Διότι ο πόλεμος είναι η επιβίωσή του...
Του Οσμάν Σαχίν *
Ο τουρκικός στρατός πολιορκεί πόλεις της νοτιοανατολικής Τουρκίας, απαγορεύοντας την κυκλοφορία έτσι ώστε ολόκληρες κοινότητες να έχουν φτάσει στα όρια του λιμού, και διεξάγει στρατιωτικές επιχειρήσεις με βαρέα όπλα σκοτώνοντας αμάχους, με το πρόσχημα ότι πολεμά την “τρομοκρατία” του Εργατικού Κόμματος του Κουρδιστάν (ΡΚΚ). Πριν από λίγες ημέρες την Τουρκία επισκέφθηκε ο αντιπρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν. Στις επίσημες δηλώσεις, που δημοσιεύτηκαν στον τουρκικό Τύπο, ο Μπάιντεν ενθάρρυνε την τουρκική ηγεσία να “πολεμήσει την τρομοκρατία του ΡΚΚ και του Ισλαμικού Κράτους”, συνεχίζοντας την πάγια αμερικανική πολιτική που ενισχύει τις τουρκικές κυβερνήσεις επί 30 χρόνια στον πόλεμο που διεξάγουν εναντίον του 20% του πληθυσμού της χώρας που είναι οι πολίτες κουρδικής καταγωγής. Το άρθρο που ακολουθεί περιγράφει το πολιτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο μια έκκληση Τούρκων ακαδημαϊκών για το σταμάτημα του πολέμου στις κουρδικές περιοχές και υπέρ της ειρήνης αντιμετωπίστηκε από την τουρκική κυβέρνηση με διώξεις, απειλές και μαύρη προπαγάνδα εις βάρος τους.
Η Τουρκία βρίσκεται σε μια κατάσταση πολιτικής αναταραχής που πιθανώς θα καταλήξει σε πλήρους κλίμακας εμφύλιο πόλεμο, αν οι συγκρούσεις συνεχιστούν με τον τρέχοντα ρυθμό. Στη μια πλευρά της σύγκρουσης είναι ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, που έχει διαμορφώσει ένα πραγματιστικό συνασπισμό από τότε που άρχισαν ξανά οι συγκρούσεις ανάμεσα στο ΡΚΚ και στο τουρκικό κράτος, τον περασμένο Ιούλιο. Επιστρατεύοντας έναν ακραίο εθνικιστικό λόγο και τερματίζοντας τις διαπραγματεύσεις με το ΡΚΚ, ο Ερντογάν κατόρθωσε, μέσα σε πέντε μήνες, να ανακτήσει τις εκλογικές απώλειες που υπέστη το κόμμα του στις εκλογές της 7ης Ιουνίου.
Ο συνασπισμός υπό την αιγίδα του Ερντογάν είναι αλλόκοτος. Περιλαμβάνει συντηρητικούς ψηφοφόρους του κόμματός του, του ΑΚΡ, υπερεθνικιστές, θρησκευτικούς φονταμενταλιστές και κάποιους ορθόδοξους κεμαλιστές (παρόλο που η τελευταία ομάδα δεν συμπαθεί καθόλου τον Ερντογάν). Ωστόσο, οι συγκρούσεις με το ΡΚΚ φαίνεται πως έχουν πείσει αυτές τις ομάδες να συνδέσουν την τύχη τους με το καθεστώς του Ερντογάν. Ο τουρκικός στρατός ελέγχεται, επίσης, πλήρως από τον Ερντογάν εφόσον κατόρθωσε να κερδίσει ξανά κάποια από τα προνόμια που είχε χάσει υπό τις κυβερνήσεις του ΑΚΡ τα τελευταία δεκατρία χρόνια. Όμως, αυτός είναι ένας πραγματιστικός και προσωρινός συνασπισμός, η βιωσιμότητα του οποίου εξαρτάται από τη συνέχιση των συγκρούσεων ανάμεσα στο ΡΚΚ και στο τουρκικό κράτος. Ήταν αυτός ο συνασπισμός που επέτρεψε στον Ερντογάν να λάβει το 49,5% των ψήφων στις κοινοβουλευτικές εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 2015 (από 40,3% μόνο πέντε μήνες νωρίτερα). Συνεπώς, ο Τούρκος πρόεδρος θεωρεί αναγκαίο να τον διατηρήσει, εφόσον τα εκλογικά αποτελέσματα της 7ης Ιουνίου 2015 αποκάλυψαν ότι η θέση του είναι εύθραυστη, ακόμη και μετά από δεκατρία χρόνια στην εξουσία. Η επιβίωση αυτού του πραγματιστικού συνασπισμού απαιτεί τη συνέχιση των συγκρούσεων στην Τουρκία. Αυτό , δυστυχώς, είναι το δίλημμα της Τουρκίας ακριβώς τώρα και το κόστος που θα πληρώσει ο λαός της είναι λιγότερη δημοκρατία και περισσότερος θάνατος.
Αντίθετες με αυτό το συνασπισμό είναι αρκετές ομάδες που δεν έχουν αναγκαία μεταξύ τους οργανική σχέση. Το PKK είναι ο βασικός παράγοντας που αντιπαλεύει τις πολιτικές του τουρκικού κράτους. Το Δημοκρατικό Κόμμα των Λαών (HDP) είναι ένα φιλοκουρδικό πολιτικό κόμμα , που έλαβε το 10,7% των ψήφων στις τελευταίες εκλογές. Τέλος, υπάρχει μια μικρή ομάδα Τούρκων φιλελεύθερων και σοσιαλιστών , που προσπαθεί να διαφοροποιηθεί από τους δύο προηγούμενους. Το παρόν άρθρο αποτελεί μια σύντομη ανάλυση της τρέχουσας συζήτησης για τη σύγκρουση στην Τουρκία, έτσι δεν θα αφιερωθεί πολύς χώρος στην ανάλυση των πολιτικών δρώντων.
Η πραγματική σύγκρουση κινείται σε διαφορετικά επίπεδα. Η πολιτική βία που έριξε τις κουρδικές πόλεις στις φλόγες δεν είναι πιθανόν να τερματιστεί στο κοντινό μέλλον. Το PKK, πιθανότατα λόγω της πίεσης που προέρχεται από τη νεολαία των κουρδικών πόλεων, προώθησε μια νέα στρατηγική: θύλακες αυτονομίας από την κρατική εξουσία ιδρύθηκαν στις κουρδικές πόλεις Cizre, Nusaybin, Silopi και Sur. Η απάντηση του τουρκικού κράτους ήταν άγρια. Μετά την κήρυξη απαγόρευσης κυκλοφορίας σ' αυτές τις πόλεις, εισέβαλαν οι ένοπλες δυνάμεις , χωρίς να διστάσουν να χρησιμοποιήσουν τεθωρακισμένα, πυροβολικό και άλλα βαριά όπλα.
Οι πληροφορίες που έρχονται από αυτές τις ζώνες συγκρούσεων δεν είναι πολύ βάσιμες, αλλά οι τοπικοί δημοσιογράφοι ισχυρίζονται ότι οι κρατικές δυνάμεις δεν κάνουν διάκριση ανάμεσα σε αμάχους και μέλη του PKK κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεών τους. Στις επιχειρήσεις του τουρκικού στρατού σε αυτές τις πόλεις σκοτώθηκαν τουλάχιστον 58 παιδιά και άλλα 56 έμειναν ανάπηρα .
Ο βουλευτής του HDP Φαϊζάλ Σαριγιλντίζ αναφέρει ότι τουλάχιστον 96 άμαχοι σκοτώθηκαν μόνο στις Cizre, Silopi και Sur, όπου οι συνθήκες απαγόρευσης κυκλοφορίας είναι πιο σκληρές. Για να δώσουμε απλώς ένα παράδειγμα, η οικογένεια της Ταϊμπέτ Ινάν, 57 ετών, που λέγεται πως σκοτώθηκε από ελεύθερο σκοπευτή της αστυνομίας, δεν μπορούσε να πάρει τη σορό της γιατί η αστυνομία άνοιξε πυρ εναντίον εκείνων που ήθελαν να μαζέψουν το νεκρό σώμα της. Σε μία άλλη περίσταση, βρέφος τριών μηνών πέθανε από τραύματα όπλου στο κεφάλι. Η οικογένειά του δήλωσε ότι το βρέφος σκοτώθηκε από πυρά που ρίχτηκαν από αυτοκίνητο της αστυνομίας. Κι όμως, και στις δύο περιπτώσεις δεν ελέγχθηκε ως υπεύθυνος κανένας αξιωματικός της αστυνομίας και οι κρατικοί αξιωματούχοι έριξαν τις ευθύνες σε μαχητές του PKK, παρά τις αντίθετες δηλώσεις των αυτοπτών μαρτύρων.
Προς το παρόν, οι οργανώσεις των πολιτών ελάχιστα μπορούν να κάνουν, εφόσον η κυβέρνηση του Ερντογάν είναι αποφασισμένη να συνεχίσει να επιβάλει απαγόρευση κυκλοφορίας και να διεξάγει στρατιωτικές επιχειρήσεις στις κουρδικές πόλεις. Ο Ερντογάν και η κυβέρνησή του επανέλαβαν αρκετές φορές ότι “ οι επιχειρήσεις θα συνεχιστούν μέχρις ότου να εξαλειφθεί και το τελευταίο μέλος του ΡΚΚ από την περιοχή.” Ο Ερντογάν ισχυρίζεται επίσης ότι “δεν υπάρχει πλέον κουρδικό πρόβλημα στην Τουρκία”. Εάν διαβάσει κανείς αυτή τη δήλωση σε συνδυασμό με την προηγούμενη, το συμπέρασμα είναι προφανές. Ο Ερντογάν έχει επαναφέρει την πολιτική του κράτους ασφαλείας στην περιοχή, η οποία έχει αποσυνδεθεί από ένα πολιτικό πρόγραμμα που θα μπορούσε να ικανοποιήσει τα κουρδικά πολιτικά και πολιτισμικά αιτήματα.
Αν και βραχυπρόθεσμα αυτό που μπορούν να κάνουν οι οργανώσεις των πολιτών και οι σοσιαλιστές είναι περιορισμένο, οι δράσεις αυτών των ομάδων θα μπορούσαν να αλλάξουν την πορεία των γεγονότων στην Τουρκία μεσοπρόθεσμα. Αυτό εξαρτάται και από τη δυνατότητα να ηττηθεί ο κυρίαρχος λόγος που διαχέεται στη δημόσια σφαίρα.
Στην πορεία πολλών ετών, το τουρκικό κράτος έχει αναπτύξει έναν τυποποιημένο λόγο όσο αφορά τη σύγκρουσή του με το PKK: εξυμνεί την κουλτούρα του μαρτυρίου (των δυνάμεων ασφαλείας) --δαιμονοποιεί τον εχθρό χωρίς καμιά διάκριση--και ενισχύει το ηθικό του εθνοτικά τουρκικού πληθυσμού με τους ισχυρισμούς ότι το PKK οσονούπω καταρρέει. Από τον Ιούλιο του 2015, ο Ερντογάν και οι σύμμαχοί του χρησιμοποιούν αυτό το λόγο με μεγάλη επιτυχία. Οι στρατιώτες και οι αστυνομικοί που σκοτώνονται ανακηρύσσονται μάρτυρες που θα πάνε στον παράδεισο ως ανταμοιβή για τη θυσία τους υπέρ του έθνους. Το φιλοκουρδικό κόμμα HDP και όσοι το υποστηρίζουν δαιμονοποιούνται ως συνεργοί του PKK. Η κυβέρνηση και οι σύμμαχοί της επιτίθενται με τους σκληρότερους τρόπους στους διανοούμενους και τους καλλιτέχνες που δηλώνουν δημόσια την υποστήριξή τους στο HDP. Τα κρατικά ΜΜΕ και οι φιλοκυβερνητικοί προβοκάτορες προσπαθούν επίμονα να δημιουργήσουν την εικόνα του HDP ως πολιτικής πτέρυγας του PKK. Τελευταία, κρατικοί αξιωματούχοι και εκπρόσωποι της κυβέρνησης ισχυρίζονται ότι το PKK έχει βρεθεί στη γωνία, χάνοντας χιλιάδες μέλη στις συγκρούσεις. Σύμφωνα με τα κυβερνητικά και τα φιλικά στο AKP ΜΜΕ, το PKK επιδιώκει εκεχειρία για να μπορέσει να ανακάμψει. Συνεπώς, είναι αναγκαίο να συνεχιστούν οι στρατιωτικές επιχειρήσεις για να αποτελειώσουν το PKK μια για πάντα. Όσοι είναι εξοικειωμένοι με την τουρκική πολιτική δεν θα ένιωθαν καμιά έκπληξη με όλα αυτά. Δεν είναι καινούργια, αλλά βοηθούν αρκετά για να συγκεντρώνεται υποστήριξη, ουσιώδης για τη διεξαγωγή ενός τέτοιου πολέμου.
Μια νέα εξέλιξη στην τουρκική πολιτική είναι η εμφάνιση ενός λόγου που πάντα υπήρχε, αλλά δεν ήταν πολύ ορατός στη δεκαετία του 1990. Μέσω αυτού προβάλλεται η άποψη ότι οι πολιτικές του κράτους ασφάλειας θα δημιουργήσουν ένα ακόμη πιο βίαιο κουρδικό κίνημα και θα ανοίξει ο δρόμος για ακόμη πιο θηριώδη εμφύλιο πόλεμο-- η διαρκής ειρήνη είναι δυνατή μόνο με την αναγνώριση και τη συμμετοχή όλων των μερών που εμπλέκονται στη σύγκρουση και με την αναγνώριση ότι οι κρατικές δυνάμεις ασφαλείας διαπράττουν βαρύτατες παραβιάσεις των ανθρώπινων δικαιωμάτων κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεών τους. Αυτή η άποψη, που παλιότερα περιοριζόταν σε κάποιους Κούρδους διανοούμενους και Τούρκους αριστερούς, έχει αρχίσει να κερδίζει έδαφος από τη δεκαετία του 2000. Οι πλατφόρμες των κοινωνικών μέσων και τα εναλλακτικά κανάλια, όπως η δημοσιογραφία των πολιτών ή το Youtube, καθώς και οι διαδηλώσεις του πάρκου Γκεζί φαίνεται να πείθουν όλο και περισσότερο κόσμο να πάρει στα σοβαρά αυτή την άποψη. Για παράδειγμα, την περασμένη εβδομάδα 1.128 ακαδημαϊκοί που ανήκουν σε μια ομάδα που ονομάζεται "Ακαδημαϊκοί για την Ειρήνη” υπέγραψαν ένα κείμενο που καθιστά τις κρατικές δυνάμεις ασφαλείας υπεύθυνες για τις απώλειες της ζωής αμάχων, καταδικάζει την απαγόρευση κυκλοφορίας στις κουρδικές πόλεις και ζητά την επιστροφή στις διαπραγματεύσεις για την ειρήνη. Σ' αυτή την ενέργεια αντέδρασαν ταχύτατα και με μεγάλη σκληρότητα ο Ερντογάν και τα φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ
Σε τρεις διαδοχικές δηλώσεις, ο Ερντογάν διακήρυξε ότι αυτοί οι ακαδημαϊκοί είναι “προδότες, άσπλαχνα και ελεεινά άτομα, εχθροί του τουρκικού έθνους”. Μόνο μία ημέρα μετά την επίθεση του Ερντογάν, αρκετά πανεπιστήμια άρχισαν έρευνες εναντίον όσων υπέγραψαν το κείμενο. Η αστυνομία έθεσε υπό κράτηση αρκετούς και τα φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ και οι υπερεθνικιστές άρχισαν το κυνήγι των μαγισσών εναντίον τους. Τις τελευταίες τέσσερις ημέρες, 27 ιδιωτικά και δημόσια πανεπιστήμια ξεκίνησαν ανακρίσεις εναντίον μελών του ακαδημαϊκού προσωπικού τους που είχαν υπογράψει το κείμενο. Πολλοί άλλοι πρόεδροι πανεπιστημίων σε δημόσιες τοποθετήσεις τους δήλωσαν ότι δεν εγκρίνουν το περιεχόμενο του κειμένου και έδωσαν υποσχέσεις ότι όσοι το υπέγραψαν θα πληρώσουν για τις πράξεις τους. Η μαύρη προπαγάνδα έφτασε σε τέτοια επίπεδα που ο Σεντάτ Πεκέρ, αφεντικό της μαφίας και φίλος του Ερντογάν, υποσχέθηκε ότι “θα κάνει μπάνιο μέσα στο αίμα τους”.
Ένα κείμενο υπογραφών που σε άλλη περίπτωση θα περνούσε απαρατήρητο προκάλεσε τον Ερντογάν σε τέτοιο βαθμό που αισθάνθηκε την ανάγκη να κινητοποιήσει τους υπερεθνικιστές , τους διοικητές των πανεπιστημίων και τα δικαστήρια για να δώσει ένα μάθημα σ' αυτούς τους ακαδημαϊκούς. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι απλά ο Ερντογάν άδραξε την ευκαιρία για να υποτάξει τον ακαδημαϊκό κόσμο της Τουρκίας (έναν από τους ελάχιστους τομείς όπου δεν έχει ακόμη τον πλήρη έλεγχο). Όμως, αυτό θα ήταν μόνο εν μέρει σωστό. Νομίζω ότι ένα δεύτερο κίνητρο είναι ακόμη πιο σημαντικό. Ο Ερντογάν κατανοεί ότι αυξανόμενος αριθμός πολιτών και πολιτικών έχει αρχίσει να αμφισβητεί τον κυρίαρχο λόγο όσον αφορά το κουρδικό ζήτημα. Αυτό ήταν εμφανές ήδη στις κηδείες των στρατιωτών και αστυνομικών που σκοτώθηκαν κατά τις συγκρούσεις με το PKK. Στην Τουρκία, η τυπική λατρεία του μαρτυρίου για το έθνος και τη θρησκεία επιτάσσει οι συγγενείς να αποδέχονται πρόθυμα αυτές τις απώλειες , φωνάζοντας “Ζήτω το έθνος”. Όμως, υπάρχουν μαρτυρίες ότι σε αρκετές κηδείες, στο διάστημα από τις εκλογές της 7ης Ιουνίου μέχρι αυτές της 1ης Νοεμβρίου, μέλη των οικογενειών των στρατιωτών και αστυνομικών αρνήθηκαν να φωνάξουν “Ζήτω το έθνος” και κατηγορούσαν την κυβέρνηση του ΑΚΡ για τις απώλειες των προσφιλών τους προσώπων. Αν και τα ΜΜΕ δεν τολμούν να δημοσιεύσουν τις περισσότερες αυτές τις διαμαρτυρίες από τις οικογένειες των στρατιωτών και των αστυνομικών μετά την πρόσφατη νίκη του ΑΚΡ στις εκλογές, πιστεύω ότι οι διαμαρτυρίες αυτές αποτελούν σημαντικό ορόσημο όσον αφορά την αποδόμηση της επίσημης κρατικής άποψης, τα αποτελέσματα του οποίου θα εμφανιστούν τα επόμενα χρόνια.
Το κείμενο υπογραφών εκ μέρους των ακαδημαϊκών αποτελεί ένα παρόμοιο φαινόμενο. Σ' αυτό, οι υπογράφοντες αμφισβητούν τις αιτίες των συγκρούσεων και καθιστούν υπεύθυνο το κράτος για την συνεχή αύξηση της βίας και των θανάτων πολιτών. Συνεπώς, στιγματίζουν τον επίσημο κρατικό λόγο, τολμώντας να διατυπώσουν δημόσια μια άλλη άποψη . Αυτό είναι απαράδεκτο για τον Ερντογάν και τους συμμάχους του, εφόσον ο επίσημος κρατικός λόγος είναι το βασικό εργαλείο τους για να συνεχίσουν την τρέχουσα πολιτική τους. Αυτή είναι η βασική αιτία που το κείμενο των υπογραφών αντιμετωπίστηκε με τόσο μένος. Μακροπρόθεσμα, θα μπορούσε να αποτελεί μεγάλο κίνδυνο για την κρατική πολιτική, εάν ο εναλλακτικός λόγος που εκφέρει βρει γόνιμο έδαφος στη δημόσια σφαίρα. Πρέπει, λοιπόν, να περιθωριοποιηθεί και να δαιμονοποιηθεί με κάθε κόστος. Με άλλα λόγια, το να εκφράζεται αυτή η εναλλακτική άποψη ως κάτι κανονικό στον δημόσιο λόγο συνιστά μέγιστο κίνδυνο , στο βαθμό που εμπεριέχει τη δυνατότητα να περιθωριοποιήσει τον επίσημο κρατικό λόγο, στο μέλλον.
Πιστεύω ότι η ελπίδα για μια διαρκή ειρήνη βρίσκεται στην προστασία αυτών των γενναίων φωνών που τολμούν να αμφισβητήσουν δημόσια την επίσημη κρατική άποψη και να διατυπώσουν μια εναλλακτική άποψη για τις συγκρούσεις. Αν επιδιώκουμε την ειρήνη, πρέπει να εκφέρουμε έναν δημόσιο λόγο που θέτει την ανθρώπινη ζωή και την ειρήνη πριν από τα υπερεθνικιστικά πρότυπα. Πρέπει να πείσουμε το μέγιστο μέρος της τουρκικής κοινωνίας ότι αυτός ο πόλεμος είναι άδικος, ότι δεν είναι ιερός πόλεμος και ότι δεν είναι το κράτος καθαγιασμένο αλλά οι πάνω από 40.000 ζωές που ήδη έχουν χαθεί στον πόλεμο που διεξάγει το κράτος εναντίον του PKK, καθώς και οι ζωές που θα μπορούσαν να χαθούν στο μέλλον.
Γι' αυτό η διεθνής κοινότητα και οι οργανώσεις των πολιτών πρέπει να υψώσουν τη φωνή τους και να δείξουν αλληλεγγύη προς αυτούς τους 1.128 ακαδημαϊκούς, που αποτόλμησαν να αμφισβητήσουν την επίσημη κρατική άποψη. [1] Η ειρήνη είναι αγαθό εν ανεπαρκεία και η τιμή του δεν μετριέται με νομίσματα , αλλά με τη γενναιότητα και τη θυσία τέτοιων ανθρώπων. Σας καλώ να αναγνωρίσετε τη γενναιότητα και τη θυσία τους.
[1] Παρά την αντίδραση του Ερντογάν, ο αριθμός των ακαδημαϊκών που έχουν υπογράψει το κείμενο έχει φτάσει τις 2.000 σε τρεις ημέρες από τότε που έγινε δημόσια γνωστό.
* Ο Osman Şahin είναι υποψήφιος διδάκτορας στο Πανεπιστήμιο Sabancı. Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο http://www.criticatac.ro/lefteast/erdogan-versus-academia/, 17/1/2016, με τον τίτλο “Γιατί ο Ερντογάν έγινε έξαλλος με τους ακαδημαϊκούς”.
Μετάφραση: Αριάδνη Αλαβάνου
Του Οσμάν Σαχίν *
Ο τουρκικός στρατός πολιορκεί πόλεις της νοτιοανατολικής Τουρκίας, απαγορεύοντας την κυκλοφορία έτσι ώστε ολόκληρες κοινότητες να έχουν φτάσει στα όρια του λιμού, και διεξάγει στρατιωτικές επιχειρήσεις με βαρέα όπλα σκοτώνοντας αμάχους, με το πρόσχημα ότι πολεμά την “τρομοκρατία” του Εργατικού Κόμματος του Κουρδιστάν (ΡΚΚ). Πριν από λίγες ημέρες την Τουρκία επισκέφθηκε ο αντιπρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν. Στις επίσημες δηλώσεις, που δημοσιεύτηκαν στον τουρκικό Τύπο, ο Μπάιντεν ενθάρρυνε την τουρκική ηγεσία να “πολεμήσει την τρομοκρατία του ΡΚΚ και του Ισλαμικού Κράτους”, συνεχίζοντας την πάγια αμερικανική πολιτική που ενισχύει τις τουρκικές κυβερνήσεις επί 30 χρόνια στον πόλεμο που διεξάγουν εναντίον του 20% του πληθυσμού της χώρας που είναι οι πολίτες κουρδικής καταγωγής. Το άρθρο που ακολουθεί περιγράφει το πολιτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο μια έκκληση Τούρκων ακαδημαϊκών για το σταμάτημα του πολέμου στις κουρδικές περιοχές και υπέρ της ειρήνης αντιμετωπίστηκε από την τουρκική κυβέρνηση με διώξεις, απειλές και μαύρη προπαγάνδα εις βάρος τους.
Η Τουρκία βρίσκεται σε μια κατάσταση πολιτικής αναταραχής που πιθανώς θα καταλήξει σε πλήρους κλίμακας εμφύλιο πόλεμο, αν οι συγκρούσεις συνεχιστούν με τον τρέχοντα ρυθμό. Στη μια πλευρά της σύγκρουσης είναι ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, που έχει διαμορφώσει ένα πραγματιστικό συνασπισμό από τότε που άρχισαν ξανά οι συγκρούσεις ανάμεσα στο ΡΚΚ και στο τουρκικό κράτος, τον περασμένο Ιούλιο. Επιστρατεύοντας έναν ακραίο εθνικιστικό λόγο και τερματίζοντας τις διαπραγματεύσεις με το ΡΚΚ, ο Ερντογάν κατόρθωσε, μέσα σε πέντε μήνες, να ανακτήσει τις εκλογικές απώλειες που υπέστη το κόμμα του στις εκλογές της 7ης Ιουνίου.
Ο συνασπισμός υπό την αιγίδα του Ερντογάν είναι αλλόκοτος. Περιλαμβάνει συντηρητικούς ψηφοφόρους του κόμματός του, του ΑΚΡ, υπερεθνικιστές, θρησκευτικούς φονταμενταλιστές και κάποιους ορθόδοξους κεμαλιστές (παρόλο που η τελευταία ομάδα δεν συμπαθεί καθόλου τον Ερντογάν). Ωστόσο, οι συγκρούσεις με το ΡΚΚ φαίνεται πως έχουν πείσει αυτές τις ομάδες να συνδέσουν την τύχη τους με το καθεστώς του Ερντογάν. Ο τουρκικός στρατός ελέγχεται, επίσης, πλήρως από τον Ερντογάν εφόσον κατόρθωσε να κερδίσει ξανά κάποια από τα προνόμια που είχε χάσει υπό τις κυβερνήσεις του ΑΚΡ τα τελευταία δεκατρία χρόνια. Όμως, αυτός είναι ένας πραγματιστικός και προσωρινός συνασπισμός, η βιωσιμότητα του οποίου εξαρτάται από τη συνέχιση των συγκρούσεων ανάμεσα στο ΡΚΚ και στο τουρκικό κράτος. Ήταν αυτός ο συνασπισμός που επέτρεψε στον Ερντογάν να λάβει το 49,5% των ψήφων στις κοινοβουλευτικές εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 2015 (από 40,3% μόνο πέντε μήνες νωρίτερα). Συνεπώς, ο Τούρκος πρόεδρος θεωρεί αναγκαίο να τον διατηρήσει, εφόσον τα εκλογικά αποτελέσματα της 7ης Ιουνίου 2015 αποκάλυψαν ότι η θέση του είναι εύθραυστη, ακόμη και μετά από δεκατρία χρόνια στην εξουσία. Η επιβίωση αυτού του πραγματιστικού συνασπισμού απαιτεί τη συνέχιση των συγκρούσεων στην Τουρκία. Αυτό , δυστυχώς, είναι το δίλημμα της Τουρκίας ακριβώς τώρα και το κόστος που θα πληρώσει ο λαός της είναι λιγότερη δημοκρατία και περισσότερος θάνατος.
Αντίθετες με αυτό το συνασπισμό είναι αρκετές ομάδες που δεν έχουν αναγκαία μεταξύ τους οργανική σχέση. Το PKK είναι ο βασικός παράγοντας που αντιπαλεύει τις πολιτικές του τουρκικού κράτους. Το Δημοκρατικό Κόμμα των Λαών (HDP) είναι ένα φιλοκουρδικό πολιτικό κόμμα , που έλαβε το 10,7% των ψήφων στις τελευταίες εκλογές. Τέλος, υπάρχει μια μικρή ομάδα Τούρκων φιλελεύθερων και σοσιαλιστών , που προσπαθεί να διαφοροποιηθεί από τους δύο προηγούμενους. Το παρόν άρθρο αποτελεί μια σύντομη ανάλυση της τρέχουσας συζήτησης για τη σύγκρουση στην Τουρκία, έτσι δεν θα αφιερωθεί πολύς χώρος στην ανάλυση των πολιτικών δρώντων.
Η πραγματική σύγκρουση κινείται σε διαφορετικά επίπεδα. Η πολιτική βία που έριξε τις κουρδικές πόλεις στις φλόγες δεν είναι πιθανόν να τερματιστεί στο κοντινό μέλλον. Το PKK, πιθανότατα λόγω της πίεσης που προέρχεται από τη νεολαία των κουρδικών πόλεων, προώθησε μια νέα στρατηγική: θύλακες αυτονομίας από την κρατική εξουσία ιδρύθηκαν στις κουρδικές πόλεις Cizre, Nusaybin, Silopi και Sur. Η απάντηση του τουρκικού κράτους ήταν άγρια. Μετά την κήρυξη απαγόρευσης κυκλοφορίας σ' αυτές τις πόλεις, εισέβαλαν οι ένοπλες δυνάμεις , χωρίς να διστάσουν να χρησιμοποιήσουν τεθωρακισμένα, πυροβολικό και άλλα βαριά όπλα.
Οι πληροφορίες που έρχονται από αυτές τις ζώνες συγκρούσεων δεν είναι πολύ βάσιμες, αλλά οι τοπικοί δημοσιογράφοι ισχυρίζονται ότι οι κρατικές δυνάμεις δεν κάνουν διάκριση ανάμεσα σε αμάχους και μέλη του PKK κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεών τους. Στις επιχειρήσεις του τουρκικού στρατού σε αυτές τις πόλεις σκοτώθηκαν τουλάχιστον 58 παιδιά και άλλα 56 έμειναν ανάπηρα .
Ο βουλευτής του HDP Φαϊζάλ Σαριγιλντίζ αναφέρει ότι τουλάχιστον 96 άμαχοι σκοτώθηκαν μόνο στις Cizre, Silopi και Sur, όπου οι συνθήκες απαγόρευσης κυκλοφορίας είναι πιο σκληρές. Για να δώσουμε απλώς ένα παράδειγμα, η οικογένεια της Ταϊμπέτ Ινάν, 57 ετών, που λέγεται πως σκοτώθηκε από ελεύθερο σκοπευτή της αστυνομίας, δεν μπορούσε να πάρει τη σορό της γιατί η αστυνομία άνοιξε πυρ εναντίον εκείνων που ήθελαν να μαζέψουν το νεκρό σώμα της. Σε μία άλλη περίσταση, βρέφος τριών μηνών πέθανε από τραύματα όπλου στο κεφάλι. Η οικογένειά του δήλωσε ότι το βρέφος σκοτώθηκε από πυρά που ρίχτηκαν από αυτοκίνητο της αστυνομίας. Κι όμως, και στις δύο περιπτώσεις δεν ελέγχθηκε ως υπεύθυνος κανένας αξιωματικός της αστυνομίας και οι κρατικοί αξιωματούχοι έριξαν τις ευθύνες σε μαχητές του PKK, παρά τις αντίθετες δηλώσεις των αυτοπτών μαρτύρων.
Προς το παρόν, οι οργανώσεις των πολιτών ελάχιστα μπορούν να κάνουν, εφόσον η κυβέρνηση του Ερντογάν είναι αποφασισμένη να συνεχίσει να επιβάλει απαγόρευση κυκλοφορίας και να διεξάγει στρατιωτικές επιχειρήσεις στις κουρδικές πόλεις. Ο Ερντογάν και η κυβέρνησή του επανέλαβαν αρκετές φορές ότι “ οι επιχειρήσεις θα συνεχιστούν μέχρις ότου να εξαλειφθεί και το τελευταίο μέλος του ΡΚΚ από την περιοχή.” Ο Ερντογάν ισχυρίζεται επίσης ότι “δεν υπάρχει πλέον κουρδικό πρόβλημα στην Τουρκία”. Εάν διαβάσει κανείς αυτή τη δήλωση σε συνδυασμό με την προηγούμενη, το συμπέρασμα είναι προφανές. Ο Ερντογάν έχει επαναφέρει την πολιτική του κράτους ασφαλείας στην περιοχή, η οποία έχει αποσυνδεθεί από ένα πολιτικό πρόγραμμα που θα μπορούσε να ικανοποιήσει τα κουρδικά πολιτικά και πολιτισμικά αιτήματα.
Αν και βραχυπρόθεσμα αυτό που μπορούν να κάνουν οι οργανώσεις των πολιτών και οι σοσιαλιστές είναι περιορισμένο, οι δράσεις αυτών των ομάδων θα μπορούσαν να αλλάξουν την πορεία των γεγονότων στην Τουρκία μεσοπρόθεσμα. Αυτό εξαρτάται και από τη δυνατότητα να ηττηθεί ο κυρίαρχος λόγος που διαχέεται στη δημόσια σφαίρα.
Στην πορεία πολλών ετών, το τουρκικό κράτος έχει αναπτύξει έναν τυποποιημένο λόγο όσο αφορά τη σύγκρουσή του με το PKK: εξυμνεί την κουλτούρα του μαρτυρίου (των δυνάμεων ασφαλείας) --δαιμονοποιεί τον εχθρό χωρίς καμιά διάκριση--και ενισχύει το ηθικό του εθνοτικά τουρκικού πληθυσμού με τους ισχυρισμούς ότι το PKK οσονούπω καταρρέει. Από τον Ιούλιο του 2015, ο Ερντογάν και οι σύμμαχοί του χρησιμοποιούν αυτό το λόγο με μεγάλη επιτυχία. Οι στρατιώτες και οι αστυνομικοί που σκοτώνονται ανακηρύσσονται μάρτυρες που θα πάνε στον παράδεισο ως ανταμοιβή για τη θυσία τους υπέρ του έθνους. Το φιλοκουρδικό κόμμα HDP και όσοι το υποστηρίζουν δαιμονοποιούνται ως συνεργοί του PKK. Η κυβέρνηση και οι σύμμαχοί της επιτίθενται με τους σκληρότερους τρόπους στους διανοούμενους και τους καλλιτέχνες που δηλώνουν δημόσια την υποστήριξή τους στο HDP. Τα κρατικά ΜΜΕ και οι φιλοκυβερνητικοί προβοκάτορες προσπαθούν επίμονα να δημιουργήσουν την εικόνα του HDP ως πολιτικής πτέρυγας του PKK. Τελευταία, κρατικοί αξιωματούχοι και εκπρόσωποι της κυβέρνησης ισχυρίζονται ότι το PKK έχει βρεθεί στη γωνία, χάνοντας χιλιάδες μέλη στις συγκρούσεις. Σύμφωνα με τα κυβερνητικά και τα φιλικά στο AKP ΜΜΕ, το PKK επιδιώκει εκεχειρία για να μπορέσει να ανακάμψει. Συνεπώς, είναι αναγκαίο να συνεχιστούν οι στρατιωτικές επιχειρήσεις για να αποτελειώσουν το PKK μια για πάντα. Όσοι είναι εξοικειωμένοι με την τουρκική πολιτική δεν θα ένιωθαν καμιά έκπληξη με όλα αυτά. Δεν είναι καινούργια, αλλά βοηθούν αρκετά για να συγκεντρώνεται υποστήριξη, ουσιώδης για τη διεξαγωγή ενός τέτοιου πολέμου.
Μια νέα εξέλιξη στην τουρκική πολιτική είναι η εμφάνιση ενός λόγου που πάντα υπήρχε, αλλά δεν ήταν πολύ ορατός στη δεκαετία του 1990. Μέσω αυτού προβάλλεται η άποψη ότι οι πολιτικές του κράτους ασφάλειας θα δημιουργήσουν ένα ακόμη πιο βίαιο κουρδικό κίνημα και θα ανοίξει ο δρόμος για ακόμη πιο θηριώδη εμφύλιο πόλεμο-- η διαρκής ειρήνη είναι δυνατή μόνο με την αναγνώριση και τη συμμετοχή όλων των μερών που εμπλέκονται στη σύγκρουση και με την αναγνώριση ότι οι κρατικές δυνάμεις ασφαλείας διαπράττουν βαρύτατες παραβιάσεις των ανθρώπινων δικαιωμάτων κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεών τους. Αυτή η άποψη, που παλιότερα περιοριζόταν σε κάποιους Κούρδους διανοούμενους και Τούρκους αριστερούς, έχει αρχίσει να κερδίζει έδαφος από τη δεκαετία του 2000. Οι πλατφόρμες των κοινωνικών μέσων και τα εναλλακτικά κανάλια, όπως η δημοσιογραφία των πολιτών ή το Youtube, καθώς και οι διαδηλώσεις του πάρκου Γκεζί φαίνεται να πείθουν όλο και περισσότερο κόσμο να πάρει στα σοβαρά αυτή την άποψη. Για παράδειγμα, την περασμένη εβδομάδα 1.128 ακαδημαϊκοί που ανήκουν σε μια ομάδα που ονομάζεται "Ακαδημαϊκοί για την Ειρήνη” υπέγραψαν ένα κείμενο που καθιστά τις κρατικές δυνάμεις ασφαλείας υπεύθυνες για τις απώλειες της ζωής αμάχων, καταδικάζει την απαγόρευση κυκλοφορίας στις κουρδικές πόλεις και ζητά την επιστροφή στις διαπραγματεύσεις για την ειρήνη. Σ' αυτή την ενέργεια αντέδρασαν ταχύτατα και με μεγάλη σκληρότητα ο Ερντογάν και τα φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ
Σε τρεις διαδοχικές δηλώσεις, ο Ερντογάν διακήρυξε ότι αυτοί οι ακαδημαϊκοί είναι “προδότες, άσπλαχνα και ελεεινά άτομα, εχθροί του τουρκικού έθνους”. Μόνο μία ημέρα μετά την επίθεση του Ερντογάν, αρκετά πανεπιστήμια άρχισαν έρευνες εναντίον όσων υπέγραψαν το κείμενο. Η αστυνομία έθεσε υπό κράτηση αρκετούς και τα φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ και οι υπερεθνικιστές άρχισαν το κυνήγι των μαγισσών εναντίον τους. Τις τελευταίες τέσσερις ημέρες, 27 ιδιωτικά και δημόσια πανεπιστήμια ξεκίνησαν ανακρίσεις εναντίον μελών του ακαδημαϊκού προσωπικού τους που είχαν υπογράψει το κείμενο. Πολλοί άλλοι πρόεδροι πανεπιστημίων σε δημόσιες τοποθετήσεις τους δήλωσαν ότι δεν εγκρίνουν το περιεχόμενο του κειμένου και έδωσαν υποσχέσεις ότι όσοι το υπέγραψαν θα πληρώσουν για τις πράξεις τους. Η μαύρη προπαγάνδα έφτασε σε τέτοια επίπεδα που ο Σεντάτ Πεκέρ, αφεντικό της μαφίας και φίλος του Ερντογάν, υποσχέθηκε ότι “θα κάνει μπάνιο μέσα στο αίμα τους”.
Ένα κείμενο υπογραφών που σε άλλη περίπτωση θα περνούσε απαρατήρητο προκάλεσε τον Ερντογάν σε τέτοιο βαθμό που αισθάνθηκε την ανάγκη να κινητοποιήσει τους υπερεθνικιστές , τους διοικητές των πανεπιστημίων και τα δικαστήρια για να δώσει ένα μάθημα σ' αυτούς τους ακαδημαϊκούς. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι απλά ο Ερντογάν άδραξε την ευκαιρία για να υποτάξει τον ακαδημαϊκό κόσμο της Τουρκίας (έναν από τους ελάχιστους τομείς όπου δεν έχει ακόμη τον πλήρη έλεγχο). Όμως, αυτό θα ήταν μόνο εν μέρει σωστό. Νομίζω ότι ένα δεύτερο κίνητρο είναι ακόμη πιο σημαντικό. Ο Ερντογάν κατανοεί ότι αυξανόμενος αριθμός πολιτών και πολιτικών έχει αρχίσει να αμφισβητεί τον κυρίαρχο λόγο όσον αφορά το κουρδικό ζήτημα. Αυτό ήταν εμφανές ήδη στις κηδείες των στρατιωτών και αστυνομικών που σκοτώθηκαν κατά τις συγκρούσεις με το PKK. Στην Τουρκία, η τυπική λατρεία του μαρτυρίου για το έθνος και τη θρησκεία επιτάσσει οι συγγενείς να αποδέχονται πρόθυμα αυτές τις απώλειες , φωνάζοντας “Ζήτω το έθνος”. Όμως, υπάρχουν μαρτυρίες ότι σε αρκετές κηδείες, στο διάστημα από τις εκλογές της 7ης Ιουνίου μέχρι αυτές της 1ης Νοεμβρίου, μέλη των οικογενειών των στρατιωτών και αστυνομικών αρνήθηκαν να φωνάξουν “Ζήτω το έθνος” και κατηγορούσαν την κυβέρνηση του ΑΚΡ για τις απώλειες των προσφιλών τους προσώπων. Αν και τα ΜΜΕ δεν τολμούν να δημοσιεύσουν τις περισσότερες αυτές τις διαμαρτυρίες από τις οικογένειες των στρατιωτών και των αστυνομικών μετά την πρόσφατη νίκη του ΑΚΡ στις εκλογές, πιστεύω ότι οι διαμαρτυρίες αυτές αποτελούν σημαντικό ορόσημο όσον αφορά την αποδόμηση της επίσημης κρατικής άποψης, τα αποτελέσματα του οποίου θα εμφανιστούν τα επόμενα χρόνια.
Το κείμενο υπογραφών εκ μέρους των ακαδημαϊκών αποτελεί ένα παρόμοιο φαινόμενο. Σ' αυτό, οι υπογράφοντες αμφισβητούν τις αιτίες των συγκρούσεων και καθιστούν υπεύθυνο το κράτος για την συνεχή αύξηση της βίας και των θανάτων πολιτών. Συνεπώς, στιγματίζουν τον επίσημο κρατικό λόγο, τολμώντας να διατυπώσουν δημόσια μια άλλη άποψη . Αυτό είναι απαράδεκτο για τον Ερντογάν και τους συμμάχους του, εφόσον ο επίσημος κρατικός λόγος είναι το βασικό εργαλείο τους για να συνεχίσουν την τρέχουσα πολιτική τους. Αυτή είναι η βασική αιτία που το κείμενο των υπογραφών αντιμετωπίστηκε με τόσο μένος. Μακροπρόθεσμα, θα μπορούσε να αποτελεί μεγάλο κίνδυνο για την κρατική πολιτική, εάν ο εναλλακτικός λόγος που εκφέρει βρει γόνιμο έδαφος στη δημόσια σφαίρα. Πρέπει, λοιπόν, να περιθωριοποιηθεί και να δαιμονοποιηθεί με κάθε κόστος. Με άλλα λόγια, το να εκφράζεται αυτή η εναλλακτική άποψη ως κάτι κανονικό στον δημόσιο λόγο συνιστά μέγιστο κίνδυνο , στο βαθμό που εμπεριέχει τη δυνατότητα να περιθωριοποιήσει τον επίσημο κρατικό λόγο, στο μέλλον.
Πιστεύω ότι η ελπίδα για μια διαρκή ειρήνη βρίσκεται στην προστασία αυτών των γενναίων φωνών που τολμούν να αμφισβητήσουν δημόσια την επίσημη κρατική άποψη και να διατυπώσουν μια εναλλακτική άποψη για τις συγκρούσεις. Αν επιδιώκουμε την ειρήνη, πρέπει να εκφέρουμε έναν δημόσιο λόγο που θέτει την ανθρώπινη ζωή και την ειρήνη πριν από τα υπερεθνικιστικά πρότυπα. Πρέπει να πείσουμε το μέγιστο μέρος της τουρκικής κοινωνίας ότι αυτός ο πόλεμος είναι άδικος, ότι δεν είναι ιερός πόλεμος και ότι δεν είναι το κράτος καθαγιασμένο αλλά οι πάνω από 40.000 ζωές που ήδη έχουν χαθεί στον πόλεμο που διεξάγει το κράτος εναντίον του PKK, καθώς και οι ζωές που θα μπορούσαν να χαθούν στο μέλλον.
Γι' αυτό η διεθνής κοινότητα και οι οργανώσεις των πολιτών πρέπει να υψώσουν τη φωνή τους και να δείξουν αλληλεγγύη προς αυτούς τους 1.128 ακαδημαϊκούς, που αποτόλμησαν να αμφισβητήσουν την επίσημη κρατική άποψη. [1] Η ειρήνη είναι αγαθό εν ανεπαρκεία και η τιμή του δεν μετριέται με νομίσματα , αλλά με τη γενναιότητα και τη θυσία τέτοιων ανθρώπων. Σας καλώ να αναγνωρίσετε τη γενναιότητα και τη θυσία τους.
[1] Παρά την αντίδραση του Ερντογάν, ο αριθμός των ακαδημαϊκών που έχουν υπογράψει το κείμενο έχει φτάσει τις 2.000 σε τρεις ημέρες από τότε που έγινε δημόσια γνωστό.
* Ο Osman Şahin είναι υποψήφιος διδάκτορας στο Πανεπιστήμιο Sabancı. Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο http://www.criticatac.ro/lefteast/erdogan-versus-academia/, 17/1/2016, με τον τίτλο “Γιατί ο Ερντογάν έγινε έξαλλος με τους ακαδημαϊκούς”.
Μετάφραση: Αριάδνη Αλαβάνου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου