... Και, κατά συνέπεια, τα ελληνικά που απλώς αναμεταδίδουν ό,τι λένε τα διεθνή ΜΜΕ. “Τα ξένα ΜΜΕ επέτρεψαν –από αφέλεια ή λόγω ιδιοτελούς συμφέροντος-- να κυριαρχήσουν στη διοχέτευση ειδήσεων άνθρωποι που μπορούσαν να στέλνουν ανταποκρίσεις μόνο με την άδεια των ομάδων τύπου Αλ Κάιντα , όπως η Τζαμπάτ αλ-Νούσρα και η Αχράρ αλ-Σαμ”, αναφέρει ο Π. Κόκμπερν, επί μακρόν ανταποκριτής των “FinancialTimes” στη Μ. Ανατολή.
του Πάτρικ Κόκμπερν
Το να είσαι ξένος ανταποκριτής που κάνεις ρεπορτάζ για τον εμφύλιο στη Συρία είναι εξαιρετικά επικίνδυνο. Και αυτό συμβαίνει διότι οι τζιχαντιστές που έχουν δύναμη στο ανατολικό Χαλέπι απέκλεισαν τους δυτικούς δημοσιογράφους, οι οποίοι θα απάγονταν και πιθανώς θα δολοφονούνταν εάν πήγαιναν εκεί, αντικαθιστώντας τους, ως πηγές ειδήσεων, με τους εντελώς προκατειλημμένους “τοπικούς ακτιβιστές” που δεν μπορούν να ξεφύγουν όντας κάτω από τον έλεγχο των τζιχαντιστών.
Τα ξένα ΜΜΕ επέτρεψαν –από αφέλεια ή λόγω ιδιοτελούς συμφέροντος-- να κυριαρχήσουν στη διοχέτευση ειδήσεων άνθρωποι που μπορούσαν να στέλνουν ανταποκρίσεις μόνο με την άδεια των ομάδων τύπου Αλ Κάιντα , όπως η Τζαμπάτ αλ-Νούσρα και η Αχράρ αλ-Σαμ.
Το προηγούμενο που δημιουργήθηκε στο Χαλέπι σημαίνει ότι όσοι θα συμμετάσχουν σε μελλοντικές συγκρούσεις θα έχουν συμφέρον να αποτρέψουν την παρουσία όσων ξένων δημοσιογράφων θα μπορούσαν να στέλνουν αντικειμενικές ανταποκρίσεις. Με τις απαγωγές και τις δολοφονίες δημοσιογράφων, είναι εύκολο να δημιουργήσουν κενό πληροφοριών για τις οποίες υπάρχει μεγάλη ζήτηση και έτσι στο μέλλον αυτές θα παρέχονται από πληροφοριοδότες που είτε συμπαθούν είτε βρίσκονται στο έλεος των ίδιων ανθρώπων (εν προκειμένω των τζιχαντιστών που ελέγχουν το ανατολικό Χαλέπι) που απέκλεισαν του ξένους δημοσιογράφους. Η πρακτική των δολοφονιών και των απαγωγών αποδεικνύεται μια έξυπνη κίνηση των τζιχαντιστών, επειδή τους επιτρέπει να εδραιώσουν ουσιαστικό έλεγχο πάνω στις ειδήσεις που φτάνουν στον έξω κόσμο. Αυτό αποτελεί μια εξαιρετικά αρνητική εξέλιξη για οποιονδήποτε ανεξάρτητο δημοσιογράφο εισέρχεται στα εδάφη τους και απειλεί το μονοπώλιο της πληροφόρησης.
Πάντα υπήρχε μια κατάφωρη αντίφαση στον πυρήνα της θέσης των διεθνών ΜΜΕ: Από τη μια, ήταν άκρως επικίνδυνο για τους ξένους δημοσιογράφους να μπαίνουν στις περιοχές της Συρίας που έλεγχε η αντιπολίτευση, ταυτόχρονα όμως ένα από τα πιο βίαια και ανελέητα κινήματα στη γη έδινε τη δυνατότητα σε φαινομενικά ανεξάρτητους ακτιβιστές να ενεργούν ελεύθερα. Η απειλή για τους δυτικούς δημοσιογράφους ήταν κάτι παραπάνω από πραγματική: ο Τζέιμς Φόλεϊ αποκεφαλίστηκε τελετουργικά στις 8 Αυγούστου του 2014 και ο Στίβεν Σότλοφ λίγες ημέρες αργότερα, αν και πολύ καιρό πριν από αυτά τα γεγονότα οι ξένοι δημοσιογράφοι που εισέρχονταν στις ελεγχόμενες από τους αντικυβερνητικούς ζώνες της Συρίας αντιμετώπιζαν πολύ μεγάλο κίνδυνο.
Εξίσου μεγάλη είναι η απειλή και για τους ντόπιους που ζουν υπό τη διοίκηση των αντικυβερνητικών ανταρτών και οι οποίοι κριτικάρουν τις πράξεις ή τις ιδέες τους. Αυτό έγινε καθαρό από την έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας που δημοσιεύτηκε τον Ιούλιο του τρέχοντος έτους με τον τίτλο “Τα βασανιστήρια ήταν η τιμωρία μου”. Ο Φίλιπ Λούθερ, διευθυντής του Προγράμματος της Διεθνούς Αμνηστίας για τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική, λέει ότι σ' αυτές τις περιοχές οι άμαχοι “ζουν υπό τον διαρκή φόβο της απαγωγής εάν κριτικάρουν τη συμπεριφορά των ένοπλων ομάδων που έχουν την εξουσία ή αν δεν συμμορφώνονται με τους αυστηρούς κανόνες που αυτές έχουν επιβάλει”.
Σύμφωνα με την έκθεση, στο στόχαστρο έχουν μπει οι πραγματικά ανεξάρτητοι δημοσιογράφοι και ακτιβιστές. Μιλώντας για την Τζαμπάτ αλ-Νούσρα (που μετονομάστηκε σε Τζαμπάτ Φατάχ αλ-Σαμ και ήταν προηγουμένως το συριακό σκέλος της Αλ Κάιντα), ένας 24χρονος ακτιβιστής με το όνομα “Ίσα” είπε : “ Ελέγχουν το τι μπορούμε και τι δεν μπορούμε να πούμε. Ή συμφωνείς με τους κοινωνικούς κανόνες τους ή εξαφανίζεσαι”.
Το τι γίνεται μετά από μια τέτοια εξαφάνιση/απαγωγή το αφηγείται ένας πολιτικός ακτιβιστής με το όνομα “Ιμπραΐμ” που το 2015 διοργάνωσε μια ειρηνική διαδήλωση προς υποστήριξη της εξέγερσης του 2011. Αυτή η ανεξάρτητη ενέργεια ήταν εμφανώς απαράδεκτη για τη Νούσρα που τον απήγαγε. Όπως αφηγείται ο ίδιος: “Με πήγανε στο θάλαμο βασανιστηρίων. Με έβαλαν στη θέση shabeh, δηλαδή με κρέμασαν από το ταβάνι από τους καρπούς έτσι ώστε τα δάκτυλα των ποδιών μου να μην ακουμπούν στο πάτωμα και άρχισαν να με χτυπούν με καλώδια σε όλο το σώμα... μετά το shabeh χρησιμοποίησαν την τεχνική βασανιστηρίων dulab (σαμπρέλα). Δίπλωσαν το σώμα μου, έχωσαν το κεφάλι και τα πόδια μέσα σε ένα λάστιχο αυτοκινήτου και μετά άρχισαν να με χτυπούν με ξύλινα ρόπαλα”.
Ο Μπασέλ, δικηγόρος στην περιοχή Ιντλίμπ, είπε: “Ήμουν ευτυχισμένος που λευτερώθηκα από την άδικη διακυβέρνηση της συριακής κυβέρνησης, αλλά τώρα η κατάσταση είναι χειρότερη”. Έκανε κριτική στη Νούσρα στο φέισμπουκ και αμέσως φυλακίστηκε. Η Διεθνής Αμνηστία αναφέρει ότι οι βασικές ομάδες της ένοπλης αντιπολίτευσης συμπεριφέρονται με την ίδια αγριότητα σε όποιον διαφοροποιείται απ' αυτές.
Υπήρχε μια περίοδος στα 2011 και 2012 που υπήρχαν πραγματικά ανεξάρτητοι ακτιβιστές της αντιπολίτευσης μέσα στη Συρία, αλλά καθώς τα ηνία ανέλαβαν οι τζιχαντιστές αυτοί οι θαρραλέοι άνθρωποι αναγκάστηκαν είτε να φύγουν από τη χώρα, είτε να σιωπήσουν ή σκοτώθηκαν. Τον Αύγουστο του 2013, εμφανίστηκα στο ίδιο τηλεοπτικό πρόγραμμα με τη Ραζάν Ζαϊτουνέχ, μια γνωστή δικηγόρο υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ιδρύτρια του Κέντρου Τεκμηρίωσης Παραβιάσεων , το οποίο κατέγραφε εγκλήματα και βαναυσότητες. Μιλούσε μέσω σκάιπ από τον προμαχώνα της αντιπολίτευσης στην Ντούμα της βορειοανατολικής Δαμασκού, όπου είχα βρεθεί το προηγούμενο έτος, αλλά δεν μπορούσα πια να επισκεφθώ διότι ήταν πολύ επικίνδυνο μέρος για εμένα.
Η Ζαϊτουνέχ περιέγραψε την επίθεση με αέριο σαρίν και το θάνατο που προκάλεσε σε πολλούς ανθρώπους στα προάστια της Δαμασκού που έλεγχαν οι αντικυβερνητικοί, καταγγέλλοντας τη συριακή κυβέρνηση. Ήταν υπέρ της μη τζιχαντιστικής αντιπολίτευσης, ενώ ταυτόχρονα επέκρινε το υποστηριζόμενο από τους Σαουδάραβες κίνημα Τζαΐς αλ-Ισλάμ που έλεγχε την Ντούμα. Στις 8 Δεκεμβρίου, ένοπλοι άνδρες αυτής της ομάδας όρμησαν στο γραφείο της, συνέλαβαν την ίδια, το σύζυγό της Ουαέλ Χαμάντα και δύο ακόμη ακτιβιστές, τους Σαμίρα αλ-Χαλίντι, δικηγόρο, και Ναζέμ αλ-Χαμάντι , ποιητή. Έκτοτε δεν έχει δώσει κανείς από τους τέσσερις σημεία ζωής και πιθανότατα είναι νεκροί.
Για τα διεθνή ΜΜΕ, ήταν βολικό να μεταδίδουν βίντεο και συνεντεύξεις μέσω σκάιπ από το ανατολικό Χαλέπι σαν να δίνονταν τόσο ελεύθερα όσο στην Κοπεγχάγη ή το Εδιμβούργο. Εάν έπρατταν αλλιώς, θα έβλαπταν την αξιοπιστία του παραστατικού και συναρπαστικού υλικού στο οποίο οι ομιλητές φαίνονταν δικαιολογημένα τρομοκρατημένοι, καθώς ακούγονταν το κροτάλισμα των όπλων και οι θόρυβοι των εκρήξεων από τα βλήματα.
Μπορεί όλα αυτά τα μην ήταν κατασκευασμένα – αλλά υπήρχαν πολλές παραλείψεις. Δεν υπήρχε ίχνος των 8.000 έως 10.000 ενόπλων που βρίσκονται στο ανατολικό Χαλέπι, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΟΗΕ. Στην πραγματικότητα, δεν θυμάμαι να είδα κανέναν οπλοφόρο ή κάποια επανδρωμένη οχυρωμένη θέση σ΄ αυτά τα σπαραξικάρδια φιλμ -- οι μόνοι ορατοί κάτοικοι του Χαλεπιού είναι άοπλοι άμαχοι και αυτό έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τη Μοσούλη όπου παρουσιάζονται οι ιρακινές ένοπλες δυνάμεις να δίνουν μάχες με χιλιάδες ενόπλους του Ισλαμικού Κράτους, οι οποίοι χρησιμοποιούν τον άμαχο πληθυσμό σαν ανθρώπινη ασπίδα.
Θα ήταν πολύ απλοϊκό να πιστέψουμε ότι αυτή η ελκυστική και επαγγελματική πρακτική δημοσίων σχέσεων υπέρ της συριακής ένοπλης αντιπολίτευσης είναι αποκλειστικά δικό της έργο. Ξένες κυβερνήσεις παίζουν πολύ ορατό ρόλο στη χρηματοδότηση και την εκπαίδευση των ειδικών μιντιακών διαφημιστών της αντιπολίτευσης. Ένας, εν μέρει συριακής καταγωγής, δημοσιογράφος στη Βηρυτό μου είπε ότι του είχαν προσφέρει 17.000 δολάρια μηνιαίο μισθό για να δουλέψει σε παρόμοιο πρόγραμμα μιντιακών δημοσίων σχέσεων υπέρ της αντιπολίτευσης που το στήριζε η βρετανική κυβέρνηση.
Το ότι στην κάλυψη του πολέμου στη Συρία έχει κυριαρχήσει η προπαγάνδα εις βάρος των ειδήσεων δημιουργεί πολλές αρνητικές συνέπειες. Πρόκειται για έναν πραγματικό εμφύλιο πόλεμο και η αποκλειστική συγκέντρωση της προσοχής στις ωμότητες που διαπράττουν οι συριακές ένοπλες δυνάμεις εις βάρος του άμαχου πληθυσμού δημιουργεί μια στρεβλή εικόνα σε σχέση με τα πραγματικά γεγονότα. Αυτές οι ωμότητες συχνά είναι αληθινές. και ο ΟΗΕ ισχυρίζεται ότι εκτελέστηκαν συνοπτικά 82 άμαχοι στο ανατολικό Χαλέπι, τον περασμένο μήνα. Όμως, όσο τρομερό κι αν είναι αυτό, αποτελεί τεράστια υπερβολή να συγκρίνεται με τη γενοκτονία στη Ρουάντα, το 1994, ή με τη σφαγή στη Σρεμπρένιτσα το επόμενο έτος.
Δεν είναι καθόλου παράξενο ούτε εκπλήσσει το ότι η συριακή αντιπολίτευση δαιμονοποιεί τους εχθρούς της και αποκρύπτει τα αρνητικά για τον εαυτό της γεγονότα. Η ιρακινή αντιπολίτευση έκανε το ίδιο το 2003 όπως και η λιβυκή αντιπολίτευση το 2011. Το πολύ πιο κολάσιμο σ' αυτή την περίπτωση είναι ο τρόπος με τον οποίο τα δυτικά ΜΜΕ έγιναν ο αγωγός για την προπαγάνδα της μιας πλευράς σ' αυτή τη βάρβαρη σύγκρουση. Και το έκαναν, βαφτίζοντας ως αυθεντική μια ανεξέλεγκτη, μονομερή πληροφόρηση από ανθρώπους που ζουν υπό την εξουσία των τζιχαντιστικών ομάδων, οι οποίες βασανίζουν ή θανατώνουν κάθε επικριτή ή διαφωνούντα μ' αυτές.
Οι οργανισμοί των ειδήσεων κατέληξαν να προβάλουν τις πληροφορίες που τους διοχετεύουν οι τζιχαντιστές και οι υποστηρικτές τους, κάτι που καθιστά αδύνατη την επίσκεψη ανεξάρτητων παρατηρητών στις περιοχές που ελέγχουν αυτές οι ομάδες. Παπαγαλίζοντας τις πληροφορίες που τους δίνονται από τέτοιες στιγματισμένες πηγές, τα ΜΜΕ παρέχουν σε οργανώσεις τύπου Αλ Κάιντα όλα τα κίνητρα για να σκοτώνουν και να απάγουν δημοσιογράφους, προκειμένου να δημιουργήσουν κενό ειδήσεων και να επωφεληθούν από αυτό, γεμίζοντάς το με τις δικές τους πληροφορίες.
Πηγή: Counterpunch 19/12/2016 http://www.counterpunch.org/ 2016/12/19/more-propaganda- than-news-coming-out-of- aleppo/
Μετάφραση: Αριάδνη Αλαβάνου
του Πάτρικ Κόκμπερν
Το να είσαι ξένος ανταποκριτής που κάνεις ρεπορτάζ για τον εμφύλιο στη Συρία είναι εξαιρετικά επικίνδυνο. Και αυτό συμβαίνει διότι οι τζιχαντιστές που έχουν δύναμη στο ανατολικό Χαλέπι απέκλεισαν τους δυτικούς δημοσιογράφους, οι οποίοι θα απάγονταν και πιθανώς θα δολοφονούνταν εάν πήγαιναν εκεί, αντικαθιστώντας τους, ως πηγές ειδήσεων, με τους εντελώς προκατειλημμένους “τοπικούς ακτιβιστές” που δεν μπορούν να ξεφύγουν όντας κάτω από τον έλεγχο των τζιχαντιστών.
Τα ξένα ΜΜΕ επέτρεψαν –από αφέλεια ή λόγω ιδιοτελούς συμφέροντος-- να κυριαρχήσουν στη διοχέτευση ειδήσεων άνθρωποι που μπορούσαν να στέλνουν ανταποκρίσεις μόνο με την άδεια των ομάδων τύπου Αλ Κάιντα , όπως η Τζαμπάτ αλ-Νούσρα και η Αχράρ αλ-Σαμ.
Το προηγούμενο που δημιουργήθηκε στο Χαλέπι σημαίνει ότι όσοι θα συμμετάσχουν σε μελλοντικές συγκρούσεις θα έχουν συμφέρον να αποτρέψουν την παρουσία όσων ξένων δημοσιογράφων θα μπορούσαν να στέλνουν αντικειμενικές ανταποκρίσεις. Με τις απαγωγές και τις δολοφονίες δημοσιογράφων, είναι εύκολο να δημιουργήσουν κενό πληροφοριών για τις οποίες υπάρχει μεγάλη ζήτηση και έτσι στο μέλλον αυτές θα παρέχονται από πληροφοριοδότες που είτε συμπαθούν είτε βρίσκονται στο έλεος των ίδιων ανθρώπων (εν προκειμένω των τζιχαντιστών που ελέγχουν το ανατολικό Χαλέπι) που απέκλεισαν του ξένους δημοσιογράφους. Η πρακτική των δολοφονιών και των απαγωγών αποδεικνύεται μια έξυπνη κίνηση των τζιχαντιστών, επειδή τους επιτρέπει να εδραιώσουν ουσιαστικό έλεγχο πάνω στις ειδήσεις που φτάνουν στον έξω κόσμο. Αυτό αποτελεί μια εξαιρετικά αρνητική εξέλιξη για οποιονδήποτε ανεξάρτητο δημοσιογράφο εισέρχεται στα εδάφη τους και απειλεί το μονοπώλιο της πληροφόρησης.
Πάντα υπήρχε μια κατάφωρη αντίφαση στον πυρήνα της θέσης των διεθνών ΜΜΕ: Από τη μια, ήταν άκρως επικίνδυνο για τους ξένους δημοσιογράφους να μπαίνουν στις περιοχές της Συρίας που έλεγχε η αντιπολίτευση, ταυτόχρονα όμως ένα από τα πιο βίαια και ανελέητα κινήματα στη γη έδινε τη δυνατότητα σε φαινομενικά ανεξάρτητους ακτιβιστές να ενεργούν ελεύθερα. Η απειλή για τους δυτικούς δημοσιογράφους ήταν κάτι παραπάνω από πραγματική: ο Τζέιμς Φόλεϊ αποκεφαλίστηκε τελετουργικά στις 8 Αυγούστου του 2014 και ο Στίβεν Σότλοφ λίγες ημέρες αργότερα, αν και πολύ καιρό πριν από αυτά τα γεγονότα οι ξένοι δημοσιογράφοι που εισέρχονταν στις ελεγχόμενες από τους αντικυβερνητικούς ζώνες της Συρίας αντιμετώπιζαν πολύ μεγάλο κίνδυνο.
Εξίσου μεγάλη είναι η απειλή και για τους ντόπιους που ζουν υπό τη διοίκηση των αντικυβερνητικών ανταρτών και οι οποίοι κριτικάρουν τις πράξεις ή τις ιδέες τους. Αυτό έγινε καθαρό από την έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας που δημοσιεύτηκε τον Ιούλιο του τρέχοντος έτους με τον τίτλο “Τα βασανιστήρια ήταν η τιμωρία μου”. Ο Φίλιπ Λούθερ, διευθυντής του Προγράμματος της Διεθνούς Αμνηστίας για τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική, λέει ότι σ' αυτές τις περιοχές οι άμαχοι “ζουν υπό τον διαρκή φόβο της απαγωγής εάν κριτικάρουν τη συμπεριφορά των ένοπλων ομάδων που έχουν την εξουσία ή αν δεν συμμορφώνονται με τους αυστηρούς κανόνες που αυτές έχουν επιβάλει”.
Σύμφωνα με την έκθεση, στο στόχαστρο έχουν μπει οι πραγματικά ανεξάρτητοι δημοσιογράφοι και ακτιβιστές. Μιλώντας για την Τζαμπάτ αλ-Νούσρα (που μετονομάστηκε σε Τζαμπάτ Φατάχ αλ-Σαμ και ήταν προηγουμένως το συριακό σκέλος της Αλ Κάιντα), ένας 24χρονος ακτιβιστής με το όνομα “Ίσα” είπε : “ Ελέγχουν το τι μπορούμε και τι δεν μπορούμε να πούμε. Ή συμφωνείς με τους κοινωνικούς κανόνες τους ή εξαφανίζεσαι”.
Το τι γίνεται μετά από μια τέτοια εξαφάνιση/απαγωγή το αφηγείται ένας πολιτικός ακτιβιστής με το όνομα “Ιμπραΐμ” που το 2015 διοργάνωσε μια ειρηνική διαδήλωση προς υποστήριξη της εξέγερσης του 2011. Αυτή η ανεξάρτητη ενέργεια ήταν εμφανώς απαράδεκτη για τη Νούσρα που τον απήγαγε. Όπως αφηγείται ο ίδιος: “Με πήγανε στο θάλαμο βασανιστηρίων. Με έβαλαν στη θέση shabeh, δηλαδή με κρέμασαν από το ταβάνι από τους καρπούς έτσι ώστε τα δάκτυλα των ποδιών μου να μην ακουμπούν στο πάτωμα και άρχισαν να με χτυπούν με καλώδια σε όλο το σώμα... μετά το shabeh χρησιμοποίησαν την τεχνική βασανιστηρίων dulab (σαμπρέλα). Δίπλωσαν το σώμα μου, έχωσαν το κεφάλι και τα πόδια μέσα σε ένα λάστιχο αυτοκινήτου και μετά άρχισαν να με χτυπούν με ξύλινα ρόπαλα”.
Ο Μπασέλ, δικηγόρος στην περιοχή Ιντλίμπ, είπε: “Ήμουν ευτυχισμένος που λευτερώθηκα από την άδικη διακυβέρνηση της συριακής κυβέρνησης, αλλά τώρα η κατάσταση είναι χειρότερη”. Έκανε κριτική στη Νούσρα στο φέισμπουκ και αμέσως φυλακίστηκε. Η Διεθνής Αμνηστία αναφέρει ότι οι βασικές ομάδες της ένοπλης αντιπολίτευσης συμπεριφέρονται με την ίδια αγριότητα σε όποιον διαφοροποιείται απ' αυτές.
Υπήρχε μια περίοδος στα 2011 και 2012 που υπήρχαν πραγματικά ανεξάρτητοι ακτιβιστές της αντιπολίτευσης μέσα στη Συρία, αλλά καθώς τα ηνία ανέλαβαν οι τζιχαντιστές αυτοί οι θαρραλέοι άνθρωποι αναγκάστηκαν είτε να φύγουν από τη χώρα, είτε να σιωπήσουν ή σκοτώθηκαν. Τον Αύγουστο του 2013, εμφανίστηκα στο ίδιο τηλεοπτικό πρόγραμμα με τη Ραζάν Ζαϊτουνέχ, μια γνωστή δικηγόρο υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ιδρύτρια του Κέντρου Τεκμηρίωσης Παραβιάσεων , το οποίο κατέγραφε εγκλήματα και βαναυσότητες. Μιλούσε μέσω σκάιπ από τον προμαχώνα της αντιπολίτευσης στην Ντούμα της βορειοανατολικής Δαμασκού, όπου είχα βρεθεί το προηγούμενο έτος, αλλά δεν μπορούσα πια να επισκεφθώ διότι ήταν πολύ επικίνδυνο μέρος για εμένα.
Η Ζαϊτουνέχ περιέγραψε την επίθεση με αέριο σαρίν και το θάνατο που προκάλεσε σε πολλούς ανθρώπους στα προάστια της Δαμασκού που έλεγχαν οι αντικυβερνητικοί, καταγγέλλοντας τη συριακή κυβέρνηση. Ήταν υπέρ της μη τζιχαντιστικής αντιπολίτευσης, ενώ ταυτόχρονα επέκρινε το υποστηριζόμενο από τους Σαουδάραβες κίνημα Τζαΐς αλ-Ισλάμ που έλεγχε την Ντούμα. Στις 8 Δεκεμβρίου, ένοπλοι άνδρες αυτής της ομάδας όρμησαν στο γραφείο της, συνέλαβαν την ίδια, το σύζυγό της Ουαέλ Χαμάντα και δύο ακόμη ακτιβιστές, τους Σαμίρα αλ-Χαλίντι, δικηγόρο, και Ναζέμ αλ-Χαμάντι , ποιητή. Έκτοτε δεν έχει δώσει κανείς από τους τέσσερις σημεία ζωής και πιθανότατα είναι νεκροί.
Για τα διεθνή ΜΜΕ, ήταν βολικό να μεταδίδουν βίντεο και συνεντεύξεις μέσω σκάιπ από το ανατολικό Χαλέπι σαν να δίνονταν τόσο ελεύθερα όσο στην Κοπεγχάγη ή το Εδιμβούργο. Εάν έπρατταν αλλιώς, θα έβλαπταν την αξιοπιστία του παραστατικού και συναρπαστικού υλικού στο οποίο οι ομιλητές φαίνονταν δικαιολογημένα τρομοκρατημένοι, καθώς ακούγονταν το κροτάλισμα των όπλων και οι θόρυβοι των εκρήξεων από τα βλήματα.
Μπορεί όλα αυτά τα μην ήταν κατασκευασμένα – αλλά υπήρχαν πολλές παραλείψεις. Δεν υπήρχε ίχνος των 8.000 έως 10.000 ενόπλων που βρίσκονται στο ανατολικό Χαλέπι, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΟΗΕ. Στην πραγματικότητα, δεν θυμάμαι να είδα κανέναν οπλοφόρο ή κάποια επανδρωμένη οχυρωμένη θέση σ΄ αυτά τα σπαραξικάρδια φιλμ -- οι μόνοι ορατοί κάτοικοι του Χαλεπιού είναι άοπλοι άμαχοι και αυτό έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τη Μοσούλη όπου παρουσιάζονται οι ιρακινές ένοπλες δυνάμεις να δίνουν μάχες με χιλιάδες ενόπλους του Ισλαμικού Κράτους, οι οποίοι χρησιμοποιούν τον άμαχο πληθυσμό σαν ανθρώπινη ασπίδα.
Θα ήταν πολύ απλοϊκό να πιστέψουμε ότι αυτή η ελκυστική και επαγγελματική πρακτική δημοσίων σχέσεων υπέρ της συριακής ένοπλης αντιπολίτευσης είναι αποκλειστικά δικό της έργο. Ξένες κυβερνήσεις παίζουν πολύ ορατό ρόλο στη χρηματοδότηση και την εκπαίδευση των ειδικών μιντιακών διαφημιστών της αντιπολίτευσης. Ένας, εν μέρει συριακής καταγωγής, δημοσιογράφος στη Βηρυτό μου είπε ότι του είχαν προσφέρει 17.000 δολάρια μηνιαίο μισθό για να δουλέψει σε παρόμοιο πρόγραμμα μιντιακών δημοσίων σχέσεων υπέρ της αντιπολίτευσης που το στήριζε η βρετανική κυβέρνηση.
Το ότι στην κάλυψη του πολέμου στη Συρία έχει κυριαρχήσει η προπαγάνδα εις βάρος των ειδήσεων δημιουργεί πολλές αρνητικές συνέπειες. Πρόκειται για έναν πραγματικό εμφύλιο πόλεμο και η αποκλειστική συγκέντρωση της προσοχής στις ωμότητες που διαπράττουν οι συριακές ένοπλες δυνάμεις εις βάρος του άμαχου πληθυσμού δημιουργεί μια στρεβλή εικόνα σε σχέση με τα πραγματικά γεγονότα. Αυτές οι ωμότητες συχνά είναι αληθινές. και ο ΟΗΕ ισχυρίζεται ότι εκτελέστηκαν συνοπτικά 82 άμαχοι στο ανατολικό Χαλέπι, τον περασμένο μήνα. Όμως, όσο τρομερό κι αν είναι αυτό, αποτελεί τεράστια υπερβολή να συγκρίνεται με τη γενοκτονία στη Ρουάντα, το 1994, ή με τη σφαγή στη Σρεμπρένιτσα το επόμενο έτος.
Δεν είναι καθόλου παράξενο ούτε εκπλήσσει το ότι η συριακή αντιπολίτευση δαιμονοποιεί τους εχθρούς της και αποκρύπτει τα αρνητικά για τον εαυτό της γεγονότα. Η ιρακινή αντιπολίτευση έκανε το ίδιο το 2003 όπως και η λιβυκή αντιπολίτευση το 2011. Το πολύ πιο κολάσιμο σ' αυτή την περίπτωση είναι ο τρόπος με τον οποίο τα δυτικά ΜΜΕ έγιναν ο αγωγός για την προπαγάνδα της μιας πλευράς σ' αυτή τη βάρβαρη σύγκρουση. Και το έκαναν, βαφτίζοντας ως αυθεντική μια ανεξέλεγκτη, μονομερή πληροφόρηση από ανθρώπους που ζουν υπό την εξουσία των τζιχαντιστικών ομάδων, οι οποίες βασανίζουν ή θανατώνουν κάθε επικριτή ή διαφωνούντα μ' αυτές.
Οι οργανισμοί των ειδήσεων κατέληξαν να προβάλουν τις πληροφορίες που τους διοχετεύουν οι τζιχαντιστές και οι υποστηρικτές τους, κάτι που καθιστά αδύνατη την επίσκεψη ανεξάρτητων παρατηρητών στις περιοχές που ελέγχουν αυτές οι ομάδες. Παπαγαλίζοντας τις πληροφορίες που τους δίνονται από τέτοιες στιγματισμένες πηγές, τα ΜΜΕ παρέχουν σε οργανώσεις τύπου Αλ Κάιντα όλα τα κίνητρα για να σκοτώνουν και να απάγουν δημοσιογράφους, προκειμένου να δημιουργήσουν κενό ειδήσεων και να επωφεληθούν από αυτό, γεμίζοντάς το με τις δικές τους πληροφορίες.
Πηγή: Counterpunch 19/12/2016 http://www.counterpunch.org/ 2016/12/19/more-propaganda- than-news-coming-out-of- aleppo/
Μετάφραση: Αριάδνη Αλαβάνου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου