦς πεδινοῦ πυροβόλου». Παρὰ τὸ ἐν Ν. Φαλήρῳ ἀνεγερθὲν μνημεῖον ὁ Βασιλεὺς Ὄθων καὶ οἱ Ἀντιβασειλεῖς Ἀρμενσμπέργ, Κόβελλ, Ἔϋδεκ, ὁ γράψας περὶ Καραϊσκάκη συμμαχητής του, πάντες φέροντες πένθιμον ταινίαν. Συγχρόνως ἄλλη πένθιμος ἐξ Ἀθηνῶν πομπὴ μετέφερε ἐπὶ τῶν κυλλιβάντων τῶν πυροβόλων τὰ λείψανα τῶν λοιπῶν ὑπερμάχων τῶν Ἀθηνῶν, τὰ ὁποῖα ἕως τότε ἦσαν τεθαμμένα εἰς τὸν περίβολον τῆς Ἁγίας Εἰρήνης, καὶ συνήντα τὴν πρώτην πρὸ τοῦ μνημείου. Μετὰ σύντομον δέησιν οἱ ἀξιωματικοὶ Νικηταρᾶς, Βάσσος, Κριεζώτης, Χατζηπέτρος καὶ λοιποί τοῦ Καραϊσκάκη συναγωνισταὶ κατέθεσαν τὰ λείψανα εἰς τὸν τάφον, ἐνῶ τὸ πυροβολικὸν ἔρριπτε «τεσσαράκοντα πέντε βολὰς ὅσοι ἦσαν οἱ χρόνοι τῆς ἡλικίας τοῦ Καραϊσκάκη», κατὰ τὸ ὑπὸ τοῦ συναδέλφου Ἀριστοτέλους Κουρτίδου ἀνευρεθὲν καὶ κατατεθὲν εἰς τὸ Μουσεῖον τῆς «Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρείας», μοναδικὸν περισωζόμενον πρόγραμμα τῆς μετακομιδῆς.
Τότε ὁ βασιλεὺς Ὄθων, στὰς πρὸ τοῦ μνημείου, ἐξέβαλε τὸν ἴδιον Μεγαλόσταυρον καὶ ἀφοῦ τὸν ἔθεσε πρῶτον ἐπὶ τῶν λειψάνων τοῦ Καραϊσκάκη, τὸν παρέδωκεν εἰς τὴν πρεσβυτέραν τῶν θυγατέρων του, εἰς δὲ τὴν νεωτέραν χρυσόβουλλον ἐνδιαλαμβάνον περὶ δωρεᾶς εἰς αὐτάς.
Νομίζω νῦν ὅτι εἰς τοὺς Ρουμελιώτας ἀπόκειται νὰ φροντίσουν ὅπως ἐν Φαλὴρῳ καὶ εἰς θέσιν περίοπτον καὶ συχναζομένην, ἀνεγερθῆ μέγας χάλκινος ἔφιππος ἄνδριάς τοῦ μεγάλου Ἕλληνος πολεμιστοῦ, ὅστις ἔσωσε καὶ ἐδόξασε τὴν Ρούμελην.
Γαζῆς Δελβινακιώτης, χιλίαρχος, ἀκολουθήσας τὸν στρατάρχην τῆς Ρούμελης εἰς πάσας αὐτοῦ τὰς
ἐκστρατείας, ὁ ἰδιαίτερος γραμματεὺς τοῦ Αἰνιὰν καὶ ὁ Περραιβὸς εἶναι οἱ πρῶτοι γράψαντες περὶ Καραϊσκάκη. Οἱ μετ' αὐτοὺς δέν προσέθηκαν ἢ ὕμνους, οὐδὲν ὅμως τὸ οὐσιαστικὸν διὰ τὴν βιογραφίαν του. Ἐκ τῶν ἐγγράφων δέ, τὰ ὁποῖα ἔλαβεν ἢ ἔστειλεν, ὀλίγα ἐδημοσιεύθησαν, ἀφορῶντα κυρίως εἰς τὴν ἐκστρατείαν Ἀττικῆς. Καὶ οἱ πρῶτοι αὐτοῦ βιογράφοι σχετικῶς ὀλίγα ἔγραψαν, τὸ ὁποῖον συμβαίνει καὶ δι’ ὅλους τοὺς ἄνδρας τοῦ Ἱεροῦ Ἀγῶνος. Ὀλίγοι ἄνδρες ἐν τούτοις τῆς Ἐπαναστάσεως ὑπῆρξαν, διὰ τοὺς ὁποίους νὰ μὴ γραφοῦν καὶ δύο καὶ τρία τὸ ὀλιγώτερον φυλλάδια, λόγοι ἢ βιογραφίαι, τὰ ὁποῖα δυστυχῶς δὲν ἐκπροσωποῦν καμμίαν ἔρευναν. Συνήθως δὲν εἶναι ἢ πάταγος λέξεων. Λησμονοῦν νὰ ἀναφέρουν αὐτὸ τὸ ἔτος τῆς γεννήσεως τῶν ἡρώων των, πολὺ ὀλιγώτερον τὰς πράξεις των. Διθύραμβοι ἄνευ οὐσίας. Πολλάκις δὲ καὶ μυθεύματα. Ὁ Καραϊσκάκης ἀφοῦ ζῶν ὑπέφερε τὰ πάνδεινα ἀπὸ τὴν φιλαρχίαν καὶ κακίαν τοῦ Μαυροκορδάτου, ἐπέπρωτο καὶ τεθνεὼς νὰ παρασταθῇ ὡς δημιούργημα τῶν πολιτικῶν, οἵτινες τὸν ἀνεκάλυψαν δῆθεν, ὡς νὰ μὴ εἶχε προτέραν ἱστορίαν, τὸν προήγαγον, καὶ τοῦ ἔδωκαν μάλιστα σύμβουλὰς νὰ παύσῃ νὰ εἶναι πλέον.... διάβολος!
Ὁ Καραϊσκάκης, διακεκριμμένος ἁρματωλός, ὑπῆρξεν εἷς τῶν καλλιτέρων καὶ πατριωτικωτέρων ὁπλαρχηγῶν ἀπ' αὐτῶν τῶν πρώτων ἡμερῶν τοῦ ἀγῶνος. Εὑρεθεὶς ἐγγύτατα τοῦ κέντρου τῶν ὀθωμανικῶν δυνάμεων, δηλαδὴ τοῦ στρατοπέδου τοῦ Χουρσίτ, εἰς τὸν ὁποῖον εἶχε ἀνατεθῇ ἡ κατάπνιξις τοῦ κινήματος τοῦ Ἀλῆ-πασσᾶ καὶ τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως, ἐπρομάχησεν αὐτῆς μετὰ ζήλου καὶ καρτερίας, καὶ εἶνε συκοφαντία τὸ λεχθὲν περὶ αὐτοῦ, ὅτι τὰ πρῶτα του κινήματα δὲν ἀπέβλεπον ἢ εἰς τὴν κατάκτησιν ἑνὸς ἁρματωλικίου μόνον. Τὰ περὶ τῶν ἁρματωλικίων ἀνήκουν εἰς παλαιοτέραν ἐποχήν. Καὶ ἔπρεπε νὰ ἐπιδιώξῃ ἕν ἀρματωλήκι, διὰ νὰ ἔχῃ στρατιώτας καὶ σημασίαν. Δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ γίνη ἄλλως τότε• ὅταν ἐξερράγη ὁ ἀγών, ἀμέσως ἐτάχθη εἰς τὴν πρώτην γραμμήν, καὶ ἀπ' ἀρχῆς ἠννόει ὁ ὀξύτατος πολὺ καλά, δὴ ἐπρόκειτο περὶ τῆς ἀποκαταστάσεως τοῦ Γένους, ὄχι δὲ περὶ κατακτήσεως καπετανάτων. Τὸ καπετανάτον τοῦ ἐχρειάζετο ὡς μέσον, ὄχι ὡς σκοπός. Ὁ τελικὸς σκοπὸς ἦτο ἡ ἀπελευθέρωσις τοῦ Ἔθνους. Εὐθέως κατέκτησε μίαν ἀπὸ τὰς πρώτας θέσεις, παρὰ πάντων ἀναγνωριζόμενος, τὸ ὁποῖον χρεωστεῖ κυρίως εἰς τὴν φρόνησίν του καὶ τὴν πολεμικὴν δεξιότητα. Ὅλοι οἱ καπεταναῖοι τῆς Στερεᾶς ἔβλεπαν ἀπ' ἀρχῆς ἐν αὐτῷ τὸν μεγάλον ἀρχηγόν. Ἀλλὰ εἶχε νὰ παλαίσῃ ὄχι μόνον κατὰ τῶν Τούρκων, ἀλλὰ καὶ κατὰ ραδιουργίας τῶν πολιτικῶν, οἵτινες καὶ ὡς προδότην ἀκόμη παρέστησαν αὐτόν, τὸν εἰσήγαγον εἰς δίκην, καὶ ἐκ παντὸς τρόπου προσεπάθησαν νὰ τὸν καταστρέψωσιν, ἀλλὰ τέλος ἐνίκησεν, ἐπιδείξας ψυχραιμίαν καὶ ὑπομονήν, καὶ δὲν τὴν ἔπαθεν ὡς ὁ Ὀδυσσεύς.
Ὁ Καραϊσκάκης εἶναι πράγματι ὁ καθεαυτὸ αὐτοποίητος ἀνήρ, ἔργον τῶν ἰδίων χειρῶν. Εἶναι ἀληθές, ὅτι ὑπῆρξε γέννημα καλογραίας ἥτις ἡμάρτησε διὰ νὰ δωρήσῃ εἰς τὴν Ἑλλάδα τὸν ἄριστον τῶν στρατιωτικῶν αὐτῆς ἀνδρῶν. Πατὴρ του ὑπῆρξεν ὁ ὀνομαστὸς ἁρματωλὸς Ἴσκος ὁ καὶ Καραΐσκος, διὰ τὸν ὅποιον ἡ ἐξόχου καλλονῆς γυνὴ αὕτη ἠσθάνθη σφοδρὸν ἔρωτα, καὶ ἐξ αὐτοῦ συνέλαβε καὶ ἔτεκε τὸν ἥρωα Γεώργιον, τὸ Καραϊσκάκη, ὡς τὸ ἀπεκάλει μετά τινος ὑπερηφάνειας, τὸ παιδάκι δηλαδὴ τοῦ Καραΐσκου. Ἡ καλογραία αὕτη εἶχε γεννηθῇ καὶ ἀναπτυχθῇ εἰς Σκουλικαριὰν τῆς ἐπαρχίας Ἄρτης, ἐκαλεῖτο δὲ Ζωὴ Δεμισκῆ, καὶ ἀνῆκεν εἰς προέχουσαν οἰκογένειαν, πρώτη ἐξαδέλφη οὖσα τοῦ διασήμου ὁπλαρχηγοῦ Γώγου Μπακόλα. Ἐλθοῦσα εἰς γάμου κοινωνίαν πρὸς τὸν ἐκ Φαναρίου τῆς ἐπαρχίας Ἀγράφων πρόκριτον Γιαννάκην Μαυροματιώτην, ἐχήρευσε νεωτάτη, περιέπεσεν εἰς μελαγχολίαν, καὶ γυνὴ οὖσα τῶν ἄκρων ἠσπάσθη τὸ μοναχικὸν σχῆμα. Μετὰ ἔτους ὅμως παρέλευσιν συνήντησε καὶ ἠράσθη τὸν ἐκ Βάλτου Καραΐσκον, καὶ τέλος ἔτεκε τὸν Καραϊσκάκην εἰς τὸ οὐ μακράν τοῦ Φαναρίου χωρίον Μαυρομάτι κατὰ τὸ 1782. Φοβουμένη τὴν τιμωρίαν καὶ ἰδίως τὴν ἀφαίρεσιν τοῦ νεογνοῦ, καταφεύγει εἰς ἕν σπήλαιον παρὰ τὸ Μουζάκι, καὶ μετὰ δίμηνον σχεδὸν ἐν αὐτῷ διαμονήν, ὑποστᾶσα τὰ πάνδεινα διαβαίνει εἰς τὴν πατρίδα της Σκουλικαριάν, ὅπου εὗρε τινά, φαίνεται, προστασίαν, καθ' ἃ λέγεται καὶ παρὰ τοῦ Καραΐσκου αὐτοῦ, ὅστις τὴν ἐπροφύλαξε ἀπὸ πάσης καταδιώξεως, καὶ κατώρθωσεν οὕτως νὰ θρέψη αὕτη καὶ ἀναπτύξῃ τὸ βρέφος, τὸ ὁποῖον ἠγάπα περιπαθῶς. Τὸ ἀνέθρεψεν ἐπιμελῶς, ἦτο δὲ τὸ παιδίον ζωηρόν, εὐφυὲς καὶ ὡραῖον.
Ἡ Ζωὴ δὲν ἒζη πλέον ἢ δι' αὐτό, καὶ ὅταν τὸ εἶδε πλέον περικαλλῆ καὶ ἔξυπνον ἔφηβον, τῆς ἦλθεν ἡ ἰδέα νὰ μεταβῇ εἰς Ἰωάννινα, ὅπως τὸ ἀναπτύξῃ καὶ φροντίσῃ περὶ τοῦ μέλλοντός του, ἰδίως δὲ φοβουμένη τὸ ἀτίθασσον αὐτοῦ, καὶ διὰ νὰ μὴ φύγῃ πρὸς τὴν κλεφτουριάν, πρὸς ἥν εἰλκύετο. Ἀλλὰ καὶ ἐν Ἰωαννίνοις ὁ νεανίσκος δὲν ὡμίλει ἢ περὶ Κλεφτῶν καὶ Ἁρματωλῶν. Ἐσοφίθη λοιπὸν νὰ τὸν φέρῃ ἡ ἰδία πρὸς τὸν Ἀλῇ-πασᾶ, τὸ ὁποῖον καὶ ἤρκεσε νὰ τῆς προσπορίση τὴν εὔνοιαν τοῦ φοβεροῦ Σατράπου. Ὁ Ἀλῆς κατεθέλχθη ἐκ τοῦ γενναίου παραστήματος τοῦ πολεμικοῦ νεανίσκου, τὸν ἐπήνεσε διὰ τὸ ἀρειμάνιον αὐτοῦ φρόνημα, καὶ τὸν κατέταξε παρευθὺς εἰς τὸ στράτευμά του. Ἀλλὰ δὲν συνεβιβάζετο πολὺ πρὸς τοὺς Ὀθωμανούς, καὶ πολλὰ προυκάλεσεν ἐπεισόδια, ἕνεκα ἐρίδων καὶ συμπλοκῶν πρὸς αὐτούς. Ὀργισθεὶς τέλος κατ' αὐτοῦ ὁ Βεζὺρ Ἀλῆ Πασᾶς τὸν ἐφυλάκισεν εἰς Τεπελένιον. Ὁ Καραϊσκάκης, δραπετεύσας ἐκ τῆς εἰρκτῆς, ἀπῆλθεν εἰς Ἄγραφα, καὶ κατετάχθη εἰς τὸ ἁρματωλῆκι τοῦ Κατσαντώνη, ταχέως διακριθεὶς καὶ προαχθεὶς. Γνωστὸν εἶναι τὸ τραγικὸν τέλος τοῦ περίφημου ἁρματωλοῦ Κατσαντώνη.
Μετὰ τὸν θάνατον αὐτοῦ καὶ τοῦ ἀδελφοῦ του οἱ τετρακόσιοι αὐτῶν στρατιῶται ἔμειναν ὑπὸ τὴν ἀρχηγίαν τοῦ Τσόγκα, τοῦ Πάγκαλου, τοῦ Φραγκίστα καὶ τοῦ Καραϊσκάκη. Ὁ Ἀλῆ πασᾶς ἀπέστειλεν κατ’αὐτῶν ἰσχυρὸν σῶμα ὑπὸ τὸν ἀνδρεῖον Ἀλβανόν Μουχουρδάρ Πότζι. Οὐδὲν ὅμως ἠδυνήθη οὗτος νὰ κατορθώσῃ κατ' αὐτῶν, εἰ καὶ ἔμενεν ἕν ὁλόκληρον ἔτος ἐν Ἀγράφοις. Τέλος ὁ δριμὺς χειμών, αἱ στερήσεις καὶ ἡ ἔλλειψις πυρομαχικῶν ἠνάγκασαν τοὺς ἁρματωλοὺς νὰ καταφύγωσιν εἰς τὴν Ἀγγλοκρατουμένην Λευκάδα. Ὁ πασᾶς ὅμως, ἔχων φιλικὰς σχέσεις μετὰ τῶν Ἄγγλων, τοὺς ἐστέρησε καὶ τοῦ καταφυγίου τούτου. Ἐξωσθέντες ὑπὸ τῶν Ἄγγλων, ἠναγκάσθησαν νὰ συνθηκολογήσωσι πρὸς τὸν Ἀλῆν, ὅστις γινώσκων τὴν ἀξίαν των, τὸν μὲν Τζόγκαν διώρισε καπετάνιον τῆς ἐπαρχίας Βονίτσης, πάντας δὲ τοὺς λοιποὺς διώρισε Τζοχανταραίους, ἤτοι σωματοφύλακάς του, σῶμα εἰς τὸ ὁποῖον ὑπηρέτουν ἤδη ὁ Διάκος, ὁ Ὁδυσσεύς, ὁ Βάγιας, ὁ Μποῦσγος καὶ ἄλλοι Ἕλληνες. Ὁ Ἀλῆς, στρατεύσας διαταγῇ τοῦ Σουλτάνου κατὰ τοῦ ἀποστάτου πασᾶ τοῦ Βιδινίου Πασβὰν Ὀγλοῦ, τοῦ φίλου τοῦ Ρήγα, συμπεριέλαβε καὶ τοὺς Ἕλληνας στρατιωτικούς του. Ὁ Καραϊσκάκης, φθάσας εἰς Δούναβιν, ἔφυγε πρὸς τὸν Πασβὰν Ὀγλοῦ, καὶ συνεπολέμησε μετ' αὐτοῦ ἐπὶ τρεῖς μῆνας ἐν Βιδινίῳ. Τὸν Καραϊσκάκην οὐ μόνον συνεχώρησε διὰ τὰ πρὸ τῆς φυλακίσεώς του συμβάντα καὶ διὰ τὴν δραπέτευσίν του καὶ τὰ ἄλλα του παραπτώματα, ἀλλὰ καὶ ἐνύμφευσε μετὰ τῆς περικαλλοῦς Γκόλφως, κόρης προστατευομένης οἰκογενείας του ἐκ Βάλτου, ἐπικαλουμένην ψαριανοπούλαν, δι' ὅν γάμον καὶ τὸ τρίστιχον: «Νέος νέος ἐπαντρεύτηκα, ὡραίαν γυναῖκα πῆρα κλπ.».
Ὀλίγον μετὰ τὸν γάμον του χρόνον ἐξερράγη καὶ ἡ Ἑλληνικὴ Ἐπανάστασις, καὶ ὁ Καραϊσκάκης, συγκροτήσας ἐξ ἐπιλέκτων σῶμα, διέβη εἰς Ἄγραφα καὶ ἐμάχετο κατὰ τῶν Τούρκων. Κατὰ τὸν γνωρίσαντα καὶ ὑπηρετήσαντα ὑπ’ αὐτὸν Χριστόφορον Περραιβόν,—δεν ἀντιτίθενται καὶ εἰς ὅσα περὶ αὐτοῦ λέγει ὁ Ἔϊδεκ—ὁ Καραϊσκάκης ἦτο μετρίου ἀναστήματος, μελαψὸς καὶ ἰσχνός. Ἡ ἰσχνότης του ἐπετάθη ἐκ τῆς φυματιώσεως, ὑφ’ ἧς βραδύτερον προσεβλήθη. Εἶχε τὸ πρόσωπον ὠοειδές, εὐρυμέτωπος καὶ δασὺς τὰς ὀφρεῖς, ὀφθαλμοὺς εἶχε μελανοὺς καὶ λάμποντας, ρῖνα λεπτὴν καὶ εὐθεῖαν, μύστακα μέλανα, ὡς καὶ κόμην, ἥν ἔφερε μακράν, ὡς οἱ ἁρματωλοὶ συνήθως, ὀδόντας μικρούς, αἱ ὁδονταλγίαι του ὅμως ἦσαν συχναὶ καὶ ἀφόρητοι, ἕν ἀπὸ τὰ βάσανα τοῦ Καραϊσκάκη. Διὰ τὰς πνευματικὰς του ἰδιότητας εἶνε περιττὸν νὰ εἴπω ὅτι εἶχε μεγάλην διανοητικὴν ὀξύτητα, παρατηρητικόν, καὶ ἤξευρε πολλὰ πράγματα, εἶχε δὲ καὶ ἐκτάκτως ἰσχυρὰν μνήμην, δραστηριώτατος, προσθέτει ἀκόμη ὁ Περραιβός, καὶ ἀκούραστος εἰς τοὺς ἀγῶνας. Μολονότι δὲ ἦτο ἀδύνατος διεκρίνετο ἐπὶ ἀντοχῇ. Ἦτο λίαν προσηνὴς πρὸς πάντας, καὶ ἤκουε μετὰ προσοχῆς. Ἦτο δὲ θαυμάσιος εἰς τὰ χαριτολογήματά του, ἠρέσκετο εἰς τὰς ἀστειότητας, καὶ ἦτo ἐνίοτε βωμολόχος ἄχρις ὑπερβολῆς. Ὅταν περιέπιπτεν εἰς λάθη ἢ κακὴν ἐκτίμησιν τῶν πραγμάτων, τὰ ἀνεγνώριζε προθύμως, καὶ δὲν ἐσυστέλλετο νὰ ζητῇ ἐσθ’ ὅτὲ καὶ συγχώρησιν.
Ἂν καὶ ἀγράμματος, εἶχε πολλὴν φυσικὴν εὐγλωττίαν, καὶ ὁμιλῶν δὲν ἔκαμνε πολλὰ σφάλματα. Ἔφερε πάντοτε σχεδὸν κατέρυθρον δουλαμᾶν χρυσοκέντητον καὶ ὡραῖα ὅπλα, τὰ ὁποῖα δύναταί τις νὰ ἴδῃ ἐν τῷ Μουσείῳ τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρείας.
Γνωστὰ ὅσα ἔπαθεν ἀπὸ τὸν Μαυροκορδάτον, εἰς ὅν δὲν ὑπετάσσετο, ὡς καὶ οἱ Γεώργιος Βαρνακιώτης καὶ Γῶγος Μπακόλας. Τὸν ἐσυκοφάντησεν ὡς φιλότουρκον, τὸν εἰσήγαγεν εἰς δίκην, καὶ τὸν κατεδίκασε, συγκεντρώσας τὰς ψήφους εἰκοσάδος ὁπλαρχηγῶν. Στρατολογήσας τότε ἰδίᾳ.δαπάνῃ ἑξακοσίους ἄνδρας, εἰσῆλθεν εἰς τὴν Θεσσαλίαν. Ἐπειδὴ δὲ οὕτω εὑρέθη εἰς τὴν τουρκοκρατημένην Θεσσαλικὴν ζώνην, ὁ Γιαννάκης Ράγκος καὶ ὁ Ν. Στουρνάρης, συμφωνήσαντες μετὰ τῶν Ὀθωμανῶν, ἐκινήθησαν κατ' αὐτοῦ, εἰσῆλθε τότε εἰς τὴν ἐλευθέραν Στερεὰν ὅπου οἱ ὁπλαρχηγοί, δυσηρεστημένοι τὰ μέγιστα διὰ τὴν κατ' αὐτοῦ διαβολήν, ὑπέγραψαν ἱκετήριον ὑπὲρ αὐτοῦ ἀναφοράν, καὶ τὴν παρουσίασαν εἰς τὴν Κυβέρνησιν, ἥτις τὸν ἐδέχθη λίαν εὐνοϊκῶς, ἐπαινέσασα συγχρόνως τὰ ἀνδρεῖα του κατορθώματα. Τότε ἐτάχθησαν ὑπ' αὐτὸν οἱ ὁπλαρχηγοὶ Δράκος, Δαγκλῆς, Ζέρβας, Περραιβός, Κοντογιάννης, Σκαλτσοδῆμος, Σαφάκας καὶ ἀνέλαβε ὁ Καραϊσκάκης τὴν ἐπιτήρησιν τῶν κινημάτων τοῦ Δερβὲν πασᾶ, τοῦ Γιουσοὺφ πασᾶ Περκόφτσαλη καὶ τοῦ Ἀμπὶζ πασᾶ Δίβρα, στρατοπεδευόντων μεταξὺ Ὑπάτης καὶ Λιανοκλαδίου, προτιθεμένων δὲ νὰ εἰσβάλωσι διὰ τῶν Θερμοπυλῶν πρὸς τὰ ἐνταῦθα. Ἔκτοτε ἀρχίζει ἡ κυρίως ἐν τῷ ἀγώνι δρᾶσις τοῦ Καραϊσκάκη.
Τρία δὲ εἶναι τὰ στάδια τῆς πολεμικῆς ταύτης δράσεως τοῦ Καραϊσκάκη κατὰ τὸν ὑπὲρ ἀνεξαρτησίας ἀγῶνα, ἀφ’ ἧς ἰδίως προήχθη εἰς ἀρχιστράτηγον. Ἡ ὑπὲρ τῆς λύσεως τῆς πολιορκίας τοῦ Μεσολογγίου προσπάθεια αὐτοῦ, ἢ εἰς τὴν Ἀνατολικὴν Ἑλλάδα στρατεία του καὶ Ἡ ἐν τῇ Ἀττικῇ στρατεία.
Ἐνεργῶν κατὰ τῶν πολιορκητῶν τοῦ Μεσολογγίου τὸν Σεπτέμβριον τοῦ 1825, προσβάλλει νικηφόρως ἐν Κραβάροις• ἁρπάζει τριακοσίας πεντήκοντα καμήλους, καὶ καταλαμβάνει τὸ κάστρον. Τὸν Νοέμβριον μεταξὺ Λάσπης καὶ Ἐρεβίω Δερβὲν καταστρέφει τὸν Δελήμπασι τοῦ Κιουταχῆ. Τὴν 25 Μαΐου 1820 κατορθώνει νὰ ἐγκαταστήσῃ τὸ στρατόπεδον αὐτοῦ ἐγγὺς τοῦ Μεσολογγίου, καὶ ρίπτει ἐνισχύσεις ἐντὸς αὐτοῦ. Τὸ ζήτημα τῆς ὑγείας του τὸν παρεκώλυσε, καὶ δὶς μετέβη εἰς τὴν Ἑπτάνησον πρὸς τοὺς ἰατρούς.
Ὑποχωρεῖ εἶτα βραδέως εἰς Κράββαρα πρὸ τοῦ Κιουταχῆ, τοῦ ὁποίου ἀπορρίπτει πάσας τὰς προτάσεις.
Μετὰ τὴν πτῶσιν τοῦ Μεσολογγίου ὅλοι οἱ ὁπλαρχηγοὶ τῆς Στερεᾶς ζητοῦν τὸν Καραϊσκάκην ὡς Γενικὸν Ἀρχηγόν, τὸν ὑποδεικνύουν δὲ καὶ ὁ Κολοκοτρώνης καὶ ὁ Νικήτας. ἡ Κυβέρνησις τὸν διορίζει καὶ ἔρχεται εἰς Ἐλευσῖνα. Ἀλλὰ μετ' ὀλίγον, καὶ ἐνῷ εἶχε κατορθώσει νὰ ἐμπεδώσῃ τὴν πειθαρχίαν ἐν τῷ Ἑλληνικῷ στρατοπὲδῳ καὶ πρώτην φορὰν νὰ ὀργανώσῃ ἀρκούντως μέγα τοιοῦτον, καταλαμβάνεται ὑπὸ δεινῆς οἰκογενειακῆς συμφορᾶς, ἀποθανούσης τῆς προσφιλοῦς αὐτοῦ συζύγου Γκόλφως καὶ τὰ ὀρφανά του εὑρίσκονται μόνα ἐπὶ τῆς νησίδος Καλάμου παρὰ τὴν Κεφαλληνίαν, ὅπου τὰ εἶχε τοποθετήσει μετ' αὐτῆς, σώσας ἐκ τῶν πολιορκουμένων Ἰωαννίνων, εἰς τὰ ὁποῖα εἶχεν εἰσδύσει καὶ ἁρπάσει τὴν Γκόλφω καὶ τὰ τέκνα ἀπὸ τὸ μέσον τῶν Τούρκων.
Ἐπειδὴ εἶχε διαδοθῆ τότε, ὅτι θὰ ἐγκατελίμπανε τὴν ἀρχηγίαν, ὑποβάλλει πρὸς τὴν Διοίκησιν τὴν ἑξῆς ἀναφοράν, δημοσιευθεῖσαν καὶ ἐν τῇ ἐπισήμῳ Ἐφημερίδι «Κάθε πολίτης χρεωστεῖ νὰ θεωρῇ ὡς δεύτερα τὰ ἴδια σχετικῶς πρὸς τὰ κοινὰ τοῦ Ἔθνους.
Προτιμῶ καὶ αὐτῆς τῆς οἰκίας μου τὴν παντελῆ καταστροφήν, διὰ νὰ μὴ παραιτήσω εἰς αὐτὰς τὰς κρισίμους περιστάσεις τὴν ὑπηρεσίαν τοῦ τόπου μου, ὑπὲρ τοῦ ὁποίου θέλω θυσιάσει τὸ ὀλίγον αἷμα μου ».
Ἐτήρησε τὸν λόγον του. Ἡ νέα στρατεία του ἤρχισεν ἐκ Κουντούρων. Διαβαίνει τὴν Κάζαν ἀσθενὴς καὶ ἐπὶ φορείου. Ἀλλὰ τὴν 27 Ὀκτωβρίου ἱππεύει, καὶ συνάπτει λαμπρὰν ἱππομαχίαν, κυκλούμενος ἀπὸ τὸ ἄνθος τῶν ἐφίππων ἀξιωματικῶν του Καλλέργη, Νικηταρᾶ, Πανουριᾶ, Ρούκη, Σουλτάνη καὶ ὀλίγων ἱππέων, φονεύει διὰ τῆς σπάθης ἕνα ἱππέα Δελῆν ἰδίᾳ χειρί, καὶ οἱ Τοῦρκοι φεύγουν εἰς Θήβας. Εἶναι ἡ σπάθη αὐτή, τὴν ὁποίαν ὁ Καποδίστριας ἔστειλε διὰ τοῦ ὑπασπιστοῦ του Καλλέργη εἰς τὸν στρατάρχην Μαιζὼν ὅτε ἀπέπλεεν οὗτος ἐκ Νεοκάστρου ἐπὶ τῆς φρεγάτας «Διδοῦς».
Αἱ περὶ τὴν Ράχοβαν καὶ τὸ Δίστομον μάχαι, δι' ὧν ἀνεκτήθη ἡ Στερεὰ ἐπανηγυρίσθησαν πανταχοῦ τῆς Ἑλλάδος, καὶ ὁ Σπυρίδων Τρικούπης ἐξεφώνει τὸν πανηγυρικόν, ἐν τῷ ὁποίῳ, παραβάλλων τὸν Ἑλληνικὸν στρατὸν πρὸς βαρεῖαν πυγμήν, ἐπιλέγει: «Ἀλλὰ τὸ στιβαρὸ τοῦτο χέρι ἔπρεπε νὰ τὸ διευθύνῃ ἐπιχειρηματικὸς καὶ ἐμπειροπόλεμος ἄνθρωπος. Τοιοῦτος παρουσιάσθη ὁ ἀρχηγὸς Καραϊσκάκης».
Ὁ Καραϊσκάκης ἀνεδείχθη ὁ καλλίτερος χειριστὴς τῶν ἁρματωλικῶν σωμάτων. Ἤξευρε τί ἔπρεπε νὰ ζητήσῃ καὶ τί ἠδύνατο νὰ κατορθώσῃ διὰ τῶν Ἑλλήνων μαχητῶν, οἵτινες εἰς ἀντίρροπον εἶχον ἄκραν πρὸς αὐτὸν ἐμπιστοσύνην καὶ ἀφοσίωσιν: «Καραϊσκάκη μ' ἀρχηγὲ καὶ πρῶτε Καπετάνιε». Κατὰ τὴν τρίτην περίοδον τῆς ἀρχηγίας του εἶχε τὴν ἀτυχίαν νὰ συνεργασθῇ μετὰ στρατηγῶν, εὐρωπαϊκῆς τακτικῆς οἵτινες οὐδὲν ἠννόουν ἐκ τῆς ἁρματωλικῆς τέχνης. Ὁσάκις τὸν ἤκουσαν, τὰ πράγματα προέκοψαν• τὸ ἐναντίον, ὅτε ἠθέλησαν «νὰ κάμουν τοῦ κεφαλιοῦ των.» Ἀφίνομεν τὴν ἀνισορροπίαν τοῦ ἀρειοτόλμου λόρδου Κόχραν, ὅστις τὰ ἴδια εἶχε κάμει καὶ ἐν Χιλῇ ὅπου ὑπηρέτησεν ὀλίγον πρότερον. Ἐκεῖ ὅμως προσέκρουσε πρὸς τὸν Μπλάγκο Ἐγκαλάδα καὶ ὁ Κόχραν θυμωθεὶς παρητήθη καὶ ἀπῆλθε τῆς Χιλῆς. Δυστυχῶς τὸν ἐπέβαλεν ἡμῖν ὁ ἐν Λονδίνῳ δανειστὴς Ρικάρδο, ὅστις δὲν ἔδιδε τὰ χρήματα ἄνευ τοῦ Κόχραν.
Ὁ Τσώρτς ὡς φαίνεται ἀπὸ τὰ ἐν τῷ Βρεττανικῷ Μουσείῳ ἔγγραφά του, συνετάσσετο τῷ Καραϊσκάκη ἀλλὰ ἐφοβεῖτο καὶ αὐτὸς τὸν Κόχραν, ὅπως τὸν ἐφοβοῦντο ὅλοι• ὁ λαὸς ἐφώναζεν «ἂν φύγῃ ὁ Κόχραν θὰ σᾶς σκοτώσωμε». Ἤθελε δ' οὗτος τὴν ἄμεσον καὶ κατὰ μέτωπον ἐπίθεσιν κατὰ τοῦ Ρεσὶτ Κιουταχῆ. «Ἐκ τῶν κεράτων τὸν ταῦρον» ἐφώναζεν ἑλληνιστὶ εἰς τὰ συμβούλια, τὰ ὁποῖα συνεκροτοῦντο ἐπὶ τῆς φρεγάτας «Ἑλλάδος».
Ὁ Καραϊσκάκης ἠρώτησε κάποτε μὲ τὸ συνηθισμένο χαμόγελο:
«Ποιὸν λέει ταῦρον ὁ Ναύαρχος ; τὸν Μπγᾶ; (Μπούας καὶ Μπγᾶς ὁ ἄγριος ταῦρος ἐν Ἀγράφοις καὶ ἐν τῇ Δυτικῇ Ἑλλάδι) καὶ ὅταν τοῦ ἀπήντησαν ὅτι αὐτὸν ἐννοεῖ. «Αἴ λοιπόν, εἶπε, δὲν ἔχει δίκαιον• διότι τὸν Μπγὰ γιὰ νὰ τὸν κάμουν ζάφτι δὲν τὸν πιάνουν ἀπὸ τὰ κέρατα γιατί τρυπάει καὶ σὲ πετάει κεῖ 'πάνω, ἀλλὰ ἀπὸ τ' ἀχαμνά, μὲ τὸ συμπάθειο, καὶ πέφτει ἀμέσως κάτω».
Ἡ Ἑλλὰς εἶχε τὴν ἀτυχίαν νὰ τὸν χάσῃ εἰς μίαν ἀπὸ τὰς κρισιμωτέρας στιγμὰς τῆς Ἐπαναστάσεως. Ὁ Γαζῆς Δελβενακιώτης, ὁ Περραιβὸς καὶ ὁ Νικόλαος Σπηλιάδης παρέχουσιν ἡμῖν ἐν πλάτει καὶ μὲ ὅλας τὰς λεπτομερείας τὰ κατὰ τὸν τραυματισμὸν καὶ τὸν θάνατον τοῦ στρατηγοῦ.
Ὁ Καραϊσκάκης, μάτην κοπιάσας νὰ μεταστρέψη τὰς γνώμας τοῦ πείσμονος Κόχραν, ἐξῆλθεν περίλυπος τῆς φρεγάτας καὶ ἀνεκοίνωσε πρὸς τοὺς ὑπαρχηγούς του τὸ ἀποτέλεσμα τοῦ Συμβουλίου. Πάντες περιέπεσαν εἰς μελαγχολίαν, κακὰ προαισθανόμενοι. Οὐχ ἦττον ἐπειδὴ εἶχε σημάνει ἡ ὥρα τοῦ γεύματος, διελύθησαν, καὶ τὴν ἐπαύριον 22 Ἀπριλίου 1827 συνῆλθον πάλιν περὶ τὴν σκηνὴν τοῦ Ἀρχηγοῦ. Ἦτο ἡ παραμονὴ τοῦ ἁγίου Γεωργίου, καὶ ὁ Καραϊσκάκης διέταξε χάριν τῆς ἑορτῆς του νὰ φέρουν πολλὰ ἀρνιά. «Διὰ τὰ παλληκάρια τὰ ἔφερα, εἶπεν, νὰ τὰ φάγουν αὔριον τοῦ ἁγίου Γεωργίου». Οἱ καπεταναῖοι τότε ὅλοι παρεκάλεσαν ν' ἀναβληθῆ χάριν τῆς ἑορτῆς του πᾶσα σύσκεψις περὶ τοῦ πολέμου καὶ τῶν προβλημάτων αὐτοῦ καὶ καθίσαντες συνομίλοῦν οἰκείως, μεθ’ ὅ ἤρχισαν ἀποσυρόμενοι εἰς τὰ ἴδια. Συνωμίλει, ἀκόμη μετὰ τῶν τελευταίων ὁ Ἀρχηγός, ὅτε ἠκούσθη ἐξαίφνης πυροβολισμὸς εἰς τὰ κατὰ τὴν Μουνυχίαν καὶ παρὰ τὴν ὁδὸν Πειραιῶς καὶ Φαλήρου κείμενα ὀχυρώματα, συγχρόνως δὲ παρετηρήθη καὶ κίνησις πολλῶν στρατιωτῶν, σπευδόντων νὰ σώσωσι τινας Κρῆτας καὶ Ὑδραίους, ἀπερισκέπτως καὶ ἄνευ διαταγῆς πλησιάσαντας Τουρκικὸν ὀχύρωμα, τραυματισθέντας καὶ κινδυνεύοντας νὰ πέσωσιν εἰς χείρας τῶν Τούρκων.
Ἐκ τούτου ὅμως ἔκ τε τῶν Ἑλληνικῶν καὶ Τουρκικῶν ὀχυρωμάτων ἐξώρμησαν πολλοί, καὶ ἡ μικρὰ συμπλοκὴ ἠπείλει νὰ γενικευθῇ εἰς μάχην, μάχην ἀδιοίκητον. Ὁ ἀρχηγός, καίτοι εἶχε καταληφθῆ πάλιν ὑπὸ τοῦ πυρετοῦ, φοβούμενος τὰς συνεπείας τῆς συμπλοκῆς, ἵππευσε καὶ ἔσπευσε μετὰ τινων ἀξιωματικῶν καὶ τῆς ἐφίππου σωματοφυλακῆς του, καὶ ἀνῆλθε ὕψωμά τι, διὰ νὰ ἀντιληφθῆ σαφῶς περὶ τῆς θέσεως τῶν πραγμάτων καὶ διατάξῃ τὸν στρατὸν εἰς κατάλληλα σημεῖα, διότι ἐκ τοῦ ἐλαιῶνος προσέτρεχεν ἤδη πολυάριθμον τουρκικὸν πεζικὸν καὶ ἱππικόν. Προστρέχουν ἐν τούτοις καὶ ὁ Νικηταρᾶς, μετὰ μέρους τοῦ σώματός του, ὅστις πληγώνεται εἰς τὴν σιαγόνα, ὡς ἐπληγώθησαν καὶ ὁ Ἀγαλόπουλος. ὁ Λεχουρίτης, ὁ Μπαϊρακτάρης, ὁ ὑπασπιστὴς τοῦ στρατηγοῦ Χατζῆ Μιχάλη Κακλαμάνος, τοῦ ὁποίου τραυματισθέντος ἀπεκόπη κατόπιν ὁ βραχίων, ὡς καὶ τοῦ Ἀγγέλου Βιτικώμ. Ἐπληγώθησαν καὶ 30 στρατιῶται. Τοῦρκος ἱππεὺς ἐν τῷ μεταξὺ διακρίνας τὸν Καραϊσκάκην πεζεύει καὶ εὐστόχως πυροβολεῖ. Ἡ σφαῖρα εὗρε τὸν Καραϊσκάκην εἰς τὸ ὑπογάστριον. Ἀφορμὴν εἰς τὸ φοβερὸν αὐτὸ δυστύχημα ἔδωκε κατὰ Σπηλιάδην τὸ ἑξῆς περιστατικόν. Τὴν 22 Ἀπριλίου δύο στρατιῶται Κρῆτες, περιφερόμενοι ἔξω Ἑλληνικοῦ κατὰ τὸ νέον Φάληρον (ὅπου νῦν τὸ θέατρον) ὀχυροῦ περιβόλου καὶ ἰδόντες Τοῦρκον φρουρὸν ἔξω τοῦ κατέναντι καὶ εἰς ἀπόστασιν τουρκικοῦ χαρακώματος, ἠθέλησαν νὰ δοκιμάσωσι κατ' αὐτοῦ τὰ μακρά των, ὡς τὰ ἔφερον οἱ Κρῆτες, τουφέκια.
Ὁ ἕτερος λοιπὸν αὐτῶν τουφεκίζει, καὶ τὸ βλῆμα πίπτει παρὰ τὸν Τοῦρκον ὅστις ἀντιτουφεκίζει καὶ ἐξάπτεται συμπλοκή. Ἐξ ὅλων τῶν ἑλληνικῶν σωμάτων, Ὑδραῖοι, Σουλιῶται καὶ ἄλλοι προσέτρεξαν καὶ τὸ πρᾶγμα ἐξετράπη εἰς ἀληθῆ μάχην ἄνευ τινὸς διευθύνοντος. Ἐπειδὴ δὲ οἱ Τοῦρκοι, πιεζόμενοι, ἤρχισαν νὰ ἐξέρχωνται τοῦ χαρακώματος, στρατιώτης τις ἐκ τῶν ἡμετέρων ἐφώναξε «βγαίνουν οἱ Τοῦρκοι», ἀντὶ νὰ εἴπη φεύγουν, ὅπερ παρεξηγήσαντες τινὲς ἤρχισαν νὰ ὑποχωροῦν. Τότε ὁ Καραϊσκάκης περιτρέχων ἐπειρᾶτο νὰ ἐμποδίσῃ τοὺς φεύγοντας καὶ νὰ τακτοποιήσῃ τὴν μάχην, διότι οἱ Τοῦρκοι, ἀκούσαντες τὸν αὐτὸν πυροβολισμὸν καὶ νομίσαντες ὅτι ἐπρόκειτο περὶ ἐπιθέσεως, ἤρχισαν ν' ἀποστέλλουν στρατὸν ἐκ τοῦ ἐλαιῶνος, καὶ ἐπηκολούθησεν ὁ θανατηφόρος τραυματισμός του.
Ὀπισθοδρομήσας πρὸς τοὺς συμπολεμιστὰς καὶ προαισθανόμενος τὸν θάνατον ἠθέλησε νὰ συναχθῶσιν οἱ στρατηγοί, ὅπως ἀφήσῃ τὰς τελευταίας του συμβουλὰς. Τοὺς ἀπεχαιρέτησε διὰ τῶν ἑξῆς λέξεων:
«Ἀδελφοὶ καὶ συστρατιῶται, ἀποθνήσκω εὐχαριστημένος, διότι ἐπλήρωσα τὰ πρὸς τὴν πατρίδα χρέη μου, ὅσον αἱ φυσικαί μου δυνάμεις τὸ ἐσυγχώρησαν. Ἀγαπᾶτε τὴν πατρίδα. Ὁ θάνατός μου δὲν πρέπει νὰ σᾶς δειλιάσῃ. Μὴ φοβῆσθε τοὺς Τούρκους. Σᾶς τρέμουν ὅταν μάλιστα μανθάνουν τὴν ὁμόνοιάν σας.
Μὴ λυπῆσθε. Ἡ τιμὴ καὶ τὸ καύχημα τῶν παλληκαριῶν εἶνε νὰ τοὺς κράζουν σφαγάρια καὶ ὄχι ψοφίμια.» (Νὰ πίπτουν δηλαδὴ ἐν τῇ μάχῃ καὶ νὰ μὴ ἀποθνήσκουν εἰς τὸ κρεββάτι).
Ταῦτα καὶ ἄλλα τινὰ εἰπὼν κατὰ τὸν Περαιβόν, διὰ σβεννυμένης φωνῆς εἰσῆλθεν εἰς τὴν λέμβον καὶ ἐπέβη εἶτα τῆς ἡμιολίας τοῦ Τσούρτς «Σπαρτιάτης» ὅπου ἐξητάσθη ὑπὸ τοῦ χειρούργου τὸ τραῦμα ὅστις διέταξε νὰ τὸν μεταφέρουν ἀμέσως εἰς Σαλαμῖνα, ἀλλὰ περὶ τὰ μέσα τῆς νυκτὸς ἐξέπνευσε καὶ τὸ σῶμα του ἀπεβιβάσθη εἰς Ἀμπελάκια, εὐθὺς δὲ καὶ μετεφέρθη εἰς Κούλουρην Σαλαμῖνος τῇ συνοδείᾳ τῶν παρατυχόντων ἀνωτέρων κληρικῶν καὶ τῶν ἐν τῷ νοσοκομείῳ ἐλαφρῶς τραυματιῶν, οἵτινες δράξαντες τὰ ὅπλα, συνώδευσαν τὸ λείψανον μέχρι τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, ὅπου καὶ ἐτάφη κατὰ τελευταίαν θέλησίν του.
Μετὰ τὴν ἔλευσιν τοῦ Ὄθωνος ἐκρίθη νὰ ταφῇ ἐν ᾧ τόπῳ ἐτραυματίσθη θανατηφόρως ἐν κοινῷ μνημείῳ μετὰ τῶν συμμαχητῶν του• οὕτως ἡμέραν τινα τοῦ ἔαρος τοῦ 1835 μετὰ τὴν ὁριστικὴν ἐγκατάστασιν τῆς καθέδρας τοῦ Κράτους ἐν Ἀθήναις, ἐπιμελείᾳ τῆς ἀντιβασιλείας, ἐκκλησιαστικὴ καὶ ναυτικὴ πομπὴ ἐξεκίνησεν ἐκ Σαλαμῖνος πλέουσα πρὸς τὸν Πειραιᾶ. Ἐκ Σαλαμῖνος συνώδευον τὰ λείψανα ὁ Ἐπίσκοπος Αἰγίνης, αἱ θυγατέρες τοῦ στρατηγοῦ καὶ οἱ συνταγματάρχαι, καθ' ὅν βαθμὸν ἔφερον τότε, Κριεζώτης, Νικηταρᾶς, Βάσσος, Μαυροβουνιώτης, Μακρυγιάννης, Χατζηπέτρος, Καλλέργης, Σπυρομήλιος καὶ ὁ ταγματάρχης τοῦ ἐλαφροῦ πεζικοῦ Γεώργιος Βάγιας. Ἡ κάλπη ἐκαλύπτετο ὑπὸ μελανοῦ μεταξωτοῦ. Ὑπὸ τοὺς κρότους τῶν πυροβόλων ἀπεβιβάσθησαν εἰς Πειραιᾶ καὶ συνοδίᾳ ἀποσπασμάτων τῶν παλαιῶν χιλιαρχιῶν καὶ τοῦ νεωτέρου τακτικοῦ στρατοῦ τῆς Ἑλλάδος ἐπορεύθησαν πρὸς τὸ Νέον Φάληρον μὲ τὰ λείψανα φερόμενα ἐπὶ «πενθισκεποῦς πεδινοῦ πυροβόλου». Παρὰ τὸ ἐν Ν. Φαλήρῳ ἀνεγερθὲν μνημεῖον ὁ Βασιλεὺς Ὄθων καὶ οἱ Ἀντιβασειλεῖς Ἀρμενσμπέργ, Κόβελλ, Ἔϋδεκ, ὁ γράψας περὶ Καραϊσκάκη συμμαχητής του, πάντες φέροντες πένθιμον ταινίαν. Συγχρόνως ἄλλη πένθιμος ἐξ Ἀθηνῶν πομπὴ μετέφερε ἐπὶ τῶν κυλλιβάντων τῶν πυροβόλων τὰ λείψανα τῶν λοιπῶν ὑπερμάχων τῶν Ἀθηνῶν, τὰ ὁποῖα ἕως τότε ἦσαν τεθαμμένα εἰς τὸν περίβολον τῆς Ἁγίας Εἰρήνης, καὶ συνήντα τὴν πρώτην πρὸ τοῦ μνημείου. Μετὰ σύντομον δέησιν οἱ ἀξιωματικοὶ Νικηταρᾶς, Βάσσος, Κριεζώτης, Χατζηπέτρος καὶ λοιποί τοῦ Καραϊσκάκη συναγωνισταὶ κατέθεσαν τὰ λείψανα εἰς τὸν τάφον, ἐνῶ τὸ πυροβολικὸν ἔρριπτε «τεσσαράκοντα πέντε βολὰς ὅσοι ἦσαν οἱ χρόνοι τῆς ἡλικίας τοῦ Καραϊσκάκη», κατὰ τὸ ὑπὸ τοῦ συναδέλφου Ἀριστοτέλους Κουρτίδου ἀνευρεθὲν καὶ κατατεθὲν εἰς τὸ Μουσεῖον τῆς «Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρείας», μοναδικὸν περισωζόμενον πρόγραμμα τῆς μετακομιδῆς.
Τότε ὁ βασιλεὺς Ὄθων, στὰς πρὸ τοῦ μνημείου, ἐξέβαλε τὸν ἴδιον Μεγαλόσταυρον καὶ ἀφοῦ τὸν ἔθεσε πρῶτον ἐπὶ τῶν λειψάνων τοῦ Καραϊσκάκη, τὸν παρέδωκεν εἰς τὴν πρεσβυτέραν τῶν θυγατέρων του, εἰς δὲ τὴν νεωτέραν χρυσόβουλλον ἐνδιαλαμβάνον περὶ δωρεᾶς εἰς αὐτάς.
Νομίζω νῦν ὅτι εἰς τοὺς Ρουμελιώτας ἀπόκειται νὰ φροντίσουν ὅπως ἐν Φαλὴρῳ καὶ εἰς θέσιν περίοπτον καὶ συχναζομένην, ἀνεγερθῆ μέγας χάλκινος ἔφιππος ἄνδριάς τοῦ μεγάλου Ἕλληνος πολεμιστοῦ, ὅστις ἔσωσε καὶ ἐδόξασε τὴν Ρούμελην.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου