Η μουσική ως «τέχνη των ήχων» είναι ένα από τα ουσιαστικότερα ηχητικά εκφραστικά μέσα του κινηματογραφιστή και συμβάλει αποφασιστικά στην αισθητική διαμόρφωση μιας ταινίας, αν χρησιμοποιηθεί σωστά και με τον κατάλληλο, ανάλογα με την περίπτωση, τρόπο. Όπως άλλωστε και όλα τ’ άλλα δομικά στοιχεία της ταινίας, πρέπει ισότιμα να συντάσσεται στο φιλμικό της χώρο, έχοντας, στην κάθε περίπτωση το μερίδιο που της ανήκει. Είναι ευνόητο, βεβαία, ότι αυτό δεν ισχύει για ορισμένες κατηγορίες ταινιών, όπως, για παράδειγμα τα μιούζικαλ ή τα ντοκιμαντέρ, όπου το μερίδιο της μουσικής είναι σαφώς μεγαλύτερο. Είναι κατανοητό, όμως, ότι τα παραπάνω δεν συνιστούν ένα
συνταγολόγιο δόσεων!
Είναι ανεπίτρεπτο λάθος η δουλειά των συνθετών κινηματογραφικής μουσικής να χαρακτηρίζεται από κάθε άποψη ατυχώς, ως «μουσική μπαγκράουντ», τώρα μάλιστα που δεν υπάρχει κανένας σοβαρός κριτικός που να μη θεωρεί υποτιμητικό τον ορισμό αυτόν. Ο ορισμός «μουσική μπαγκράουντ» είναι παραπλανητικός και δεν περιγράφει την πραγματική λειτουργία της μουσικής στην ταινία. Τη λειτουργία αυτή θα προσπαθήσουμε να περιγράψουμε με αφορμή μια από τις μεγαλύτερες συνεργασίες σκηνοθέτη-συνθέτη, όπως είναι αυτή του Φεντερίκο Φελίνι με το Νίνο Ρότα.
ΝΙΝΟ ΡΟΤΑ
(1911-1979)
ΦΕΝΤΕΡΙΚΟ ΦΕΛΙΝΙ
(1920-1993)
Ο Νίνο Ρότα, ένας συνθέτης κινηματογραφικής μουσικής από τους πιο ταλαντούχους και σημαντικούς, προτιμά σχεδόν πάντα να ντύνει μουσικά τις ταινίες χρησιμοποιώντας τη λύση του λάιτμοτιφ (σύντομο και χαρακτηριστικό μελωδικό, αρμονικό ή ρυθμικό μοτίβο του οποίου ο σκοπός είναι να επαναλαμβάνεται περιοδικά και να θυμίζει ένα ορισμένο πρόσωπο μια ιδέα ή ένα συναίσθημα). Επιλέξαμε τις ταινίες του Φεντερίκο Φελίνι «Οι νύχτες της Καμπίρια», «Γλυκειά ζωή» και «Οτώμισι» για να αναλύσουμε τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει ο συνθέτης τη διαφορετικότητα του ύφους και του χαρακτήρα κάθε ταινίας.
Οι Νύχτες της Καμπίρια (1957)
Σκηνή από την ταινία με πρωταγωνίστρια την Τζουλιέτα Μασίνα
«Δεν καταλαβαίνω, μπορώ μόνο να καταγράψω…» ομολογεί, έκπληκτη, η φίλη του ταχυδακτυλουργού στο 8 ½ . «Οι ταινίες του Φεντερίκο Φελίνι είναι γεμάτες μαγικά αινίγματα, περιπλανήσεις σε κόσμους φαινομενικά απόξενους, μοναδικά ανθρώπινα τοπία. Ο ίδιος επέμενε στο δικό του κινηματογράφο με την αυστηρή προσωπική του κοσμοαντίληψη. Όμως αυτά ακριβώς, τα παράξενα και τα απρόοπτα γίνονται οικεία, χωρίς να χάνουν την ανησυχία και το απροσδόκητο» (Μιχάλης Δημόπουλος).
Τα «χωρικά ύδατα» του Φελίνι (1920-1993), αρχίζουν από τη Ρώμη και καταλήγουν στο Ρίμινι (γενέθλια πόλη του). Στα σαράντα χρόνια της δημιουργικής του πορείας και στις 23 ταινίες του, με εξαίρεση τους Κλόουνς (Clowns) η Ιταλική πρωτεύουσα και η Ιταλική επαρχία, είναι οι χώροι που αναπτύσσεται η εικονοκλαστική του περιπέτεια.
Η Ρώμη είναι μια πόλη μελαγχολική, σαν την πόρνη στο Οι Νύχτες της Καμπίρια, κουρασμένη και σε έκπτωση στη Γλυκιά ζωή, με τη μελαγχολία της ματαιότητας και τον κυνισμό της νέας εποχής στο Οκτώμισι
Γλυκιά ζωή (1960)
Σκηνή από την ταινία με πρωταγωνιστές τους Μαρτσέλο Μαστρογιάνι και Ανίτα΄Εκμπερκ
Όπως διαπιστώνεται, τα υλικά του (γελοιογραφία, γκροτέσκο, κλαυσίγελος, νοσταλγία, καρικατούρα) είναι υλικά μιας δημιουργίας που απαρνείται το μέχρι τότε κινηματογραφικό μοντέλο αναζητώντας την απελευθέρωσή του μέσα από τη διαδικασία της ποιητικής αφήγησης. Η συνεχής και πετυχημένη ανάμειξη ρεαλιστικών και υπερρεαλιστικών στοιχείων, πραγματικότητας και ονείρων επιβεβαιώνει την πρόθεση του σκηνοθέτη προς αυτή του την αναζήτηση.
Οι ανθρώπινοι τύποι του Φελίνι φαντάζουν άλλοτε γραφικοί και γκροτέσκοι άλλοτε ηττημένοι και χαμένοι. Είναι όμως αλησμόνητοι, πρόσωπα σπάνιας εσωτερικής ομορφιάς, όπως η Καμπίρια (Τζουλίετα Μασίνα) και ο Γκουίντο (Μαρτσέλο Μαστρογιάνι). Αλλόκοτες μορφές και καθημερινοί άνθρωποι συνυπάρχουν σ’ ένα τεράστιο παζλ που μοιάζει με αίνιγμα χωρίς λύση. Οι ήρωες του μοιάζουν να αγνοούν την αίσθηση του μέτρου (όπως και οι ταινίες του) και τους νόμους της βαρύτητας και να αφήνονται στην κυριαρχία της ψευδαίσθησης και της φαντασίας. Μοναχικοί και κοινωνικά απομονωμένοι αναζητούν απελπισμένα την ευτυχία και πολλές φορές τη βρίσκουν. «Με το έργο του δεν απεικόνισε απλώς την πραγματικότητα αλλά κατασκεύασε με τα ίδια του τα χέρια ένα φανταστικό κόσμο από σκιές και φως, πνεύματα και φαντάσματα, κατοικημένο από υπάρξεις φυσιολογικές, αλλά και ταυτόχρονα αλλοπαρμένες, που αιωρούνται ανάμεσα στη γη και τον ουρανό» (Θωμάς Λυναράς).
Oκτώμισι (1963)
Σκηνή από την ταινία με πρωταγωνιστή το Μαρτσέλο Μαστρογιάνι (αριστερά)
Η ταινία «Ντόλτσε Βίτα», θεωρείται το ξεκίνημα των νεωτερισμών στην αφηγηματική δομή των ταινιών του Φελίνι, γεγονός που κάνει την δραματική πλοκή πιο ισχνή και απελευθερώνει την αφήγηση από τα δεσμά του ακαδημαϊσμού. Από κει και έπειτα συνεχίζει με τον ίδιο τρόπο, με το «Οκτώμισι» να αποτελεί ένα τέτοιο πρότυπο ταινίας αρνούμενος ολοένα και περισσότερο τις κλασσικές δραματουργικές συμβάσεις του κινηματογράφου. «Ένιωσα την ανάγκη να δουλέψω μ’ένα τρόπο που οι άλλοι προσβλητικά αποκαλούν αυτοσχεδιασμό. Είναι οτιδήποτε άλλο παρά αυτοσχεδιασμός. Είναι ένας τρόπος να κατοικείς την ταινία στην πραγματική της δομή»(Φεντερίκο Φελίνι).
Τη σταδιακή διαφοροποίηση της αφηγηματικής δομής μεταξύ των τριών αυτών ταινιών του Φελίνι, μιας και χρονικά για το σκηνοθέτη αλλά και για τον κινηματογράφο βρισκόμαστε στο μεταίχμιό της (πέρασμα από το ρεύμα του «νεορεαλισμού» στο «νέο κύμα», 1955-1965), καλείται να υπηρετήσει η μουσική του Νινο Ρότα. Στην πρώτη ταινία «Οι Νύχτες της Καμπίρια», τα τρία βασικά μοτίβα (λαιτμοτιφ) είναι μουσικά πιο ξεκάθαρα αφού αποσκοπούν στην επένδυση επεισοδίων που εξαρτώνται νοηματικά από το προηγούμενο και από το επόμενο. Ακόμα κι όταν γεγονότα της ίδιας νοηματικής αξίας που εμφανίζονται σε διαφορετικό σημείο της ταινίας και με διαφορετικό τρόπο, κινδυνεύουν να περάσουν απαρατήρητα, η μουσική λειτουργεί έτσι ώστε να δημιουργεί τον απόλυτο συνειρμό μεταξύ τους (σκηνές ονείρου και ύπνωσης της Καμπίρια). Αυτή η τεχνική χρησιμοποιείται με πολύ πιο χαλαρό τρόπο στο «Οκτώμισι» αλλά δεν γίνεται εύκολα αντιληπτή λόγω της ισχνότητας της πλοκής. Επίσης η ανάγκη της περιγραφής περισσοτέρων διακριτών σκηνών δημιουργεί την αίσθηση ότι η μουσική της πρώτης ταινίας καταλαμβάνει περισσότερο χώρο από ότι στις άλλες δύο (Ντόλτσε Βίτα και Οκτώμισι).
Η τεχνική της ανάμειξης από το Ρότα, των βασικών λάιτμοτιφ στην ίδια σκηνή, καθώς και των επιμέρους μοτίβων σε μερικές περιπτώσεις, χρησιμοποιείται και στις τρεις ταινίες για διαφορετικό λόγω στην κάθε μια, βοηθώντας να αναδυθεί είτε η εναλλαγή των συναισθημάτων και της ατμόσφαιρας είτε η πολυπλοκότητα (ασάφεια, πολλές φορές) των νοημάτων (δείτε τα βίντεο με τις σκηνές του τέλους). Με άλλα λόγια η πρόθεση του συνθέτη στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι να συμβάλει περισσότερο στην αφηγηματικότητα της πρώτης ταινίας κάτι που συμβαίνει λιγότερο στη δεύτερη αλλά διατηρείται ακόμα, ενώ στην τρίτη, καθώς τα επεισόδια-ενότητες αρχίζουν να έχουν πλέον χαλαρή σχέση μεταξύ τους (αποκτούν μια αυτονομία), δίνεται βαρύτητα σε ιδιαίτερες στιγμές της πλοκής.
Ένα άλλο στοιχείο που μεταφέρεται από ταινία σε ταινία είναι η επιλογή των προσώπων των ηρώων αλλά και των κομπάρσων στα οποία ο Φελίνι έδινε μεγάλη σημασία. Η αναζήτηση της εκφραστικότητας που συνδυαζόταν άλλοτε με τη γραφικότητα και άλλοτε με την αμεσότητα των ηθοποιών ήταν το πρώτο στοιχείο που ο σκηνοθέτης λάμβανε υπ’ όψη του και όχι η επαγγελματική τους ικανότητα και πείρα Αυτό το στοιχείο το εκμεταλλεύεται μουσικά ο Νίνο Ρότα που ως έτερο ήμισυ του Φελίνι γνωρίζει τον τρόπο ενίσχυσης αυτής της εκφραστικότητας. Πολλές φορές η μουσική θυμίζει μουσική από τσίρκο καθώς ο σκηνοθέτης αισθάνεται την ανάγκη να εκφράσει την άποψή του για τη ζωή (αλλά και για το ίδιο το σινεμά-τελευταία σκηνή στο Οκτώμισι) με την εικόνα του πανηγυριού, ενώ άλλες φορές έχει την ίδια περιπαικτική ή μελαγχολική διάθεση ακόμα και όταν βρίσκεται να επενδύει διαφορετική ταινία. Καθώς ο σκηνοθέτης αρέσκεται στο να χρησιμοποιεί ηθοποιούς (συνήθως κομπάρσους) προηγούμενων ταινιών σε επόμενες με σκοπό να ξαναβρεθεί μαζί τους γιατί όπως λέει ο ίδιος «αναπαριστούν» δικές του συνήθειες, η μουσική του Ρότα αφήνεται σ΄ αυτή τη διάθεση δημιουργώντας την αντίστοιχη γνώριμη ατμόσφαιρα. Ίσως έτσι δικαιολογείται ακόμα και η επανάληψη ιδίων μοτίβων από ταινία σε ταινία. Κάτι τέτοιο συμβαίνει με τη χρήση του τρίτου λαιτμοτιφ από την ταινία «Οι Νύχτες της Καμπίρια», στο «Οκτώμισι», χωρίς να έχει εδώ ρόλο βασικού μοτίβου καθώς ακούγεται μία μόνο φορά ως ρεαλιστική μουσική (μουσική επένδυση της δράσης).
Σε ότι αφορά τέλος τη διάθεση του σκηνοθέτη να συγχέει συχνά την πραγματικότητα με το όνειρο γεγονός που καθορίζει τελικά και τη σχέση του με την εκάστοτε ταινία μια σχέση συνήθως βιωματική, το πάντρεμα με τη μουσική του Ρότα δημιουργεί απόλυτη ταύτιση δεδομένου ότι το να παραγραφούν μουσικά αυτές οι αντιφατικές καταστάσεις ίσως να αποτελεί μια από τις δυσκολότερες φάσεις για ένα συνθέτη κινηματογραφικής μουσικής. Πρέπει λοιπόν να ταυτιστεί όσο γίνεται περισσότερο, και ο Νινο Ρότα το πετυχαίνει, με το συναίσθημα ή τη συγκίνηση που θέλει να εκφράσει ο σκηνοθέτης τη δεδομένη στιγμή, μια διαδικασία πολύ χρονοβόρα προκειμένου να επιτευχθεί το επιθυμητό αποτέλεσμα. «Η εύκολη και όχι δημιουργική λύση για το συνθέτη θα ήταν να επενδύσει μόνο το εξωτερικό γεγονός με μια επιφανειακή μουσική σαν κι αυτές που ακούμε συνήθως σ΄ αυτές τις περιπτώσεις. Τι χειρότερο από μια τέτοια λύση; Τι χειρότερο από μία μουσική ρουτίνας που νοιάζεται μόνο να υπογραμμίσει ένα εξωτερικό γεγονός και αδιαφορεί να σχολιάσει όλα αυτά που συμβαίνουν στις ψυχές των ανθρώπων; » (Κώστας Μυλωνάς)
Χωρίς αμφιβολία, και πέρα από κάθε λεπτομέρεια, η μουσική του Νίνο Ρότα συνταιριάζεται απόλυτα με το ύφος και το χαρακτήρα του κινηματογραφικού σύμπαντος του Φεντερίκο Φελίνι εξ΄ αιτίας της πετυχημένης αντιμετώπισης του βιωματικού κόσμου του σκηνοθέτη.
«Ο Φελινικός κόσμος είναι ένας κόσμος από βιώματα μνήμες και αθέατες μελλοντικές ήττες και επιβολές» (Μάνος Χατζιδάκις).
Μήνας Μπόγρης
m.bogris@hotmail.com
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Κώστας Μυλωνάς: Μουσική και Κινηματογράφος, Κέδρος 1999
Μιχάλης Δημόπουλος, Θωμάς Λιναράς: Tutto Fellini,
Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης 1997
Κοστάντζο Κοσταντίνι: Συζητήσεις με το Φεντερίκο Φελίνι, Έξαντας 1997
Γιώργος Κορμικιάρης: CINEMA (Σκηνοθέτες
συνταγολόγιο δόσεων!
Είναι ανεπίτρεπτο λάθος η δουλειά των συνθετών κινηματογραφικής μουσικής να χαρακτηρίζεται από κάθε άποψη ατυχώς, ως «μουσική μπαγκράουντ», τώρα μάλιστα που δεν υπάρχει κανένας σοβαρός κριτικός που να μη θεωρεί υποτιμητικό τον ορισμό αυτόν. Ο ορισμός «μουσική μπαγκράουντ» είναι παραπλανητικός και δεν περιγράφει την πραγματική λειτουργία της μουσικής στην ταινία. Τη λειτουργία αυτή θα προσπαθήσουμε να περιγράψουμε με αφορμή μια από τις μεγαλύτερες συνεργασίες σκηνοθέτη-συνθέτη, όπως είναι αυτή του Φεντερίκο Φελίνι με το Νίνο Ρότα.
ΝΙΝΟ ΡΟΤΑ
(1911-1979)
ΦΕΝΤΕΡΙΚΟ ΦΕΛΙΝΙ
(1920-1993)
Ο Νίνο Ρότα, ένας συνθέτης κινηματογραφικής μουσικής από τους πιο ταλαντούχους και σημαντικούς, προτιμά σχεδόν πάντα να ντύνει μουσικά τις ταινίες χρησιμοποιώντας τη λύση του λάιτμοτιφ (σύντομο και χαρακτηριστικό μελωδικό, αρμονικό ή ρυθμικό μοτίβο του οποίου ο σκοπός είναι να επαναλαμβάνεται περιοδικά και να θυμίζει ένα ορισμένο πρόσωπο μια ιδέα ή ένα συναίσθημα). Επιλέξαμε τις ταινίες του Φεντερίκο Φελίνι «Οι νύχτες της Καμπίρια», «Γλυκειά ζωή» και «Οτώμισι» για να αναλύσουμε τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει ο συνθέτης τη διαφορετικότητα του ύφους και του χαρακτήρα κάθε ταινίας.
Οι Νύχτες της Καμπίρια (1957)
Σκηνή από την ταινία με πρωταγωνίστρια την Τζουλιέτα Μασίνα
«Δεν καταλαβαίνω, μπορώ μόνο να καταγράψω…» ομολογεί, έκπληκτη, η φίλη του ταχυδακτυλουργού στο 8 ½ . «Οι ταινίες του Φεντερίκο Φελίνι είναι γεμάτες μαγικά αινίγματα, περιπλανήσεις σε κόσμους φαινομενικά απόξενους, μοναδικά ανθρώπινα τοπία. Ο ίδιος επέμενε στο δικό του κινηματογράφο με την αυστηρή προσωπική του κοσμοαντίληψη. Όμως αυτά ακριβώς, τα παράξενα και τα απρόοπτα γίνονται οικεία, χωρίς να χάνουν την ανησυχία και το απροσδόκητο» (Μιχάλης Δημόπουλος).
Τα «χωρικά ύδατα» του Φελίνι (1920-1993), αρχίζουν από τη Ρώμη και καταλήγουν στο Ρίμινι (γενέθλια πόλη του). Στα σαράντα χρόνια της δημιουργικής του πορείας και στις 23 ταινίες του, με εξαίρεση τους Κλόουνς (Clowns) η Ιταλική πρωτεύουσα και η Ιταλική επαρχία, είναι οι χώροι που αναπτύσσεται η εικονοκλαστική του περιπέτεια.
Η Ρώμη είναι μια πόλη μελαγχολική, σαν την πόρνη στο Οι Νύχτες της Καμπίρια, κουρασμένη και σε έκπτωση στη Γλυκιά ζωή, με τη μελαγχολία της ματαιότητας και τον κυνισμό της νέας εποχής στο Οκτώμισι
Γλυκιά ζωή (1960)
Σκηνή από την ταινία με πρωταγωνιστές τους Μαρτσέλο Μαστρογιάνι και Ανίτα΄Εκμπερκ
Όπως διαπιστώνεται, τα υλικά του (γελοιογραφία, γκροτέσκο, κλαυσίγελος, νοσταλγία, καρικατούρα) είναι υλικά μιας δημιουργίας που απαρνείται το μέχρι τότε κινηματογραφικό μοντέλο αναζητώντας την απελευθέρωσή του μέσα από τη διαδικασία της ποιητικής αφήγησης. Η συνεχής και πετυχημένη ανάμειξη ρεαλιστικών και υπερρεαλιστικών στοιχείων, πραγματικότητας και ονείρων επιβεβαιώνει την πρόθεση του σκηνοθέτη προς αυτή του την αναζήτηση.
Οι ανθρώπινοι τύποι του Φελίνι φαντάζουν άλλοτε γραφικοί και γκροτέσκοι άλλοτε ηττημένοι και χαμένοι. Είναι όμως αλησμόνητοι, πρόσωπα σπάνιας εσωτερικής ομορφιάς, όπως η Καμπίρια (Τζουλίετα Μασίνα) και ο Γκουίντο (Μαρτσέλο Μαστρογιάνι). Αλλόκοτες μορφές και καθημερινοί άνθρωποι συνυπάρχουν σ’ ένα τεράστιο παζλ που μοιάζει με αίνιγμα χωρίς λύση. Οι ήρωες του μοιάζουν να αγνοούν την αίσθηση του μέτρου (όπως και οι ταινίες του) και τους νόμους της βαρύτητας και να αφήνονται στην κυριαρχία της ψευδαίσθησης και της φαντασίας. Μοναχικοί και κοινωνικά απομονωμένοι αναζητούν απελπισμένα την ευτυχία και πολλές φορές τη βρίσκουν. «Με το έργο του δεν απεικόνισε απλώς την πραγματικότητα αλλά κατασκεύασε με τα ίδια του τα χέρια ένα φανταστικό κόσμο από σκιές και φως, πνεύματα και φαντάσματα, κατοικημένο από υπάρξεις φυσιολογικές, αλλά και ταυτόχρονα αλλοπαρμένες, που αιωρούνται ανάμεσα στη γη και τον ουρανό» (Θωμάς Λυναράς).
Oκτώμισι (1963)
Σκηνή από την ταινία με πρωταγωνιστή το Μαρτσέλο Μαστρογιάνι (αριστερά)
Η ταινία «Ντόλτσε Βίτα», θεωρείται το ξεκίνημα των νεωτερισμών στην αφηγηματική δομή των ταινιών του Φελίνι, γεγονός που κάνει την δραματική πλοκή πιο ισχνή και απελευθερώνει την αφήγηση από τα δεσμά του ακαδημαϊσμού. Από κει και έπειτα συνεχίζει με τον ίδιο τρόπο, με το «Οκτώμισι» να αποτελεί ένα τέτοιο πρότυπο ταινίας αρνούμενος ολοένα και περισσότερο τις κλασσικές δραματουργικές συμβάσεις του κινηματογράφου. «Ένιωσα την ανάγκη να δουλέψω μ’ένα τρόπο που οι άλλοι προσβλητικά αποκαλούν αυτοσχεδιασμό. Είναι οτιδήποτε άλλο παρά αυτοσχεδιασμός. Είναι ένας τρόπος να κατοικείς την ταινία στην πραγματική της δομή»(Φεντερίκο Φελίνι).
Τη σταδιακή διαφοροποίηση της αφηγηματικής δομής μεταξύ των τριών αυτών ταινιών του Φελίνι, μιας και χρονικά για το σκηνοθέτη αλλά και για τον κινηματογράφο βρισκόμαστε στο μεταίχμιό της (πέρασμα από το ρεύμα του «νεορεαλισμού» στο «νέο κύμα», 1955-1965), καλείται να υπηρετήσει η μουσική του Νινο Ρότα. Στην πρώτη ταινία «Οι Νύχτες της Καμπίρια», τα τρία βασικά μοτίβα (λαιτμοτιφ) είναι μουσικά πιο ξεκάθαρα αφού αποσκοπούν στην επένδυση επεισοδίων που εξαρτώνται νοηματικά από το προηγούμενο και από το επόμενο. Ακόμα κι όταν γεγονότα της ίδιας νοηματικής αξίας που εμφανίζονται σε διαφορετικό σημείο της ταινίας και με διαφορετικό τρόπο, κινδυνεύουν να περάσουν απαρατήρητα, η μουσική λειτουργεί έτσι ώστε να δημιουργεί τον απόλυτο συνειρμό μεταξύ τους (σκηνές ονείρου και ύπνωσης της Καμπίρια). Αυτή η τεχνική χρησιμοποιείται με πολύ πιο χαλαρό τρόπο στο «Οκτώμισι» αλλά δεν γίνεται εύκολα αντιληπτή λόγω της ισχνότητας της πλοκής. Επίσης η ανάγκη της περιγραφής περισσοτέρων διακριτών σκηνών δημιουργεί την αίσθηση ότι η μουσική της πρώτης ταινίας καταλαμβάνει περισσότερο χώρο από ότι στις άλλες δύο (Ντόλτσε Βίτα και Οκτώμισι).
Η τεχνική της ανάμειξης από το Ρότα, των βασικών λάιτμοτιφ στην ίδια σκηνή, καθώς και των επιμέρους μοτίβων σε μερικές περιπτώσεις, χρησιμοποιείται και στις τρεις ταινίες για διαφορετικό λόγω στην κάθε μια, βοηθώντας να αναδυθεί είτε η εναλλαγή των συναισθημάτων και της ατμόσφαιρας είτε η πολυπλοκότητα (ασάφεια, πολλές φορές) των νοημάτων (δείτε τα βίντεο με τις σκηνές του τέλους). Με άλλα λόγια η πρόθεση του συνθέτη στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι να συμβάλει περισσότερο στην αφηγηματικότητα της πρώτης ταινίας κάτι που συμβαίνει λιγότερο στη δεύτερη αλλά διατηρείται ακόμα, ενώ στην τρίτη, καθώς τα επεισόδια-ενότητες αρχίζουν να έχουν πλέον χαλαρή σχέση μεταξύ τους (αποκτούν μια αυτονομία), δίνεται βαρύτητα σε ιδιαίτερες στιγμές της πλοκής.
Ένα άλλο στοιχείο που μεταφέρεται από ταινία σε ταινία είναι η επιλογή των προσώπων των ηρώων αλλά και των κομπάρσων στα οποία ο Φελίνι έδινε μεγάλη σημασία. Η αναζήτηση της εκφραστικότητας που συνδυαζόταν άλλοτε με τη γραφικότητα και άλλοτε με την αμεσότητα των ηθοποιών ήταν το πρώτο στοιχείο που ο σκηνοθέτης λάμβανε υπ’ όψη του και όχι η επαγγελματική τους ικανότητα και πείρα Αυτό το στοιχείο το εκμεταλλεύεται μουσικά ο Νίνο Ρότα που ως έτερο ήμισυ του Φελίνι γνωρίζει τον τρόπο ενίσχυσης αυτής της εκφραστικότητας. Πολλές φορές η μουσική θυμίζει μουσική από τσίρκο καθώς ο σκηνοθέτης αισθάνεται την ανάγκη να εκφράσει την άποψή του για τη ζωή (αλλά και για το ίδιο το σινεμά-τελευταία σκηνή στο Οκτώμισι) με την εικόνα του πανηγυριού, ενώ άλλες φορές έχει την ίδια περιπαικτική ή μελαγχολική διάθεση ακόμα και όταν βρίσκεται να επενδύει διαφορετική ταινία. Καθώς ο σκηνοθέτης αρέσκεται στο να χρησιμοποιεί ηθοποιούς (συνήθως κομπάρσους) προηγούμενων ταινιών σε επόμενες με σκοπό να ξαναβρεθεί μαζί τους γιατί όπως λέει ο ίδιος «αναπαριστούν» δικές του συνήθειες, η μουσική του Ρότα αφήνεται σ΄ αυτή τη διάθεση δημιουργώντας την αντίστοιχη γνώριμη ατμόσφαιρα. Ίσως έτσι δικαιολογείται ακόμα και η επανάληψη ιδίων μοτίβων από ταινία σε ταινία. Κάτι τέτοιο συμβαίνει με τη χρήση του τρίτου λαιτμοτιφ από την ταινία «Οι Νύχτες της Καμπίρια», στο «Οκτώμισι», χωρίς να έχει εδώ ρόλο βασικού μοτίβου καθώς ακούγεται μία μόνο φορά ως ρεαλιστική μουσική (μουσική επένδυση της δράσης).
Σε ότι αφορά τέλος τη διάθεση του σκηνοθέτη να συγχέει συχνά την πραγματικότητα με το όνειρο γεγονός που καθορίζει τελικά και τη σχέση του με την εκάστοτε ταινία μια σχέση συνήθως βιωματική, το πάντρεμα με τη μουσική του Ρότα δημιουργεί απόλυτη ταύτιση δεδομένου ότι το να παραγραφούν μουσικά αυτές οι αντιφατικές καταστάσεις ίσως να αποτελεί μια από τις δυσκολότερες φάσεις για ένα συνθέτη κινηματογραφικής μουσικής. Πρέπει λοιπόν να ταυτιστεί όσο γίνεται περισσότερο, και ο Νινο Ρότα το πετυχαίνει, με το συναίσθημα ή τη συγκίνηση που θέλει να εκφράσει ο σκηνοθέτης τη δεδομένη στιγμή, μια διαδικασία πολύ χρονοβόρα προκειμένου να επιτευχθεί το επιθυμητό αποτέλεσμα. «Η εύκολη και όχι δημιουργική λύση για το συνθέτη θα ήταν να επενδύσει μόνο το εξωτερικό γεγονός με μια επιφανειακή μουσική σαν κι αυτές που ακούμε συνήθως σ΄ αυτές τις περιπτώσεις. Τι χειρότερο από μια τέτοια λύση; Τι χειρότερο από μία μουσική ρουτίνας που νοιάζεται μόνο να υπογραμμίσει ένα εξωτερικό γεγονός και αδιαφορεί να σχολιάσει όλα αυτά που συμβαίνουν στις ψυχές των ανθρώπων; » (Κώστας Μυλωνάς)
Χωρίς αμφιβολία, και πέρα από κάθε λεπτομέρεια, η μουσική του Νίνο Ρότα συνταιριάζεται απόλυτα με το ύφος και το χαρακτήρα του κινηματογραφικού σύμπαντος του Φεντερίκο Φελίνι εξ΄ αιτίας της πετυχημένης αντιμετώπισης του βιωματικού κόσμου του σκηνοθέτη.
«Ο Φελινικός κόσμος είναι ένας κόσμος από βιώματα μνήμες και αθέατες μελλοντικές ήττες και επιβολές» (Μάνος Χατζιδάκις).
Μήνας Μπόγρης
m.bogris@hotmail.com
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Κώστας Μυλωνάς: Μουσική και Κινηματογράφος, Κέδρος 1999
Μιχάλης Δημόπουλος, Θωμάς Λιναράς: Tutto Fellini,
Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης 1997
Κοστάντζο Κοσταντίνι: Συζητήσεις με το Φεντερίκο Φελίνι, Έξαντας 1997
Γιώργος Κορμικιάρης: CINEMA (Σκηνοθέτες
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου