Του ΒΑΣΙΛΗ ΜΑΚΡΙΔΗ* Την ίδια ώρα που τα μάτια των ελληνικών Μέσων Ενημέρωσης είναι στραμμένα κυρίως στις Βρυξέλλες και στο Eurogroup, όπου η νέα ελληνική κυβέρνηση με κορμό τη Ριζοσπαστική Αριστερά δίνει τη δική της μάχη για να περάσει τις θέσεις της για επαναδιαπραγμάτευση της δανειακής σύμβασης και κατάργηση των Μνημονίων, στο Μινσκ της Λευκορωσίας διεξάγεται μία διάσκεψη κορυφής που μπορεί να καθορίσει σε μεγάλο βαθμό το μέλλον ολόκληρης της Ευρώπης και όχι μόνο αυτού του τμήματός της που είναι ενταγμένο στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Από το μεσημέρι της Τρίτης (10/2) συγκεντρώθηκαν στη λευκορωσική πρωτεύουσα οι ηγέτες της Ρωσίας, της Ουκρανίας, της Γερμανίας και της Γαλλίας, αλλά και οι εκπρόσωποι των Περιφερειών της ΝΑ Ουκρανίας, προκειμένου να εξετάσουν και να βρουν μία βιώσιμη λύση για το, αποκαλούμενο πλέον, Ουκρανικό πρόβλημα, δηλαδή κατ’ ουσίαν ν’ αναζητήσουν λύση για την κατάπαυση του πυρός στις νοτιοανατολικές περιφέρειες της χώρας, οι οποίες εδώ και μερικούς μήνες ανακοίνωσαν την ανεξαρτητοποίησή τους από το ουκρανικό κράτος και σχημάτισαν ένα νέο ομοσπονδιακό κράτος υπό την ονομασία «Νεορωσία».
Σε αυτές τις δύσκολες συνθήκες, όπου οι πολεμικές συγκρούσεις συνεχίζονται με αμείωτη ένταση και ο βομβαρδισμός, από τον «επίσημο» ουκρανικό στρατό, περιοχών όπου βρίσκεται αμιγώς άμαχος πληθυσμός γίνεται συστηματικά και κατά παράβαση όλων των διεθνών συνθηκών γύρω από τον πόλεμο, η λεγόμενη «τετράδα της Νορμανδίας» (στγ: αποκαλείται έτσι, επειδή η πρώτη συνάντηση των 4 ηγετών με αυτή τη σύνθεση έγινε πέρυσι το Σεπτέμβρη στη Νορμανδία της Γαλλίας) καλείται να συναποφασίσει μαζί με τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές, σε πρώτη φάση για τη συντομότερη δυνατήπραγματική κατάπαυση του πυρός και την απόσυρση του βαρέος οπλισμού των δύο πλευρών σε απόσταση που να μην απειλεί κατοικημένες περιοχές και σε δεύτερη (και ουσιαστικότερη, σε βάθος χρόνου) φάση για την ειρηνική επίλυση της κρίσης και τη λύση στο θέμα του καθεστώτος που θα διέπει από εδώ κι εμπρός τις δύο αποσχισθείσες Περιφέρειες (εάν δηλαδή θα οριστικοποιηθεί η ανεξαρτητοποίησή τους ή εάν θα γίνει ομοσπονδιοποίηση μέσα στα πλαίσια του ουκρανικού κράτους).
Τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, σύμφωνα με τα όσα μεταδίδουν τα διεθνή ειδησεογραφικά πρακτορεία, έχει επιτευχθεί συμφωνία απ’ όλες τις πλευρές και έχει δημοσιευθεί το πλήρες κείμενο της νέας συμφωνίας. Τα βασικά σημεία της είναι τα εξής:
- Άμεση κατάπαυση του πυρός, αρχής γενομένης από της 00.00 τα μεσάνυχτα ώρα Κιέβου (συμπίπτει με την ώρα Αθήνας, στγ) της 15ης Φεβρουαρίου 2015.
- Απομάκρυνση όλων των βαρέων όπλων με διαμέτρημα από 100 mm και άνω σε απόσταση τουλάχιστον 50 χλμ και δημιουργία ζωνών ασφαλείας από 70 έως και 140 χλμ για τα βαρέα πυραυλικά συστήματα τύπου «Tornado-C», «Uragan» και «Smerch» και το τακτικό πυραυλικό σύστημα «Tochka-U», για τον μεν ουκρανικό στρατό από τα πραγματικά σημεία εύρεσής τους, για τις δε δυνάμεις του τοπικού Λαϊκού Στρατού από τα σημεία που είχαν συμφωνηθεί στο Μνημόνιο του Μινσκ της 19ηςΣεπτεμβρίου 2014.
- Monitoring (παρακολούθηση) της διαδικασίας απομάκρυνσης των στρατευμάτων και του βαρέος οπλισμού τους από τον ΟΑΣΕ.
- Γενική αμνηστεία σε όσους συμμετείχαν στις πολεμικές συγκρούσεις στην περιοχή του Ντονμπάς και επιστροφή των αιχμαλώτων πολέμου με βάση την αρχή «όλοι προς όλους».
- Άνοιγμα διαλόγου ανάμεσα στις αντιμαχόμενες πλευρές για την ειρηνική διευθέτηση του ζητήματος του στάτους της περιοχής και λήψη απόφασης, μέσα σε διάστημα 30 ημερών από την κατάπαυση πυρός, από την Ανώτατη Ράντα (Κοινοβούλιο) της Ουκρανίας για το «ειδικό καθεστώς» που θα διέπει τις περιοχές της ΝΑ Ουκρανίας με οριοθέτησή τους.
- Πλήρης αποκατάσταση του ελέγχου των συνόρων της περιοχής από την πλευρά της Ουκρανίας και πλήρης απομάκρυνση όλων των ξένων στρατιωτικών σωμάτων ή/και μεμονωμένων προσώπων αλλοδαπής υπηκοότητας που συμμετείχαν ως μισθοφόροι στις πολεμικές επιχειρήσεις στην περιοχή.
- Αφοπλισμός όλων των παραστρατιωτικών τμημάτων.
Η τήρηση των παραπάνω συμφωνηθέντων στο αποκαλούμενο, πλέον, «Μινσκ-2», θα κριθεί κατά το επόμενο χρονικό διάστημα και θα είναι καθοριστική, ως προς την εξέλιξη διαφόρων γεγονότων, όχι στενά στο μέχρι σήμερα θέατρο των συγκρούσεων, αλλά σε ολόκληρη την Ευρώπη. Και η τήρηση των παραπάνω συμφωνηθέντων εναπόκειται κατά το μέγιστο μέρος στην ουκρανική πλευρά, η οποία μέχρι σήμερα όχι μόνο δεν έχει τηρήσει τα συμφωνηθέντα στις 19 Σεπτεμβρίου του προηγούμενου έτους στην 1η Διάσκεψη του Μινσκ, αλλά τα παραβίασε σε πολλές περιπτώσεις συνειδητά, επιδιώκοντας την απόκτηση στρατιωτικού πλεονεκτήματος έναντι των δυνάμεων του λεγόμενου «Λαϊκού Στρατού» του Ντονμπάς.
Όπως είναι ήδη γνωστό στους αναγνώστες μας, από τις 22 Φεβρουαρίου του προηγούμενου έτους στην Ουκρανία έγινε πραξικοπηματική κατάληψη της εξουσίας από ένα μπλοκ νεοφιλελεύθερων και νεοναζιστικών πολιτικών κομμάτων και παραστρατιωτικών οργανώσεων, που έδρασε υπό την κάλυψη, τις νουθεσίες και τη χρηματοδότηση της Δύσης και, ειδικότερα, των ΗΠΑ, του ΝΑΤΟ και των μεγάλων δυνάμεων της ΕΕ (Γερμανία, Βρετανία, Γαλλία). Οι περιοχές του Ντονιέτσκ και του Λουγκάνσκ, οι οποίες από την αρχή εναντιώθηκαν στο πραξικόπημα του Κιέβου και στο λεγόμενο «Κίνημα του Ευρω-Μαϊντάν», δέχονται από το Μάιο του 2015 το ανελέητο σφυροκόπημα των «επίσημων» Ενόπλων Δυνάμεων της Ουκρανίας και των παραστρατιωτικών νεοναζιστικών μονάδων που συνεργάζονται με αυτές, αλλά αντιστέκονται σθεναρά έχοντας συγκροτήσει τους λεγόμενους«Λαϊκούς Στρατούς» του Ντονιέτσκ και του Λουγκάνσκ, οι οποίοι λειτουργούν πλέον με ενιαία «ομοσπονδιακή» καθοδήγηση και έχουν οδηγήσει τις στρατιωτικές δυνάμεις του Κιέβου σε οδυνηρές απώλειες σε ανθρώπινο και στρατιωτικό υλικό.
Αυτό όμως που δεν μπορούν να πετύχουν οι στρατιωτικές δυνάμεις που είναι πιστές στο Κίεβο στο πεδίο της μάχης, το «κατορθώνουν» στις «μάχες» τους με τον άμαχο πληθυσμό της περιοχής… Παρά το γεγονός, ότι από το Σεπτέμβρη του 2014 και την πρώτη Διάσκεψη του Μινσκ ίσχυε καθεστώς κατάπαυσης του πυρός, οι κυβερνητικές στρατιωτικές δυνάμεις της Ουκρανίας παραβίαζαν συστηματικά τα συμφωνηθέντα και σφυροκοπούσαν με κτυπήματα πυραύλων, όλμων και άλλων πυροβόλων όπλων τόσο την πρωτεύουσα της περιοχής Ντονιέτσκ, όσο και δεκάδες μικρότερες πόλεις και χωριά, προκαλώντας τεράστιο αριθμό ανθρώπινων απωλειών, αλλά και τεράστιες καταστροφές στις ειρηνικές υποδομές της περιοχής (νοσοκομεία, σχολεία, μονάδες παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος, υδραγωγεία, κρατικά και ιδιωτικά κτήρια κοκ). Ουκ ολίγα κτυπήματα έγινανστοχευμένα σε πυκνοκατοικημένες περιοχές ή σε στάσεις μέσων συγκοινωνίας, ακριβώς για να προκαλέσουν το μέγιστο δυνατό αριθμό θυμάτων… Περίπου 10 χιλιάδες άμαχοι έχουν σκοτωθεί στην περιοχή από την έναρξη των στρατιωτικών συγκρούσεων και πάνω από 1,5 εκατομμύριο άνθρωποι, το 20% του πληθυσμού της περιοχής, έχουν οδηγηθεί στην προσφυγιά, με κύριο δέκτη του κύματος προσφύγων τη Ρωσία.
Επίσης, οι σχέσεις ανάμεσα στους πληθυσμούς των νοτιοανατολικών περιοχών και την υπόλοιπη Ουκρανία έχουν διαρραγεί σε σημαντικό βαθμό, εξαιτίας των τιμωρητικών, στην ουσία (πλην «βαφτισμένων» ως «αντιτρομοκρατικών») στρατιωτικών επιχειρήσεων του επίσημου ουκρανικού στρατού και των παραστρατιωτικών νεοναζιστικών «ταγμάτων θανάτου». Ειδικά τα τελευταία, έχουν επιδοθεί σε πογκρόμ εναντίον του ντόπιου πληθυσμού και σε απίστευτες κτηνωδίες (δολοφονίες αμάχων, βιασμοί, παγίδευση κτηρίων κοκ). Η επικείμενη γενική αμνηστεία που θα ακολουθήσει την κατάπαυση του πυρός, ασφαλώς και θ’ αφήσει ανικανοποίητους τους κατοίκους του Ντονμπάς, που πολύ θα επιθυμούσαν να αποδοθεί δικαιοσύνη και να τιμωρηθούν παραδειγματικά οι ένοχοι αυτών των κτηνωδιών. Ειδικά μάλιστα εάν σκεφτεί κανείς, ότι για εκατοντάδες παρόμοια περιστατικά στην υπόλοιπη Ουκρανία, στα οποία εμπλέκονται νεοναζιστικές ομάδες του «Δεξιού Τομέα», της «Σβομπόντα» και μιας σειράς άλλων παρεμφερών οργανώσεων έχει υπάρξει πλήρης ατιμωρησίααπό την πλευρά του επίσημου ουκρανικού κράτους. Κορυφαίο, ως προς το μέγεθος της κτηνωδίας, τέτοιο γεγονός ήταν η πυρπόληση του κτηρίου των Συνδικάτων στην Οδησσό από μέλη του «Δεξιού Τομέα», που οδήγησε σε φρικτό θάνατο τουλάχιστον 47 πολίτες (αυτός είναι ο επίσημος αριθμός, γιατί ανεπίσημα γίνεται λόγος για πάνω από 100, εντός και εκτός του εν λόγω κτηρίου).
Η ομαλοποίηση της κατάστασης στην Ουκρανία θα έχει θετικό αντίκτυπο σε μια σειρά από ζητήματα, τα οποία συνδέονται άμεσα ή έμμεσα και με τη διεθνή γεωπολιτική θέση της χώρας μας. Αφενός θα υπάρξει χαλάρωση, έως και άρση των κυρώσεων των χωρών της Δύσης προς τη Ρωσία, οι οποίες θα οδηγήσουν στις αντίστοιχες ενέργειες από την πλευρά της Ρωσίας προς τις χώρες της ΕΕ και της Δύσης γενικότερα. Αυτό πρακτικά σημαίνει για τη χώρα μας ότι ανοίγει ξανά ο δρόμος τόσο για τα ελληνικά εξαγώγιμα προϊόντα προς τη Ρωσία, όσο και για την ανάπτυξη και την ευρύτερη συνεργασία της Ελλάδας με τη Ρωσία σε μια σειρά από σημαντικούς τομείς, οικονομικούς και μη.
Οι κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας αποδείχθηκαν αμοιβαία επιζήμιες, τόσο για τις χώρες της Δύσης (και ειδικότερα αυτές της ΕΕ), όσο και για τη Ρωσία. Η δημιουργία έντασης ανάμεσα στις δύο πλευρές (για την οποία, πάντως, όπως έχουμε επισημάνει πολλές φορές μέχρι σήμερα, οι χώρες της Δύσης φέρουν ακέραια την ευθύνη) εξυπηρετεί, εκ των πραγμάτων, τα συμφέροντα ενός στενού, πλην οικονομικά πανίσχυρου οικονομικού και στρατιωτικού «λόμπι» εντός του παγκόσμιου καπιταλισμού, το οποίο σε ανάλογες καταστάσεις χαίρεται όπως «ο λύκος στην αναμπουμπούλα»… Ειδικά το στρατιωτικοβιομηχανικό λόμπι των ΗΠΑ προσπάθησε και προσπαθεί επισταμένως να επιτύχει την επέκταση της στρατιωτικής κυριαρχίας των ΗΠΑ διαμέσου του ΝΑΤΟ και πέραν των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης, «πατώντας πόδι» στις χώρες που προήλθαν από τη διάσπαση της ΕΣΣΔ. Κι αυτό, παρά τη ρητή συμφωνία ανάμεσα στη Ρωσία και τις ΗΠΑ το 1994 περί μη επέκτασηςτου ΝΑΤΟ στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Ο παράγοντας που φρενάρει, τη δεδομένη στιγμή, τον εξοπλισμό της Ουκρανίας με ΝΑΤΟϊκά (βλέπε: αμερικανικά) οπλικά συστήματα, είναι η απροθυμία των Δυτικοευρωπαίων εταίρων των ΗΠΑ να συμμετάσχουν οικονομικά μια τέτοια ενέργεια, αλλά και οι σχέσεις τους με τη Ρωσία και, κυρίως, η ενεργειακή τους εξάρτηση από αυτήν σε σημαντικό βαθμό, που τους «απαγορεύει», κατά κάποιον τρόπο, να τραβήξουν υπερβολικά το σχοινί στις σχέσεις τους με τη Μόσχα.
Η θέση της Ελλάδας σε αυτή τη συγκυρία είναι ιδιαίτερα σημαντική, δεδομένου ότι η χώρα μας βρίσκεται σε κομβικό γεωπολιτικό σημείο ανάμεσα σε τρεις περιφερειακές συγκρούσεις γύρω από τη λεκάνη της Μεσογείου (Βόρεια Αφρική, Μέση Ανατολή και Ουκρανία). Η αλλαγή στάσης στο Ουκρανικό, που σηματοδοτήθηκε από τη νέα ελληνική κυβέρνηση κατά την πρόσφατη συνάντηση των Υπουργών Εξωτερικών της ΕΕ στις Βρυξέλλες δια στόματος του νέου ΥπΕξ Νίκου Κοτζιά, ήταν ενδεικτική των προθέσεών της. Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε, ότι ειδικά ο ΣΥΡΙΖΑ έχει εξαρχής (και πολύ πριν αναλάβει την κυβερνητική εξουσία) τοποθετηθεί με σαφήνεια σε σχέση με το Ουκρανικό, καταδικάζοντας το πραξικόπημα της 22ης Φεβρουαρίου 2014, αλλά και τις κυρώσεις των δυτικών «συμμάχων» μας εναντίον της Ρωσίας. Στις νέες συνθήκες που διαμορφώνονται, η δημιουργία μιας πραγματικά πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής από την κυβέρνηση με κορμό τη Ριζοσπαστική Αριστερά περνάει σχεδόν υποχρεωτικά από τη βελτίωση και επέκταση των ελληνορωσικών σχέσεων πάνω σε ισότιμη και αμοιβαία επωφελή βάση. Ταυτόχρονα, η ύπαρξη περίπου 150 χιλιάδων Ουκρανών πολιτών ελληνικής καταγωγής και τα τεράστια προβλήματα που δημιουργήθηκαν σε αυτούς εξαιτίας των πολεμικών συγκρούσεων στη ΝΑ Ουκρανία, υποχρεώνει τη νέα ελληνική ηγεσία να συνομιλήσει με την αντίστοιχη ουκρανική, ώστε τουλάχιστον η ελληνική ομογένεια να προστατευτεί στο μέγιστο δυνατό βαθμό και να διατηρήσει ή επανακτήσει τα όποια δικαιώματα είχε κατακτήσει κατά τα προηγούμενα χρόνια, μεταξύ άλλων και το δικαίωμα για εκπαίδευση στην ελληνική γλώσσα, το οποίο καταργήθηκε μαζί με το αντίστοιχο δικαίωμα για κάθε άλλη γλώσσα, πλην της ουκρανικής, με απόφαση της Ανώτατης Ράντας (Κοινοβουλίου) της χώρας. Έτσι εξηγούνται τόσο η προχτεσινή συνάντηση Κοτζιά-Λαβρόβ στο Μόσχα (και η επικείμενη το Μάιο συνάντηση Τσίπρα-Πούτιν), όσο και η αναβληθείσα, τελικά, αν και προγραμματισμένη για σήμερα (12/02) συνάντηση Τσίπρα-Ποροσένκο στις Βρυξέλλες (προφανώς θα διεξαχθεί κάποια άλλη στιγμή).
Οι εξελίξεις είναι ρευστές και η εποχή δύσκολη μεν, αλλά και εξαιρετικά ενδιαφέρουσα. Ανάλογα με τη ροή των γεγονότων, ο υπογράφων θα επανέλθει με επόμενο άρθρο γύρω από το ίδιο θέμα.
*Ο Βασίλης Μακρίδης είναι δημοσιογράφος και μεταφραστής ρωσικής γλώσσας, απόφοιτος της Σχολής Δημοσιογραφίας του πρώην Κρατικού Πανεπιστημίου του Ροστόβ-να-Ντονού, νυν Νοτίου Ομοσπονδιακού Πανεπιστημίου της Ρωσίας.
Σε αυτές τις δύσκολες συνθήκες, όπου οι πολεμικές συγκρούσεις συνεχίζονται με αμείωτη ένταση και ο βομβαρδισμός, από τον «επίσημο» ουκρανικό στρατό, περιοχών όπου βρίσκεται αμιγώς άμαχος πληθυσμός γίνεται συστηματικά και κατά παράβαση όλων των διεθνών συνθηκών γύρω από τον πόλεμο, η λεγόμενη «τετράδα της Νορμανδίας» (στγ: αποκαλείται έτσι, επειδή η πρώτη συνάντηση των 4 ηγετών με αυτή τη σύνθεση έγινε πέρυσι το Σεπτέμβρη στη Νορμανδία της Γαλλίας) καλείται να συναποφασίσει μαζί με τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές, σε πρώτη φάση για τη συντομότερη δυνατήπραγματική κατάπαυση του πυρός και την απόσυρση του βαρέος οπλισμού των δύο πλευρών σε απόσταση που να μην απειλεί κατοικημένες περιοχές και σε δεύτερη (και ουσιαστικότερη, σε βάθος χρόνου) φάση για την ειρηνική επίλυση της κρίσης και τη λύση στο θέμα του καθεστώτος που θα διέπει από εδώ κι εμπρός τις δύο αποσχισθείσες Περιφέρειες (εάν δηλαδή θα οριστικοποιηθεί η ανεξαρτητοποίησή τους ή εάν θα γίνει ομοσπονδιοποίηση μέσα στα πλαίσια του ουκρανικού κράτους).
Τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, σύμφωνα με τα όσα μεταδίδουν τα διεθνή ειδησεογραφικά πρακτορεία, έχει επιτευχθεί συμφωνία απ’ όλες τις πλευρές και έχει δημοσιευθεί το πλήρες κείμενο της νέας συμφωνίας. Τα βασικά σημεία της είναι τα εξής:
- Άμεση κατάπαυση του πυρός, αρχής γενομένης από της 00.00 τα μεσάνυχτα ώρα Κιέβου (συμπίπτει με την ώρα Αθήνας, στγ) της 15ης Φεβρουαρίου 2015.
- Απομάκρυνση όλων των βαρέων όπλων με διαμέτρημα από 100 mm και άνω σε απόσταση τουλάχιστον 50 χλμ και δημιουργία ζωνών ασφαλείας από 70 έως και 140 χλμ για τα βαρέα πυραυλικά συστήματα τύπου «Tornado-C», «Uragan» και «Smerch» και το τακτικό πυραυλικό σύστημα «Tochka-U», για τον μεν ουκρανικό στρατό από τα πραγματικά σημεία εύρεσής τους, για τις δε δυνάμεις του τοπικού Λαϊκού Στρατού από τα σημεία που είχαν συμφωνηθεί στο Μνημόνιο του Μινσκ της 19ηςΣεπτεμβρίου 2014.
- Monitoring (παρακολούθηση) της διαδικασίας απομάκρυνσης των στρατευμάτων και του βαρέος οπλισμού τους από τον ΟΑΣΕ.
- Γενική αμνηστεία σε όσους συμμετείχαν στις πολεμικές συγκρούσεις στην περιοχή του Ντονμπάς και επιστροφή των αιχμαλώτων πολέμου με βάση την αρχή «όλοι προς όλους».
- Άνοιγμα διαλόγου ανάμεσα στις αντιμαχόμενες πλευρές για την ειρηνική διευθέτηση του ζητήματος του στάτους της περιοχής και λήψη απόφασης, μέσα σε διάστημα 30 ημερών από την κατάπαυση πυρός, από την Ανώτατη Ράντα (Κοινοβούλιο) της Ουκρανίας για το «ειδικό καθεστώς» που θα διέπει τις περιοχές της ΝΑ Ουκρανίας με οριοθέτησή τους.
- Πλήρης αποκατάσταση του ελέγχου των συνόρων της περιοχής από την πλευρά της Ουκρανίας και πλήρης απομάκρυνση όλων των ξένων στρατιωτικών σωμάτων ή/και μεμονωμένων προσώπων αλλοδαπής υπηκοότητας που συμμετείχαν ως μισθοφόροι στις πολεμικές επιχειρήσεις στην περιοχή.
- Αφοπλισμός όλων των παραστρατιωτικών τμημάτων.
Η τήρηση των παραπάνω συμφωνηθέντων στο αποκαλούμενο, πλέον, «Μινσκ-2», θα κριθεί κατά το επόμενο χρονικό διάστημα και θα είναι καθοριστική, ως προς την εξέλιξη διαφόρων γεγονότων, όχι στενά στο μέχρι σήμερα θέατρο των συγκρούσεων, αλλά σε ολόκληρη την Ευρώπη. Και η τήρηση των παραπάνω συμφωνηθέντων εναπόκειται κατά το μέγιστο μέρος στην ουκρανική πλευρά, η οποία μέχρι σήμερα όχι μόνο δεν έχει τηρήσει τα συμφωνηθέντα στις 19 Σεπτεμβρίου του προηγούμενου έτους στην 1η Διάσκεψη του Μινσκ, αλλά τα παραβίασε σε πολλές περιπτώσεις συνειδητά, επιδιώκοντας την απόκτηση στρατιωτικού πλεονεκτήματος έναντι των δυνάμεων του λεγόμενου «Λαϊκού Στρατού» του Ντονμπάς.
Όπως είναι ήδη γνωστό στους αναγνώστες μας, από τις 22 Φεβρουαρίου του προηγούμενου έτους στην Ουκρανία έγινε πραξικοπηματική κατάληψη της εξουσίας από ένα μπλοκ νεοφιλελεύθερων και νεοναζιστικών πολιτικών κομμάτων και παραστρατιωτικών οργανώσεων, που έδρασε υπό την κάλυψη, τις νουθεσίες και τη χρηματοδότηση της Δύσης και, ειδικότερα, των ΗΠΑ, του ΝΑΤΟ και των μεγάλων δυνάμεων της ΕΕ (Γερμανία, Βρετανία, Γαλλία). Οι περιοχές του Ντονιέτσκ και του Λουγκάνσκ, οι οποίες από την αρχή εναντιώθηκαν στο πραξικόπημα του Κιέβου και στο λεγόμενο «Κίνημα του Ευρω-Μαϊντάν», δέχονται από το Μάιο του 2015 το ανελέητο σφυροκόπημα των «επίσημων» Ενόπλων Δυνάμεων της Ουκρανίας και των παραστρατιωτικών νεοναζιστικών μονάδων που συνεργάζονται με αυτές, αλλά αντιστέκονται σθεναρά έχοντας συγκροτήσει τους λεγόμενους«Λαϊκούς Στρατούς» του Ντονιέτσκ και του Λουγκάνσκ, οι οποίοι λειτουργούν πλέον με ενιαία «ομοσπονδιακή» καθοδήγηση και έχουν οδηγήσει τις στρατιωτικές δυνάμεις του Κιέβου σε οδυνηρές απώλειες σε ανθρώπινο και στρατιωτικό υλικό.
Αυτό όμως που δεν μπορούν να πετύχουν οι στρατιωτικές δυνάμεις που είναι πιστές στο Κίεβο στο πεδίο της μάχης, το «κατορθώνουν» στις «μάχες» τους με τον άμαχο πληθυσμό της περιοχής… Παρά το γεγονός, ότι από το Σεπτέμβρη του 2014 και την πρώτη Διάσκεψη του Μινσκ ίσχυε καθεστώς κατάπαυσης του πυρός, οι κυβερνητικές στρατιωτικές δυνάμεις της Ουκρανίας παραβίαζαν συστηματικά τα συμφωνηθέντα και σφυροκοπούσαν με κτυπήματα πυραύλων, όλμων και άλλων πυροβόλων όπλων τόσο την πρωτεύουσα της περιοχής Ντονιέτσκ, όσο και δεκάδες μικρότερες πόλεις και χωριά, προκαλώντας τεράστιο αριθμό ανθρώπινων απωλειών, αλλά και τεράστιες καταστροφές στις ειρηνικές υποδομές της περιοχής (νοσοκομεία, σχολεία, μονάδες παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος, υδραγωγεία, κρατικά και ιδιωτικά κτήρια κοκ). Ουκ ολίγα κτυπήματα έγινανστοχευμένα σε πυκνοκατοικημένες περιοχές ή σε στάσεις μέσων συγκοινωνίας, ακριβώς για να προκαλέσουν το μέγιστο δυνατό αριθμό θυμάτων… Περίπου 10 χιλιάδες άμαχοι έχουν σκοτωθεί στην περιοχή από την έναρξη των στρατιωτικών συγκρούσεων και πάνω από 1,5 εκατομμύριο άνθρωποι, το 20% του πληθυσμού της περιοχής, έχουν οδηγηθεί στην προσφυγιά, με κύριο δέκτη του κύματος προσφύγων τη Ρωσία.
Επίσης, οι σχέσεις ανάμεσα στους πληθυσμούς των νοτιοανατολικών περιοχών και την υπόλοιπη Ουκρανία έχουν διαρραγεί σε σημαντικό βαθμό, εξαιτίας των τιμωρητικών, στην ουσία (πλην «βαφτισμένων» ως «αντιτρομοκρατικών») στρατιωτικών επιχειρήσεων του επίσημου ουκρανικού στρατού και των παραστρατιωτικών νεοναζιστικών «ταγμάτων θανάτου». Ειδικά τα τελευταία, έχουν επιδοθεί σε πογκρόμ εναντίον του ντόπιου πληθυσμού και σε απίστευτες κτηνωδίες (δολοφονίες αμάχων, βιασμοί, παγίδευση κτηρίων κοκ). Η επικείμενη γενική αμνηστεία που θα ακολουθήσει την κατάπαυση του πυρός, ασφαλώς και θ’ αφήσει ανικανοποίητους τους κατοίκους του Ντονμπάς, που πολύ θα επιθυμούσαν να αποδοθεί δικαιοσύνη και να τιμωρηθούν παραδειγματικά οι ένοχοι αυτών των κτηνωδιών. Ειδικά μάλιστα εάν σκεφτεί κανείς, ότι για εκατοντάδες παρόμοια περιστατικά στην υπόλοιπη Ουκρανία, στα οποία εμπλέκονται νεοναζιστικές ομάδες του «Δεξιού Τομέα», της «Σβομπόντα» και μιας σειράς άλλων παρεμφερών οργανώσεων έχει υπάρξει πλήρης ατιμωρησίααπό την πλευρά του επίσημου ουκρανικού κράτους. Κορυφαίο, ως προς το μέγεθος της κτηνωδίας, τέτοιο γεγονός ήταν η πυρπόληση του κτηρίου των Συνδικάτων στην Οδησσό από μέλη του «Δεξιού Τομέα», που οδήγησε σε φρικτό θάνατο τουλάχιστον 47 πολίτες (αυτός είναι ο επίσημος αριθμός, γιατί ανεπίσημα γίνεται λόγος για πάνω από 100, εντός και εκτός του εν λόγω κτηρίου).
Η ομαλοποίηση της κατάστασης στην Ουκρανία θα έχει θετικό αντίκτυπο σε μια σειρά από ζητήματα, τα οποία συνδέονται άμεσα ή έμμεσα και με τη διεθνή γεωπολιτική θέση της χώρας μας. Αφενός θα υπάρξει χαλάρωση, έως και άρση των κυρώσεων των χωρών της Δύσης προς τη Ρωσία, οι οποίες θα οδηγήσουν στις αντίστοιχες ενέργειες από την πλευρά της Ρωσίας προς τις χώρες της ΕΕ και της Δύσης γενικότερα. Αυτό πρακτικά σημαίνει για τη χώρα μας ότι ανοίγει ξανά ο δρόμος τόσο για τα ελληνικά εξαγώγιμα προϊόντα προς τη Ρωσία, όσο και για την ανάπτυξη και την ευρύτερη συνεργασία της Ελλάδας με τη Ρωσία σε μια σειρά από σημαντικούς τομείς, οικονομικούς και μη.
Οι κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας αποδείχθηκαν αμοιβαία επιζήμιες, τόσο για τις χώρες της Δύσης (και ειδικότερα αυτές της ΕΕ), όσο και για τη Ρωσία. Η δημιουργία έντασης ανάμεσα στις δύο πλευρές (για την οποία, πάντως, όπως έχουμε επισημάνει πολλές φορές μέχρι σήμερα, οι χώρες της Δύσης φέρουν ακέραια την ευθύνη) εξυπηρετεί, εκ των πραγμάτων, τα συμφέροντα ενός στενού, πλην οικονομικά πανίσχυρου οικονομικού και στρατιωτικού «λόμπι» εντός του παγκόσμιου καπιταλισμού, το οποίο σε ανάλογες καταστάσεις χαίρεται όπως «ο λύκος στην αναμπουμπούλα»… Ειδικά το στρατιωτικοβιομηχανικό λόμπι των ΗΠΑ προσπάθησε και προσπαθεί επισταμένως να επιτύχει την επέκταση της στρατιωτικής κυριαρχίας των ΗΠΑ διαμέσου του ΝΑΤΟ και πέραν των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης, «πατώντας πόδι» στις χώρες που προήλθαν από τη διάσπαση της ΕΣΣΔ. Κι αυτό, παρά τη ρητή συμφωνία ανάμεσα στη Ρωσία και τις ΗΠΑ το 1994 περί μη επέκτασηςτου ΝΑΤΟ στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Ο παράγοντας που φρενάρει, τη δεδομένη στιγμή, τον εξοπλισμό της Ουκρανίας με ΝΑΤΟϊκά (βλέπε: αμερικανικά) οπλικά συστήματα, είναι η απροθυμία των Δυτικοευρωπαίων εταίρων των ΗΠΑ να συμμετάσχουν οικονομικά μια τέτοια ενέργεια, αλλά και οι σχέσεις τους με τη Ρωσία και, κυρίως, η ενεργειακή τους εξάρτηση από αυτήν σε σημαντικό βαθμό, που τους «απαγορεύει», κατά κάποιον τρόπο, να τραβήξουν υπερβολικά το σχοινί στις σχέσεις τους με τη Μόσχα.
Η θέση της Ελλάδας σε αυτή τη συγκυρία είναι ιδιαίτερα σημαντική, δεδομένου ότι η χώρα μας βρίσκεται σε κομβικό γεωπολιτικό σημείο ανάμεσα σε τρεις περιφερειακές συγκρούσεις γύρω από τη λεκάνη της Μεσογείου (Βόρεια Αφρική, Μέση Ανατολή και Ουκρανία). Η αλλαγή στάσης στο Ουκρανικό, που σηματοδοτήθηκε από τη νέα ελληνική κυβέρνηση κατά την πρόσφατη συνάντηση των Υπουργών Εξωτερικών της ΕΕ στις Βρυξέλλες δια στόματος του νέου ΥπΕξ Νίκου Κοτζιά, ήταν ενδεικτική των προθέσεών της. Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε, ότι ειδικά ο ΣΥΡΙΖΑ έχει εξαρχής (και πολύ πριν αναλάβει την κυβερνητική εξουσία) τοποθετηθεί με σαφήνεια σε σχέση με το Ουκρανικό, καταδικάζοντας το πραξικόπημα της 22ης Φεβρουαρίου 2014, αλλά και τις κυρώσεις των δυτικών «συμμάχων» μας εναντίον της Ρωσίας. Στις νέες συνθήκες που διαμορφώνονται, η δημιουργία μιας πραγματικά πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής από την κυβέρνηση με κορμό τη Ριζοσπαστική Αριστερά περνάει σχεδόν υποχρεωτικά από τη βελτίωση και επέκταση των ελληνορωσικών σχέσεων πάνω σε ισότιμη και αμοιβαία επωφελή βάση. Ταυτόχρονα, η ύπαρξη περίπου 150 χιλιάδων Ουκρανών πολιτών ελληνικής καταγωγής και τα τεράστια προβλήματα που δημιουργήθηκαν σε αυτούς εξαιτίας των πολεμικών συγκρούσεων στη ΝΑ Ουκρανία, υποχρεώνει τη νέα ελληνική ηγεσία να συνομιλήσει με την αντίστοιχη ουκρανική, ώστε τουλάχιστον η ελληνική ομογένεια να προστατευτεί στο μέγιστο δυνατό βαθμό και να διατηρήσει ή επανακτήσει τα όποια δικαιώματα είχε κατακτήσει κατά τα προηγούμενα χρόνια, μεταξύ άλλων και το δικαίωμα για εκπαίδευση στην ελληνική γλώσσα, το οποίο καταργήθηκε μαζί με το αντίστοιχο δικαίωμα για κάθε άλλη γλώσσα, πλην της ουκρανικής, με απόφαση της Ανώτατης Ράντας (Κοινοβουλίου) της χώρας. Έτσι εξηγούνται τόσο η προχτεσινή συνάντηση Κοτζιά-Λαβρόβ στο Μόσχα (και η επικείμενη το Μάιο συνάντηση Τσίπρα-Πούτιν), όσο και η αναβληθείσα, τελικά, αν και προγραμματισμένη για σήμερα (12/02) συνάντηση Τσίπρα-Ποροσένκο στις Βρυξέλλες (προφανώς θα διεξαχθεί κάποια άλλη στιγμή).
Οι εξελίξεις είναι ρευστές και η εποχή δύσκολη μεν, αλλά και εξαιρετικά ενδιαφέρουσα. Ανάλογα με τη ροή των γεγονότων, ο υπογράφων θα επανέλθει με επόμενο άρθρο γύρω από το ίδιο θέμα.
*Ο Βασίλης Μακρίδης είναι δημοσιογράφος και μεταφραστής ρωσικής γλώσσας, απόφοιτος της Σχολής Δημοσιογραφίας του πρώην Κρατικού Πανεπιστημίου του Ροστόβ-να-Ντονού, νυν Νοτίου Ομοσπονδιακού Πανεπιστημίου της Ρωσίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου