(Εικόνα: Τα Άγια Πάθη
δια χειρός Θεοφάνους του Κρητός)
Δημοτικό τραγούδι
«Με γέλασαν τα πουλιά, της άνοιξης τ’ αηδόνια
Με γέλασαν κι μου ‘πανε, πως φέτος δεν πεθαίνω.
Φκιάχνω το σπίτι μου, ψηλά-ψηλά κι ανωγιασμένο
Κι ακόμα δεν το πόφκιαξα, βγαίνω στο παραθύρι
Βλέπω τον χάρο να ‘ρχεται, στους κάμπους καβαλάρης.
Μαύρος είν’ μαύρα φορά, μαύρο κι τ’ άλογο του.
Ζυγώνω κι τον αρωτώ, γλυκά τον κουβεντιάζω:
- Ασε με χάρε μ’ άσε με, ακόμα για να ζήσω
Εχω γυναίκα κι πίδια, πού να τα παρατήσω
Το Σάββατο για να λουστώ, την Κυριακή ν’ αλλάξω
και τη Δευτέρα το πρωί, θα έρθω μοναχός μου.
- Μένα μ’ έστειλε ο Θεός, να πάρω την ψυχή σου.
- Τάξε του χάρου τάξε του, μεταξωτό μαντίλι.
Για να μ’ αφήνει να ‘ρχομαι, πολλές φορές το χρόνο
Του Χριστού για κοινωνιά και του Βαγιού για βάγια
Και τη Λαμπρίτσα το πρωί, για το Χριστός Ανέστη».
για να συμπληρώσει ο Διον. Σολωμός με το έργο του
«Η ημέρα της Λαμπρής»
«Καθαρότατον ήλιο επρομηνούσε
της αυγής το δροσάτο ύστερο αστέρι,
σύγνεφο, καταχνιά, δεν απερνούσε
τ’ ουρανού σε κανένα από τα μέρη
και από κει κινημένο αργοφυσούσε
τόσο γλυκό στο πρόσωπο τ’ αέρι,
που λες και λέει μες στης καρδιάς τα φύλλα:
Γλυκιά η ζωή και ο θάνατος μαυρίλα.
Χριστός ανέστη! Νέοι, γέροι και κόρες,
όλοι, μικροί – μεγάλοι, ετοιμαστήτε
μέσα στες εκκλησίες τες δαφνοφόρες
με το φως της χαράς συμαζωχτήτε
ανοίξετε αγκαλιές ειρηνοφόρες
ομπροστά στους Αγίους και φιληθήτε!
Φιληθήτε γλυκά, χείλη με χείλη,
πέστε Χριστός ανέστη, εχθροί και φίλοι!
Δάφνες εις κάθε πλάκα έχουν οι τάφοι,
και βρέφη ωραία στην αγκαλιά οι μανάδες
γλυκόφωνα, κοιτώντας τες ζωγραφι-
σμένες εικόνες, ψάλλουνε οι ψαλτάδες
λάμπει το ασήμι, λάμπει το χρυσάφι
από το φως που χύνουνε οι λαμπάδες
κάθε πρόσωπο λάμπει απ’ τ’ αγιοκέρι,
όπου κρατούνε οι Χριστιανοί στο χέρι».
Γράφει ο Παπαδιαμάντης στην ''Εξοχική Λαμπρή''... Καλὰ τὸἔλεγεν ὁ μπάρμπα-Μηλιός, ὅτι τὸἔτος ἐκεῖνο ἐκινδύνευον νὰ μείνουν οἱἄνθρωποι οἱ χριστιανοί, οἱ ξωμερίτες, τὴνἡμέραν τοῦ Πάσχα,ἀλειτούργητοι. Καὶ οὐδέποτε πρόρρησιςἔφθασε τόσονἐγγὺς νὰπληρωθεῖ, ὅσον αὐτή· διότι δὶςἐκινδύνευσε νὰἐπαληθεύσῃἀλλ᾿ εὐτυχῶς ὁΘεὸς ἔδωκε καλὴν φώτισιν εἰς τοὺςἁρμοδίους καὶοἱ πτωχοὶχωρικοί, οἱγεωργοποιμένες τοῦ μέρουςἐκείνου,ἠξιώθησαν καὶαὐτοὶνὰἀκούσωσι τὸν καλὸν λόγον, καὶ νὰ φάγωσι καὶ αὐτοὶ τὸ κόκκινο αὐγό.
Ο Κ. Βάρναλης στο έργο του «Οι πόνοι της Παναγιάς»
«Πού να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί;
Σε ποιο νησί του Ωκεανού, σε ποια κορφήν ερημική;
Δε θα σε μάθω να μιλάς και τ’ άδικο φωνάξεις
Ξέρω πως θάχεις την καρδιά τόσο καλή, τόσο γλυκή,
που με τα βρόχια της οργής ταχιά θενά σπαράξεις.
Τη νύχτα θα σηκώνομαι κι αγάλια θα νυχοπατώ,
να σκύβω την ανάσα σου ν’ ακώ, πουλάκι μου ζεστό
να σου τοιμάζω στη φωτιά γάλα και χαμομήλι,
κ’ υστέρα απ’ το παράθυρο με καρδιοχτύπι να κοιτώ
που θα πηγαίνεις στο σκολιό με πλάκα και κοντύλι…
Κι αν κάποτε τα φρένα σου μ’ αλήθεια, φως της αστραπής,
χτυπήσει ο Κύρης τ’ ουρανού, παιδάκι μου να μη την πεις
Θεριά οι ανθρώποι, δεν μπορούν το φως να το σηκώσουν
Δεν είν’ αλήθεια πιο χρυσή σαν την αλήθεια της σιωπής.
Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν!»
και ο Ν. Καζαντζάκης στη «Μαγδαληνή»
«Ω Κύριε, εγώ ‘μαι που έσπασα σα μυρογιάλι
στα ιερά σου πόδια την καρδιά μου, και τα ολόξανθα
μακριά μαλλιά μου εγώ τ’ ανέμισα στις τρέμουλες,
σκυφτές των Αποστόλων κεφαλές, σα φλάμπουρο!
Εγώ ‘μαι που όντας όλοι οι εδικοί μακριάθε
κοιτώντας το σταυρό σε κλαίγαν σκορπισμένοι,
στεκόμουν στο πλευρό σου παραστάτης, κι όρθια
στα χέρια μου εδεχόμουν, στην ποδιά, στο πρόσωπο,
πηχτό, ζεστό, σαν όμπρο θερινό, το γαίμα σου!
Κ’ έκραζα: Ανοίξου γης, ποτίσου γης, σκιρτήστε
σα σπόροι αθάνατοι στο χώμα, ώ πεθαμένοι!
Χριστέ, κι αν όλοι σ’ αρνηθούν, δε θα πεθάνεις!
Γιατί στον κόρφο μου το αθάνατο νερό
κρατώ και σε κερνώ, και κατεβαίνεις πάλι
στη γης, και περπατάς μαζί μου στα χωράφια,
βολές σωπαίνοντας γλυκά, βολές ταΐζοντας
το Λόγο τον καλό στα πεινασμένα πλήθη».
δια χειρός Θεοφάνους του Κρητός)
«Με γέλασαν τα πουλιά, της άνοιξης τ’ αηδόνια
Με γέλασαν κι μου ‘πανε, πως φέτος δεν πεθαίνω.
Φκιάχνω το σπίτι μου, ψηλά-ψηλά κι ανωγιασμένο
Κι ακόμα δεν το πόφκιαξα, βγαίνω στο παραθύρι
Βλέπω τον χάρο να ‘ρχεται, στους κάμπους καβαλάρης.
Μαύρος είν’ μαύρα φορά, μαύρο κι τ’ άλογο του.
Ζυγώνω κι τον αρωτώ, γλυκά τον κουβεντιάζω:
- Ασε με χάρε μ’ άσε με, ακόμα για να ζήσω
Εχω γυναίκα κι πίδια, πού να τα παρατήσω
Το Σάββατο για να λουστώ, την Κυριακή ν’ αλλάξω
και τη Δευτέρα το πρωί, θα έρθω μοναχός μου.
- Μένα μ’ έστειλε ο Θεός, να πάρω την ψυχή σου.
- Τάξε του χάρου τάξε του, μεταξωτό μαντίλι.
Για να μ’ αφήνει να ‘ρχομαι, πολλές φορές το χρόνο
Του Χριστού για κοινωνιά και του Βαγιού για βάγια
Και τη Λαμπρίτσα το πρωί, για το Χριστός Ανέστη».
για να συμπληρώσει ο Διον. Σολωμός με το έργο του
«Η ημέρα της Λαμπρής»
«Καθαρότατον ήλιο επρομηνούσε
της αυγής το δροσάτο ύστερο αστέρι,
σύγνεφο, καταχνιά, δεν απερνούσε
τ’ ουρανού σε κανένα από τα μέρη
και από κει κινημένο αργοφυσούσε
τόσο γλυκό στο πρόσωπο τ’ αέρι,
που λες και λέει μες στης καρδιάς τα φύλλα:
Γλυκιά η ζωή και ο θάνατος μαυρίλα.
Χριστός ανέστη! Νέοι, γέροι και κόρες,
όλοι, μικροί – μεγάλοι, ετοιμαστήτε
μέσα στες εκκλησίες τες δαφνοφόρες
με το φως της χαράς συμαζωχτήτε
ανοίξετε αγκαλιές ειρηνοφόρες
ομπροστά στους Αγίους και φιληθήτε!
Φιληθήτε γλυκά, χείλη με χείλη,
πέστε Χριστός ανέστη, εχθροί και φίλοι!
Δάφνες εις κάθε πλάκα έχουν οι τάφοι,
και βρέφη ωραία στην αγκαλιά οι μανάδες
γλυκόφωνα, κοιτώντας τες ζωγραφι-
σμένες εικόνες, ψάλλουνε οι ψαλτάδες
λάμπει το ασήμι, λάμπει το χρυσάφι
από το φως που χύνουνε οι λαμπάδες
κάθε πρόσωπο λάμπει απ’ τ’ αγιοκέρι,
όπου κρατούνε οι Χριστιανοί στο χέρι».
Γράφει ο Παπαδιαμάντης στην ''Εξοχική Λαμπρή''... Καλὰ τὸἔλεγεν ὁ μπάρμπα-Μηλιός, ὅτι τὸἔτος ἐκεῖνο ἐκινδύνευον νὰ μείνουν οἱἄνθρωποι οἱ χριστιανοί, οἱ ξωμερίτες, τὴνἡμέραν τοῦ Πάσχα,ἀλειτούργητοι. Καὶ οὐδέποτε πρόρρησιςἔφθασε τόσονἐγγὺς νὰπληρωθεῖ, ὅσον αὐτή· διότι δὶςἐκινδύνευσε νὰἐπαληθεύσῃἀλλ᾿ εὐτυχῶς ὁΘεὸς ἔδωκε καλὴν φώτισιν εἰς τοὺςἁρμοδίους καὶοἱ πτωχοὶχωρικοί, οἱγεωργοποιμένες τοῦ μέρουςἐκείνου,ἠξιώθησαν καὶαὐτοὶνὰἀκούσωσι τὸν καλὸν λόγον, καὶ νὰ φάγωσι καὶ αὐτοὶ τὸ κόκκινο αὐγό.
Ο Κ. Βάρναλης στο έργο του «Οι πόνοι της Παναγιάς»
«Πού να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί;
Σε ποιο νησί του Ωκεανού, σε ποια κορφήν ερημική;
Δε θα σε μάθω να μιλάς και τ’ άδικο φωνάξεις
Ξέρω πως θάχεις την καρδιά τόσο καλή, τόσο γλυκή,
που με τα βρόχια της οργής ταχιά θενά σπαράξεις.
Τη νύχτα θα σηκώνομαι κι αγάλια θα νυχοπατώ,
να σκύβω την ανάσα σου ν’ ακώ, πουλάκι μου ζεστό
να σου τοιμάζω στη φωτιά γάλα και χαμομήλι,
κ’ υστέρα απ’ το παράθυρο με καρδιοχτύπι να κοιτώ
που θα πηγαίνεις στο σκολιό με πλάκα και κοντύλι…
Κι αν κάποτε τα φρένα σου μ’ αλήθεια, φως της αστραπής,
χτυπήσει ο Κύρης τ’ ουρανού, παιδάκι μου να μη την πεις
Θεριά οι ανθρώποι, δεν μπορούν το φως να το σηκώσουν
Δεν είν’ αλήθεια πιο χρυσή σαν την αλήθεια της σιωπής.
Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν!»
και ο Ν. Καζαντζάκης στη «Μαγδαληνή»
«Ω Κύριε, εγώ ‘μαι που έσπασα σα μυρογιάλι
στα ιερά σου πόδια την καρδιά μου, και τα ολόξανθα
μακριά μαλλιά μου εγώ τ’ ανέμισα στις τρέμουλες,
σκυφτές των Αποστόλων κεφαλές, σα φλάμπουρο!
Εγώ ‘μαι που όντας όλοι οι εδικοί μακριάθε
κοιτώντας το σταυρό σε κλαίγαν σκορπισμένοι,
στεκόμουν στο πλευρό σου παραστάτης, κι όρθια
στα χέρια μου εδεχόμουν, στην ποδιά, στο πρόσωπο,
πηχτό, ζεστό, σαν όμπρο θερινό, το γαίμα σου!
Κ’ έκραζα: Ανοίξου γης, ποτίσου γης, σκιρτήστε
σα σπόροι αθάνατοι στο χώμα, ώ πεθαμένοι!
Χριστέ, κι αν όλοι σ’ αρνηθούν, δε θα πεθάνεις!
Γιατί στον κόρφο μου το αθάνατο νερό
κρατώ και σε κερνώ, και κατεβαίνεις πάλι
στη γης, και περπατάς μαζί μου στα χωράφια,
βολές σωπαίνοντας γλυκά, βολές ταΐζοντας
το Λόγο τον καλό στα πεινασμένα πλήθη».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου