Σάββατο 28 Φεβρουαρίου 2015

Πέθανε ο σπουδαίος Τούρκος(Κούρδος) λογοτέχνης Γιασάρ Κεμάλ

O Γιασάρ Κεμάλ, ο σπουδαίος Τούρκος συγγραφέας κουρδικής καταγωγής, πέθανε το Σάββατο σε νοσοκομείο της Κωνσταντινούπολης, σε ηλικία 92 χρονών. Συγγραφέας ουσιαστικά αυτοδίδακτος και στρατευμένος ο Κεμάλ δεν έπαψε να διεκδικεί την κουρδική του ταυτότητα και να βρίσκεται στο πλευρό των Κούρδων στον αγώνα τους για ίσα δικαιώματα. Γι' αυτό διώχθηκε πολύ συχνά από το τουρκικό κράτος για τις απόψεις τόσο για το κουρδικό ζήτημα όσο και για την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών στην Τουρκία.Για πάρα πολλά χρόνια αγνοήθηκε από τους επίσημους λογοτεχνικούς κύκλους της Τουρκίας και μόλις το 2008 αναγνωρίστηκε επισήμως το έργο του καθώς το τουρκικό κράτος του απένειμε το Κρατικό Βραβείο Πολιτισμού και Τεχνών, τη μεγαλύτερη πολιτιστική διάκριση της γείτονος.
Ωστόσο πολύ νωρίς γνώρισε διεθνή καταξίωση. Το έργο του αγαπήθηκε και μεταφράστηκε σε εικοσιέξι γλώσσες, απόκτησε το δικό του κοινό πολύ πέρα από τα σύνορα της πατρίδας του. Μέσα από τα βιβλία του δεν έπαψε να στέκεται υπέρ των αδυνάτων.

Ο Γιασάρ Κεμάλ γεννήθηκε από Κούρδους γονείς σε ένα χωριό κοντά στα Άδανα το 1923, τη χρονιά που η Τουρκία έγινε εθνικό κράτος και μεγάλωσε μαζί με τη νέα κοινωνία που άρχισε να οικοδομείται στα ερείπια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μαθητής ακόμα σκάρωνε διηγήσεις και τραγούδια για τα παιδιά του χωριού και παραλίγο να γίνει επαγγελματίας τραγουδιστής, απ' αυτούς που γυρνούσαν τα χωριά της Ανατολής απαγγέλλοντας ποιήματα και ιστορίες. Όμως τελικά τον κέρδισε η λογοτεχνία, όπου διαμόρφωσε μια νέα γραφή στον πεζό λόγο.

Φορέας διπλής πολιτιστικής παράδοσης, έχει χαρακτηριστεί "ο πιο Τούρκος από τους Κούρδους συγγραφείς", και "ο πιο Κούρδος από τους Τούρκους συγγραφείς". Υπήρξε ιδιαίτερα αγαπητός και πολυδιαβασμένος στη χώρα μας. Στα ελληνικά κυκλοφορούν τα μυθιστορήματά του "Ο μεσόστυλος", "Χρώματα της ζωής και της γραφής", "Ο τσακιτζής", "Φύγανε και τα πουλιά", "Η θυμωμένη θάλασσα", "Οι αγάδες του Ακτσάσαζ", "Η ιστορία του νησιού".


ΤΟ ΝΗΣΙ

Η Κούταλη (σημερινή ονομασία Εκινλίκ/ Ekinlik Adası) είναι νησί της Προποντίδας, στο σύμπλεγμα των νησιών της θάλασσας του Μαρμαρά . Στην Κούταλη κατοικούσαν πολλοί Έλληνες.
Το 1915 η ανθούσα κοινότητα του νησιού δέχτηκε το πρώτο πλήγμα, όταν οι κάτοικοι εξαναγκάστηκαν να το εγκαταλείψουν μέσα σε έξι ώρες, διότι το νησί προοριζόταν για στρατώνας. Εγκαταστάθηκαν στο Μιχαλίτσι της Προύσας. Το 1919 που επέστρεψαν το βρήκαν λεηλατημένο, ενώ διακόσια σπίτια είχαν κατεδαφιστεί.
Οι κάτοικοι του μικρού νησιού ξανάχτισαν το σχολείο και τα σπίτια τους αλλά το 1923 κρίθηκαν ανταλλάξιμοι και αναγκάστηκαν να εκπατριστούν. Με την ανταλλαγή πληθυσμών οι Κουταλιανοί εγκαταστάθηκαν στη Λήμνο, όπου δημιούργησαν τη Νέα Κούταλη.
Τον ξεριζωμό και την ερήμωση της Κούταλης αποτύπωσε ο σπουδαίος Τούρκος (Κούρδος) συγγραφέας Γιασάρ Κεμάλ στο μυθιστόρημα «Η ιστορία ενός νησιού».
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ


«H ιστορία ενός νησιού. O ξεριζωμός» –τελευταίο μυθιστόρημα του Γιασάρ Kεμάλ,– προκάλεσε αίσθηση στην Tουρκία γνωρίζοντας αλλεπάλληλες εκδόσεις. Στον κεντρικό πυρήνα του μυθιστορήματος βρίσκεται ο ξεριζωμός των χιλιάδων Ελλήνων που υποχρεώνονται να φύγουν από τον τόπο τους εξαιτίας της ανταλλαγής των πληθυσμών που θεσπίστηκε με τη Συνθήκη της Λωζάνης.
Mεγάλα ερωτήματα θέτει ο συγγραφέας, με την πένα του να μιλάει ενάντια στον πόλεμο και τα δεινά του, να βάζει το παράπονό του, το βουβό λυγμό του, γι’ αυτή την καταστροφή, στα χείλια ενός Tούρκου, του Tραμουντάνα Mουσά, κι ενός Έλληνα, του Bασίλη, που συναντιούνται στη «διατεταγμένη» ερημιά, με τα φαντάσματα του πολέμου, των γενοκτονιών, να κατατρύχουνε τον πρώτο, και την αδικία του αναίτιου ξεριζωμού να φουσκώνει το στήθος του άλλου, και υψώνουν την κραυγή της διαμαρτυρίας, την κοινή για κάθε ξεριζωμένο, για κάθε πρόσφυγα: «Aυτός που ’φτιαξε τον πόλεμο, παράδεισο να μη δει».
Ο Τσακιτζής της γιαγιάς Βασιλείας, του Τάσου Αθανασιάδη και του Γιασάρ Κεμάλ



Η γιαγιά Βασιλεία δεν ήξερε παραμύθια. Παρότι είχε μεγαλώσει στη χώρα των παραμυθιών, ένα και μόνο είχε μάθει και αυτό έλεγε ανακατεύοντας τούρκικες εξελληνισμένες λέξεις: έδωσε μια και μπήκε μέσα στο μπαρδάκι. Τι είναι το μπαρδάκι; Αδύνατον να το καταλάβεις εκτός και αν βρεις ποτέ ότι στα τουρκικά σημαίνει ποτήρι.

Τα πράγματα άλλαζαν, εάν επρόκειτο για αφηγήσεις από την προσωπική της ζωή. Πότε στο χαρέμι ενός εμίρη στην Αίγυπτο, στην οποία είχε ταξιδέψει άπαξ το πολύ δις, πότε παλλακίδα ενός πασά στο Αϊντίνι, κοντά στο οποίο μεγάλωσε- το χωριό της το Umurlu υπάρχει και σήμερα-, πότε ερωμένη ενός πλούσιου Αρμένη με τσουβάλια λίρες, κέντριζε το ενδιαφέρον της μεγάλης αδερφής μου που την πίστευε. Τώρα γελάμε και θαυμάζουμε το ταλέντο της παντελώς αναλφάβητης πλην ευφυέστατης μητριαρχικής φιγούρας που όλες μας καταδυνάστευε, αλλά χάρη σε κείνην πολλαπλασιάσαμε τις εσωτερικές δυνάμεις και τις αντοχές μας και πήραμε μαθήματα ζωής. Όλα όσα έλεγε ήταν επινοημένα, βέβαια, για να επιβληθεί στις συνομιλήτριές της. Αλήθεια, πάντως, ήταν καλλονή.

Εκεί που είχε τεράστια επιτυχία, ήταν όταν μιλούσε για τον Τσακιτζή, τον εφέ του Αϊδινίου. Δεν θυμάμαι αν έλεγε πως τον είχε δει από κοντά, δεν το αποκλείω κιόλας. Θεία αγαπημένου φίλου μου, αφοσιωμένη παντελώς στις ιστορίες, τα μασάλια όπως έλεγαν τις αφηγήσεις και τα παραμύθια οι Τούρκοι, επέμενε ότι τον είχε δει, καβάλα και οι δύο στα άλογά τους, όταν ήταν παιδί. Μόνο που οι χρονολογίες δεν βγαίναν. Εκείνη είχε αποκτήσει άλογο στα 1918 και ο Τσακιτζής είχε δολοφονηθεί στα 1912, όταν η ίδια ήταν μόλις τριών. Η γιαγιά Βασιλεία ήταν τότε έξι, αλλά η φαντασία των ανθρώπων είναι ανίκητη.

Ο πολυθρύλητος Τσακιτζή Μεχμέτ Εφές, ή Τσακίρτζαλη, Εφές του Αϊδινίου, γεννήθηκε το 1872 σε ένα χωριό κοντά στην αρχαία Εφεσο, το Αγιασουλούκ, που και αυτό υπάρχει μέχρι σήμερα και σκοτώθηκε το 1912. Ο σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ-δηλαδή ο μηχανισμός του- πλήρωνε τον πατέρα του, τον ληστή Τσακιτζή Αχμέτ, για να ξεπαστρεύει άλλους ληστές. Σκοτώθηκε, όπως ήταν αναμενόμενο, σε ενέδρα. Ο Τσακιτζής ήταν τότε έντεκα χρονών.

Εκδικούμενος το θάνατο του πατέρα του και την προσβολή της μάνας του, έγινε πασίγνωστος φονιάς (το σκότωμα ανθρώπων είναι μια τιμή για τον ζεϊμπέκη) σκοτώνοντας συνολικά κατ’ άλλους οκτακόσια, κατ’ άλλους χίλια διακόσια άτομα. Δεν πίστευε όμως ότι είχε αδικήσει κανέναν. Οι φόνοι αυτοί ήταν φόνοι απονομής δικαίου, τιμής, άμυνας ή αντίστασης στους ζαπτιέδες (=χωροφύλακες) του κράτους. Ο Τσακιτζής στήριξε τη δύναμή του στην αγάπη των φτωχών. Ενας Ρομπέν των Δασών της εποχής του, έκλεβε από τους πλούσιους και τους καταπιεστές του λαού και μοίραζε στους φτωχούς, προίκιζε φτωχά κορίτσια έδινε προίκα, μοίραζε χρήματα στους άνεργους νέους.


Φυσικά, έγινε γρήγορα ο ήρωας όλων και τραγούδι στο στόμα τους. Μια από τις αφηγήσεις της οποίας την πηγή δεν θυμάμαι πια, έλεγε πως μια μέρα ένα ανύπαντρο κορίτσι ενώ μάζευε καλαμπόκια ή σταφύλια, τραγουδούσε τα λόγια που τον παίνευαν, όταν πετάχτηκε ξαφνικά μπροστά της. Εκείνη τον αναγνώρισε και λιποθύμησε από τον τρόμο, αυτός όμως τη συνέφερε και φανερά ικανοποιημένος από το τραγούδι της την προίκισε πλουσιοπάροχα.

Γινόταν απίστευτα σκληρός όταν έκρινε ότι υπήρξε αδικία ή ατιμία, όπως τότε που έκαψε με φρικτό τρόπο ζωντανούς εννιά αντάρτες που βασανίζαν ένα κορίτσι. Ήταν τρομερά γρήγορος, εύστοχος στο βόλι, πολύ παράτολμος, πονηρός και ατρόμητος. Σε όλη την αντάρτικη ζωή του ούτε μια φορά δεν έπεσε σε παγίδα. Κι όταν βρισκόταν στην ανάγκη να δώσει μάχη με τους ζαπτιέδες, τους ξέφευγε.

Οι λησταντάρτες (εφέδες) στην περιοχή του Αιγαίου είχαν βαθιές ρίζες, είναι πιο παλιοί κι από τους Οθωμανούς κι απ τους Βυζαντινούς. Η φήμη του ταξίδεψε μέχρι το Λονδίνο, ο Τσακιτζής έγινε μύθος σε όλους τους λαούς που κατοικούσαν τη Μικρασία. Και στους Ελληνες, βεβαίως, που τον είχαν, μέσα τους, εκχριστιανίσει. Μάλιστα, ο Τάσος Αθανασιάδης στο τετράτομο έργο του «Τα παιδιά της Νιόβης» (Βιβλιοπωλείον της Εστίας) έχει εκτενείς αφηγήσεις από συναντήσεις ενός ήρωά του με τον Τσακιτζή, ο οποίος του ζητά να τον βαφτίσει χριστιανό. Ε, αφού ήταν και κρυπτοχριστιανός, (αλήθεια ή ψέματα) ήταν υπερ-ήρωας.


Όπως αναφέρει ο Γιασάρ Κεμάλ στο βιβλίο του «Ο Τσακιτζής» (εκδόσεις «Αγρα») ο Ριουστού,άνθρωπος που ανέλαβε να τον εξολοθρεύσει, τον παγίδευσε χρησιμοποιώντας πολύ μεγάλη μαεστρία και τον σκότωσε χάρη στην τόλμη του αδερφού του, που χώθηκε σ ένα νερόλακο και σκαρφάλωσε με υπεράνθρωπες προσπάθειες μια πολύ απότομη βραχοπλαγιά. Το πτώμα του όμως το βρήκαν αποκεφαλισμένο και γδαρμένο ώστε να μην είναι αναγνωρίσιμο, αυτή την εντολή είχε δώσει στα παλληκάρια του. Το αναγνώρισε η πρώτη του γυναίκα.

Το κρέμασαν από τα πόδια και το άφησαν εκτεθειμένο σε κοινή θέα στο κέντρο της πλατείας του Ναζιλί, αλλά πολύς κόσμος έκλαιγε και το πήρε πολύ βαριά που εκτέθηκε δημόσια, κρεμασμένο ανάποδα το σώμα ενός τόσο γενναίου ανθρώπου.

Στην Ελλάδα δημοσιεύθηκε σε συνέχειες στην «Ακρόπολη» όσο και στον «Ελληνικό Βορρά» μια τεράστια σε μήκος χρόνων αφήγηση των κατορθωμάτων του και έγινε ταινία με τον Ανδρέα Μπάρκουλη και την Γκέλυ Μαυροπούλου σε σκηνοθεσία- ναι!- Νίκου Φώσκολου. Ο θρύλος του Τσακιτζή τραγουδήθηκε με τούρκικα αλλά και με ελληνικά λόγια από την Ρόζα Εσκενάζι και από άλλους ερμηνευτές. Και, να η ιδιοτροπία της Ιστορίας: ο «Τσακιτζής» το τραγούδι για τον λεβέντη ζεϊμπέκη που σκοτώθηκε, σήμερα αναφέρεται εμμέσως και στον Κεμάλ Ατατούρκ. Γιατί; Επειδή ξεκινά «Οι λεύκες της Σμύρνης έριξαν τα φύλλα τους», επειδή στη Σμύρνη στις 9 Σεπτεμβρίου ξεκίνησε η τελική απομάκρυνση των ανυπεράσπιστων χριστιανικών πληθυσμών με φωτιά, βία και αίμα και επειδή περιλαμβάνει ύμνους στη λεβεντιά. Την οποία, μας συμφέρει δεν μας συμφέρει, ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει.

Η αναφορά στο έργο «Τα παιδιά της Νιόβης» δεν έγινε τυχαία. Ο Τάσος Αθανασιάδης διατρέχει μέσα από τις σελίδες τους, την ιστορία του Μικρασιατικού Ελληνισμού από την απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη έως την καταστροφή και την προσφυγιά. Ο συγγραφέας και ακαδημαϊκός, είχε γεννηθεί στο Σαλιχλί, ένα από τα ακρότατα σημεία στα οποία έφτασαν οι Ελληνες μόλις αποβιβάστηκαν και σε αυτό αναφέρεται κυρίως στο πρώτο βιβλίο, που είναι και το πιο δυνατό. Εκεί ο ήρωάς του συναντά και φιλοξενεί περισσότερες από μια φορές τον Τσακιτζή.


Η Νιόβη ήταν θυγατέρα του Τάνταλου και της Δίας, αδελφή του Πέλοπα και γυναίκα του Αμφίονα, που μαζί του απόκτησε εφτά γιούς και εφτά κόρες. Επειδή καυχήθηκε ότι είναι ανώτερη από τη Λητώ, που είχε μόνο δύο παιδιά - τον Απόλλωνα και την Αρτεμη - η Λητώ για να την εκδικηθεί, ζήτησε από τα δικά της να κατατοξεύσουν τα παιδιά της Νιόβης. Ο Απόλλωνας σκότωσε τα αρσενικά και η Αρτεμη τα θηλυκά. Γλύτωσαν μόνο ένας γιός και μια κόρη, ο Αμφίονας και η Χλωρίδα. Τότε η Νιόβη απαρηγόρητη κατέφυγε στη Σίπυλο, πόλη της Μικράς Ασίας. Εκεί παρακάλεσε τους θεούς και τη μεταμόρφωσαν σε πέτρα, απ' όπου συνεχώς τρέχει νερό - τα δάκρυα της Νιόβης


Γιασάρ Κεμάλ: Οι αγάδες του Ακτσάσαζ

Έγκλημα στα σιδεράδικα
Γιασάρ Κεμάλ
μετάφραση: Παναγιώτης Αμπατζής
Θεμέλιο, 1998
Ο συγγραφέας ξετυλίγει το κουβάρι της πλοκής, από την τρυφερή νοσταλγία για τους καλούς εκείνους ανθρώπους που καβάλησαν εκείνα τα ωραία άλογα και φύγανε μέχρι την καταματωμένη ιστορία του Ντερβίς Μπέη και του Μουσταφά Μπέη, αγάδων του Ακτσάσαζ, που δεν ζουν παρά για την εκδίκηση, γνήσιοι εκπρόσωποι ενός φεουδαρχισμού που καταρρέει για να δώσει τη θέση του σε μια νέα τάξη γεμάτη, και αυτή, αντιφάσεις και ραδιουργίες. Κάτω από το αμερόληπτο φως της απαράμιλλης τέχνης και της άκρας ευαισθησίας του συγγραφέα, βιώνουμε κυριολεκτικά, τα δρώμενα σε μια γειτονική χώρα- τοιχογραφία εξαίσια μιας εποχής όχι και τόσο μακρινής, με προοπτική της ένα καλύτερο αύριο.
Ο Θρύλος των Χιλίων Ταύρων

BΑΛΚΑΝΙΚΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
ΤΟΥΡΚΙΑ
ΓΙΑΣΑΡ ΚΕΜΑΛ
Ο ΘΡΥΛΟΣ ΤΩΝ ΧΙΛΙΩΝ ΤΑΥΡΩΝ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΠΕΤΡΟΣ ΜΑΡΚΑΡΗΣ
ΚΕΔΡΟΣ 1981
σελ. 344

Ο Γιασάρ Κεμάλ, κουρδικής καταγωγής, γεννήθηκε σ’ ένα χωριό της Κιλικίας το 1923. Το 1949 εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου και ζει ως σήμερα, και άσκησε το δημοσιογραφικό επάγγελμα. Θεωρείται ο πιο σημαντικός Τούρκος συγγραφέας εν ζωή ( έχει προταθεί για το Νόμπελ λογοτεχνίας) και το έργο του, πλούσιο και με αγωνιστική παράδοση, έχει μεταφραστεί σε τριάντα περίπου γλώσσες. Έχει υποστεί ποικίλες διώξεις από το τουρκικό κράτος για τις θέσεις του σχετικά με τους Κούρδους και το 1995 κινδύνεψε να καταδικαστεί σε πολυετή κάθειρξη για το «αδίκημα γνώμης». Όμως δώδεκα μέρες πριν ψηφιστεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση η τελωνειακή σύνδεση της Τουρκίας με την Ευρώπη, τα δικαστήρια τον αθώωσαν… Στην Ελλάδα έχει μεταφραστεί το μεγαλύτερο μέρος του έργου του. «Ο Θρύλος των Χιλίων Ταύρων» σε αριστουργηματική μετάφραση του Πέτρου Μάρκαρη, κυκλοφόρησε το 1981 από τις εκδόσεις Κέδρος.

Κάθε χρόνο, τη νύχτα της 5ης προς την 6η Μαϊου, σμίγουν στον ουρανό δυο άστρα, ο Χιζίρ και ο Ιλιάς. Και τότε, την απειροελάχιστη αυτή στιγμή, οπότε τα πάντα ξαφνικά μένουν ακίνητα -νερά, άνεμοι, φύλλα- όποιος ξαγρυπνήσει και ευχηθεί κάτι, αυτό θα γίνει πραγματικότητα... Και μια φυλή γιουρούκων τουρκομάνων του Ταύρου συσκέπτεται και αποφασίζει να ξαγρυπνήσει και να ζητήσει επιτέλους «χειμαδιό στην πεδιάδα της Τσουκούρεβα», μια πεδιάδα που χρησίμευε από αιώνες ως χειμαδιό της φυλής, αλλά τώρα η κατάσταση έχει γίνει αφόρητη: η προοδευτική αστικοποίηση του πληθυσμού της περιοχής έχει γεμίσει την πεδιάδα με χωριά, οι εκτάσεις της έχουν πλημμυρίσει από κάθε λογής σπαρτά και τα ζώα τους, τα πρόβατα, τα άλογα και οι καμήλες τους λιμοκτονούν κάθε χειμώνα.. Οι χωρικοί με την συμπαράσταση της χωροφυλακής τούς αποδεκατίζουν καθημερινά και τους εκμεταλλεύονται με κάθε τρόπο… Η δυνατότητα να αγοράσουν χειμαδιό γρήγορα αποδεικνύεται μια φρούδα ελπίδα, καθώς και ο πιο άνυδρος λόφος στοιχίζει χρυσάφι… Τι τους μένει να κάνουν; Μάλλον να διαλυθούν, να πάρει ο καθένας των ομματιών του και ν’ αρχίσει μια καινούρια ζωή, εκτός αν…

Ο γέρος αρχιμάστορας των σιδεράδων της φυλής μαστρο Χαυντάρ καταφέρει να προσφέρει ένα σπαθί –αριστούργημα τεχνικής- που το δουλεύει τριάντα ολόκληρα χρόνια - στον Ισμέτ Ινονού που κυβερνούσε τότε τη χώρα, με αντάλλαγμα το πολυπόθητο χειμαδιό… Ή αν η Τζερέν, η καλλονή της φυλής, δεχτεί να παντρευτεί τον Οκτάυ μπεη, γιο τσιφλικά της περιοχής, που δίνει τα πάντα γι αυτή, ακόμη και χειμαδιό για τη φυλή της…Τι θα συμβεί τελικά; Θα τα καταφέρει ο περήφανος μάστορας, θα δεχτεί η κοπέλα να πουληθεί για το καλό της φυλής της, θα συμφωνήσει η φυλή της γι αυτό;

Ο Γιασάρ Κεμάλ μας μεταφέρει ανάγλυφο το οδυνηρό πέρασμα των νομαδικών πληθυσμών της Τουρκίας στο καθεστώς της μόνιμης εγκατάστασης κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, με ό τι αυτό συνεπάγεται…Το ύφος του, με τη μορφή γλαφυρού παραμυθιού της Ανατολής, αλλά και με εύστοχες αναφορές στον αδιέξοδο δρόμο των κάθε λογής κατατρεγμένων από την παντοδύναμη εξουσία, καθιστούν την ανάγνωση του έργου πραγματική απόλαυση. Το βιβλίο στις μέρες μας μάλλον δυσεύρετο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου