Tου ΑΝΔΡΕΑ ΖΑΦΕΙΡΗ Αφού ενημερώθηκε για τα εθνικά θέματα ο Α. Τσίπρας, τη Δευτέρα (1/12), από τον Ευ. Βενιζέλο, δήλωσε: «Είχα την ευκαιρία να ενημερωθώ για την πορεία των ελληνοτουρκικών και για το Κυπριακό. Είναι θέση αρχής ότι τα θέματα εξωτερικής πολιτικής πρέπει να βρίσκονται έξω από το πλαίσιο της εσωτερικής πολιτικής αντιπαράθεσης». Παράλληλα, ο Ευ. Βενιζέλος τόνιζε ότι «πρέπει να υπάρχει αρραγές εσωτερικό μέτωπο» και ότι «…θα πρέπει να έχουμε μια συναντίληψη για τα θέματα αυτά και νομίζω ότι η συνάντηση με τον κ. Τσίπρα βοήθησε στην κατεύθυνση αυτή».
Δεν θέλω, φυσικά, να σχολιάσω τον Πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ.
Ανεξαρτήτως, λοιπόν, των δηλώσεών του, θεωρώ κρίσιμο να θέσω ένα ευρύτερο ερώτημα: είναι άραγε τα θέματα εξωτερικής πολιτικής έξω από το πλαίσιο της εσωτερικής πολιτικής αντιπαράθεσης ή συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο, δηλαδή τα θέματα εξωτερικής πολιτικής βρίσκονται στο πυρήνα, στην ουσία των εσωτερικών αντιθέσεων;
Τα γεγονότα της περιόδου φαίνεται να επιβεβαιώνουν την πληροφορία ότι η Τουρκία είχε «ενημερώσει» τους ΝΑΤΟϊκούς εταίρους ότι οι αλλαγές συνόρων στην Ευρώπη θεωρούνται πλέον δεδομένη πρακτική και ότι η ίδια πλέον επιφυλάσσεται να την εφαρμόσει «προς πάσα κατεύθυνση».
Οι δηλώσεις εμφανίζονται να αντιστοιχούν σε αυτή τη νέα (;)πραγματικότητα. Παράλληλα δυνάμεις εντός του ΣΥΡΙΖΑ ανακαλύπτουν και προβάλουν το δόγμα Νταβούτογλου και την -υπαρκτή- τουρκική επιθετικότητα .
Μάταια ή σπάνια όμως θα αναζητήσεις στις αναλύσεις αυτές τις «ξύλινες» λέξεις «ΝΑΤΟ» ή «Ε.Ε.» ή «ιμπεριαλισμός». Και όταν οι «ξύλινες λέξεις» δαιμονοποιούνται ή περνούν σε δεύτερη ή υποδεέστερη θέση, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις αντιμετωπίζονται σαν ένα αυτόνομο σύστημα σχέσεων, όπου η τουρκική επιθετικότητα, ξεκόβεται από τα συνολικά χαρακτηριστικά του ιμπεριαλισμού στην εποχή μας, απογυμνώνεται από τη ΝΑΤΟϊκή στολή και φοράει αποκλειστικά το τουρμπάνι του νεοοθωμανισμού.
Μια τέτοια αντίληψη που, ανάμεσα στα άλλα, αγνοεί και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ελληνικής αστικής τάξης, μπορεί να μετατρέψει την Αριστερά σε ουραγό της αστικής τάξης, μέσα στα πλαίσια της «εθνικής συνεννόησης».
Παράλληλα θέτει, συνειδητά ή όχι, τις πολιτικές προϋποθέσεις ώστε, εάν χρειαστεί, «σε συνθήκες ασφυξίας της χώρας ή αστάθειας από άλλους γεωπολιτικούς παράγοντες» να υπάρξει το απαραίτητο πλαίσιο συναινετικών λύσεων ακόμη και σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο (εκλογή Προέδρου) αλλά και συνολικότερων ρυθμίσεων.
Είναι χαρακτηριστική των πιέσεων που ασκούνται, η αναφορά, την Κυριακή 2 Νοέμβρη, σε εφημερίδα-εκπρόσωπο του καθεστώτος, στον κίνδυνο ενός «θερμού» επεισοδίου (την ίδια ώρα που ο Αβραμόπουλος αντάλλασε θερμές χειραψίες με τον Ερντογάν), και την ανάγκη συναινετικής εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας (μετά από εθνικές εκλογές), ενώ πολλαπλασιάζονται οι φωνές που ζητούνεθνική συνεννόηση μεταξύ των κομμάτων, όχι μόνο για τα «εθνικά» ή την εκλογή ΠτΔ, αλλά και για την αντιμετώπιση του χρέους ή για τον κατευνασμό των «ξαφνικά» αγριεμένων αγορών. Εδώ οι «λαγοί» τύπου Ποτάμι - Θεοδωράκη έχουν προνομιακό ρόλο.
Από την άλλη, απόψεις εντός της Αριστεράς, που φτάνουν στο σημείο να μιλούν για ελληνική επιθετικότητα στο Αιγαίο ή το Κυπριακό ή που «εξαφανίζουν» το Διεθνές Δίκαιο σαν ελάχιστο όριο συνεννόησης στο επίπεδο των διακρατικών σχέσεων, έρχονται σε τέτοια αντιδιαστολή με την ίδια τη πραγματικότητα, που αντικειμενικά και πέρα από προθέσεις, μετατρέπονται σε «χρήσιμο άλλοθι».
Από το «Ιδού ο στρατός σας», το πραξικόπημα στη Κύπρο και τη τουρκική κατοχή έως το σχέδιο Ανάν ή τον «ελληνοϊσραηλινό άξονα», η «εθνική στρατηγική» της αστικής τάξης της χώρας ήταν και είναι ενιαία, αδιαίρετη και ομοούσια.
Και η πολιτική των Μνημονίων (ή οποιαδήποτε «εσωτερική» πολιτική ), δε διαχωρίζεται με σινικά τείχη από αυτή την «εθνική στρατηγική». Το αντίθετο: είχαν και έχουν κοινό παρανομαστή.
Και σε αυτή την «στρατηγική» η Αριστερά, μαζί με τους πολιτικούς επιγόνους του Παπάγου, του Ιωαννίδη ή του Σημίτη ούτε χώρεσε, ούτε μπορεί να χωρέσει. Η στρατηγική της Αριστεράς είχε τη δική της αυτονομία, που κερδήθηκε με τεράστιο κόστος καθώς η δική τους «πατρίδα» με τη δική μας, με τα δικά μας «πεζούλια», ήταν σε διαρκή αντιπαράθεση.
Κι αυτή την αυτονομία οφείλει να διατηρήσει.
Δεν θέλω, φυσικά, να σχολιάσω τον Πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ.
Ανεξαρτήτως, λοιπόν, των δηλώσεών του, θεωρώ κρίσιμο να θέσω ένα ευρύτερο ερώτημα: είναι άραγε τα θέματα εξωτερικής πολιτικής έξω από το πλαίσιο της εσωτερικής πολιτικής αντιπαράθεσης ή συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο, δηλαδή τα θέματα εξωτερικής πολιτικής βρίσκονται στο πυρήνα, στην ουσία των εσωτερικών αντιθέσεων;
Τα γεγονότα της περιόδου φαίνεται να επιβεβαιώνουν την πληροφορία ότι η Τουρκία είχε «ενημερώσει» τους ΝΑΤΟϊκούς εταίρους ότι οι αλλαγές συνόρων στην Ευρώπη θεωρούνται πλέον δεδομένη πρακτική και ότι η ίδια πλέον επιφυλάσσεται να την εφαρμόσει «προς πάσα κατεύθυνση».
Οι δηλώσεις εμφανίζονται να αντιστοιχούν σε αυτή τη νέα (;)πραγματικότητα. Παράλληλα δυνάμεις εντός του ΣΥΡΙΖΑ ανακαλύπτουν και προβάλουν το δόγμα Νταβούτογλου και την -υπαρκτή- τουρκική επιθετικότητα .
Μάταια ή σπάνια όμως θα αναζητήσεις στις αναλύσεις αυτές τις «ξύλινες» λέξεις «ΝΑΤΟ» ή «Ε.Ε.» ή «ιμπεριαλισμός». Και όταν οι «ξύλινες λέξεις» δαιμονοποιούνται ή περνούν σε δεύτερη ή υποδεέστερη θέση, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις αντιμετωπίζονται σαν ένα αυτόνομο σύστημα σχέσεων, όπου η τουρκική επιθετικότητα, ξεκόβεται από τα συνολικά χαρακτηριστικά του ιμπεριαλισμού στην εποχή μας, απογυμνώνεται από τη ΝΑΤΟϊκή στολή και φοράει αποκλειστικά το τουρμπάνι του νεοοθωμανισμού.
Μια τέτοια αντίληψη που, ανάμεσα στα άλλα, αγνοεί και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ελληνικής αστικής τάξης, μπορεί να μετατρέψει την Αριστερά σε ουραγό της αστικής τάξης, μέσα στα πλαίσια της «εθνικής συνεννόησης».
Παράλληλα θέτει, συνειδητά ή όχι, τις πολιτικές προϋποθέσεις ώστε, εάν χρειαστεί, «σε συνθήκες ασφυξίας της χώρας ή αστάθειας από άλλους γεωπολιτικούς παράγοντες» να υπάρξει το απαραίτητο πλαίσιο συναινετικών λύσεων ακόμη και σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο (εκλογή Προέδρου) αλλά και συνολικότερων ρυθμίσεων.
Είναι χαρακτηριστική των πιέσεων που ασκούνται, η αναφορά, την Κυριακή 2 Νοέμβρη, σε εφημερίδα-εκπρόσωπο του καθεστώτος, στον κίνδυνο ενός «θερμού» επεισοδίου (την ίδια ώρα που ο Αβραμόπουλος αντάλλασε θερμές χειραψίες με τον Ερντογάν), και την ανάγκη συναινετικής εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας (μετά από εθνικές εκλογές), ενώ πολλαπλασιάζονται οι φωνές που ζητούνεθνική συνεννόηση μεταξύ των κομμάτων, όχι μόνο για τα «εθνικά» ή την εκλογή ΠτΔ, αλλά και για την αντιμετώπιση του χρέους ή για τον κατευνασμό των «ξαφνικά» αγριεμένων αγορών. Εδώ οι «λαγοί» τύπου Ποτάμι - Θεοδωράκη έχουν προνομιακό ρόλο.
Από την άλλη, απόψεις εντός της Αριστεράς, που φτάνουν στο σημείο να μιλούν για ελληνική επιθετικότητα στο Αιγαίο ή το Κυπριακό ή που «εξαφανίζουν» το Διεθνές Δίκαιο σαν ελάχιστο όριο συνεννόησης στο επίπεδο των διακρατικών σχέσεων, έρχονται σε τέτοια αντιδιαστολή με την ίδια τη πραγματικότητα, που αντικειμενικά και πέρα από προθέσεις, μετατρέπονται σε «χρήσιμο άλλοθι».
Από το «Ιδού ο στρατός σας», το πραξικόπημα στη Κύπρο και τη τουρκική κατοχή έως το σχέδιο Ανάν ή τον «ελληνοϊσραηλινό άξονα», η «εθνική στρατηγική» της αστικής τάξης της χώρας ήταν και είναι ενιαία, αδιαίρετη και ομοούσια.
Και η πολιτική των Μνημονίων (ή οποιαδήποτε «εσωτερική» πολιτική ), δε διαχωρίζεται με σινικά τείχη από αυτή την «εθνική στρατηγική». Το αντίθετο: είχαν και έχουν κοινό παρανομαστή.
Και σε αυτή την «στρατηγική» η Αριστερά, μαζί με τους πολιτικούς επιγόνους του Παπάγου, του Ιωαννίδη ή του Σημίτη ούτε χώρεσε, ούτε μπορεί να χωρέσει. Η στρατηγική της Αριστεράς είχε τη δική της αυτονομία, που κερδήθηκε με τεράστιο κόστος καθώς η δική τους «πατρίδα» με τη δική μας, με τα δικά μας «πεζούλια», ήταν σε διαρκή αντιπαράθεση.
Κι αυτή την αυτονομία οφείλει να διατηρήσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου