του Νίκου Κοτζιά,
Η αριστερά, και ιδιαίτερα ο Σύριζα, δέχεται μια ισχυρότατη επίθεση που αποσκοπεί στο να αποτραπεί η υπερψήφισή του. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η αριστερά έχει σειρά αδυναμιών, κενών, αντιφάσεων που την εμποδίζουν να προσελκύσει ακόμα περισσότερο κόσμο.
Τίθεται όμως, ένα πραγματικό ερώτημα που οφείλει ο καθένας να το απαντήσει: γιατί παρά τις πραγματικές αδυναμίες της αριστεράς, και ιδιαίτερα του Σύριζα, το εκλογικό σώμα τείνει να τον προτιμήσει και να το καταστήσει πρώτη ή δεύτερη δύναμη; Γιατί σκέφτεται ακόμα και να δώσει στην αριστερά κοινοβουλευτική πλειοψηφία; Θα προσπαθήσω να απαντήσω σε αυτά τα ερωτήματα μέσα από ορισμένα πολιτικά παραδείγματα.
Πρώτον, ορθώς -κατά τη γνώμη μου- λέγεται ότι ο Σύριζα δεν έχει το κάλλιστο προεκλογικό πρόγραμμα. Παρόλα αυτά αυξάνει συνεχώς την εκλογική του δύναμη. Ο λόγος είναι ότι ο Σύριζα παρά τις αδυναμίες και τα κενά του, εννοεί όσα λέει και η στόχευσή του ξεκινά από ότι εκείνος θεωρεί ως ανάγκες του λαού. Αυτό είναι στα υπέρ του, ακόμα και αν δεν συμφωνεί κανείς με πολλές προγραμματικές του θέσεις. ...
Ο λαός γνωρίζει ότι τα τάχα καλύτερα επεξεργασθέντα προγράμματα των ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, δεν έχουν ως αφετηρία τις άμεσες ανάγκες των πολιτών. Επιπλέον γνωρίζει ότι τα φιλολαϊκά στοιχεία που διεκήρυτταν τα προγράμματά τους ήταν για το θεαθήναι και όχι προς εφαρμογή. Είναι, λοιπόν, λογικό, να εξάγει το εκλογικό σώμα το συμπέρασμα ότι το κύριο δεν είναι η «επάρκεια» των προγραμμάτων, που είναι αναγκαίο να υπάρχει, αλλά τα κριτήρια διαμόρφωσής και η θέληση υλοποίησης τους.
Δεύτερον, η αριστερά δεν έχει μόνο ένα μέτριο πρόγραμμα, αλλά αυτό δεν επεκτείνεται σε όλους τους αναγκαίους τομείς. Τα δε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής είναι η αχίλλειος φτέρνα της. Σε κάθε περίπτωση, όμως, ενώ οι προγραμματικές αδυναμίες και κενά της αριστεράς έχουν μια πιθανότητα να καλυφθούν μέσα στο χρόνο, πιθανόν και όχι, το «πρόγραμμα» της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ είναι τα μνημόνια της τρόικας και της διαπλοκής. Από αυτή τη σκοπιά το πιο αδύναμο πατριωτικό, κοινωνικά δίκαιο και δημοκρατικό πρόγραμμα είναι χιλιάδες φορές καλύτερο από ένα καλά επεξεργασμένο θανατηφόρο πρόγραμμα σε βάρος της πατρίδας και της πλειοψηφίας του λαού της.
Η αριστερά κατηγορείται, επίσης,
τρίτον, ότι μιλά με πολλές διαφορετικές φωνές ταυτόχρονα. Ότι δεν έχει, δηλαδή, συνεκτικότητα στο λόγο της. Γεγονός που αντικειμενικά είναι ένα μεγάλο μειονέκτημα. Όμως, από την άλλη, η κοινωνία γνώρισε τα τελευταία χρόνια την «συνεπή» διφωνία των ΝΔ και ΠΑΣΟΚ. Άλλα να λένε προεκλογικά και άλλα μετεκλογικά. Άλλα να υπόσχονται και άλλα να πράττουν. Άλλα να λένε όσο κέρδιζαν στις εκλογές και άλλα μετά την ήττα τους τον Μάιο, όταν ο ίδιος ο λαός έβαλε τον εαυτό του στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης. Είναι λογικό σε αυτά τα πλαίσια, να προτιμά, έστω και χωρίς ευχαρίστηση, ο λαός την πολυφωνία στην αναζήτηση τρόπου διασφάλισης της σωτηρίας της χώρας παρά τη διγλωσσία που την κατέστρεψε.
Τέταρτον, δεν είναι λιγότερη η κριτική στην αριστερά για το γεγονός ότι δεν διαθέτει επάρκεια στελεχών και πολύ λιγότερο στελεχών με εμπειρίες. Πράγματι, αρκεί κανείς να παρακολουθήσει μερικά στελέχη του Σύριζα στην τηλεόραση και να αποκτήσει πρόβλημα. Σίγουρα τέτοια άπειρα στελέχη καλό είναι να μείνουν μακριά από τυχόν μελλοντικές κυβερνητικές ευθύνες. Από την άλλη, όμως, ακόμα και το πιο άπειρο στέλεχος που παλεύει να προασπίσει τα δικαιώματα της πατρίδας και των εργαζομένων, είναι προτιμητέο από εκείνα που συνειδητά παραδίδουν τον τόπο σε αλλότρια συμφέροντα και εξυπηρετούν άνομα συμφέροντα.
Η αριστερά, και ιδιαίτερα ο Σύριζα, δέχεται μια ισχυρότατη επίθεση που αποσκοπεί στο να αποτραπεί η υπερψήφισή του. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η αριστερά έχει σειρά αδυναμιών, κενών, αντιφάσεων που την εμποδίζουν να προσελκύσει ακόμα περισσότερο κόσμο.
Τίθεται όμως, ένα πραγματικό ερώτημα που οφείλει ο καθένας να το απαντήσει: γιατί παρά τις πραγματικές αδυναμίες της αριστεράς, και ιδιαίτερα του Σύριζα, το εκλογικό σώμα τείνει να τον προτιμήσει και να το καταστήσει πρώτη ή δεύτερη δύναμη; Γιατί σκέφτεται ακόμα και να δώσει στην αριστερά κοινοβουλευτική πλειοψηφία; Θα προσπαθήσω να απαντήσω σε αυτά τα ερωτήματα μέσα από ορισμένα πολιτικά παραδείγματα.
Πρώτον, ορθώς -κατά τη γνώμη μου- λέγεται ότι ο Σύριζα δεν έχει το κάλλιστο προεκλογικό πρόγραμμα. Παρόλα αυτά αυξάνει συνεχώς την εκλογική του δύναμη. Ο λόγος είναι ότι ο Σύριζα παρά τις αδυναμίες και τα κενά του, εννοεί όσα λέει και η στόχευσή του ξεκινά από ότι εκείνος θεωρεί ως ανάγκες του λαού. Αυτό είναι στα υπέρ του, ακόμα και αν δεν συμφωνεί κανείς με πολλές προγραμματικές του θέσεις. ...
Ο λαός γνωρίζει ότι τα τάχα καλύτερα επεξεργασθέντα προγράμματα των ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, δεν έχουν ως αφετηρία τις άμεσες ανάγκες των πολιτών. Επιπλέον γνωρίζει ότι τα φιλολαϊκά στοιχεία που διεκήρυτταν τα προγράμματά τους ήταν για το θεαθήναι και όχι προς εφαρμογή. Είναι, λοιπόν, λογικό, να εξάγει το εκλογικό σώμα το συμπέρασμα ότι το κύριο δεν είναι η «επάρκεια» των προγραμμάτων, που είναι αναγκαίο να υπάρχει, αλλά τα κριτήρια διαμόρφωσής και η θέληση υλοποίησης τους.
Δεύτερον, η αριστερά δεν έχει μόνο ένα μέτριο πρόγραμμα, αλλά αυτό δεν επεκτείνεται σε όλους τους αναγκαίους τομείς. Τα δε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής είναι η αχίλλειος φτέρνα της. Σε κάθε περίπτωση, όμως, ενώ οι προγραμματικές αδυναμίες και κενά της αριστεράς έχουν μια πιθανότητα να καλυφθούν μέσα στο χρόνο, πιθανόν και όχι, το «πρόγραμμα» της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ είναι τα μνημόνια της τρόικας και της διαπλοκής. Από αυτή τη σκοπιά το πιο αδύναμο πατριωτικό, κοινωνικά δίκαιο και δημοκρατικό πρόγραμμα είναι χιλιάδες φορές καλύτερο από ένα καλά επεξεργασμένο θανατηφόρο πρόγραμμα σε βάρος της πατρίδας και της πλειοψηφίας του λαού της.
Η αριστερά κατηγορείται, επίσης,
τρίτον, ότι μιλά με πολλές διαφορετικές φωνές ταυτόχρονα. Ότι δεν έχει, δηλαδή, συνεκτικότητα στο λόγο της. Γεγονός που αντικειμενικά είναι ένα μεγάλο μειονέκτημα. Όμως, από την άλλη, η κοινωνία γνώρισε τα τελευταία χρόνια την «συνεπή» διφωνία των ΝΔ και ΠΑΣΟΚ. Άλλα να λένε προεκλογικά και άλλα μετεκλογικά. Άλλα να υπόσχονται και άλλα να πράττουν. Άλλα να λένε όσο κέρδιζαν στις εκλογές και άλλα μετά την ήττα τους τον Μάιο, όταν ο ίδιος ο λαός έβαλε τον εαυτό του στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης. Είναι λογικό σε αυτά τα πλαίσια, να προτιμά, έστω και χωρίς ευχαρίστηση, ο λαός την πολυφωνία στην αναζήτηση τρόπου διασφάλισης της σωτηρίας της χώρας παρά τη διγλωσσία που την κατέστρεψε.
Τέταρτον, δεν είναι λιγότερη η κριτική στην αριστερά για το γεγονός ότι δεν διαθέτει επάρκεια στελεχών και πολύ λιγότερο στελεχών με εμπειρίες. Πράγματι, αρκεί κανείς να παρακολουθήσει μερικά στελέχη του Σύριζα στην τηλεόραση και να αποκτήσει πρόβλημα. Σίγουρα τέτοια άπειρα στελέχη καλό είναι να μείνουν μακριά από τυχόν μελλοντικές κυβερνητικές ευθύνες. Από την άλλη, όμως, ακόμα και το πιο άπειρο στέλεχος που παλεύει να προασπίσει τα δικαιώματα της πατρίδας και των εργαζομένων, είναι προτιμητέο από εκείνα που συνειδητά παραδίδουν τον τόπο σε αλλότρια συμφέροντα και εξυπηρετούν άνομα συμφέροντα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου