Του ΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ* Δεν είναι μόνο το χρέος της Ελλάδας που αποβαίνει μη βιώσιμο. Η ίδια η βιωσιμότητα της συμμετοχής της Ελλάδας στην Ευρωζώνη είναι πλέον υπό αμφισβήτηση. Επίσης, ο Ζαν-Ζακ Ροζά (Jean-Jacques Rosa), διαπρεπής Γάλλος καθηγητής οικονομικών και οικονομικός σύμβουλος της γαλλικής κυβέρνησης κατά την περίοδο 1997-1999, στο βιβλίο του«Ευρωέξοδος: Γιατί (και Πώς) να Ξεφορτωθείτε τη Νομισματική Ένωση»(Euro Exit: Why (and How) to Get Rid of the Monetary Union), καθώς και διάφορα άρθρα στις βρετανικές εφημερίδες «The Guardian» και «The Observer» έχουν αναλύσει διάφορους τρόπους και τεχνικές εξόδου μιας χώρας από την Ευρωζώνη.Ωστόσο, στην Ελλάδα, υπάρχει ένα τρομακτικό έλλειμμα πολιτικής ανάλυσης σχετικά με την αξιολόγηση του σεναρίου εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ. Στο σημερινό άρθρο μας, θα ασχοληθούμε με την ανάλυση των θεσμικών ζητημάτων που αφορούν στην έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ και στο αυριανό άρθρο μας θα αναλύσουμε τα οικονομικά ζητήματα που αφορούν σε αυτό το σενάριο. Με αυτά τα δύο άρθρα, επιδιώκουμε να ενημερώσουμε τους αναγνώστες μας για το ζήτημα της εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ βάσει πληροφοριών και αναλύσεων που έχουμε συγκεντρώσει από επενδυτικές και νομικές εταιρείες του Σίτι του Λονδίνου και των ΗΠΑ. Επίσης, ο γράφων κλήθηκε να συμμετάσχει σε ορισμένες σχετικές μελέτες, με αντικείμενο την αναθεώρηση θεμελιωδών υποθέσεων της πολιτικής οικονομίας, και τα πορίσματα της εργασίας του δημοσιεύθηκαν στο βιβλίο του «Kairological Economics», που εκδόθηκε προ ολίγων ημερών στη Νέα Υόρκη (εκδόσεις Algora Publishing).
Η έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ ισοδυναμεί με τη λήψη των ακόλουθων δύο νομισματικών μέτρων: 1)την αλλαγή του νομίσματος και τη συνεπακόλουθη μετατροπή των εγχωρίων μισθών, τιμών και όλων των άλλων εγχωρίων νομισματικών αξιών στο νέο νόμισμα, π.χ. τη «Νέα Δραχή», και 2) μια μεταβολή των συναλλαγματικών ισοτιμιών αυτού του νέου νομίσματος, δηλαδή της Νέας Δραχμής. Ειδικότερα στην περίπτωση της Ελλάδας, που είναι σήμερα μια αδύναμη χώρα, αυτή η μεταβολή των συναλλαγματικών ισοτιμιών του νέου νομίσματος σημαίνει υποτίμηση της Νέας Δραχμής.
Υπάρχουν ορισμένα χρήσιμα ιστορικά παραδείγματα όπου και τα δύο ανωτέρω γεγονότα συνέβησαν συγχρόνως, ως συνέπεια της διάσπασης νομισματικών ενώσεων –συγκεκριμένα: η κατάρρευση τηςΣοβιετικής Ένωσης το 1991-1993, η αποσύνθεση της Αυστρο-Ουγγρικής Αυτοκρατορίας μετά το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και η διάσπαση της Τεσχοσλοβακίας το 1993. Επίσης, στη νομισματική ιστορία, υπάρχουν δύο επεισόδια που μπορούν κι αυτά να δώσουν χρήσιμα συμπεράσματα, παρ’ ότι δεν αποτελούν ακριβώς ίδιες περιπτώσεις με την αποχώρηση της Ελλάδας από το νομισματικό καθεστώς του ευρώ: η διάσπαση του νομισματικού δεσμού μεταξύ του ιρλανδικού πουντ και της βρετανικής στερλίνας το 1979 και ο τερματισμός του νομισματικού δεσμού μεταξύ του αργεντίνικου πέσο και του αμερικανικού δολαρίου το 2002.
Διαχείριση της απόφασης
Τα αρχικά βήματα του σχεδιασμού εξόδου από το ευρώ πρέπει να γίνουν με μυστικότητα για να ελεγχθούν, όσο γίνεται περισσότερο, οι αναταράξεις που θα προκληθούν από αυτήν την απόφαση, αν και βεβαίως είναι αδύνατο να κρατηθεί ολόκληρο το σχέδιο μυστικό. Για παράδειγμα, η κυβέρνηση της Τσεχίας και η κεντρική τράπεζα της χώρας αποφάσισαν την έξοδο από την κοινή νομισματική μονάδα Τσεχίας-Σλοβακίας στις 19 Ιανουαρίου 1993, αλλά τα σχέδια έμειναν μυστικά μέχρι τη δημοσιοποίησή τους, στις 2 Φεβρουαρίου 1993, μόλις έξι ημέρες πριν την ημερομηνία του νομισματικού χωρισμού.
Μέτρα ελέγχου της ροής κεφαλαίων και άλλα παρόμοια μέτρα πρέπει να επιβληθούν από νωρίς κατά το προπαρασκευαστικό στάδιο, ώστε να ελεγχθούν στον μέγιστο δυνατό βαθμό οι αναταράξεις που θα προκληθούν από τη δημοσιοποίηση του σχεδίου.
Αμέσως μετά την επιβολή αυτών των μέτρων, το σχέδιο εξόδου από το ευρώ πρέπει να εφαρμοστεί ταχύτατα.
Νομικές συνέπειες
Η έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ συνεπάγεται την αντιμετώπιση των ακόλουθων νομικών προβλημάτων: 1) το εάν η έξοδος από το ευρώ συνάδοι προς ευρωπαϊκές συνθήκες που έχει υπογράψει η χώρα ή αν επιβάλει την αποχώρηση και από την Ευρωπαϊκή Ένωση, 2) το ποια θα είναι η νομική θέση της χώρας σε σχέση με πρόσθετα μέτρα που πρέπει να ληφθούν παράλληλα προς την έξοδο από το ευρώ, όπως λ.χ. η επιβολή περιορισμών στις κεφαλαιακές ροές, 3) το πώς θα αντιδράσουν άλλες χώρες, τι δυνατότητες επιβολής κυρώσεων διαθέτουν και ποια είναι η διαπραγματευτική ισχύς τους, και 4) το πώς η υιοθέτηση του νέου νομίσματος θα επηρεάσει τις υπάρχουσες συμβάσεις που είναι αποτιμημένες σε ευρώ, ειδικά μάλιστα στις περιπτώσεις εκείνων των συμβάσεων που διέπονται από αλλοδαπό δίκαιο. Ας δούμε, λοιπόν, τι μπορεί να γίνει σχετικά με τα ανωτέρω τέσσερα ζητήματα.
Σε αντίθεση προς ό,τι πιστεύεται και λέγεται από πολλούς, η άποψη ότι δεν υπάρχουν δυνατότητες να αποχωρήσει μια χώρα από την Ευρωζώνη χωρίς αυτό να συνεπάγεται αναγκαστικά την αποχώρησή της και από την Ευρωπαϊκή Ένωση δεν ευσταθεί. Κατ’ αρχάς, σε επίπεδο πολιτικής και νομικής ρητορικής, μπορεί να επισημανθεί ότι το γεγονός πως οι συνθήκες της Ευρωζώνης δεν προβλέπουν διαδικασία εξόδου από το ευρώ δεν σημαίνει ότι η έξοδος από το ευρώ απαγορεύεται ρητώς. Μπορεί, λ.χ., να ισχυριστεί η Ελλάδα ότι, αποφεύγοντας να αναφερθούν σε έξοδο χώρας-μέλους της Ευρωζώνης από τη νομισματική ένωση, οι συμβαλλόμενες πλευρές απλώς ήθελαν να αποφύγουν την αβεβαιότητα που θα καλλιεργούνταν από τη ρητή πρόβλεψη μιας τέτοιας δυνατότητας και όχι να δημιουργήσουν ένα καταναγκαστικό καθεστώς.
Δεύτερον, υπάρχει μια γενική αρχή του Διεθνούς Δικαίου που ορίζει ότι οι κυβερνήσεις έχουν κυριαρχικό δικαίωμα να υπαναχωρούν από διεθνείς υποχρεώσεις τους εάν μια θεμελιώδης μεταβολή των συνθηκών θέτει υπό αμφισβήτηση την αρχική βάση επί της οποίας υπεγράφη η επίμαχη συνθήκη ή εάν η συνέχιση της συμμετοχής της χώρας στον εν λόγω διεθνή θεσμό κριθεί μη βιώσιμη. Μια αδύναμη χώρα, όπως η Ελλάδα, με σοβαρές και παρατεταμένες διαρθρωτικές αποκλίσεις από τον λεγόμενο «σκληρό πυρήνα» της Ευρωζώνης, μπορεί ευλόγως και βασίμως να ισχυριστεί ότι η συνέχιση της συμμετοχή της στην Ευρωζώνη δεν είναι βιώσιμη και ότι έχει ουσιωδώς διαφορετικές ανάγκες και πρωτεραιότητες από εκείνες που έχει ορίσει η Ευρωζώνη.
Τρίτον, μια σειρά πρόσφατων εξελίξεων δείχνει, εμμέσως πλην σαφώς, ότι η συμμετοχή στην Ευρωζώνη δεν είναι καταναγκαστική. Όταν λ.χ. η ελληνική κυβέρνηση, τον Νοέμβριο του 2011, προσφυώς έθεσε ζήτημα δημοψηφίσματος για την έγκριση των μέτρων που προβλέπονταν σε εκείνο τοπακέτο διάσωσης, Ευρωπαίοι πολιτικοί, μεταξύ των οποίων οι ηγέτες της Γερμανίας και της Γαλλίας,«πάτησαν την μπανανόφλουδα» και ανοιχτά συζήτησαν το ενδεχόμενο αποχώρησης ή αποβολής της Ελλάδας από την Ευρωζώνη, ομολογώντας έτσι, de facto, ότι αυτό είναι εφικτό.
Τέταρτον, η Συνθήκη της Λισαβώνας (άρθρο 50) αναγνωρίζει το δικαίωμα των χωρών να αποχωρούν από την Ευρωπαϊκή Ένωση, κατόπιν εγκρίσως που λαμβάνεται διά πλειοψηφίας μεταξύ των χωρών μελών ή μετά πάροδο δύο αιτών από την επίσημη υποβολή σχετικού αιτήματος εκ μέρους της χώρας που προτίθεται να αποχωρήσει. Αν λοιπόν υπάρχει το δικαίωμα αποχώρησης από την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση, που είναι μείζον ζήτημα, δεν μπορεί να υποστηριχθεί εύκολα ότι απαγορεύεται η αποχώρηση από την Ευρωζώνη, που είναι υποσύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ίσως χρειάζεται μια τροποποίηση της Συνθήκης της Λισαβώνας, που θα ορίζει ρητώς ότι μια χώρα που αποχωρεί από την Ευρωζώνη αλλά επιθυμεί να παραμείνει μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα βρίσκεται στο καθεστώς (status) στο οποίο ήδη βρίσκονται το Ηνωμένο Βασίλειο, η Δανία και η Σουηδία.
Βεβαίως, ακόμη κι αν η έξοδος από το ευρώ είναι νόμιμη, ανακύπτει ένα άλλο νομικό ζήτημα, που έχει να κάνει με τη νομιμότητα των μέτρων εκτάκτου ανάγκης που πρέπει να ληφθούν συγχρόνως με την έξοδο από το ευρώ και αντίκεινται προς το Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μάλιστα, η Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να επιβάλλει απεριόριστα πρόστιμα (σύμφωνα με το άρθρο 260 της Συνθήκης της Λισαβώνας) σε οποιοδήποτε μέλος παραβιάζει τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η επιβολή περιορισμών στις κεφαλαιακές ροές αντιβαίνει προς τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία, άλλωστε, είναι εξ ορισμού μια κοινότητα ελεύθερης διακίνησης κεφαλαίων, αγαθών και ανθρώπων. Όμως, βάσει του άρθρου 59 της Συνθήκης της Λισαβώνας, η προσωρινή επιβολή περιορισμών στις κεφαλαιακές ροές θα μπορούσε να επιτραπεί για ένα χρονικό διάστημα που δεν θα υπερβαίνει τους έξι μήνες κατόπιν εγκρίσεων από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και τηνπλειοψηφία των χωρών μελών.
Η Ελλάδα θα μπορούσε, σχετικά εύκολα και με την κατάλληλη διαπραγμάτευση, να επιτύχει αυτήν την έγκριση, διότι οι υπόλοιπες χώρες μέλη δεν θα ήθελαν να δημιουργήσουν περαιτέρω συγκρούσεις καιμεγαλύτερη αστάθεια, ούτε να οδηγήσουν την Ελλάδα σε κατάρρευση, θέτοντας σε κίνδυνο τιςχρηματοοικονομικές τοποθετήσεις τους στην ελληνική οικονομία, ούτε θα ήθελαν να υποστούν έναπόλεμο επιτοκίων. Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση, η Ελλάδα θα έπρεπε να επιδιώξει μια εξ αρχής φιλική διαπραγμάτευση με την Ευρωπαϊκή Ένωση για τη νομιμοποίηση της προσωρινής επιβολής περιορισμών επί των κεφαλαιακών ροών στην Ελλάδα.
Το νομικό καθεστώς του νέου νομίσματος
Τα σημαντικότερα νομικά ζητήματα που γεννώνται από τη θέσπιση της Νέας Δραχμής είναι τα εξής: 1) τι επιπτώσεις θα έχει η θέσπιση του νέου νομίσματος στις ήδη υπογεγραμμένες οικονομικές συμβάσεις που διέπονται από το εθνικό Δίκαιο και σε εκείνες που διέπονται από αλλοδαπό Δίκαιο, 2) εάν θα συνεχίσει να υπάρχει το ευρώ με κάποια μορφή στην ελληνική αγορά, 3) εάν οι αναφορές στο ευρώ που υπάρχουν σε οικονομικές συμβάσεις οι οποίες υπεγράφησαν όταν η χώρα ήταν μέλος της Ευρωζώνης θα ερμηνευθούν ως αναφορές στο κοινό διεθνές νόμισμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή ως αναφορές στο εθνικό νόμισμα της Ελλάδας εκείνης της περιόδου, και 4) εάν οι πληρωμές πρέπει να πραγματοποιούνται στην αποχωρούσα χώρα ή αλλού.
Η μετατροπή στο νέο νόμισμα των ήδη υπογεγραμμένων οικονομικών συμβάσεων που διέπονται από το εθνικό Δίκαιο μπορεί να γίνει σχετικά εύκολα και άμεσα. Υπάρχει μια παγκοσμίως αποδεκτή αρχή –γνωστή ως «Lex Monetae»– σύμφωνα με την οποία οι κυβερνήσεις έχουν το κυριαρχικό δικαίωμα να καθορίζουν το δικό τους εθνικό νόμισμα και να διαμορφώνουν τις επίσημες συναλλαγματικές ισοτιμίες του προς τα υπόλοιπα νομίσματα. Έτσι, αν η Ελλάδα δηλώσει ότι το εθνικό της νόμισμα είναι πλέον η Νέα Δραχμή και ότι όλες οι οικονομικές συμβάσεις που έχουν συναφθεί σε ευρώ και διέπονται από το ελληνικό Δίκαιο θα μετατραπούν σε Νέα Δραχμήσύμφωνα με μια συναλλαγματική ισοτιμία Χ, αυτή η απόφαση θα αναγνωριστεί και θα θεωρηθεί νομικά δεσμευτική από όλα τα σημαντικά χρηματοοικονομικά κέντρα του κόσμου.
Όμως αυτό δεν θα μπορέσει να συμβεί σ’ εκείνες τις περιπτώσεις που οι οικονομικές συμβάσεις διέπονται από αλλοδαπό Δίκαιο, εκτός εάν (πράγμα σπάνιο) η σύμβαση όριζε ότι συνάπτεται σε μονάδες του «νόμιμου εθνικού νομίσματος» κι όχι ρητά του ευρώ. Σύμφωνα με τις γενικές αρχές τουαγγλικού Δικάιου και άλλων ευρωπαϊκών Δικαίων, τα δικαστήρια θα απαιτήσουν την τήρηση των αρχικών όρων των οικονομικών συμβάσεων σχετικά με το νόμισμα στο οποίο θα γίνουν οι πληρωμές που απορρέουν από αυτές τις συμβάσεις και σχετικά με το ποσό της πληρωμής.
Από την άλλη πλευρά, η Ελλάδα, παραμένοντας χώρα μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης μετά την έξοδό της από το ευρώ και επιδιώκοντας να πραγματοποιήσει την έξοδό της από το ευρώ με νόμιμες και φιλικές διαδικασίες, θα μπορούσε να διεκδικήσει ειδικές ελαφρύνσεις από το κόστος της εξόδου, επισημαίνοντας στις χώρες που θα παραμείνουν στο ευρώ ότι, αν δεν καταλήξουν σε μια αμοιβαία αποδεκτή συμφωνία με την Ελλάδα, η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να προκαλέσει τόσο μεγάλες νομικές αβεβαιότητες στο ευρωπαϊκό εμπορικό σύστημα, το κόστος από τις οποίες θα μπορούσε να φθάσει περίπου στο 4% του ΑΕΠ κάθε χώρας-μέλους της Ευρωζώνης. Συνεπώς, μια μη φιλική διευθέτηση των ζητημάτων που αφορούν στο νομικό καθεστώς της Νέας Δραχμής δεν θα είναι επωφελής για καμιά πλευρά. Άρα, εν τέλη, η διαχείριση των θεσμικών ζητημάτων που αφορούν στην έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ είναι πρωτίστως ζήτημα διαπραγματευτικής ικανότητας και τεχνογνωσίας της ελληνικής πλευράς. Σε αυτήν τη στήλη της εφημερίδας μας, αύριο, θα ασχοληθούμε με τη διαχείριση των οικονομικών ζητημάτων που αφορούν στην έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ.
Η έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ ισοδυναμεί με τη λήψη των ακόλουθων δύο νομισματικών μέτρων: 1)την αλλαγή του νομίσματος και τη συνεπακόλουθη μετατροπή των εγχωρίων μισθών, τιμών και όλων των άλλων εγχωρίων νομισματικών αξιών στο νέο νόμισμα, π.χ. τη «Νέα Δραχή», και 2) μια μεταβολή των συναλλαγματικών ισοτιμιών αυτού του νέου νομίσματος, δηλαδή της Νέας Δραχμής. Ειδικότερα στην περίπτωση της Ελλάδας, που είναι σήμερα μια αδύναμη χώρα, αυτή η μεταβολή των συναλλαγματικών ισοτιμιών του νέου νομίσματος σημαίνει υποτίμηση της Νέας Δραχμής.
Υπάρχουν ορισμένα χρήσιμα ιστορικά παραδείγματα όπου και τα δύο ανωτέρω γεγονότα συνέβησαν συγχρόνως, ως συνέπεια της διάσπασης νομισματικών ενώσεων –συγκεκριμένα: η κατάρρευση τηςΣοβιετικής Ένωσης το 1991-1993, η αποσύνθεση της Αυστρο-Ουγγρικής Αυτοκρατορίας μετά το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και η διάσπαση της Τεσχοσλοβακίας το 1993. Επίσης, στη νομισματική ιστορία, υπάρχουν δύο επεισόδια που μπορούν κι αυτά να δώσουν χρήσιμα συμπεράσματα, παρ’ ότι δεν αποτελούν ακριβώς ίδιες περιπτώσεις με την αποχώρηση της Ελλάδας από το νομισματικό καθεστώς του ευρώ: η διάσπαση του νομισματικού δεσμού μεταξύ του ιρλανδικού πουντ και της βρετανικής στερλίνας το 1979 και ο τερματισμός του νομισματικού δεσμού μεταξύ του αργεντίνικου πέσο και του αμερικανικού δολαρίου το 2002.
Διαχείριση της απόφασης
Τα αρχικά βήματα του σχεδιασμού εξόδου από το ευρώ πρέπει να γίνουν με μυστικότητα για να ελεγχθούν, όσο γίνεται περισσότερο, οι αναταράξεις που θα προκληθούν από αυτήν την απόφαση, αν και βεβαίως είναι αδύνατο να κρατηθεί ολόκληρο το σχέδιο μυστικό. Για παράδειγμα, η κυβέρνηση της Τσεχίας και η κεντρική τράπεζα της χώρας αποφάσισαν την έξοδο από την κοινή νομισματική μονάδα Τσεχίας-Σλοβακίας στις 19 Ιανουαρίου 1993, αλλά τα σχέδια έμειναν μυστικά μέχρι τη δημοσιοποίησή τους, στις 2 Φεβρουαρίου 1993, μόλις έξι ημέρες πριν την ημερομηνία του νομισματικού χωρισμού.
Μέτρα ελέγχου της ροής κεφαλαίων και άλλα παρόμοια μέτρα πρέπει να επιβληθούν από νωρίς κατά το προπαρασκευαστικό στάδιο, ώστε να ελεγχθούν στον μέγιστο δυνατό βαθμό οι αναταράξεις που θα προκληθούν από τη δημοσιοποίηση του σχεδίου.
Αμέσως μετά την επιβολή αυτών των μέτρων, το σχέδιο εξόδου από το ευρώ πρέπει να εφαρμοστεί ταχύτατα.
Νομικές συνέπειες
Η έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ συνεπάγεται την αντιμετώπιση των ακόλουθων νομικών προβλημάτων: 1) το εάν η έξοδος από το ευρώ συνάδοι προς ευρωπαϊκές συνθήκες που έχει υπογράψει η χώρα ή αν επιβάλει την αποχώρηση και από την Ευρωπαϊκή Ένωση, 2) το ποια θα είναι η νομική θέση της χώρας σε σχέση με πρόσθετα μέτρα που πρέπει να ληφθούν παράλληλα προς την έξοδο από το ευρώ, όπως λ.χ. η επιβολή περιορισμών στις κεφαλαιακές ροές, 3) το πώς θα αντιδράσουν άλλες χώρες, τι δυνατότητες επιβολής κυρώσεων διαθέτουν και ποια είναι η διαπραγματευτική ισχύς τους, και 4) το πώς η υιοθέτηση του νέου νομίσματος θα επηρεάσει τις υπάρχουσες συμβάσεις που είναι αποτιμημένες σε ευρώ, ειδικά μάλιστα στις περιπτώσεις εκείνων των συμβάσεων που διέπονται από αλλοδαπό δίκαιο. Ας δούμε, λοιπόν, τι μπορεί να γίνει σχετικά με τα ανωτέρω τέσσερα ζητήματα.
Σε αντίθεση προς ό,τι πιστεύεται και λέγεται από πολλούς, η άποψη ότι δεν υπάρχουν δυνατότητες να αποχωρήσει μια χώρα από την Ευρωζώνη χωρίς αυτό να συνεπάγεται αναγκαστικά την αποχώρησή της και από την Ευρωπαϊκή Ένωση δεν ευσταθεί. Κατ’ αρχάς, σε επίπεδο πολιτικής και νομικής ρητορικής, μπορεί να επισημανθεί ότι το γεγονός πως οι συνθήκες της Ευρωζώνης δεν προβλέπουν διαδικασία εξόδου από το ευρώ δεν σημαίνει ότι η έξοδος από το ευρώ απαγορεύεται ρητώς. Μπορεί, λ.χ., να ισχυριστεί η Ελλάδα ότι, αποφεύγοντας να αναφερθούν σε έξοδο χώρας-μέλους της Ευρωζώνης από τη νομισματική ένωση, οι συμβαλλόμενες πλευρές απλώς ήθελαν να αποφύγουν την αβεβαιότητα που θα καλλιεργούνταν από τη ρητή πρόβλεψη μιας τέτοιας δυνατότητας και όχι να δημιουργήσουν ένα καταναγκαστικό καθεστώς.
Δεύτερον, υπάρχει μια γενική αρχή του Διεθνούς Δικαίου που ορίζει ότι οι κυβερνήσεις έχουν κυριαρχικό δικαίωμα να υπαναχωρούν από διεθνείς υποχρεώσεις τους εάν μια θεμελιώδης μεταβολή των συνθηκών θέτει υπό αμφισβήτηση την αρχική βάση επί της οποίας υπεγράφη η επίμαχη συνθήκη ή εάν η συνέχιση της συμμετοχής της χώρας στον εν λόγω διεθνή θεσμό κριθεί μη βιώσιμη. Μια αδύναμη χώρα, όπως η Ελλάδα, με σοβαρές και παρατεταμένες διαρθρωτικές αποκλίσεις από τον λεγόμενο «σκληρό πυρήνα» της Ευρωζώνης, μπορεί ευλόγως και βασίμως να ισχυριστεί ότι η συνέχιση της συμμετοχή της στην Ευρωζώνη δεν είναι βιώσιμη και ότι έχει ουσιωδώς διαφορετικές ανάγκες και πρωτεραιότητες από εκείνες που έχει ορίσει η Ευρωζώνη.
Τρίτον, μια σειρά πρόσφατων εξελίξεων δείχνει, εμμέσως πλην σαφώς, ότι η συμμετοχή στην Ευρωζώνη δεν είναι καταναγκαστική. Όταν λ.χ. η ελληνική κυβέρνηση, τον Νοέμβριο του 2011, προσφυώς έθεσε ζήτημα δημοψηφίσματος για την έγκριση των μέτρων που προβλέπονταν σε εκείνο τοπακέτο διάσωσης, Ευρωπαίοι πολιτικοί, μεταξύ των οποίων οι ηγέτες της Γερμανίας και της Γαλλίας,«πάτησαν την μπανανόφλουδα» και ανοιχτά συζήτησαν το ενδεχόμενο αποχώρησης ή αποβολής της Ελλάδας από την Ευρωζώνη, ομολογώντας έτσι, de facto, ότι αυτό είναι εφικτό.
Τέταρτον, η Συνθήκη της Λισαβώνας (άρθρο 50) αναγνωρίζει το δικαίωμα των χωρών να αποχωρούν από την Ευρωπαϊκή Ένωση, κατόπιν εγκρίσως που λαμβάνεται διά πλειοψηφίας μεταξύ των χωρών μελών ή μετά πάροδο δύο αιτών από την επίσημη υποβολή σχετικού αιτήματος εκ μέρους της χώρας που προτίθεται να αποχωρήσει. Αν λοιπόν υπάρχει το δικαίωμα αποχώρησης από την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση, που είναι μείζον ζήτημα, δεν μπορεί να υποστηριχθεί εύκολα ότι απαγορεύεται η αποχώρηση από την Ευρωζώνη, που είναι υποσύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ίσως χρειάζεται μια τροποποίηση της Συνθήκης της Λισαβώνας, που θα ορίζει ρητώς ότι μια χώρα που αποχωρεί από την Ευρωζώνη αλλά επιθυμεί να παραμείνει μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα βρίσκεται στο καθεστώς (status) στο οποίο ήδη βρίσκονται το Ηνωμένο Βασίλειο, η Δανία και η Σουηδία.
Βεβαίως, ακόμη κι αν η έξοδος από το ευρώ είναι νόμιμη, ανακύπτει ένα άλλο νομικό ζήτημα, που έχει να κάνει με τη νομιμότητα των μέτρων εκτάκτου ανάγκης που πρέπει να ληφθούν συγχρόνως με την έξοδο από το ευρώ και αντίκεινται προς το Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μάλιστα, η Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να επιβάλλει απεριόριστα πρόστιμα (σύμφωνα με το άρθρο 260 της Συνθήκης της Λισαβώνας) σε οποιοδήποτε μέλος παραβιάζει τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η επιβολή περιορισμών στις κεφαλαιακές ροές αντιβαίνει προς τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία, άλλωστε, είναι εξ ορισμού μια κοινότητα ελεύθερης διακίνησης κεφαλαίων, αγαθών και ανθρώπων. Όμως, βάσει του άρθρου 59 της Συνθήκης της Λισαβώνας, η προσωρινή επιβολή περιορισμών στις κεφαλαιακές ροές θα μπορούσε να επιτραπεί για ένα χρονικό διάστημα που δεν θα υπερβαίνει τους έξι μήνες κατόπιν εγκρίσεων από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και τηνπλειοψηφία των χωρών μελών.
Η Ελλάδα θα μπορούσε, σχετικά εύκολα και με την κατάλληλη διαπραγμάτευση, να επιτύχει αυτήν την έγκριση, διότι οι υπόλοιπες χώρες μέλη δεν θα ήθελαν να δημιουργήσουν περαιτέρω συγκρούσεις καιμεγαλύτερη αστάθεια, ούτε να οδηγήσουν την Ελλάδα σε κατάρρευση, θέτοντας σε κίνδυνο τιςχρηματοοικονομικές τοποθετήσεις τους στην ελληνική οικονομία, ούτε θα ήθελαν να υποστούν έναπόλεμο επιτοκίων. Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση, η Ελλάδα θα έπρεπε να επιδιώξει μια εξ αρχής φιλική διαπραγμάτευση με την Ευρωπαϊκή Ένωση για τη νομιμοποίηση της προσωρινής επιβολής περιορισμών επί των κεφαλαιακών ροών στην Ελλάδα.
Το νομικό καθεστώς του νέου νομίσματος
Τα σημαντικότερα νομικά ζητήματα που γεννώνται από τη θέσπιση της Νέας Δραχμής είναι τα εξής: 1) τι επιπτώσεις θα έχει η θέσπιση του νέου νομίσματος στις ήδη υπογεγραμμένες οικονομικές συμβάσεις που διέπονται από το εθνικό Δίκαιο και σε εκείνες που διέπονται από αλλοδαπό Δίκαιο, 2) εάν θα συνεχίσει να υπάρχει το ευρώ με κάποια μορφή στην ελληνική αγορά, 3) εάν οι αναφορές στο ευρώ που υπάρχουν σε οικονομικές συμβάσεις οι οποίες υπεγράφησαν όταν η χώρα ήταν μέλος της Ευρωζώνης θα ερμηνευθούν ως αναφορές στο κοινό διεθνές νόμισμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή ως αναφορές στο εθνικό νόμισμα της Ελλάδας εκείνης της περιόδου, και 4) εάν οι πληρωμές πρέπει να πραγματοποιούνται στην αποχωρούσα χώρα ή αλλού.
Η μετατροπή στο νέο νόμισμα των ήδη υπογεγραμμένων οικονομικών συμβάσεων που διέπονται από το εθνικό Δίκαιο μπορεί να γίνει σχετικά εύκολα και άμεσα. Υπάρχει μια παγκοσμίως αποδεκτή αρχή –γνωστή ως «Lex Monetae»– σύμφωνα με την οποία οι κυβερνήσεις έχουν το κυριαρχικό δικαίωμα να καθορίζουν το δικό τους εθνικό νόμισμα και να διαμορφώνουν τις επίσημες συναλλαγματικές ισοτιμίες του προς τα υπόλοιπα νομίσματα. Έτσι, αν η Ελλάδα δηλώσει ότι το εθνικό της νόμισμα είναι πλέον η Νέα Δραχμή και ότι όλες οι οικονομικές συμβάσεις που έχουν συναφθεί σε ευρώ και διέπονται από το ελληνικό Δίκαιο θα μετατραπούν σε Νέα Δραχμήσύμφωνα με μια συναλλαγματική ισοτιμία Χ, αυτή η απόφαση θα αναγνωριστεί και θα θεωρηθεί νομικά δεσμευτική από όλα τα σημαντικά χρηματοοικονομικά κέντρα του κόσμου.
Όμως αυτό δεν θα μπορέσει να συμβεί σ’ εκείνες τις περιπτώσεις που οι οικονομικές συμβάσεις διέπονται από αλλοδαπό Δίκαιο, εκτός εάν (πράγμα σπάνιο) η σύμβαση όριζε ότι συνάπτεται σε μονάδες του «νόμιμου εθνικού νομίσματος» κι όχι ρητά του ευρώ. Σύμφωνα με τις γενικές αρχές τουαγγλικού Δικάιου και άλλων ευρωπαϊκών Δικαίων, τα δικαστήρια θα απαιτήσουν την τήρηση των αρχικών όρων των οικονομικών συμβάσεων σχετικά με το νόμισμα στο οποίο θα γίνουν οι πληρωμές που απορρέουν από αυτές τις συμβάσεις και σχετικά με το ποσό της πληρωμής.
Από την άλλη πλευρά, η Ελλάδα, παραμένοντας χώρα μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης μετά την έξοδό της από το ευρώ και επιδιώκοντας να πραγματοποιήσει την έξοδό της από το ευρώ με νόμιμες και φιλικές διαδικασίες, θα μπορούσε να διεκδικήσει ειδικές ελαφρύνσεις από το κόστος της εξόδου, επισημαίνοντας στις χώρες που θα παραμείνουν στο ευρώ ότι, αν δεν καταλήξουν σε μια αμοιβαία αποδεκτή συμφωνία με την Ελλάδα, η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να προκαλέσει τόσο μεγάλες νομικές αβεβαιότητες στο ευρωπαϊκό εμπορικό σύστημα, το κόστος από τις οποίες θα μπορούσε να φθάσει περίπου στο 4% του ΑΕΠ κάθε χώρας-μέλους της Ευρωζώνης. Συνεπώς, μια μη φιλική διευθέτηση των ζητημάτων που αφορούν στο νομικό καθεστώς της Νέας Δραχμής δεν θα είναι επωφελής για καμιά πλευρά. Άρα, εν τέλη, η διαχείριση των θεσμικών ζητημάτων που αφορούν στην έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ είναι πρωτίστως ζήτημα διαπραγματευτικής ικανότητας και τεχνογνωσίας της ελληνικής πλευράς. Σε αυτήν τη στήλη της εφημερίδας μας, αύριο, θα ασχοληθούμε με τη διαχείριση των οικονομικών ζητημάτων που αφορούν στην έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ.
Πηγη: εφημερίδα «Η Ελλάδα Αύριο»,19 Οκτωβρίου 2012
*MBA(Finance), Δρ Φιλοσοφίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου