Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΑΛΕΞΑΤΟΥ*
Ενώ κατατίθεται για ψήφιση στη Βουλή το 3ο Μνημόνιο -αυτή τη φορά από μια κυβέρνηση που στηρίζεται σε δυνάμεις οι οποίες μέχρι πρόσφατα εμφανίζονταν σαν πολιτική έκφραση της αντίθεσης του ελληνικού λαού στη μνημονιακή πολιτική- ο αντιμνημονιακός αγώνας έχει περάσει ήδη σε ένα επίπεδο ποιοτικά ανώτερο από αυτό των προηγούμενων χρόνων. Πρόκειται για τη σύνδεση, στη συνείδηση μεγάλου μέρους του λαού μας, της απαίτησης για απαλλαγή από τη μνημονιακή πολιτική με το αίτημα τηςαποχώρησης από την Ευρωζώνη και της αποδέσμευσης από το ευρώ.
Η μετατόπιση αυτή αποτελεί απόρροια της αποτυχίας του κυβερνητικούΣΥΡΙΖΑ να υλοποιήσει μια πολιτική που πλέον έχει αποδειχθεί ουτοπική, καθώς στηριζόταν στην αυταπάτη της άσκησης αντιμνημονιακής πολιτικής χωρίς να τεθεί ζήτημα ρήξης με την Ευρωζώνη και κατά συνέπεια χωρίς να υπάρχει αντίστοιχο επεξεργασμένο πρόγραμμα διεξόδου στην κατεύθυνση ανάκτησης της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας, και παραγωγικής ανασυγκρότησης βασισμένης στις δυνατότητες του λαού και της χώρας.
Είναι αναμενόμενες οι αντιδράσεις που θα μπορούσε να προκαλέσει η αναφορά σε αυταπάτες, από εκείνους που επιχειρούν να ερμηνεύσουν τις πολιτικές εξελίξεις –όπως και την Ιστορία- με όρους συνωμοσιολογίας, αναζητώντας προϋπάρχοντα σχέδια προδοσίας. Επιμένω στη θέση της κεντρικότητας των κοινωνικών αντιπαραθέσεων, που εκφράζονται και πολιτικά, αναδεικνύοντας κάθε φορά εκείνες τις πολιτικές δυνάμεις που είναι σε θέση να αντιληφθούν το εκάστοτε κύριο διακύβευμα, δηλαδή την εκάστοτε κύρια αντίθεση και να προβάλλουν αντίστοιχη πολιτική πρόταση. Τέτοια που να εκφράζει τις λαϊκές διαθέσεις –όταν μιλάμε για δυνάμεις αριστερές- έτσι όπως αυτές εκφράζονται από τις ίδιες τις κυριαρχούμενες τάξεις και όχι όπως θα θέλαμε να ήταν, για να ικανοποιηθεί η δική μας πρόθεση για ρήξεις που υπερβαίνουν τη δυνατότητα των κοινωνικών δυνάμεων στις οποίες απευθυνόμαστε να τις κατανοήσουν ως άμεση αναγκαιότητα.
Από την άποψη αυτή, η ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ, ήδη από το 2012, σε κύρια δύναμη της Αριστεράς και τελικά η ανάδειξή του σε κόμμα κυβερνητικής εξουσίας, αντανακλούσε στο πολιτικό επίπεδο τη διάθεση ευρύτατων λαϊκών κοινωνικών δυνάμεων να αντιμετωπιστεί –και τελικά να ανατραπεί- η μνημονιακή πολιτική, χωρίς αναγκαστική ρήξη με την Ευρωζώνη. Εντούτοις και παρά το ότι η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ όλο και πιο σπάνια επανέφερε το σύνθημα του 2012 «καμιά θυσία για το ευρώ», μέχρις ότου έπαψε να το αναφέρει, η πολιτική της πρόταση γινόταν κατανοητή και αποδεκτή με δεδομένη αυτή τη δέσμευση.
Εκεί ακριβώς είναι που ο ΣΥΡΙΖΑ δεν βρήκε αποτελεσματικό ανταγωνιστή στο πλαίσιο της Αριστεράς. Γιατί η αριστερή πολιτική δεν μπορεί να ασκηθεί ούτε με όρους ιδεολογικής καθαρότητας ούτε σε αποσύνδεση με τις λαϊκές διαθέσεις και το επίπεδο ωρίμανσης της συνειδητοποίησης ρήξεων από τις ίδιες τις κυριαρχούμενες λαϊκές τάξεις. Όσο χρήσιμη και αναγκαία είναι η επίμονη αναφορά στην αναγκαιότητα της ρήξης με την Ε.Ε., στην προοπτική της εργατικής – λαϊκής εξουσίας και στον αντικαπιταλιστικό σοσιαλιστικό κοινωνικό μετασχηματισμό, είναι οι πραγματικές διαθέσεις και δυνατότητες των κοινωνικών δυνάμεων στις οποίες απευθυνόμαστε –και από τις οποίες οφείλουμε να διδασκόμαστε, για να ξαναθυμηθούμε και τον μεγάλο κινέζο επαναστάτη του 20ού αιώνα- που μας δείχνουν, κάθε φορά, το πού πρέπει να επικεντρώσουμε για να ασκήσουμε αριστερή πολιτική.
Είναι, κατά συνέπεια, μέσα από τον αντιμνημονιακό αγώνα και τα αδιέξοδα της αποσύνδεσής του από το σύνθημα «καμιά θυσία για το ευρώ», που έγινε συνειδητή η αδυναμία αποτελεσματικής διεξαγωγής του, αν δεν συνδέεται με την ταυτόχρονη απαίτηση εξόδου από την Ευρωζώνη. Αν μέχρι τον περασμένο Ιούνιο, το ιστορικής σημασίας δημοψήφισμα και την έκφραση του περήφανου ΟΧΙ από το 61,5% του λαού μας, και την πλήρη μνημονιακή μεταστροφή της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, ήταν ο αγώνας κατά της μνημονιακής πολιτικής που εξέφραζε τις λαϊκές διαθέσεις, σήμερα η έκφρασή τους απαιτεί την ανεπιφύλακτη σύνδεση του αγώνα κατά των μνημονίων με τον αγώνα για ρήξη με την Ευρωζώνη. Κατά συνέπεια και τη συγκρότηση σε πολιτικό επίπεδο αυτής της αναγκαιότητας.
Στο πλαίσιο αυτού του αγώνα είναι που μπορεί να διαμορφωθούν νέοι όροι μετατόπισης της αντίθεσης σε ποιοτικά ανώτερο επίπεδο, με το να τεθούν συνολικότερα ζητήματα ρήξεων σε αντι-Ε.Ε. και τελικά αντικαπιταλιστική κατεύθυνση.
Τηρουμένων των ιστορικών αναλογιών, δεν προβλήθηκε το αίτημα της Λαοκρατίας για τη συγκρότηση του ΕΑΜ. Το αίτημα της εθνικής απελευθέρωσης ήταν που συγκρότησε τον εαμικό λαϊκό πολιτικοκοινωνικό συνασπισμό, ο οποίος, μέσα από την ίδια την πείρα των λαϊκών κοινωνικών δυνάμεων που τον αποτελούσαν πρόβαλε και το αίτημα της Λαοκρατίας. Κι ας μη βιαστεί κανείς να μιλήσει για τη μοιραία νομοτελειακή κατάληξη στη Βάρκιζα. Και στην Κίνα ανάλογη μετατόπιση των αντιθέσεων είχε συντελεστεί. Και εκεί Βάρκιζα δεν υπήρξε. Εκεί νικήσαμε.
*Ο Γιώργος Αλεξάτος είναι συγγραφέας - ιστορικός.
Ενώ κατατίθεται για ψήφιση στη Βουλή το 3ο Μνημόνιο -αυτή τη φορά από μια κυβέρνηση που στηρίζεται σε δυνάμεις οι οποίες μέχρι πρόσφατα εμφανίζονταν σαν πολιτική έκφραση της αντίθεσης του ελληνικού λαού στη μνημονιακή πολιτική- ο αντιμνημονιακός αγώνας έχει περάσει ήδη σε ένα επίπεδο ποιοτικά ανώτερο από αυτό των προηγούμενων χρόνων. Πρόκειται για τη σύνδεση, στη συνείδηση μεγάλου μέρους του λαού μας, της απαίτησης για απαλλαγή από τη μνημονιακή πολιτική με το αίτημα τηςαποχώρησης από την Ευρωζώνη και της αποδέσμευσης από το ευρώ.
Η μετατόπιση αυτή αποτελεί απόρροια της αποτυχίας του κυβερνητικούΣΥΡΙΖΑ να υλοποιήσει μια πολιτική που πλέον έχει αποδειχθεί ουτοπική, καθώς στηριζόταν στην αυταπάτη της άσκησης αντιμνημονιακής πολιτικής χωρίς να τεθεί ζήτημα ρήξης με την Ευρωζώνη και κατά συνέπεια χωρίς να υπάρχει αντίστοιχο επεξεργασμένο πρόγραμμα διεξόδου στην κατεύθυνση ανάκτησης της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας, και παραγωγικής ανασυγκρότησης βασισμένης στις δυνατότητες του λαού και της χώρας.
Είναι αναμενόμενες οι αντιδράσεις που θα μπορούσε να προκαλέσει η αναφορά σε αυταπάτες, από εκείνους που επιχειρούν να ερμηνεύσουν τις πολιτικές εξελίξεις –όπως και την Ιστορία- με όρους συνωμοσιολογίας, αναζητώντας προϋπάρχοντα σχέδια προδοσίας. Επιμένω στη θέση της κεντρικότητας των κοινωνικών αντιπαραθέσεων, που εκφράζονται και πολιτικά, αναδεικνύοντας κάθε φορά εκείνες τις πολιτικές δυνάμεις που είναι σε θέση να αντιληφθούν το εκάστοτε κύριο διακύβευμα, δηλαδή την εκάστοτε κύρια αντίθεση και να προβάλλουν αντίστοιχη πολιτική πρόταση. Τέτοια που να εκφράζει τις λαϊκές διαθέσεις –όταν μιλάμε για δυνάμεις αριστερές- έτσι όπως αυτές εκφράζονται από τις ίδιες τις κυριαρχούμενες τάξεις και όχι όπως θα θέλαμε να ήταν, για να ικανοποιηθεί η δική μας πρόθεση για ρήξεις που υπερβαίνουν τη δυνατότητα των κοινωνικών δυνάμεων στις οποίες απευθυνόμαστε να τις κατανοήσουν ως άμεση αναγκαιότητα.
Από την άποψη αυτή, η ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ, ήδη από το 2012, σε κύρια δύναμη της Αριστεράς και τελικά η ανάδειξή του σε κόμμα κυβερνητικής εξουσίας, αντανακλούσε στο πολιτικό επίπεδο τη διάθεση ευρύτατων λαϊκών κοινωνικών δυνάμεων να αντιμετωπιστεί –και τελικά να ανατραπεί- η μνημονιακή πολιτική, χωρίς αναγκαστική ρήξη με την Ευρωζώνη. Εντούτοις και παρά το ότι η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ όλο και πιο σπάνια επανέφερε το σύνθημα του 2012 «καμιά θυσία για το ευρώ», μέχρις ότου έπαψε να το αναφέρει, η πολιτική της πρόταση γινόταν κατανοητή και αποδεκτή με δεδομένη αυτή τη δέσμευση.
Εκεί ακριβώς είναι που ο ΣΥΡΙΖΑ δεν βρήκε αποτελεσματικό ανταγωνιστή στο πλαίσιο της Αριστεράς. Γιατί η αριστερή πολιτική δεν μπορεί να ασκηθεί ούτε με όρους ιδεολογικής καθαρότητας ούτε σε αποσύνδεση με τις λαϊκές διαθέσεις και το επίπεδο ωρίμανσης της συνειδητοποίησης ρήξεων από τις ίδιες τις κυριαρχούμενες λαϊκές τάξεις. Όσο χρήσιμη και αναγκαία είναι η επίμονη αναφορά στην αναγκαιότητα της ρήξης με την Ε.Ε., στην προοπτική της εργατικής – λαϊκής εξουσίας και στον αντικαπιταλιστικό σοσιαλιστικό κοινωνικό μετασχηματισμό, είναι οι πραγματικές διαθέσεις και δυνατότητες των κοινωνικών δυνάμεων στις οποίες απευθυνόμαστε –και από τις οποίες οφείλουμε να διδασκόμαστε, για να ξαναθυμηθούμε και τον μεγάλο κινέζο επαναστάτη του 20ού αιώνα- που μας δείχνουν, κάθε φορά, το πού πρέπει να επικεντρώσουμε για να ασκήσουμε αριστερή πολιτική.
Είναι, κατά συνέπεια, μέσα από τον αντιμνημονιακό αγώνα και τα αδιέξοδα της αποσύνδεσής του από το σύνθημα «καμιά θυσία για το ευρώ», που έγινε συνειδητή η αδυναμία αποτελεσματικής διεξαγωγής του, αν δεν συνδέεται με την ταυτόχρονη απαίτηση εξόδου από την Ευρωζώνη. Αν μέχρι τον περασμένο Ιούνιο, το ιστορικής σημασίας δημοψήφισμα και την έκφραση του περήφανου ΟΧΙ από το 61,5% του λαού μας, και την πλήρη μνημονιακή μεταστροφή της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, ήταν ο αγώνας κατά της μνημονιακής πολιτικής που εξέφραζε τις λαϊκές διαθέσεις, σήμερα η έκφρασή τους απαιτεί την ανεπιφύλακτη σύνδεση του αγώνα κατά των μνημονίων με τον αγώνα για ρήξη με την Ευρωζώνη. Κατά συνέπεια και τη συγκρότηση σε πολιτικό επίπεδο αυτής της αναγκαιότητας.
Στο πλαίσιο αυτού του αγώνα είναι που μπορεί να διαμορφωθούν νέοι όροι μετατόπισης της αντίθεσης σε ποιοτικά ανώτερο επίπεδο, με το να τεθούν συνολικότερα ζητήματα ρήξεων σε αντι-Ε.Ε. και τελικά αντικαπιταλιστική κατεύθυνση.
Τηρουμένων των ιστορικών αναλογιών, δεν προβλήθηκε το αίτημα της Λαοκρατίας για τη συγκρότηση του ΕΑΜ. Το αίτημα της εθνικής απελευθέρωσης ήταν που συγκρότησε τον εαμικό λαϊκό πολιτικοκοινωνικό συνασπισμό, ο οποίος, μέσα από την ίδια την πείρα των λαϊκών κοινωνικών δυνάμεων που τον αποτελούσαν πρόβαλε και το αίτημα της Λαοκρατίας. Κι ας μη βιαστεί κανείς να μιλήσει για τη μοιραία νομοτελειακή κατάληξη στη Βάρκιζα. Και στην Κίνα ανάλογη μετατόπιση των αντιθέσεων είχε συντελεστεί. Και εκεί Βάρκιζα δεν υπήρξε. Εκεί νικήσαμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου