Tων ΒΟΥΛΕΥΤΡΙΩΝ ΤΟΥ DIE LINKE ΝΙΚΟΛΕ ΓΚΟΛΚΕ ΚΑΙ ΓΙΑΝΝΙΝΕ ΒΙΣΛΕΡ*
Εισαγωγή: Η Νίκολε Γκόλκε είναι βουλεύτρια του Die Linke στην ομοσπονδιακή βουλή της Γερμανίας και η Γιαννίνε Βίσλερ γραμματέας της κοινοβουλευτικής ομάδας του Die Linke στο κοινοβούλιο του κρατιδίου της Έσσης. Και οι δύο συνδέονται με το δίκτυο Μarx 21 που αποτελεί μια από τις πιο ριζοσπαστικές ομάδες εντός του Αριστερού Κόμματος της Γερμανίας. Το κείμενο που μεταφράζουμε εδώ δημοσιεύτηκε αρχικώς στα Γερμανικά και κατόπιν στα αγγλικά, στον ιστότοποJacobin, με στόχο τον στρατηγικό επαναπροσανατολισμό του Die Linke μπροστά στα αδιέξοδα και τις προβληματικές που ανέδειξε η
διαπραγμάτευση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ με τους δανειστές όσον αφορά τα όρια, τις κατευθύνσεις αλλά και τις δυνατότητες μετασχηματισμού του ευρωπαϊκού οικοδομήματος.
ΟΙ ΟΡΟΙ ΤΗΣ ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ
Στις 17 Ιουλίου η κοινοβουλευτική ομάδα του Αριστερού Κόμματος απέρριψε το τελευταίο πρόγραμμα λιτότητας που επιβλήθηκε στην Ελλάδα, με 53 βουλευτές να καταψηφίζουν και δύο να απέχουν. Η ψήφος του Die Linke εξέφραζε ένα καθαρό "όχι" στον εκβιασμό της ελληνικής κυβέρνησης από πλευράς της Άγγελα Μέρκελ, του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και του Ζίγκμαρ Γκάμπριελ.
Αν και αυτό μπορεί να μην προκαλεί εντύπωση δεδομένου του ότι μιλάμε για έναν αριστερό πολιτικό σχηματισμό, στην πραγματικότητα σηματοδοτεί με κάθε ειλικρίνεια τον επαναπροσδιορισμό της θέσης μας, δεδομένου του ότι το Φλεβάρη του τρέχοντος έτος, μια μεγάλη πλειοψηφία της κοινοβουλευτικής μας ομάδας ψήφισε "ναι" στην επέκταση του προγράμματος διάσωσης, με ένα μειοψηφικό αριθμό βουλευτών να απέχει και έναν ακόμη μικρότερο να ψηφίζει "όχι".
Πέρνουμε ως δεδομένο ότι η ψήφος του Φεβρουαρίου ήταν διαφορετικής φύσεως όσον αφορά τη βαρύτητα του ζητήματος που ετίθετο σε ψηφοφορία. Το επιχείρημα υπέρ της υποστήριξης της νεόκοπης αριστερής ελληνικής κυβέρνησης, ώστε να δοθεί ο απαραίτητος χρόνος για να ελιχθεί, έπρεπε να παρθεί σοβαρά υπόψη στη συγκυρία εκείνη παρά το γεγονός ότι οι εκβιαστικές τακτικές και οι νεοφιλελεύθερες απαιτήσεις των ευρωπαικών θεσμών ήταν εξόφθαλμες.
Σε αντίθεση με το Φεβρουάριο, το Die Linke ψήφισε "όχι" αυτή τη φορά καθότι η γερμανική κυβέρνηση είχε επιβάλει στην ελληνική το πιο σκληρό πακέτο λιτότητας από το 2010. Δυστυχώς τόσο ο Αλέξης Τσίπρας όσο και η πλειοψηφία των βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ δεν είδαν καμία διέξοδο σε αυτό τον εκβιασμό και αποδέχθηκαν το πακέτο της λιτότητας.
Αυτή η ήττα μας δίνει μια ευκαιρία να αναστοχαστούμε, να θέσουμε ερωτήσεις, να κάνουμε αυτοκριτική. Η παράδοση της πρώτης γνήσια αριστερής κυβέρνησης που αναδείχθηκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση από το ξεκίνημα της οικονομικής κρίσης, στην γερμανική κυβέρνηση και τις άλλες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις που στρατεύονται πίσω από τη γερμανική αποτελεί σε τελική ανάλυση ήττα δική μας και ήττα της ευρωπαϊκής αριστεράς εν συνόλω.
Πρέπει να αδράξουμε αυτή τη στιγμή και να αναστοχαστούμε αναφορικά με τις κεντρικές στρατηγικές θέσεις που καθοδήγησαν την πολιτική μας αυτούς τους τελευταίους μήνες, δηλαδή το αξιακό "ναι" στην Ε.Ε και το κατηγορικό "όχι" στην έξοδο απο την ευρωζώνη. Κάτι τέτοιο σημαίνει ότι θα επανεξετάσουμε την πολιτική μας στρατηγική ως αριστερό κόμμα στο σύνολό της. Ως κόμμα της ευρωπαικής αριστεράς είμαστε υποχρεωμένοι να συζητήσουμε το ερώτημα αυτό με τους συντρόφους μας σε όλη την ήπειρο και ιδιαίτερα στην Ελλάδα. Δεν μπορούμε να τους εγκαταλείψουμε σε μια τόσο δύσκολη κατάσταση.
Είναι ελάχιστης σημασίας (και αντιπαραγωγικό) το να αποκηρύξουμε τους συντρόφους του ΣΥΡΙΖΑ ως προδότες και να διακηρύξουμε το πολιτικό τους τέλος. Αυτή αν θέλετε είναι η δουλειά των πολιτικών μας αντιπάλων που επιδιώκουν να στραγγαλίσουν την πολιτική αφύπνιση που συμβαίνει στην Ελλάδα. Εξίσου λανθασμένες όμως είναι οι αντανακλαστικές αντιδράσεις, και η τυφλή και απροβλημάτιστη αφοσίωση.
Δεν πρέπει να απορρίπτουμε ούτε άκριτα να υποστηρίζουμε οτιδήποτε κάνει η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ προκειμένου να σταματήσει την εκτεταμένη και συνεχιζόμενη φτωχοποίηση του ελληνικού λαού. Η αποδοκιμαστική ηθικολογία που υποστηρίζει ότι εμείς ως Γερμανοί και "εξωτερικοί παρατηρητές" δεν έχουμε το δικαίωμα να αναπτύσσουμε γνώμη ή κριτική για τα όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα επίσης δεν μας βοηθά στον να εκμαιεύσουμε συμπεράσματα από τα όσα συμβαίνουν εκεί.
Οφείλουμε τόσο στους εαυτούς μας όσο και στους Έλληνες συντρόφους έναν ειλικρινή και συντροφικό διάλογο αναφορικά με τις στρατηγικές επιτυχίες αλλα και τα λάθη των τελευταίων μηνών, ιδιαίτερα εαν θέλουμε να συνεχίσουμε να αγωνιζόμαστε μαζί ενάντια στην λιτότητα πανευρωπαικά και να προετοιμάσουμε τους εαυτούς μας για τους ερχόμενους πανευρωπαικούς αγώνες. Τοιουτοτρόπως είναι ιδιαίτερα κομβικό το να έχουμε αρκετή αυτοπεποίθηση ώστε να αναστοχαζόμαστε κριτικά πάνω σε όσα έχουν γίνει, να συζητήσουμε την προοπτική της εξόδου της Ελλάδας από την ευρωζώνη ως μια πιθανή προοπτική και να επιχειρήσουμε να κατανοήσουμε τι σημαίνει η σημερινή ήττα αλλά και το μαζικότατο "όχι" στο δημοψήφισμα.
ΜΕ ΚΑΚΗ ΤΗ ΠΙΣΤΗ
Από την στιγμή της εκλογής του ο Αλέξης Τσίπρα εκβιαζόταν από τους υπόλοιπους Ευρωπαίους αρχηγούς κρατών στους οποίους εν τέλει υπέκυψε, όπως και ο ίδιος παραδέχθηκε στο ελληνικό κοινοβούλιο. Η ήττα του δεν αποτελεί προσωπική αποτυχία ούτε μπορεί να αποδοθεί σε εγωιστικά κίνητρα για διατήρησή του στην εξουσία. Παρ' όλα αυτά η κεντρική θέση της στρατηγικής της ελληνικής κυβέρνησης – η αδιαμφισβήτητη επιλογή παραμονής στην ευρωζώνη με παράλληλη απόρριψη των πολιτικών λιτότητας – δεν είχε (και δεν μπορούσε να έχει) κανένα άλλο αποτέλεσμα. Σε τελική ανάλυση η στρατηγική αυτή δεν έδωσε καμία άλλη επιλογή στην ελληνική κυβέρνηση πέραν από το να υποταχθεί στις επιβουλές της Μέρκελ και του Σόιμπλε. Υποστηρίξαμε την στρατηγική των Ελλήνων συντρόφων και ελπίσαμε ότι μια μέση λύση μπορούσε να βρεθεί. Ανασκοπώντας σήμερα πρέπει να παραδεχτούμε ότι μέση λύση δεν υπήρχε.
Ο πρώην υπουργός οικονομικών Γιάνης Βαρουφάκης δημοσίευσε πρόσφατα έναν ενδεικτικό απολογισμό των διαπραγματεύσεων στο Eurogroup, στον οποίο αποκαλύπτει ότι οι προτάσεις της ελληνικής πλευράς δεν λαμβάνονταν καν σοβαρά υπόψη - κάτι τέτοιο άλλωστε θα σήμαινε και σοβαρή συζήτηση πάνω στις εναλλακτικές προς της λιτότητα πολιτικές και την πιθανότητα υποχωρήσεων από πλευράς Eurogroup.
Αυτό επί της ουσίας σημαίνει ότι οι διαπραγματεύσεις πίσω από κλειστές πόρτες στις Βρυξέλλες δεν ήταν καν διαπραγματεύσεις, αλλά μάλλον μια σειρά από συναντήσεις στις οποίες το Eurogroup επαναλαμβανόμενα αποφάσιζε ότι οι υποχωρήσεις που ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν διατεθειμένος να κάνει απείχαν παρασάγγας από όσα το Eurogroup επιδίωκε να αποσπάσει από τη χώρα.
Αυτή η δυναμική κορυφώθηκε με την αποπομπή και αποκλεισμό του Βαρουφάκη, έλληνα υπουργού οικονομικών και επίσημου εκπροσώπου κράτους μέλους της ΕΕ, από συνάντηση του Eurogroup. Εν συνεχεία στην προσπάθεια του να συμβουλευτεί τους κανονισμούς του Eurogroup αποκαλύφθηκε ότι το Eurogroup δεν έχει επίσημη υπόσταση και συνεπώς δεν προσφέρει στα κράτη μέλη οποιαδήποτε δικαιώματα ή προνόμια. Κάπως έτσι διαλύθηκε πάνω στα βράχια μιας Ευρώπης υπό γερμανική καθοδήγηση ο μύθος των Ευρωπαίων περί δίκαιων κανόνων του παιχνιδιού.
Υπό το φως αυτών των γεγονότων, πρέπει να παραδεχτούμε ότι η στρατηγική της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ που επικεντρωνόταν στις διαπραγματεύσεις και το διπλωματικό διάλογο, απέτυχε. Ούτε οι χαρισματικές προσωπικότητες του Τσίπρα και του Βαρουφάκη, ούτε η εκτεταμένη εμπειρία και το βάθος των διαπραγματευτικών τακτικών ήταν επαρκείς ώστε να κερδηθεί επιρροή ή να μετατραπεί έστω κατ ελάχιστο η ισορροπία δυνάμεων εντός των ευρωπαϊκών θεσμών.
Η δέσμευση αποχής απο "μονομερείς ενέργειες" δεν κέρδισε στο ΣΥΡΙΖΑ ούτε επιπλέον χρόνο ούτε χώρο για να αναπνεύσει. Απεναντίας, οι διαπραγματεύσεις απέδειξαν ότι οι Ευρωπαικοί θεσμοί είναι ένα αφιλόξενο και εχθρικό πεδίο για την Αριστερά καθώς και ότι η στρατηγική των παραχωρήσεων προς την άλλη πλευρά με την ελπίδα ότι αυτές θα εξασφαλίσουν ένα ελάχιστο ανθρώπινων κοινωνικών πολιτικών, είναι προδιαγεγραμμένο ότι θα αποτύχει. Η Μέρκελ, ο Σόιμπλε και ο Γκάμπριελ δεν είχαν αποκλειστικό μέλημα την Ελλάδα: η Ελλάδα επρόκειτο να χρησιμοποιηθεί ως παράδειγμα για ολόκληρη την Ευρώπη.
Το μήνυμα που επιχειρείται να σταλεί μέσω αυτής της ήττα είναι το εξής: δεν έχει σημασία πόσες γενικές απεργίες θα πραγματοποιηθούν, δεν έχει σημασία εαν θα εκλέξετε μια νέα κυβέρνηση ή εάν η πλειοψηφία θα ψηφίσει "όχι" σε ένα λαϊκό δημοψήφισμα. Αυτά τα πράγματα δεν θα σας βοηθήσουν και επ ουδενί δεν θα επιδράσουν στην ασκούμενη πολιτική στη χώρα σας.
Αυτό το μήνυμα θέλουν να χρησιμοποιήσουν προκειμένου να αποκαρδιώσουν την ευρωπαική αριστερά και να περιορίσουν τους κοινωνικούς αγώνες σε όλη την ήπειρο. Αυτή η αποκαρδίωση και η απογοήτευση μπορούν μόνο να αντιμετωπιστούν εαν η ευρωπαική αριστερά διεξάγει έναν ανοιχτό και αυτοκριτικό διάλογο αναφορικά με τα μαθήματα που πρέπει να εξαχθούν από την σημερινή ήττα.
ΕΝΑ ΑΡΙΣΤΕΡΟΣΤΡΟΦΟ GREXIT
Τελικώς, ο Σόιμπλε (σε συνεργασία με τον Ζίγκμαρ Γκάμπριελ) απείλησαν την ελληνική πλευρά με ένα επιβεβλημένο από τη δεξιά Grexit. Ένα "δεξιό" Grexit θα σήμαινε ότι η Ελλάδα θα αποχωρούσε απο το κοινό νόμισμα απροετοίμαστη, με τις συνθήκες όσον αφορά την αλλαγή του νομίσματος, την σταθεροποίηση της ισοτιμίας και την αναδιάρθρωση του χρέους να εξαρτώνται από τις διαπραγματεύσεις με την ΕΕ οι οποίες θα γίνονταν από θέση πρόδηλης αδυναμίας. Εαν ο Σόιμπλε και η συντηρητική μερίδα του Ευρωπαικού κεφαλαίου εξέταζαν σοβαρά αυτό το ενδεχόμενο ή εαν αποτελούσε απλά άλλον ένα εκβιασμό προκειμένου να εξαναγκαστεί ο ΣΥΡΙΖΑ σε περαιτέρω παραχωρήσεις, δεδομένης της έλλειψης εναλλακτικών στρατηγικών από το κόμμα, είναι κάτι που δεν είναι εύκολο να ειπωθεί.
Σε κάθε περίπτωση, η Αριστερά στην Ευρώπη, απέτυχε παταγωδώς να εξετάσει με σοβαρό τρόπο την προοπτική ενός σχεδίου Β. Έτσι η αριστερή κυβέρνηση των Ελλήνων, στερήθηκε κάθε δυνατής εναλλακτικής στις διαπραγματεύσεις της με τους δανειστές. Η μη ύπαρξη σχεδίου Β σήμαινε οτι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει μόνο μία επιλογή: την παραμονή στην ευρωζώνη με κάθε κόστος. Τοιουτοτρόπως οι θεσμοί μπρούσαν να απαιτούν απο την ελληνική κυβέρνηση οτιδήποτε έβρισκαν αρεστό, στο βαθμό που η μόνη εναλλακτική ήταν εκείνη της ρήξης η οποία είχε αποκλειστεί ανεξαρτήτως κόστους.
Τι θα μπορούσε όμως να είναι το δικό μας σχέδιο Β; Αυτό το ερώτημα μας φέρνει ενώπιον μεγάλων δυσκολιών προσφέροντας περισσότερες ερωτήσεις από ότι απαντήσεις. Παρότι υπάρχουν πολλές και σημαντικές επεξεργασίας αναφορικά με το σχέδιο Β, ιδιαίτερα από την πλευρά της ίδιας της ελληνικής αριστεράς, δεν υπάρχει ακόμη ένα λεπτομερές σχέδιου αριστερόστροφου Grexit.
Η σχετική ελκυστικότητά του λοιπόν έγκειται περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στην εναλλακτική του: η παραμονή στην ευρωζώνη θα σήμαινε περαιτέρω λιτότητα και εξαθλίωση, την εκ των πραγμάτων εγκατάλειψη των δημοκρατικών και κοινοβουλευτικών διαδικασιών και μια πρόκληση ιστορικών πολιτικών διαστάσεων για τον ΣΥΡΙΖΑ ως κόμμα. Η παραμονή στην ευρωζώνη έχει εξαναγκάσει την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ να αλλάξει, τουλάχιστον προς το παρόν, γραμμές και να είναι το εκτελεστικό όργανο της δικτατορίας της τρόικας στην Ελλάδα αντί ορκισμένος εχθρός της λιτότητας.
Ένα οικειοθελές, αριστερόστροφο Grexit δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση απλή και εύκολη λύση. Ιδιαίτερα οι οικονομικές επιπτώσεις μιας τέτοιας κίνησης παραμένει σημείο τριβής ανάμεσα σε αριστερούς οικονομολόγους και κοινωνικούς επιστήμονες. Σήμερα οι επιπτώσεις αυτές φαίνονται να είναι επί της ουσίας απρόβλεπτες. Βραχυπρόθεσμα το Grexit θα μπορούσε να οδηγήσει σε οικονομική κατάρευση, περαιτέρω φτωχοποίηση του ελληνικού λαού και βάθεμα των κοινωνικών διαχωριστικών γραμμών.
Απο την άλλη πλευρά, θα μπορούσε επίσης να δημιουργήσει νέες δυνατότητες για πολιτική δράση και ελιγμούς: π.χ αυτοτροφοδοτούμενο δανεισμό, εθνικά μέτρα ενάντια στη φυγή κεφαλαίων και αύξηση της φορολογίας των πλουσίων χωρίς να απαιτείται η έγκριση της Τρόικα. Οι επιλογές αυτές αξίζει τουλάχιστον να εξερευνηθούν. Μια τέτοια κίνηση θα σήμαινε φυσικά την αποδοχή από πλευράς των συμμετεχόντων κομμάτων, ενός απροσδιόριστου πολιτικού ρίσκου. Θα περιέκλειε ένα βήμα στο άγνωστο, συνοδευόμενο από το φόβο του να καταστείς πολιτικά υπεύθυνος για τα λάθη και τις απρόβλεπτες συνέπειες που μπορεί να προκύψουν.
Οι Έλληνες σύντροφοί μας όμως έχουν ήδη αποδείξει τη βούλησή τους να σκεφτούν τολμηρά και να πάρουν ρίσκα. Για παράδειγμα: εν μέσω όξυνσης των αντιθέσεων την περίοδο αμέσως πριν το δημοψήφισμα, ο Γιάνης Βαρουφάκης πρότεινε μια σειρά από μονομερή αντισταθμιστικά μέτρα στο πρωθυπουργικό συμβούλιο ως απάντηση στο κλείσιμο των ελληνικών τραπεζών από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Οι προτάσεις του μπορούν να θεωρηθούν ένα πρώτο βήμα προς την κατεύθυνση της οικειοθελούς εξόδου από την ευρωζώνη. Πρότεινε: 1) να τυπωθούν ελληνικά υποσχετικά γραμμάτια ή να ανακοινωθεί η πρόθεση της κυβέρνησης να προχωρήσει στη δημιουργία ξεχωριστού νομίσματος (συνδεδεμένου με το ευρώ), 2) να πραγματοποιηθεί κούρεμα των ελληνικών ομολόγων που κατέχονται από την ΕΚΤ απο το 2012, και 3) να παρθεί πίσω ο έλεγχος της Τράπεζας της Ελλάδος.
ΤΙ ΘΕΛΕΙ Ο ΛΑΟΣ;
Στο διάλογο εντός της Αριστεράς σχετικά με ένα ενδεχόμενο Grexit, συνήθως ένα πολιτικό επιχείρημα προστίθεται στο οικονομικό: η πλειοψηφία των Ελλήνων θέλει να παραμείνει στην Ευρωζώνη, κάτι που σημαίνει ότι η κυβέρνηση Σύριζα θα μπορούσε να προβεί σε ένα αριστερό Grexit μόνο ενάντια στη θέληση της κοινωνικής πλειοψηφίας.
Είναι αυτό, όντως, πραγματικότητα ή θα πρέπει αντ'αυτού να κατανοήσουμε αυτή τη στιγμή ως μια αντιφατική δυναμική εντός ενός σεναρίου πολωμένης ταξικής σύγκρουσης; Είναι αδιαμφισβήτητο ότι ερωτώμενη για την παραμονή στην Ευρωζώνη – ερώτηση αποσυνδεδεμένη από το πρόγραμμα λιτότητας που αυτή η παραμονή συνεπάγεται- η πλειοψηφία των Ελλήνων απαντά 'Ναι'. Αλλά θα παρέμενε αυτό αληθές εάν το ερώτημα ετίθετο έχοντας ξεκάθαρη αναφορά στη σύνδεση με τη λιτότητα;
Η προτίμηση του Ελληνικού λαού σε αυτό που φαίνεται ως η πιο εύκολη λύση (δηλαδή η παραμονή στην ευρωζώνη με ταυτόχρονη παύση της λιτότητας) δεν είναι απαραίτητα ασύμβατη με μια προθυμία να δεχτεί τις συνέπειες ενός Grexit εάν αυτό κριθεί απαραίτητο – ιδιαίτερα εάν το σενάριο της ρήξης με τη λιτότητα σε συνδυασμό με την παραμονή στην ευρωζώνη αποδεικνύεται αδύνατο. Αυτό ακριβώς εξέφρασε το 61% των Ελλήνων οι οποίοι ψήφισαν 'Όχι' στο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου.
Παρά το γεγονός ότι ο Αλέξης Τσίπρας επεδίωξε να τονίσει ότι το δημοψήφισμα δεν αφορούσε μια ψήφο γύρω από το επιθυμητό για τους Έλληνες νόμισμα, για τους περισσότερους Έλληνες ήταν αρκετά ξεκάθαρο ότι προέβαιναν σε μια επιλογή μεταξύ της παραμονής τους στην ευρωζώνη από την μία (και συνεπώς συνέχιση της λιτότητας) και από την άλλη, μιας ξεκάθαρης απόρριψης της πρότασης των 'θεσμών' (και συνεπώς την πιθανότητα εξόδου από το ευρώ).
Τα Ελληνικά ΜΜΕ πάσχισαν να παρουσιάσουν το δημοψήφισμα ακριβώς με αυτά τα χαρακτηριστικά. Πανικός και συναγερμός για τις κλειστές τράπεζες, φωτογραφίες από επιμήκεις ουρές μπροστά από (σχεδόν) άδεια ΑΤΜ, καταστροφή της κοινωνικής ζωής- τα ΜΜΕ δημιούργησαν ένα σενάριο εφάμμιλο της 'ημέρας της κρίσης' με σκηνικό το Ελληνικό δημοψήφισμα, το οποίο στη συνέχεια το Eurogroup χρησιμοποίησε ως απειλή.
Το μήνυμα που αναδύθηκε από το 61% του πληθυσμού που ψήφισε 'Όχι' ενισχύεται από την αδιαμφισβήτητα υπαρκτή σχέση μεταξύ κοινωνικής θέσης και εκλογικής συμπεριφοράς: η μεγάλη πλειοψηφία αυτών που βρίσκονται σε δυσμενέστερη οικονομικά θέση και στο κοινωνικό περιθώριο ψήφισε ενάντια στη συμφωνία. Το δημοψήφισμα, λοιπόν, φαίνεται να αποδεικνύει ότι η παραμονή στην ευρωζώνη δεν είναι μια άνευ προϋποθέσεων στόχευση ασπαζόμενη από την πλειοψηφία των Ελλήνων, αλλά ένα πρόγραμμα των κυρίαρχων και εύρωστων τάξεων.
ΜΙΑ ΚΟΙΝΗ ΗΤΤΑ
Το δημοψήφισμα έκανε εμφανές, επίσης, πως οι γενναίες πράξεις των συντρόφων μας και η πρωτοβουλία για τη διενέργειά του θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια τεράστια επανα-πολιτικοποίηση της Ελληνικής κοινωνίας και την ανάταση των κοινωνικών κινημάτων. Πολλοί ένιωσαν αυτή τη δυνατότητα όταν ο Gregor Gysi και αντιπρόσωποι της ευρωπαϊκής συνεργασίας κινημάτων Blockupy μίλησαν ενώπιον δεκάδων χιλιάδων Ελλήνων στην καταληκτική συγκέντρωση στην πλατεία Συντάγματος. Η κινητοποίηση γύρω από το δημοψήφισμα και η συντριπτική νίκη του 'όχι' μαρτυρούν πως υπάρχει με βεβαιότητα μια απύθμενη επιθυμία για εναλλακτικές πολιτικές προτάσεις και ένα σχέδιο Β εντός της ίδιας της Ελλάδας.
Οι σύντροφοί μας στην κυβέρνηση είχαν πέντε μήνες στη διάθεσή τους ώστε να πείσουν τη λαϊκή πλειοψηφία για τη χρησιμότητα του σχεδίου Β. Είχαμε πέντε μήνες για να αποδείξουμε στον Ελληνικό λαό ότι κάναμε ότι είναι δυνατό για να εκπληρώσουμε την εκλογική μας δέσμευση για τον τερματισμό της λιτότητας με ταυτόχρονη παραμονή στην ευρωζώνη. Αλλά το να έχεις ένα σχέδιο Β αήμαινε να θεσπίσεις κόκκινες γραμμές τις οποίες να είμαστε απρόθυμοι να καταπατήσουμε. Σήμαινε επίσης –εάν ο τερματισμός της λιτότητας εντός της ευρωζώνης αποδεικνυόταν αδύνατος- ότι μια πραγματική εναλλακτική ενάντια στη συνθηκολόγηση έπρεπε να υπάρχει.
Ταυτόχρονα θα ήταν απαραίτητο, ίσως ακολουθώντας τις προτάσεις Βαρουφάκη, να ξεκινήσουμε την προετοιμασία του χειρότερου σεναρίου, δηλαδή την έκδοση γραμματίων, το τύπωμα ενός νέου εθνικού νομίσματος, την εθνικοποίηση των τραπεζών και την επιλογή του ελέγχου των κεφαλαίων.
Μια ακριβής απάντηση για το εάν οι σύντροφοι μας στο Σύριζα θα είχαν καταφέρει να κερδίσουν την πλειοψηφία του πληθυσμού για μια έξοδο από την ευρωζώνη σε περίπτωση ολοκληρωτικού αδιεξόδου των διαπραγματεύσεων σίγουρα είναι πού δύσκολο να δοθεί. Η έλλειψη εναλλακτικής, όμως, όχι μόνο αποδυνάμωσε τη διαπραγματευτική θέση, αλλά επίσης ήταν παραπλανητική για τους ανθρώπους εκείνους εντός και εκτός Ελλάδας που έψαχναν έμπνευση και ελπίδα σε μια νέα κυβέρνηση.
Η ευθύνη της μη προετοιμασίας ενός σχεδίου Β και η εγκατάλειψη της μάχης για την κατάκτιση της πλειοψηφίας γύρω από μια τέτοια στρατηγική δεν αντιστοιχεί μόνο στο Σύριζα, αλλά και σε ολόκληρη την Ευρωπαική Αριστερά. Οφείλουμε όλοι μας να αποτιμήσουμε κριτικά το γεγονός ότι αρνηθήκαμε να χρησιμοποιήσουμε ή καν να σκεφτούμε την περίπτωση χρήσης του τελευταίου στρατηγικού μέσου: τη ρήξη με τους θεσμούς και την ευρωζώνη και συνεπώς την ανάπτυξη ενός σεναρίου αριστερής εξόδου. Έτσι, δεν έχουμε ούτε λόγους ούτε νομιμοποίηση να ισχυριζόμαστε ότι θα είχαμε πράξει καλύτερα σε σχέση με τους Έλληνες συντρόφους μας.
Κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι έχουμε αποδόσει καλύτερα ή πιο έξυπνα από αυτούς. Στην πραγματικότητα, οι αυταπάτες σχετικά με το διαθέσιμο χώρο για ελιγμούς και στόχευση για μεταρρυθμίσεις εντός του πλαισίου της ευρωζώνης είναι πιο διαδεδομένες στο εσωτερικό της Γερμανικής Αριστεράς παρά της Ελληνικής. Αυτού του είδους οι αυταπάτες συστηματικά καλλιεργήθηκαν από το κόμμα μας στις τελευταίες Ευρωπαικές εκλογές, ενώ κάποιες έφτασαν στο σημείο να ισχυρίζονται ότι συνεπής αριστετή κριτική για την Ευρωπαική Ένωση και τους θεσμούς της ήταν αδύνατη.
Στο φόντο αυτού του λάθους, θα πρέπει να προχωρήσουμε σε μια βαθιά αυτοκριτική. Γιατί η κοινή μας ήττα αποδεικνύει ότι μια πραγματικά αριστερή σκοπιά στην Ευρώπη πρέπει από εδώ και εμπρός να είναι προσανατολισμένη ενάντια στους θεσμούς και στην Ευρωπαϊκή ένωση. Και ακολούθως, για μια σοσιαλιστική κυβέρνηση στην Ευρωπαική περιφέρεια, η αριστερή πολιτική μπορεί να είναι εφικτή μόνο έξω από τον ασφυκτικό κλοιό του Eurogroup.
ΚΑΤΑΣΤΡΕΦΟΝΤΑΣ ΤΙΣ ΑΥΤΑΠΑΤΕΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ
Ποια ερωτήματα θα πρέπει λοιπόν να αναθεωρηθούν σε σχέση με τη συζήτηση γύρω από την ΕΕ; Στη Γερμανία ένας μείζον λόγος για τον οποίο το Die Linke συχνά βρίσκει δύσκολο να εκφράσει μια κριτική στην ΕΕ ως ένα ιμπεριαλιστικό σχέδιο είναι γιατί προβάλλεται ως ένα ιστορικό μάθημα που απορρέει από το 2ο παγκόσμιο πόλεμο. Όπως η ιστορία μας διδάσκει οι τότε μάχιμες μεγάλες δυνάμεις της Ευρώπης ενώθηκαν σε μια μεγάλη γεωπολιτική συμμαχία η οποία θα άφηνε οποιαδήποτε ένοπλη πολεμική σύγκρουση στο παρελθόν.
Φιλόσοφοι όπως ο Habermas εκκινούν από το να εγκωμιάζουν την Ευρώπαικη Ένωση ως μια μετα-εθνική, υπερεθνική κατασκευή και μια εναλλακτική στα Ευρωπαικά έθνη-κράτη. Αλλά ακόμη και αν η ΕΕ έχει μετασχηματίσει τις πολιτικές σχέσεις ανάμεσα στα κράτη –μέλη της, ο οικονομικός ανταγωνισμός μεταξύ των εν λόγω μελών δεν έχει μειωθεί. Όντως, οι διαπραγματεύσεις σχετικά με την επιμήκυνση του πακέτου διάσωσης για την Ελλάδα κάνουν το παραπάνω εμφανές σε όλους.
Το γεγονός ότι η ΕΕ εισήγαγε ένα κοινό νόμισμα, αλλά όχι ένα κοινό μισθό, κοινωνικές πολιτικές ή προϋπολογισμούς δεν είναι ένα λάθος ή ένα ατύχημα, ούτε αποτελεί μια πρόσκαιρη συνθήκη ενός ανολοκλήρωτου Ευρωπαϊκού σχεδίου. Η δημιουργία του ευρώ και η επιθετική Γερμανική πολιτική στο θέμα των εξαγωγών είναι επιβλαβή για τις ασθενέστερες οικονομικά χώρες όπως η Ελλάδα, και ιδιαίτερα καθώς τα κράτη δε μοιράζονται κοινή ή συντονισμένη οικονομική πολιτική. Αντί να περιορίζει τη δυναμη του οικονομικού και πολιτικού κατεστημένου της Γερμανίας, η ΕΕ απλά της εξασφαλίζει ένα μετα-εθνικό άλλοθι.
Είναι συνεπώς εμφανές ότι από τώρα και στο εξής τα Γερμανικά θα πρέπει να είναι η ομιλούμενη γλώσσα της Ευρώπης, όπως ο Volker Kauder χαιρέκακα δήλωσε μερικούς μήνες πριν. Δεδομένης αυτής της κατάστασης, πρέπει να προσδιοριστεί σε ποιο βαθμό μια "επανεκκίνηση" του ευρωπαϊκού εγχειρήματος αποτελεί ένα χρήσιμο αίτημα για την ταξική πάλη στην Ευρώπη.
Οι συνέπειες των πολιτικών της ΕΕ είναι πολύ διαφορετικές ανάλογα με το αν μιλάμε για τη Γερμανία ή την Ελλάδα, τη Μεγάλη Βρετανία ή την Πορτογαλία. Μια κρατική αναδιαμόρφωση της Ευρωπαϊκής κοινωνικής πολιτικής θα απαιτούσε μια συγχρονισμένη πολιτική μετατόπιση σε σχεδόν όλα τα 21 κράτη μέλη. Αλλά ακόμη και τότε, οι μεγάλες εταιρείες και οι χρηματοπιστωτικές αγορές θα εξακολουθούν να λειτουργούν ως ισχυροί αντίπαλοι μιας ενδεχόμενης κοινωνικής μεταρρύθμισης.
Δεν πιστεύουμε ότι η έμπρακτη αλληλεγγύη μεταξύ των λαών της Ευρώπης είναι δυνατή κάνοντας θετική αναφορά σε μια ΕΕ επιθυμητή και θεσπισμένη από τις εθνικές κυβερνήσεις ως κοινή νομισματική και οικονομική ζώνη. Οι διάφοροι αγώνες ενάντια στη λιτότητα και για τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης σε όλη την Ευρώπη (οι οποίοι ομολογουμένως βασίζονται σε μια κοινή αιτία) μας φαντάζουν πολύ πιο ελπιδοφόρες προοπτικές. Ένα ακόμη στοιχείο που δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να αγνοηθεί είναι ένας στιβαρός αγώνας ενάντια σε οποιαδήποτε, είτε παλιά είτε νέα μορφή φασισμού και ρατσισμού. Αυτό σημαίνει πόλεμο ενάντια στην Pegida στη Γερμανία, στο Εθνικό Μέτωπο στη Γαλλία και στη Χρυσή Αυγή στην Ελλάδα.
Είναι η ώρα να θέσουμε τις πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο επίκεντρο των πραγματικών κοινωνικών αγώνων εντός των διαφόρων κρατών-μελών, παρά να συνεχίσουμε να μιλάμε για μια 'κοινωνική ΕΕ' στην οποία θα είμαστε ανίκανοι να χτίσουμε ένα κοινωνικό κίνημα στο προσεχές μέλλον. Η πολιτική μας πρέπει να συμβάλει στην ίδρυση, επέκταση και εμβάθυνση πανευρωπαϊκών δικτύων αλληλεγγύης μεταξύ των πολιτικών φορέων και ακτιβιστών σε ευρωπαϊκές, εθνικές, περιφερειακές και τοπικές κινήσεις.
Παίρνοντας υπόψιν την υποταγή της Ελλάδας στις προσταγές των θεμών, είναι τόσο απίθανο όσο και αναντίστοιχο να περιμένουμε ότι οι σύντροφοί μας στην Ευρωπαική Αριστερά θα συνεχίσουν να βλέπουν την ΕΕ ή το ευρώ από μια θετική σκοπιά, καθώς η συμμετοχή στην ευρωζώνη αποδείχτηκε ότι αποτελεί ένα εργαλείο για την εφαρμογή πολιτικών λιτότητας.
Εκπληρώνοντας τα συνθήματα
Δεν έχει νόημα να αναζητήσουμε αναδρομικά τα εμπόδια για ένα διαφορετικό επίλογο της ελληνικής τραγωδίας αποκλειστικά ή ακόμα και κατά κύριο λόγο στην ίδια την Ελλάδα. Οι λόγοι για την (ενδεικτική) αποτυχία του Σύριζα έγκειται πρωτίστως στην απουσία αντίστοιχων αριστερών κινημάτων στην υπόλοιπη Ευρώπη, καθώς και στην ιστορική αδυναμία της Αριστεράς στην Γερμανία. Πιστεύουμε ότι νέες και εντονότερες προσπάθειες είναι αναγκαίες, εάν θέλουμε να επιτύχουμε μια πραγματική κοινωνική ανακατάταξη στη Γερμανία με το Die Linke.
Παραμένουμε ένα κόμμα που λαμβάνει 10 τοις εκατό στις εκλογές και είναι ικανό να κινητοποιήσει μόνο είκοσι χιλιάδες διαδηλωτές στις διαδηλώσεις του Blockupy. Η επιρροή μας στα συνδικάτα εξακολουθεί να είναι ασήμαντη παρά το γεγονός ότι έστω θα κινητοποιηθούμε μαζί ενάντια στη Διατλαντική Εμπορική και Επενδυτική Συνεργασία (ΤΤΙP) το φθινόπωρο.
Αυτή η κοινή δράση είναι σημαντική, αλλά εξακολουθεί να είναι πάρα πολύ μικρή, αν πραγματικά θέλουμε να εκπληρώσουμε το σύνθημά μας "να μεταφέρουμε την αντίσταση στην καρδιά του ευρωπαϊκού κρισιακού καθεστώτος ". Για να γίνει αυτό, πρέπει να πάμε πίσω στο σχεδιαστήριο και να κάνουμε τη δουλειά μας, για να οικοδομηθεί ένα «ΟΧΙ» στο νεοφιλελευθερισμό και λιτότητα.
Ένα μάθημα από αυτή την ήττα είναι να επανεξετάσουμε τις βάσεις της δικής μας πολιτικής και να τολμήσουμε να σκεφτούμε την πιθανότητα μιας ρήξης. Μια ρήξη με μια ΕΕ που ενισχύει αντί να νικά τον εθνικισμό, τη στεγανοποίηση των ευρωπαϊκών συνόρων και τις ιμπεριαλιστικές συγκρούσεις. Μια ρήξη με μια καθαρά κοινοβουλευτική πολιτική που μειώνει τα κόμματα σε κάτι που απλά ψηφίζεται μια φορά μέσα σε κάποια χρόνια και μειώνει τα κοινοβούλια σε όργανα εφαρμογής των επιθυμιών των εταιρικών lobby.
Το καλύτερο και το πιο σημαντικό είδος αλληλεγγύης που μπορούμε να παράσχουμε στο λαό της Ελλάδας είναι η εκκίνηση της εφαρμογής πραγματικής πίεσης στη Γερμανική κυβένηση στο εσωτερικό της χώρας μας.
*Εισαγωγή-μετάφραση Αγγελος Κοντογιάννης-Μάνδρος
http://www.iskra.gr
Εισαγωγή: Η Νίκολε Γκόλκε είναι βουλεύτρια του Die Linke στην ομοσπονδιακή βουλή της Γερμανίας και η Γιαννίνε Βίσλερ γραμματέας της κοινοβουλευτικής ομάδας του Die Linke στο κοινοβούλιο του κρατιδίου της Έσσης. Και οι δύο συνδέονται με το δίκτυο Μarx 21 που αποτελεί μια από τις πιο ριζοσπαστικές ομάδες εντός του Αριστερού Κόμματος της Γερμανίας. Το κείμενο που μεταφράζουμε εδώ δημοσιεύτηκε αρχικώς στα Γερμανικά και κατόπιν στα αγγλικά, στον ιστότοποJacobin, με στόχο τον στρατηγικό επαναπροσανατολισμό του Die Linke μπροστά στα αδιέξοδα και τις προβληματικές που ανέδειξε η
διαπραγμάτευση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ με τους δανειστές όσον αφορά τα όρια, τις κατευθύνσεις αλλά και τις δυνατότητες μετασχηματισμού του ευρωπαϊκού οικοδομήματος.
ΟΙ ΟΡΟΙ ΤΗΣ ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ
Στις 17 Ιουλίου η κοινοβουλευτική ομάδα του Αριστερού Κόμματος απέρριψε το τελευταίο πρόγραμμα λιτότητας που επιβλήθηκε στην Ελλάδα, με 53 βουλευτές να καταψηφίζουν και δύο να απέχουν. Η ψήφος του Die Linke εξέφραζε ένα καθαρό "όχι" στον εκβιασμό της ελληνικής κυβέρνησης από πλευράς της Άγγελα Μέρκελ, του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και του Ζίγκμαρ Γκάμπριελ.
Αν και αυτό μπορεί να μην προκαλεί εντύπωση δεδομένου του ότι μιλάμε για έναν αριστερό πολιτικό σχηματισμό, στην πραγματικότητα σηματοδοτεί με κάθε ειλικρίνεια τον επαναπροσδιορισμό της θέσης μας, δεδομένου του ότι το Φλεβάρη του τρέχοντος έτος, μια μεγάλη πλειοψηφία της κοινοβουλευτικής μας ομάδας ψήφισε "ναι" στην επέκταση του προγράμματος διάσωσης, με ένα μειοψηφικό αριθμό βουλευτών να απέχει και έναν ακόμη μικρότερο να ψηφίζει "όχι".
Πέρνουμε ως δεδομένο ότι η ψήφος του Φεβρουαρίου ήταν διαφορετικής φύσεως όσον αφορά τη βαρύτητα του ζητήματος που ετίθετο σε ψηφοφορία. Το επιχείρημα υπέρ της υποστήριξης της νεόκοπης αριστερής ελληνικής κυβέρνησης, ώστε να δοθεί ο απαραίτητος χρόνος για να ελιχθεί, έπρεπε να παρθεί σοβαρά υπόψη στη συγκυρία εκείνη παρά το γεγονός ότι οι εκβιαστικές τακτικές και οι νεοφιλελεύθερες απαιτήσεις των ευρωπαικών θεσμών ήταν εξόφθαλμες.
Σε αντίθεση με το Φεβρουάριο, το Die Linke ψήφισε "όχι" αυτή τη φορά καθότι η γερμανική κυβέρνηση είχε επιβάλει στην ελληνική το πιο σκληρό πακέτο λιτότητας από το 2010. Δυστυχώς τόσο ο Αλέξης Τσίπρας όσο και η πλειοψηφία των βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ δεν είδαν καμία διέξοδο σε αυτό τον εκβιασμό και αποδέχθηκαν το πακέτο της λιτότητας.
Αυτή η ήττα μας δίνει μια ευκαιρία να αναστοχαστούμε, να θέσουμε ερωτήσεις, να κάνουμε αυτοκριτική. Η παράδοση της πρώτης γνήσια αριστερής κυβέρνησης που αναδείχθηκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση από το ξεκίνημα της οικονομικής κρίσης, στην γερμανική κυβέρνηση και τις άλλες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις που στρατεύονται πίσω από τη γερμανική αποτελεί σε τελική ανάλυση ήττα δική μας και ήττα της ευρωπαϊκής αριστεράς εν συνόλω.
Πρέπει να αδράξουμε αυτή τη στιγμή και να αναστοχαστούμε αναφορικά με τις κεντρικές στρατηγικές θέσεις που καθοδήγησαν την πολιτική μας αυτούς τους τελευταίους μήνες, δηλαδή το αξιακό "ναι" στην Ε.Ε και το κατηγορικό "όχι" στην έξοδο απο την ευρωζώνη. Κάτι τέτοιο σημαίνει ότι θα επανεξετάσουμε την πολιτική μας στρατηγική ως αριστερό κόμμα στο σύνολό της. Ως κόμμα της ευρωπαικής αριστεράς είμαστε υποχρεωμένοι να συζητήσουμε το ερώτημα αυτό με τους συντρόφους μας σε όλη την ήπειρο και ιδιαίτερα στην Ελλάδα. Δεν μπορούμε να τους εγκαταλείψουμε σε μια τόσο δύσκολη κατάσταση.
Είναι ελάχιστης σημασίας (και αντιπαραγωγικό) το να αποκηρύξουμε τους συντρόφους του ΣΥΡΙΖΑ ως προδότες και να διακηρύξουμε το πολιτικό τους τέλος. Αυτή αν θέλετε είναι η δουλειά των πολιτικών μας αντιπάλων που επιδιώκουν να στραγγαλίσουν την πολιτική αφύπνιση που συμβαίνει στην Ελλάδα. Εξίσου λανθασμένες όμως είναι οι αντανακλαστικές αντιδράσεις, και η τυφλή και απροβλημάτιστη αφοσίωση.
Δεν πρέπει να απορρίπτουμε ούτε άκριτα να υποστηρίζουμε οτιδήποτε κάνει η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ προκειμένου να σταματήσει την εκτεταμένη και συνεχιζόμενη φτωχοποίηση του ελληνικού λαού. Η αποδοκιμαστική ηθικολογία που υποστηρίζει ότι εμείς ως Γερμανοί και "εξωτερικοί παρατηρητές" δεν έχουμε το δικαίωμα να αναπτύσσουμε γνώμη ή κριτική για τα όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα επίσης δεν μας βοηθά στον να εκμαιεύσουμε συμπεράσματα από τα όσα συμβαίνουν εκεί.
Οφείλουμε τόσο στους εαυτούς μας όσο και στους Έλληνες συντρόφους έναν ειλικρινή και συντροφικό διάλογο αναφορικά με τις στρατηγικές επιτυχίες αλλα και τα λάθη των τελευταίων μηνών, ιδιαίτερα εαν θέλουμε να συνεχίσουμε να αγωνιζόμαστε μαζί ενάντια στην λιτότητα πανευρωπαικά και να προετοιμάσουμε τους εαυτούς μας για τους ερχόμενους πανευρωπαικούς αγώνες. Τοιουτοτρόπως είναι ιδιαίτερα κομβικό το να έχουμε αρκετή αυτοπεποίθηση ώστε να αναστοχαζόμαστε κριτικά πάνω σε όσα έχουν γίνει, να συζητήσουμε την προοπτική της εξόδου της Ελλάδας από την ευρωζώνη ως μια πιθανή προοπτική και να επιχειρήσουμε να κατανοήσουμε τι σημαίνει η σημερινή ήττα αλλά και το μαζικότατο "όχι" στο δημοψήφισμα.
ΜΕ ΚΑΚΗ ΤΗ ΠΙΣΤΗ
Από την στιγμή της εκλογής του ο Αλέξης Τσίπρα εκβιαζόταν από τους υπόλοιπους Ευρωπαίους αρχηγούς κρατών στους οποίους εν τέλει υπέκυψε, όπως και ο ίδιος παραδέχθηκε στο ελληνικό κοινοβούλιο. Η ήττα του δεν αποτελεί προσωπική αποτυχία ούτε μπορεί να αποδοθεί σε εγωιστικά κίνητρα για διατήρησή του στην εξουσία. Παρ' όλα αυτά η κεντρική θέση της στρατηγικής της ελληνικής κυβέρνησης – η αδιαμφισβήτητη επιλογή παραμονής στην ευρωζώνη με παράλληλη απόρριψη των πολιτικών λιτότητας – δεν είχε (και δεν μπορούσε να έχει) κανένα άλλο αποτέλεσμα. Σε τελική ανάλυση η στρατηγική αυτή δεν έδωσε καμία άλλη επιλογή στην ελληνική κυβέρνηση πέραν από το να υποταχθεί στις επιβουλές της Μέρκελ και του Σόιμπλε. Υποστηρίξαμε την στρατηγική των Ελλήνων συντρόφων και ελπίσαμε ότι μια μέση λύση μπορούσε να βρεθεί. Ανασκοπώντας σήμερα πρέπει να παραδεχτούμε ότι μέση λύση δεν υπήρχε.
Ο πρώην υπουργός οικονομικών Γιάνης Βαρουφάκης δημοσίευσε πρόσφατα έναν ενδεικτικό απολογισμό των διαπραγματεύσεων στο Eurogroup, στον οποίο αποκαλύπτει ότι οι προτάσεις της ελληνικής πλευράς δεν λαμβάνονταν καν σοβαρά υπόψη - κάτι τέτοιο άλλωστε θα σήμαινε και σοβαρή συζήτηση πάνω στις εναλλακτικές προς της λιτότητα πολιτικές και την πιθανότητα υποχωρήσεων από πλευράς Eurogroup.
Αυτό επί της ουσίας σημαίνει ότι οι διαπραγματεύσεις πίσω από κλειστές πόρτες στις Βρυξέλλες δεν ήταν καν διαπραγματεύσεις, αλλά μάλλον μια σειρά από συναντήσεις στις οποίες το Eurogroup επαναλαμβανόμενα αποφάσιζε ότι οι υποχωρήσεις που ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν διατεθειμένος να κάνει απείχαν παρασάγγας από όσα το Eurogroup επιδίωκε να αποσπάσει από τη χώρα.
Αυτή η δυναμική κορυφώθηκε με την αποπομπή και αποκλεισμό του Βαρουφάκη, έλληνα υπουργού οικονομικών και επίσημου εκπροσώπου κράτους μέλους της ΕΕ, από συνάντηση του Eurogroup. Εν συνεχεία στην προσπάθεια του να συμβουλευτεί τους κανονισμούς του Eurogroup αποκαλύφθηκε ότι το Eurogroup δεν έχει επίσημη υπόσταση και συνεπώς δεν προσφέρει στα κράτη μέλη οποιαδήποτε δικαιώματα ή προνόμια. Κάπως έτσι διαλύθηκε πάνω στα βράχια μιας Ευρώπης υπό γερμανική καθοδήγηση ο μύθος των Ευρωπαίων περί δίκαιων κανόνων του παιχνιδιού.
Υπό το φως αυτών των γεγονότων, πρέπει να παραδεχτούμε ότι η στρατηγική της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ που επικεντρωνόταν στις διαπραγματεύσεις και το διπλωματικό διάλογο, απέτυχε. Ούτε οι χαρισματικές προσωπικότητες του Τσίπρα και του Βαρουφάκη, ούτε η εκτεταμένη εμπειρία και το βάθος των διαπραγματευτικών τακτικών ήταν επαρκείς ώστε να κερδηθεί επιρροή ή να μετατραπεί έστω κατ ελάχιστο η ισορροπία δυνάμεων εντός των ευρωπαϊκών θεσμών.
Η δέσμευση αποχής απο "μονομερείς ενέργειες" δεν κέρδισε στο ΣΥΡΙΖΑ ούτε επιπλέον χρόνο ούτε χώρο για να αναπνεύσει. Απεναντίας, οι διαπραγματεύσεις απέδειξαν ότι οι Ευρωπαικοί θεσμοί είναι ένα αφιλόξενο και εχθρικό πεδίο για την Αριστερά καθώς και ότι η στρατηγική των παραχωρήσεων προς την άλλη πλευρά με την ελπίδα ότι αυτές θα εξασφαλίσουν ένα ελάχιστο ανθρώπινων κοινωνικών πολιτικών, είναι προδιαγεγραμμένο ότι θα αποτύχει. Η Μέρκελ, ο Σόιμπλε και ο Γκάμπριελ δεν είχαν αποκλειστικό μέλημα την Ελλάδα: η Ελλάδα επρόκειτο να χρησιμοποιηθεί ως παράδειγμα για ολόκληρη την Ευρώπη.
Το μήνυμα που επιχειρείται να σταλεί μέσω αυτής της ήττα είναι το εξής: δεν έχει σημασία πόσες γενικές απεργίες θα πραγματοποιηθούν, δεν έχει σημασία εαν θα εκλέξετε μια νέα κυβέρνηση ή εάν η πλειοψηφία θα ψηφίσει "όχι" σε ένα λαϊκό δημοψήφισμα. Αυτά τα πράγματα δεν θα σας βοηθήσουν και επ ουδενί δεν θα επιδράσουν στην ασκούμενη πολιτική στη χώρα σας.
Αυτό το μήνυμα θέλουν να χρησιμοποιήσουν προκειμένου να αποκαρδιώσουν την ευρωπαική αριστερά και να περιορίσουν τους κοινωνικούς αγώνες σε όλη την ήπειρο. Αυτή η αποκαρδίωση και η απογοήτευση μπορούν μόνο να αντιμετωπιστούν εαν η ευρωπαική αριστερά διεξάγει έναν ανοιχτό και αυτοκριτικό διάλογο αναφορικά με τα μαθήματα που πρέπει να εξαχθούν από την σημερινή ήττα.
ΕΝΑ ΑΡΙΣΤΕΡΟΣΤΡΟΦΟ GREXIT
Τελικώς, ο Σόιμπλε (σε συνεργασία με τον Ζίγκμαρ Γκάμπριελ) απείλησαν την ελληνική πλευρά με ένα επιβεβλημένο από τη δεξιά Grexit. Ένα "δεξιό" Grexit θα σήμαινε ότι η Ελλάδα θα αποχωρούσε απο το κοινό νόμισμα απροετοίμαστη, με τις συνθήκες όσον αφορά την αλλαγή του νομίσματος, την σταθεροποίηση της ισοτιμίας και την αναδιάρθρωση του χρέους να εξαρτώνται από τις διαπραγματεύσεις με την ΕΕ οι οποίες θα γίνονταν από θέση πρόδηλης αδυναμίας. Εαν ο Σόιμπλε και η συντηρητική μερίδα του Ευρωπαικού κεφαλαίου εξέταζαν σοβαρά αυτό το ενδεχόμενο ή εαν αποτελούσε απλά άλλον ένα εκβιασμό προκειμένου να εξαναγκαστεί ο ΣΥΡΙΖΑ σε περαιτέρω παραχωρήσεις, δεδομένης της έλλειψης εναλλακτικών στρατηγικών από το κόμμα, είναι κάτι που δεν είναι εύκολο να ειπωθεί.
Σε κάθε περίπτωση, η Αριστερά στην Ευρώπη, απέτυχε παταγωδώς να εξετάσει με σοβαρό τρόπο την προοπτική ενός σχεδίου Β. Έτσι η αριστερή κυβέρνηση των Ελλήνων, στερήθηκε κάθε δυνατής εναλλακτικής στις διαπραγματεύσεις της με τους δανειστές. Η μη ύπαρξη σχεδίου Β σήμαινε οτι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει μόνο μία επιλογή: την παραμονή στην ευρωζώνη με κάθε κόστος. Τοιουτοτρόπως οι θεσμοί μπρούσαν να απαιτούν απο την ελληνική κυβέρνηση οτιδήποτε έβρισκαν αρεστό, στο βαθμό που η μόνη εναλλακτική ήταν εκείνη της ρήξης η οποία είχε αποκλειστεί ανεξαρτήτως κόστους.
Τι θα μπορούσε όμως να είναι το δικό μας σχέδιο Β; Αυτό το ερώτημα μας φέρνει ενώπιον μεγάλων δυσκολιών προσφέροντας περισσότερες ερωτήσεις από ότι απαντήσεις. Παρότι υπάρχουν πολλές και σημαντικές επεξεργασίας αναφορικά με το σχέδιο Β, ιδιαίτερα από την πλευρά της ίδιας της ελληνικής αριστεράς, δεν υπάρχει ακόμη ένα λεπτομερές σχέδιου αριστερόστροφου Grexit.
Η σχετική ελκυστικότητά του λοιπόν έγκειται περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στην εναλλακτική του: η παραμονή στην ευρωζώνη θα σήμαινε περαιτέρω λιτότητα και εξαθλίωση, την εκ των πραγμάτων εγκατάλειψη των δημοκρατικών και κοινοβουλευτικών διαδικασιών και μια πρόκληση ιστορικών πολιτικών διαστάσεων για τον ΣΥΡΙΖΑ ως κόμμα. Η παραμονή στην ευρωζώνη έχει εξαναγκάσει την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ να αλλάξει, τουλάχιστον προς το παρόν, γραμμές και να είναι το εκτελεστικό όργανο της δικτατορίας της τρόικας στην Ελλάδα αντί ορκισμένος εχθρός της λιτότητας.
Ένα οικειοθελές, αριστερόστροφο Grexit δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση απλή και εύκολη λύση. Ιδιαίτερα οι οικονομικές επιπτώσεις μιας τέτοιας κίνησης παραμένει σημείο τριβής ανάμεσα σε αριστερούς οικονομολόγους και κοινωνικούς επιστήμονες. Σήμερα οι επιπτώσεις αυτές φαίνονται να είναι επί της ουσίας απρόβλεπτες. Βραχυπρόθεσμα το Grexit θα μπορούσε να οδηγήσει σε οικονομική κατάρευση, περαιτέρω φτωχοποίηση του ελληνικού λαού και βάθεμα των κοινωνικών διαχωριστικών γραμμών.
Απο την άλλη πλευρά, θα μπορούσε επίσης να δημιουργήσει νέες δυνατότητες για πολιτική δράση και ελιγμούς: π.χ αυτοτροφοδοτούμενο δανεισμό, εθνικά μέτρα ενάντια στη φυγή κεφαλαίων και αύξηση της φορολογίας των πλουσίων χωρίς να απαιτείται η έγκριση της Τρόικα. Οι επιλογές αυτές αξίζει τουλάχιστον να εξερευνηθούν. Μια τέτοια κίνηση θα σήμαινε φυσικά την αποδοχή από πλευράς των συμμετεχόντων κομμάτων, ενός απροσδιόριστου πολιτικού ρίσκου. Θα περιέκλειε ένα βήμα στο άγνωστο, συνοδευόμενο από το φόβο του να καταστείς πολιτικά υπεύθυνος για τα λάθη και τις απρόβλεπτες συνέπειες που μπορεί να προκύψουν.
Οι Έλληνες σύντροφοί μας όμως έχουν ήδη αποδείξει τη βούλησή τους να σκεφτούν τολμηρά και να πάρουν ρίσκα. Για παράδειγμα: εν μέσω όξυνσης των αντιθέσεων την περίοδο αμέσως πριν το δημοψήφισμα, ο Γιάνης Βαρουφάκης πρότεινε μια σειρά από μονομερή αντισταθμιστικά μέτρα στο πρωθυπουργικό συμβούλιο ως απάντηση στο κλείσιμο των ελληνικών τραπεζών από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Οι προτάσεις του μπορούν να θεωρηθούν ένα πρώτο βήμα προς την κατεύθυνση της οικειοθελούς εξόδου από την ευρωζώνη. Πρότεινε: 1) να τυπωθούν ελληνικά υποσχετικά γραμμάτια ή να ανακοινωθεί η πρόθεση της κυβέρνησης να προχωρήσει στη δημιουργία ξεχωριστού νομίσματος (συνδεδεμένου με το ευρώ), 2) να πραγματοποιηθεί κούρεμα των ελληνικών ομολόγων που κατέχονται από την ΕΚΤ απο το 2012, και 3) να παρθεί πίσω ο έλεγχος της Τράπεζας της Ελλάδος.
ΤΙ ΘΕΛΕΙ Ο ΛΑΟΣ;
Στο διάλογο εντός της Αριστεράς σχετικά με ένα ενδεχόμενο Grexit, συνήθως ένα πολιτικό επιχείρημα προστίθεται στο οικονομικό: η πλειοψηφία των Ελλήνων θέλει να παραμείνει στην Ευρωζώνη, κάτι που σημαίνει ότι η κυβέρνηση Σύριζα θα μπορούσε να προβεί σε ένα αριστερό Grexit μόνο ενάντια στη θέληση της κοινωνικής πλειοψηφίας.
Είναι αυτό, όντως, πραγματικότητα ή θα πρέπει αντ'αυτού να κατανοήσουμε αυτή τη στιγμή ως μια αντιφατική δυναμική εντός ενός σεναρίου πολωμένης ταξικής σύγκρουσης; Είναι αδιαμφισβήτητο ότι ερωτώμενη για την παραμονή στην Ευρωζώνη – ερώτηση αποσυνδεδεμένη από το πρόγραμμα λιτότητας που αυτή η παραμονή συνεπάγεται- η πλειοψηφία των Ελλήνων απαντά 'Ναι'. Αλλά θα παρέμενε αυτό αληθές εάν το ερώτημα ετίθετο έχοντας ξεκάθαρη αναφορά στη σύνδεση με τη λιτότητα;
Η προτίμηση του Ελληνικού λαού σε αυτό που φαίνεται ως η πιο εύκολη λύση (δηλαδή η παραμονή στην ευρωζώνη με ταυτόχρονη παύση της λιτότητας) δεν είναι απαραίτητα ασύμβατη με μια προθυμία να δεχτεί τις συνέπειες ενός Grexit εάν αυτό κριθεί απαραίτητο – ιδιαίτερα εάν το σενάριο της ρήξης με τη λιτότητα σε συνδυασμό με την παραμονή στην ευρωζώνη αποδεικνύεται αδύνατο. Αυτό ακριβώς εξέφρασε το 61% των Ελλήνων οι οποίοι ψήφισαν 'Όχι' στο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου.
Παρά το γεγονός ότι ο Αλέξης Τσίπρας επεδίωξε να τονίσει ότι το δημοψήφισμα δεν αφορούσε μια ψήφο γύρω από το επιθυμητό για τους Έλληνες νόμισμα, για τους περισσότερους Έλληνες ήταν αρκετά ξεκάθαρο ότι προέβαιναν σε μια επιλογή μεταξύ της παραμονής τους στην ευρωζώνη από την μία (και συνεπώς συνέχιση της λιτότητας) και από την άλλη, μιας ξεκάθαρης απόρριψης της πρότασης των 'θεσμών' (και συνεπώς την πιθανότητα εξόδου από το ευρώ).
Τα Ελληνικά ΜΜΕ πάσχισαν να παρουσιάσουν το δημοψήφισμα ακριβώς με αυτά τα χαρακτηριστικά. Πανικός και συναγερμός για τις κλειστές τράπεζες, φωτογραφίες από επιμήκεις ουρές μπροστά από (σχεδόν) άδεια ΑΤΜ, καταστροφή της κοινωνικής ζωής- τα ΜΜΕ δημιούργησαν ένα σενάριο εφάμμιλο της 'ημέρας της κρίσης' με σκηνικό το Ελληνικό δημοψήφισμα, το οποίο στη συνέχεια το Eurogroup χρησιμοποίησε ως απειλή.
Το μήνυμα που αναδύθηκε από το 61% του πληθυσμού που ψήφισε 'Όχι' ενισχύεται από την αδιαμφισβήτητα υπαρκτή σχέση μεταξύ κοινωνικής θέσης και εκλογικής συμπεριφοράς: η μεγάλη πλειοψηφία αυτών που βρίσκονται σε δυσμενέστερη οικονομικά θέση και στο κοινωνικό περιθώριο ψήφισε ενάντια στη συμφωνία. Το δημοψήφισμα, λοιπόν, φαίνεται να αποδεικνύει ότι η παραμονή στην ευρωζώνη δεν είναι μια άνευ προϋποθέσεων στόχευση ασπαζόμενη από την πλειοψηφία των Ελλήνων, αλλά ένα πρόγραμμα των κυρίαρχων και εύρωστων τάξεων.
ΜΙΑ ΚΟΙΝΗ ΗΤΤΑ
Το δημοψήφισμα έκανε εμφανές, επίσης, πως οι γενναίες πράξεις των συντρόφων μας και η πρωτοβουλία για τη διενέργειά του θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια τεράστια επανα-πολιτικοποίηση της Ελληνικής κοινωνίας και την ανάταση των κοινωνικών κινημάτων. Πολλοί ένιωσαν αυτή τη δυνατότητα όταν ο Gregor Gysi και αντιπρόσωποι της ευρωπαϊκής συνεργασίας κινημάτων Blockupy μίλησαν ενώπιον δεκάδων χιλιάδων Ελλήνων στην καταληκτική συγκέντρωση στην πλατεία Συντάγματος. Η κινητοποίηση γύρω από το δημοψήφισμα και η συντριπτική νίκη του 'όχι' μαρτυρούν πως υπάρχει με βεβαιότητα μια απύθμενη επιθυμία για εναλλακτικές πολιτικές προτάσεις και ένα σχέδιο Β εντός της ίδιας της Ελλάδας.
Οι σύντροφοί μας στην κυβέρνηση είχαν πέντε μήνες στη διάθεσή τους ώστε να πείσουν τη λαϊκή πλειοψηφία για τη χρησιμότητα του σχεδίου Β. Είχαμε πέντε μήνες για να αποδείξουμε στον Ελληνικό λαό ότι κάναμε ότι είναι δυνατό για να εκπληρώσουμε την εκλογική μας δέσμευση για τον τερματισμό της λιτότητας με ταυτόχρονη παραμονή στην ευρωζώνη. Αλλά το να έχεις ένα σχέδιο Β αήμαινε να θεσπίσεις κόκκινες γραμμές τις οποίες να είμαστε απρόθυμοι να καταπατήσουμε. Σήμαινε επίσης –εάν ο τερματισμός της λιτότητας εντός της ευρωζώνης αποδεικνυόταν αδύνατος- ότι μια πραγματική εναλλακτική ενάντια στη συνθηκολόγηση έπρεπε να υπάρχει.
Ταυτόχρονα θα ήταν απαραίτητο, ίσως ακολουθώντας τις προτάσεις Βαρουφάκη, να ξεκινήσουμε την προετοιμασία του χειρότερου σεναρίου, δηλαδή την έκδοση γραμματίων, το τύπωμα ενός νέου εθνικού νομίσματος, την εθνικοποίηση των τραπεζών και την επιλογή του ελέγχου των κεφαλαίων.
Μια ακριβής απάντηση για το εάν οι σύντροφοι μας στο Σύριζα θα είχαν καταφέρει να κερδίσουν την πλειοψηφία του πληθυσμού για μια έξοδο από την ευρωζώνη σε περίπτωση ολοκληρωτικού αδιεξόδου των διαπραγματεύσεων σίγουρα είναι πού δύσκολο να δοθεί. Η έλλειψη εναλλακτικής, όμως, όχι μόνο αποδυνάμωσε τη διαπραγματευτική θέση, αλλά επίσης ήταν παραπλανητική για τους ανθρώπους εκείνους εντός και εκτός Ελλάδας που έψαχναν έμπνευση και ελπίδα σε μια νέα κυβέρνηση.
Η ευθύνη της μη προετοιμασίας ενός σχεδίου Β και η εγκατάλειψη της μάχης για την κατάκτιση της πλειοψηφίας γύρω από μια τέτοια στρατηγική δεν αντιστοιχεί μόνο στο Σύριζα, αλλά και σε ολόκληρη την Ευρωπαική Αριστερά. Οφείλουμε όλοι μας να αποτιμήσουμε κριτικά το γεγονός ότι αρνηθήκαμε να χρησιμοποιήσουμε ή καν να σκεφτούμε την περίπτωση χρήσης του τελευταίου στρατηγικού μέσου: τη ρήξη με τους θεσμούς και την ευρωζώνη και συνεπώς την ανάπτυξη ενός σεναρίου αριστερής εξόδου. Έτσι, δεν έχουμε ούτε λόγους ούτε νομιμοποίηση να ισχυριζόμαστε ότι θα είχαμε πράξει καλύτερα σε σχέση με τους Έλληνες συντρόφους μας.
Κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι έχουμε αποδόσει καλύτερα ή πιο έξυπνα από αυτούς. Στην πραγματικότητα, οι αυταπάτες σχετικά με το διαθέσιμο χώρο για ελιγμούς και στόχευση για μεταρρυθμίσεις εντός του πλαισίου της ευρωζώνης είναι πιο διαδεδομένες στο εσωτερικό της Γερμανικής Αριστεράς παρά της Ελληνικής. Αυτού του είδους οι αυταπάτες συστηματικά καλλιεργήθηκαν από το κόμμα μας στις τελευταίες Ευρωπαικές εκλογές, ενώ κάποιες έφτασαν στο σημείο να ισχυρίζονται ότι συνεπής αριστετή κριτική για την Ευρωπαική Ένωση και τους θεσμούς της ήταν αδύνατη.
Στο φόντο αυτού του λάθους, θα πρέπει να προχωρήσουμε σε μια βαθιά αυτοκριτική. Γιατί η κοινή μας ήττα αποδεικνύει ότι μια πραγματικά αριστερή σκοπιά στην Ευρώπη πρέπει από εδώ και εμπρός να είναι προσανατολισμένη ενάντια στους θεσμούς και στην Ευρωπαϊκή ένωση. Και ακολούθως, για μια σοσιαλιστική κυβέρνηση στην Ευρωπαική περιφέρεια, η αριστερή πολιτική μπορεί να είναι εφικτή μόνο έξω από τον ασφυκτικό κλοιό του Eurogroup.
ΚΑΤΑΣΤΡΕΦΟΝΤΑΣ ΤΙΣ ΑΥΤΑΠΑΤΕΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ
Ποια ερωτήματα θα πρέπει λοιπόν να αναθεωρηθούν σε σχέση με τη συζήτηση γύρω από την ΕΕ; Στη Γερμανία ένας μείζον λόγος για τον οποίο το Die Linke συχνά βρίσκει δύσκολο να εκφράσει μια κριτική στην ΕΕ ως ένα ιμπεριαλιστικό σχέδιο είναι γιατί προβάλλεται ως ένα ιστορικό μάθημα που απορρέει από το 2ο παγκόσμιο πόλεμο. Όπως η ιστορία μας διδάσκει οι τότε μάχιμες μεγάλες δυνάμεις της Ευρώπης ενώθηκαν σε μια μεγάλη γεωπολιτική συμμαχία η οποία θα άφηνε οποιαδήποτε ένοπλη πολεμική σύγκρουση στο παρελθόν.
Φιλόσοφοι όπως ο Habermas εκκινούν από το να εγκωμιάζουν την Ευρώπαικη Ένωση ως μια μετα-εθνική, υπερεθνική κατασκευή και μια εναλλακτική στα Ευρωπαικά έθνη-κράτη. Αλλά ακόμη και αν η ΕΕ έχει μετασχηματίσει τις πολιτικές σχέσεις ανάμεσα στα κράτη –μέλη της, ο οικονομικός ανταγωνισμός μεταξύ των εν λόγω μελών δεν έχει μειωθεί. Όντως, οι διαπραγματεύσεις σχετικά με την επιμήκυνση του πακέτου διάσωσης για την Ελλάδα κάνουν το παραπάνω εμφανές σε όλους.
Το γεγονός ότι η ΕΕ εισήγαγε ένα κοινό νόμισμα, αλλά όχι ένα κοινό μισθό, κοινωνικές πολιτικές ή προϋπολογισμούς δεν είναι ένα λάθος ή ένα ατύχημα, ούτε αποτελεί μια πρόσκαιρη συνθήκη ενός ανολοκλήρωτου Ευρωπαϊκού σχεδίου. Η δημιουργία του ευρώ και η επιθετική Γερμανική πολιτική στο θέμα των εξαγωγών είναι επιβλαβή για τις ασθενέστερες οικονομικά χώρες όπως η Ελλάδα, και ιδιαίτερα καθώς τα κράτη δε μοιράζονται κοινή ή συντονισμένη οικονομική πολιτική. Αντί να περιορίζει τη δυναμη του οικονομικού και πολιτικού κατεστημένου της Γερμανίας, η ΕΕ απλά της εξασφαλίζει ένα μετα-εθνικό άλλοθι.
Είναι συνεπώς εμφανές ότι από τώρα και στο εξής τα Γερμανικά θα πρέπει να είναι η ομιλούμενη γλώσσα της Ευρώπης, όπως ο Volker Kauder χαιρέκακα δήλωσε μερικούς μήνες πριν. Δεδομένης αυτής της κατάστασης, πρέπει να προσδιοριστεί σε ποιο βαθμό μια "επανεκκίνηση" του ευρωπαϊκού εγχειρήματος αποτελεί ένα χρήσιμο αίτημα για την ταξική πάλη στην Ευρώπη.
Οι συνέπειες των πολιτικών της ΕΕ είναι πολύ διαφορετικές ανάλογα με το αν μιλάμε για τη Γερμανία ή την Ελλάδα, τη Μεγάλη Βρετανία ή την Πορτογαλία. Μια κρατική αναδιαμόρφωση της Ευρωπαϊκής κοινωνικής πολιτικής θα απαιτούσε μια συγχρονισμένη πολιτική μετατόπιση σε σχεδόν όλα τα 21 κράτη μέλη. Αλλά ακόμη και τότε, οι μεγάλες εταιρείες και οι χρηματοπιστωτικές αγορές θα εξακολουθούν να λειτουργούν ως ισχυροί αντίπαλοι μιας ενδεχόμενης κοινωνικής μεταρρύθμισης.
Δεν πιστεύουμε ότι η έμπρακτη αλληλεγγύη μεταξύ των λαών της Ευρώπης είναι δυνατή κάνοντας θετική αναφορά σε μια ΕΕ επιθυμητή και θεσπισμένη από τις εθνικές κυβερνήσεις ως κοινή νομισματική και οικονομική ζώνη. Οι διάφοροι αγώνες ενάντια στη λιτότητα και για τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης σε όλη την Ευρώπη (οι οποίοι ομολογουμένως βασίζονται σε μια κοινή αιτία) μας φαντάζουν πολύ πιο ελπιδοφόρες προοπτικές. Ένα ακόμη στοιχείο που δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να αγνοηθεί είναι ένας στιβαρός αγώνας ενάντια σε οποιαδήποτε, είτε παλιά είτε νέα μορφή φασισμού και ρατσισμού. Αυτό σημαίνει πόλεμο ενάντια στην Pegida στη Γερμανία, στο Εθνικό Μέτωπο στη Γαλλία και στη Χρυσή Αυγή στην Ελλάδα.
Είναι η ώρα να θέσουμε τις πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο επίκεντρο των πραγματικών κοινωνικών αγώνων εντός των διαφόρων κρατών-μελών, παρά να συνεχίσουμε να μιλάμε για μια 'κοινωνική ΕΕ' στην οποία θα είμαστε ανίκανοι να χτίσουμε ένα κοινωνικό κίνημα στο προσεχές μέλλον. Η πολιτική μας πρέπει να συμβάλει στην ίδρυση, επέκταση και εμβάθυνση πανευρωπαϊκών δικτύων αλληλεγγύης μεταξύ των πολιτικών φορέων και ακτιβιστών σε ευρωπαϊκές, εθνικές, περιφερειακές και τοπικές κινήσεις.
Παίρνοντας υπόψιν την υποταγή της Ελλάδας στις προσταγές των θεμών, είναι τόσο απίθανο όσο και αναντίστοιχο να περιμένουμε ότι οι σύντροφοί μας στην Ευρωπαική Αριστερά θα συνεχίσουν να βλέπουν την ΕΕ ή το ευρώ από μια θετική σκοπιά, καθώς η συμμετοχή στην ευρωζώνη αποδείχτηκε ότι αποτελεί ένα εργαλείο για την εφαρμογή πολιτικών λιτότητας.
Εκπληρώνοντας τα συνθήματα
Δεν έχει νόημα να αναζητήσουμε αναδρομικά τα εμπόδια για ένα διαφορετικό επίλογο της ελληνικής τραγωδίας αποκλειστικά ή ακόμα και κατά κύριο λόγο στην ίδια την Ελλάδα. Οι λόγοι για την (ενδεικτική) αποτυχία του Σύριζα έγκειται πρωτίστως στην απουσία αντίστοιχων αριστερών κινημάτων στην υπόλοιπη Ευρώπη, καθώς και στην ιστορική αδυναμία της Αριστεράς στην Γερμανία. Πιστεύουμε ότι νέες και εντονότερες προσπάθειες είναι αναγκαίες, εάν θέλουμε να επιτύχουμε μια πραγματική κοινωνική ανακατάταξη στη Γερμανία με το Die Linke.
Παραμένουμε ένα κόμμα που λαμβάνει 10 τοις εκατό στις εκλογές και είναι ικανό να κινητοποιήσει μόνο είκοσι χιλιάδες διαδηλωτές στις διαδηλώσεις του Blockupy. Η επιρροή μας στα συνδικάτα εξακολουθεί να είναι ασήμαντη παρά το γεγονός ότι έστω θα κινητοποιηθούμε μαζί ενάντια στη Διατλαντική Εμπορική και Επενδυτική Συνεργασία (ΤΤΙP) το φθινόπωρο.
Αυτή η κοινή δράση είναι σημαντική, αλλά εξακολουθεί να είναι πάρα πολύ μικρή, αν πραγματικά θέλουμε να εκπληρώσουμε το σύνθημά μας "να μεταφέρουμε την αντίσταση στην καρδιά του ευρωπαϊκού κρισιακού καθεστώτος ". Για να γίνει αυτό, πρέπει να πάμε πίσω στο σχεδιαστήριο και να κάνουμε τη δουλειά μας, για να οικοδομηθεί ένα «ΟΧΙ» στο νεοφιλελευθερισμό και λιτότητα.
Ένα μάθημα από αυτή την ήττα είναι να επανεξετάσουμε τις βάσεις της δικής μας πολιτικής και να τολμήσουμε να σκεφτούμε την πιθανότητα μιας ρήξης. Μια ρήξη με μια ΕΕ που ενισχύει αντί να νικά τον εθνικισμό, τη στεγανοποίηση των ευρωπαϊκών συνόρων και τις ιμπεριαλιστικές συγκρούσεις. Μια ρήξη με μια καθαρά κοινοβουλευτική πολιτική που μειώνει τα κόμματα σε κάτι που απλά ψηφίζεται μια φορά μέσα σε κάποια χρόνια και μειώνει τα κοινοβούλια σε όργανα εφαρμογής των επιθυμιών των εταιρικών lobby.
Το καλύτερο και το πιο σημαντικό είδος αλληλεγγύης που μπορούμε να παράσχουμε στο λαό της Ελλάδας είναι η εκκίνηση της εφαρμογής πραγματικής πίεσης στη Γερμανική κυβένηση στο εσωτερικό της χώρας μας.
*Εισαγωγή-μετάφραση Αγγελος Κοντογιάννης-Μάνδρος
http://www.iskra.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου