γράφει ο φίλος από το Λένινγκραντ
Ο Γκίοργκι ήρθε πρόσφυγας το 2007 στη Σουηδία 5 ετών μαζί με τον μικρό του αδελφό , τη μητέρα του και τον πατέρα του που ανήκε σε μια ειρηνιστική θρησκευτική αίρεση στη Βόρεια Οσσετία, μία ρωσική επαρχία, μετά την άρνησή του να αποκηρύξει το θρησκευτικό του πιστεύω. Ο Γκιόργκι παρακολούθησε για χρόνια το σχολείο στη Σουηδία, είχε εξαιρετικές επιδόσεις, διακρινόταν στο ποδόσφαιρο, ήταν ενεργητικός και χαρούμενος. Ήταν σχεδόν
πλήρως σουηδοποιημένος. Οι αρχές της Σουηδίας, που θεωρούνταν μέχρι πριν λίγο καιρό το πιο ασφαλές και ανεκτικό καταφύγιο για τους πρόσφυγες απέρριψαν την αίτηση ασύλου της οικογένειας, έχοντας τη γνώμη ότι με την επιστροφή τους στη Ρωσία δεν πρόκειται να αντιμετωπίσει άδικες διώξεις. Ο πατέρας ζήτησε επανεξέταση της αίτησης ασύλου όπως είχε δικαίωμα. Το καλοκαίρι του 2015 η αίτηση απορρίφθηκε για δεύτερη φορά κι ο μονόδρομος πια ήταν η επιστροφή.
Τα νέα έφθασαν στον Γκιόργκι, ο οποίος μετέφρασε από τα σουηδικά στους γονείς του την απόφαση της αρχής ασύλου. Μετά από λίγες ημέρες διέκοψε κάθε αθλητική συμμετοχή του. Μετά από λίγες μέρες σταμάτησε να μιλάει εντελώς ρωσικά. Μετά απομακρύνθηκε από τους γονείς του, τους οποίους κατηγόρησε ότι είχαν αποτύχει να ενσωματωθούν. Εκείνες τις μέρες ήρθε μια νέα επιστολή στο σπίτι τους το χειμώνα του 2015 που έλεγε ότι έπρεπε να έχουν αναχωρήσει από την Σουηδία μέχρι τον Απρίλιο. Ήταν πάλι ο Γκίοργκι που μετέφρασε την επιστολή και αμέσως μόλις τέλειωσε πήγε και ξάπλωσε στο κρεβάτι. Αισθανόταν το σώμα του σαν να ήταν ρευστό. Έκλεισε τα μάτια του, ένιωσε μια μεγάλη πίεση στο κεφάλι και τα αυτιά. Το πρωί αρνήθηκε να σηκωθεί κι αρνήθηκε να φάει οτιδήποτε. Μέσα σε τρεις μέρες ο Γκιόργκι σταμάτησε οποιαδήποτε κινητικότητα. Η εικόνα που έδειχνε ήταν σα να κοιμόταν συνέχεια. Μέσα σε μια εβδομάδα είχε χάσει πέντε κιλά. Η Ελίζαμπεθ Χούλτκραντς, ΩΡΛ, ομότιμη καθηγήτρια πανεπιστημίου από τους Γιατρούς του Κόσμου συνέστησε να μεταφερθεί αμέσως στην εντατική του νοσοκομείου της Φαλούν, μιας πόλης 40 μίλια απόσταση από τον τόπο κατοικίας τους.
Την επόμενη μέρα οι γιατροί εισήγαγαν σωληνάκι στην μύτη για την τροφοδοσία του. Δεν αντιδρούσε σε τίποτα. Δεν είχε καμία φυσική νευρολογική αρρώστια αλλά φαινόταν να είχε χάσει κάθε θέληση για ζωή. «Νομίζω ότι είναι μια μορφή προστασίας αυτό το κώμα στο οποίο βρίσκονται», είπε η Χούλτκραντς. «Είναι όπως η χιονάτη. Απλώς απομακρύνονται από τον κόσμο».
«Deapatiska», ο απαθητικός, έτσι ονομάζουν οι σουηδοί γιατροί αυτό το φαινόμενο. Τα απαθητικά παιδιά άρχισαν να εμφανίζονται στις εντατικές της Σουηδίας τα πρώτα χρόνια του 2000. Οι γονείς τους πίστευαν ότι έχουν χολέρα ή πανούκλα κι ότι πέθαιναν. Σύντομα τέτοιου είδους ασθενείς γεμίσανε την ψυχιατρική μονάδα για παιδιά του νοσοκομείου του πανεπιστημίου Καρολίνσκα. Ο διευθυντής της λέει, «η ατμόσφαιρα εδώ θυμίζει την Πιετά του Μιχαήλ Άγγελου. Οι κουρτίνες είναι κλειστές και τα φώτα σβηστά. Οι μητέρες ψιθυρίζουν, σπανίως μιλάνε στο άρρωστο παιδί τους και κοιτούν μέσα στο σκοτάδι». Το 2005 κιόλας περισσότερα από 400 παιδιά από 8 ετών έως 15 είχαν έρθει σε αυτήν την κατάσταση. Όπως γράφει το ιατρικό περιοδικό «Αcta Peadiatrika», ο τυπικός ασθενής είναι «καθολικά παθητικός, ακίνητος χωρίς τόνο, αποσυρμένος, βωβός, μη ικανός για τροφή και νερό, με ακράτεια και χωρίς καμία σωματική αντίδραση ή αίσθημα πόνου». Σχεδόν όλα τα παιδιά είχαν μετανάστευση από το χώρο της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και της πρώην Γιουγκοσλαβίας και ένας μικρός αριθμός ήταν Ρομά ή τουρκογενείς από την κεντρική Ασία.
Σαράντα δύο ψυχίατροι έκαναν αυστηρή κριτική στον τρόπο που λειτουργούσαν οι αρχές Ασύλου και στους περιορισμούς που βάζανε, και θεωρούσαν αυτά ως σημαντικούς παράγοντες που πυροδοτούσαν την απαθητική αντίδραση στα παιδιά. Κατηγόρησαν την κυβέρνηση για «συστηματική κρατική κακομεταχείριση των παιδιών». Η ιατρική άποψη ήταν τελικά ότι η παθολογία αυτή είναι αντίδραση σε δύο τραύματα. το ένα είναι η κακοποίηση των παιδιών στη χώρα προέλευσης και το άλλο ο φόβος της επιστροφής μετά την ενσωμάτωση των παιδιών στη σουηδική κοινωνία. Ο Mάγκνους Κίλμπο, διευθυντής ινστιτούτου παιδοψυχιατρικής στη Στοκχόλμη ανέφερε ότι η απαθητικότητα αντιπροσωπεύει ένα είδος ηθελημένου θανάτου, και σε αυτό μοιάζανε με κάποιους έγκλειστους στα στρατόπεδα συγκέντρωσης των Ναζί που είχαν παραιτηθεί από τα πάντα.
Ο Αμερικανός ανθρωπολόγος Βάλτερ Κάνον είχε περιγράψει ένα φαινόμενο στους ιθαγενείς πολιτισμούς, που αποκάλεσε «θάνατο βουντού». Καταδικασμένο σε θάνατο από τον μάγο – γιατρό της φυλής λόγω παραβίασης θρησκευτικών κανόνων, το θύμα είναι τόσο τρομοκρατημένο, ώστε οι φυσιολογικές του συνθήκες επιδεινώνονται αστραπιαία και σε λίγο χρόνο πεθαίνει, επιβεβαιώνοντας την πρόγνωση. «Είναι η μοιραία δύναμη της φαντασίας σε συνθήκες άμετρου πόνου». Λίγα χρόνια πριν στην Καλιφόρνια εκατόν πενήντα γυναίκες, που είχαν δει μέλη των οικογενειών τους να βασανίζονται από το καθεστώς Πολ Ποτ, ξαφνικά έχαναν την ικανότητα να βλέπουν, θεωρούσαν τον εαυτό τους τυφλό. Σε μέρη της Ινδίας σε συνθήκες πίεσης οι άνδρες θεωρούνε ότι απέκτησαν ξαφνικά ανικανότητα και δεν έχουν πια σπέρμα. Στην Νιγηρία θεωρούν ότι έχουν διακοπή εγκεφαλικής λειτουργίας.
Μία έκθεση της σουηδικής κυβέρνησης υποστήριξε την άποψη ότι τα απαθητικά παιδιά προέρχονται «από ολιστικές κουλτούρες, όπου είναι δύσκολο να υπάρξουν σύνορα ανάμεσα στην ιδιωτική σφαίρα του ατόμου και στο συλλογικό χώρο». Με αυτό τον τρόπο η σουηδική κυβέρνηση φαινόταν να θέλει να αγνοήσει την επίδραση της ίδιας της σουηδικής κουλτούρας στην πρόκληση της ασθένειας.
Κάτω από την κριτική όμως που δέχθηκε η κυβέρνηση, έστειλε μια αντιπροσωπεία κοινωνιολόγων και ψυχολόγων να επισκεφτεί το Κόσσοβο, την Σερβία, το Αζερμπαϊτζάν και το Κιργιστάν όπου διαπίστωσε στις ίδιες αυτές τις χώρες δεν είχαν εμφανιστεί τα ίδια συμπτώματα.
Το 2016 60 παιδιά παρουσίασαν το σύμπτωμα. Με απόφαση του σουηδικού κοινοβουλίου εγκρίθηκε ένα προσωρινό διάταγμα που έδινε στις αρχές Ασύλου την δυνατότητα στα απαθητικά παιδιά να παραμείνουνε. Το Μάιο του 2016 η οικογένεια του Γκίοργκι πήραν μια νέα επιστολή από τις αρχές ασύλου. «Οι Αρχές Ασύλου δεν έχουν λόγο να αμφισβητήσουν τα στοιχεία για την υγεία του Γκιόργκι. Για αυτό θεωρείται ότι βρίσκεται σε ανάγκη ασφαλούς και σταθερού περιβάλλοντος και συνθηκών ζωής προκειμένου να ανακάμψει». Στην οικογένεια δόθηκε μόνιμη άδεια παραμονής στη Σουηδία.
Οι γονείς του Γκιόργκι πήγαν αμέσως στο δωμάτιο του στο νοσοκομείο για να του το ανακοινώσουν. Δεν έδειξε καμία αντίδραση. Χρειάστηκαν αρκετές εβδομάδες για να υπάρξει κάποιο καινούριο σημείο ζωής. Στις 6 Ιουνίου άνοιξε τα μάτια του. Τρεις μέρες μετά μπόρεσε να πιει νερό με ένα κουταλάκι χωρίς να χρειαστεί το σωληνάκι. Την επόμενη μέρα δοκίμασε λίγο παγωτό. Την άλλη μέρα κούνησε το κεφάλι του. Τέσσερις μέρες μετά έκανε μια προσπάθεια να γυρίσει το σώμα του. Στις 26 Ιουνίου αφαίρεσαν το σωληνάκι. Μετά από τέσσερις μήνες επέστρεψε στο σχολείο. Όπως βαθμιαία παρουσιάστηκε η απαθητικότητα τέσσερις μήνες μετά την επιστολή για την υποχρεωτική αναχώρηση από την Σουηδία της οικογένειας, το ίδιο βαθμιαία υποχώρησε, μετά την επιστολή για μόνιμη παραμονή στη Σουηδία.
Τα στοιχεία αυτά προέρχονται από το άρθρο «The Apathetic –The trauma of facing deportation», της βραβευμένης συγγραφέως Rachel Aviv, στο New Yorker της 3 Απριλίου 2017.
Ο Γκίοργκι ήρθε πρόσφυγας το 2007 στη Σουηδία 5 ετών μαζί με τον μικρό του αδελφό , τη μητέρα του και τον πατέρα του που ανήκε σε μια ειρηνιστική θρησκευτική αίρεση στη Βόρεια Οσσετία, μία ρωσική επαρχία, μετά την άρνησή του να αποκηρύξει το θρησκευτικό του πιστεύω. Ο Γκιόργκι παρακολούθησε για χρόνια το σχολείο στη Σουηδία, είχε εξαιρετικές επιδόσεις, διακρινόταν στο ποδόσφαιρο, ήταν ενεργητικός και χαρούμενος. Ήταν σχεδόν
πλήρως σουηδοποιημένος. Οι αρχές της Σουηδίας, που θεωρούνταν μέχρι πριν λίγο καιρό το πιο ασφαλές και ανεκτικό καταφύγιο για τους πρόσφυγες απέρριψαν την αίτηση ασύλου της οικογένειας, έχοντας τη γνώμη ότι με την επιστροφή τους στη Ρωσία δεν πρόκειται να αντιμετωπίσει άδικες διώξεις. Ο πατέρας ζήτησε επανεξέταση της αίτησης ασύλου όπως είχε δικαίωμα. Το καλοκαίρι του 2015 η αίτηση απορρίφθηκε για δεύτερη φορά κι ο μονόδρομος πια ήταν η επιστροφή.
Τα νέα έφθασαν στον Γκιόργκι, ο οποίος μετέφρασε από τα σουηδικά στους γονείς του την απόφαση της αρχής ασύλου. Μετά από λίγες ημέρες διέκοψε κάθε αθλητική συμμετοχή του. Μετά από λίγες μέρες σταμάτησε να μιλάει εντελώς ρωσικά. Μετά απομακρύνθηκε από τους γονείς του, τους οποίους κατηγόρησε ότι είχαν αποτύχει να ενσωματωθούν. Εκείνες τις μέρες ήρθε μια νέα επιστολή στο σπίτι τους το χειμώνα του 2015 που έλεγε ότι έπρεπε να έχουν αναχωρήσει από την Σουηδία μέχρι τον Απρίλιο. Ήταν πάλι ο Γκίοργκι που μετέφρασε την επιστολή και αμέσως μόλις τέλειωσε πήγε και ξάπλωσε στο κρεβάτι. Αισθανόταν το σώμα του σαν να ήταν ρευστό. Έκλεισε τα μάτια του, ένιωσε μια μεγάλη πίεση στο κεφάλι και τα αυτιά. Το πρωί αρνήθηκε να σηκωθεί κι αρνήθηκε να φάει οτιδήποτε. Μέσα σε τρεις μέρες ο Γκιόργκι σταμάτησε οποιαδήποτε κινητικότητα. Η εικόνα που έδειχνε ήταν σα να κοιμόταν συνέχεια. Μέσα σε μια εβδομάδα είχε χάσει πέντε κιλά. Η Ελίζαμπεθ Χούλτκραντς, ΩΡΛ, ομότιμη καθηγήτρια πανεπιστημίου από τους Γιατρούς του Κόσμου συνέστησε να μεταφερθεί αμέσως στην εντατική του νοσοκομείου της Φαλούν, μιας πόλης 40 μίλια απόσταση από τον τόπο κατοικίας τους.
Την επόμενη μέρα οι γιατροί εισήγαγαν σωληνάκι στην μύτη για την τροφοδοσία του. Δεν αντιδρούσε σε τίποτα. Δεν είχε καμία φυσική νευρολογική αρρώστια αλλά φαινόταν να είχε χάσει κάθε θέληση για ζωή. «Νομίζω ότι είναι μια μορφή προστασίας αυτό το κώμα στο οποίο βρίσκονται», είπε η Χούλτκραντς. «Είναι όπως η χιονάτη. Απλώς απομακρύνονται από τον κόσμο».
«Deapatiska», ο απαθητικός, έτσι ονομάζουν οι σουηδοί γιατροί αυτό το φαινόμενο. Τα απαθητικά παιδιά άρχισαν να εμφανίζονται στις εντατικές της Σουηδίας τα πρώτα χρόνια του 2000. Οι γονείς τους πίστευαν ότι έχουν χολέρα ή πανούκλα κι ότι πέθαιναν. Σύντομα τέτοιου είδους ασθενείς γεμίσανε την ψυχιατρική μονάδα για παιδιά του νοσοκομείου του πανεπιστημίου Καρολίνσκα. Ο διευθυντής της λέει, «η ατμόσφαιρα εδώ θυμίζει την Πιετά του Μιχαήλ Άγγελου. Οι κουρτίνες είναι κλειστές και τα φώτα σβηστά. Οι μητέρες ψιθυρίζουν, σπανίως μιλάνε στο άρρωστο παιδί τους και κοιτούν μέσα στο σκοτάδι». Το 2005 κιόλας περισσότερα από 400 παιδιά από 8 ετών έως 15 είχαν έρθει σε αυτήν την κατάσταση. Όπως γράφει το ιατρικό περιοδικό «Αcta Peadiatrika», ο τυπικός ασθενής είναι «καθολικά παθητικός, ακίνητος χωρίς τόνο, αποσυρμένος, βωβός, μη ικανός για τροφή και νερό, με ακράτεια και χωρίς καμία σωματική αντίδραση ή αίσθημα πόνου». Σχεδόν όλα τα παιδιά είχαν μετανάστευση από το χώρο της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και της πρώην Γιουγκοσλαβίας και ένας μικρός αριθμός ήταν Ρομά ή τουρκογενείς από την κεντρική Ασία.
Σαράντα δύο ψυχίατροι έκαναν αυστηρή κριτική στον τρόπο που λειτουργούσαν οι αρχές Ασύλου και στους περιορισμούς που βάζανε, και θεωρούσαν αυτά ως σημαντικούς παράγοντες που πυροδοτούσαν την απαθητική αντίδραση στα παιδιά. Κατηγόρησαν την κυβέρνηση για «συστηματική κρατική κακομεταχείριση των παιδιών». Η ιατρική άποψη ήταν τελικά ότι η παθολογία αυτή είναι αντίδραση σε δύο τραύματα. το ένα είναι η κακοποίηση των παιδιών στη χώρα προέλευσης και το άλλο ο φόβος της επιστροφής μετά την ενσωμάτωση των παιδιών στη σουηδική κοινωνία. Ο Mάγκνους Κίλμπο, διευθυντής ινστιτούτου παιδοψυχιατρικής στη Στοκχόλμη ανέφερε ότι η απαθητικότητα αντιπροσωπεύει ένα είδος ηθελημένου θανάτου, και σε αυτό μοιάζανε με κάποιους έγκλειστους στα στρατόπεδα συγκέντρωσης των Ναζί που είχαν παραιτηθεί από τα πάντα.
Ο Αμερικανός ανθρωπολόγος Βάλτερ Κάνον είχε περιγράψει ένα φαινόμενο στους ιθαγενείς πολιτισμούς, που αποκάλεσε «θάνατο βουντού». Καταδικασμένο σε θάνατο από τον μάγο – γιατρό της φυλής λόγω παραβίασης θρησκευτικών κανόνων, το θύμα είναι τόσο τρομοκρατημένο, ώστε οι φυσιολογικές του συνθήκες επιδεινώνονται αστραπιαία και σε λίγο χρόνο πεθαίνει, επιβεβαιώνοντας την πρόγνωση. «Είναι η μοιραία δύναμη της φαντασίας σε συνθήκες άμετρου πόνου». Λίγα χρόνια πριν στην Καλιφόρνια εκατόν πενήντα γυναίκες, που είχαν δει μέλη των οικογενειών τους να βασανίζονται από το καθεστώς Πολ Ποτ, ξαφνικά έχαναν την ικανότητα να βλέπουν, θεωρούσαν τον εαυτό τους τυφλό. Σε μέρη της Ινδίας σε συνθήκες πίεσης οι άνδρες θεωρούνε ότι απέκτησαν ξαφνικά ανικανότητα και δεν έχουν πια σπέρμα. Στην Νιγηρία θεωρούν ότι έχουν διακοπή εγκεφαλικής λειτουργίας.
Μία έκθεση της σουηδικής κυβέρνησης υποστήριξε την άποψη ότι τα απαθητικά παιδιά προέρχονται «από ολιστικές κουλτούρες, όπου είναι δύσκολο να υπάρξουν σύνορα ανάμεσα στην ιδιωτική σφαίρα του ατόμου και στο συλλογικό χώρο». Με αυτό τον τρόπο η σουηδική κυβέρνηση φαινόταν να θέλει να αγνοήσει την επίδραση της ίδιας της σουηδικής κουλτούρας στην πρόκληση της ασθένειας.
Κάτω από την κριτική όμως που δέχθηκε η κυβέρνηση, έστειλε μια αντιπροσωπεία κοινωνιολόγων και ψυχολόγων να επισκεφτεί το Κόσσοβο, την Σερβία, το Αζερμπαϊτζάν και το Κιργιστάν όπου διαπίστωσε στις ίδιες αυτές τις χώρες δεν είχαν εμφανιστεί τα ίδια συμπτώματα.
Το 2016 60 παιδιά παρουσίασαν το σύμπτωμα. Με απόφαση του σουηδικού κοινοβουλίου εγκρίθηκε ένα προσωρινό διάταγμα που έδινε στις αρχές Ασύλου την δυνατότητα στα απαθητικά παιδιά να παραμείνουνε. Το Μάιο του 2016 η οικογένεια του Γκίοργκι πήραν μια νέα επιστολή από τις αρχές ασύλου. «Οι Αρχές Ασύλου δεν έχουν λόγο να αμφισβητήσουν τα στοιχεία για την υγεία του Γκιόργκι. Για αυτό θεωρείται ότι βρίσκεται σε ανάγκη ασφαλούς και σταθερού περιβάλλοντος και συνθηκών ζωής προκειμένου να ανακάμψει». Στην οικογένεια δόθηκε μόνιμη άδεια παραμονής στη Σουηδία.
Οι γονείς του Γκιόργκι πήγαν αμέσως στο δωμάτιο του στο νοσοκομείο για να του το ανακοινώσουν. Δεν έδειξε καμία αντίδραση. Χρειάστηκαν αρκετές εβδομάδες για να υπάρξει κάποιο καινούριο σημείο ζωής. Στις 6 Ιουνίου άνοιξε τα μάτια του. Τρεις μέρες μετά μπόρεσε να πιει νερό με ένα κουταλάκι χωρίς να χρειαστεί το σωληνάκι. Την επόμενη μέρα δοκίμασε λίγο παγωτό. Την άλλη μέρα κούνησε το κεφάλι του. Τέσσερις μέρες μετά έκανε μια προσπάθεια να γυρίσει το σώμα του. Στις 26 Ιουνίου αφαίρεσαν το σωληνάκι. Μετά από τέσσερις μήνες επέστρεψε στο σχολείο. Όπως βαθμιαία παρουσιάστηκε η απαθητικότητα τέσσερις μήνες μετά την επιστολή για την υποχρεωτική αναχώρηση από την Σουηδία της οικογένειας, το ίδιο βαθμιαία υποχώρησε, μετά την επιστολή για μόνιμη παραμονή στη Σουηδία.
Τα στοιχεία αυτά προέρχονται από το άρθρο «The Apathetic –The trauma of facing deportation», της βραβευμένης συγγραφέως Rachel Aviv, στο New Yorker της 3 Απριλίου 2017.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου