Σε μια μελέτη που ανέθεσε η Φιλανδία σε επιστήμονες πολλών ειδικοτήτων , οι Tuomas Malinen, PhD in Economics, Peter Nyberg, PhD in Economics, Heikki Koskenkylä, PhD in Economics, Elina Berghäll, PhD in Economics, Ilkka Mellin, LicPolSc in Statistics, MSc in Mathematics, Sami Miettinen, MSc in Economics, Jukka Ala-Peijari, MSc in Economics, Stefan Törnqvist, MSc in Finance, MSc in Technology, βάσει της θέσης τους η οποία βασίζεται στην εμπειρία της Ευρωζώνης και σε ιστορικά παραδείγματα, ότι η ένταξη σε νομισματικές ενώσεις δεν είναι μη
αντιστρέψιμη, εξετάζουν όλες σχεδόν οι πτυχές της διαδικασίας αποχώρησης από ένα κοινό νόμισμα – στην προκειμένη περίπτωση από το ευρώ. Το κείμενο αποκαλύπτει πόσο σκόπιμη είναι η καταστροφολογία που συνοδεύει το ενδεχόμενο εξόδου μιας χώρας από την Ευρωζώνη. Η μελέτη αυτή, από κοινού με την πρόσφατη απόφαση της Ολλανδίας να συζητηθεί στο Κοινοβούλιο το θέμα του ευρώ, τα υπέρ και τα κατά, μετά τις εκλογές που θα διεξαχθούν τον τρέχοντα μήνα και άλλες παλιότερες όπως της Nordea Bank (http://www.tometopo.gr), δείχνει ότι διεξάγεται μια σοβαρή συζήτηση σε αρκετές χώρες της Ευρώπης, μια συζήτηση που στη χώρα μας δαιμονοποιείται συστηματικά από το πολιτικό κατεστημένο και τα ΜΜΕ, προφανώς για ευνόητους ιδιοτελείς --οικονομικούς, πολιτικούς και ιδεολογικούς-- λόγους.
***
Από τη μελέτη επιλέχθηκαν ορισμένα τμήματα που συμπυκνώνουν τις θέσεις των συγγραφέων. Ολόκληρη η μελέτη μπορεί να διαβαστεί στα αγγλικά, στον εξής σύνδεσμο: https://poseidon01.ssrn.com/ delivery.php?ID= 555064031119104008091084069124 003096018036019060022069010066 117091125089029071001088027107 042044056060004121010096103023 008106107084089093088002103067 126098026118005089080047021109 095016000010012084122102097077 071086121094116112095098022073 126124026000&EXT=pdf)
***
Όπως τονίζεται στη σύνοψη της μελέτης, το πώς θα αποχωρήσει μια χώρα από τη νομισματική ένωση έχει γίνει σημαντικό οικονομικό θέμα τα τελευταία χρόνια μετά την ενδημική κρίση της Ευρωζώνης , συνεπώς είναι επείγον ζήτημα να εξεταστούν ποια είναι τα αναγκαία βήματα, ποιοι οι σκόπελοι, πώς μπορούν να ξεπεραστούν και πώς μπορεί η έξοδος από τη νομισματική ένωση να σχεδιαστεί και να πραγματοποιηθεί αποτελεσματικά ώστε να ελεγχθούν οι πιθανοί κίνδυνοι. Η εξασφάλιση της λειτουργίας του συστήματος πληρωμών, οι πολιτικές αντιδράσεις και η φερεγγυότητα των δημόσιων και ιδιωτικών θεσμών αποτελούν, σύμφωνα με τη μελέτη, τους καθοριστικούς παράγοντες μιας εξόδου. Ζητήματα που αφορούν τη νομιμοποίησή της μπορούν να προκύψουν μόνο αν δεν υπάρχει πολιτική και λαϊκή υποστήριξή της.
Αξίζει να επισημανθεί εξ αρχής το τμήμα εκείνο που εστιάζει στις διεθνείς εμπειρίες αποχωρήσεων χωρών από νομισματικές ενώσεις. Εκεί επισημαίνονται τα εξής:
«Ο Rose (2007) ανέλυσε τη μακροοικονομική επίδοση 69 χωρών ή εδαφικών οντοτήτων που αποχώρησαν από νομισματικές ενώσεις από το 1946 μέχρι το 2005. Βρήκε ότι υπάρχει πολύ μικρή μακροοικονομική μεταβλητότητα πριν και μετά την έξοδο από τη νομισματική ένωση. Αυτό δείχνει ότι οι έξοδοι από νομισματικές ενώσεις είχαν χαμηλό οικονομικό κόστος, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα. Υπό το φως αυτής της μελέτης για τις εξόδους από νομισματικές ενώσεις, της μόνης που βρέθηκε, τα επιχειρήματα, περί «τεράστιου οικονομικού κόστους», εναντίον μιας εξόδου από τη νομισματική ένωση φαίνονται εντελώς υπερβολικά. Εφόσον δεν υπάρχουν στατιστικά μετρήσιμες μακροοικονομικές διακυμάνσεις στην περίοδο της εξόδου, δεν μπορεί να υπάρχει μεγάλο κόστος. Οι έξοδοι από νομισματικές ενώσεις μπορεί, όμως, να επιφέρουν πολιτικό κόστος, το οποίο ίσως να προκαλέσει μακροπρόθεσμες οικονομικές συνέπειες».
***
Στην εργασία επιδιώκεται να απαντηθεί το ερώτημα πώς μπορεί μια χώρα να βγει από μια σύγχρονη νομισματική ένωση χωρίς μεγάλες οικονομικές, χρηματοπιστωτικές και πολιτικές αναστατώσεις. Επειδή κάποιες αναστατώσεις μπορεί να προκύψουν από απρόβλεπτες πολιτικές αντιδράσεις της ίδιας της νομισματικής ένωσης ή των αγορών στην έξοδο, οι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι ενώ δεν υπάρχουν μέθοδοι πλήρους πρόβλεψης, μπορούν όμως να βρεθούν οι γενικοί κανόνες για μια σταθερή και ομαλή έξοδο. Η χώρα που θα αποχωρήσει θα αντιμετωπίσει αρκετές οικονομικές και πολιτικές προκλήσεις. Οι πιο σημαντικές απ’ αυτές είναι: να διατηρήσει ένα λειτουργικό σύστημα πληρωμών, να επανιδρύσει την κεντρική της τράπεζα με αξιόπιστη νομισματική πολιτική, να παράσχει στις εγχώριες τράπεζες επαρκές κεφάλαιο και ρευστότητα στο νέο νόμισμα και να χειριστεί τις σχέσεις με τις υπόλοιπες χώρες. Υποστηρίζουν ότι με προσεκτικό σχεδιασμό οι περισσότερες από αυτές τις προκλήσεις μπορούν να ελεγχθούν και οι συναφείς κίνδυνοι να ελαχιστοποιηθούν. Επιπλέον, παρουσιάζουν ποιες πλευρές της εξόδου παραμένουν αβέβαιες καθώς τα ρίσκα τους δεν μπορούν να μετριαστούν εντελώς ακόμη και με μια προληπτική στρατηγική, άρα απαιτείται ειδική προσοχή και ηγετική ικανότητα. Μια χώρα που σχεδιάζει να βγει από μια νομισματική ένωση πρέπει να είναι προετοιμασμένη για να διευθετεί απρόβλεπτα θέματα καθώς (ή αν) προκύπτουν. Το κείμενο ασχολείται κατ’ αρχάς με το γιατί τα οφέλη μιας εξόδου (και άρα η ευέλικτη ισοτιμία) υπερκερνούν το κόστος (Κεφ. 2), με το σύστημα πληρωμών και την κεντρική τράπεζα, τον κίνδυνο πολιτικών αντιποίνων, με θέματα αξιοπιστίας και νομισματικής ασυμβατότητας στον ιδιωτικό τομέα, με θέματα δημόσιας διαχείρισης, με το πώς θα ληφθεί η απόφαση επιστροφής στο νέο νόμισμα και με τη νομική προετοιμασία (Κεφ. 3). Το 4ο κεφάλαιο εμπεριέχει τα συμπεράσματα, τα οποία παρατίθενται αυτούσια.
«Οι παρατεταμένες κρίσεις που κατατρύχουν την Ευρωζώνη έχουν θέσει προς συζήτηση την έξοδο μιας ή αρκετών χωρών από τη νομισματική ένωση. Σ’ αυτό το κείμενο, υπογραμμίσαμε τις προκλήσεις που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει μια χώρα που μελετά την αποχώρηση από την Ευρωζώνη ή κάποια άλλη σύγχρονη νομισματική ένωση. Ενώ αυτές οι προκλήσεις είναι μεγάλες, δεν είναι ανυπέρβλητες. Οι νομισματικές ενώσεις δεν είναι αιώνιες, σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς των αμυντόρων του ευρώ. Το βασικό μέλημα στην περίπτωση μιας εξόδου θα ήταν να διασφαλιστεί η λειτουργία του συστήματος πληρωμών. Τα δυνητικά αντίποινα από τα εναπομείναντα μέλη της νομισματικής ένωσης πιθανώς θα είναι προσωρινά. Τα δυνητικά προβλήματα ρευστότητας των εγχώριων τραπεζών και επιχειρήσεων μπορούν να λυθούν, εάν διατηρηθεί το σύστημα μεταβίβασης κεφαλαίων και χρήματος. Εάν αναμένεται υποτίμηση του νέου νομίσματος, η ικανότητα της χώρας να μετατρέψει τα δάνεια στο νέο νόμισμα βάσει του lex monetae (δικαίου του χρήματος) θα πρέπει να ελεγχθεί εκ τω προτέρων. Σε πολλές περιπτώσεις, υπάρχει υπέρτατη ανάγκη μυστικότητας περί της εξόδου. Αυτό δεν σημαίνει ότι η έξοδος από μια νομισματική ένωση δεν θα έπρεπε να γίνει με ανοιχτή συζήτηση και μακροχρόνιο σχεδιασμό πριν ληφθεί η απόφαση, αλλά κάτι τέτοιο θα απαιτούσε την εφαρμογή ελέγχων κεφαλαίου και νομίσματος για μακρές χρονικές περιόδους, αυξάνοντας το κόστος μιας εξόδου. Εντούτοις, είναι πιθανό να χρειάζεται η εφαρμογή ελέγχων κεφαλαίου και νομίσματος κατά τη διάρκεια και μετά την έξοδο, προκειμένου να τιθασευτούν οι κερδοσκοπικές διακυμάνσεις και η φυγή κεφαλαίων. Δεν δίνονται εκτιμήσεις για το κόστος μιας εξόδου, επειδή αυτό εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την κάθε περίπτωση ξεχωριστά, είναι αβέβαιο και θα πρέπει να υπολογιστεί ανά χώρα. Ωστόσο, υπάρχουν πολλοί τρόποι για να περιοριστεί το κόστος, τόσο μέσα στη νομισματική ένωση όσο και στη χώρα που αποχωρεί απ’ αυτήν. Σ' ένα σύγχρονο χρηματοπιστωτικό σύστημα, η έξοδος μιας χώρας από νομισματική ένωση δεν θα πρέπει να γίνεται αψήφιστα. Οι οικονομικές, χρηματοπιστωτικές και πολιτικές αλληλεπιδράσεις μεταξύ χωρών είναι ισχυρές. Οι έξοδοι προκαλούν μεγάλες οικονομικές αναστατώσεις κατά τη διάρκειά τους και αμέσως μετά. Αυτές οι αβεβαιότητες μπορούν να μειωθούν μέσω προσεκτικού σχεδιασμού, όπως υπογραμμίστηκε σ’ αυτή την εργασία. Παρά την αβεβαιότητα σχετικά με το κόστος μιας εξόδου, δεν έχει κανένα νόημα η παραμονή σε μια δυσλειτουργική νομισματική ένωση, ιδίως εάν απειλείται η μακροοικονομική ανάπτυξη μιας χώρας. Με τα λόγια του Τζόζεφ Στίγκλιτς (2016b): “Οι καλές νομισματικές διευθετήσεις δεν μπορούν να εξασφαλίσουν την ευημερία, οι κακές οδηγούν σε υφέσεις και κρίσεις ”.
Όταν λαμβάνεται υπόψη η μακροχρόνια ευημερία των πολιτών , μια νομισματική διευθέτηση με την οποία δεν μπορεί να ευημερήσει μια χώρα πρέπει να εγκαταλείπεται, οποιοδήποτε κι αν είναι το κόστος».
αντιστρέψιμη, εξετάζουν όλες σχεδόν οι πτυχές της διαδικασίας αποχώρησης από ένα κοινό νόμισμα – στην προκειμένη περίπτωση από το ευρώ. Το κείμενο αποκαλύπτει πόσο σκόπιμη είναι η καταστροφολογία που συνοδεύει το ενδεχόμενο εξόδου μιας χώρας από την Ευρωζώνη. Η μελέτη αυτή, από κοινού με την πρόσφατη απόφαση της Ολλανδίας να συζητηθεί στο Κοινοβούλιο το θέμα του ευρώ, τα υπέρ και τα κατά, μετά τις εκλογές που θα διεξαχθούν τον τρέχοντα μήνα και άλλες παλιότερες όπως της Nordea Bank (http://www.tometopo.gr), δείχνει ότι διεξάγεται μια σοβαρή συζήτηση σε αρκετές χώρες της Ευρώπης, μια συζήτηση που στη χώρα μας δαιμονοποιείται συστηματικά από το πολιτικό κατεστημένο και τα ΜΜΕ, προφανώς για ευνόητους ιδιοτελείς --οικονομικούς, πολιτικούς και ιδεολογικούς-- λόγους.
***
Από τη μελέτη επιλέχθηκαν ορισμένα τμήματα που συμπυκνώνουν τις θέσεις των συγγραφέων. Ολόκληρη η μελέτη μπορεί να διαβαστεί στα αγγλικά, στον εξής σύνδεσμο: https://poseidon01.ssrn.com/ delivery.php?ID= 555064031119104008091084069124 003096018036019060022069010066 117091125089029071001088027107 042044056060004121010096103023 008106107084089093088002103067 126098026118005089080047021109 095016000010012084122102097077 071086121094116112095098022073 126124026000&EXT=pdf)
***
Όπως τονίζεται στη σύνοψη της μελέτης, το πώς θα αποχωρήσει μια χώρα από τη νομισματική ένωση έχει γίνει σημαντικό οικονομικό θέμα τα τελευταία χρόνια μετά την ενδημική κρίση της Ευρωζώνης , συνεπώς είναι επείγον ζήτημα να εξεταστούν ποια είναι τα αναγκαία βήματα, ποιοι οι σκόπελοι, πώς μπορούν να ξεπεραστούν και πώς μπορεί η έξοδος από τη νομισματική ένωση να σχεδιαστεί και να πραγματοποιηθεί αποτελεσματικά ώστε να ελεγχθούν οι πιθανοί κίνδυνοι. Η εξασφάλιση της λειτουργίας του συστήματος πληρωμών, οι πολιτικές αντιδράσεις και η φερεγγυότητα των δημόσιων και ιδιωτικών θεσμών αποτελούν, σύμφωνα με τη μελέτη, τους καθοριστικούς παράγοντες μιας εξόδου. Ζητήματα που αφορούν τη νομιμοποίησή της μπορούν να προκύψουν μόνο αν δεν υπάρχει πολιτική και λαϊκή υποστήριξή της.
Αξίζει να επισημανθεί εξ αρχής το τμήμα εκείνο που εστιάζει στις διεθνείς εμπειρίες αποχωρήσεων χωρών από νομισματικές ενώσεις. Εκεί επισημαίνονται τα εξής:
«Ο Rose (2007) ανέλυσε τη μακροοικονομική επίδοση 69 χωρών ή εδαφικών οντοτήτων που αποχώρησαν από νομισματικές ενώσεις από το 1946 μέχρι το 2005. Βρήκε ότι υπάρχει πολύ μικρή μακροοικονομική μεταβλητότητα πριν και μετά την έξοδο από τη νομισματική ένωση. Αυτό δείχνει ότι οι έξοδοι από νομισματικές ενώσεις είχαν χαμηλό οικονομικό κόστος, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα. Υπό το φως αυτής της μελέτης για τις εξόδους από νομισματικές ενώσεις, της μόνης που βρέθηκε, τα επιχειρήματα, περί «τεράστιου οικονομικού κόστους», εναντίον μιας εξόδου από τη νομισματική ένωση φαίνονται εντελώς υπερβολικά. Εφόσον δεν υπάρχουν στατιστικά μετρήσιμες μακροοικονομικές διακυμάνσεις στην περίοδο της εξόδου, δεν μπορεί να υπάρχει μεγάλο κόστος. Οι έξοδοι από νομισματικές ενώσεις μπορεί, όμως, να επιφέρουν πολιτικό κόστος, το οποίο ίσως να προκαλέσει μακροπρόθεσμες οικονομικές συνέπειες».
***
Στην εργασία επιδιώκεται να απαντηθεί το ερώτημα πώς μπορεί μια χώρα να βγει από μια σύγχρονη νομισματική ένωση χωρίς μεγάλες οικονομικές, χρηματοπιστωτικές και πολιτικές αναστατώσεις. Επειδή κάποιες αναστατώσεις μπορεί να προκύψουν από απρόβλεπτες πολιτικές αντιδράσεις της ίδιας της νομισματικής ένωσης ή των αγορών στην έξοδο, οι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι ενώ δεν υπάρχουν μέθοδοι πλήρους πρόβλεψης, μπορούν όμως να βρεθούν οι γενικοί κανόνες για μια σταθερή και ομαλή έξοδο. Η χώρα που θα αποχωρήσει θα αντιμετωπίσει αρκετές οικονομικές και πολιτικές προκλήσεις. Οι πιο σημαντικές απ’ αυτές είναι: να διατηρήσει ένα λειτουργικό σύστημα πληρωμών, να επανιδρύσει την κεντρική της τράπεζα με αξιόπιστη νομισματική πολιτική, να παράσχει στις εγχώριες τράπεζες επαρκές κεφάλαιο και ρευστότητα στο νέο νόμισμα και να χειριστεί τις σχέσεις με τις υπόλοιπες χώρες. Υποστηρίζουν ότι με προσεκτικό σχεδιασμό οι περισσότερες από αυτές τις προκλήσεις μπορούν να ελεγχθούν και οι συναφείς κίνδυνοι να ελαχιστοποιηθούν. Επιπλέον, παρουσιάζουν ποιες πλευρές της εξόδου παραμένουν αβέβαιες καθώς τα ρίσκα τους δεν μπορούν να μετριαστούν εντελώς ακόμη και με μια προληπτική στρατηγική, άρα απαιτείται ειδική προσοχή και ηγετική ικανότητα. Μια χώρα που σχεδιάζει να βγει από μια νομισματική ένωση πρέπει να είναι προετοιμασμένη για να διευθετεί απρόβλεπτα θέματα καθώς (ή αν) προκύπτουν. Το κείμενο ασχολείται κατ’ αρχάς με το γιατί τα οφέλη μιας εξόδου (και άρα η ευέλικτη ισοτιμία) υπερκερνούν το κόστος (Κεφ. 2), με το σύστημα πληρωμών και την κεντρική τράπεζα, τον κίνδυνο πολιτικών αντιποίνων, με θέματα αξιοπιστίας και νομισματικής ασυμβατότητας στον ιδιωτικό τομέα, με θέματα δημόσιας διαχείρισης, με το πώς θα ληφθεί η απόφαση επιστροφής στο νέο νόμισμα και με τη νομική προετοιμασία (Κεφ. 3). Το 4ο κεφάλαιο εμπεριέχει τα συμπεράσματα, τα οποία παρατίθενται αυτούσια.
«Οι παρατεταμένες κρίσεις που κατατρύχουν την Ευρωζώνη έχουν θέσει προς συζήτηση την έξοδο μιας ή αρκετών χωρών από τη νομισματική ένωση. Σ’ αυτό το κείμενο, υπογραμμίσαμε τις προκλήσεις που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει μια χώρα που μελετά την αποχώρηση από την Ευρωζώνη ή κάποια άλλη σύγχρονη νομισματική ένωση. Ενώ αυτές οι προκλήσεις είναι μεγάλες, δεν είναι ανυπέρβλητες. Οι νομισματικές ενώσεις δεν είναι αιώνιες, σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς των αμυντόρων του ευρώ. Το βασικό μέλημα στην περίπτωση μιας εξόδου θα ήταν να διασφαλιστεί η λειτουργία του συστήματος πληρωμών. Τα δυνητικά αντίποινα από τα εναπομείναντα μέλη της νομισματικής ένωσης πιθανώς θα είναι προσωρινά. Τα δυνητικά προβλήματα ρευστότητας των εγχώριων τραπεζών και επιχειρήσεων μπορούν να λυθούν, εάν διατηρηθεί το σύστημα μεταβίβασης κεφαλαίων και χρήματος. Εάν αναμένεται υποτίμηση του νέου νομίσματος, η ικανότητα της χώρας να μετατρέψει τα δάνεια στο νέο νόμισμα βάσει του lex monetae (δικαίου του χρήματος) θα πρέπει να ελεγχθεί εκ τω προτέρων. Σε πολλές περιπτώσεις, υπάρχει υπέρτατη ανάγκη μυστικότητας περί της εξόδου. Αυτό δεν σημαίνει ότι η έξοδος από μια νομισματική ένωση δεν θα έπρεπε να γίνει με ανοιχτή συζήτηση και μακροχρόνιο σχεδιασμό πριν ληφθεί η απόφαση, αλλά κάτι τέτοιο θα απαιτούσε την εφαρμογή ελέγχων κεφαλαίου και νομίσματος για μακρές χρονικές περιόδους, αυξάνοντας το κόστος μιας εξόδου. Εντούτοις, είναι πιθανό να χρειάζεται η εφαρμογή ελέγχων κεφαλαίου και νομίσματος κατά τη διάρκεια και μετά την έξοδο, προκειμένου να τιθασευτούν οι κερδοσκοπικές διακυμάνσεις και η φυγή κεφαλαίων. Δεν δίνονται εκτιμήσεις για το κόστος μιας εξόδου, επειδή αυτό εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την κάθε περίπτωση ξεχωριστά, είναι αβέβαιο και θα πρέπει να υπολογιστεί ανά χώρα. Ωστόσο, υπάρχουν πολλοί τρόποι για να περιοριστεί το κόστος, τόσο μέσα στη νομισματική ένωση όσο και στη χώρα που αποχωρεί απ’ αυτήν. Σ' ένα σύγχρονο χρηματοπιστωτικό σύστημα, η έξοδος μιας χώρας από νομισματική ένωση δεν θα πρέπει να γίνεται αψήφιστα. Οι οικονομικές, χρηματοπιστωτικές και πολιτικές αλληλεπιδράσεις μεταξύ χωρών είναι ισχυρές. Οι έξοδοι προκαλούν μεγάλες οικονομικές αναστατώσεις κατά τη διάρκειά τους και αμέσως μετά. Αυτές οι αβεβαιότητες μπορούν να μειωθούν μέσω προσεκτικού σχεδιασμού, όπως υπογραμμίστηκε σ’ αυτή την εργασία. Παρά την αβεβαιότητα σχετικά με το κόστος μιας εξόδου, δεν έχει κανένα νόημα η παραμονή σε μια δυσλειτουργική νομισματική ένωση, ιδίως εάν απειλείται η μακροοικονομική ανάπτυξη μιας χώρας. Με τα λόγια του Τζόζεφ Στίγκλιτς (2016b): “Οι καλές νομισματικές διευθετήσεις δεν μπορούν να εξασφαλίσουν την ευημερία, οι κακές οδηγούν σε υφέσεις και κρίσεις ”.
Όταν λαμβάνεται υπόψη η μακροχρόνια ευημερία των πολιτών , μια νομισματική διευθέτηση με την οποία δεν μπορεί να ευημερήσει μια χώρα πρέπει να εγκαταλείπεται, οποιοδήποτε κι αν είναι το κόστος».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου