Σάββατο 20 Σεπτεμβρίου 2014

Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΝΕΟΝΑΖΙΣΜΟΥ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ

Του ΑΝΤ. ΝΤΑΛΑΚΟΓΕΩΡΓΟΥ*  Συμπληρώθηκε 1 χρόνος από την εν ψυχρώ δολοφονίατου Παύλου Φύσσα από την νεοναζιστική φασιστική συμμορία της Χρυσής Αυγής. Η δολοφονία αυτή απετέλεσε το αποκορύφωμα της πολύχρονης εγκληματικής δράσης της οργάνωσης. Στο ενεργητικό της είχε ήδη πριν την δολοφονία εκατοντάδες σχεδιασμένες και οργανωμένες εγκληματικές ενέργειες σε βάρος μεταναστών, εκπροσώπων πολιτικών κομμάτων και νεολαιίστικων οργανώσεων σε διάφορες περιοχές της χώρας. Η φασιστική Χρυσή Αυγή που αποτελεί την επίσημη πολιτική έκφραση του νεοναζισμού (προφανώς ακροδεξιά στοιχεία τύπου Μπαλτάκου στεγάζονται τόσο στην Ν.Δ όσο και στο ΛΑ.Ο.Σ αλλά και σε μικρότερα σχήματα και ακροδεξιές κινήσεις) οργανώθηκε, δικτυώθηκε και ανέπτυξε την παράνομη δράση της έχοντας την ανοχή και συγκάλυψη των επίσημων διωκτικών, δικαστικών και κρατικών αρχών και υπηρεσιών.

Στην πραγματικότητα σε πολλές περιπτώσεις είχε υποκαταστήσει τις κρατικές αρχές και σε καθημερινή βάση οργάνωνε και επιχειρούσε επιθέσεις καλλιεργώντας τον ρατσισμό, την ξενοφοβία δείχνοντας το επιθετικό φασιστικό μένος και προσωπείο της.Σε επιλεγμένες περιοχές είχε αναπτύξει στενή σχέση και συνεργασία με τις αστυνομικές αρχές και δρούσε ως κράτος εν κράτει (π.χ Άγιος Παντελεήμονας ) με την βοήθεια και την ενθάρρυνση αυτών των υπηρεσιών που την στήριζαν στο «θεάρεστο και πατριωτικό» καθήκον της εξολόθρευσης των μεταναστών !!!

Η κυβέρνηση αλλά και το οικονομικό κατεστημένο παρακολούθησε με απάθεια την εγκληματική δράσητης οργάνωσης, οι πολιτικές δυνάμεις που ασκούσαν την διακυβέρνηση της χώρας επιδείκνυαν μια αδικαιολόγητη αδράνεια και οι αρμόδιες διωκτικές αρχές όλως περιέργως δεν παρέμβαιναν. Στην πραγματικότητα και μέχρι την δολοφονία του Παύλου Φύσσα το λιγότερο που μπορούμε να πούμε είναι ότι η κυβέρνηση, το οικονομικό, και μιντιακό κατεστημένο συγκάλυπτε την δολοφονική δράση της νεοναζιστικής οργάνωσης.

Προφανώς αυτές οι πολιτικές δυνάμεις έκριναν έως τότε ότι η παρακρατική δράση της οργάνωσης εξυπηρετεί πλήρως τους πολιτικούς σχεδιασμούς και παίζοντας με την φωτιά την υπέθαλπε. Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι, παρά τις καταγγελίες που γίνονταν από κοινωνικές και αντιρατσιστικές κινήσεις και συλλογικότητες, κυβέρνηση και αρχές αδρανούσαν προκλητικά. Μεγάλο μέρος των συστημικών και διαπλεκόμενων ΜΜΕ στήριζε ποικιλοτρόπως στην φάση εκείνη τις έκνομες δράσεις του νεοναζιστικού μορφώματος. Υπήρχαν και περιπτώσεις ΜΜΕ που αγιοποιούσαν την δράση των νεοναζιστών.Εντύπωση προκαλεί και επιβεβαιώνει πλήρως τις παραπάνω εκτιμήσεις μας ο μακρύς κατάλογος των εγκληματικών δράσεων της οργάνωσης ο οποίος επί σειρά ετών βρίσκονταν μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, μακριά από το στόχαστρο των διωκτικών αρχών και ακόμη πιο μακριά από την αναγκαία παρέμβαση των δικαστικών αρχών......

Η νεοφασιστική οργάνωση εκμεταλλευόμενη στο έπακρο τον δρόμο που της έστρωσαν η κυβέρνησηκαι το μεγάλο κεφάλαιο, έκανε σημαία της τον ρατσισμό και την ξενοφοβία, ενοχοποίησε την μετανάστευση και την ταύτισε με το έγκλημα, την αύξηση της ανεργίας και τις παράνομες ενέργειες. Στοχοποίησε ως υπαίτιους τους μετανάστες για κάθε πληγή και πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας, σήκωσε την σημαία και διεκδίκησε για τον εαυτό της τον ρόλο του προστάτη στις συνοικίες και στις γειτονιές, διαμόρφωσε ένα προφίλ ότι είναι η δύναμη που προστατεύει τους αδύναμους και τους ανήμπορους και με τον τρόπο αυτό επέβαλε και νομιμοποίησε ντε φάκτο την παρουσία της.

Με αυτή την απατηλή και παραπλανητική εικόνα διείσδυσε σε κοινωνικά στρώματα και κοινωνικές ομάδες που άρχισαν να αποδέχονται σταδιακά ότι αιτία και κακοδαιμονία για την όξυνση των κοινωνικών και οικονομικών προβλημάτων δεν είναι το σάπιο καπιταλιστικό σύστημα αλλά οι ανεπιθύμητοι μετανάστες που πάση θυσία πρέπει να οδηγηθούν στο πυρ το εξώτερο!! Εδώ ακριβώς είναι ένα σοβαρό ζήτημα για τον ρόλο που διαδραμάτισε η αριστερά, εάν αντιστάθηκε και αντιπαρατέθηκε στην νεοναζιστική επέλαση ή παρακολούθησε αμήχανη την εισβολή των νεοφασιστών στις εργατικές συνοικίες και γειτονιές χωρίς να οργανώσει την δική της αντεπίθεση αποκαλύπτοντας τι εκφράζουν μέσα από τα ρατσιστικά συνθήματα αλλά και τις βρώμικες μεθοδεύσεις τους.

Ταυτόχρονα οι νεοφασίστες αξιοποίησαν την κρίση που ξέσπασε στην χώρα την τελευταία 5ετία και είχε ως αποτέλεσμα την εκτίναξη της ανεργίας σε επίπεδα ρεκόρ για την χώρα μας, την φτωχοποίηση μεγάλου μέρους της κοινωνίας, τις τραγικές συνέπειες από τις βάρβαρες πολιτικές της κυβέρνησης και της τρόικα. Αυτό συνέβαλε στο να αποκτήσει ένα νέο προφίλ η νεοναζιστική φασιστική συμμορία που προβαλλόταν ως δύναμη προστασίας των κοινωνικά αδύναμων και τα τάγματα εφόδου να νομιμοποιηθούν στην συνείδηση ενός μέρους της κοινωνίας ως τιμωροί (όχι βέβαια του συστήματος που παράγει τα προβλήματα) αλλά σε βάρος των αθώων μεταναστών. Η κατάσταση αυτή επέδρασε και επηρέασε διάφορα κοινωνικά στρώματα, παράλληλα στις περισσότερες περιπτώσεις αποσιωπούσε τις πολιτικές αντιλήψεις και θέσεις της ότι είναι συνεχιστής της ιδεολογίας και της πολιτικής του φασισμού.

Επίσης σήκωσε την σημαία της κάθαρσης, της εξυγίανσης της πολιτικής ζωής και επιζητούσε εδώ και τώρα την τιμωρία των πολιτικών που οδήγησαν την χώρα και τον λαό στην κατάρρευση και την καταστροφή. Φυσικά πρόκειται για την πιο άθλια γκεμπελίστικη προπαγάνδα, όμως στην συνείδηση ενός μέρους της κοινωνίας έπιασε τόπο αυτή η υποκριτική, φασιστική ρητορεία αφού το γεγονός ότι υπάρχει διαχρονική ποινική και δικαστική ατιμωρησία των οικονομικών σκανδάλων από πολιτικά πρόσωπα συνιστά ένα προνομιακό πεδίο που η νεοναζιστική οργάνωση έδωσε ρεσιτάλ.

Μένει όμως αναπάντητο γιατί η αριστερά αυτήν την διάσταση δεν την είδε και δεν την ανέδειξε αφού είναι έκδηλο και κοινωνικά αποδεκτό ότι σε αυτή την καταστροφική για την χώρα και τον λαό πορεία, η πολιτική ατιμωρησία συνιστά ένα διαρκές σκάνδαλο και οι αποστάσεις από αυτό το γεγονός για πολλούς πολίτες σημαίνει συγκάλυψη, κουκούλωμα και ενισχύει την φασιστική προπαγάνδα ότι και οι 300 είναι υπεύθυνοι και όλοι είναι ίδιοι. Όποιες φωνές ακούστηκαν, κυρίως από την αριστερά, ότι οι ένοχοι αυτών των εγκλημάτων πρέπει να δικασθούν και να τιμωρηθούν, πετροβολήθηκαν, διασύρθηκαν και αποδοκιμάστηκαν στο όνομα της πολιτικής ομαλότητας και της μη όξυνσης του πολιτικού κλίματος!!!

Προφανώς η αριστερά και το εργατικό κίνημα πρέπει να αναδείξει και να προβάλει την άποψη – επιβεβαιωμένη από την ίδια την ζωή – ότι τα οικονομικά σκάνδαλα τα δημιουργεί και τα αναπαράγει το ίδιο καπιταλιστικό σύστημα, όμως δεν πρέπει να υπάρχει η παραμικρή ανοχή σε οποιαδήποτε εμπλοκή πολιτικών προσώπων σε σκάνδαλα, ανεξάρτητα που ανήκουν αυτοί, υπάρχουν δεκάδες υποθέσεις που πρέπει να διερευνηθούν, να αποδοθούν ευθύνες και να οδηγηθούν οι υπεύθυνοι στην φυλακή. Αυτό το κομμάτι κατά την γνώμη του γράφοντος έχει απήχηση σε μεγάλο εύρος της κοινωνίας. Η αριστερά δεν έχει κανένα όφελος ούτε να σιωπήσει, ούτε να αδρανήσει, ούτε να κουκουλώσει τις βρωμιές των πολιτικών εκπροσώπων του συστήματος. Αντίθετα πρέπει να κάνει τα πάντα να οδηγηθούν αυτοί που καταχράστηκαν δημόσιο χρήμα και έχουν εμπλακεί στην διαφθορά να σαπίσουν στην φυλακή. Επίσης πρέπει μαζί με τις αναγκαίες προτεινόμενες αλλαγές σε θεσμικό πλαίσιο που θα δίνουν απάντηση στο σημερινό σαθρό σύστημα ατιμωρησίας, να πρωτοστατήσει στην αποκάλυψη και στην δικαστική διερεύνηση όλων αυτών των υποθέσεων.

Σε κάθε περίπτωση τα εκλογικά αποτελέσματα των εκλογών του 2012 αλλά κυρίως τα αποτελέσματα των αυτοδιοικητικών εκλογών και των ευρωεκλογών του 2014 που στο μεταξύ είχε αποκαλυφθεί η εγκληματική δράση της οργάνωσης (το μόνο που παραμένει ακόμη επτασφράγιστο μυστικό και η δικαστική έρευνα φαίνεται να μην κατευθύνεται σε αυτό, είναι ποιοι μεγαλοσχήμονες της οικονομικής ολιγαρχίας ενίσχυαν και χρηματοδοτούσαν οικονομικά την εγκληματική αυτή ομάδα) δείχνουν ότι οι νεοναζιστές διατηρούν και μάλιστα ενισχύουν την εκλογική και πολιτική τους επιρροή. Ιδιαίτερα σε λαϊκές και εργατικές συνοικίες αυτή η δύναμη αυξάνεται ανησυχητικά.

Τα πολιτικά αντανακλαστικά της Αριστεράς δεν αντιλήφθηκαν έγκαιρα ούτε την έκταση, ούτε την απήχηση που είχαν σε λαϊκές μάζες τα νεοναζιστικά συνθήματα και οι θέσεις. Οι όποιες παρεμβάσεις πριν την δολοφονία Φύσσα αναλώθηκαν σε καταγγελτικού είδους αποδοκιμασίες και σε ιστορικές αναφορές για τον φασισμό, αντιμετώπιση και πολιτική παρέμβαση που φάνηκε ότι δεν συνέβαλε στο να περιορισθεί η επιρροή των χρυσαυγιτών. Η αριστερά και το εργατικό λαϊκό κίνημα πριν απ' όλα έχουν την ιστορική γνώση και εμπειρία σχετικά με την φασιστική απειλή, την διείσδυση σε κοινωνικές και λαϊκές μάζες, τις μέθοδες που εφαρμόζουν για την παραπλάνηση και εξαπάτηση του λαού.

Παρ' όλα αυτά αποτελεί κρίσιμο ερωτηματικό για το πώς έδρασε, πώς κινητοποιήθηκε, πώς και πόσο σχεδίασε και οργάνωσε την αναγκαία πολιτική παρέμβασή της, γιατί ακόμη και μέχρι σήμερα δεν έχει πρωτοστατήσει στην δημιουργία ενός πλατιού μαζικού κοινωνικού και πολιτικού κινήματος ενάντια στην νεοφασιστική απειλή, γιατί ολιγωρεί στην δημιουργία ενός τέτοιου κινήματος ώστε αυτό να συνδεθεί όπως επιβάλουν οι συνθήκες με την εργατική τάξη, με τα μαζικά και κοινωνικά κινήματα, με τα συνδικάτα, με τις λαϊκές και εργατικές γειτονιές και συνοικίες. Αντίθετα με το μέγεθός τους είναι άξια αναφοράς η δράση, οι πρωτοβουλίες και οι πολιτικές παρεμβάσεις πολλών πολιτικών δυνάμεων της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς.

Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί ότι θα ήταν ολέθριο πολιτικό λάθος για την αριστερά και ευρύτερα για το λαϊκό και εργατικό κίνημα να θεωρήσει ότι με την υπόθεση του νεοφασισμού στην χώρα μας, στις σημερινές κοινωνικο-οικονομικές και πολιτικές συνθήκες της Ελλάδας, ξεμπερδεύουμε με την όποια εξέλιξη θα έχει η δικαστική υπόθεση της Χρυσής Αυγής.



ΚΟΙΝΟ ΜΕΤΩΠΟ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟΝ ΝΕΟΦΑΣΙΣΜΟ ΣΕ ΚΑΘΕ ΠΟΛΗ, ΣΕ ΚΑΘΕ ΣΥΝΟΙΚΙΑ, ΣΤΟΥΣ ΧΩΡΟΥΣ ΔΟΥΛΕΙΑΣ ΝΑ ΠΡΩΤΟΣΤΑΤΗΣΟΥΝ ΟΙ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ, ΚΑΘΕ ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΟΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΗΣ, ΤΑ ΣΥΝΔΙΚΑΤΑ ΚΑΙ ΟΛΑ ΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΚΙΝΗΜΑΤΑ

Η κυβέρνηση και τα αστικά κόμματα που ασκούν την διακυβέρνηση έχουν τεράστια πολιτική ευθύνη για την άνοδο της επιρροής του νεοναζισμού με όποια μορφή και αν παρουσιάζεται.Ειδικότερα η Ν.Δστέγασε ή διατήρησε στις γραμμές της πολλούς ακροδεξιούς, δέχθηκε και επιδίωξε μεταγραφές επίλεκτων ακροδεξιών στοιχείων και αργότερα τους ενέταξε στην κυβέρνηση, όπως είναι ο Βορίδης, ο Γεωργιάδης, ο Πλεύρης, ο Μπαλτάκος κ.λπ, κατασκεύασε την άθλια και γελοία θεωρία των δύο άκρων ταυτίζοντας την αριστερά, τους κομμουνιστές με τις φασιστικές συμμορίες και τα τάγματα εφόδου της νεοφασιστικής οργάνωσης. Ο πρωθυπουργός διατηρούσε μέσω στενών συνεργατών του άριστες σχέσεις με τους νεοναζιστές.

Η δολοφονία του Φύσσα ήταν εκείνο το γεγονός που θρυμμάτισε αυτές τις σχέσεις και διασυνδέσεις. Τότε πλέον αποφάσισαν οι εμπλεκόμενες αρχές και υπηρεσίες να δράσουν για να αποκαλυφθεί σε μεγάλο βαθμό η εγκληματική δράση της Χρυσής Αυγής. Η άνοδος του νεοναζισμού, η επέκταση και ενίσχυση της επιρροής του δεν θα αντιμετωπισθεί ουσιαστικά και αποτελεσματικά εάν δεν δημιουργηθεί ένα πλατύ μέτωπο πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων με επικεφαλής την εργατική τάξη, τις οργανώσεις της και την εμπλοκή κοινωνικών κινημάτων που θα αναπτύξουν δράση, αγώνες και κινητοποιήσεις για την πολιτική και ιδεολογική απομόνωση των φασιστικών και ρατσιστικών απόψεων.

Οι δυνάμεις της αριστεράς πρέπει να πρωτοστατήσουν σε ένα τέτοιο κοινό και ενιαίο μέτωπο που θα ενώσει και θα συσπειρώσει πλατιά λαϊκά στρώματα, τους εργαζομένους και την συντριπτική πλειοψηφία της κοινωνίας. Πρέπει επιτέλους να ξεπερασθούν στο σοβαρότατο αυτό ζήτημα και να υποχωρήσουν οιαδιέξοδες αντιλήψεις της πολιτικής περιχαράκωσης, η μάχη χαρακωμάτων και ο αλληλοπετροβολισμός ποιος έχει περισσότερη ή μεγαλύτερη ευθύνη στην αριστερά για την άνοδο του νεοφασισμού ή στην ίδια κατεύθυνση ποιος διεξάγει πιο συνεπή και αποτελεσματική πάλη κατά του νεοφασισμού. Η κριτική ή ακόμη και οι διαφορετικές απόψεις δεν πρέπει και εδώ να σταθούν εμπόδιο στην ανάπτυξη ενός μεγάλου κοινού και μαζικού κινήματος ενάντια στην νεοφασιστική άνοδο και απειλή.

Μαζί με τα παραπάνω πρέπει να απορριφθούν και να αποδοκιμασθούν θέσεις και απόψεις εκπροσώπων των αστικών κομμάτων που θεωρούν ούτε λίγο ούτε πολύ ότι είναι αρκετό να υπάρχει μια κοινή δήλωση των πολιτικών αρχηγών για να ξεμπερδέψουμε με τους φορείς του φασισμού ή ότι με την δικαστική εκκαθάριση της Χρυσής Αυγής έχουμε τελειώσει με την υπόθεση.
Ίσως δεν είναι ευρύτερα γνωστό ότι από την δικαστική έρευνα για την δράση της Χρυσής Αυγής διαπιστώθηκαν δύο σημαντικά στοιχεία για την παρέμβαση στο εργατικό και συνδικαλιστικό κίνημα. Είχε κάνει την απαραίτητη προπαρασκευή (νομική και πολιτική) ώστε να προχωρήσει σε συγκρότηση διασπαστικών συνδικάτων και είχε ήδη ολοκληρώσει την διαδικασία στην κατάρτιση καταστατικού για τα νέα νεοφασιστικά διασπαστικά συνδικάτα.

Η επίθεση σε στελέχη του ΠΑΜΕ στο Πέραμα το 2013 δεν ήταν τυχαία, ούτε η επιλογή του εργασιακού χώρου ούτε της περιοχής. Αποτελούσε μια πρόβα για να επιβληθεί (στην ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη έχοντας ως ισχυρούς συμμάχους εργοδότες της περιοχής) η παρουσία των χρυσαυγιτών και η πολιτική και συνδικαλιστική νομιμοποίησή τους.

Στην πραγματικότητα ο σχεδιασμός της Χρυσής Αυγής στον συνδικαλιστικό χώρο αποσκοπούσε όχι σε μια έφοδο των ταγμάτων της για την κατάληψη των συνδικάτων αλλά στη δημιουργία νέων ώστε, όπως γράφουν οι συντάκτες των χρυσαυγιτών, να απαλλάξουν τους εργαζόμενους από τους κομματικούς εγκάθετους, τους συμβιβασμένους και πουλημένους συνδικαλιστές και τους εργατοπατέρες.

Η ασύδοτη δράση των χρυσαυγιτών στην περιοχή, οι εγκληματικές επιθέσεις τους σε Πέραμα,Ιχθυόσκαλα και πρόσφατα στο κοινωνικό σχολείο της Νίκαιας κ.λπ σε συνδυασμό με την οργάνωση που είχαν στήσει, την στήριξη που απολάμβαναν από επιχειρηματίες δείχνουν ότι από εκεί θα επιχειρούσαν την παρέμβασή τους για την δημιουργία στα πρότυπα του νεοφασισμού νέων συνδικαλιστικών οργανώσεων.

Το συνδικαλιστικό κίνημα παρ' ότι είναι αντιμέτωπο με χρόνια κρισιακά φαινόμενα, επειδή δεν αντιμετωπίζονται όχι μόνο δεν υποχωρούν αλλά ορισμένα οξύνονται ακόμη περισσότερο, είναι φανερό ότι δεν μπόρεσε μέχρι τώρα να παίξει ένα ουσιαστικό ρόλο στον σχεδιασμό, στην συγκρότηση και στην οργάνωση της δικής του πολιτικής παρέμβασης στην νεοφασιστική απειλή και δράση. Εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων περιορίστηκε σε αποσπασματικές αναφορές και καταγγελίες.

Έστω και καθυστερημένα τα συνδικάτα, κυρίως τα πρωτοβάθμια σωματεία, θα πρέπει να εντάξουν στιςάμεσες προτεραιότητές τους την ανάγκη να οργανωθεί μια συστηματική δουλειά και παρέμβαση στους χώρους δουλειάς, να αναπτύξουν πρωτοβουλίες και δράσεις, να συντονίσουν αυτήν την δράση με τις ομοσπονδίες και τα εργατικά κέντρα. Να σχηματίσουν αντιφασιστικές κινήσεις και επιτροπές, να συνεργασθούν με άλλα κοινωνικά κινήματα όπως είναι η τοπική αυτοδιοίκηση, με τις οργανώσεις των επαγγελματοβιοτεχνών, τους δικηγορικούς συλλόγους, με όλο το φάσμα των αντιρατσιστικών και αντιφασιστικών οργανώσεων και κινήσεων.

Η εργατική τάξη, ευρύτερα οι εργαζόμενοι, τα φτωχά λαϊκά στρώματα, οι άνεργοι, οι συνταξιούχοι, η νεολαία, πρέπει να πλαισιώσουν, να στηρίξουν και να ενισχύσουν δυναμικά και αποτελεσματικά την οργάνωση, την δράση και τις κινητοποιήσεις ενάντια στον νεοναζισμό, τον ρατσισμό, την ξενοφοβία. Να προσεγγίσουν, να αγκαλιάσουν και να οργανώσουν στην πάλη αυτή τον μετανάστη και από κοινού να αγωνισθούν ενάντια στις βάρβαρες κυβερνητικές πολιτικές, ενάντια στην οικονομική ολιγαρχία, ενάντια στο μεγάλο κεφάλαιο και τους πολιτικούς εκπροσώπους του. Για μια άλλη πολιτική που θα υπερασπίζεται και θα υπηρετεί τα δικά τους συμφέροντα για μια πολιτική η οποία θα οδηγεί στηνκοινωνική απελευθέρωση από την υποδούλωση που βρίσκεται σήμερα η χώρα, η κοινωνία, ο λαός και οι εργαζόμενοι από τους τοκογλύφους δανειστές. Μια πολιτική που θα αντιστρατεύεται την ασυδοσία του μεγάλου κεφαλαίου, που δεν θα είναι υποταγμένη στα κελεύσματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των μονοπωλιακών ομίλων.




*Ο Αντώνης Νταλακογεώργος είναι Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Ναυτών Εμπορικού Ναυτικού (ΠΕΝΕΝ) και Γ.Γ του Εργατικού Κέντρου Πειραιά



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου