Του Ignacio Ramonet για το Pagina12
Ο Φιντέλ πέθανε, αλλά είναι αθάνατος. Λίγοι άνδρες είχαν τη δόξα να μπουν ζωντανοί στον θρύλο και στην ιστορία. Ο Φιντέλ είναι ένας από αυτούς. Ανήκε στη γενιά εκείνη των μυθικών επαναστατών – Νέλσον Μαντέλα, Πατρίς Λουμούμπα, Αμίλκαρ Καμπράλ, Τσε Γκεβάρα, Καμίλο Τόρρες, Τούρσιο Λίμα, Αχμέντ Μπεν Μπαρκά- που, κυνηγώντας το ιδανικό της δικαιοσύνης, εισήλθαν, τη δεκαετία του 1950, στην πολιτική δράση με τη φιλοδοξία και την ελπίδα να αλλάξουν έναν κόσμο ανισοτήτων και διακρίσεων, που σήμανε η έναρξη του ψυχρού πολέμου μεταξύ Σοβιετικής Ένωσης και Ηνωμένων Πολιτειών.
Εκείνη την εποχή, σε μεγαλύτερο από το μισό κομμάτι του πλανήτη, στο Βιετνάμ, στην Αλγερία, στην Γουνέα-Μπισσάου, οι καταπιεσμένοι λαοί εξεγείρονταν. Η ανθρωπότητα ακόμη υπέμενε τότε, κατά ένα μεγάλο μέρος, την κατάρα της αποικιοκρατίας. Σχεδόν ολόκληρη η Αφρική και σημαντικό τμήμα της Ασίας βρίσκονταν ακόμη υπό κατοχή, ισοπεδωμένες από τις παλιές δυτικές αυτοκρατορίες. Ενώ τα έθνη της λατινικής Αμερικής, θεωρητικά ανεξάρτητα εδώ και ενάμιση αιώνα, συνέχιζαν να υφίστανται την εκμετάλλευση από προνομιούχες μειονότητες, έχοντας υποβληθεί στην κοινωνική και εθνική διάκριση, και συχνά υπομένοντας στυγνές δικτατορίες, κατευθυνόμενες από την Ουάσινγκτον.
Ο Φιντέλ άντεξε στην επέλαση όχι λιγότερων από δέκα αμερικανών προέδρων (Άιζενάουερ, Κένεντυ, Τζόνσον, Νίξον, Φορντ, Κάρτερ, Ρίγκαν, Μπους ο πρεσβύτερος, Κλίντον και Μπους υιός). Διατηρούσε σχέσεις με τους κυριότερους ηγέτες που σημάδεψαν την πορεία του κόσμου μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο (Νεχρού, Νάσερ, Τίτο, Χρουτσώφ, Ούλωφ Πάλμε, Μπεν Μπελά, Μπουμεντιέν, Αραφάτ, Ίντιρα Γκάντι, Σαλβαδόρ Αλιέντε, Μπρέζνιεφ, Γκορμπατσόφ, Φρανσουά Μιτεράν, Χουάν Πάμπλο Β’, τον βασιλιά Χουάν Κάρλος, κ.α.). Και γνώρισε μερικούς από τους σημαντικότερους διανοούμενους και καλλιτέχνες του καιρού του (Ζαν Πωλ Σαρτρ, Σιμόν ντε Μποβουάρ, Άρθουρ Μίλερ, Πάμπλο Νερούδα, Χόρχε Αμάδο, Ραφαέλ Αλμπέρτι, Γκουαγιασαμίν, Καρτιέ Μπρεσόν, Ζοζέ Σαραμάγκου, Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, Εντουάρντο Γκαλεάνο, Νόαμ Τσόμσκυ, κ.α.).
Υπό την ηγεσία του, η μικρή του χώρα (100 000 km2, 11 εκατομμύρια κάτοικοι) μπόρεσε να ασκήσει μια πολιτική μεγάλης δύναμης σε παγκόσμιο επίπεδο, δοκιμάζοντας τις ΗΠΑ των οποίων οι ιθύνοντες δεν κατόρθωσαν να τον ανατρέψουν, ούτε να τον εξοντώσουν, ούτε ακόμα να αλλάξουν την πορεία της Κουβανικής Επανάστασης. Και τέλος, τον Δεκέμβριο του 2014, χρειάστηκε να παραδεχθούν την αποτυχία των αντικουβανικών πολιτικών τους, τη διπλωματική τους ήττα και να ξεκινήσουν μια διαδικασία ομαλοποίησης που συμπεριλάμβανε τον σεβασμό στο Κουβανέζικο πολιτικό σύστημα.
Τον Οκτώβριο του 1962, ένας Τρίτος Παγκόσμιος Πόλεμος βρισκόταν στα πρόθυρα να εκραγεί εξαιτίας της στάσης της κυβέρνησης των ΗΠΑ που διαμαρτυρόταν απέναντι στην εγκατάσταση σοβιετικών πυρηνικών πυραύλων στην Κούβα. Καθήκον του, κυρίως, ήταν να εμποδίσει άλλη μια στρατιωτική απόβαση, όπως αυτή στον Κόλπο των Χοίρων ή παρόμοια που θα πραγματοποιούταν απευθείας από τις αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις με σκοπό την ανατροπή της κουβανικής επανάστασης.
Εδώ και πάνω από 50 χρόνια, η Ουάσινγκτον (παρά την αποκατάσταση των διπλωματικών σχέσεων) επιβάλλει στην Κούβα ένα καταστροφικό εμπορικό εμπάργκο – που ενισχύθηκε τη δεκαετία του ’90 από τους νόμους Helms-Burton και Torricelli- που παρεμποδίζει τη φυσιολογική οικονομική ανάπτυξη. Με δραματικές συνέπειες για τους κατοίκους της. Η Ουάσινγκτον συνεχίζει να ασκεί έναν διαρκή ιδεολογικό και επικοινωνιακό πόλεμο ενάντια στην Αβάνα μέσω του ισχυρού ραδιοτηλεοπτικού καναλιού Marti, που εκπέμπει από τη Φλόριντα για να πνίξει την Κούβα στην προπαγάνδα, όπως στους χειρότερους καιρούς του ψυχρού πολέμου.
Από την άλλη μεριά, πολλές τρομοκρατικές οργανώσεις – Alpha 66 και Omega 7 – εχθρικές στο κουβανικό καθεστώς, διατηρούν την έδρα τους στη Φλόριντα, όπου διαθέτουν στρατόπεδα εκπαίδευσης, κι από όπου στέλνουν τακτικά, με την παθητική συνενοχή των αμερικανικών αρχών, ένοπλους κομάντο να διαπράξουν τρομοκρατικές ενέργειες. Η Κούβα είναι μια από τις χώρες που είχε τα περισσότερα θύματα (3500 νεκρούς) και υπέφερε περισσότερο από την τρομοκρατία τα τελευταία 60 χρόνια.
Απέναντι σε αυτήν την τόσο μεγάλη και μόνιμη επίθεση, οι κουβανικές αρχές εκθείαζαν, στο εσωτερικό, την ενότητα μέχρι θανάτου. Και εφάρμοσαν με τον τρόπο τους το παλιό σύνθημα του Σαν Ιγνάσιο δε Λογιόλα: «Σε ένα πολιορκημένο φρούριο, κάθε αποστασία είναι προδοσία». Όμως, ποτέ δεν υπήρχε, μέχρι τον θάνατο του Φιντέλ, προσωπολατρία. Ούτε επίσημο πορτρέτο, ούτε άγαλμα, ούτε γραμματόσημο, ούτε νόμισμα, ούτε δρόμος, ούτε κτίριο, ούτε μνημείο με το όνομα ή τη φιγούρα του Φιντέλ ή οποιουδήποτε άλλου εν ζωή ηγέτη της Επανάστασης.
Η Κούβα, μια μικρή χώρα αφοσιωμένη στην εθνική της κυριαρχία, σημείωσε υπό την ηγεσία του Φιντέλ Κάστρο, παρά τη μόνιμη εξωτερική παρενόχληση, εξαίρετα αποτελέσματα σε επίπεδο ανθρώπινης ανάπτυξης: εξάλειψη του ρατσισμού, χειραφέτηση της γυναίκας, καταπολέμηση του αναλφαβητισμού, δραστική μείωση της παιδικής θνησιμότητας, αύξηση του γενικού πολιτισμικού επιπέδου… Στον τομέα της παιδείας, της υγείας, της ιατρικής έρευνας και του αθλητισμού, η Κούβα κατόρθωσε να φτάσει σε επίπεδα που την κατατάσσουν μεταξύ των πιο αποδοτικών χωρών.
Η διπλωματία της συνεχίζει να είναι μια από τις πιο ενεργές στον κόσμο. Η Αβάνα, τα χρόνια του 1960 και 1970, στήριξε τον αγώνα των ανταρτών σε πολλές χώρες της Κεντρικής (Ελ Σαλβαδόρ, Γουατεμάλα, Νικαράγουα) και της Νοτίου Αμερικής (Κολομβία, Βενεζουέλα, Βολιβία, Αργεντινή). Οι ένοπλες δυνάμεις της Κούβας συμμετείχαν σε στρατιωτικές εκστρατείες μεγάλης εμβέλειας, κυρίως στους πολέμους στην Αιθιοπία και την Αγκόλα. Η επέμβασή της σε αυτήν την τελευταία μεταφράστηκε στην ήττα των ελίτ της Δημοκρατίας της Νοτίου Αφρικής, η οποία επιτάχυνε αδιαμφισβήτητα την πτώση του ρατσιστικού καθεστώτος του απαρτχάιντ.
Η Κουβανική Επανάσταση, της οποίας ο Φιντέλ Κάστρο ήταν εμπνευστής, θεωρητικός και ηγέτης, συνεχίζει σήμερα, χάρη στα επιτεύγματα της και παρά τις ελλείψεις της, να αποτελεί σημαντική αναφορά για εκατομμύρια απόκληρους του πλανήτη. Εδώ ή εκεί, στη Λατινική Αμερική και σε άλλα μέρη του κόσμου, γυναίκες και άνδρες διαδηλώνουν, αγωνίζονται και ενίοτε πεθαίνουν στην προσπάθειά τους να εγκαθιδρύσουν καθεστώτα εμπνευσμένα από το κουβανικό μοντέλο.
Η πτώση του τείχους του Βερολίνου το 1989, η εξαφάνιση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991 και η ιστορική αποτυχία του κρατικού σοσιαλισμού δε στρέβλωσαν το όνειρο του Φιντέλ Κάστρο να εγκαταστήσει στην Κούβα μια κοινωνία νέου τύπου, πιο δίκαιη, πιο υγιή, με καλύτερη παιδεία, χωρίς ιδιωτικοποιήσεις και διακρίσεις κανενός είδους και με μια συνολική παγκόσμια κουλτούρα.
Μέχρι τις παραμονές του θανάτου του στην ηλικία των 90 ετών, συνέχιζε να κινητοποιείται προς υπεράσπιση της οικολογίας και του περιβάλλοντος και ενάντια στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, συνέχισε να βρίσκεται στις επάλξεις, στην πρώτη γραμμή, οδηγώντας τον αγώνα από τις ιδέες στις οποίες πίστευε και τις οποίες κανένας και τίποτα δεν τον έκανε να απαρνηθεί.
Στο παγκόσμιο πάνθεον, αφιερωμένο σε όσους πάλεψαν με αφοσίωση για την κοινωνική δικαιοσύνη και ξεχείλισαν από αλληλυεγγύη υπέρ των καταπιεσμένων της Γης, ο Φιντέλ Κάστρο –είτε αρέσει είτε όχι στους συκοφάντες του- έχει εξασφαλίσει μια θέση.
Τον γνώρισα το 1975 και μίλησα μαζί του σε πολλαπλές ευκαιρίες, ωστόσο για πολύ καιρό, σε περιστάσεις πάντα πολύ επαγγελματικές και πολύ συγκεκριμένες, με αφορμή κάποια ρεπορτάζ στο νησί ή τη συμμετοχή σε κάποιο συνέδριο ή εκδήλωση. Όταν αποφασίσαμε να κάνουμε το βιβλίο “Fidel Castro. Biografía a dos voces”- «Φιντέλ Κάστρο. Βιογραφία με δύο φωνές» (ή “Cien horas con Fidel”- «Εκατό ώρες με τον Φιντέλ»), με κάλεσε να τον συνοδέχω για μερικές μέρες σε διάφορες περιοδείες. Τόσο ανά την Κούβα (Σαντιάγο, Χολγκίν, Αβάνα) όσο και στο εξωτερικό (Εκουαδόρ). Στο αυτοκίνητο, στο αεροπλάνο, περπατώντας, γευματίζοντας ή δειπνώντας, συζητούσαμε για ώρες. Χωρίς μαγνητόφωνο. Για όλα τα δυνατά θέματα, τα νέα της ημέρας, για τις εμπειρίες του από το παρελθόν και τις ανησυχίες του για το παρόν. Τις οποίες εγώ κατέγραψα στη συνέχεια, βάσει των όσων θυμόμουν, στα τετράδιά μου. Ύστερα, για τρία χρόνια, βλεπόμασταν πολύ συχνά, τουλάχιστον για πολλές μέρες, μια φορά το τρίμηνο.
Ανακάλυψα έτσι έναν οικείο Φιντέλ. Σχεδόν ντροπαλό. Πολύ μορφωμένο. Που άκουγε με προσοχή κάθε ομιλητή. Πάντα προσέχοντας τους υπόλοιπους και συγκεκριμένα τους συνεργάτες του. Ποτέ δεν τον άκουσα να εκστομίζει μια λέξη πιο δυνατά από μια άλλη. Ποτέ μια εντολή. Με τρόπους και χειρονομίες μιας ευγένειας των παλιών καιρών. Ένας ιππότης. Με μεγάλη αίσθηση του φιλότιμου. Που ζει, όσο μπορεί να το εκτιμήσει, με τρόπο σπαρτιατικό. Με ελάχιστη κινητή περιουσία, υγιεινή και λιτή διατροφή. Τρόπο ζωής καλόγερου-στρατιώτη.
Η ημέρα εργασίας του συνήθως τέλειωνε στις έξι ή εφτά τα ξημερώματα, όταν χάραζε. Περισσότερες από μία φορές διέκοψε τη συζήτησή μας στις δύο ή στις τρεις τα ξημερώματα γιατί έπρεπε να παρευρεθεί σε κάποιες «σημαντικές συναντήσεις»… κοιμόταν μόνο τέσσερις ώρες, κι επιπλέον –πού και πού- μία ή δύο ώρες παραπάνω κάποια στιγμή της ημέρας.
Αλλά ξυπνούσε επίσης και πολύ νωρίς. Και ακούραστος. Ταξίδια, μετακινήσεις και συναντήσεις διαδέχονταν το ένα το άλλο χωρίς σταματημό. Σε έναν ρυθμό ασυνήθιστο. Οι βοηθοί του –όλοι νέοι και λαμπροί στα 30 τους χρόνια- στο τέλος της ημέρας ήταν εξαντλημένοι. Κοιμόνταν όρθιοι. Εξουθενωμένοι. Ανίκανοι να ακολουθήσουν τον ρυθμό αυτού του ακούραστου γίγαντα.
Ο Φιντέλ ζητούσε σχόλια, τηλεγραφήματα, ειδήσεις, στατιστικές, περιλήψεις τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών εκπομπών, τηλεφωνήματα… Δε σταματούσε να σκέφτεται, να περισυλλογίζεται. Πάντα σε επαγρύπνηση, σε δράση, πάντα στο μυαλό ενός μικρού Γενικού Επιτελείου –αποτελούμενο από τους συνεργάτες και βοηθούς του- δίνοντας μια νέα μάχη. Πάντα με ιδέες. Σκεφτόταν το αδιανόητο. Φανταζόταν το αφάνταστο. Με μια θαυμάσια πνευματική τόλμη.
Μόλις οριζόταν ένα σχέδιο δράσης, κανένα εμπόδιο δεν τον σταματούσε. Η παραγματοποίησή του γινόταν από μόνη της. «Η εφαρμογή θα συνεχίσει» έλεγε ο Ναπολέοντας. Το ίδιο και ο Φιντέλ. Ο ενθουσιασμός του παρέσυρε την προσήλωση. Ανύψωνε το ηθικό. Σαν ένα φαινόμενο σχεδόν μαγικό, οι ιδέες του υλοποιούνταν, γίνονταν χειροπιαστά γεγονότα, πράγματα, συμβάντα.
Η ρητορική του δεινότητα, για την οποία έχει γίνει τόσες πολλές φορές λόγος, ήταν αξιοθαύμαστη. Εκπληκτική. Δε μιλώ για τους δημόσιους λόγους που έβγαζε, οι οποίοι είναι γνωστοί σε όλους. Αλλά για τις απλές συζητήσεις στο τραπέζι. Ο Φιντέλ ήταν ένας χείμαρρος λέξεων. Μια χιονοστιβάδα. Που συνόδευε τις θαυμάσιες κινήσεις των χεριών του.
Του άρεσε η ακρίβεια, η προσοχή, η συνέπεια. Μαζί του δεν υπήρχαν προσεγγίσεις. Μια υπέροχη μνήμη με μια ασυνήθιστη ακρίβεια. Ακατανίκητη. Τόσο πλούσια που μερικές φορές φαινόταν να τον εμποδίζει να σκεφτεί με συνθετικό τρόπο. Η σκέψη του ήταν δενδροειδής. Όλα συνδέονταν αλυσιδωτά. Όλα είχαν να κάνουν με όλα. Αέναες παρεκβάσεις. Μόνιμες παρενθέσεις. Η ανάπτυξη ενός θέματος τον οδηγούσε, δια συνειρμών, δια της ανάμνησης της τάδε λεπτομέρειας, της τάδε κατάστασης ή προσωπικότητας, να επικαλεστεί ένα παράλληλο θέμα, κι ένα ακόμη, κι ένα ακόμη…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου