Τις Κυριακές και τις μεγάλες γιορτάδες ο Παπαδιαμάντης πήγαινε πρωί-πρωί στον Άγιο Ελισσαίο, κοντά στον Παλαιό Στρατώνα και έψελνε ανάμεσα στους απλοϊκούς πιστούς της συνοικίας. Εκεί πήγαινε και ο Μωραϊτίδης για τον ίδιο σκοπό. Έτσι ξαλαφρώνανε κι οι δυο την ψυχή τους από τις πίκρες της ζωής και παίρνανε ένα λουτρό καρτερίας, που τους δυνάμωνε τη δημιουργική τους ορμή. Τη Μεγάλη βδομάδα τον χάναμε. Εκτελούσε στην εντέλεια όλα τα χριστιανικά του χρέη σαν πειθαρχημένος καλόγηρος. Μα την Κυριακή του Πάσχα, κατά το μεσημέρι ο κυρ Στέφανος ερχότανε στο καφενείο και τον έπαιρνε στο σπίτι του να φάνε το πασχαλινό αρνί. Κατηφορίζανε κι οι δύο το λόφο, ο ένας με σκυμμένο το κεφάλι κι ο άλλος με την αλύγιστη περπατησιά του, γιατί τα γόνατά του ήτανε ξυλιασμένα από την αρθρίτιδα.
Στο τραπέζι μοσχοβολούσε κι άχνιζε το αρνί μέσα στο ταψί· μοσχοβολούσε το τυρί του Παρνασσού, η μαρουλοσαλάτα με τον άνηθο και το κρεμμυδάκι· μοσκοβολούσανε τα πορτοκάλια και λαμποκοπούσανε μέσα στη σουπιέρα τα κόκκινα τ’ αυγά. Πόσοι πειρασμοί: Μα ο θρήσκος Παπαδιαμάντης πρώτα έκαμνε το σταυρό του, έλεγε το «φάγονται πένητες και εμπλησθήσονται…», οι άλλοι όρθιοι γύρω σταυροκοπιόντανε κι αυτοί κι ύστερα… Ε, ύστερα, άμα καθόντανε στο τραπέζι, ο κυρ Στέφανος, που ήξερε τα συνήθεια του φίλου του, του γέμιζε μια κούπα ρετσίνα. Ο κυρ Αλέξανδρος την έπιανε με τις δυο του φούχτες (γιατί τα χέρια του τρέμανε) και την άδειαζε ολάκερη «αμυστί» με μια συγκινητική λαχτάρα. Τότες το αίμα του ξυπνούσε και κύλαε ζεστό στις φλέβες του, τα μάτια του καθαρίζανε, η ψυχή του άνοιγε τα διπλωμένα φτερά της και τότε μονάχα αρχίζανε το φαγί. «Ητο ωραίον ρετσινάτον» (λέγει σ’ ένα του διήγημα) «όλον άρωμα και πτήσις και αφρός»! Τι λυρικός καϋμός, τι αληθινός έρωτας για το κρασί!
Έτσι αυτές τις μέρες, που η εποχή μας τις ζεί με κάποιαν πεζότητα, πώς να μη θυμηθή κανείς τον καλό εκείνο καιρό, που η ποίηση και η πίστη ήτανε ζωντανά στοιχεία της ζωής. Τώρα τα πεύκα τα κόψανε όλα οι πολυκατοικίες. Οι λεύκες ξεραθήκανε κι ως τόσο δεν τις κόβουνε να λείψη ο πένθιμος εκείνος σκελετός τους, που τις κάνει να μοιάζουνε με υψηλούς ξύλινους σταυρούς σε κοιμητήρι. Η Δεξαμενή που ήτανε η ψηλότερη σκοπιά της Αθήνας, έχασε τον ουρανό και τη θάλασσα και κατάντησε σα μια πηγάδα. Και μείναμε εμείς τα ερείπια, οι παληοί κάτοικοι του ωραίου λόφου να θρηνούμε επάνω στα ερείπια του «εξωραϊσμού» του.
Στο τραπέζι μοσχοβολούσε κι άχνιζε το αρνί μέσα στο ταψί· μοσχοβολούσε το τυρί του Παρνασσού, η μαρουλοσαλάτα με τον άνηθο και το κρεμμυδάκι· μοσκοβολούσανε τα πορτοκάλια και λαμποκοπούσανε μέσα στη σουπιέρα τα κόκκινα τ’ αυγά. Πόσοι πειρασμοί: Μα ο θρήσκος Παπαδιαμάντης πρώτα έκαμνε το σταυρό του, έλεγε το «φάγονται πένητες και εμπλησθήσονται…», οι άλλοι όρθιοι γύρω σταυροκοπιόντανε κι αυτοί κι ύστερα… Ε, ύστερα, άμα καθόντανε στο τραπέζι, ο κυρ Στέφανος, που ήξερε τα συνήθεια του φίλου του, του γέμιζε μια κούπα ρετσίνα. Ο κυρ Αλέξανδρος την έπιανε με τις δυο του φούχτες (γιατί τα χέρια του τρέμανε) και την άδειαζε ολάκερη «αμυστί» με μια συγκινητική λαχτάρα. Τότες το αίμα του ξυπνούσε και κύλαε ζεστό στις φλέβες του, τα μάτια του καθαρίζανε, η ψυχή του άνοιγε τα διπλωμένα φτερά της και τότε μονάχα αρχίζανε το φαγί. «Ητο ωραίον ρετσινάτον» (λέγει σ’ ένα του διήγημα) «όλον άρωμα και πτήσις και αφρός»! Τι λυρικός καϋμός, τι αληθινός έρωτας για το κρασί!
Έτσι αυτές τις μέρες, που η εποχή μας τις ζεί με κάποιαν πεζότητα, πώς να μη θυμηθή κανείς τον καλό εκείνο καιρό, που η ποίηση και η πίστη ήτανε ζωντανά στοιχεία της ζωής. Τώρα τα πεύκα τα κόψανε όλα οι πολυκατοικίες. Οι λεύκες ξεραθήκανε κι ως τόσο δεν τις κόβουνε να λείψη ο πένθιμος εκείνος σκελετός τους, που τις κάνει να μοιάζουνε με υψηλούς ξύλινους σταυρούς σε κοιμητήρι. Η Δεξαμενή που ήτανε η ψηλότερη σκοπιά της Αθήνας, έχασε τον ουρανό και τη θάλασσα και κατάντησε σα μια πηγάδα. Και μείναμε εμείς τα ερείπια, οι παληοί κάτοικοι του ωραίου λόφου να θρηνούμε επάνω στα ερείπια του «εξωραϊσμού» του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου